Λίγες ιστορικές μορφές έχουν περιγραφεί
ως απόλυτη προσωποποίηση του κακού, όσο ο Λαβρέντι Μπέρια, εξίσου, αν
όχι περισσότερο από τον ίδιο το Στάλιν, στενός συνεργάτης του οποίου
υπήρξε ως και το τέλος της ζωής του σοβιετικού ηγέτη, αν και βάσει
μαρτυριών οι σχέσεις τους είχαν επιδεινωθεί έντονα πριν το θάνατο του
τελευταίου. Οι ίδιες οι μαρτυρίες είναι βέβαια ένα άλλο μεγάλο εμπόδιο,
διότι μετά την εκτέλεσή του το 1953 στις 23 Δεκέμβρη, ήταν πολύ εύκολο
να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο για όλα τα δεινά της προηγούμενης
περιόδου, χρωματίζοντας αναλόγως και τις μεταγενέστερες αφηγήσεις των
ηγετικών στελεχών του ΚΚΣΕ που τον γνώριζαν και συνεργάστηκαν μαζί του.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο ευγενέστερος
χαρακτηρισμός που μπορεί να βρει κανείς για εκείνον από τους τότε
συνεργάτες του, αυτός του “μεγάλου ιντριγκαδόρου”, ανήκει στο Βιατσεσλάβ
Μολότοφ, ο οποίος βέβαια του απέδωσε και την κατηγορία ότι δηλητηρίασε
το Στάλιν, θέση εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί βάση των διαθέσιμων
στοιχείων. Είναι γεγονός πάντως πως σε αντίθεση με άλλα μέλη του στενού
ηγετικού πυρήνα της ΕΣΣΔ, ο ίδιος δεν απέκρυψε ποτέ του την αποστροφή
που ένιωθε εξαρχής για το Γεωργιανό πολιτικό.
Από την άλλη, η μαρτυρία του γιου του
αρχηγού των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, Σέργκο Μπέρια, αν και φωτίζει
άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής και του χαρακτήρα του, όπως την
αγάπη του για την επιστήμη και την τέχνη, έχει ως κύριο μέλημά του να
παρουσιάσει τον πατέρα του ως παρ’ ολίγον θύμα σταλινικής εκκαθάρισης κι
επίσης πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή.
Αν πάλι στραφεί κανείς στην αστική
ιστοριογραφία, ιδιαίτερα δε σε πιο εκλαϊκευτικές εκδοχές της, με λίγες
εξαιρέσεις θα δει να αναδύεται η εικόνα ενός έκφυλου σαδιστή που είχε
σκελετούς στο υπόγειό του και στον οποίο αποδίδεται από τη σφαγή του
Κατίν μέχρι τη σφαγή των νηπίων. Η ανασύσταση της ζωής και της δράσης
του Λαβρέντι Μπέρια αποτελεί λοιπόν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο κι
ακανθώδες εγχείρημα, το οποίο θα επιχειρήσουμε έστω ακροθιγώς, αλλά κατά
το δυνατόν νηφάλια να προσεγγίσουμε στο παρόν σημείωμα. Βασικός οδηγός
το βιβλίο της Sheila Fitzpatrick, “Οι σύμβουλοι του Στάλιν”, που
κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Έχοντας διαβάσει το
συγκεκριμένο, αλλά κι άλλα έργα της Fitzpatrick, θεωρώ ότι πρόκειται για
μια έντιμη αστή και φυσικά έντονα αντισταλινική ιστορικό, που προσπαθεί
σε ένα σημαντικό βαθμό να ψηλαφήσει, μέσα από τη σκοπιά της πάντα, τα
πραγματικά ιστορικά γεγονότα κι όχι απλώς κάποιες προκατασκευεσμένες
ιστορίες τρόμου για εύκολο εντυπωσιασμό και προπαγάνδα. Η άποψη αυτή
βεβαίως είναι προσωπική και ανοιχτή, όπως και όλες οι υπόλοιπες φυσικά,
σε κριτική και διορθώσεις.
