ΑΣ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ... ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΕΟΚ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Τον Ιούνη του 1959 υποβλήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση η αίτηση για σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), την κατοπινή ΕΕ, αίτηση που οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας - ΕΟΚ τον Ιούνη του 1961. Το Γενάρη του 1962 ήρθε προς ψήφιση και συζητήθηκε στην Ελληνική Βουλή η κύρωση της συμφωνίας.
Η συμφωνία αποτέλεσε καθοριστικής σημασίας γεγονός για τα συμφέροντα της αστικής τάξης και την παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Η σημασία της αποτυπώθηκε στις ομιλίες κορυφαίων αστών πολιτικών εκείνης της εποχής και εκφράστηκε με την ομόφωνη υπερψήφιση της συμφωνίας από το σύνολο των αστικών κομμάτων. Μόνο η ΕΔΑ καταψήφισε την κύρωση της συμφωνίας.
Στις ομιλίες των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων αποτυπώνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις της εποχής σχετικά με την πολιτική διαχείρισης που θα προωθούσε με καλύτερους όρους την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα και την ενσωμάτωσή της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς με τον επικερδέστερο τρόπο για την αστική τάξη. Οι αντιθέσεις αυτές αποτυπώθηκαν και με προβληματισμούς για την ικανότητα καλύτερης διαπραγμάτευσης με τις μέχρι τότε χώρες μέλη της ΕΟΚ από τη σκοπιά των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης. Αναπτύχτηκαν θέσεις που υποστήριζαν ότι έπρεπε να γίνει πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Άλλες θέσεις κατέκριναν την τότε κυβέρνηση ότι δεν προετοίμασε το έδαφος για να γίνει η σύνδεση με καλύτερους όρους. Υπήρξαν τοποθετήσεις που κατέκριναν παλιότερες επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων να συνδεθούν με την ΕΖΕΣ (που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Μ. Βρετανίας) και την ταλάντευση να συνδεθούν εξ αρχής με την ΕΟΚ.
Η απόφαση για συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ και όχι πλήρη ένταξη αποτυπώνει το ρεαλισμό της αστικής τάξης και των κομμάτων της, τόσο για τη θέση της Ελλάδας στην καπιταλιστική Ευρώπη, όσο και για την ανάγκη ισχυρότερης οικονομικής και πολιτικής ενσωμάτωσης σε αυτή. Η συμφωνία σύνδεσης εξυπηρετούσε αυτή την προοπτική, μεταθέτοντας μια δεκαπενταετία αργότερα την πλήρη έκθεση της ελληνικής οικονομίας στον οξύτερο ανταγωνισμό λόγω της άρσης των εθνικών - κρατικών προστατευτισμών.
Η ΕΔΑ, μέσα από την οποία δρούσαν οι κομμουνιστές, το παράνομο ΚΚΕ, ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που αντιτάχθηκε αποφασιστικά και ξεκάθαρα στη σύνδεση και τη μελλοντική ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αποκάλυψε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΟΚ ως ένωσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων ενάντια στα συμφέροντα των λαών. Χρησιμοποίησε μάλιστα τον πολύ γλαφυρό χαρακτηρισμό «λάκκος των λεόντων», προβλέποντας ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα από την ΕΟΚ.
Βεβαίως στην ανάλυση της ΕΔΑ προτασσόταν λαθεμένα το ζήτημα της προστασίας της εγχώριας καπιταλιστικής παραγωγής σε πρώτο πλάνο σε σχέση με το ταξικό ζήτημα που είναι και το βασικό. Εμφανιζόταν στην ανάλυσή της η μονόπλευρη τοποθέτηση ότι η εξαγωγή κεφαλαίων από τις ισχυρές ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες της εποχής προς την Ελλάδα θα εμπόδιζε την καπιταλιστική συσσώρευση. Η πραγματικότητα, όπως έδειξαν και οι εξελίξεις, είναι πολύ πιο σύνθετη. Επιβεβαίωσε ότι επιταχύνθηκε η καπιταλιστική συσσώρευση, από την οποία ωφελήθηκαν τα πιο ισχυρά τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα οξύνθηκε η καπιταλιστική ανισομετρία, με πιο έντονες τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1981) σε κλάδους της μεταποίησης όπως της κλωστοϋφαντουργίας, του ιματισμού και της αγροτικής παραγωγής.
Το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Β΄, 1949-1968» αναφέρεται πιο αναλυτικά στην τότε αστική διαπάλη, στην επίδρασή της στις προσεγγίσεις του ΚΚΕ σε ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα στην ανάλυσή του για τη συγκρότηση και εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού στις διάφορες φάσεις του. Το ΚΚΕ, στις συνθήκες αντιπαράθεσης τμήματος αστικών πολιτικών δυνάμεων με τις ΗΠΑ για το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης, εκτίμησε λαθεμένα την προοπτική ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν εκτίμησε αντικειμενικά τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν από τμήμα αστικών δυνάμεων την περίοδο που ξεκίνησε η συζήτηση για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ με επίκεντρο το αν θα πραγματοποιούνταν με «ισότιμη» συμμετοχή σε δικαιώματα και υποχρεώσεις ή θα μετατρεπόταν σε απλή «αποικία». Η διαμάχη επεκτάθηκε στο ζήτημα για το αν η Ελλάδα θα έδινε βάρος στον αγροτικό τομέα της οικονομίας ή θα ακολουθούσε πορεία εκβιομηχάνισης.
Στις αναλύσεις του Κόμματος εμφανιζόταν σαν ιδιομορφία η συγκριτική καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού, αποδίδοντάς την στην εξάρτηση από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ενώ αντίθετα η καθυστέρηση ήταν παράγοντας των ανισότιμων διακρατικών σχέσεων, της εμφάνισης ακόμη και απροκάλυπτων οικονομικών-πολιτικών εξαρτήσεων. Οι τελευταίες αποδόθηκαν λαθεμένα σε υποτελή στάση της αστικής τάξης, ενώ από το Κόμμα υιοθετήθηκε ο διαχωρισμός της αστικής τάξης σε εθνική και ξενόδουλη, σε μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή.
Παρά τις αντιφάσεις στην ανάλυση του ΚΚΕ, η ξεκάθαρη εναντίωσή του -και κατ’ επέκταση της ΕΔΑ- στην ΕΟΚ αποτελεί γεγονός ιστορικής σημασίας για την εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις στη χώρα μας. Η τότε αντίθεση της ΕΔΑ εκθέτει τους οπορτουνιστές που συγκρότησαν αργότερα το ΚΚΕ «Εσ.», στη συνέχεια την «Ελληνική Αριστερά», τους οπορτουνιστές που αποσχίστηκαν από το ΚΚΕ το 1991 και συντάχτηκαν με το ΣΥΝ, πρόδρομο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σήμερα καπηλεύεται την ιστορία της ΕΔΑ, ενώ υμνεί την ΕΕ, όπως παλιότερα την ΕΟΚ. Αποδεικνύει το ρόλο που παίζουν αυτές οι δυνάμεις στην υπηρεσία της αστικής τάξης.
