Ήταν τέτοιες μέρες, αρχές Νοεμβρίου του 1901, όταν στην Αθήνα ξέσπασαν
πολυήμερες ταραχές, οι οποίες άφησαν πίσω τους έντεκα νεκρούς και καμμιά
ογδονταριά τραυματίες. Πρόκειται για τα περίφημα "Ευαγγελικά", για τα
οποία αξίζει τον κόπο να πούμε δυο κουβέντες εν συντομία, πριν φτάσουμε
σ' αυτό που θυμήθηκα σήμερα και για το οποίο γράφω τούτο το σημείωμα.
Η ιστορία αρχίζει το 1898, όταν η -βαθύτατα θρησκευόμενη- βασίλισσα Όλγα συλλαμβάνει την ιδέα να μεταφραστούν τα ευαγγέλια στην δημοτική γλώσσα και αναθέτει την δουλειά αυτή στην γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, ξεσηκώθηκαν τόσο η εκκλησία όσο και οι αντιδημοτικιστές και η βασίλισσα αναγκάστηκε να τα μαζέψει. Λίγο αργότερα, όμως, έρχεται να υλοποιήσει την ιδέα τής Όλγας ένας μορφωμένος βαμβακέμπορος από το Λονδίνο, ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Πάλλης είχε πάθος με την δημοτική και ήθελε να αποδείξει ότι η γλώσσα του λαού ήταν επαρκής για να αποδώσει κάθε είδους κείμενο ορθά και πλήρως. Έτσι, μεταφράζει τα ευαγγέλια στην δημοτική και το έργο εκδίδεται ως "Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο", με έξοδα της Όλγας, από αλεξανδρινό τυπογραφείο το 1901.
Η έκδοση θα περνούσε απαρατήρητη αν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο ιδρυτής και διευθυντής τής εφημερίδας Ακρόπολις Βλάσσης Γαβριηλίδης δεν είχε την ιδέα να δημοσιεύσει την μετάφραση του Πάλλη σε συνέχειες. Πριν αρχίσει την δημοσίευση, ο Γαβριηλίδης φρόντισε να πάρει την σύμφωνη γνώμη τόσο του τότε αρχιεπισκόπου Προκοπίου Β' όσο και του κοσμήτορα της θεολογικής σχολής Εμμανουήλ Ζολώτα. Όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει την αντίδραση των "αρχαϊζόντων" ακαδημαϊκών αλλά και των "καθαρευουσιάνων" καθηγητών τής φιλοσοφικής σχολής (με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Μιστριώτη), οι οποίοι ξεσήκωσαν και τους φοιτητές τους. Στο πλευρό των αντιδρώντων στάθηκε σχεδόν σύσσωμος ο τύπος, ο οποίος έρριχνε λάδι στην φωτιά.
Η θρυαλλίδα που οδήγησε στην τελική έκρηξη ήταν ένα έγγραφο του πατριάρχη Ιωακείμ Γ' του Μεγαλοπρεπούς (!), το οποίο απέρριπτε την μετάφραση (ο Ιωακείμ δεν είχε καν πανεπιστημιακή μόρφωση). Οι συγκρούσεις άρχισαν στις 5 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν και την επομένη. Στις 7 Νοεμβρίου, "γλωσσαμύντορες" οπαδοί του Δηλιγιάννη ξεχύνονται προς την αρχιεπισκοπή βρίζοντας τον Προκόπιο και συγκρούονται με χωροφύλακες, οι οποίοι ρίχνουν στο ψαχνό. Την επόμενη μέρα ο Προκόπιος παραιτείται ενώ οργανώνεται μεγάλη αντικυβερνητική διαδήλωση, στις 9 του μηνός κηδεύονται οι νεκροί και στις 12 Νοεμβρίου παραιτείται και η κυβέρνηση Θεοτόκη.