Ο Λαβρέντι Μπέρια γεννήθηκε σαν σήμερα
το 1899 στο Σοχούμ της σημερινής Γεωργίας σε φτωχή αγροτική οικογένεια
μιγγρελιανής καταγωγής. Το 1917 αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο του
Μπακού, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, ενώ τον ίδιο χρόνο κλήθηκε να
υπηρετήσει τη θητεία του στον τσαρικό στρατό, απ’ όπου απολύθηκε για
λόγους υγείας λίγους μήνες αργότερα, επιστρέφοντας στη σημερινή αζέρικη
πρωτεύουσα. Το 1919 συνδέθηκε με τους μπολσεβίκους και γρήγορα
αναδείχθηκε στους κόλπους της Τσέκα, της μυστικής σοβιετικής αστυνομίας
δηλαδή, διεισδύοντας στο τότε κυβερνών κόμμα της Γεωργίας, πριν εκείνη
γίνει σοβιετική δημοκρατία, δραστηριότητα για την οποία παρ’ ολίγο να
εκτελεστεί. Γρήγορα αναδείχθηκε στην κορυφή της τοπικής Γκεπεού, της
διαδόχου δηλαδή της Τσέκα, ενώ συνδέθηκε στενά με τον τότε συνεργάτη του
Στάλιν, Γκριγκόρι Ορντζονίκιτζε, μέσω του οποίου επεδίωξε να μετατεθεί
στη Μόσχα, σε κομματική θέση, κι όχι στα σώματα ασφαλείας, με τα οποία
βέβαια όπως ξέρουμε ταυτίστηκε η πορεία του εν τέλει. Ταυτόχρονα ερχόταν
σε επαφή με το συμπατριώτη του σοβιετικό ηγέτη, όταν εκείνος
επισκεπτόταν την περιοχή, ενημερώνοντάς τον για τις εξελίξεις στην
ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
Αργότερα, από τις αρχές της δεκαετίας
του ’30, έγινε ηγέτης της γεωργιανού κομμουνιστικού κόμματος και τελικά
της κομματικής επιτροπής Υπερκαυκασίας. Αν πιστέψει κανείς το γιο του, ο
Μπέρια ήταν σκληρός αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικός στην εκτέλεση του
πρώτου πενταετούς πλάνου στη Γεωργία, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη της
βαριάς βιομηχανίας, αλλά και την καλλιέργεια εσπεριδοειδών και τσαγιού,
ενώ αντιμετώπισε με ελάχιστη προσφυγή στη βία τις εξεγέρσεις κατά της
κολλεκτιβοποίησης στο Αζερμπαϊτζάν.
Την περίοδο των κομματικών εκκαθαρίσεων
είχε την επίβλεψή τους στην περιοχή της αρμοδιότητάς του, υπό τη
διεύθυνση της τοπικής NKVD, αλλά όπως συνέβαινε και με άλλα σημαίνοντα
πολιτικά στελέχη της εποχής, του Στάλιν περιλαμβανομένου, χωρίς τον
ενθουσιασμό και τις αιμοδιψείς διαθέσεις που συνήθως του αποδίδονται.
Εξάλλου, είναι πιθανό πως ο ίδιος έφτασε κοντά στη σύλληψη του από τον
τότε αρχηγό της NKVD Γιέζοφ (που ως γνωστόν τελικά εκτελέστηκε το 1940),
στο πλευρό του οποίου είχε διοριστεί από τον ίδιο το Στάλιν.