Η παρουσίαση του συγκεκριμένου αρχειακού υλικού από την ΚΟΜΕΠ βοηθά στην κατανόηση των σημερινών ενδοαστικών αντιθέσεων για ευρώ ή δραχμή, περιοριστική ή επεκτατική πολιτική- και φωτίζει τον κίνδυνο εγκλωβισμού του εργατικού κινήματος σε πολιτική ουράς στους διάφορους πόλους αυτών των αντιθέσεων.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΕΟΚ*

Π. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ (Υπουργός Συντονισμού):
Κύριοι βουλευταί, η σύνδεσις της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα, ανατοποθετεί το όλον Ελληνικόν πρόβλημα εντός νέων πλαισίων. Η Κυβέρνησις πιστεύει, ότι τα πλαίσια ταύτα είναι απείρως ευνοϊκώτερα από τα πλαίσια τα μέχρι τούδε δεδομένα. Χαίρει η Κυβέρνησις, διότι προς την σύνδεσίν μας μετά της Κοινής Αγοράς, συμφωνούν όλα τα Κόμματα, τα εκπροσωπούμενα εν τη αιθούση ταύτη εκτός της ΕΔΑ. […]
 Πράγματι, κ. βουλευταί, η σύνδεσις καθιστά δυνατήν την δημιουργίαν μεγάλων και εκσυγχρονισμένων παραγωγικών μονάδων, διανοίγει εξαγωγικάς ευκαιρίας υπέρ των κλασσικών αγροτικών εξαγωγικών προϊόντων μας, αλλά και υπέρ αγροτικών προϊόντων, τα οποία μέχρι τούδε δεν εξήγοντο. Διανοίγει ευκαιρίας εξαγωγικάς διά τα βιομηχανικά και βιοτεχνικά μας προϊόντα. Και τούτο είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν. Θα παράσχη εφαρμοζομένη ευκαιρίας απασχολήσεως του εργατικού μας δυναμικού και θα στερώση την βάσιμον ελπίδα, ότι σιγά-σιγά, αναπροσαρμοζομένης της όλης μας οικονομίας και αναπτυσσομένης συμφώνως προς τα ευρωπαϊκά μέτρα, σιγά-σιγά και οι Έλληνες εργαζόμενοι θα απολαύσουν εκείνων των αγαθών, που απολαμβάνουν και οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί των. Διευρύνει γενικώτερον η προοπτική της συνδέσεως τους οικονομικούς μας στόχους και ενάγεις εις μέτρα Ευρωπαϊκά σειράν μεγεθών της Ελληνικής οικονομίας. Στηρίζει την πίστιν της χώρας και παρέχει εις όλους ημάς, ένα αίσθημα γενικωτέρας και οικονομικής σταθερότητος και ασφαλείας. Εν τούτοις, ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εξαγγέλλων την επιτυχή έκβασιν των διαπραγματεύσεων, εδήλου προς τον Ελληνικόν λαόν, ότι η επιτυχία της εγκαινιαζομένης πολιτικής θα εξαρτηθή πρωτίστως από την ικανότητά μας να αξιοποιήσωμεν τας δυνατότητας, να επωφεληθώμεν των παρουσιαζομένων ευκαιριών. Και νομίζω, είχεν εις το σημείον τούτο δίκαιον ο κ. Καραμανλής, διότι θα ήτο πλάνη να πιστεύση κανείς εξ ημών, ότι η σύνδεσις προσφέρει του Ελληνικού οικονομικού προβλήματος οιανδήποτε αυτόματον λύσιν. Μεθόδους επιλύσεως των παγίων οικονομικών προβλημάτων μας προσφέρει η υπό κρίσιν και συζήτησιν σύμβασις και όχι λύσεις των οργανικών αυτής προβλημάτων. Θα εξομολογηθώ μάλιστα, ότι έναντι αυτής της προσφοράς των μεθόδων επιλύσεως, τάσσει διά την επίλυσιν των προβλημάτων ορισμένας προθεσμίας και επομένως, εκ κατασκευής καθιστά τα προβλήματα αυτά οξύτερα. Εις το βάθος καλούμεθα να αποδείξωμεν, ότι είμεθα αρκούντως ώριμοι, δια να ανθέξωμεν εις το ψυχρόν κλίμα του οικονομικού ρεαλισμού των προηγουμένων χωρών της Δύσεως. Από ημάς κυρίως, από όλους μας, από την Κυβέρνησιν και από την Αντιπολίτευσιν, από την πολιτικήν ηγεσίαν και από την ηγεσίαν των παραγωγικών τάξεων και ένα έκαστον των Ελλήνων εργαζομένων, εξαρτάται, εάν θα αποδειχθή η σύμβασις σταθμός προς οικονομικάς επιτεύξεις πρωτοφανείς, ή αντιθέτως, εάν θα γίνη αρχή μεγάλων οδύνων. Και υπάρχουν βασικαί προϋποθέσεις, δια την επιτυχίαν, κ. συνάδελφοι. Αι προϋποθέσεις αυταί είναι πολλών ειδών. Θα ηδυνάμην να τας διαιρέσω εις τρεις βασικάς κατηγορίας. Η πρώτη προϋπόθεσις είναι ιδεολογικήν και ψυχολογική. Η δευτέρα είναι οργανωτική. Και η τρίτη είναι, υπό στενήν έννοιαν, οικονομική προϋπόθεσις. Δεν ανέφερον τας κατηγορίας αυτάς των προϋποθέσεων, κατά την σειράν, κατά την οποίαν τας ανέφερον τυχαίως. Πιστεύω, ότι πράγματι, το πρόβλημα είναι πολύ περισσότερον ιδεολογικόν, ψυχολογικόν και ηθικόν. Χρειάζεται μία αναπροσαρμογή της νοοτροπίας μας, μία αναπροσαρμογή της νοοτροπίας του Έλληνος οικονομικού ανθρώπου δια να επιτύχωμεν. Χρειάζεται έπειτα μία οργανωτική επανάστασις να σημειωθή, όχι μόνον μέσα εις τα πλαίσια του Κράτους, αλλά μέσα εις τα πλαίσια των παραγωγικών μονάδων των μεγάλων και των μικρών. Και τέλος, βεβαίως, χρειάζεται να ασκηθή και ορθή προς την κατεύθυνσιν της συνδέσεως οικονομική πολιτική. […]
Η Σύνδεσις η Ελληνική, δεν συνιστά συνήθη τελωνειακήν ένωσιν του παραδεδομένου τύπου. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρησις, η δευτέρα παρατήρησις είναι, ότι δεν συνιστά μόνον τελωνειακήν ένωσιν. Αλλά αποβλέπει εις την βαθμιαίαν οικονομικήν ενοποίησιν. Αυτός είναι ο απώτερος οικονομικός και πολιτικός σκοπός. Αυτή αύτη η Συνθήκη της Ρώμης, βάσει της οποίας ιδρύθη η Ε.Ο.Κ., αποβλέπει εις την πλήρη τελωνειακήν ένωσιν μεταξύ των εξ χωρών διά ιδιορρύθμων μεθόδων, πρωτοφανών εις την Ιστορίαν, αλλά αποβλέπει προ παντός εις την δημιουργίαν μιας έτι στενωτέρας ενότητος, μιας κοινής αγοράς και μιας συντονισμένης και σχεδόν κοινής Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Εις την Συνθήκην της Ρώμης αι τάσεις αυταί εκδηλούνται διά των άρθρων των προβλεπόντων την άσκησιν κοινής γεωργικής πολιτικής, κοινής εμπορικής πολιτικής και εις το εσωτερικόν και εις το εξωτερικόν, διά των διατάξεων των προβλεπουσών τον συντονισμόν της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, διά της θεσπίσεως της ελευθέρας κινήσεως των κεφαλαίων εις την περιοχήν των εξ και της θεσπίσεως της ελευθερίας κινήσεως του εργατικού δυναμικού, διά του παρεχομένου δικαιώματος εγκαταστάσεως και τέλος διά της διαφαινομένης κοινής κοινωνικής πολιτικής. Η Συνθήκη των Αθηνών, δηλαδή, η Συνθήκη της συνδέσεώς μας με την Ε.Ο.Κ., έχει και αυτή αναλόγους προς την Συνθήκη της Ρώμης βλέψεις και ακολουθεί αναλόγους προς την κατεύθυνσιν ταύτην μεθόδους. Είναι φυσικόν να προβλέπη μίαν προοδευτικήν τελωνειακήν ένωσιν με την υπό κατασκευήν τελωνειακήν ένωσιν των εξ. Διότι όσον και αν έχη προχωρήσει, όπως γνωρίζητε, η τελωνειακή ένωσις των εξ δεν είναι, ούτε τετελεσμένη, ούτε ωλοκληρωμένη. Θα είναι τετελεσμένη και ωλοκληρωμένη μετά την 12ετίαν από το έτος 1958. Η τελωνειακή αυτή ένωσις προβλέπει την προοδευτικήν κατάργησιν των μεταξύ των εξ και της Ελλάδος δασμών και δεύτερον, την προσχώρησίν μας εις ένα κοινόν εξωτερικόν, έναντι των τρίτων, δασμολόγιον. Αυτό το δεύτερον χαρακτηριστικόν και κατά την ορολογίαν της ΓΚΑΤΤ, διαφοροποιεί την τελωνειακήν ένωσιν από τας συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών, υπό την στενήν της λέξεως έννοιαν. Αι ζώναι ελευθέρων συναλλαγών, υπό την στενήν έννοιαν, προβλέπουν μεταξύ των μελών ελευθέρας εμπορικάς συναλλαγάς, αλλά εκάστη εκ των μετεχουσών χωρών διατηρεί κατ’ αρχήν το εθνικόν της δασμολόγιον. Εν τούτοις η Συνθήκη των Αθηνών, η τελούσα υπό την κύρωσίν σας, προβλέπει και την εναρμόνισιν της γεωργικής Ελληνικής πολιτικής προς την υπό κατασκευήν εν μέρει, βάσει των τελευταίων συμφωνιών, κοινήν γεωργικήν πολιτικήν των εξ. Όπως είπον και χθες, εναρμόνισις δεν σημαίνει, ότι η Ελλάς θα προσχωρήση άνευ άλλου όρου εις την κοινήν γεωργικήν πολιτικήν των εξ. Εναρμόνισις σημαίνει, ότι θα συμφωνηθούν μεταξύ των δύο μερών οι όροι υπό τους οποίους η Ελληνική γεωργική πολιτική θα εξομοιωθή σιγά-σιγά κατά τοιούτον τρόπον, ώστε κατά το τελευταίον έτος να είναι δυνατή, πράγματι, η άσκησις κοινής γεωργικής πολιτικής.
Εις το θέμα της εξωτερικής εμπορικής πολιτικής εν άρθρω 64 ορίζεται, ότι μέχρι της 12ετίας θα γίνη ο συντονισμός έναντι των τρίτων χωρών. Μετά την 12ετίαν θα ασκηθή εξωτερική εμπορική πολιτική επί ομοιομόρφων αρχών. Η εσωτερική εμπορική πολιτική τείνει εις την απαγόρευσιν μονοπωλιακών καταστάσεων. Η συνθήκη αναφέρεται και εις άλλας τινάς αρχάς και διατάξεις επί των οποίων θα μου επιτρέψητε να μη σας απασχολήσω.