Αυτά -και πολλά περισσότερα- μπορείτε να τα διαβάσετε κι αλλού. Εκείνο
που θα δυσκολευτείτε να βρείτε, είναι ένα αριστούργημα το οποίο έφτιαξε
ένας εξαίρετος λογοτέχνης και δημοσιογράφος της εποχής, τότε που οι
αγράμματοι δεν γίνονταν δημοσιογράφοι και οι άσχετοι δεν περνούσαν ως
έγκριτοι. Ήταν ο Νίκος Ποριώτης, ο οποίος έγραψε έναν "έπαινο" προς τον
Γεώργιο Μιστριώτη, χρησιμοποιώντας λέξεις τής αρχαίας και της
καθαρεύουσας με έναν υπέροχα μοναδικό τρόπο:
- φρενήρης: συνετός, μυαλωμένος, αυτός που έχει το μυαλό του συγκεντρωμένο (από το φρήν = μυαλό + ἀραρίσκω = συνδέω, ταιριάζω / πρβλ: έχω σώας τα φρένας)
- εὐήθης: ηθικός (ευ+ήθος) αλλά και βλάκας (ειρωνικά) / πρβλ: αγαθός - αγαθιάρης
- ἰδέα: όψη, μορφή
- ἀστεῖος: ευχάριστος, κοινωνικά αποδεκτός, κομψός, ωραίος (από την λέξυ ἄστυ = πόλη)
- πνοή: ανάσα αλλά και φωνή
- βρόμειος: βροντώδης (από το βρέμω = βροντώ / ὑψιβρεμέτης [ομηρικό προσωνύμιο του Δία]: αυτός που βροντάει από ψηλά)
- κόλερος: κουρεμένος (κόλος+ἔριον) αλλά και καθαρευουσιάνος (μεταφορικά), σε αντίθεση με τους δημοτικιστές που αποκαλούνταν μαλλιαροί
- ἀκέστωρ: γιατρός (από το ἀκέομαι = γιατρεύω / πρβλ: ἀνήκεστος βλάβη = αγιάτρευτη ζημιά)
- λάσιος: κατάφυτος, δασύτριχος (μεταφορικά) αλλά και δημοτικιστής (μαλλιαρός)
- πύκτης: γρονθοκόπος (πυγμή, πυγμάχος / πρβλ: πὺξ λάξ: με μπουνιές και κλοτσιές)
- κατοργάς: καλλιεργήσιμη γη (οργώνω) / γλωττικὴ κατοργάς: καθαρεύουσα (μεταφορικά), ως η γλώσσα που χρησιμοποιόταν ευκολώτερα στα πεζά κείμενα παρά στα ποιητικά.
- κατώρυξ: αυτός που βρίσκεται χωμένος στην γη, βολβός, φυντάνι (ορυχείο)
- ἐκκαυλῶ: (επί φυτού) βγάζω βλαστάρι
- οἰνάς: αμπελώνας (οίνος) - ποιητικὴ οἰνάς: δημοτική (σε αντίστιξη με το γλωττικὴ κατοργάς)
- καυλίον: υποκοριστικό του καυλός = το κοτσάνι του φυτού, ο μίσχος
- κλάω-κλῶ: σπάζω (κλάσμα = κομμάτι)
- ξόανον: απλό ξύλινο άγαλμα (από το ξέω: γδέρνω, χαράσσω - πρβλ: απόξεση)
- κουράς: οροφή (κατά τον ουρανό) αλλά και οροφογραφία
- πολύψοφος: πολυθόρυβος (ψόφος: κάθε θόρυβος που δεν παράγεται από ανθρώπινο στόμα)
- κολοσυρτός: όχλος, πλήθος που άγεται και φέρεται δίχως ηγέτη (κόλος+σύρω)
- ψολόεις: σαν κεραυνός (από το ψόλος = αιθάλη, καπνιά αλλά και κεραυνός) / ψολοβρόντης: αυτός που αστράφτει και βροντάει
- κατουρίζω: μπαίνω σε λιμάνι με τον άνεμο ούριο (κατά+οὐρίζω), φέρω κάτι σε αίσιο πέρας
- κατακηλῶ: καταγοητεύω, μαγεύω
- ἀιδῶς: χωρίς ιδιοτέλεια, με μετριοφροσύνη
- φυσῶ: καμαρώνω, κορδώνομαι
- ἀνάθεμα: αφιέρωμα (από το ἀνατίθημι)
Ας τα μαζέψουμε τώρα όλα αυτά, να κάνουμε μια μετάφραση στον "έπαινο" του Ποριώτη:
Μπορεί αυτό το τελευταίο να μην είναι αλήθεια. Πάντως, ο Μιστριώτης πρωτοστάτησε σε παρόμοιες γλωσσικές ταραχές και μια δεκαετία αργότερα, σε σημείο που βρέθηκε κατηγορούμενος για στάση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Η ιστορία αρχίζει το 1898, όταν η -βαθύτατα θρησκευόμενη- βασίλισσα Όλγα συλλαμβάνει την ιδέα να μεταφραστούν τα ευαγγέλια στην δημοτική γλώσσα και αναθέτει την δουλειά αυτή στην γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, ξεσηκώθηκαν τόσο η εκκλησία όσο και οι αντιδημοτικιστές και η βασίλισσα αναγκάστηκε να τα μαζέψει. Λίγο αργότερα, όμως, έρχεται να υλοποιήσει την ιδέα τής Όλγας ένας μορφωμένος βαμβακέμπορος από το Λονδίνο, ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Πάλλης είχε πάθος με την δημοτική και ήθελε να αποδείξει ότι η γλώσσα του λαού ήταν επαρκής για να αποδώσει κάθε είδους κείμενο ορθά και πλήρως. Έτσι, μεταφράζει τα ευαγγέλια στην δημοτική και το έργο εκδίδεται ως "Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο", με έξοδα της Όλγας, από αλεξανδρινό τυπογραφείο το 1901.
