20 Ιουλ 2012

ΚΕΡΚΥΡΑ-Χρειάζεται αντίδραση για τα “φιλέτα”, δεν αρκεί μόνο ένα ψήφισμα!


Χαραλάμπους: Χρειάζεται αντίδραση για τα “φιλέτα”, δεν αρκεί μόνο ένα ψήφισμα!







Τρόπους αντίδρασης και όχι απλά την ψήφιση κάποιου ψηφίσματος κατά της ιδιωτικοποίησης των... “φιλέτων” της Κέρκυρας, ζητά από το Δημοτικό Συμβούλιο ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Μπάμπης Χαραλάμπους. 
Ο κ. Χαραλάμπους εξήγησε πως γι' αυτό το λόγο το προηγούμενο διάστημα ζήτησε να συζητηθεί το θέμα του Ερημίτη από το Σώμα σε κατεπείγουσα συνεδρίαση αλλά όπως τόνισε, κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε.
"Είναι αλήθεια ότι σαν ΔΣ έχουμε λάβει μια απόφαση όμως βλέπουμε ότι δεν αλλάζει τίποτα και πρέπει να προετοιμαστούμε να αντιδράσουμε", ανέφερε ο κ. Χαραλάμπους.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Γιάννης Ρίγγας, απαντώντας στον κ. Χαραλάμπους τόνισε πως δεν έφερε το θέμα σε κατεπείγουσα συνεδρίαση του Σώματος μιας και πριν από περίπου ένα δίμηνο, το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε μια ομόφωνη απόφαση η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να έχει την στήριξη του οργάνου. Όμως, εξήγησε πως στην συνεδρίαση της Δευτέρας, το θέμα μπορεί να συζητηθεί ξανά και να.εμπλουτιστεί και επιπλέον στοιχεία που θα αφορούν είτε το ενδεχόμενο πώλησης του Αεροδρομίου, είτε και του Λιμανιού.
Παράλληλα, ο κ. Χαραλάμπους ζητά από το Σώμα να δώσει λύση και στο πρόβλημα που έχει προκύψει με την μετεγκατάσταση του 2ου Παιδικού Σταθμού του Δήμου, κατηγορώντας τη Δ.Α. ότι προσπαθεί να συμπτύξει τον αριθμό των παιδικών σταθμών.

Μυρωδιά μπασκινίλας


Μυρωδιά μπασκινίλας






Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Καρδίτσα, ο Βαγγέλης Σπηλιάς δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαέξι του χρόνια. Τους είδε που έκαναν παρέλαση μέσα στην πλατεία, καβάλα στα τανκς, κάτι βουνά ολόκληρα από σίδερο, με τα κανόνια τους ψηλά και με κάτι φαρδιές, ατσαλένιες ερπύστριες, που έκαναν τον τόπο να τρέμει στο πέρασμά τους, και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.




Τακτοποίησε τα βιβλία του και τα τετράδια του σχολείου σ' ένα ράφι (αν ποτέ τα ξαναχρειαστεί), φόρεσε ένα ζευγάρι αρβύλες και μια παλιά χλαίνη του μπάρμπα του, του Αρχοντή, που τα είχε φυλαγμένα στο υπόγειο, ενθύμιο απ' το μέτωπο της Αλβανίας (έπος του Σαράντα, να καταλάβεις), και πήγε να καταταγεί κι αυτός εθελοντής, στο πρώτο αντάρτικο Συγκρότημα που είχε βγει στα βουνά των Αγράφων, με αρχηγό τον καπετάν Νικηταρά.


«Τι να σε κάνουμε εσένα, μωρέ Βαγγελάκο, εδώ στο αντάρτικο...», του είπε, αστειευόμενος, ο Νικηταράς. «Εσύ, πρέπει να φας πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνεις πολεμιστής».


«Πάρε με, και θα δεις», είπε μονάχα ο Βαγγέλης, και κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο, σαν άντρας προς άντρα.


Τον πήραν, τελικά, και τον Σπηλιά στο Συγκρότημα. Του έδωσαν, μάλιστα, και το ψευδώνυμο, «Τίγρης». Γιατί, πραγματικά, στην πορεία του αγώνα, ο Βαγγέλης αποδείχτηκε ένα άγριο τιγρόπουλο. Δισταγμός και φόβος, δεν ήξερε τι θα πει. Στη μάχη, δεν έκανε ποτέ πίσω. Του είχαν δώσει και μια σάλπιγγα, που την είχε φέρει κάποιος μαζί του, απ' τον πόλεμο της Αλβανίας, και μ' αυτήν βαρούσε πάντα επίθεση: «Προχωρείτε! Προχωρείτε!».


Τους πολέμησαν παλικαρίσια τους φασίστες, τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Τρία ολόκληρα χρόνια. Εκείνοι με τανκς και με αεροπλάνα, κι ετούτοι με τα λιανοντούφεκα και με τις χειροβομβίδες. Λευτέρωσαν, τελικά, την πατρίδα τους, αλλά τη λευτεριά τους εκείνη τους την άρπαξαν απ' τα χέρια οι ληστές. Οι σκυλοδοντάδες εκείνου του καταχθόνιου Τσόρτσιλ. Ετούτοι, άπραγοι και καλόβολοι, βγήκαν στην αδυσώπητη αρένα της πολιτικής, κρατώντας στα χέρια το σταυρό αγνού ιεραποστόλου της Ειρήνης, ενώ οι άλλοι, απέναντί τους, ύπουλοι και μπαμπέσηδες, έσφιγγαν κρυμμένο πίσω από την πλάτη τους το μαχαίρι.


Οταν τους είπαν ότι έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους, μετά από εκείνη την επαίσχυντη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Βαγγέλης έπεσε στα γόνατα και έκλαιγε, σα μικρό παιδί, μπροστά στο σωρό με τα τιμημένα όπλα του ΕΛΑΣ, που τα παραδίνανε τώρα στα χέρια των δοσίλογων και των γερμανοτσολιάδων, που αναρριχήθηκαν ξανά στην εξουσία, χάρη στις «λόγχες» των Εγγλέζων. «Χτύπα ελεύθερα. Σα να βρίσκεσαι σε κατακτημένη πόλη, όπου εκδηλώθηκε ανταρσία», έδωσε τη διαταγή στον στρατηγό του, τον Σκόμπι, ο αιμοσταγής Τσόρτσιλ. Εβαλε, μάλιστα, και το ανδρείκελό του, εκείνον τον Γεώργιο Παπανδρέου, που τον ονόμασαν, αργότερα, και «Γέρο της Δημοκρατίας», να υπογράψει, ως «πρωθυπουργός» της Ελλάδας, το αιματοκύλισμα του αθηναϊκού λαού, τον Δεκέμβρη του 1944. Είδαν κι έπαθαν οι σύντροφοι του Βαγγέλη, ώσπου να τον σηκώσουν στα πόδια του και να τον ηρεμήσουν.


Οταν πέρασε, αργότερα, ο Αρης απ' τα μέρη της Νεβρόπολης, με λίγα παλικάρια που τον ακολούθησαν στην «ανταρσία» του, ο Σπηλιάς κίνησε κι αυτός να πάει μαζί τους. Υπάκουσε, όμως, στην εντολή του Κόμματος, και ξαναγύρισε πάλι στο χωριό του, το Πλατανόρεμα.


Κρύβονταν, στην αρχή, μαζί με άλλους ΕΛΑΣίτες, καταδιωκόμενους, στα βουνά και τις λαγκαδιές, για ν' αποφύγουν - άοπλοι αυτοί - το μαχαίρι των Σούρληδων και των Βουρλάκηδων, που αλώνιζαν ανενόχλητοι τον κάμπο, με επικεφαλής, έτσι φανερά και ξετσίπωτα, Εγγλέζους αξιωματικούς. Υστερα, βρήκαν κι αυτοί ντουφέκια, να αμυνθούν, και ν' αρχίσουν, πάλι απ' την αρχή, τον πόλεμο, με νέους αυτή τη φορά κατακτητές, τους Αμερικάνους του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ.


Στο δεύτερο αντάρτικο, στο Δημοκρατικό Στρατό, ο «Τίγρης», επικεφαλής μιας διμοιρίας καταστροφών, έγραψε καινούριες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας, για την τιμή και τη λευτεριά της πατρίδας του. Ο αγώνας τους, όμως εκείνος, ήταν τρομερά άνισος, και ήταν αδύνατο να φέρει αποτέλεσμα.


Το φθινόπωρο του 1949, όταν όλα πια είχαν τελειώσει, και η κύρια δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού είχε αποσυρθεί προς την Αλβανία, ο Σπηλιάς έμεινε με τρεις μονάχα συντρόφους του, στην περιοχή του Μέγδοβα.


Εγκλωβισμένοι από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, και με πιασμένα όλα τα στενά και τα περάσματα, αντιμετώπιζαν το φάσμα της εξόντωσης, αν δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κλοιό και να περάσουν προς την Ηπειρο και την Αλβανία.


Κάθισαν μια νύχτα οι τέσσερις, στη ρίζα ενός ελάτου, ψηλά, στα Ζυγογιανναίικα, να το συζητήσουν. Να καταστρώσουν το σχέδιο, για το δρομολόγιο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Οι δύο συμφώνησαν ανεπιφύλακτα με το σχέδιο του «Τίγρη», και έδειξαν ενθουσιασμένοι και με αναπτερωμένο το ηθικό τους. Ο τρίτος, ο Σωτήρης Καστανιάς, που είχε και το ψευδώνυμο «Γρανίτης», τους τα έλεγε κάπως μασημένα.


«Χρειάζεται να προετοιμαστούμε πρώτα καλά», τους είπε στο τέλος. «Και από πληροφορίες και από τρόφιμα. Εγώ, λέω να κατέβω σε κάποιον δικό μου, έξω από την Καρδίτσα, να πάρω πληροφορίες και ό,τι τρόφιμα μπορέσω, και μετά να ξεκινήσουμε».


Εδωσαν ραντεβού. Σε τρεις μέρες, το αργότερο, στη γιάφκα του Πυργούλη, κοντά στο ξωκλήσι της Αγια - Σωτήρας.


Ο «Γρανίτης» κατέβηκε στον κάμπο, και, με τη μεσολάβηση εκείνου του δικού του, πήγε και παραδόθηκε στις στρατιωτικές αρχές, στην Καρδίτσα.


«Δε φτάνει μόνο η δική σου παράδοση, για να γλιτώσεις το κεφάλι σου», του είπε, ορθά - κοφτά, ο στρατηγός Πετζόπουλος. «Πρέπει να μας βοηθήσεις, να πιάσουμε και τους άλλους. Εσύ ξέρεις πού θα τους βρούμε».


Ενας λοχίας, με μια δύναμη δεκαπέντε, είκοσι ανδρών, τον πήρε μαζί του. Βγήκαν, με δυο αυτοκίνητα, μέχρι τη Νεβρόπολη, και από κει ξεκίνησαν, νύχτα, με τα πόδια, για το ξωκλήσι της Αγια - Σωτήρας.


Είχαν περάσει οι τρεις μέρες, και του Σπηλιά δεν του άρεσε καθόλου αυτή η καθυστέρηση. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισαν να περιμένουν άλλη μια νύχτα. Αφησε τους άλλους δυο συντρόφους του, πιο μακριά απ' τη γιάφκα, κι εκείνος έμεινε σκοπός, καλυμμένος μέσα σε μια πυκνή τούφα από κουμαριές.


Περασμένα μεσάνυχτα, άκουσε βαριά πατήματα από αρβύλες, να ανεβαίνουν προς το μέρος του.


«Αλτ!», φώναξε ψυχρά, και πρόβαλε μέσα απ' τις κουμαριές την μπούκα του αυτόματου.


«Ελα, ρε Τίγρη... Τι, αλτ, εγώ είμαι», είπε, κάπως κεφάτα, ο Καστανιάς, και τον πλησίασε χωρίς προφυλάξεις. Κρατούσε στα χέρια το όπλο του, και απ' τον ώμο είχε κρεμασμένο ένα ταγάρι, γεμάτο, δήθεν, με φαγώσιμα.


«Πού είστε, και σας ψάχνω από προχτές;...», ρώτησε, ξαλαφρωμένος, τάχα, που τους ξαναέβρισκε.


Αυτό το «σας ψάχνω», έβαλε σε μεγαλύτερες υποψίες τον Σπηλιά. Τι θα πει, «σας ψάχνω»... αφού τη γιάφκα την ήξερε...


«Ελα πάμε», είπε πάλι με κέφι ο Καστανιάς, και έβαλε το χέρι του στον ώμο του «Τίγρη». «Πάμε. Εδώ στο ξωκλήσι, έχω άλλους δυο ξεκομμένους, απ' τη Μεραρχία του Διαμαντή. Να τους πάρουμε κι αυτούς και, μετά, να βρούμε και τους δικούς μας και να ξεκινήσουμε, απόψε κιόλας».


Καθώς προχωρούσαν προς το εκκλησάκι, ο Σπηλιάς έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του, έπιασε να οσμίζεται τον αέρα, σα λαγωνικό.


«Πού πάμε τώρα, βρε Σωτήρη», είπε ανήσυχος. Εμένα, ο αέρας εδώ γύρω μου μυρίζει μπασκινίλα».


«Μπασκίνες», έλεγαν οι αντάρτες τους χωροφύλακες και τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού. Είχαν παραλάβει εκείνες τις μέρες καινούριο ιματισμό, και τη μυρωδιά τους την έπιασε στον αέρα η μύτη του «Τίγρη».


«Ελα μωρέ, τώρα. Σαχλαμάρες!», είπε ο Καστανιάς. «Φοβόμαστε τώρα και τον ίσκιο μας...».


Εφτασαν στην πόρτα της εκκλησούλας. Ο «Γρανίτης» την έσπρωξε, και άφησε πρώτον το Σπηλιά να περάσει μέσα.


Ο λοχίας, με έναν ακόμα γεροδεμένο στρατιώτη, τον περίμενε στα σκοτεινά, πίσω απ' την πόρτα. Επεσαν κι οι δυο απάνω του και τον αγκάλιασαν, ο ένας απ' τη μια μεριά κι ο άλλος απ' την άλλη. Ο «Τίγρης» έβγαλε μια άγρια κραυγή, και έκανε ένα σάλτο, σαν αυτά που κάνουν εκείνοι οι παλαιστές που παίζουν στο καράτε. Τους ξάπλωσε και τους δυο κάτω, και όρμησε, τα μπρος πίσω, στην πόρτα, να τους ξεφύγει. Εκείνοι σηκώθηκαν αμέσως, και γαντζώθηκαν ξανά απάνω του, ο ένας απ' το ένα μανίκι της χλαίνης του, κι ο άλλος απ' το άλλο. Ο Σπηλιάς όρμησε ξανά, βγάζοντας άλλη μια φορά εκείνη την άγρια πολεμική κραυγή, και τους ξέφυγε, αφήνοντας στα χέρια τους μονάχα τη χλαίνη του. Τσαλαπάτησε και τον Καστανιά, που στεκόταν αμήχανος μπροστά στην πόρτα, και χάθηκε σαν φάντασμα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, κρατώντας πάντα γερά στο χέρι του το αυτόματο.


«Φευγάτε! Μας πρόδωσαν!», φώναξε δυνατά στους δυο συντρόφους του, που τον περίμεναν μέσα στα έλατα, λίγο πιο πάνω απ' το εκκλησάκι.


Αντάμωσαν κι οι τρεις, και πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, για να σπάσουν τον κλοιό που, ίσως, είχαν σχηματίσει άλλοι γύρω τους, βγήκαν πιο ψηλά, στα κοτρονάκια, στο μονοπάτι που κατεβαίνει για το ποτάμι, το Μέγδοβα.