Ως προς την κίνησιν των εργατών εις την Συνθήκην της Ρώμης υπάρχει η πλήρης ελευθερία, ημείς κατά την πρώτην 12ετίαν, ενώ δεν αναλαμβάνομεν τίποτε, είναι δυνατόν να επεκταθούν και υπέρ ημών αι διατάξεις των εξ εφ’ όσον αποφασίση το Συμβούλιον της Συνδέσεως. Το δικαίωμα εγκαταστάσεως είναι απόλυτον διά την Συνθήκην της Ρώμης. Ημείς αναλαμβάνομεν να διευκολύνωμεν. Η κίνησις των κεφαλαίων μας υποχρεώνει εις την διευκόλυνσιν της προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων, αλλά το Συμβούλιον της Συνδέσεως είναι αρμόδιον, διά να εισηγηθή προς τας χώρας μέλη της Κοινότητος, την λήψιν όλων των αναγκαίων μέτρων, διά να προωθηθούν αι επενδύσεις ξένων κεφαλαίων εν Ελλάδι. Αι δε ξέναι χώραι αναλαμβάνουν να καθορίσουν την πολιτικήν των, συμφώνως προς την κατευθυντήριον αυτήν γραμμήν. Επί της γενικής οικονομικής πολιτικής, μας παρέχεται το δικαίωμα, εις περίπτωσιν δυσχερειών εις το ισοζύγιον των εξωτερικών πληρωμών, να λαμβάνωμεν μονομερώς μέτρα, αλλά και το Συμβούλιον της Συνδέσεως είναι αρμόδιον να συστήση την λήψιν μέτρων υπέρ της Ελλάδος. Νομίζω, ότι πρέπει να αποκτήση συνείδησιν η Ελλάς, να αποκτήση συνείδησιν ο Ελληνικός λαός, ότι διά της κυρώσεως αυτής της Συμφωνίας εισερχόμεθα εις ένα καθεστώς συνεχών διαπραγματεύσεων επί όλων των επιπέδων. Επί του επιπέδου των κυβερνήσεων Επιμελητηρίων των διαφόρων χωρών, επί υπηρεσιακού επιπέδου, επί επιπέδου των εκπροσώπων των παραγωγικών τάξεων και επί επιπέδου των κλάδων των διαφόρων επιχειρήσεων. Από την έκβασιν αυτών των διαπραγματεύσεων και από την πραγματοποίησιν και την λήψιν των μέτρων, τα οποία πρέπει να ληφθούν εις το εσωτερικόν εξαρτάται η επιτυχία του τελικού σκοπού.
Η οικονομική ενοποίησις δεν έχει διαμορφωθή μεταξύ των εξ. Διαμορφούται αυτήν την στιγμήν και είδατε τι δυσχερείας συνήντησε η διαμόρφωσις κοινής αγροτικής πολιτικής μεταξύ των. Όταν ξεκινάη κανείς, εις το να χαράξη μίαν τοιαύτην πολιτικήν αποφασιστικήν διά το μέλλον του τόπου, ας μη πλανώμεθα, ξεκινάη από κάποιαν προϋπόθεσιν, η οποία εδραιούται επό της πίστεως, ότι υπάρχει πρώτον, Ευρώπη, ότι υπάρχει αυτή ηθικώς και ότι δύναται να υπάρξη ή ήδη σχεδόν υπάρχει και ουσιαστικώς. Και εξελίσσεται η Ευρώπη και προς κάποιαν πολιτικήν ενότητα. Ύστερα από την θεμελιώδη πίστιν, ότι ημείς οι Έλληνες είμεθα ιδεολογικώς και παρά το χαμηλόν εν σχέσει προς τας ανεπτυγμένας χώρας της Ευρώπης οικονομικόν και τεχνικόν μας επίπεδον, είμεθα ημείς οι Έλληνες εις θέσιν και θέλομεν ημείς οι Έλληνες να γίνωμεν Ευρωπαίοι. […]
Τέλος, είναι χαρακτηριστικόν, ότι πίσω από όλην αυτήν την ενοποιητικήν οικονομικήν κίνησιν, υπάρχει μία πολιτική κατευθυντήριος δύναμις, μία κοινωνική κατευθυντήριος δύναμις και είναι πολύ σπουδαίον το γεγονός, ότι την οικονομικήν ενοποίησιν της Γερμανίας, δεν την επεδίωξαν, ως θα ανέμενεν ένας επιπόλαιος εξεταστής της ιστορίας, οι βιομήχανοι των προηγμένων χωρών της Δυτικής Γερμανίας, αλλά οι Γιούνγκερς και οι άνθρωποι της Σιλεσίας. […]
Η περίοδος μεταξύ του 1929 και του θανάτου του Στάλιν αντιστοιχεί εις την προ του 1914 Ευρωπαϊκήν περίοδον με ουσιώδεις διαφοράς, με την διαφοράν πρώτον, ότι ήτο η προσπάθεια της Σοβιετικής Ενώσεως στηριγμένη εις μίαν καταπίεσιν της καταναλώσεως ηθελημένην, εις μίαν συγκέντρωσιν κεφαλαίων προς βαρείας βιομηχανίας και προς εξυπηρέτησιν στρατιωτικών σκοπών. Δεύτερον, ότι είχε δυσκολίας με τον κολλεκτιβισμόν και δεν μπορούσε να δημιουργήση τας προϋποθέσεις ζητήσεως, δια την ελαφράν βιομηχανίαν και τρίτον, ότι η άνοδος της Ρωσσίας, συνέπεσε με μίαν τεχνολογικήν εξέλιξιν, εντελώς διάφορον από την τεχνολογικήν εξέλιξιν της ανόδου των άλλων, διότι αντί ατμομηχανών είχον ηλεκτρονικάς και αντί μηχανών ντήζελ είχομεν ατομικήν ενέργειαν και αντί σιδηροδρόμους, είχομεν αεροπλάνα. Αλλά είναι πάρα πολύ χαρακτηριστική η μετασταλινική πορεία. Ξεύρετε, ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον, όλα τα Κράτη του Ανατολικού Τύπου προσεπάθησαν να αναπτυχθούν οικονομικώς συγκροτούντα απειρίαν ποικίλων βιομηχανιών και αναλαμβάνοντα ένα έκαστον να κατασκευάζη περίπου, όλα τα είδη του κόσμου. Πάντως, έρριψαν όλα μαζύ το βάρος των εις την βαρείαν βιομηχανίαν και όπως ξεύρετε, κατά τα πρώτα έτη, υπήρχε μία παράλληλος παραγωγή από όλα αυτά τα Κράτη απρογραμμάτιστος. Αυτή η κίνησις ωφείλετο εις την Σταλινικήν και την Λενινιστικήν θεωρίαν περί του ότι πρέπει να ριχθή όλο το βάρος εις την βαρείαν βιομηχανίαν αδιακρίτως.
Και αιφνιδιάσθησαν οι άνθρωποι και δεν είχον σχέδια. Αλλά ήδη από τριών ετών τι γίνεται; Γίνεται, διά των μέσων των προσιδιαζόντων εις τας Κράτη της Ανατολής, εκείνο, το οποίον πρέπει να γίνεται διά των μέσων των προσιδιαζόντων εις τα Κράτη του Δυτικού τύπου.
Γίνεται, δηλαδή, από την ηγέτιδα δύναμιν μία κατανομή των έργων. Αυτή η κατανομή είναι πλέον εμφανής. Σημειούται, εξ άλλου, και σημαντική τροπή εις το εσωτερικόν αυτής ταύτης της Σοβιετικής Ενώσεως προς επίτευξιν ωρισμένων σκοπών οικονομικής αναπτύξεως με μεθόδους, αι οποίαι είναι απολύτως παράλληλοι προς τας μεθόδους τας κεφαλαιοκρατικάς.