Υπερασπίζοντας τον εαυτό του μπροστά στον επικεφαλής της ΕΣΣΔ στη Μόσχα,
υποσκέλισε το Γιέζοφ και τον αντικατέστησε μετά την παραίτησή του
τελευταίου το Νοέμβρη του 1938. Η άνοδος του Μπέρια στην κορυφή της NKVD
συμπίτει με μια σταδιακή πτώση στις συλλήψεις και εκτελέσεις για
αντεπαναστατική δραστηριότητα, που έγινε πολύ εντονότερη το 1939. Όπως
είναι λάθος βέβαια να αποδίδει κανείς αποκλειστικά προσωπική ευθύνη για
κάθε εκτέλεση αυτή την οδυνηρή περίοδο όξυνσης της ταξικής κι
εσωκομματικής πάλης στη χώρα (κάτι που αφορά και το Γιέζοφ, όπως κι αν
τον αποτιμά κανείς συνολικά, πολλώ δε μάλλον τον ίδιο το Στάλιν), το
ίδιο ισχύει και για τη μείωσή τους. Η αλλαγή της συγκυρίας και των
προτεραιοτήτων εντός σοβιετικής ηγεσίας και κοινωνίας ήταν που
σηματοδότησαν την αποκλιμάκωση, παρά η μεγαθυμία ή η μοχθηρία του ενός ή
του άλλου εκ των πρωταγωνιστών. Εξάλλου το ότι ακόμα και ο επικεφαλής
της NKVD δεν είχε απεριόριστη εξουσία πάνω στον οποιονδήποτε, (κάτι που
επαναλαμβάνω, ίσχυε και για το Στάλιν,- όρα την υπόθεση Μπουχάριν)
φαίνεται και στην περίπτωση του Νικολάι Βαβίλοφ, ενός βιολόγου που
συνελήφθη μεσούντος του πολέμου και πέθανε στη φυλακή το 1943 (κατά την
επικρατούσα άποψη λόγω της αντίθεσής του προς τον Τροφίμ Λυσένκο),
αντίθεση την οποία συμμεριζόταν η συνάδελφός του στο Γεωργικό Ινστιτούτο
της ΕΣΣΔ και σύζυγος του Μπέρια, Νίνα, στις εκκλήσεις της οποίας
προσπάθησε να ανταποκριθεί χωρίς επιτυχία ο Μπέρια. Παρόμοια ήταν και η
περίπτωση του Μιχαήλ Καγκάνοβιτς, αδελφού του Λάζαρ, που αυτοκτόνησε
όταν του απήγγειλαν κατηγορίες ως σαμποτέρ και κατασκόπου των Γερμανών,
τον οποίο ο Μπέρια είχε υπερασπιστεί. Μετά το θάνατο του Στάλιν, και
πριν εκπέσει ο ίδιος της εύνοιας της νέας υπό διαμόρφωση ηγετικής
ομάδας, ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που αποκατέστησε.
Παραμονές του πολέμου ανήκε σε εκείνους
που επέκριναν την πολιτική του τότε υπουργού Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ,
συμμαχώντας για μια φορά με τον άσπονδο συνεργάτη του κι αντικαταστάτη
του Λιτβίνοφ, Μολότοφ. Στη συνέχεια ωστόσο, πάλι κατά το γιο του, χωρίς
να επιβεβαιώνεται από αλλού, επέκρινε σφόδρα το σύμφωνο του νέου υπ.
Εξωτερικών με τον Γερμανό ομόλογό του. Αν και έχει κατηγορηθεί ότι δεν
ερμήνευσε σωστά τα μηνύματα που λάμβανε από τους πράκτορες της υπηρεσίας
για την επερχόμενη επιχείρηση Βαρβαρόσσα τον Ιούνη του 1941, από την
πρώτη στιγμή του πολέμου βρέθηκε στην ομάδα που διήθυνε την άμυνα της
ΕΣΣΔ, προτείνοντας τη δημιουργία της Κρατικής Επιτροπής Άμυνας (GKO), με
επικεφαλής το Στάλιν, που θα αναλάμβανε τις τύχες της χώρας στη θέση
του Πολιτικού Γραφείου. Η ραγδαία προέλαση των Γερμανών προς τη Μόσχα
έκανε τα μέλη της ΚΕΑ να διατάξουν την εκκένωση της πόλης από
κυβερνητικές δυνάμεις και διπλωματικό σώμα τον Οκτώβρη του 1941. Στα
τέλη του ίδιου μήνα ο Στάλιν διέταξε τα μέλη της ομάδας και το υπόλοιπο
πολιτικό γραφείο να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα, αλλά οι Μικογιάν,
Μολότοφ, Μαλένκοφ και Μπέρια αρνήθηκαν να υπακούσουν και παρέμειναν στην
πόλη. Για το κλίμα της πολεμικής περιόδου στον ηγετικό κύκλο της ΕΣΣΔ,
έχει ενδιαφέρον η μεταγενέστερη μαρτυρία του Ταϋλεράνδου της σοβιετικής
πολιτικής, Αναστάς Μικογιάν, ο οποίος έλεγε για τις συναντήσεις, που
συνήθως γινόταν αργά το βράδυ χωρίς προκαθορισμένη ατζέντα ή
χρονοδιάγραμμα, πως: “καθένας μας είχε την πλήρη δυνατότητα να μιλήσει
και να υπερασπιστεί τις απόψεις ή προτάσεις του” και πως η στάση του
Στάλιν ήταν “λογική και υπομονετική”, ακόμα κι όταν δεν του άρεσε κάτι
που άκουγε. Συχνά συνέβαινε ο Στάλιν “πεπεισμένος από τα επιχειρήματά
μας”, να αλλάξει τη γνώμη που είχε αρχικά.