Πριν πάρουν τον κατήφορο, ο «Τίγρης» στάθηκε για μια στιγμή, και κάνοντας χωνί τις παλάμες του, γύρισε προς το εκκλησάκι, και φώναξε με όλη του τη δύναμη.


«Αντε, βρε άτιμε Καστανιά!... Αντε βρε, προδότη ελεεινέ. Ιούδα του κερατά!... Να μην έχεις την τύχη να πέσεις, καμιά φορά στα χέρια μου. Οχι με πιστόλι. Ούτε με μαχαίρι. Ζωντανό θα σε γδάρω! Με τα δόντια μου θα το σκίζω λωρίδες το τομάρι σου!»


Πέρασαν, πιασμένοι απ' τα χέρια, το φουσκωμένο ποτάμι, λούφαξαν όλη τη μέρα, ψηλά, στους ελατιάδες της Σάικας, και το άλλο πρωί τους βρήκε μακριά απ' τους διώκτες τους, προς τα χωριά των Απεραντίων, Ρόγκια, Κέδρα, Ραφτόπουλο.


Γέμισαν τα σακίδια με κάστανα, που τα βρήκαν αμάζευτα σ' έναν έρημο ζάβατο, και περνώντας απανωτές ενέδρες και κλοιούς που έστησαν οι άλλοι γύρω τους, για να τους εμποδίσουν, βγήκαν τελικά, ζωντανοί και οι τρεις, στο αλβανικό έδαφος.


Τους μεταφέρανε, μαζί με χιλιάδες άλλους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, στην Τασκένδη, όπου πέρασαν, στην προσφυγιά, άλλος τριάντα κι άλλος σαράντα χρόνια.


Οταν κατασίγασαν τα πάθη και τα μίση τα εμφύλια, ύστερα από τριάντα οχτώ χρόνια προσφυγιάς στις χώρες του σοσιαλισμού, ο Βαγγέλης Σπηλιάς ξαναγύρισε στην πατρίδα, στο χωριό του, το Πλατανόρεμα. Ομως, τον προδότη Καστανιά, τον Ιούδα, που προσπάθησε με δόλο και ατιμία να συλλάβει και να παραδώσει στον αντίπαλο τους συντρόφους του, για να γλιτώσει ο ίδιος το τομάρι του, δεν τον βρήκε, για να τον γδάρει ζωντανό, όπως του υποσχέθηκε. Τα βουνά εκείνα, τα χιλιοτραγουδισμένα Αγραφα, τα λημέρια των παλικαριών που εκείνος πρόδωσε με τη σιχαμερή πράξη του, φρόντισαν να αποδώσουν τη δικαιοσύνη τους. Μια μέρα χειμωνιάτικη, που ο ουρανός «έκλεισε τα μάτια» και έριχνε από ψηλά το νερό με το τουλούμι, ο Καστανιάς, καβάλα σ' ένα άλογο, ανέβαινε τη ράχη του Μαλαμούλη, να πάει ν' ανταμώσει κάποιους φίλους τους, στα Βραγγιανά. Στη στροφή, ψηλά, στο Διάσελο, ένας βράχος που ξεκόλλησε απ' τα Στεφάνια του Καταραχιά, έπεσε απάνω τους και τους έκανε λιώμα, κι αυτόν και το άλογό του, που πλήρωσε κι εκείνο, το άμοιρο, για την προδοσία του αφεντικού του.


(Από το βιβλίο «Πληγές του Εμφύλιου»)


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Το κουρελάκι


Το κουρελάκι






Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οι καλοί Κύκλωπες στη γειτονιά μου, τις περισσότερες φορές είχαν και τα δυο μάτια, αλλά ένα πόδι ή ένα χέρι. Και μια καρδιά, άλλο πράμα.




Ο Κώστας, με το 'να πόδι, μιλάει όλη την ώρα για τους συντρόφους του. Μου βγαίνει η ψυχή να πάρω μια δικιά του ιστορία. «Τι να λέμε τώρα για μένα. Ας ζούσε ο Γιώργης να 'βλεπες...». Κι αρχίζει η κουβέντα σα να ήταν απ' έξω, πολεμικός ανταποκριτής να πούμε. Γι' αυτό παραξενεύτηκα κείνη τη φορά.


- Οπως γυρνούσα μια νύχτα απ' το Καρλόβασι...


«Μόνος;», ρωτάω. «Ναι», μου λέει. Θα σας πω τη λιγότερο ηρωική σελίδα απ' όσες μου χάρισε. Ετσι, για να δούμε τι άλλο κρυβόταν κάτω απ' τα άγρια γένια τους και πόση γλύκα είχαν τα «γράμματα» που μάθανε στο βουνό.


- ...μόνος, που λες, και μια νύχτα φλεβαριάτικη, μα τι! Τον είχε καθίσει απ' τον πουνέντε μ' ένα ψιλοβρόχι! Μ' είχε ποτίσει μέχρι κόκαλο, μα ποιος λογάριαζε τέτοια πράματα; Το σκοτάδι καλό ήτανε. Θα πέρναγα εύκολα τα μπλόκα, κατάλαβες; Αστο αυτό. Με το στομάχι τι γίνεται! Μη με παίρνανε χαμπάρι απ' το γουργούρισμα.


Κάνει να γελάσει. Σαρκάζει. Φράσεις κοφτές, αποψιλωμένες από κάθε τι παραπανίσιο. Δωρικές. Σαν τα χαμόσπιτα του χωριού μας, όπου μέχρι εκεί φτάνανε οι πέτρες, μέχρι εκεί φτάνανε κι εκείνα. Αν δεν είσαι μπροστά του όταν μιλάει, για να ζυγιάσεις μαζί με τα λόγια, τα μάτια, τα χέρια και πιο πολύ το πόδι που λείπει, τι να καταλάβεις!


Φλεβάρης, λοιπόν. Κουτσός κι αυτός. Μόνο που ο Κώστας τότε είχε ακόμα και τα δυο του πόδια. Δεν ήταν Κύκλωπας. Γινόταν. Μαζί με το χειμώνα που τέλειωνε και τελειωμό δεν είχε, τέλειωσαν και τ' αποθέματα. Ούτε κάστανο πια στο βουνό. Τα χωριά ρημαγμένα, άδεια. Οι αντάρτες τρώγανε ό,τι βρίσκανε, για ν' αντέξουν ώσπου να βρουν κάτι ακόμα. Η λαχανίδα μοιραζόταν μέχρι ρίζα. Και τα χέρια καθαρά, ε; Μια φορά που ο Στέλιος βούτηξε ένα μικρό μπουκαλάκι τσαγκόλαδο απ' τον Αϊ-Λια, τον επιπλήξανε αυστηρά και το στείλανε πίσω, μη σκοτιδιάσει και δε βλέπει ο Αγιος. Και κάνανε πόλεμο. Μνήσθητι, Κύριε!


Η ομάδα κατέβηκε τ' απόβραδο ίσαμε την πόλη για εφόδια, μα το όφελος πολύ μικρό. Τα πράματα είχανε σφίξει για όλους. Μαυρίλα. Οταν σκοτείνιασε για τα καλά, φορτώθηκαν, απελπισμένοι, τα λιγοστά που τους μάζεψαν οι σύντροφοι και πήρανε τη ρεματιά για πάνω. Ο Κώστας ξέκοψε. Είχε λόγο.


Σκιά μες στις σκιές, έκανε μεγάλο κύκλο, για μια υποψία ελπίδας. Στον Αϊ-Δημήτρη, μερικά σπιτάκια λίγο έξω απ' την πόλη, στάθηκε σε μια πόρτα. Απ' τις κουρελούδες στα παράθυρα ξετρύπωνε με το ζόρι λιγοστό λαδόφωτο. Ακρα σιγή, που να μην ξέρεις αν ο τάφος είναι αντίκρυ ή γύρω σου Μόνο μια χαμηλόφωνη ραπτομηχανή.


Αμηχανία εντός του κι ένας δισταγμός βουνό. Δεν είναι τόσο που τους είχαν απαγορέψει να χτυπάνε πόρτες μόνοι τους, αλλά για φέρ' το στο μυαλό σου! Από ώρα μανταλοκλειδωμένοι με το φόβο, την πείνα και την ντροπή κι έτσι αργά να σου χτυπήσουνε την πόρτα. Αντάρτης ή ασφαλίτης, ΜΑΥς, κούφια η ώρα. Κι ύστερα, μετρώντας το χτυποκάρδι σου, ν' ανοίξεις και να δεις τι; Κείνα τα μελανά γένια και τ' ασύδοτα μαλλιά, κόμποι πια, τίγκα στην ψείρα και πώς να γλυκάνεις τα μάτια.


Η μηχανή γάζωνε απαλά. Θυμήθηκε την «Μπρέντα» του. Γαζώνεις με πέντε όλες κι όλες σφαίρες; Γέμισε το δισταγμό του σκέψεις διάφορες και σχέδια. Η μηχανή σταμάτησε. Γιατί αργεί να ξεκινήσει; Τον κατάλαβαν! Γυρίζει να φύγει, μα τα πόδια καρφώνονται στο κατώφλι και η βροχή δυναμώνει. Αν είχε και κάτι στην τσέπη του, όπως άλλες φορές, κάνα καρούλι κλωστή για την όμορφη κόρη να πούμε, αλλιώς θα ήτανε. Μα, πάλι να φύγει έτσι, χωρίς τίποτα...


Ούτε που το κατάλαβε πώς. Η πόρτα άνοιξε λιγάκι λες κι αρνιόταν, ύστερα κι άλλο κι ένα χέρι τον τράβηξε με βιάση. Στάθηκε ακίνητος πίσω απ' την πόρτα, μήπως θυμηθεί πώς έγιναν όλα. Ο γέρος έγειρε στο ντιβάνι. Η μάνα συνέχισε να μπαλώνει το ρούχο. Η κοπελιά καρφώνει το μάτι στο πανί και χαϊδεύει με ασήμαντες κινήσεις τη μηχανή της. Μονάχα ο μικρότερος, ακόμα πιο αδυνατούλης, τον καρφώνει στα μάτια με μιαν ανεξήγητη ευθύτητα. Γύρω, δε μυρίζει τίποτα.


- Καλησπέρα. Πέρναγα και είπα...


- Κάτσε, Κώστα. Τρομάξαμε.


- Καταλαβαίνω, μπάρμπα Ανέστη. Τώρα τι να πω...


Κάθισε ξυλιασμένος. «Πεινάς;», ξεστόμισε η κόρη. Η μάνα γουργούρισε.


- Αν πεινάει! Και που πεινάει, τι; Εχεις τίποτα να του δώσεις;


- Μη φωνάζεις, μάνα. Ετσι, μίλησα κι εγώ.


- Λέω, μήπως, κανένα αβγουλάκι για τα παλικάρια, πάνω...


- Δεν είναι για την κλώσα πια;


- Μη με πειράζεις, κυρά Λένη. Αλλα καλά κλωσάμε στο βουνό, αλλά τα τσακάλια πού ν' αφήσουν...


Τις πιο καλές μέρες, που όλο και κάτι είχαν στην μπάντα ο κοσμάκης, ο Κώστας γυρνούσε τα χωριά μ' έν' αβγό στο χέρι, να τ' αλλάξει, τάχα μου, γιατί η κλώσα του έκανε το «κλου»!


Οποιος είχε, έδινε κάνα δυο χωρίς να πάρει το αντάλλαγμα. Ηξεραν. Μάζευε όσα μάζευε και στο βουνό. Ανέκαθεν πεινασμένος, κάτεχε πολλά για να πορεύεται. Τώρα, όμως, αβγό δεν είχε. Ούτε τυρί, ούτε ψωμάκι. Ο Ανέστης μίλησε απελπισμένα.


- Τι να σου κάνω, Κωσταντή! Μέρες είναι που τη βγάζουμε όλοι με τα ψέματα. Λυσσάξανε οι πούστηδες. Ενας ΜΑΥς προχτές, ξέρεις τι μου 'κανε; Φουμάριζε στο παραθύρι απέναντι και ρώταγε αν έχω τσιγάρο. Πού να 'χω; «Ξέρεις τι μάρκα φουμάρει τώρα δα ο Ζαχαριάδης, κορόιδο;». Ναι το καθίκι, έτσι μου φώναζε. Κλείστηκα μέσα και δεν ξαναβγήκα. Αν είχα όπλο...


- Μύγδαλο, σύκο, τίποτα; Καμιά καρούμπα... Να μη φύγω και μ' άδεια χέρια, μπάρμπα Ανέστη. Είναι μεγάλος ο αγώνας...


- Ξέρω, Κωσταντή. Ξέρω. Και πόσο μεγάλος είναι και για ποιον γίνεται. Δεν είμαστε αχάριστοι, Κωσταντή. Ανήμποροι ήμαστε. Ξέρεις πού τα φυλάμε, ψάξε. Ο,τι βρεις ξάκρισέ το για δικό σου κι ό,τι δε βρεις ολονώνε μας.


Σηκώθηκε αργά και κατέβασε απ' τα εικονίσματα ένα μπουκάλι σχεδόν άδειο. Εριξε ένα δαχτυλάκι σ' ένα μικρό ποτήρι και το ζύγιασε πολύ πριν το δώσει.


- Δε θα το πιω, μπάρμπα Ανέστη, θα με θερίσει. Εχω κάβο μπροστά μου. Αστο καλύτερα.


Ο γέρος σήκωσε τους ώμους, το μύρισε και το 'ριξε πάλι πίσω στο μπουκάλι. Πέτρωσε ο χρόνος. Ο Κώστας έχωσε το χέρι αργά, πολύ αργά στη μέσα τσέπη του πανωφοριού του. Το μπουκαλάκι που έβγαλε, τόσο δα, από κάποιο φάρμακο, ίσα που ήταν λαδωμένο από μέσα. Το κοίταξε ώρα πολύ, σα να διάβαζε την ετικέτα. Υστερα, αφού σηκώθηκε, πήρε ένα παράξενο ύφος, που γέλασαν, ο Θεός να το κάνει γέλιο, όλοι.


- Λίγο λαδάκι για την «Μπρέντα», τουλάχιστον, κυρά Λένη; Βαρύ, σέρπα, ό,τι να 'ναι, κυρά μου.


Γέλασαν, γιατί ξέρανε καλά κι αυτό το κόλπο του. Ο γέρος τράβηξε απ' το στρώμα μια φυλλάδα και του την έτριψε στη μούρη. Στην πρώτη σελίδα, γελοιογραφία, η αφεντομουτσουνάρα του, με την «Μπρέντα» και το μπουκαλάκι. Απ' τη μέση κρεμόταν μια νταμιτζάνα γεμάτη λάδι, υποτίθεται. Και ψέμα δεν ήτανε. Γύριζε στα σπίτια που ήξερε και βάζοντας μπροστά το μπουκαλάκι έλεγε τα ίδια με τη λεζάντα. «Λίγο λαδάκι για την "Μπρέντα"»! Κι όταν το μπουκαλάκι ψευτογέμιζε, τ' άδειαζε στο μεγαλύτερο, κάτω απ' τη ρημαγμένη χλαίνη, από μια τρύπα. Καλό - κακό ποιος το μέτραγε. Το φαΐ κείνες τις μέρες στο βουνό είχε άλλη αξία. Εκανε πως δεν ήξερε για το σκίτσο, μα μέσα του καμάρωνε. Δεν είναι και λίγο να σ' έχει πρωτοσέλιδο κοτζάμ παράνομη φυλλάδα!


- Να σου βάλω λίγο μηχανόλαδο, Κωστή; Είναι πιο καλό για την «Μπρέντα».