Ι. ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ:
Είναι κεφαλαιοκρατική;

Π. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ:
Όχι, αλλά απλούστατα, όταν θέλη να επιτύχη τις κάτι, δεν είναι δυνατόν να το επιτύχη δογματικώς. Σεις δεν είσθε κεφαλαιοκράται, αλλά κάνετε μίαν τοιαύτην αναπροσαρμογήν του δόγματος -και δεν δύνασθε, παρά να την κάνετε- αντιστοιχούσαν εις τας τελευταίας επιστημονικάς θεωρίας της οικονομίας. Ούτε σας κατηγορώ, ούτε σας επαινώ, ούτε σας θεωρώ εκπρόσωπον της Σοβιετικής Ενώσεως. Η Σοβιετική Ένωσις είναι μεγάλη δύναμις. Ως τοιαύτην την σεβόμεθα και ως Ελληνικόν Κράτος, είμεθα υποχρεωμένοι να λάβωμεν υπ’ όψιν την ύπαρξίν της και να επιδιώξωμεν καλάς οικονομικάς σχέσεις μαζύ της. Άλλο είναι το θέμα της ιδεολογίας και άλλο είναι το θέμα της αναλύσεως της οικονομικής πολιτικής, την οποίαν ασκούμεν αυτήν την στιγμήν. Έτερος θεωρητικός των Ρωσσικών πραγμάτων, ο Μουρ, λέγει, ότι η ώθησις εις την ανάπτυξιν την οικονομικήν εις την Ρωσσίαν είναι ώθησις, η οποία δίδεται εκ των άνω, από την ηγεσίαν του Κομμουνιστικού Κόμματος. Λέγει, μάλιστα, ότι η κατασκευή, η «στρουκτούρα» του συστήματος, είναι τοιαύτη, ώστε εάν έπαυεν η εκ των άνω ώθησις το σύστημα είναι έτσι κατασκευασμένον, ώστε θα έφθανον τα κομμουνιστικά Κράτη εις μίαν στασιμότητα, η οποία είναι απολύτως ασυμβίβαστος με την περιωπήν της Σοβιετικής Ενώσεως, ως μεγάλης δυνάμεως. […]
Γενικώς, κ. συνάδελφοι, αι μεγάλαι αγοραί έχουν ωρισμένα πλεονεκτήματα, τα οποία είναι αυτονόητα. Θα ηδύνατό τις να εισέλθη εις την θεωρητικήν διαλεύκανσιν ενός εκάστου εκ των πλεονεκτημάτων αυτών. Και έχουν γίνει ειδικαί μελέται, υπό ποίας συνθήκας τα πλεονεκτήματα αυτά φθάνουν εις το ύψιστον σημείον της αποδόσεώς των. Εγώ απλώς θα τα απαριθμήσω, χωρίς να κάνω οικονομικήν ανάλυσιν. Αι μεγάλαι αγοραί επιτρέπουν την εγκατάστασιν μεγάλων και εξειδικευμένων μονάδων και επομένως την αύξησιν της παραγωγικότητος. […]
Η Κοινή Αγορά παρέχει την ευχέρειαν ορθολογικωτέρας κατανομής έργων. Η Κοινή Αγορά, τέλος, δημιουργεί μείζονα ευκινησίαν και δυνατότητας σωρευτικής χρησιμοποιήσεως κεφαλαίων. Ειδικώτερον, εις την περίπτωσίν μας, θα έχωμεν προσέλκυσιν ξένων κεφαλαίων, μεγαλυτέραν από ό,τι έχομεν σήμερον, διότι θα αξίζη περισσότερον τον κόπον να κάμη τις μίαν επιχείρησιν εις την Ελλάδα, εφ’ όσον αυτή θα συγκροτηθή κατά τα πλέον εκσυγχρονισμένα κριτήρια παραγωγής, διότι θα είναι δυνατόν να είναι εξειδικευμένη και διότι θα απευθύνεται εις μίαν αγοράν 170 εκατομμυρίων κατοίκων. Επιτρέπει η οικονομική ένωσις, εάν εμβαθυνθή και μείζονα ευκινησίαν εις το εργατικόν δυναμικόν. […]

Π. ΠΙΠΙΝΕΛΗΣ (Υπουργός Εμπορίου):
Το θέμα, το οποίον μας απασχολεί, παρουσιάζει τρις πλευράς και πρέπει και από τας τρις να το εξετάσωμεν μετά της δεούσης προσοχής. Η πρώτη συνίσταται εις το ερώτημα, εάν κατ’ αρχήν η Χώρα μας πρέπει να συνδεθή κατά τον ένα ή τον άλλον τύπον μετά της Κοινής Αγοράς. Η δευτέρα πλευρά συνίσταται εις το ερώτημα, εάν οι όροι υπό τους οποίους επετεύχθη η σύνδεσις αυτή είναι οι κατά το δυνατόν καλλίτεροι. Και η τρίτη πλευρά συνίσταται εις την εξέτασιν όλων των συνεπειών των άμεσων και των απωτέρων εις τας οποίας άγει η σύνδεσίς μας, συνεπειών πολιτικών, διπλωματικών, ιδεολογικών. Θα μοι επιτρέψητε να διεξέλθω, εν πάση δυνατή συντομία και τα τρία αυτά κεφάλαια του θέματος.
Όσον αφορά εν πρώτοις το ζήτημα του εάν κατ’ αρχήν συμφέρη και επιβάλλεται η σύνδεσίς μας μετά της Κοινής Αγοράς, νομίζω ότι η θέσις της Κυβερνήσεως υπήρξε σαφής και απερίφραστος. Αναμφισβητήτως, νομίζομεν, ότι θα έχη τας ευεργετικωτέρας δυνατάς συνεπείας. Τούτο νομίζομεν, πρώτον, διότι η χώρα μας διά της συνδέσεως αυτής θα κατορθώση να συμμετάσχη εις τον γοργόν ρυθμόν αναπτύξεως της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, ήτις συντελείται υπό τας σημερινάς περιστάσεις. […]
Πλην τούτου, υπάρχει και ένας δεύτερος σημαντικός λόγος, ο οποίος μας ωδήγησεν εις την σκέψιν της συνδέσεως μετά της Κοινής Αγοράς. Είναι η συναίσθησις του ότι, άνευ των δυνατοτήτων, τας οποίας προσφέρει ο ευρύτερος οικονομικός χώρος, είναι αδύνατος η επίλυσις ωρισμένων βασικών οικονομικών θεμάτων, τα οποία πιέζουν και θα πιέζουν την κατάστασιν εν Ελλάδι, καθηλώνοντα αυτήν εις την θέσιν του υπαναπτύκτου και συγκεκριμένως, εις το μέγα θέμα του κόστους της παραγωγής. Δεν νομίζω, ότι χρειάζεται να επεξηγήσω περισσότερον το ότι, είναι αδύνατος η βελτίωσις της καταστάσεως αυτής από της πλευράς της συμπιέσεως του κόστους, εφ’ όσον εργαζόμεθα εις χώραν 8 εκατομμ. και εφ’ όσον άλλοι λαοί, πολύ περισσότερον προηγμένοι ημών, εργάζονται εις ευρύτερα πλαίσια. Ο τρίτος, εξ’ ίσου αποφασιστικός λόγος, ο οποίος μας ωδήγησεν εις τα συμπεράσματα αυτά, ήτο απλούστατα, ότι δεν ήτο δυνατόν να κάμωμεν τίποτε άλλο. Η απομόνωσις από την Κοινήν Αγοράν ή από οιονδήποτε άλλο συγκρότημα ευρυτέρου χώρου, θα καθήλωνε την Ελλάδα εις εν είδος οικονομικού μεσαίωνος, ο οποίος θα ωδήγει μοιραίως εις τον οικονομικόν μαρασμόν, εις την συμπίεσιν των εισοδημάτων και εις την γενικήν απαθλίωσιν των μαζών. […]
Οφείλω, όμως, να προσθέσω, διότι θα ήτο παράλειψις, εάν δεν εμνημόνευα αυτό, ότι η φυσική κίνησις προς δημιουργίαν μεγαλυτέρων οικονομικών μονάδων δεν εντοπίζεται φυσικά εις την Κοινήν Αγοράν, αλλά ευρίσκεται εν εφαρμογή με εξ ίσου ικανοποιητικά αποτελέσματα και εις τας Ανατολικάς χώρας. Και εκεί είδομεν πολύ νωρίτερον, από του 1949, εάν δεν απατώμαι, να αναλαμβάνεται η προσπάθεια ιδρύσεως της λεγομένης οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των Ανατολικών χωρών, γνωστής υπό την συμβολικήν λέξιν ΚΟΜΕΚΟΝ, η οποία εξειλίχθη κατά τρόπον γοργόν και κατέστη όχι απλώς τελωνειακή ένωσις, αλλά ενιαία οικονομική μονάς, η οποία, όμως, χαρακτηρίζεται από το γεγονός, ότι η πρωτοβουλία εκεί δεν εξαρτάται από τας ελευθέρας οικονομικάς μονάδας, αλλά καθοδηγείται άνωθεν. Δεν σχολιάζω, εάν καλώς ή κακώς εδημιουργήθη η ομάς αυτών των Κρατών. Γεγονός πάντως αναμφισβήτητον είναι, ότι αι χώραι της Ανατολής εσημείωσαν υπό το καθεστώς αυτό σημαντκάς προόδους διά την οικονομικήν των ανάπτυξιν. Το θέμα, επομένως, δι’ ημάς, δεν συνίσταται εις το να προσχωρήσωμεν ή να μη προσχωρήσωμεν εις την Κοινήν Αγορά, αλλά το θέμα ανάγεται εις το αν θα προσχωρήσωμεν εις την Κοινήν Αγοράν ή εις το ΚΟΜΕΚΟΝ. Απομόνωσις αποτελεί αναχρονισμόν, ένα είδος οικονομικού Μεσαίωνος οδηγούντος εις την καταστροφήν. Έπρεπε να εκλέξωμεν και εξελέξαμεν. Δεν εξελέξαμεν όχι απλώς διότι αι προτιμήσεις μας έβαινον προς ωρισμένους φίλους και συμμάχους. Εξελέξαμεν επί τη βάσει στερεών και αναμφισβητήτων λόγων. Πρώτον, διότι προς την Κοινήν Αγοράν έχει προσανατολισθή από μακρών ετών, από γενέσεως δύναμαι να ειπώ, του Ελληνικού Βασιλείου, το μεγαλύτερον μέρος των εμπορικών ανταλλαγών. […]
Δεύτερον, η προτίμησις προς την Κοινήν Αγοράν, στηρίζεται επί της συνειδήσεως ότι δι’ αυτής, κατοχυρώνεται καλλίτερον η ανεξαρτησία του Έθνους και το μέλλον των ελευθέρων θεσμών εν τη χώρα. Διότι, κύριοι, θα απετέλει κοινοτυπίαν να υπογραμμίσωμεν, ότι οι ελεύθεροι θεσμοί, είναι δυνατόν να ευημερήσουν και να επιζήσουν υπό καθεστώς περιωρισμένον, προϊόντος του χρόνου και ελεγχομένων συναλλαγών, όπως νομίζω, ότι είναι απολύτως αναμφισβήτητον, ότι οι ελεύθεροι θεσμοί υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, εγεννήθησαν, ηνδρώθησαν και πρόκειται να ζήσουν. […]