Ο Μπέρια, ως επικεφαλής των μυστικών
υπηρεσιών και σε στενή συνεργασία με το στρατό, είχε τεράστιες ευθύνες
κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκτός από την εσωτερική ασφάλεια, την
κατασκοπία και την αντικατασκοπία, τη διαχείριση των γκούλαγκ, την
επίβλεψη των συνοριακών στρατευμάτων της NKVD, ήλεγχε επίσης τη μεταφορά
της αμυντικής βιομηχανίας προς ανατολάς, τη διαρκή εξασφάλιση επαρκούς
εργατικού δυναμικού, καθώς και τη μετακίνηση στρατευμάτων και εξοπλισμού
στο μέτωπο. Επέβλεπε επίσης τη λειτουργία τομέων της αμυντικής
βιομηχανίας, όπως την παραγωγή πυρομαχικών. Συνήθως η συσσώρευση
αρμοδιοτήτων αποδίδεται στους βυζαντινισμούς του, ωστόσο σε κάθε
περίπτωση πιστοποιούν και ένα υψηλό επίπεδο οργανωτικών και διοικητικών
ικανοτήτων, δεδομένης της επιτυχίας του αποτελέσματος. Εξάλλου, δε
φαίνεται να επεδίωκε ο ίδιος την ανάληψη ολοένα και μεγαλύτερων ευθυνών.
Αρνήθηκε για παράδειγμα να αναλάβει τη διαχείριση των σιδηροδρόμων,
όταν ο Στάλιν του το πρότεινε, δυσαρεστημένος από τη σχετική απόδοση του
Λαζάρ Καγκάνοβιτς. Αν και συγκρούστηκε με στρατιωτικούς ηγέτες στη
διάρκεια του πολέμου, για τη χρήση μονάδων της NKVD στην πρώτη γραμμή,
κάτι που αντέβαινε στους κανονισμούς, ο γιος του διατείνεται πως
διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Τιμοσένκο, το Βασιλέφσκι, αλλά και το
Ζούκωφ, που ως γνωστόν αργότερα βέβαια τον συνέλαβε.
Την περίοδο 1943-1944 έφερε σε πέρας τον
δρακόντειο, αλλά στρατιωτικά επιβεβλημένο εκτοπισμό πληθυσμών που είχαν
σε μεγάλο βαθμό συνεργαστεί με τους κατακτητές, με επίκεντρο σε ό,τι
αφορούσε το πεδίο ευθύνης του, τις μειονότητες του Καυκάσου. Το 1943 ο
Μπέρια ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών υποθέσεων, παραμένοντας
επικεφαλής της NKVD, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε η NKGB, το υπουργείο
Κρατικής Ασφάλειας υπό τον Βσεβόλοντα Μερκούλοφ, χωρίς όμως αυτό να
περιορίσει ιδιαίτερα τις εξουσίες τους, ενώ το 1945 ανακηρύχθηκε
στρατάρχης.
Αν και δεν ήταν ποτέ ειδικός σε
εξωτερικά θέματα, παρευρέθηκε ως αρχηγός των υπηρεσιών ασφαλείας στις
διασκέψεις τις Τεχεράνης, της Γιάλτας και του Πότσνταμ. Μετά τον πόλεμο η
συνεργασία του με τον Στάλιν έγινε ακόμα στενότερη, ενώ το 1946 εξελέγη
πλήρες μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην άμυνα
της χώρας ως υπεύθυνος του ατομικού προγράμματος της ΕΣΣΔ, το οποίο,
χάρη στο συνδυασμό πληροφοριών από το αμερικανικό ατομικό πρόγραμμα και
της εντατικής δουλειάς των Σοβιετικών επιστημόνων με επικεφαλής των
Ιγκόρ Κουρχάτοφ, στέφθηκε από την πρώτη επιτυχή πυρηνική δοκιμή στις 29
Αυγούστου 1949 (τη μέρα που κατά μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, ο
ΔΣΕ γνώριζε κι επισήμως την ήττα στον εμφύλιο), πολύ γρηγορότερα από τις
αμερικανικές προσδοκίες. Είναι ενδεικτικό του ρόλου του ότι αρκετοί από
τους επιστήμονες στο πρόγραμμα, ενάντια στην κυρίαρχη τάση εντός κι
εκτός ΕΣΣΔ, μιλούσαν με θαυμασμό για την ενεργητικότητα, την ευφυία και
τη διοικητική του αποτελεσματικότητα. Αν ευσταθεί ο ισχυρισμός του
Σέργκο Μπέρια πως ο πατέρας του συνέβαλε και με προσωπικό κατασκοπευτικό
δίκτυο σε αυτή την επιτυχία, (δίκτυο το οποίο κατά τους Μολότοφ και
Μαλένκοφ χρησιμοποιούσε κι εναντίον του Π.Γ της Κ.Ε και της κυβέρνησης)
είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, φαίνεται πάντως ότι και η οικία του ίδιου
βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη του Σέργκο
και πάλι ότι ο πατέρας του έβλεπε αρχικά τουλάχιστον θετικά το σχέδιο
Μάρσαλ. Ο ίδιος προβάλλει επίσης έντονα το ρόλο του πατέρα του στην
αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, απόφαση βέβαια που εκείνη την εποχή
μάλλον θα λαμβάνονταν έτσι κι αλλιώς.