Ο Κώστας κοίταξε την αναψοκοκκινισμένη κοπελιά που του αστειεύτηκε και τα μάτια του γλύκαναν σαν την γλυκόριζα.


- Οχι, καρδιά μου. Δε χρειάζεται. Λάδια για τις μπρέντες του κόσμου υπάρχουν ποτάμια. Λαδάκι για τους πεινασμένους δεν έχει. Ενα κουρελάκι μόνο κόψε μου, για να την καθαρίζω, όσο θα χρειαστεί. Να 'σαι καλά, ένα κουρελάκι τόσα δα. Κάτι να πάρω μαζί μου.


Κουρέλια είχαν ο κόσμος μπόλικα. Του διάλεξε το καλύτερο.


Και τι ιστορίες δε θα μπορούσα να σας πω μ' αυτό το κουρελάκι, μα φοβάμαι μην ξεσαμαρίσει ο λόγος μου. Μέχρι που στην τελευταία μάχη το 'σφιξε πάνω στο πληγωμένο του πόδι πριν λιγοθυμήσει, σαν ξόρκι το πιο πολύ.


- ...αλλά, Σταύρο, μόλις έφτασα στα γιατάκια μας, στο Ξεπαγιασμένο, ψάχνω στο σκοτάδι με το χέρι κάτι μαλακό, να γείρω, σφίγγω το κουρελάκι στη χούφτα και τραβάω έναν ύπνο, μα έναν ύπνο!


Αυτό το μαλακό, ήταν αγριοπούρναρο.


****


(Η παράνομη «φυλλάδα» ήταν «ΟΙ ΓΚΙΝΑΙΟΙ» κι ο Κύκλωπας, ο Κώστας Ζαχαράκης, απ' τους τελευταίους αγωνιστές στη Σάμο, που είναι ακόμα κοντά μας).


Του
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ


    


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ




Ο Σταύρος Κουτράκης είναι μουσικός και ζει στη Σάμο.

Τι όμορφη που ήταν η Αθήνα πριν τους μετανάστες!


Τι όμορφη που ήταν η Αθήνα πριν τους μετανάστες! 









 Μεγάλωσα σε μια γειτονιά της Αθήνας, από αυτές που τώρα είναι γεμάτες μετανάστες. Εκείνα τα χρόνια, πριν την μαζική εισροή μεταναστών τη δεκαετία του '90 και εντεύθεν, υπήρχαν ξένοι στη γειτονιά. Θυμάμαι είχαμε αρκετούς μαύρους από την Αφρική, δεν ξέρω από ποιες χώρες συγκεκριμένα. Αυτοί οι άνθρωποι σε τίποτα δεν πειράζανε κανέναν, ούτε ποτέ είχε ακουστεί τίποτα, ούτε και κανείς διαμαρτυρόταν. 






 Εκείνο που με ενοχλούσε σαν παιδί στη γειτονιά μου, ήταν ο συντηρητισμός, που έφτανε έως τον φασισμό που κυριαρχούσε! Άλλος θα το έλεγε μικροαστισμό, αλλά αυτή η έκφραση μπορεί να έχει και ανώδυνες εκδοχές, έως και χαριτωμένες και έτσι δεν ξέρω αν αποδίδει αυτό που αισθανόμουν στην ατμόσφαιρα. 


 Στο σχολείο, το δημοτικό, όλοι οι συμμαθητές πηγαίνανε στο κατηχητικό. Έξω από την πύλη της σχολικής αυλής πουλούσαν αυτά τα θρησκευτικά περιοδικά, που δεν θυμάμαι τον τίτλο τους, γιατί ποτέ μου δεν αγόρασα, αλλά μπορεί να ήταν κάτι σαν Η φωνή του Κυρίου, Ο κόσμος του παιδιού, ή κάτι παρόμοιο. 






 Η γειτονιά ήταν γεμάτη χαφιέδες, από αυτούς που αφθονούσαν στην Ελλάδα, τόσο κατά τη διάρκεια της Χούντας, όσο και μετά, φθίνοντας φυσικά αυτό το φαινόμενο με το πέρασμα των χρόνων. Ο χαφιές ήταν κάποιος φτωχός άνθρωπος, δεν ήταν από αυτούς που κατοικούσαν στα ρετιρέ της περιοχής, το αντίθετο: ήταν ο περιπτεράς, ο θυρωρός, που κοίταζε φαίνεται, με τη συνεργασία του με την αστυνομία, καρφώνοντας τίποτα αριστερούς, κομμουνιστές κ.λ.π. να βγάζει κανένα χαρτζιλίκι, να επιβιώνει. Από αυτά τα στρώματα αντλούν ανθρώπους αυτοί οι μηχανισμοί της εξουσίας. Η ελίτ δεν λερώνει τα χέρια της, στέκεται παραέξω, είναι αυτή για την οποία δουλεύουν όλοι οι κακομοίρηδες, γλείφτες, γεννημένοι δούλοι. 






 Στο γυμνάσιο είχαμε φασίστες, παιδιά οργανωμένα σε διάφορων ειδών περίεργες οργανώσεις, με περίεργες δραστηριότητες. Θυμάμαι στον τοίχο του σχολείου ζωγραφισμένο έναν αγκυλωτό σταυρό. Και αυτά τα παιδιά που ήταν φασιστάκια, και αυτά προέρχονταν είτε από φτωχές οικογένειες είτε από μικροαστικές ή ξεπεσμένα μεσαία στρώματα. 






 Όλο αυτό το περιβάλλον ήταν αποπνικτικό, για έναν άνθρωπο που δεν θέλει να μοιάσει και έτσι να ενταχθεί εκεί. Το αισθανόσουν κάπου στον αέρα να πνέει, τον φόβο, μην μιλήσεις, μην πεις ακριβώς αυτό που σκέφτεσαι, μην φανεί πως έχεις αριστερές ιδέες, πως πας σε πορείες ή πως δεν πατάς ποτέ το πόδι σου στην εκκλησία. 






 Το ένιωθες ακόμα στον κυρίαρχο ατομισμό και την εγκατάλειψη κάθε τι δημόσιου. Δεν υπήρχε έννοια του δημόσιου χώρου και ακόμα περισσότερο της κοινής οργάνωσης και δράσης. Αυτά ήταν κάτι άγνωστο. 






 Σιγά σιγά αυτός ο, με όλους τους τρόπους υποβαλλόμενος φόβος, υπότασσε τον καθένα στον κυρίαρχο, έμμεσα υπαγορευόμενο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς και εξασθενούσε κάθε ψήγμα αντίδρασης και διαφοροποίησης. Ο φόβος σκέπαζε ακόμα και την εντός της ιδιωτικής οικίας ζωή. Ποια ιδιωτική ζωή βέβαια, όταν ο θυρωρός παραφυλάει και κρυφακούει από το φωταγωγό το κάθε τι; 






 Κάπως έτσι ήταν η γειτονιά που μεγάλωσα. Έφαγε ή ίδια τα σωθικά της, η ίδια καταβρόχθισε κάθε τι ζωογόνο. Ο συντηρητισμός, μαζί με τον αδελφό του τον φόβο, η φοβέρα και η σκλαβιά που λέει ο εθνικός μας ύμνος, το μακρύ χέρι των νικητών του εμφυλίου σε κάθε γειτονιά, σε κάθε δρόμο, σε κάθε σχολείο, σε κάθε σπίτι, συνέχιζε να βρωμίζει και να διαβρώνει τα σπλάχνα της κοινωνίας. 






 Ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για τις διανοίξεις δρόμων μεγάλης κυκλοφορίας, χωρίς σχέδιο, χωρίς μέριμνα, από όπου διέρχονταν τα φορτηγά τροφοδότησης των μεγάλων αλυσίδων super market και που κατέστρεφαν τη γαλήνη των περιοχών κατοικίας. Ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για την πολεοδομική νομοθεσία που έδινε ύψη και συντελεστές δόμησης τέτοιους, ώστε να μην απομένει πράσινο και ήλιος για τις κατοικίες. Ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για την ανεξέλεγκτη κυριαρχία του ΙΧ και την υποβάθμιση των δημόσιων μέσων μεταφοράς, για τον αφανισμό ουσιαστικά του δημόσιου χώρου, είτε ως χώρους κίνησης και μεταφοράς, είτε αναψυχής και πολιτισμού. 






 Ο καθένας βίωνε ατομικά τον συλλογικό ξεπεσμό μας σε μηχανές κατανάλωσης εμπορευμάτων κάθε είδους. Τα παλιά σινεμά εγκαταλείφθηκαν είτε γίνανε μπιλιαρδάδικα και videoclub. Η ευτυχία συμπυκνωνόταν όλο και περισσότερο στην οικονομική σου δυνατότητα να αποκτήσεις homecinema, hifi ηχοσύστημα, τελευταίο μοντέλο ΙΧ, και τέλος να μετοικίσεις στα Βόρεια Προάστια, κουβαλώντας μαζί σου τον ίδιο αυτό ατομιστή, καιροσκόπο, φιλοτομαριστή, συντηρητικό και επί της ουσίας φασίστα εαυτό σου. 






 Κάπως έτσι ήταν η Αθήνα πριν τη μεταναστευτική έξαρση των τελευταίων δυο δεκαετιών. 






 Είχε ήδη καταστραφεί από τα μέσα. Η ιστορία της κάθε γειτονιάς είναι η ιστορία αυτής της χώρας, μιας χώρας που ποτέ δεν βίωσε πραγματική ελευθερία. Σε αυτή τη χώρα κάθε τι προοδευτικό βρισκόταν πάντα υπό διωγμό, ακόμα και φυσική εξόντωση. 






 Οι νικητές του εμφυλίου, οι δοσίλογοι, μαυραγορίτες και συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, κέρδισαν, με τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων και το μοίρασμα του κόσμου σε ζώνες επιρροής τους. Μέσα εκεί επιβίωσαν όσοι υποτάχθηκαν, σύρθηκαν στα πόδια της οικονομικής ελίτ και των κυρίαρχων τάξεων, οι μικροαστοί, η ενδιάμεση τάξη που τρώει και αυτή ένα μέρος των κερδών, προκειμένου να παραφυλάει τα σύνορα του συστήματος, μη και σπάσουν και αλωθούν από πιθανούς επαναστάτες και αντάρτες. 






 Και κάτω κάτω, στους φτωχούς, και εκεί μέσα ακόμη βρίσκονται δούλοι έτοιμοι να σκύψουν και να υπηρετήσουν. Μέσα σε κάθε τάξη υπάρχουν αυτοί που υπηρετούν τη διαιώνιση του συστήματος εκμετάλλευσης και κάποιοι που αντιστέκονται και διαφοροποιούνται. Απλώς, όσο πιο κάτω βρίσκεσαι, τόσο κάνεις πιο πολύ τη χαμαλοδουλειά, που μπορεί να φτάνει μέχρι τους φόνους. Η ελίτ κρατά για τον εαυτό της το ρόλο του αφανούς πάντα, ηθικού αυτουργού, όντας η πιο "έξυπνη" τάξη δηλαδή η πιο βίαιη! 






 Αν αφαιρούσαμε όλα αυτά τα υποκείμενα από τη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, τότε θα απέμενε η πραγματική της ομορφιά, η ελληνική φύση, η αττική γη, το ωραιότερο τοπίο του κόσμου, ο γαλάζιος ουρανός, η θάλασσα του Πειραιά στο βάθος, τα γύρω βουνά του λεκανοπεδίου, το παλίμψηστο του πολιτισμού χιλιάδων ετών, αυτού που έχτισαν οι εργάτες και οι τεχνίτες με τα χέρια και την ψυχή τους, και οι καλλιτέχνες δημιουργοί με τα μάτια και το νου της καρδιάς.






 Πηγή : Κεράσια και Κρίνοι via tvxs
 Αναρτήθηκε από Praxis red  

Επέμβαση ΜΑΤ για το σπάσιμο της απεργίας στη Χαλυβουργία – Συγκέντρωση αλληλεγγύης στις 5:30 στη Γέφυρα Ασπροπύργου – Ανακοίνωση ΚΚΕ


Επέμβαση ΜΑΤ για το σπάσιμο της απεργίας στη Χαλυβουργία – Συγκέντρωση αλληλεγγύης στις 5:30 στη Γέφυρα Ασπροπύργου – Ανακοίνωση ΚΚΕ





Σήμερα το πρωί ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ μαζί με εισαγγελείς έκαναν “ντου” στη Χαλυβουργία, συλλαμβάνοντας τους εργάτες απεργούς που βρίσκονταν στη πύλη και βάζοντας μέσα μια χούφτα απεργοσπάστες. Όπως κατήγγειλε ένας από τους συλληφθέντες απεργούς, στη ΓΑΔΑ εκβιάστηκε να υπογράψει πως συμφωνεί με τη λύση της απεργίας προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος! Άμεση η κινητοποίηση των εργαζομένωνκαι των ταξικών σωματείων του ΠΑΜΕ. Όσοι μπορούν να σπεύσουν ΑΜΕΣΑ εκεί! Στις 5:30 το απόγευμα το ΠΑΜΕ καλεί σε συγκέντρωση και πορεία αλληλεγγύης στη Γέφυρα Ασπροπύργου. Ο αγώνας των Χαλυβουργών είναι υπόθεση ΟΛΩΝ μας!


“Την έντονη αντίδραση του ΚΚΕ προκάλεσε η επέμβαση των ΜΑΤ στην Χαλυβουργία Ελλάδος. Σε ανακοίνωσή του το κόμμα αναφέρει ότι η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ είναι η βασική υπεύθυνη για την εισβολή των ΜΑΤ στη Χαλυβουργία Ελλάδος και καταγγέλλει πως έγινε χρήση χημικών, υπήρξαν ξυλοδαρμοί και συλλήψεις απεργών, «προκειμένου να προστατευτεί ο απεργοσπαστικός μηχανισμός του Μάνεση».


«Επιβεβαιώνεται και πάλι ότι αυτό το κράτος, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους είναι ενωμένοι ενάντια στους εργάτες, τα άλλα λαϊκά στρώματα, τη λαϊκή οικογένεια που αγωνίζεται απεγνωσμένα να τα βγάλει πέρα», τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση.


Οπως ανεφέρει, «το χτύπημα που επιχειρήθηκε τα ξημερώματα με γκανγκστερικό τρόπο, δεν στοχεύει μόνο τους αγωνιστές χαλυβουργούς που απεργούν επί 9 μήνες για τα στοιχειώδη δικαιώματά τους. Αποτελεί επίθεση στο σύνολο της εργατικής τάξης, προκειμένου να σκύψει το κεφάλι, για να περάσει ο οδοστρωτήρας της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής».
 Τέλος, το Κομμουνιστικό Κόμμα απαιτεί να αποσυρθούν αμέσως τα ΜΑΤ από τη Χαλυβουργία και να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες και καλεί σε ένταση της αλληλεγγύης στον αγώνα των χαλυβουργών.”

Στο δρόμο προς τη Συνδιάσκεψη στην Καβάλα


Στο δρόμο προς τη Συνδιάσκεψη στην Καβάλα


Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Αράπης σταμάτησε στο σταθμό του Διδυμότειχου και εμείς πηδάγαμε απάνω και αγκαλιαζόμασταν με τους αντιπροσώπους της Ορεστιάδας. Ο κόσμος με χαμόγελα μας χειροκροτούσε και μεις με αγάπη και χαμόγελο τους κουνούσαμε τα χέρια. Το τρένο ξεκίνησε και μεις βάλαμε μπρος το τραγούδι «Εμπρός ΕΠΟΝίτες αδέρφια και πάλι».