Αλλά εκείνο, το οποίον νομίζω, ότι δύναμαι να παρατηρήσω διά να ευρεθώμεν εντός του πλαισίου της πραγματικότητος είναι, ότι όλαι αι μονοπωλιακαί καταστάσεις, αι οποίαι φυσιολογικώς δημιουργούνται εντός ελευθέρων θεσμών, ελέγχονται από δυνάμεις και καταστάσεις πολιτικάς και κοινωνικάς εις το πλαίσιον των ελευθέρων θεσμών, ελέγχονται από δυνάμεις και καταστάσεις πολιτικάς και κοινωνικάς εις το πλαίσιον των ελευθέρων Κρατών, αι οποίαι τας περιστέλλουν, τας καθοδηγούν και τας καθιστούν, εν τέλει, ακινδύνους. Υπάρχει υπό ένα καθεστώς ελευθέρων θεσμών η εγγύησις της ελευθερίας του νόμου, του Κράτους δικαίου, το οποίον, ως γνωρίζετε, εις πολλάς χώρας και εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και την Αγγλίαν και την Γερμανίαν, θέτει σαφή όρια εις την οργάνωσιν και επέκτασιν των μονοπωλιακών καταστάσεων. Αλλά πέραν τούτου, υπάρχει ο έλεγχος, η ανασχετική δύναμις του τύπου, της κοινής γνώμης των ελευθέρως εκλεγομένων βουλευτών. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να λεχθή ότι υπό τοιαύτην πολιτικήν συγκρότησιν μονοπωλιακαί καταστάσεις, είναι δυνατόν να αποτελέσουν κίνδυνον. Δεν θα ήθελον να αντιπαραβάλω διά να μη οξύνω, άνευ αποχρώντος λόγου, τας παρατηρήσεις μου ταύτας, να αντιπαραβάλω τας μονοπωλιακάς αυτάς καταστάσεις, περί των οποίων τόσος εγένετο λόγος εν τω τύπω και αλλαχού προς τας άλλας μονοπωλιακάς καταστάσεις άλλων χωρών, όπου το μονοπώλιον δεν αποτελεί παράσιτον μιας κοινωνίας, αποτελεί αυτόν τούτον τον καταστατικόν θεσμόν επί των οποίων εδράζεται η κοινωνία, αποτελεί αυτό τούτο το Κράτος. Και δυνάμει, ακριβώς, αυτής της παντοδυναμίας, την οποίαν εκ του Κράτους αντλεί, κατορθώνει όχι μόνον να εξαφανίζη τον έλεγχον των εργατικών οργανώσεων, αλλά και να εξουδετερώνη οιανδήποτε παρατήρησιν, όθεν δήποτε και αν προέρχεται. Εν πάση περιπτώσει εκείνο, το οποίον δύναμαι αφόβως να διαπιστώσω είναι, ότι υπάρχει κίνδυνος μονοπωλιακών καταστάσεων, ο οποίος προβάλλεται μέχρι του ακραίου σημείου εξ αφορμής της προσχωρήσεώς μας εις την Κοινήν Αγοράν εις σημείον, ώστε να καταγγέλλεται ως εν είδος απειλουμένης εισβολής του ξένου κεφαλαίου εν τη χώρα μας διά να απομυζήση τον πλούτον της και πάσαν ικμάδα αυτής, είναι τελείως αστήρικτος. Αυτά, κύριοι βουλευταί, είναι εν συνόψει, τα συμπεράσματα και αυτοί είναι οι λόγοι. […]
Πέραν τούτου, και τούτο οφείλεται να λεχθή, διά να εξαλειφθεή οιαδήποτε παρανόησις, η δημιουργία εντυπώσεων, ότι η Κυβέρνησις εις το θέμα δεν επιδεικνύει την δέουσαν προσοχήν. Επροχωρήσαμεν και διά μιας άλλης ατραπού αυξάνοντες τα πιστωτικά περιθώρια προς τας χώρας εκείνας του Ανατολικού Συγκροτήματος, με τας οποίας εκ της φύσεως των ανταλλαγών έχομεν πλεόνασμα ενεργητικόν. […]
Είτε το θέλομεν είτε δεν το θέλομεν, αι διαπραγματεύσεις αι διπλωματικαί διεξάγονται υπό δυσμενείς όρους, διά μίαν χώραν μικροτέρας οικονομικής ή πολιτικής δυναμικότητος, όταν έχη να συζητήση με μεγάλας και είναι πολύ φυσικόν, κατά τας διαπραγματεύσεις αυτάς και ατυχήματα να σημειώνωνται και ελλείψεις να επισημαίνωνται δικαίως. Εκείνο, όμως, το οποίον προέχει και χαρακτηρίζει, νομίζω, μίαν σοβαράν εξέτασιν του ζητήματος αυτού είναι, το εάν κατά τας διαπραγματεύσεις αυτάς επετεύχθη τω όντι επί των καιρίων θεμάτων, και επί των ζητημάτων, τα οποία πραγματικώς χαρακτηρίζουν μίαν σύμβασιν, εάν είναι καλή ή όχι, εάν επετεύχθη εκείνο το οποίον εχρειάζετο ο τόπος μας.
Και επ’ αυτού, νομίζω, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη η παραμικρά αμφιβολία. Και εάν είχομεν μίαν τοιαύτην αμφιβολίαν, ο διακεκριμένος επί των Εξωτερικών Υπουργός του Βελγίου, την ήρεν, ομιλήσας προ ολίγων ημερών, όταν ομιλών εις διεθνές συνέδριον των συνδικαλιστικών οργανώσεων εις Βρυξέλλας, είπε μεταξύ άλλων απαντών εις ωρισμένους Άγγλους συνδικαλιστάς, ότι «δεν πρέπει να νομίζετε, ότι οι όροι τους οποίους επέτυχεν η Ελλάς διά την σύνδεσίν της με την Ε.Ο.Κ., θα αποτελέσουν προηγούμενον δι’ όλους σας. Οι όροι αυτοί ήσαν όροι, ειδικοί διά την Ελλάδα, γενόμενοι, λαμβανομένων υπόψη των περιπτώσεων των ιδικών της και των συνθηκών υπό τας οποίας ετέλει η Χώρα αυτή». […]
Και έρχομαι τώρα και εις την τρίτην και τελευταίαν πλευράν του θέματος αυτού, δηλαδή τας συνεπείας, τας επιπτώσεις τας οικονομικάς, τας πολιτικάς, τας κοινωνικάς, τας ιδεολογικάς, τας οποίας η σύνδεσίς μας μοιραίως θα προκαλέση. Εδώ, δυνάμεθα, νομίζω, αφόβως, να διαβεβαιώσωμεν την Βουλήν και τον Ελληνικόν λαόν, ότι η σύνδεσίς μας επί οικονομικού επιπέδου εις μίαν ευρυτέραν οικονομικήν ευρωπαϊκήν μονάδα, εκτός των άλλων οικονομικών επιπτώσεων, τας οποίας έχει, ασφαλώς θα εδραιώση περισσότερον την αλληλεγγύην μεταξύ των χωρών του ελευθέρου κόσμου και επομένως, θα ενισχύση ακόμη περισσότερον την ανεξαρτησίαν και την ελευθερίαν της χώρας μας. Δεν νομίζω, ότι διαφεύγει ουδενός την προσοχήν, ότι οι πολιτικοί προσανατολισμοί προς ωρισμένους σχηματισμούς, δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν και δεν είναι δυνατόν, ίσως, να επιζήσουν, εάν δεν πλαισιωθούν με μίαν κατάλληλον ένταξιν εις τους κοινούς οικονομικούς προσανατολισμούς. Ακόμη και τα τελευταία έτη, τους τελευταίους μήνας, ο ελεύθερος κόσμος εδοκίμασεν, ως γνωρίζετε μίαν σοβαρωτάτην πολιτικήν και διπλωματικήν κρίσιν, όταν ακριβώς συνεζητούντο οι διάφοροι τρόποι οικονομικών μετασχηματισμών εν Ευρώπη και αι αντιθέσεις είχον λάβει την γνωστήν οξύτητα. Η κρίσις ήτο τόσον σημαντική, ώστε άνθρωποι παρακολουθούντες εκ του σύνεγγυς τα πράγματα, θα έχουν καταλήξει εις εξαιρετικώς απαισιόδοξα αποτελέσματα διά το μέλλον του ελευθέρου κόσμου. Είναι, επομένως, βασικός όρος, εφ’ όσον πρέπει η Ελλάς να ζήση και να ζήση εντός ενός συμπλέγματος λαϊκών ελευθεριών με κοινά ιδανικά, με κοινούς προσανατολισμούς, να θεμελιώση και να ενισχύση την ένταξίν της αυτήν και με όλην εκείνην την οικονομικήν διαδικασίαν, η οποία επιτρέπει εις τας διπλωματικάς και πολιτικάς καταστάσεις, να καταστούν αδιασάλευτοι εις το μέλλον. Από της πλευράς αυτής, εφ’ όσον η χώρα εν τη μεγίστη αυτής πλειοψηφία έχει προσανατολισθή προς το καθεστώς των ελευθέρων λαών, δεν είναι δυνατόν παρά να χαιρετήση μετά μεγάλης ικανοποιήσεως, το ότι ο προσανατολισμός αυτός πρόκειται να ολοκληρωθή και με μίαν οικονομικήν ανάπτυξιν, σχέσεων του τύπου της συμβάσεως. […]
Διότι, μη πλανώμεθα, κύριοι. Σήμερον η Ευρωπαϊκή Ήπειρος και οι ελεύθεροι λαοί, διήλθον από μίαν των μεγαλυτέρων κρίσεων της ιστορίας των. Έχουν την ιστορίαν των αρκετά μακράν οι ελεύθεροι θεσμοί. Επέτυχον αλλεπαλλήλως, κατά τους τελευταίους δύο αιώνας, τεράστια, συγκλονιστικά επιτεύγματα. Το κράτος Δικαίου, εν πρώτοις, την ελευθερίαν των συναλλαγών κατόπιν και ακολούθως την καθολικήν ψηφοφορίαν, το Κοινωνικόν Κράτος, τέλος το Κράτος της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. […]

Ηλ. ΗΛΙΟΥ:
Κύριοι συνάδελφοι, λυπούμαι, διότι μέσα εις ένα ειδυλλιακόν κλίμα γενικής εκ μέρους όλων των άλλων παραδοχής, εις μίαν ατμόσφαιραν ευφορίας και μακαριότητος, είμεθα υποχρεωμένοι να σημειώσωμεν μίαν παραφωνίαν. Είναι ανάγκη, όμως, πέραν από οιανδήποτε προπαγανδιστικήν έκθεσιν και αντιμετώπισιν των πελωρίων θεμάτων, να ίδωμεν από κοντά και ουσιαστικά, πού φέρεται ο τόπος, διά της συνδέσεως και της μελετωμένης παρά πέρα εντάξεως εις την Κοινήν Αγοράν.