Παραμένοντας στη στενή ομάδα περί τον
Στάλιν ως και το τέλος, κατηγορήθηκε το 1951 για υποδαύλιση εθνικισμού
στη Γεωργία, για να απαλλαγεί ωστόσο σύντομα, ενώ εσωκομματικοί του
αντίπαλοι διέδιδαν πως σχεδίαζε συνωμοσία κατά του Στάλιν. Ο γιος του,
όπως υπαινιχθήκαμε και στην αρχή του σημειώματος, ισχυρίζεται πως ο
πατέρας του τον είχε προειδοποιήσει ότι ο Στάλιν είχε βάλει τον ίδιο και
την οικογένειά του στο στόχαστρο. Υποτίθεται μάλιστα πως ρώτησε τη
μητέρα του, που έκλαιγε με λυγμούς μόλις άκουσε για το θάνατο του
Στάλιν, γιατί λυπόταν αφού ήθελε να τους εξοντώσει, κι εκείνη του
απάντησε: “Ήταν τόσο μοναχικός άνθρωπος”.
Ο Μπέρια, που μαζί με τον υπόλοιπο
ηγετικό πυρήνα σήκωσαν το φέρετρο του σοβιετικού ηγέτη στην κηδεία του,
βάσει των μαρτυριών φάνηκε να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο την επαύριο του
θανάτου. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να φέρει πίσω την Πολίνα, σύζυγο του
Μολότοφ, από την εξορία, την οποία είχε προσυπογράψει λόγω κατηγοριών
περί φιλοϊσραηλινού εθνικισμού λίγα χρόνια πριν. Η ίδια λέγεται πως
λιποθύμησε όταν άκουσε για το θάνατο του Στάλιν, του πρώτου ανθρώπου για
τον οποίο ενδιαφέρθηκε επιστρέφοντας.
Δεν ξέρουμε αν ο Μπέρια είχε κατά νου τη
δική του πολιτική “αποσταλινοποίησης”, πάντως εκτός από την επίκληση
των ελευθεριών που διασφάλιζε το σοβιετικό σύνταγμα, που έκανε στον
επικήδειο του Στάλιν, μέσα σε έξι βδομάδες μετά το θάνατο του
τελευταίου, απελευθέρωσε μεταξύ άλλων τους εβραϊκής καταγωγής γιατρούς
που είχαν συλληφθεί για τη γνωστή υπόθεση, απαγόρευσε ρητά τη χρήση
βασανιστηρίων κι απελευθέρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο κρατούμενους από
τα γκούλαγκ.
Ξεκίνησε επίσης μια πολιτική
απομάκρυνσης Ρώσων από επιτελικές θέσεις στις σοβιετικές δημοκρατίες
εκτός Ρωσίας, με πρώτη τη Σ.Δ. Λετονίας, όπου ζήτησε να αντικατασταθούν
όλοι οι Ρώσοι σε ηγετικές θέσεις από Λετονούς, ακόμα κι όταν οι
τελευταίοι είχαν κριθεί ύποπτοι για την ασφάλεια της χώρας. Φαίνεται
μάλιστα πως η ενέργεια αυτή προκάλεσε ένα κύμα αντιρωσικών εκδηλώσεων
στη Λετονία. Στο μεταξύ, η εσωκομματική διαμάχη εντός ΚΚΣΕ έφτανε στο
πρώτο αποφασιστικό της σταθμό, με τη σύλληψη του Μπέρια να έχει
δρομολογηθεί, όταν εκείνος κλήθηκε να επιστρέψει από τη ΓΛΔ, όπου
επέβλεπε την καταστολή των αντεπαναστατικών γεγονότων του Ιουνίου 1953.