Στο διάβα μας βλέπαμε ζερβά και δεξιά τα ίχνη που είχε αφήσει ο καταχτητής: Γέφυρες ακόμα προσωρινά φτιαγμένες, δυο ατμομηχανές αναποδογυρισμένες από τους ΕΠΟΝίτες του Σαλτουκίου (Λάβαρα). Πελώρια δέντρα γκρεμισμένα, για να εμποδίσουν την υποχώρηση των Γερμανών, μια ολόκληρη αμαξοστοιχία καμένη στα σταθμό του Σουφλίου, παντού τα χαλάσματα και οι καταστροφές μάς θύμιζαν τις αυγουστιάτικες μέρες του 1944, όταν οι «περήφανοι» Γερμανοί σήκωναν τα χέρια ακόμα στ' αετόπουλα. Στο μυαλό μας μια ιδέα φτερούγιζε: «Θα τα διορθώσουμε όλα, θα τα κάνουμε πιο καλά, πιο όμορφα».


Το τρένο προχωρούσε αργά. Σ' ένα μέρος, που η ευθεία γραμμή είχε κάποια κλίση, το τρένο με τρία βαγόνια επιβατικά και ένα φορτηγό σταμάτησε. Ενα ψιλό σφύριγμα ακούστηκε και σε λίγο κατεβήκαμε όλοι κάτω, για ν' αλαφρώσουμε το βάρος. Η ατμομηχανή έβαλε ξανά μπρος, αλλά τα βαγόνια δεν κινήθηκαν από τον τόπο. «Πλάτη»! Ηρθε από στόμα σε στόμα η προσταγή.


- Ωρέ, τι πλάτη, είπε ένας από τους αντιπροσώπους. Αμάξι είναι να το βγάλουμε από τη λάσπη; και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.


Βάλαμε πλάτη όλοι και άιντε και ωπ, πατούσαμε στις τραβέρσες και τεντώναμε το βήμα μας και προχωρούσαμε. Η μηχανή μούγκριζε και δεκάδες ΕΠΟΝίτικα στήθια ξεφυσούσαν δυνατά. Τα νεύρα τεντώνονταν και το αίμα μαζεύονταν όλο στο κεφάλι λες θα το έσκαζε. Αϊντε παιδιά, ακόμα λίγο, φώναξε ένας σιδηροδρομικός που κρατούσε γερά το φρένο για να μην τύχει και μας πάρει σβάρνα προς τα πίσω το τρένο. Το τρένο σταμάτησε και από στόμα σε στόμα έφτασε μέχρι τους τελευταίους η είδηση...


- Ξύλα, χωρίς ξύλα δε φτάνουμε.


- Τι θέλει; Ξύλα; ρώτησε ένας ανταρτοΕΠΟΝίτης. Και χωρίς να χάνει καιρό παίρνει ακόμα δυο ΕΠΟΝίτες και σε λίγο γύρισαν φορτωμένοι με στραπατσαρισμένες τραβέρσες. Ηταν από μια γέφυρα που είχε ανατιναχτεί στις μάχες. Ετσι το τρένο ξεκίνησε και φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί μας περίμεναν αντιπρόσωποι της πόλης και των περιχώρων και όλοι μαζί, για πρώτη φορά στην ιστορία της εβρίτικης νεολαίας τραβούσε για τη μεγάλη σύναξη της νέας γενιάς που θα γίνονταν στην Καβάλα. Το τρένο μας ξεκίνησε. Πίσω μας αφήναμε το καταγάλαζο θρακικό πέλαγος, που στο βάθος του υψώνονταν περήφανο το νησί Σαμοθράκη. Το τρένο μας πήγαινε με μεγαλύτερη ταχύτητα γιατί η ατμομηχανή είχε εφοδιαστεί και με λίγο κάρβουνο. Φτάσαμε στη Μουρτζίνα, όπως συνηθίζαμε να λέμε την Κομοτηνή, όπου μας περίμενε η αντιπροσωπεία της ΕΠΟΝ. Και στην Ξάνθη, ανέβηκαν στο τρένο οι αντιπρόσωποι και μας δώσανε από μια χούφτα χαβανισμένο μυρωδάτο καπνό. Ισαμε τη Δράμα είχαμε ακόμα 105 χιλιόμετρα. Φτάσαμε το βράδυ. Στο σταθμό μάς περίμεναν ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες και χάρη στην καλή οργάνωση μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας όλοι ήμασταν ταχτοποιημένοι σε σπίτια. Το πρωί είχαμε λίγο καιρό να δούμε την πόλη και να μάθουμε από αυτόπτες μάρτυρες τα δραματικά γεγονότα που έγιναν στην περίοδο της κατοχής από τα βουλγαρικά στρατεύματα, κυρίως στη Δράμα και το Δοξάτο. Μάθαμε λεπτομέρειες για τις σφαγές που κράτησαν 15 μερόνυχτα, όπου θανατώθηκαν 3.000.


Κατά τις δέκα το πρωί, μια μεγάλη φάλαγγα από νέους ξεκίνησε πεζοπορία για την Καβάλα, 35 χιλιόμετρα είχαμε μπροστά μας. Μια ώρα με το αυτοκίνητο μα πού να βρεθεί εκείνο τον καιρό τέτοιο πράγμα. Προχωρούσαμε κανονικά σαν μια στρατιωτική φάλαγγα. Ο ήλιος του Φλεβάρη λες και ήταν όλος εδώ από τον Εβρο. Εκαιγε γερά και τα γουρουνοτσάρουχά μας απόλυσαν λίγδα και μύρισαν άσχημα. Με τα πολλά φτάσαμε στο Δοξάτο. Στο μαρτυρικό Δοξάτο.


Ο περισσότερος κόσμος ήταν μαυροφορεμένος. Αν θυμάμαι καλά τριακόσια άτομα σκότωσαν οι κατακτητές στην περίοδο της κατοχής.


Δίπλα στο δημόσιο δρόμο είναι το σχολείο και κει μας περίμεναν παιδιά και δασκάλοι. Μια ομάδα ΕΠΟΝίτες μάς πρόσφεραν ψωμοτύρι, νερό δροσερό και καπνό σαν κίτρινο φλουρί. Εμάς τους Εβρίτες μικροί και μεγάλοι μάς περιεργάζονταν με περιέργεια από πάνω μέχρι κάτω. Τους έκαναν εντύπωση οι γαλαζόβρακες και περδικούλες στο ποδόγυρο των κοριτσιών. Θυμάμαι ένας ΕΠΟΝίτης μου ψιθύρισε στο αυτί:


- Να πάρει η ευχή δε βρήκαμε κανένα παντελόνι και κάνουμε τον κόσμο να μας κοιτά περίεργα. Σε λίγο όμως πιάσαμε κουβέντα. Τα κορίτσια κυρίως συζητούσαν και εξηγούσαν πώς γίνονται τα όμορφα κεντίδια που είχαν στα φουστάνια τους οι Εβριτοπούλες.


Αφού ξεκουραστήκαμε, ευχαριστήσαμε τους Δοξατιώτες για τη φιλοξενία και συνεχίσαμε το δρόμο. Προχωρούσαμε και ο δρόμος δεν έλεγε να τελειώσει. Μπροστά μας καμιά φορά πρόβαλε το Παγγαίο. Στο δρόμο αντάμωσα με τον αδερφό μου καβάλα σε άσπρο άλογο, σύνδεσμος του 81 Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Αγκαλιαστήκαμε ύστερα από χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε. Γιατί κλαίμε; είπε γελώντας ο αδερφός μου και σκούπισε τα δάκρυα με το κόκκινο μαντίλι που είχε στο λαιμό του. Μείναμε λίγο μαζί. Εγώ τράβηξα με τη φάλαγγα και ο αδερφός μου καβαλίκεψε το άσπρο του άλογο και τράβηξε προς τη Δράμα.


Το βράδυ φτάσαμε στην Καβάλα. Στο κέντρο μάς περίμεναν ομάδες ΕΠΟΝιτών και γρήγορα μάς ταχτοποίησαν στα σπίτια. Την επόμενη μέρα, 12 Φλεβάρη 1944 και ώρα 10 το πρωί, άρχισαν στο κινηματοθέατρο οι εργασίες της Συνδιάσκεψης. Η σάλα δονούνταν από τραγούδια και συνθήματα.


Ο εισηγητής αναφέρθηκε στην πολύτιμη συμβολή της ΕΠΟΝ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και χάραξε σε χοντρές γραμμές τα καινούρια καθήκοντα. Μετά από την εισήγηση ένας - ένας οι αντιπρόσωποι ανέβαιναν στο βήμα και μιλούσαν με ενθουσιασμό για τις δουλιές τους και τις προοπτικές τους. Τόσους νέους έδωσε η οργάνωσή μας στον ΕΛΑΣ. Τόσοι πέσανε για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Εκεί από το βήμα πλάθανε τα νιάτα τα όνειρά τους. Κείνο θα γίνει, έτσι σκεφτόμαστε να κάνουμε το άλλο... Ο ομιλητής της αντιπροσωπείας μας αναφέρθηκε κυρίως για τη δουλιά της ΕΠΟΝ στον τομέα της μόρφωσης. Είπε πόσοι ΕΠΟΝίτες γυμνασίου στάλθηκαν στα χωριά σαν δάσκαλοι. Ανάμεσα στ' άλλα ανέφερε πως οι ΕΠΟΝίτες και τ' αετόπουλα του Εβρου συγκέντρωσαν καλαμπόκι για τη σωτηρία των παιδιών της Αθήνας στην περίοδο των Δεκεμβριανών γεγονότων. Στη σάλα ξέσπασαν χειροκροτήματα. Πριν καλά - καλά σταματήσουν τα χειροκροτήματα, κάποιος από τις μπροστινές θέσεις φώναξε:


- Τα φασόλια, πες μας για τα φασόλια. Ο ομιλητής ντροπαλά απάντησε:


- Τα φασόλια τα φέραμε για τη Συνδιάσκεψη, για την Καβάλα. Γινόταν λόγος για το φορτηγό βαγόνι με τα φασόλια που σέρναμε στην αμαξοστοιχία. Το είχαμε φέρει σαν δώρο προς τιμήν της Συνδιάσκεψης. Τότε ξέσπασαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Η Συνδιάσκεψη της Α.Μ.- Θράκης της ΕΠΟΝ διεξήχθηκε σ' ένα υψηλό επίπεδο ενότητας, θέλησης για πάλη για ένα καινούριο και φωτεινό μέλλον. Εκεί πλάθοντας τα όνειρά τους της νέας γενιάς που ήταν: Μόρφωση, χαρά, πολιτισμός.


Μετά τις εργασίες της Συνδιάσκεψής μας δόθηκε ένα πολύ ωραίο καλλιτεχνικό πρόγραμμα από τους καλλιτέχνες της πόλης. Την επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε το εργοστάσιο τσιγάρων, όπου οι εργάτες μας υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα.


Στις 12 Φεβρουαρίου μάθαμε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Υστερα έγινε η μεγαλειώδης συγκέντρωση στρατού και λαού στο κέντρο της πόλης. Την επόμενη της συγκέντρωσης στις 10 το πρωί πριν ακόμα αναχωρήσουμε για τα μέρη και παρακολουθήσαμε μια από τις πιο συγκινητικές εικόνες που συναντάει ο άνθρωπος. Ενα τάγμα αετόπουλων, οπλισμένα με ξυλοντούφεκα κάνανε την τελευταία τους παρέλαση. Η φάλαγγα ήταν χωρισμένη κατά διμοιρίες κατά λόχους με τους διοικητές τους. Μπροστά στη φάλαγγα ένα ξύλινο κανονάκι σε φυσικό μέγεθος που το σέρνανε δυο αετόπουλα μπρατσωμένα. Μετά ακολουθούσαν τα τύμπανα και οι σάλπιγγες και ακολουθούσε η φάλαγγα. Η τρίτη βάρδια ΕΑΜ ΕΠΟΝ Αετόπουλα - όπως την ονόμαζαν οι Καβαλιώτες, έκαναν παρέλαση στο κέντρο της πόλης τραγουδώντας «Είμαστε αετόπουλα μ' ατρόμητη καρδιά, περήφανα Ελληνόπουλα και της ΕΠΟΝ παιδιά».


Ο κόσμος χειροκροτούσε τ' αετόπουλα για τη συμπαράστασή τους στον αγώνα δίπλα στους γονείς και τ' αδέρφια τους. Αποχαιρετίσαμε τα αγαπημένα μας αετόπουλα και πήραμε το δρόμο ξανά πεζοπορία για τη Δράμα και από κει για τα σπίτια μας.


Σε λίγο όμως αντί να εκτιμηθούν οι προσφορές και οι θυσίες του λαού μας και της ΕΠΟΝ, άρχισε το φοβερό ανθρωποκυνηγητό, οι δολοφόνες φυλακές και εξορίες, πολλοί από τους αντιπροσώπους αυτής της Συνδιάσκεψης δε ζουν πια, δολοφονήθηκαν έπεσαν μαχόμενοι στο ΔΣΕ για έναν καινούριο μέλλον που έπλαθε η ΕΠΟΝ. Τα νιάτα μας προχωρούν. Η ΕΠΟΝ ζει μέσα στις καρδιές των νέων μας, γιατί τα ιδανικά της είναι αθάνατα.


* Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΖΩΗ» των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία το 1958.


Πολυχρόνης Γκρουζούδης

Η κατάρα της μάνας


Η κατάρα της μάνας






Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μετά την πτώση του Γράμμου, τον Αύγουστο του 1949, και την υποχώρηση της κύριας δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού προς την Αλβανία, η κατάσταση, για τους μαχητές που έμειναν εγκλωβισμένοι στο χώρο της Κεντρικής Ελλάδας, έγινε απελπιστική. Αποκομμένοι στα βουνά των Αγράφων και της Γκιώνας, χωρίς σύνδεση με την Κεντρική Διοίκηση και χωρίς κανένα εφόδιο σε τρόφιμα και πυρομαχικά, αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο εξόντωσης, από τα κυβερνητικά στρατεύματα, που «αλώνιζαν» πια ανενόχλητα όλες τις περιοχές.




Ο Αντρέας Γιανναράς είχε μείνει τελευταίος, με άλλους τρεις συντρόφους του, στην περιοχή του Μέγδοβα. Οι άλλοι συμπολεμιστές τους, όσοι μπόρεσαν, βγήκαν, σε μικρές ομάδες, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, σύμφωνα με το σχέδιο υποχώρησης και τις οδηγίες του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού.


Ψηλά στο Λυκόρεμα, στο δασωμένο, τρεις ώρες δρόμο, περίπου, απ' το χωριό του, στην Πλατανίτσα, έκαναν τη μέρα εκείνη την τελευταία λούφα, εκεί στα μέρη της Νεβρόπολης. Τη νύχτα, ο Αντρέας θα κατέβαινε στο χωριό, στο σπίτι του, να πάρει ό,τι προμήθειες μπορέσει, και την άλλη νύχτα θα ξεκινούσαν, για το δύσκολο και επικίνδυνο δρομολόγιο, Αφορεσμένη, Γκαμήλα, Κασιδιάρη, Μουργκάνα, βουνά που τα κατείχε τώρα και τα ήλεγχε απόλυτα ο αντίπαλος, για να βγουν στην Αλβανία.


Είχε ειδοποιήσει τη μάνα του, μ' έναν συγχωριανό τους, έμπιστο Κάπα-Πίτη, ότι θα κατέβαινε εκείνη τη νύχτα. Το ήξερε, βέβαια, πως η κίνησή του αυτή ήταν παρακινδυνευμένη, γιατί όλα τα επαναπατρισμένα χωριά του κάμπου, ακόμα και στα ριζά των Αγράφων, τα φρουρούσαν οι άλλοι αυστηρά, με φυλάκια και ενέδρες, μέρα νύχτα, από ντόπιους οπλισμένους ΜΑΫδες, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Χωρίς αυτές τις απαραίτητες προμήθειες, θα ήταν αδύνατο να περπατήσουν, πέντε έξι, ίσως και δέκα νύχτες, όλα εκείνα τα κακοτράχαλα βουνά, και να περάσουν, αν τα κατάφερναν, σε αλβανικό έδαφος.