Εκείνο, το οποίον θα έπρεπε να αποτελέση αντικείμενον μεγάλης προσοχής και επιστημονικής μελέτης και όχι επιπολαίαν αντιμετώπισιν, νομίζω, ότι πρέπει να είναι η υπό συζήτησιν σύμβασις συνδέσεως, η οποία αποτελεί το σπουδαιότερον έργον της ιδρύσεως ανεξαρτήτου κράτους, το οποίον εκλήθη να αντιμετωπίση η Ελληνική Εθνική Αντιπροσωπεία. Είναι μέγας ο Κανονισμός και ο κ. Πρόεδρος και θαυμαστά τα έργα των και ανεξιχνίαστοι αι βουλαί των. Πάντως, αισθανόμεθα να κολακευώμεθα με το γεγονός, ότι μας απήντησαν ήδη οι δύο αρμόδιοι και ειδικοί Υπουργοί, πριν μας ακούσουν. Αυτό σημαίνει, ότι έστω και εκ μιας των δημοσιογραφικών πηγών γνώσις των αντιθέσεών μας και της σοβαράς εποικοδομητικής κριτικής μας επί του θέματος, τους έφερεν εις τόσον δύσκολον θέσιν, ώστε εκτός των απαντήσεών των μετά από ομιλίας διαφόρων άλλων συναδέλφων, να χρειασθή ο κ. Παπαληγούρας και ο κ. Πιπινέλης, οι δύο αρμοδιώτεροι εκ των κ.κ. Υπουργών, να απαντήσουν εκ των προτέρων.
Είναι κρίμα, κ. συνάδελφοι, ότι διά λόγους πολιτικούς αποδεχόμεθα, όχι απλώς μίαν αναστάτωσιν, αλλά εγώ τουλάχιστον πιστεύω, μίαν ανατίναξιν εις τον αέρα, όλων των δεδομένων της Ελληνικής οικονομίας, εις μίαν αναζήτησιν περισσοτέρων πλεονεκτημάτων, και είναι βέβαιον ακόμη, ότι εγκαταλείπομεν εκείνα τα οποία είναι δεδομένα και αποτελούν την υφήν και συγκρότησιν της Ελληνικής Οικονομίας. Είναι ένα άλμα εις το κενόν, το οποίον άλλως τε, ο κ. Υπουργός του Συντονισμού, το εχαρακτήρισεν ως ενδεχομένην αρχήν μεγάλων ωδίνων, με την είσοδόν μας εις την Κοινήν Αγοράν.
Κύριοι συνάδελφοι, ποτέ το Κοινοβούλιόν μας δεν ησχολήθη με θέμα τόσον σοβαρόν, όπως το της εντάξεώς μας εις την Κοινήν Αγοράν, παρά δι’ ελαχίστων φράσεων μόνον. Είναι βέβαιον, ότι διά της εφαρμογής της συμβάσεως αυτής προβλέπεται τι θα επιτύχωμεν εις το μέλλον. Εκείνο, όμως το οποίον είναι δυνατόν να προβλεφθή, μετά βεβαιότητος καθ’ ημάς είναι, ότι η σύμβασις αυτή θα καταστήση άχρηστα και θα τα υποχρεώση να κλείσουν τα εργοστάσια των βιομηχανιών μας κατά το ήμισυ και θα εξαναγκάσουν εις ανεργίαν περίπου το ήμισυ των εις αυτά εργατών μας. Επίσης θα διατεθούν αι εγκαταστάσεις και μηχανήματα των διαφόρων επιχειρήσεων χαλυβουργίας κλπ. προς πώλησιν. Επίσης εις τον τομέα της βιομηχανίας θα κατακλυσθή η αγορά από είδη, τα οποία παράγονται εις τους κυριωτέρους τομείς, και τα οποία παράγονται εις μέγαν αριθμόν εις χώρας με τας οποίας συνεργαζόμεθα και αι οποίαι είναι εκσυγχρονισμέναι και παράγουν κατά τρόπον επαρκή τα ήδη ταύτα και ούτω τον κλάδον τον απασχολούντα τους βιοτέχνας, θα τον καταδικάση εις την προλεταριοποίησίν του και εις τον εκπατρισμόν.
