Στο δρόμο προς τη Συνδιάσκεψη στην Καβάλα
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο Αράπης σταμάτησε στο σταθμό του Διδυμότειχου και εμείς πηδάγαμε απάνω και αγκαλιαζόμασταν με τους αντιπροσώπους της Ορεστιάδας. Ο κόσμος με χαμόγελα μας χειροκροτούσε και μεις με αγάπη και χαμόγελο τους κουνούσαμε τα χέρια. Το τρένο ξεκίνησε και μεις βάλαμε μπρος το τραγούδι «Εμπρός ΕΠΟΝίτες αδέρφια και πάλι».
Στο διάβα μας βλέπαμε ζερβά και δεξιά τα ίχνη που είχε αφήσει ο καταχτητής: Γέφυρες ακόμα προσωρινά φτιαγμένες, δυο ατμομηχανές αναποδογυρισμένες από τους ΕΠΟΝίτες του Σαλτουκίου (Λάβαρα). Πελώρια δέντρα γκρεμισμένα, για να εμποδίσουν την υποχώρηση των Γερμανών, μια ολόκληρη αμαξοστοιχία καμένη στα σταθμό του Σουφλίου, παντού τα χαλάσματα και οι καταστροφές μάς θύμιζαν τις αυγουστιάτικες μέρες του 1944, όταν οι «περήφανοι» Γερμανοί σήκωναν τα χέρια ακόμα στ' αετόπουλα. Στο μυαλό μας μια ιδέα φτερούγιζε: «Θα τα διορθώσουμε όλα, θα τα κάνουμε πιο καλά, πιο όμορφα».
Το τρένο προχωρούσε αργά. Σ' ένα μέρος, που η ευθεία γραμμή είχε κάποια κλίση, το τρένο με τρία βαγόνια επιβατικά και ένα φορτηγό σταμάτησε. Ενα ψιλό σφύριγμα ακούστηκε και σε λίγο κατεβήκαμε όλοι κάτω, για ν' αλαφρώσουμε το βάρος. Η ατμομηχανή έβαλε ξανά μπρος, αλλά τα βαγόνια δεν κινήθηκαν από τον τόπο. «Πλάτη»! Ηρθε από στόμα σε στόμα η προσταγή.
- Ωρέ, τι πλάτη, είπε ένας από τους αντιπροσώπους. Αμάξι είναι να το βγάλουμε από τη λάσπη; και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Βάλαμε πλάτη όλοι και άιντε και ωπ, πατούσαμε στις τραβέρσες και τεντώναμε το βήμα μας και προχωρούσαμε. Η μηχανή μούγκριζε και δεκάδες ΕΠΟΝίτικα στήθια ξεφυσούσαν δυνατά. Τα νεύρα τεντώνονταν και το αίμα μαζεύονταν όλο στο κεφάλι λες θα το έσκαζε. Αϊντε παιδιά, ακόμα λίγο, φώναξε ένας σιδηροδρομικός που κρατούσε γερά το φρένο για να μην τύχει και μας πάρει σβάρνα προς τα πίσω το τρένο. Το τρένο σταμάτησε και από στόμα σε στόμα έφτασε μέχρι τους τελευταίους η είδηση...
- Ξύλα, χωρίς ξύλα δε φτάνουμε.
- Τι θέλει; Ξύλα; ρώτησε ένας ανταρτοΕΠΟΝίτης. Και χωρίς να χάνει καιρό παίρνει ακόμα δυο ΕΠΟΝίτες και σε λίγο γύρισαν φορτωμένοι με στραπατσαρισμένες τραβέρσες. Ηταν από μια γέφυρα που είχε ανατιναχτεί στις μάχες. Ετσι το τρένο ξεκίνησε και φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί μας περίμεναν αντιπρόσωποι της πόλης και των περιχώρων και όλοι μαζί, για πρώτη φορά στην ιστορία της εβρίτικης νεολαίας τραβούσε για τη μεγάλη σύναξη της νέας γενιάς που θα γίνονταν στην Καβάλα. Το τρένο μας ξεκίνησε. Πίσω μας αφήναμε το καταγάλαζο θρακικό πέλαγος, που στο βάθος του υψώνονταν περήφανο το νησί Σαμοθράκη. Το τρένο μας πήγαινε με μεγαλύτερη ταχύτητα γιατί η ατμομηχανή είχε εφοδιαστεί και με λίγο κάρβουνο. Φτάσαμε στη Μουρτζίνα, όπως συνηθίζαμε να λέμε την Κομοτηνή, όπου μας περίμενε η αντιπροσωπεία της ΕΠΟΝ. Και στην Ξάνθη, ανέβηκαν στο τρένο οι αντιπρόσωποι και μας δώσανε από μια χούφτα χαβανισμένο μυρωδάτο καπνό. Ισαμε τη Δράμα είχαμε ακόμα 105 χιλιόμετρα. Φτάσαμε το βράδυ. Στο σταθμό μάς περίμεναν ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες και χάρη στην καλή οργάνωση μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας όλοι ήμασταν ταχτοποιημένοι σε σπίτια. Το πρωί είχαμε λίγο καιρό να δούμε την πόλη και να μάθουμε από αυτόπτες μάρτυρες τα δραματικά γεγονότα που έγιναν στην περίοδο της κατοχής από τα βουλγαρικά στρατεύματα, κυρίως στη Δράμα και το Δοξάτο. Μάθαμε λεπτομέρειες για τις σφαγές που κράτησαν 15 μερόνυχτα, όπου θανατώθηκαν 3.000.