Τη μάνα, τη Γιανναρίνα, δεν τη χωρούσε ο τόπος μόλις έλαβε το μήνυμα του γιου της. Με λαχτάρα και με μια χαρά, ανάμεικτη με φόβο και αγωνία, άρχισε να ετοιμάζει τις προμήθειες για τα παιδιά της, τους αντάρτες. Εβαλε δυο τρεις οκάδες αλεύρι σ' ένα σακούλι πάνινο, να φτιάχνουν στο δρόμο λίγο κουρκούτι, για να στομώνουν την πείνα τους. Υστερα, έψησε δυο μεγάλα καρβέλια ψωμί, τα έκοψε ψιλές ψιλές φετούλες, και τα ξαναέψηνε στη γάστρα. Να τα κάνει παξιμάδια, που είναι και πιο ελαφριά, και δε μουχλιάζουν.


«Τι θα τα κάνεις τόσα πολλά παξιμάδια, μανούλα;», ρώτησε με απορία η Σοφούλα, το μεγαλύτερο απ' τα δυο στερνοπαίδια της, που της έμειναν πια κοντά της απ' όλη την οικογένεια. Τον άντρα της, τον ηρωικό Βασίλη Γιανναρά, γκεσέμι της Οργάνωσης στην Πλατανίτσα, παλιό, δοκιμασμένο στέλεχος και υποψήφιο βουλευτή του ΚΚΕ, το 1936, μαζί με τον Γιώργη Σιάντο και τους άλλους Καρδιτσιώτες υποψήφιους, τον έστησε στο εκτελεστικό απόσπασμα το «επίσημο» κράτος των υποτακτικών του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ, ύστερα από μια συνοπτική διαδικασία, σε ένα από εκείνα τα έκτακτα στρατοδικεία της μισαλλοδοξίας και της σκοπιμότητας, ως «αρχηγό και στρατολόγο των συμμοριτών». Το άλλο παιδί της, αντάρτης κι εκείνο απ' τους πρώτους στο Δημοκρατικό Στρατό, σκοτώθηκε στις μεγάλες μάχες του Γράμμου, στον Κλέφτη της είπαν, στις Αρένες, δεν έμαθε ακριβώς πού. Αντί για απάντηση στην ερώτηση του κοριτσιού, η μάνα έβαλε όρθιο το δάχτυλο μπροστά στο στόμα της, και έκανε ψιθυριστά: «Σσσ..., τσιμουδιά».


Το κορίτσι κατάλαβε. Και μια χαρά ανείπωτη ζωγραφίστηκε ξαφνικά στο προσωπάκι του. «Θα έρθει ο Αντρέας μας... Ο Καπετάνιος... Απόψε, μάνα;», ρώτησε, με φωνή που μόλις έφτασε στ' αυτιά της Γιανναρίνας. «Ναι...», του έγνεψε κι εκείνη με το κεφάλι, και έβαλε ξανά το δάχτυλο μπροστά στα χείλη της.


Ομως, το «επίσημο» κράτος των δοσιλόγων και των προδοτών, άλλη υποδοχή ετοίμαζε για τον Αντρέα Γιανναρά, τον καπετάνιο του Δημοκρατικού Στρατού.


Ο Θωμάς Μπαλαφούτης, συγχωριανούς τους κι αυτός, ένα ρεμάλι, ένα κατακάθι της κοινωνίας, κτήνος πραγματικό, (είχε περάσει κάμποσα χρόνια στη φυλακή, για κλεψιές και απάτες, ακόμα και για κτηνοβασία τον είχε καταγγείλει ένας συγχωριανός τους, που τον έπιασε επ' αυτοφώρω να «προσβάλλει» τη γαϊδούρα του), ήταν τώρα ο αρχηγός των ΜΑΫδων στην Πλατανίτσα. Τον όρισε, λέει, η ...πατρίδα, να προστατεύει το χωριό απ' τους κομμουνιστοσυμμορίτες. Εστηνε κάθε βράδυ φυλάκια γύρω γύρω, σε όλα τα περάσματα, για να μην μπουν οι αντάρτες μέσα στο χωριό.


Εκείνη τη νύχτα, ο Μπαλαφούτης πήγε ο ίδιος στην ενέδρα, εκεί στον όχτο του Γαλαζιά, στο έμπα του χωριού. Πήρε μαζί του και τον μπάρμπα-Λία, ένα αγαθό και ήσυχο γεροντάκι, που του έδωσαν κι αυτουνού με το ζόρι ένα ντουφέκι, για να ...προστατεύει την πατρίδα.


Μεσάνυχτα και κάτι, ο Αντρέας πέρασε με προφυλάξεις την ποταμιά και καλύφθηκε, για κάμποση ώρα, πίσω απ' το χωματένιο ανάχωμα του παλιού μυλαύλακου, που τώρα ήταν στεγνό, γιατί ο μύλος του χωριού έπαψε, πριν από χρόνια, να δουλεύει. Δεν άκουσε κανέναν ύποπτο θόρυβο, κι αυτό του έδωσε το θάρρος να προβάλει το σώμα του λίγο πιο πάνω απ' το ανάχωμα, για να κάνει πρώτα μια καλύτερη επόπτευση του χώρου.


Αυτήν ακριβώς τη στιγμή περίμενε κι ο Μπαλαφούτης, εκεί στο μονοπάτι, στο φρύδι του μυλαύλακου, κρυμμένος πίσω από μια τούφα λυγαριές. Σήκωσε γρήγορα το όπλο και σημάδεψε σε στόχο ακίνητο. «Μη, μωρέ!..», έσκουξε αυθόρμητα ο καημένος ο μπαρμπα-Λίας, που ήταν κι αυτός πεσμένος δίπλα του, και προσπάθησε με το χέρι του να κατεβάσει την κάννη του ντουφεκιού. Αλλά δεν πρόφτασε. Η σφαίρα βρήκε το παλικάρι κατάστηθα, και έπεσε, σαν χτυπημένο πουλί, απ' το ανάχωμα, μέσα στο παλιό νεραύλακο.


Θρήνος βουβός απλώθηκε σε ολόκληρη την Πλατανίτσα, για την ψυχρή δολοφονία. Η μάνα η Γιανναρίνα, με τα δυο μικρά παιδιά της κρεμασμένα απ' τη μακριά φουστάνα της, έτρεξε, ξεσκίζοντας με τα νύχια της τα μάγουλα και μαδώντας σε όλο το δρόμο τα μαλλιά της, σ' ένα κιόσκι, μπροστά στο Γραφείο της Αστυνομίας, όπου είχαν πεταμένο, κάτω στο χώμα, το σκοτωμένο παιδί της. Δεν την άφησαν να πλησιάσει. Την έπιασαν δυο χωροφύλακες απ' τα χέρια και την τράβηξαν μακριά, δίνοντας εντολή στους ΜΑΫδες να την πάνε στο σπίτι της, και να μη βγει καθόλου έξω από την πόρτα της.


Δεν άφησαν ούτε τους χωριανούς να θάψουν το παλικάρι μέσα στο νεκροταφείο, γιατί θα μόλυνε, λέει, και τους άλλους, τους καθαρούς Ελληνες, που ήταν θαμμένοι εκεί. Ανοιξαν έναν λάκκο, έξω απ' τη μάντρα του νεκροταφείου και το έθαψαν εκεί, έτσι στα μουγκά, χωρίς παπά και χωρίς ψάλτη.


Ολοι οι χωριανοί αποστρέφονταν τον Μπαλαφούτη, τον ψυχρό και αδίστακτο δολοφόνο. Κανένας δεν του έλεγε «καλημέρα». Και στο καφενείο, έπινε μόνος του τον καφέ, δε ζύγωνε κανένας στο τραπέζι του.


Η μάνα, η Γιανναρίνα, δε συνήλθε ποτέ απ' το βαρύ χτύπημα. Το μοιρολόι και οι κατάρες της για το φονιά του παιδιού της ακούγονταν κάθε δειλινό, απ' το κατώφλι του σπιτιού της ή απ' τη μάντρα του νεκροταφείου, σε όλο το χωριό.


«Ασπρη μέρα να μη δεις, Μπαλαφούτη. Κακό θάνατο να έχεις. Σκοτωμένος να πας κι εσύ, όπως σκότωσες και το παιδί μου. Τον Αντρέα μου...».


Του παράγγελνε, να μην τύχει και βρεθεί ποτέ στο δρόμο της. Πως θα χιμήξει σαν τη λύκαινα, και θα τον κόψει με τα δόντια της, κομματάκια κομματάκια.


Του είπαν του Μπαλαφούτη, οι χωριανοί, για την κατάρα της Γιανναρίνας, κι εκείνος χαχάνισε πρόστυχα, δείχνοντας τα σάπια δόντια του. «Χου χου χου... Μας καταράστηκε τώρα κι η Γιανναρίνα. Και μας φοβερίζει κιόλας... Να της πείτε να δέσει μια πέτρα στο λαιμό της και να πάει να πνιγεί στη γούρνα του Γαλαζιά. Το Μπαλαφούτη δεν τον πιάνουν ούτε σφαίρες, ούτε κατάρες».


Κι όμως, σκοτωμένος πήγε στον άλλο κόσμο ο Μπαλαφούτης. Κι όχι από σφαίρα και από χέρι ανθρώπου, αλλά από τα πέταλα του ίδιου του αλόγου του. Σκληρός και κακόψυχος βασανιστής, έπιασε μια μέρα τη φορτωτήρα και το έδερνε αλύπητα, επειδή δεν άντεξε το βαρύ φορτίο, δυο ντάνες ασήκωτες καψόξυλα, και έπεσε στα γόνατα, εκεί στον ανήφορο της ποταμιάς, λίγα βήματα πριν φτάσουν στο σπίτι τους. Του μάγκωσε με τα δυο δάχτυλα, σαν τανάλια, τα ρουθούνια, και με τ' άλλο χέρι το χτυπούσε με μανία όπου τύχει, στο κεφάλι, στο λαιμό, στα πλευρά, για να σηκωθεί. Ξαφνικά, το άλογο τινάχτηκε ψηλά σαν ελατήριο, κόβοντας τη ζώστρα του σαμαριού, και, γυρίζοντας αστραπιαία τα πισινά του πόδια καταπάνω του, τον κάρφωσε και με τα δυο του πέταλα, σφραγίδες θανατερές, καταμεσής στο κούτελο. Ο Μπαλαφούτης τρεμόπαιξε για λίγο τα χέρια του, σα φτερούγες λαβωμένου πουλιού, και έπεσε ανάσκελα, χτυπώντας ξερά το κρανίο του απάνω στις χοντρές ποταμόπετρες.


Κανένας στο χωριό δε λυπήθηκε, ούτε είπε δυο λέξεις συμπόνιας για τον Μπαλαφούτη, τον σιχαμερό δολοφόνο. Πεντέξι γριούλες, όλες κι όλες, συνόδεψαν το κιβούρι του στην εκκλησιά. Κι ο παπάς, ανόρεχτα και με μασημένα λόγια, έψαλλε το «συγχώρησον παν αμάρτημα το παρ' αυτού πραχθέν», και το «κατάταξον αυτόν εν παραδείσω και εν τόπω χλοερώ». Μάλλον, από μέσα του θα έλεγε: «Στην κόλαση, Πανάγαθε... Στο πιο βαθύ καζάνι κατάταξον αυτόν. Το φονιά. Τον ειδεχθή εγκληματία».


Από την ανέκδοτη Συλλογή


«Πληγές του Εμφύλιου»


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Τα ξερά βύσσινα


Τα ξερά βύσσινα


Παπαγεωργίου Βασίλης





Ο άγριος χειμώνας του '41-'42. Κατοχή, τρόμος, πείνα, απλυσιά. Νεκρώσανε οι δρόμοι. Νέκρωσε η αγορά. Χάθηκε η επικοινωνία. Ο θάνατος σέρνεται σαν ένα εφιαλτικό ερπετό στις παγωμένες αυλές, στους άδειους δρόμους, στους έρημους σταθμούς. Τα σχολειά κλειδομαντάλωσαν. Τα βιβλία κλείσανε και γίνανε προσάναμμα σε φευγαλέα φωτιά. Το παιχνίδι χάθηκε κάτω από την ανημπόρια της παιδικής αδυναμίας.




Τώρα κυκλοφορούμε με το τενεκάκι στο χέρι και τ' άπλυτο κουτάλι στη συρμάτινη βρακοζώνη. Τώρα κυκλοφορούμε με την ξεχειλωμένη κάλτσα στο κουρεμένο μας κεφάλι και τη λινάτσα στα ποδάρια. Δεν τρέχουμε, δεν κυνηγάμε τα τραμ. Δεν καυγαδίζουμε. Περνάμε την ώρα μας στην ουρά περιμένοντας το συσσίτιο. Δε μιλάμε, δεν αντιδικούμε, δεν έχουμε κουράγιο. Μόνο περιμένουμε. Με μια ευχή να φτάσει λίγο ζουμί ως εμάς. Λίγος χυλός από μπομπότα. Πέντε φασόλια σε μια κουταλιά νερόβραστο ζουμί. Λίγο πλιγούρι.


Ενα πράγμα μόνο έχει σημασία για μας. Μήπως λίγο και καταφέρουμε να χορτάσουμε. Μήπως και λίγο γεμίσει τ' αντεράκι με φουσκωμένο αγέρα! Αρπαζόμαστε από τα ξεραμένα χορτάρια, την τσουκνίδα, τη μολόχα, τ' αγριόχορτο.


Ξεθάβουμε ρίζες με τα νύχια, με τα δόντια, μ' ό,τι βρούμε, για μια παραπούλα, για ένα κοτσάνι, για ένα φύλλο από ρεπάνι. Χωνόμαστε στα σκουπίδια και σκαλίζουμε για μια φλούδα από πατάτα ή πορτοκάλι.


Η πείνα όλο και αυγατίζει, η πείνα γεννοβολά την πείνα. Λιανίζει τα πόδια και πρήζει την κοιλιά. Βαθαίνει τη σάρκα στα εξογκωμένα κόκαλα. Βγάζει ένα παχύ χνούδι στο κιτρινισμένο δέρμα, γιομίζει με ρυτίδες και σχισίματα το πρόσωπο και κάνει γέρο εκατό χρονών ένα αγόρι στα επτά του.


***


Μέσα σ' αυτήν την κοσμοχαλασιά, της πείνας, της τρομοκρατίας και της ανημπόριας, η Μάνα μάς έπαιρνε από το χέρι, εμένα και τη μικρή μου αδελφή, την Αλεξάνδρα, και τραβούσαμε με τα πόδια από του Χαροκόπου στον Κοπανά (σημερινό Βύρωνα) να πάμε στην αδελφή της, τη θεία Σταυρούλα και τη μάνα της, τη γιαγιά Αλεξάνδρα. Πήγαινε κατά κει η Μάνα να πει τον πόνο και τον καημό της και μια μικρή μικρή ελπίδα μήπως μας τραπεζώσουνε ή εξοικονομήσουμε κάτι για φαγητό, κάτι να βάλουμε στο στόμα μας.


Εκείνοι τη βολεύανε καλύτερα. Ο θείος Χαράλαμπος - ο αδελφός της Μάνας - δούλευε στους Γερμανούς στο Χασάνι και πολλές φορές έφερνε από αποφάγια κομμάτια κουραμάνας κι άλλα μαγειρέματα. Ο θείος Κώστας (ο άντρας της θείας Σταυρούλας) ήτανε στην Τροχαία και όλο και κάτι κουβαλούσε. ΄Η του στέλνανε από το χωριό τραχανά και χυλοπίτες.