Εις την αγροτικήν οικονομίαν, εις το ύψος και το καθεστώς, τας συνθήκας και την ποιότητα των ανταλλαγών μας, εις την δημοσίαν οικονομίαν, από απόψεως πόρων, οι οποίοι υποχρεωτικά θα απολεσθούν, εις τον τομέα αυτής της πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας, η επίπτωσις θα είναι παμμεγίστη και θα είναι δεινή. Δεν ήτο δυνατόν ουδέν άλλο νομοθέτημα να έλθη εις την αίθουσαν αυτήν, που να έχη τόσην σημασίαν και να αγκαλιάζη το σύνολον των τομέων της οικονομικής ζωής και της πολιτικής ανεξαρτησίας του τόπου. […]
Έπειτα μας έκαμεν επίσης εδώ ο κ. Υπουργός του Συντονισμού, διάλεξιν έξω τόπου και συγκεκριμένης τοποθετήσεως μέσα εις τα πλαίσια περί των πλεονεκτημάτων των μεγάλων αγορών. Λέγει, ότι εκεί πραγματοποιείται η αύξησις της παραγωγής. Έχω να προσθέσω και κάτι άλλο ακόμα. Και η αυτοματοποίησις και η χρησιμοποίησις ηλεκτρονικών εγκεφάλων. Πού άγουν όλα αυτά, υπό καθεστώς ανταγωνιστικής ελευθέρας οικονομίας; Μήπως άγουν εις ισομερή διάχυσιν των πλεονεκτημάτων εις όλον τον πληθυσμόν, εις τον περιορισμόν των ωρών εργασίας, ή μήπως άγουν εις περιορισμόν της απασχολήσεως, οπότε αι χώραι γίνονται πτωχότεραι; Επίσης μας είπες, ότι εις τας μεγάλας αγοράς αποφεύγονται αι κρίσεις. Αλλά δεν απήντησε διατί δεν απεφεύχθη η κρίσις του 1929 εις την Αγοράν των Ηνωμένων Πολιτειών. Και γενικώτερον, μετέθεσε την συζήτησιν εις ανόμοια πράγματα. Θέλω να είπω εις τον κ. Υπουργόν του Συντονισμού: Η αγορά ως την είχεν οργανώσει διά πυρός και σιδήρου η Μ. Βρεταννία, έχουσα ως αποικίαν το ¼ του κόσμου, ήτο αγορά μεγάλη ή μικρά; Και όμως, αι χώραι που απηγκιστρώθησαν από εκεί, είναι αληθές, ότι αφ’ ότου ηλάττωσαν την αγοράν μέσα εις την οποίαν υφίσταντο εκμετάλλευσιν -δεν επώλουν τα προϊόντα των, αλλά τους τα ήρπαζον- δεν σημειώνουν τα πρώτα, αλλά σταθερά προς την ανάπτυξίν των βήματα;
Ο κ. Υπουργός του Συντονισμού, επίσης, εις την διάλεξίν του, αφού κατά κάποιον τρόπον ανεθεώρησε τον Μαρξισμόν και είπεν, ότι εγκαταλείπονται αι αρχαί του Μαρξισμού και εφαρμόζονται εις τας Σοσιαλιστικάς Χώρας κεφαλαιοκρατικαί αρχαί, ενώ ίδιον των κεφαλαιοκρατικών αρχών, είναι η ύπαρξις κεφαλαιοκρατών, δηλαδή, ατομικής ιδιοποιήσεως των κοινωνικών μέσων της κοινωνικής παραγωγής και τίποτε άλλον, ύστερα επροχώρησε και είπεν, ότι τώρα θα ιδήτε, θα υπάρξη μία κίνησις προς εισαγωγήν κεφαλαίων και θα μας έλθουν κεφάλαια ξένα άφθονα, με τα οποία θα δημιουργηθούν Ελληνικαί επιχειρήσεις. Αλλά και αυτό το φαινόμενον, δεν είναι φαινόμενον νέον. Είναι εκείνο, το οποίον εμελέτησε και ανέπτυξε κατά τον πληρέστερον δυνατόν τρόπον ο Λένιν, εις την εξέτασιν της εξελίξεως του καπιταλιστικού συστήματος από το καθεστώς της ελευθέρας οικονομίας, από το καθεστώς του ελευθέρου ανταγωνισμού εις καθεστώς μονοπωλίων, εις καθεστώς Ιμπεριαλισμού, με χαρακτηριστικήν την τάσιν προς εξαγωγήν κεφαλαίων. Η εξαγωγή κεφαλαίων, δηλαδή, εισαγωγή εις ημάς κεφαλαίων, την οποίαν δεν ξεύρω διατί την προβάλλετε πολύ, ενώ η ιστορία ομιλεί περί του αντιθέτου, η εξαγωγή κεφαλαίων δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσπάθεια να καρπωθή ο κεφαλαιούχος, η κεφαλαιούχος δύναμις και την υπεραξίαν του Έλληνος εργάτου. Εξάγουσα εμπορεύματα κερδίζει την υπεραξίαν της εργασίας του Βρεταννού ή του Γάλλου εργάτου που ειργάσθη διά την παραγωγήν των εμπορευμάτων αυτών. Εξάγουσα κεφάλαια, θα ιδιοποιήται και την εργασίαν του Έλληνος εργάτου. Αλλά η ιδιοποίησις της εργασίας οσονδήποτε και αν είναι κοινωνικώς άδικος η υπεραξία οσονδήποτε κοινωνικώς και αν είναι άδικος, υπήρξεν ο μόνος τρόπος με τον οποίον επραγματοποιήθη η οικονομική άνοδος, η οικονομική ανάπτυξις εις τον καπιταλιστικόν κόσμον διά της συγκεντρώσεως των κεφαλαίων. Το ξένον κεφάλαιον εισβάλλον εις μίαν χώραν αποκλείει την καπιταλιστικήν συσσώρευσιν, εξάγεται υπό μορφήν κέρδους, δεν πλουτίζει τον τόπον, πλουτίζει και κάνει μεγαλυτέραν την εκμετάλλευσιν εκ μέρους του ξένου κεφαλαίου.
Τέλος, ο κ. Υπουργός του Συντονισμού, ηθέλησε να ρίψη το Πάρθιον βέλος, το οποίον προ αυτού, προ 4 μηνών, μία μεγάλη αναχθείσα εις συγκρότημα επιχειρησιακόν, δημοσιογραφική οργάνωσις, έρριψε κατά της παρατάξεώς μας. Εδώ, κύριοι, υπάρχει μία περίεργος συμμαχία των Ελλήνων βιομηχάνων, των δασμοβιότων «των απαισίων», των «αχρείων» -τώρα τα θυμήθηκαν όλα αυτά- και της Άκρας Αριστεράς, οι οποίοι αμφότεροι διεκδικούν διατήρησιν της δασμολογικής προστασίας. Εγώ πιστεύω, ότι η προσπάθεια να μας αποδοθή, ότι επιδιώκομεν να προστατεύσωμεν τα κέρδη των βιομηχάνων εκ της δασμολογικής προστασίας και ότι αδιαφορούμεν διά το επίπεδον της ζωής των εργαζομένων όλων, το οποίον λόγω δασμολογικής προστασίας, θα είναι ακριβότερον, είναι τουλάχιστον αγροίκος. Από της απελευθερώσεως εζητήσαμεν πάντοτε την εκβιομηχάνησιν, τον εξηλεκτρισμόν, την σχεδιοποίησιν της οικονομίας. […]
Αλλά και εις την αγροτικήν οικονομίαν, κ. συνάδελφοι, η καθυστέρησις εις την οποίαν ευρισκόμεθα, επιβάλλει επίσης την προστασίαν. Διότι χρειάζεται να γίνουν πολύ εκτεταμέναι επενδύσεις, και να γίνουν πολλά εις τον τομέα της γης, εις τον τομέα των λιπασμάτων, εις τον τομέα του τεχνικού εξοπλισμού, διά να ημπορέση κατά κάποιον τρόπον η αγροτική μας οικονομία να παράγη και να αντέχη εις τον ανταγωνισμόν ενός νέου κοινού χώρου, όπως είναι ο χώρος της Ευρωπαϊκής Κοινής Κοινότητος. Η κατάργησις των τελωνειακών δασμών εις τα αγροτικά προϊόντα έρχεται εις αντίθεσιν με τον ίδιον τον Κυβερνητικόν προγραμματισμόν. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω, όσα η Κυβέρνησις επέτυχεν, ως τώρα, να θεσπισθούν νομοθετικώς και ήρχισαν να εφαρμόζωνται μέτρα περί αναπτύξεως της κτηνοτροφίας, γαλακτοκομίας, εις σύγκρισιν με τας διατάξεις του πρωτοκόλλου 13, εις το οποίον εντός ολίγου θα έλθω, που επιτρέπει την συντριβήν των ιδίων αυτών προϊόντων από τα προϊόντα των χωρών της Κοινής Αγοράς. […]
Τέλος, ο κ. Υπουργός ανεγνώρισε πολιτικόν χαρακτήρα εις την πολιτικήν αιτιολογίαν της συνδέσεως με τας χώρας της Κοινής Αγοράς, με μόνον μίαν διαφοράν, ότι κατ’ ανατροπήν της γενικής αρχής, η οποία συνάδει προς τον ορισμόν της πολιτικής ως της τεχνικής που πράττουν το ωφέλιμον διά τον τρόπον, κατ’ ανατροπήν, ότι ασκώ την δείνα πολιτικήν, διότι συμφέρει τον λαόν και την χώραν. Περίπου αι αποφάσεις και του κ. Υπουργού του Συντονισμού και του κ. Υπουργού του Εμπορίου, ήσαν: Συμφέρει, δεν συμφέρει, ημείς επειδή εφαρμόζομεν αυτήν την πολιτικήν, θα μπούμε εις την Κοινήν Αγοράν και συνέδεσαν αμφότεροι οι κ.κ. Υπουργοί, την τοποθέτησιν με ένα παιδαριώδες δίλημμα ή με την Κοινήν Αγοράν ή με την Κομεκόν. Και επομένως, θα πρέπει, ως δίλοι ανήκοντες εις τον Δ. Κόσμον, εις τον ελεύθερον Κόσμον, μόνον με την Κοινήν Αγοράν θα πρέπει να συνδεθώμεν. Θα ίδωμεν πόσο αβάσιμον είναι αυτό το προπαγανδιστικόν σύνθημα. Πράγματι, αι χώραι αι οποίαι δεν είναι, ούτε με την Κοινήν Αγοράν, ούτε με την Κομεκόν, αι οποίαι, όμως, τελούν υπό ανάπτυξιν δημιουργώντας με την προστασίαν μίαν θαλπωρήν διά την ανάπτυξιν της οικονομικήν, την βιομηχανικήν και την εργατικήν, μέχρις ότου είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν τα βάθρα και αι βάσεις εκείναι, που θα τους επιτρέψουν να αποδυθούν εις ένα ευρύτερον ανταγωνισμόν. Ημείς πιστεύομεν, αφού εκάναμεν μίαν αναδρομήν εις όσα εκ μέρους της Κυβερνήσεως, αντετάχθησαν προκαταβολικώς εις τας απόψεις μας, ημείς πιστεύομεν, ότι η σύνδεσις με την κοινήν Αγοράν ανατρέπει, ενταφιάζει τα σχέδια εκβιομηχανίσεως και δημιουργίας βαρείας βιομηχανίας, εις την χώραν μας, που θα έδιδον και διέξοδον διά το αργούν εργατικόν δυναμικόν, που τρέπεται εις την εσωτερικήν και εξωτερικήν μετανάστευσιν, αλλά είναι και ο μοναδικός δημιουργός της οικονομικής και βιομηχανικής αναπτύξεως μιας χώρας. […]
Θα ήθελον να παρατηρήσω ακόμη, κ. συνάδελφοι, ότι ενώ διαφημίζεται η ένταξίς μας εις την Κοινήν Αγοράν, ότι μας ανοίγει ένα ευρύτατον οικονομικόν χώρον, ότι μας τοποθετεί εις ένα χώρον 170.000.000 αγοραστών, εν τούτοις εις τα πράγματα μας εγκλωβίζει εις τον χώρον αυτόν και μας αποκόπτει από έναν άλλον χώρον ενός δισεκατομμυρίου αγοραστών. Ανεφέρθημεν ειδικώς εις τας χώρας των διμερών ανταλλαγών και μάλιστα των Ανατολικών, αι μετά των οποίων ανταλλαγαί ευρίσκονται εν διαρκεί εξελίξει, αι οποίαι συνεχώς αγοράζουν περισσότερα και είναι δυνατόν να αυξήσουν τας αγοράς των ακόμη από την χώραν μας, αι οποίαι δεν ζητούν να εξαγάγουν περισσότερα εις ημάς και να αγοράσουν ολιγώτερα. Αλλά στηρίζουν τας συναλλαγάς των επί ισοτίμων ανταλλαγών. Το εάν δεν αναπτύσσωνται περισσότερον αι ανταλλαγαί αυταί, είναι διότι ακριβώς δεν θέλομεν να αγοράσωμεν κεφαλαιουχικά αγαθά και να προκαλέσωμεν εγκατάστασιν εργοστασίων, όπως έκαμεν η Ινδία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, χωρίς να σκέπτωνται τα 125 δολλάρια συναλλαγών, διά των οποίων πωλώμεν αντί πινακίου φακής. Δεν συνολολογούμεν αγοράς προμηθείας κεφαλαιουχικών αγαθών ή τεχνικών εγκαταστάσεων και βιομηχανικών με χαμηλότοκα μακροπρόθεσμα δάνεια, χωρίς πολιτικούς όρους, πληρωτέα εις τα αγροτικά προϊόντα.