Η έκδοση θα περνούσε απαρατήρητη αν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο ιδρυτής και διευθυντής τής εφημερίδας Ακρόπολις Βλάσσης Γαβριηλίδης δεν είχε την ιδέα να δημοσιεύσει την μετάφραση του Πάλλη σε συνέχειες. Πριν αρχίσει την δημοσίευση, ο Γαβριηλίδης φρόντισε να πάρει την σύμφωνη γνώμη τόσο του τότε αρχιεπισκόπου Προκοπίου Β' όσο και του κοσμήτορα της θεολογικής σχολής Εμμανουήλ Ζολώτα. Όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει την αντίδραση των "αρχαϊζόντων" ακαδημαϊκών αλλά και των "καθαρευουσιάνων" καθηγητών τής φιλοσοφικής σχολής (με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Μιστριώτη), οι οποίοι ξεσήκωσαν και τους φοιτητές τους. Στο πλευρό των αντιδρώντων στάθηκε σχεδόν σύσσωμος ο τύπος, ο οποίος έρριχνε λάδι στην φωτιά.
Η θρυαλλίδα που οδήγησε στην τελική έκρηξη ήταν ένα έγγραφο του πατριάρχη Ιωακείμ Γ' του Μεγαλοπρεπούς (!), το οποίο απέρριπτε την μετάφραση (ο Ιωακείμ δεν είχε καν πανεπιστημιακή μόρφωση). Οι συγκρούσεις άρχισαν στις 5 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν και την επομένη. Στις 7 Νοεμβρίου, "γλωσσαμύντορες" οπαδοί του Δηλιγιάννη ξεχύνονται προς την αρχιεπισκοπή βρίζοντας τον Προκόπιο και συγκρούονται με χωροφύλακες, οι οποίοι ρίχνουν στο ψαχνό. Την επόμενη μέρα ο Προκόπιος παραιτείται ενώ οργανώνεται μεγάλη αντικυβερνητική διαδήλωση, στις 9 του μηνός κηδεύονται οι νεκροί και στις 12 Νοεμβρίου παραιτείται και η κυβέρνηση Θεοτόκη.
Η απρόσμενη αρχή και η θλιβερή κατάληξη: Ακρόπολις 9/9/1901 - Σκριπ 8/11/1901 |
Γεωργίῳ τῷ Μιστριώτῃ, ἀνδρὶ φρενήρει καὶ εὐήθει, τήν τε ἰδέαν ἀστείῳ καὶ τὴν πνοὴν βρομείῳ, κολέρων ἀκέστορι καὶ λασίων πύκτῃ, ἀνθ΄ ὧν τῆς γλωττικῆς κατοργάδος τοὺς κατώρυχας ἐξεκαύλωσε καὶ τῆς ποιητικῆς οἰνάδος τὰ καυλία καὶ τὰ βλαστήματα ἔκλασε, διὰ ξοάνων δὲ καὶ κουράδων τοὺς πολυψόφους τῶν λόγων κολοσυρτοὺς ψολόεις κατουρίσας καὶ πάντας κατακηλήσας κατ΄ ἀξίαν εἰ καὶ ἀιδῶς φυσᾶ, ἀνάθεμα.Ξέρω, κρυφογελάσατε αλλά δεν καταλάβατε γρυ. Ας κάνουμε μερικές λεξιλογικές παρατηρήσεις:
- φρενήρης: συνετός, μυαλωμένος, αυτός που έχει το μυαλό του συγκεντρωμένο (από το φρήν = μυαλό + ἀραρίσκω = συνδέω, ταιριάζω / πρβλ: έχω σώας τα φρένας)
- εὐήθης: ηθικός (ευ+ήθος) αλλά και βλάκας (ειρωνικά) / πρβλ: αγαθός - αγαθιάρης
- ἰδέα: όψη, μορφή
- ἀστεῖος: ευχάριστος, κοινωνικά αποδεκτός, κομψός, ωραίος (από την λέξυ ἄστυ = πόλη)
- πνοή: ανάσα αλλά και φωνή
- βρόμειος: βροντώδης (από το βρέμω = βροντώ / ὑψιβρεμέτης [ομηρικό προσωνύμιο του Δία]: αυτός που βροντάει από ψηλά)
- κόλερος: κουρεμένος (κόλος+ἔριον) αλλά και καθαρευουσιάνος (μεταφορικά), σε αντίθεση με τους δημοτικιστές που αποκαλούνταν μαλλιαροί
- ἀκέστωρ: γιατρός (από το ἀκέομαι = γιατρεύω / πρβλ: ἀνήκεστος βλάβη = αγιάτρευτη ζημιά)
- λάσιος: κατάφυτος, δασύτριχος (μεταφορικά) αλλά και δημοτικιστής (μαλλιαρός)
- πύκτης: γρονθοκόπος (πυγμή, πυγμάχος / πρβλ: πὺξ λάξ: με μπουνιές και κλοτσιές)
- κατοργάς: καλλιεργήσιμη γη (οργώνω) / γλωττικὴ κατοργάς: καθαρεύουσα (μεταφορικά), ως η γλώσσα που χρησιμοποιόταν ευκολώτερα στα πεζά κείμενα παρά στα ποιητικά.