Κατά τις δέκα το πρωί, μια μεγάλη φάλαγγα από νέους ξεκίνησε πεζοπορία για την Καβάλα, 35 χιλιόμετρα είχαμε μπροστά μας. Μια ώρα με το αυτοκίνητο μα πού να βρεθεί εκείνο τον καιρό τέτοιο πράγμα. Προχωρούσαμε κανονικά σαν μια στρατιωτική φάλαγγα. Ο ήλιος του Φλεβάρη λες και ήταν όλος εδώ από τον Εβρο. Εκαιγε γερά και τα γουρουνοτσάρουχά μας απόλυσαν λίγδα και μύρισαν άσχημα. Με τα πολλά φτάσαμε στο Δοξάτο. Στο μαρτυρικό Δοξάτο.
Ο περισσότερος κόσμος ήταν μαυροφορεμένος. Αν θυμάμαι καλά τριακόσια άτομα σκότωσαν οι κατακτητές στην περίοδο της κατοχής.
Δίπλα στο δημόσιο δρόμο είναι το σχολείο και κει μας περίμεναν παιδιά και δασκάλοι. Μια ομάδα ΕΠΟΝίτες μάς πρόσφεραν ψωμοτύρι, νερό δροσερό και καπνό σαν κίτρινο φλουρί. Εμάς τους Εβρίτες μικροί και μεγάλοι μάς περιεργάζονταν με περιέργεια από πάνω μέχρι κάτω. Τους έκαναν εντύπωση οι γαλαζόβρακες και περδικούλες στο ποδόγυρο των κοριτσιών. Θυμάμαι ένας ΕΠΟΝίτης μου ψιθύρισε στο αυτί:
- Να πάρει η ευχή δε βρήκαμε κανένα παντελόνι και κάνουμε τον κόσμο να μας κοιτά περίεργα. Σε λίγο όμως πιάσαμε κουβέντα. Τα κορίτσια κυρίως συζητούσαν και εξηγούσαν πώς γίνονται τα όμορφα κεντίδια που είχαν στα φουστάνια τους οι Εβριτοπούλες.
Αφού ξεκουραστήκαμε, ευχαριστήσαμε τους Δοξατιώτες για τη φιλοξενία και συνεχίσαμε το δρόμο. Προχωρούσαμε και ο δρόμος δεν έλεγε να τελειώσει. Μπροστά μας καμιά φορά πρόβαλε το Παγγαίο. Στο δρόμο αντάμωσα με τον αδερφό μου καβάλα σε άσπρο άλογο, σύνδεσμος του 81 Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Αγκαλιαστήκαμε ύστερα από χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε. Γιατί κλαίμε; είπε γελώντας ο αδερφός μου και σκούπισε τα δάκρυα με το κόκκινο μαντίλι που είχε στο λαιμό του. Μείναμε λίγο μαζί. Εγώ τράβηξα με τη φάλαγγα και ο αδερφός μου καβαλίκεψε το άσπρο του άλογο και τράβηξε προς τη Δράμα.
Το βράδυ φτάσαμε στην Καβάλα. Στο κέντρο μάς περίμεναν ομάδες ΕΠΟΝιτών και γρήγορα μάς ταχτοποίησαν στα σπίτια. Την επόμενη μέρα, 12 Φλεβάρη 1944 και ώρα 10 το πρωί, άρχισαν στο κινηματοθέατρο οι εργασίες της Συνδιάσκεψης. Η σάλα δονούνταν από τραγούδια και συνθήματα.