Βρήκε την ευκαιρία κάποιας γιορτής η Μάνα και μας κουβάλησε από το πρωί στη γιαγιά μήπως συμβεί το τυχερό.


Η γιαγιά μόλις μας είδε κατέβασε τα μούτρα. Μήτε να μας καλωσορίσει μήτε να μας χαϊδέψει. Σαν να 'χε μέσα της θυμό.


Πέρασε πολλή ώρα και δεν έλεγε να μας κεράσει, ούτε για να πει για τα μάτια τίποτα. Μας έκοβε μια πείνα που δε λεγότανε.


Σε λίγο η μάνα και η γιαγιά βγήκαν από την κάμαρα και πήγανε στο διπλανό που έμενε η θεία Σταυρούλα να τα πούνε.


Η Αλεξάνδρα κι εγώ μείναμε μόνοι μέσα στην κάμαρη, όταν άρχισε το έργο του ψαξίματος, μήπως και βρούμε τίποτα φαγώσιμο. Ψάχνουμε στα ράφια, στα ντουλάπια, στο φανάρι. Σκαλίζουμε τα μαχαιροπίρουνα και την πιατοθήκη. Τίποτα. Υστερα, επιστρατεύοντας το ένστικτό μας, ψάχνουμε κάτω από τα κρεβάτια και ω..! του μεγάλου θαύματος, ανακαλύπτουμε το «θησαυρό», ένα πανεράκι με ξερά βύσσινα. Βαθυκόκκινα και ζαρωμένα σαν ελιές θρούμπες, όπως κι έτσι τις νομίζαμε. Δεν πολυπανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από μια ελιά να γευτούμε στη μεγάλη μας πείνα την αλμυροπικράδα της. Μα αυτό που βάλαμε στο στόμα μας δεν είχε τη γεύση της ελιάς, αλλά μια θεία αρωματική γλυκόξινη γεύση που αναστάτωσε τις αισθήσεις και που μας άνοιγε την επιθυμία να τις καταβροχθίσουμε όλες. Τώρα πανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από ένα ακόμη κι ύστερα πάλι από ένα ακόμη, Τις κάναμε να... κι αδειάσαμε το πανεράκι.


Η γιαγιά όμως όταν ήρθε σαν κάτι να ψυλλιάστηκε, μια και μας είδε ζαρωμένα και φοβισμένα στη γωνιά κι αμέσως κοίταξε κάτω από το κρεβάτι..!


Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε!


Τραβολογιότανε και σκουπιζότανε με τη μαύρη της μαντίλα.


«Α... γιου Μαυρομοίρικα πανάθεμά σας. Η ώρα και η στιγμή. Κακό χρόνο να μην έχετε... Πανάθεμά σας. Τα είχα για γλυκό και τίποτα δε μου αφήσατε».


Στρίγκλιζε και κοκκίνισε από το κακό της. Τα 'βαλε με τη μάνα πως μας έχει κακομαθημένα, με τον αχαΐρευτο τον πατέρα μας, τον ντεμπελχανά που δε δουλεύει και μας έχει ψόφια στην πείνα, φτωχά και ρημαδιασμένα..!


Η Μάνα πικράθηκε. Είδα ένα δάκρυ να κυλά στο χλωμό της πρόσωπο. Δεν είπε τίποτα απολύτως. Μήτε μια κουβέντα παράπονου, μήτε και μας μάλωσε για ό,τι κάναμε.


Μόνο μας πήρε και φύγαμε. Από το ένα χέρι εμένα, από το άλλο την Αλεξάνδρα κι ότι είχε αρχίσει να ψιλοχιονίζει.


Εκανε τρεις μήνες να ξαναπάει...


Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ

Η ανίατη ασθένεια του καπιταλισμού


Η ανίατη ασθένεια του καπιταλισμού 






Τ
α δραματικά, για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, γεγονότα της Αργεντινής, μπορεί να απεικονίζουν, από την άποψη των στοιχείων που έρχονται στην επικαιρότητα, τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο λαός αυτής της χώρας, αλλά με μια ματιά που αντανακλά το φαινόμενο αυτής της πραγματικότητας, χωρίς την πραγματική της ουσία. Γιατί, βεβαίως, ο προβληματισμός ο οποίος ως τώρα έχει κατά κόρον αναδειχτεί από τα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, από αστούς οικονομολόγους πολιτικούς, κοινωνιολόγους δημοσιολόγους κλπ, δεν μπορεί και δε θέλει να μπει στην ουσία του προβλήματος, που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός, οι αναπόφευκτες εσωτερικές αντιφάσεις του που θεμελιώνονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη δράση του νόμου του κέρδους. Ετσι όλες οι ερμηνείες για την κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας στην Αργεντινή, αποδίδονται στη μορφή διαχείρισης, (άκρατος νεοφιλελευθερισμός), που ακόμη και οι πλέον άκρατοι θιασώτες της, όπως π.χ. ο Α.Ανδριανόπουλος, μπροστά στο φαινόμενο της εξέγερσης των λαϊκών μαζών, αναφωνεί σε άρθρο του σε απογευματινή εφημερίδα ότι η Αργεντινή απέδειξε την αναγκαιότητα καταδίκης αυτής της πολιτικής διαχείρισης, και της αποφυγής εφαρμογής της σε άλλες χώρες. Λιγότερο νεοφιλελευθερισμό, λοιπόν, αυτή είναι η συνταγή. Βεβαίως, και οι όψιμοι οπαδοί του Κέινς τα ίδια λένε με άλλη υπόδειξη. Οτι η πολιτική διαχείρισης για την ανάπτυξη της οικονομίας, πρέπει να παίρνει υπ' όψιν και τις λαϊκές ανάγκες, προκειμένου να μην φτάνουμε σε γεγονότα σαν αυτά της Αργεντινής. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, μιλούν για πολιτική, ως το μέσο αποφυγής μιας πραγματικότητας η οποία είναι αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από τη μορφή της πολιτικής διαχείρισης, επειδή ακριβώς πρέπει να συγκαλύψουν την ουσία. Η οποία βεβαίως έχει σχέση με την πολιτική, αλλά αυτή θεμελιώνεται στον ταξικό χαρακτήρα της οικονομίας και στο γεγονός ότι οι οικονομικές κρίσεις, αυτή είναι η ουσία, ακόμη και όταν η οξύτητά τους δε φτάνει ως τα φαινόμενα της Αργεντινής, ακόμη και όταν οι συνέπειές τους, που έτσι ή αλλιώς μετακυλίονται στις λαϊκές μάζες, γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια του καπιταλισμού με κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις που απαιτούν την ανίχνευση της κατάλληλης γι' αυτό το σκοπό πολιτικής διαχείρισης, είναι αναπόφευκτες, επαναλαμβάνονται,




Τ
ι είναι, όμως, η οικονομική κρίση; Με συντομία μπορούμε να απαντήσουμε η δυσκολία, ή πιο σωστά, η αδυναμία συνέχισης της διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου σε μια χώρα. Πού οφείλεται όμως η οικονομική κρίση; Στο γεγονός ότι η κοινωνική παραγωγή, τα εμπορεύματα δηλαδή δεν μπορούν, σ' ένα μέρος τους ή το μεγαλύτερο μέρος τους να πραγματοποιηθούν, να πουληθούν, δηλαδή για να μετατραπούν σε κεφάλαιο. Και αυτό οφείλεται στην αδυναμία των λαϊκών μαζών να απορροφήσουν την κοινωνική παραγωγή, να αγοράσουν εμπορεύματα. Αυτή η αδυναμία έχει σχέση με διάφορους παράγοντες που εκφράζονται, σε τελευταία ανάλυση, στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές παράγουν με στόχο να αυξάνουν τη μάζα και το ποσοστό των κερδών τους, άρα αυξάνουν και τις διαστάσεις της παραγωγής, προκειμένου να αυξάνονται οι διαστάσεις του κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία εντείνεται με την όξυνση του ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, όμως, δρα και ο νόμος της τάσης να πέφτει το ποσοστό του κέρδους, γεγονός που απαιτεί αντιμετώπιση. Και δεν υπάρχει άλλο μέσο από τη σε τελευταία ανάλυση ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.




Αυτή μπορεί να επιτυγχάνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, που απαιτεί την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή λιγότερο μεταβλητό κεφάλαιο σε σχέση με το σταθερό, που σημαίνει λιγότερη εργατική δύναμη στην παραγωγή. Για παράδειγμα τα νέα μέσα εργασίας μπορούν να παράγουν μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων με λιγότερα εργατικά χέρια. Αλλά, αυτό επίσης αυξάνει την ανεργία. Ενταση εκμετάλλευσης επιτυγχάνεται και με την εντατικοποίηση της εργασίας, με την πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, ή με την αύξηση της ημερήσιας διάρκειας του εργάσιμου χρόνου.


Τ
ο ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν να παράγουν περισσότερα εμπορεύματα απ' όσα μπορεί να απορροφήσει η κοινωνία στο σύνολό της οφείλεται στην τάση να αυξήσουν τα κέρδη τους. Δεν είναι, όμως, σε θέση να γνωρίζουν τη δυνατότητα πραγματοποίησής τους στην κοινωνία, δηλαδή στο αν μπορούν να πουληθούν, σε μια δοσμένη φάση. Η αδυναμία πραγματοποίησης των εμπορευμάτων, να αγοράζονται δηλαδή από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αυξάνεται, λόγω έντασης της εκμετάλλευσης. Στην πράξη κυρίως υπάρχει συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων. Αυτή η διαδικασία, σύμφυτη με τον καπιταλισμό, οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή είναι κοινωνική, αλλά η ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της καπιταλιστική, η παραγωγή ανήκει στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, που πρέπει να πουλήσουν τα εμπορεύματα, για να ξαναγίνουν κεφάλαιο σε μεγαλύτερες διαστάσεις. Οταν δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, να πουληθούν δηλαδή τα εμπορεύματα, το κεφάλαιο δεν μπορεί να αναπαράγεται. Ετσι έχουμε εκδήλωση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.




Οι καπιταλιστές την ανάπτυξη τη μετρούν ακριβώς με την αύξηση των διαστάσεων του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αλλά ακόμη και όταν εμφανίζεται τέτοια αύξηση, δε σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης της ανάπτυξης, αφού μπορεί να παράγονται περισσότερα εμπορεύματα, να αυξάνεται η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών, αλλά να μην μπορούν να πραγματοποιηθούν. Ετσι όταν υπάρχει αύξηση των επενδύσεων, ή ακόμη και αύξηση του χρηματικού κεφαλαίου στην οποιαδήποτε μορφή του, (χρήμα, ή μετοχές), στο όνομα της μελλοντικής πραγματοποίησης κερδών από την πούληση εμπορευμάτων, δε σημαίνει ότι αυτή θα πραγματοποιείται συνεχώς, αφού προαπαιτεί τη δυνατότητα της κοινωνίας, να πραγματοποιεί τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες. Γι' αυτό και η ουσία του προβλήματος δεν είναι στη μορφή διαχείρισης, δηλαδή στην πολιτική και το πόσο νεοφιλελεύθερη, ή όχι είναι, αλλά στο γεγονός ότι το κυνήγι του κέρδους οδηγεί στην υπερπαραγωγή που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γιατί ο καπιταλιστής δεν παράγει για να ικανοποιήσει ανάγκες της κοινωνίας, αλλά για να αποκομίσει κέρδη.


Π
ώς ξέσπασε λοιπόν η κρίση στη δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία της Λατινικής Αμερικής, μια χώρα με φυσικούς πόρους ανυπολόγιστης αξίας, μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη και με ένα από τα πιο αξιόλογα εργατικά δυναμικά στον κόσμο; Η νομισματική πολιτική της κυβέρνησης Μένεμ με υπόδειξη του ΔΝΤ το 1991, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης που εμφανίστηκε το 1989, ήταν το «κλείδωμα» του εθνικού νομίσματος σε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, ένα προς ένα, με το δολάριο. Τότε η πολιτική αυτή είχε στόχο τη μείωση του πληθωρισμού. Συνοδευόταν με δάνεια και μέτρα από το ΔΝΤ για την «τόνωση της ανάπτυξης». Μέτρα όπως ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των χρηματιστηριακών αγορών, διευκόλυνση των ξένων επενδυτών να εισδύσουν. Η ανάπτυξη έφθανε από το 1991 ως το 1994 στο 7,7% και τότε έγινε λόγος για ένα «λατινοαμερικάνικο θαύμα».




Αλλά δεν κράτησε για πολύ, αφού αυτό συνοδευόταν από ένταση της εκμετάλλευσης και αυξανόμενη αδυναμία των λαϊκών μαζών να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, λόγω έντασης της πολιτικής λιτότητας. Ο μακρόχρονος δανεισμός συσσώρευε τόκους, γεγονός που απαιτούσε μέτρα αντιμετώπισής του, δηλαδή περικοπή «κοινωνικών δαπανών». Οι εξαγωγές λιγόστευαν λόγω ακριβώς του «ισχυρού νομίσματος», (εδώ η δράση του ανταγωνισμού είναι καθοριστική), που η ισχυροποίησή του ήταν μέσο για την είσοδο κεφαλαίων. Οι «διεθνείς επενδυτές» τράβηξαν πίσω κεφάλαια, ακριβώς γιατί και η εσωτερική αγορά ήταν αδύνατη αλλά και οι εξαγωγές μειώνονταν. Ετσι εμφανίστηκε και αδυναμία ρευστότητας. Αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και αδυναμία πραγματοποίησης κερδών, και αδυναμία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή αδυναμία καπιταλιστικής ανάπτυξης, άρα οικονομική κρίση.


Η κρίση υπάρχει σχεδόν τέσσερα χρόνια. Οι συνέπειες της; Η πτώση της ανάπτυξης οδήγησε σε κύμα των απολύσεων που έφτασε την ανεργία σχεδόν στο 30% μαζί με τους υποαπασχολούμενους. Το ποσοστό της φτώχειας έφτασε στα επίπεδα της δεκαετίας του 1930, με το 30% του πληθυσμού να ζει με 4 δολάρια τη μέρα και άλλους 2.000 να προστίθενται στις μάζες των εξαθλιωμένων κάθε μέρα. Η απόφαση της κυβέρνησης το Σεπτέμβρη, να προχωρήσει σε μείωση 13% των μισθών και των συντάξεων και να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων, για να αποπληρώσει δόσεις δανείων, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.


Το ερώτημα αν με άλλη πολιτική διαχείρισης δε θα εμφανίζονταν η κρίση είναι ουτοπικό, αφού θα σήμαινε μέρος της όποιας αύξησης των κερδών να μη μετατραπεί σε κεφάλαιο αλλά να δοθεί ως εισόδημα στις λαϊκές μάζες, αλλά αυτή η διαδικασία δημιουργεί αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας να αντεπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτός ο «φαύλος» κύκλος αναδεικνύει την αναγκαιότητα αντικατάστασης του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό.