- κατώρυξ: αυτός που βρίσκεται χωμένος στην γη, βολβός, φυντάνι (ορυχείο)
- ἐκκαυλῶ: (επί φυτού) βγάζω βλαστάρι
- οἰνάς: αμπελώνας (οίνος) - ποιητικὴ οἰνάς: δημοτική (σε αντίστιξη με το γλωττικὴ κατοργάς)
- καυλίον: υποκοριστικό του καυλός = το κοτσάνι του φυτού, ο μίσχος
- κλάω-κλῶ: σπάζω (κλάσμα = κομμάτι)
- ξόανον: απλό ξύλινο άγαλμα (από το ξέω: γδέρνω, χαράσσω - πρβλ: απόξεση)
- κουράς: οροφή (κατά τον ουρανό) αλλά και οροφογραφία
- πολύψοφος: πολυθόρυβος (ψόφος: κάθε θόρυβος που δεν παράγεται από ανθρώπινο στόμα)
- κολοσυρτός: όχλος, πλήθος που άγεται και φέρεται δίχως ηγέτη (κόλος+σύρω)
- ψολόεις: σαν κεραυνός (από το ψόλος = αιθάλη, καπνιά αλλά και κεραυνός) / ψολοβρόντης: αυτός που αστράφτει και βροντάει
- κατουρίζω: μπαίνω σε λιμάνι με τον άνεμο ούριο (κατά+οὐρίζω), φέρω κάτι σε αίσιο πέρας
- κατακηλῶ: καταγοητεύω, μαγεύω
- ἀιδῶς: χωρίς ιδιοτέλεια, με μετριοφροσύνη
- φυσῶ: καμαρώνω, κορδώνομαι
- ἀνάθεμα: αφιέρωμα (από το ἀνατίθημι)
Ο "την ιδέαν αστείος" Γεώργιος Μιστριώτης. Δεξιά η προτομή του στο 1ο Γυμνάσιο-Λύκειο Τρίπολης |
Ας τα μαζέψουμε τώρα όλα αυτά, να κάνουμε μια μετάφραση στον "έπαινο" του Ποριώτη:
Στον Γεώργιο Μιστριώτη, άνδρα συνετό και αγαθό, στην εμφάνιση κομψό και στην φωνή βροντερό, προστάτη των κουρεμένων και γρονθοκόπο των μαλλιαρών, επειδή στα χωράφια της καθαρεύουσας ξεβλαστάρωσε τα φυντάνια και στους αμπελώνες της δημοτικής έσπασε τους βλαστούς και τις παραφυάδες, ενώ με ξόανα και οροφογραφίες τούς πολυθόρυβους στα λόγια όχλους κεραυνοβόλα οδήγησε σε ασφαλές λιμάνι και τους πάντες καταγοήτευσε με την αξία του, αν και με μετριοφροσύνη καμαρώνει, αφιέρωμα.Λέγεται πως ο Ποριώτης, αφού δακτυλογράφησε και μοίρασε σε κάμποσους τον "έπαινό" του, τον έστειλε και στην Ακαδημία διά χειρός του φίλου του Κωστή Παλαμά, γραμματέα τότε της Ακαδημίας. Ο Παλαμάς, που δεν πολυχώνευε τον Μιστριώτη, περίμενε την σύγκληση του σώματος, οπότε και έδωσε το κείμενο στον ειδικό γραμματέα Νικόλαο Πολίτη (τον γνωστό λαογράφο) για να το διαβάσει στο σώμα. Το τι ακολούθησε δεν χρειάζεται να περιγραφεί.
Μπορεί αυτό το τελευταίο να μην είναι αλήθεια. Πάντως, ο Μιστριώτης πρωτοστάτησε σε παρόμοιες γλωσσικές ταραχές και μια δεκαετία αργότερα, σε σημείο που βρέθηκε κατηγορούμενος για στάση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.