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στην πολύτιμη συμβολή της ΕΠΟΝ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και χάραξε σε χοντρές γραμμές τα καινούρια καθήκοντα. Μετά από την εισήγηση ένας - ένας οι αντιπρόσωποι ανέβαιναν στο βήμα και μιλούσαν με ενθουσιασμό για τις δουλιές τους και τις προοπτικές τους. Τόσους νέους έδωσε η οργάνωσή μας στον ΕΛΑΣ. Τόσοι πέσανε για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Εκεί από το βήμα πλάθανε τα νιάτα τα όνειρά τους. Κείνο θα γίνει, έτσι σκεφτόμαστε να κάνουμε το άλλο... Ο ομιλητής της αντιπροσωπείας μας αναφέρθηκε κυρίως για τη δουλιά της ΕΠΟΝ στον τομέα της μόρφωσης. Είπε πόσοι ΕΠΟΝίτες γυμνασίου στάλθηκαν στα χωριά σαν δάσκαλοι. Ανάμεσα στ' άλλα ανέφερε πως οι ΕΠΟΝίτες και τ' αετόπουλα του Εβρου συγκέντρωσαν καλαμπόκι για τη σωτηρία των παιδιών της Αθήνας στην περίοδο των Δεκεμβριανών γεγονότων. Στη σάλα ξέσπασαν χειροκροτήματα. Πριν καλά - καλά σταματήσουν τα χειροκροτήματα, κάποιος από τις μπροστινές θέσεις φώναξε:
- Τα φασόλια, πες μας για τα φασόλια. Ο ομιλητής ντροπαλά απάντησε:
- Τα φασόλια τα φέραμε για τη Συνδιάσκεψη, για την Καβάλα. Γινόταν λόγος για το φορτηγό βαγόνι με τα φασόλια που σέρναμε στην αμαξοστοιχία. Το είχαμε φέρει σαν δώρο προς τιμήν της Συνδιάσκεψης. Τότε ξέσπασαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Η Συνδιάσκεψη της Α.Μ.- Θράκης της ΕΠΟΝ διεξήχθηκε σ' ένα υψηλό επίπεδο ενότητας, θέλησης για πάλη για ένα καινούριο και φωτεινό μέλλον. Εκεί πλάθοντας τα όνειρά τους της νέας γενιάς που ήταν: Μόρφωση, χαρά, πολιτισμός.
Μετά τις εργασίες της Συνδιάσκεψής μας δόθηκε ένα πολύ ωραίο καλλιτεχνικό πρόγραμμα από τους καλλιτέχνες της πόλης. Την επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε το εργοστάσιο τσιγάρων, όπου οι εργάτες μας υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα.
Στις 12 Φεβρουαρίου μάθαμε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Υστερα έγινε η μεγαλειώδης συγκέντρωση στρατού και λαού στο κέντρο της πόλης. Την επόμενη της συγκέντρωσης στις 10 το πρωί πριν ακόμα αναχωρήσουμε για τα μέρη και παρακολουθήσαμε μια από τις πιο συγκινητικές εικόνες που συναντάει ο άνθρωπος. Ενα τάγμα αετόπουλων, οπλισμένα με ξυλοντούφεκα κάνανε την τελευταία τους παρέλαση. Η φάλαγγα ήταν χωρισμένη κατά διμοιρίες κατά λόχους με τους διοικητές τους. Μπροστά στη φάλαγγα ένα ξύλινο κανονάκι σε φυσικό μέγεθος που το σέρνανε δυο αετόπουλα μπρατσωμένα. Μετά ακολουθούσαν τα τύμπανα και οι σάλπιγγες και ακολουθούσε η φάλαγγα. Η τρίτη βάρδια ΕΑΜ ΕΠΟΝ Αετόπουλα - όπως την ονόμαζαν οι Καβαλιώτες, έκαναν παρέλαση στο κέντρο της πόλης τραγουδώντας «Είμαστε αετόπουλα μ' ατρόμητη καρδιά, περήφανα Ελληνόπουλα και της ΕΠΟΝ παιδιά».
Ο κόσμος χειροκροτούσε τ' αετόπουλα για τη συμπαράστασή τους στον αγώνα δίπλα στους γονείς και τ' αδέρφια τους. Αποχαιρετίσαμε τα αγαπημένα μας αετόπουλα και πήραμε το δρόμο ξανά πεζοπορία για τη Δράμα και από κει για τα σπίτια μας.
Σε λίγο όμως αντί να εκτιμηθούν οι προσφορές και οι θυσίες του λαού μας και της ΕΠΟΝ, άρχισε το φοβερό ανθρωποκυνηγητό, οι δολοφόνες φυλακές και εξορίες, πολλοί από τους αντιπροσώπους αυτής της Συνδιάσκεψης δε ζουν πια, δολοφονήθηκαν έπεσαν μαχόμενοι στο ΔΣΕ για έναν καινούριο μέλλον που έπλαθε η ΕΠΟΝ. Τα νιάτα μας προχωρούν. Η ΕΠΟΝ ζει μέσα στις καρδιές των νέων μας, γιατί τα ιδανικά της είναι αθάνατα.
* Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΖΩΗ» των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία το 1958.
Πολυχρόνης Γκρουζούδης