Ενα όπλο κατά της σοσιαλιστικής προοπτικής


Ενα όπλο κατά της σοσιαλιστικής προοπτικής





Ε
ίναι γεγονός ότι ο όρος «διάλογος» έχει προσλάβει διαστάσεις πρωταρχικής σημασίας στο κοινωνικοπολιτικό λεξιλόγιο της κυβέρνησης, των αστικών κομμάτων, αλλά και των άλλων κομμάτων που η δράση τους δεν ξεπερνά τα πλαίσια του συστήματος. Δεν είναι βεβαίως μόνο προπαγανδιστικό τρικ, αν και υπάρχουν περιπτώσεις που η χρησιμοποίησή του αναλώνεται στα όρια της προπαγάνδας χωρίς πρακτική αξία. Το φαινόμενο όμως δεν έχει σχέση τόσο και μόνο με την προπαγάνδα, αν και η υποτίμηση της σημασίας της προπαγάνδας, γενικά, γεννά προβλήματα που σχετίζονται με τα πρακτικά αποτελέσματα των επιδιώξεων των δυνάμεων που αντιμετωπίζουν από τη μια ή την άλλη σκοπιά το «διάλογο». Και λέμε από τη μια ή την άλλη σκοπιά, γιατί είναι γνωστό πλέον και από την πρακτική πείρα πως ο «διάλογος» θεωρείται ως ένας από τους μοχλούς επιβολής της κυρίαρχης πολιτικής και πάντως ως τακτική που στην όποια μορφή του συγκαλύπτει την πραγματική ουσία τόσο αυτού του ίδιου του «διαλόγου», όσο και των πραγματικών ταξικών συμφερόντων των πλευρών που τον διεξάγουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα. Επομένως υπάρχουν δυο ζητήματα θεμελιακά ως προς το «διάλογο». Το ένα έχει σχέση με την ύπαρξη αντίθετων ταξικά συμφερόντων, στην οποία ανάγεται και η ουσία της ταξικής πάλης και το δεύτερο είναι η ιδεολογικοπολιτική διάσταση που προσδίδει η κυρίαρχη τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ως προς το σκοπό του «διαλόγου».




Σχετικά με το πρώτο, είναι γεγονός ότι οι αστοί θεωρητικοί, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί κ.ά. υποστηρίζουν ότι η ταξική πάλη δεν είναι αποτέλεσμα των ολοκληρωτικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων, αλλά αποτέλεσμα μη αμοιβαίας κατανόησης των τάξεων μεταξύ τους, είτε λόγω προσωρινής διαταραχής από τη μη κατανόηση των εξελίξεων και των αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας, ή από την προσωρινή μη σωστή άσκηση πολιτικής, ή ακόμη και από τα κακώς εννοούμενα συμφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες τα διεκδικούν σε βάρος της κοινωνίας. Αλλωστε, η αστική θεωρία, η αστική πολιτική και προπαγάνδα, δεν επιδιώκει απλά και μόνο να συσκοτίσει την ύπαρξη αντίθετων ταξικών συμφερόντων και την αντικειμενική τους βάση, τις αιτίες τους. Γι' αυτούς όλους τα ταξικά συμφέροντα της εκμεταλλεύτριας τάξης ανάγονται σε κοινωνικά συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας, δηλαδή και της εκμεταλλευόμενης τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Το παράδειγμα που επικεντρώνει την αιχμή της ιδεολογικοπολιτικής πάλης των αστικών κομμάτων, αλλά και των άλλων που αποδέχονται τα όρια του συστήματος, είναι ότι η ανάπτυξη της οικονομίας είναι υπόθεση όλων γιατί τους ωφελεί όλους. Δεν υπάρχουν αντίθετα ταξικά συμφέροντα; Οχι απαντούν όλοι αυτοί.


Π
οια είναι όμως η πραγματικότητα σε σχέση με τα ταξικά συμφέροντα; Ανακαλύπτοντας ο Μαρξ το «μυστικό» της καπιταλιστικής παραγωγής, το νόμο της υπεραξίας, κατέδειξε με επιστημονικό τρόπο την οικονομική βάση του ασυμβίβαστου ανταγωνισμού, ανάμεσα στην αστική και εργατική τάξη. 




Βεβαίως, ορισμένοι κοινωνιολόγοι, άλλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι τα ταξικά συμφέροντα καθορίζονται από το επίπεδο της συνείδησης της δοσμένης τάξης. Αυτή η άποψη είναι πέρα για πέρα λαθεμένη. Αλλο ζήτημα είναι τα αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα και διαφορετικό το επίπεδο συνειδητοποίησής τους. Για παράδειγμα, η εργατική τάξη μιας καπιταλιστικής χώρας μπορεί να μην έχει συνειδητοποιήσει τα γενικά, τα θεμελιακά της συμφέροντα, που συνίστανται, σε τελευταία ανάλυση, στην κατάργηση της αιτίας της εκμετάλλευσης, η οποία βρίσκεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές. Ετσι, για μια περίοδο η πάλη της μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένα άμεσα επιμέρους ζητήματα, όπως η βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής της δύναμης, η βελτίωση των όρων ζωής της, του βιοτικού επιπέδου. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτά είναι τα ταξικά της συμφέροντα, τα οποία υπάρχουν αντικειμενικά και οφείλονται στη θέση της στο δοσμένο ιστορικά σύστημα παραγωγής, ως τάξη που την εκμεταλλεύονται, γιατί στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αντικειμενικά, λοιπόν, τα ταξικά της συμφέροντα συνίστανται στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εγκαθίδρυση κοινωνικής ιδιοκτησίας σ' αυτά, δηλαδή ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας. Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται αντικειμενικά για την κατάργηση του καπιταλισμού, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές που ενδιαφέρονται για τη διαιώνισή του.


Ω
ς προς το δεύτερο ζήτημα, την ιδεολογικοπολιτική διάσταση και τους σκοπούς του «διαλόγου», επιδιώκεται τόσο η συγκάλυψη των αντίθετων ταξικών συμφερόντων, όσο και η συσκότιση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής εξέλιξης και μέσω αυτών των επιδιώξεων η παρεμπόδιση της ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων και της ανάπτυξης της ταξικής πάλης ως του κύριου που είναι η εξουσία. Ετσι, επιδιώκεται η προβολή και στήριξη της θεωρίας για τη συνεργασία των τάξεων και την ταξική ειρήνη, οι βασικές τάξεις αναγορεύονται κοινωνικοί εταίροι ή γενικά όλες οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα θεωρούνται ως κοινωνικοί εταίροι. Δηλαδή συνεταίροι που αντί να αντιπαρατίθενται ταξικά, πρέπει να συζητούν, «διάλογος» για τον κοινό σκοπό, μέσω του οποίου θα ικανοποιούνται τα συμφέροντα κάθε συνεταίρου! 




«Ο μαρξισμός, μας πρόσφερε το νήμα (μίτο), με τη βοήθεια του οποίου - μέσα απ' αυτόν το λαβύρινθο και το φαινομενικό χάος - θα ανακαλύψουμε και θα φέρουμε στο φως τους νόμους: Τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Μόνο η μελέτη του συνόλου των βλέψεων, των επιδιώξεων όλων των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας ατόμων μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με επιστημονική ακρίβεια το αποτέλεσμα αυτών των βλέψεων. Συνεπώς, οι αντιφατικές βλέψεις γεννιούνται από τη διαφορά θέσης και τις συνθήκες ζωής των τάξεων, από τις οποίες απαρτίζεται κάθε κοινωνία».(«Λένιν: Μαρξ - Ενγκελς, Μαρξισμός»).


Η
 ιστορία όλων των κοινωνιών, αρχίζοντας από τη δουλοκτητική κοινωνία, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Διάφορες αντιεπιστημονικές αστικές θεωρίες, αλλά και μικροαστικές οπορτουνιστικές προβάλλουν ότι η ταξική πάλη οδηγεί σε ανώφελες και επιζήμιες συγκρούσεις, ότι η επαναστατική πάλη του προλεταριάτου είναι αδιέξοδη, είναι ουτοπία. Μ' αυτές τις θεωρίες, η αστική τάξη επιδιώκει το σταμάτημα της ιστορικής εξέλιξης ως τον καπιταλισμό με τη διαιώνισή του. Αναπαλαιωμένες τέτοιες θεωρίες ενισχύθηκαν μετά την αντεπανάσταση στις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό, όπως το τέλος της ιστορίας, το τέλος των ιδεολογιών, αλλά και άλλες κοινωνικές θεωρίες, όπως της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, της κοινωνίας της γνώσης και της πληροφορίας κλπ., και επιδιώκουν να επιδράσουν στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, ότι μπορεί να υπάρξει άλλο κοινωνικό σύστημα, έξω από το σοσιαλισμό, που μπορεί να δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για ολόκληρη την κοινωνία, ότι ο καπιταλισμός μετεξελίσσεται κιόλας σ' αυτό το σύστημα. Σ' αυτές τις θεωρίες, αφαιρούν το κύριο, που είναι οι σχέσεις παραγωγής, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν από το κύριο, την πάλη της εργατικής τάξης, δηλαδή την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας για να καταργηθεί η εκμετάλλευση.




Βεβαίως οι τάξεις, αλλά και η ταξική πάλη ως νομοτέλεια, δεν υπάρχουν, όπως και δεν εξαφανίζονται, γιατί αυτό υπάρχει ως ιδέα στα μυαλά ορισμένων απολογητών του καπιταλισμού. Οσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός, οι αστοί και οι προλετάριοι, που διεξάγουν μια σκληρή ανειρήνευτη πάλη μεταξύ τους, θα εξακολουθούν να είναι ταυτόχρονα οικονομικά δεμένοι, σαν αναπόσπαστα μέρη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και αυτή η πραγματικότητα θα υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τη θέληση των αστών θεωρητικών. Και η ταξική πάλη, νομοτελειακά, θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου, που είναι μόνο η αρχή για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, τον κομμουνισμό. Ετσι ο «διάλογος», μπορεί προσωρινά και λόγω συσχετισμού δυνάμεων να παρεμποδίζει τη συνειδητή ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, αλλά δεν μπορεί να καταργήσει τη βάση της. Επομένως αργά ή γρήγορα με την πάλη της συνειδητής πολιτικά οργανωμένης πρωτοπορίας της, του Κόμματός της, η εργατική τάξη θα τον καταργήσει οριστικά.

Οι συνέπειες των «νέων τεχνολογιών» στην ταξική πάλη


Οι συνέπειες των «νέων τεχνολογιών» στην ταξική πάλη





Ο
ι «νέες τεχνολογίες» και τα συστήματα πληροφορικής, με δεδομένη τη χρήση τους από την αστική τάξη βρίσκουν εφαρμογές στους μοχλούς καταπίεσης της εργατικής τάξης. Επομένως επιδρούν και απ' αυτή τη σκοπιά στην κατάσταση της εργατικής τάξης. Ας δούμε με ποιο τρόπο.




Οι νέες τεχνολογίες συμβάλλουν αποφασιστικά στην ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των μέσων της κατασταλτικής λειτουργίας του αστικού κράτους και της εργοδοσίας, έτσι που να ενισχύεται αποφασιστικά κάθε κατασταλτικός μηχανισμός. Από τις κάμερες παρακολούθησης και καταγραφής στους τόπους δουλιάς, έως το ηλεκτρονικό φακέλωμα και τη δυνατότητα συγκρότησης κεντρικών συστημάτων ηλεκτρονικής πληροφόρησης και παρακολούθησης. Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες πρόσβασης σε ατομικά δεδομένα, ακόμα και στα πιο ευαίσθητα που αφορούν π.χ. την υγεία του εργαζομένου, ή τις πιο προσωπικές επιλογές στην ατομική ζωή. Ετσι μεγιστοποιείται η δυνατότητα γρήγορης αναγνώρισης των εργαζομένων μέσα από την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, επιδιώκοντας την ποικιλότροπη χειραγώγηση της κοινωνικοπολιτικής δράσης.


Ο
ρισμένα παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά ως προς τη χρήση των συστημάτων πληροφορικής για τη γιγάντωση και την αποτελεσματική δράση της κρατικής καταστολής, ενάντια στην εργατική τάξη.




«Τα θέματα αυτά αποτέλεσαν πεδίο αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και στην ΕΕ τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Χαρακτηριστική ήταν η στήριξη από τους Αμερικανούς Προέδρους Τζ. Μπους (πατέρας) και Μπ. Κλίντον της πρότασης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας για τοποθέτηση σε κάθε προσωπικό υπολογιστή και τηλέφωνο του Κλίπερ Τσιπ, που θα έδινε τη δυνατότητα στο αμερικανικό κράτος να παρακολουθεί πιο εύκολα τις επικοινωνίες των πολιτών.Η πρόταση εγκαταλείφθηκε επίσημα στις 20/07/1994 με ανακοίνωση του αντιπροέδρου Α. Γκορ, λόγω της αντίδρασης του Ιδρύματος ΕΕF και ισχυρών αμερικανικών μονοπωλίων πληροφορικής. Τα μονοπώλια αυτά θεώρησαν ασύμφορη την προβλεπόμενη αύξηση της τιμής των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών και φοβήθηκαν επίπτωση στις εξαγωγές τους, αφού τα κλειδιά της παρακολούθησης - αποκωδικοποίησης του Κλίπερ Τσιπ θα τα κρατούσε ουσιαστικά η αμερικανική κυβέρνηση.


Τον Οκτώβρη του '94 ψηφίστηκε νόμος στις ΗΠΑ που υποχρεώνει τις τηλεφωνικές εταιρίες, όταν εγκαθιστούν ψηφιακά τηλεφωνικά κέντρα, να τους προσθέτουν ειδικές «πόρτες» από τις οποίες μπορούν οι κυβερνητικοί πράκτορες να κάνουν τις παρακολουθήσεις τους...


Στη δεκαετία του '90, στην ΕΕ έγιναν σημαντικά βήματα για την πλήρη ενεργοποίηση ενός διακρατικού αρχείου παρακολούθησης των πολιτών. Στις 26/03/95 τέθηκε σε εφαρμογή η Συνθήκη του Σένγκεν, της οποίας διακηρυγμένος σκοπός είναι η ηλεκτρονική παρακολούθηση και πληροφόρηση των κρατικών υπηρεσιών για τις μετακινήσεις «υπόπτων» ατόμων και αντικειμένων, καθώς και η διασφάλιση διακρατικής αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στον τομέα αυτό.


Η υλοποίηση της Συνθήκης έγινε με την αξιοποίηση από το αστικό κράτος των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων για δημιουργία Τραπεζών Δεδομένων και γρήγορη συγκεντρωτική αξιολόγηση και επεξεργασία των πληροφοριών. Σήμερα η ΕΕ διαθέτει ένα πανεποπτικό αυταρχικό σύστημα φακελώματος και παρέμβασης, το οποίο στηρίζεται στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν και στα τμήματα ανταλλαγής πληροφοριών της ΕURΟΡΟL». (Μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, (ΚΜΕ), «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 85-86).


Ε
να, επίσης, ζήτημα που αναδεικνύεται από τη χρήση των συστημάτων πληροφορικής είναι η δυνατότητα της πρόσβασης στο Δίκτυο και τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Μέσα από το δίκτυο μεταδίδονται και πνευματικά έργα (πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες, κινηματογραφικά και μουσικά έργα, κλπ). Το μονοπωλιακό κεφάλαιο επιδιώκει, ώστε σταδιακά να αφαιρεθούν τα δικαιώματα αναπαραγωγής των δημιουργών αυτών των εργασιών ή των έργων και να τα οικειοποιηθεί το ίδιο.




Το πρόβλημα αυτό έχει σχέση με το ποιος πληροφορείται, τι πληροφορείται, ποιος ελέγχει τις πληροφορίες και πώς αξιοποιεί τα συστήματα πληροφόρησης. Πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα πρόσβασης στο Δίκτυο, το δικαίωμα χρήσης πληροφοριών, το δικαίωμα αξιολόγησης και αποθήκευσης στις Τράπεζες Πληροφοριών του τμήματος της ανθρώπινης πνευματικής παραγωγής, που θα αποθηκευτεί και θα διασωθεί. Το γεγονός ότι η χρήση των συστημάτων πληροφορικής είναι καπιταλιστική, η τάξη στην ιδιοκτησία της οποίας βρίσκονται, έχει τη δυνατότητα να διοχετεύει τις πληροφορίες, που η ίδια θέλει και αυτό φυσικά εξαρτάται από τα δικά της συμφέροντα. Μπορεί δε να παρέχει μέσω αυτών των συστημάτων (Δίκτυο), αποσπασματική, χειραγωγημένη γνώση, γεγονός που επιδρά αρνητικά στις μορφωτικές ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού.