Ανυποψίαστος ο ίδιος, εξεπλάγη όταν είδε το στρατάρχη Ζούκοφ να τον
συλλαμβάνει, δεν προέβαλε ωστόσο αντίσταση και αρχικά προσπάθησε να
ζητήσει την επιείκεια των “καλών του φίλων”, όπως τους αποκαλούσε στις
επιστολές του. Μετά από κάποιους μήνες ανάκρισης, αρνήθηκε να παραδεχτεί
οποιαδήποτε ενοχή. Άλλα άτομα που συνδεόταν με το Μπέρια επίσης
κατέθεσαν τη μαρτυρία τους, μεταξύ των οποίων και πραγματικά ή
θεωρούμενα θύματά του. Μεγάλο μέρος της ανάκρισης στράφηκε γύρω από τη
σεξουαλική του ζωή, καθώς κατηγορούνταν ως βιαστής και απαγωγέας
κοριτσιών, εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν και
είναι πιθανό ότι όντως εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να διάγει έκλυτο
βίο.
Το Δεκέμβρη του 1953, καταδικάστηκε
κεκλεισμένων των θυρών από στρατοδικείο συνδεδεμένο μυστικά με το
Κρεμλίνο, για αντισοβιετική συνωμοσία και κατασκοπία. Ο θόρυβος που
ξεσηκώνει ακόμα ο βαθμός νομικής ορθότητας των αντίστοιχων κατηγοριών
στις -δημόσιες- δίκες της Μόσχας είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με
εκείνον της κλειστής δίκης του Μπέρια, αποδεικνύοντας αν μη τι άλλο την
υποκρισία όσων κόπτονται δήθεν για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των
κατηγορουμένων στην πρώτη περίπτωση.
Τι μπορεί να κρατήσει κανείς ως
διαπίστωση, πέρα από την κοινότοπη παρατήρηση ότι ο Μπέρια ως ιστορικό
πρόσωπο δεν ήταν ούτε άγγελος, ούτε δαίμονας, και τα ερωτήματα για
εκείνον εξακολουθούν να είναι περισσότερα από τις σχετικά ασφαλείς
απαντήσεις; Πιθανότατα οποιοσδήποτε είχε τέτοια ηγεμονική θέση στην
καρδιά των κατασταλτικών μηχανισμών του πρώτου εργατικού κράτους της
ιστορίας σε κάποιες από τις πιο κρίσιμες για την επιβίωση καμπές του, θα
είχε παρόμοια αντιμετώπιση, όχι μόνο από τους ορκισμένους εχθρούς, αλλά
ακόμα και από τους υποστηρικτές του σοβιετικού εγχειρήματος και
γενικότερα του προτάγματος της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Γιατί είναι
εύκολο μάλλον να ταυτιστεί κανείς με τον Τσε, τον Μπελογιάννη, ακόμα και
το Στάλιν για πολλά ακροατήρια, αλλά όποιος έχει περίπου ως
αποκλειστική αρμοδιότητα της πορείας του στο κίνημα το “δικτατορικό”
κομμάτι της δικτατορίας του προλεταριάτου, είναι καταδικασμένος να
θεωρείται στην καλύτερη αναγκαίο κακό. Κι ίσως αυτό να είναι και υγιές,
δεδομένου ότι στον πυρήνα του κομμουνιστικού οράματος βρίσκεται ο ίδιος ο
μαρασμός του κράτους, άρα και των αναπόφευκτων κατασταλτικών του
λειτουργιών. Επειδή όμως όπως απέδειξε και η σπουδαία ιστορική πείρα του
20ου αιώνα, αυτός ο μαρασμός δε θα έρθει έτσι μονάχος του νέτος-σκέτος,
η μελέτη του Μπέρια και του κάθε ομολόγου του, μόνο χρήσιμη μπορεί να
είναι για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ιστορία δεν έχει πει
ακόμα την τελευταία της λέξη.