Ταυτόχρονα, μέσω της διαδικασίας της χρήσης των συστημάτων πληροφορικής αναδεικνύεται ο κίνδυνος μείωσης της κριτικής ικανότητας του εργαζομένου.


Αναφέρουμε στο ζήτημα αυτό ορισμένες παραμέτρους που αναδεικνύουν αυτό το μεγάλο πρόβλημα, από τη «Μελέτη του ΚΜΕ, (σελ.88-89) όπως:
 Τη σημερινή ταχύτητα και έκταση της «συζήτησης» του εργαζόμενου με το μέσο (Η/Υ) που μειώνει την ερευνητική συμπεριφορά του χειριστή απέναντι στην κατεύθυνση και στην οριοθέτηση της γνώσης που προσφέρεται.
 Το πλαίσιο εξατομίκευσης της εργασιακής διαδικασίας για δεκάδες τομείς στην παραγωγή που συμβάλλει στη μείωση της συλλογικότητας, της συζήτησης, της επικοινωνίας με τους άλλους εργαζόμενους.
 Την ευκολότερη επιβολή συγκεκριμένων πολιτιστικών στερεότυπων συμπεριφοράς με βάση τις επιλογές της άρχουσας τάξης μέσα από τη βιομηχανία του θεάματος και τα ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται σταδιακά και με το ΙΝΤΕΡΝΕΤ.


«Αρκετές κριτικές εργασίες έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια για την επίδραση που έχει στη συνείδηση και στη γλώσσα του εργαζόμενου, ο σημερινός τρόπος αξιοποίησης του Η/Υ, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος... Αναδεικνύεται ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στις νέες τεχνολογίες το ζητούμενο στην παραγωγή είναι η συνεχής ανταπόκρισή τους σε ερωτήσεις τύπου "ναι ή όχι" (του δυαδικού Ο ή 1), η μετατροπή κάθε προβλήματος σε μια σειρά τέτοιων απλών ερωτημάτων και η σωστή ταξινόμησή τους για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Πρόκειται για έναν τρόπο εργασίας που δεν ενθαρρύνει τον ουσιαστικό προβληματισμό και την προσωπική σύνθεση του εργαζόμενου πάνω στα ζητήματα που εξετάζονται...


Ε
μφανίζεται, επίσης, μαζικά το λεγόμενο σύμπτωμα του «γλωσσικού περιορισμού» και της τυποποίησης των γλωσσικών μορφών άρθρωσης που παρατηρείται κυρίως στους νέους εργαζόμενους. Πρόκειται για κατηγορίες εργαζομένων που συνηθίζουν να αποδίδουν το σύνθετο και δυναμικό χαρακτήρα της πραγματικότητας, μέσα από την αναγωγή της σε απλές, στατικές απαντήσεις σε ερωτήσεις τύπου "ναι - όχι"». (στο ίδιο σελ. 89)




Ακόμη η εισαγωγή της πληροφορικής και η αυτοματοποίηση της παραγωγής συμβάλλουν αντικειμενικά στην άρση των όποιων υπολειμμάτων διαχωρισμού της εργασίας, με βάση τη μυϊκή δύναμη και τη βιολογική αναπαραγωγική λειτουργία. Το αποφασιστικό βήμα για την άρση αυτού του διαχωρισμού έγινε στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό βεβαίως μπορεί να έχει συμβολή στην άρση του διαχωρισμού της εργασίας ανάλογα με το φύλο, άρα και στη φυλετική ανισοτιμία. Γεγονός το οποίο όμως δε συμβαίνει στον καπιταλισμό, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι τα αίτια της διπλής καταπίεσης της γυναίκας-εργαζόμενης είναι ταξικά.


Ορισμένες έρευνες στον τομέα αυτό είναι χαρακτηριστικές.


«α. Σε έρευνα για τους εργαζόμενους με Η/Υ στο δημόσιο τομέα βρέθηκε ότι το 90% των Αναλυτών - Προγραμματιστών είναι άνδρες, ενώ το 99% των Δακτυλογράφων - Καταχωρητών στοιχείων είναι γυναίκες.


β. Σε έρευνα του 1994 για τους μαθητές στην περιοχή της πρωτεύουσας που διαθέτουν προσωπικό Η/Υ τα αγόρια κατέλαβαν ποσοστό 72%.


γ. Σε έρευνα δεικτών ενδιαφέροντος και επίδοσης στην αξιοποίηση των Η/Υ τα κορίτσια υστερούν στην Ελλάδα κατά μέσο όρο 5,5%2». (στο ίδιο σελ.90)


Σ.Κ.

Μύθος, η κατάργηση του έθνους - κράτους λόγω «παγκοσμιοποίησης»


Μύθος, η κατάργηση του έθνους - κράτους λόγω «παγκοσμιοποίησης»






Κ
αταργείται το αστικό κράτος σε εθνικό επίπεδο, ή επιχειρείται να καταργηθεί. Είναι ένα από τα ζητήματα τα οποία προβάλλονται από αστούς οικονομολόγους, δημοσιολόγους, και πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν, ή αποδέχονται τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Και μάλιστα το αναδεικνύουν ως φαινόμενο το οποίο είναι και αυτό συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Ετσι καταλήγουν και στο ότι καταργείται η εθνική διάσταση της πολιτικής. Αυτό δεν επιχειρούν να το τεκμηριώσουν στην ολοένα και μεγαλύτερη αλληλοδιαπλοκή των οικονομιών των καπιταλιστικών κρατών, τάση η οποία βεβαίως είναι αντικειμενική, αλλά και στην αναγκαιότητα πολιτικής διαχείρισης αυτής της τάσης. Διαχείριση που συντελείται με τη χαλάρωση, ή την τάση κατάργησης μέσων προστατευτισμού των καπιταλιστικών οικονομιών, που μετουσιώνεται με τις διαβόητες ελευθερίες κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικής δύναμης, ή προσώπων όπως λένε. Αυτές οι διαβόητες ελευθερίες είναι π.χ. το θεμέλιο δράσης του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως διατυπώνονται στη Συνθήκη Μάαστριχτ, που αποτελεί τη βάση της λειτουργίας της διακρατικής Ευρωπαϊκής Ενωσης.




Βεβαίως οι διακρατικές ρυθμίσεις δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Ούτε οι διακρατικοί ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, o ΟΟΣΑ. Το ίδιο και οι περιφερειακές Ενώσεις, όπως π.χ. η ΕΟΚ που εξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, NAFTA, ASEAN κλπ. Επίσης δημιουργούνται στρατιωτικοπολιτικοί ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, π.χ. ΝΑΤΟ.


Το φαινόμενο αυτό έχει μπει στην πολιτική και στην οικονομική φιλολογία, αλλά και στην πολιτική γενικά, από τις αρχές του αιώνα, όταν ο καπιταλισμός πέρασε στο ανώτατο στάδιό του, στον ιμπεριαλισμό. Ως προοπτική, π.χ. το ζήτημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», είναι από τότε γνωστό. Επίσης, ο Λένιν δεν απάντησε μόνο σ' αυτό, αλλά και στη θεωρητική βάση για την κατάληξη της πορείας του καπιταλισμού σε ένα τραστ, ένα διεθνές υπερμονοπώλιο που ανέπτυσσε ο Κάουτσκι, προσπαθώντας να τεκμηριώσει τη θεωρία του για τον «υπεριμπεριαλισμό».


«Δε χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται με κατεύθυνση προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη όμως αυτή, προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση κάτω από τέτοιες συνθήκες, με τέτοιο ρυθμό, μέσα σε τέτοιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς - που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί, εθνικοί κλπ. - έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν σ' ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την "υπεριμπεριαλιστική" παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του».(Λένιν, Πρόλογος στην μπροσούρα του Μπουχάριν, «Η παγκόσμια οικονομία και ο ιμπεριαλισμός», Απαντα τ. 27, σελ. 99).


Η
 δημιουργία διεθνών ενώσεων και συνασπισμών, είναι χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού. Είχε επισημανθεί από τον Λένιν, από το 1916, στο έργο του «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Η επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομικής ζωής, η ένταση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, το αντικειμενικό γεγονός της εξαγωγής κεφαλαίων για την κατάκτηση νέων αγορών, εδαφών, είτε λόγω πρώτων υλών, είτε λόγω ενεργειακών πηγών, ή λόγω άλλων κερδοφόρων επενδύσεων, ωθούν στη δημιουργία διακρατικών ιμπεριαλιστικών συνασπισμών.




Επίσης η ένταση της ανισομετρίας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού, σε συνδυασμό με την ένταση της διεθνοποίησης, βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας ιμπεριαλιστικών οργανισμών και συμφωνιών.


Βεβαίως σήμερα σε σχέση με το παρελθόν έχουν ενταθεί οι διακρατικές ρυθμίσεις και αποκτούν μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τις ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο. Σ' αυτό «πατούν» οι θιασώτες της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα, προκειμένου να πείσουν για τις διαφορετικές ποιοτικά κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις τις οποίες επίσης αναδεικνύουν ως χαρακτηριστικά της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.


Λένε χαρακτηριστικά ότι η δράση των πολυεθνικών εταιριών είναι κυρίαρχη. Τι εννοούν; Τη διεθνική σύνθεση του κεφαλαίου εταιριών, τη διαπλοκή στη λειτουργία και δράση διαφορετικών εταιριών εγκαταστημένων σε διαφορετικές εθνικές αγορές, είτε μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, είτε μέσω άλλων συμφωνιών, (π.χ. συμφωνία Mobil και BP, για την ευρωπαϊκή αγορά). Επίσης προβάλλουν το επιχείρημα της απελευθέρωσης του εμπορίου, της πλήρους, (δεν είναι απόλυτο), ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων και κυρίως χρηματικού κεφαλαίου, (π.χ. κινήσεις στα χρηματιστήρια).


Σε παρόμοια επιχειρήματα στηρίζονται τόσο οι πολιτικές προτάσεις ορισμένων «υπερμάχων της παγκοσμιοποίησης» όπως για παράδειγμα της γερμανικής κυβέρνησης για πολιτική ομοσπονδιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης, όπως π.χ. το φόρουμ της Γένοβα, με κατεύθυνση «ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση». Το ίδιο προτείνει και ο Γάλλος δημοσιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, ή το δίκτυο ΑΤΤΑC που ξεκίνησε από τη Γαλλία με κύριο εκφραστή την εφημερίδα «Μοντ Ντιπλοματίκ» και προωθεί την επιβολή του «φόρου Τόμπιν» (φόρος στο χρηματικό κεφάλαιο, μέσω χρηματιστηρίων). Τα κινήματα αυτά κατά της παγκοσμιοποίησης θεωρούν τις «πολυεθνικές», ως στρεβλή εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, και προβάλλουν άλλη μορφή διαχείρισης.


Τ
ο κεφάλαιο στην εποχή του ιμπεριαλισμού, έχει διεθνική δράση η οποία εντείνεται, αυτό όμως καθόλου δεν καταργεί την εθνική του βάση. Αλλωστε γι' αυτό οι ενδομονοπωλιακοί ανταγωνισμοί εκφράζονται και στη βάση των ενδοκρατικών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ανάμεσα στα τρία ισχυρά κέντρα, (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία), αλλά και σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη εντός περιφερειακών ενώσεων, (π.χ. αντιθέσεις Γερμανίας -Γαλλίας πρόσφατα στη Νίκαια, για την προοπτική της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, ή η μη συμμετοχή της Βρετανίας στο ευρώ κλπ.). Είναι το φαινόμενο συνύπαρξης συμβιβασμών και ανταγωνισμών, μεταξύ κρατών για την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, κάθε κράτους, ή οι σχέσεις ανισομετρίας, ανάμεσα σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και πιο αδύνατα, στα πλαίσια των διακρατικών διεθνών ή περιφερειακών ιμπεριαλιστικών οργανισμών ή ενώσεων.




Το γεγονός ότι οι διακρατικές καπιταλιστικές ρυθμίσεις αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, καθόλου δεν καταργεί το ρόλο του αστικού κράτους σε εθνική βάση. Το αστικό κράτος σε εθνικό επίπεδο στηρίζει όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί την καπιταλιστική διεθνοποίηση. Αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των διακρατικών καπιταλιστικών ρυθμίσεων. Πρώτ' απ' όλα συμμετέχει, ανάλογα με την ισχύ του στη διαμόρφωση αυτών των ρυθμίσεων. Για παράδειγμα και οι ελληνικές κυβερνήσεις συναποφασίζουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Το ότι αυτές οι ρυθμίσεις δε γίνονται σε ισότιμη βάση, αλλά ηγεμονεύουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, δε σημαίνει διάλυση του εθνικού κράτους. Η ανισοτιμία, η επιβολή των συμφερόντων, κατά κύριο λόγο του ισχυρότερου, οι σχέσεις εξάρτησης των πιο αδύνατων καπιταλιστικών κρατών στον ιμπεριαλισμό και στους οργανισμούς του, απορρέουν από την εσωτερική λειτουργία του αστικού κράτους, που επιδιώκει την επιβολή και προώθηση των συνολικών συμφερόντων της αστικής τάξης.


Τ
ο αστικό κράτος συμβάλλει στις διακρατικές ρυθμίσεις, ενώ τις επιβάλλει στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Ετσι και αλλιώς αυτές δεν μπορούν να προωθηθούν ούτε ομοιόμορφα, ούτε αυτόματα σε κάθε χώρα, λόγω των δικών της ιδιομορφιών. Εχει αποφασιστικό ρόλο στην καταστολή του εργατικού κινήματος, της ταξικής πάλης, ως μοχλός εξουσίας του κεφαλαίου στην κάθε χώρα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την πολύπλευρη χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων. Από μια άποψη, το αστικό κράτος αναβαθμίζεται γιατί έχει και την αμέριστη στήριξη του διεθνούς κεφαλαίου και των ενώσεών του, των στρατιωτικών μηχανισμών του.




Η προβολή της εκτίμησης για τάση κατάργησης του αστικού κράτους σε εθνικό επίπεδο, ή μείωση του ρόλου του, από όπου προέρχεται, είναι πολιτικά επιζήμια, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Οι συνέπειες της αποδοχής αυτών των αντιλήψεων είναι το αδυνάτισμα της αντιιμπεριαλιστικής - αντιμονοπωλιακής πάλης στο εθνικό επίπεδο, ενάντια στην πολιτική και την εξουσία της άρχουσας τάξης και οδηγεί στην ενσωμάτωση στις επιδιώξεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η πάλη του εργατικού κινήματος σε εθνικό επίπεδο, δεν αντιπαρατίθεται στην πάλη σε διεθνικό επίπεδο. Ισα - ίσα η μια τροφοδοτεί και ενισχύει την άλλη και βρίσκονται σε διαλεχτική σχέση μεταξύ τους. Επιζήμια είναι η τάση εγκατάλειψης της πάλης σε εθνικό επίπεδο, που τελευταία αναπτύσσεται λόγω της έντασης των κινημάτων κατά της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης (βλέπε ΣΥΝ και άλλες παρόμοιες δυνάμεις).


Σ . Λ.

TOP READ