Κύριοι συνάδελφοι, ενώ μας ομιλούν οι Υπουργοί περί αναπτύξεως της βιομηχανίας μας μέσα εις την Κοινήν Αγοράν, θέλω να σας θέσω υπ’ όψει σας εν επίσης καθόλου αιρετικόν Δελτίον, καθόλου διαβλητόν, το Δελτίον της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος επί θέματος Κοινής Αγοράς, του παρόντος Ιανουαρίου, το οποίον προβλέπει: ότι η προοδευτική κατάργησις των προστατευτικών δασμών θα αυξήση την δυνατότητα ανταγωνισμού βιομηχανικών προϊόντων της Κοινής Αγοράς, εναντίον των ελληνικών, με ενδεχόμενον να οδηγήση εις αντικατάστασιν εγχωρίως παραγομένων βιομηχανικών ειδών δι’ εισαγομένων, ώστε όχι εξαγωγαί ιδικαί μας προς την Λωραίνην, το Βέλγιον, αλλά κατάργησις και των εγχωρίως παραγόμενων και αντικατάστασίς των με είδη εισαγόμενα απ’ έξω. […]
Βλέπομεν, ότι και οι Αμερικανοί κατάφεραν να είναι και εντός και εκτός της Κοινής Αγοράς και να μη έχουν ανάγκην προστασίας των βιομηχανικών προϊόντων. Διότι παράγουν δι’ ενώσεως τύπου Καρτέλ που έχουν δημιουργηθεί μέσα εις την Ευρώπην και συγχρόνως επιδιώκουν να εισαγάγουν τα αγροτικά των προϊόντα, τα οποία τελούν υπό καθεστώς Ντάμπιγκ, ενισχυομένων και επιδοτουμένων. Ο κ. Υπουργός του Εμπορίου, μας είπε προ ολίγου, ότι βέβαια, υπάρχει ο κίνδυνος των μονοπωλίων και δημιουργεί εντύπωσιν η σχετική επιχειρηματολογία της Αριστεράς, αλλά τα μονοπώλια ελέγχονται. Εγώ λέγω, ότι τα μονοπώλια ελέγχουν το Κράτος και διευθύνουν το Κράτος. Επίσης μας είπεν, ότι αλλού το ίδιον το κράτος μονοπωλεί τα πάντα. Εκεί, όμως, το Κράτος προσωποποιεί τας συλλογικάς ιδιοκτησίας, τας κοινωνικάς, των μέσων της παραγωγής, τα οποία δεν ανήκουν εις μονοπώλια και κεφαλαιοκράτας.
Κύριοι συνάδελφοι, μας αντιτάσσουν, πώς είναι δυνατόν άλλως να φθάσωμεν εις την πρόοδον. Καλά ζητείτε την προστασίαν, αλλά πώς θα χρηματοδοτηθή η πρόοδος. Ημείς, πιστεύομεν, και εξαγγέλλω επ’ αυτού τας απόψεις μας, ότι η διασημότης της εγχωρίου βιομηχανίας προϋποθέτει και προστατευτικούς δασμούς και περιορισμούς εις τας εξαγωγάς και μερικάς απαλλαγάς ή και ολικάς απαλλαγάς χρονικώς περιωρισμένας και χαμηλοτόκους μακροπροθέσμους πιστώσεις, αλλά όχι αυτομάτως οιαδήποτε βιομηχανία, πρέπει να αφίνεται ανεξέλεγκτος. Τώρα λέγετε, ότι ζητούμεν να προστατεύσωμεν τους βιομηχάνους. Όχι, αλλά σεις, όταν δίδατε την δασμολογικήν προστασίαν και τας παγωμένας πιστώσεις, τους αφήσατε εκτός ελέγχου τιμών, εάν επανεπενδύουν τα προϊόντα των κερδών της βιομηχανίας των, ώστε να πραγματοποιηθή η συσσώρευσις κεφαλαίου και η ανάπτυξις της Χώρας. Τους αφήσατε εκτός ελέγχου τιμών, ώστε να φθάσωμεν βαθμιαίως και κατ’ ολίγων εις την διεθνή ανταγωνιστικότητα. Πέραν των ιδιαιτέρως ανταγωνιστικών, πιστεύομεν, ότι πρέπει να ενισχύωνται και αι βιομηχανίαι, αι οποίαι έχουν ιδιαιτέραν σημασίαν διά την Χώραν, έχουν προοπτικάς αναπτύξεως έστω, εάν προσκαίρως είναι δύσκολος η επίτευξις συναγωνιστικότητος. Απεναντίας, πιστεύομεν, ότι με τον προσανατολισμόν των κερδών αυτών των εγχωρίων εθνικών Ελληνικών αστικών επιχειρήσεων, των βιομηχανιών των εθνικών, αι οποίαι θα προστατεύωνται και θα κερδίζουν με τον προσανατολισμόν εις υποχρεωτικήν επανεπένδυσιν του Κράτους και με φορολογικήν μεταχείρισιν τοιαύτην, ώστε να μη υπάρχουν παρασιτικαί τοποθετήσεις εις πολυτελή είδη κλπ., είναι δυνατόν να φθάσωμεν εις στάδιον που να ημπορούμεν να αντιμετωπίσωμεν άνετα ευρυτέρους χώρους οικονομίας. Εάν αφήσωμεν την εισέλασιν του ξένου κεφαλαίου άνευ ελέγχου, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν μονοπωλιακαί επιχειρήσεις, αι οποίαι θα παραλύσουν διά παντός την προσπάθειαν του εγχωρίου κεφαλαίου και θα το μετέτρεπον εις κεφάλαιον παρασιτικόν και υπηρετικόν των ξένων μονοπωλίων, θα του ανέθετον απλώς ένα ρόλον εμπορομεσίτου. Επομένως, η χρηματοδότησις της αναπτύξεως της οικονομίας μας, θα ημπορούσε να γίνη, πρώτον, από την κινητοποίησιν εντοπίων χειρών και τον προσανατολισμόν εις παραγωγικάς επενδύσεις και όταν διαπιστωθή η ανεπάρκεια, περί της οποίας δεν υπάρχει καμμία δυσκολία, όταν γίνουν όλαι αι συμφωνίαι, αι οποίαι θα χρησιμοποιήσουν το αγροτικόν μας προϊόν ωσάν μέσον πληρωμής των κεφαλαιουχικών αγαθών, τα οποία θα προμηθευθώμεν από εκείνους, οι οποίοι διατίθενται να ανταλλάξουν τας βιομηχανικάς εγκαταστάσεις, που θα δεχθούν την ανταλλαγήν με βιομηχανικά προϊόντα, όταν εξαντληθούν και αυτά τα μέσα δεν αποκλείομεν τον δανεισμόν του ξένου κεφαλαίου, αλλά όχι υπό την μορφήν της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως, χωρίς προνομιακούς και αποικιακούς όρους, αλλά υπό τη μορφήν του δανεισμού εις λογικά επίπεδα χρηματοδοτήσεως. […]
Κύριοι συνάδελφοι, λάθος είναι επίσης και ανακριβές, ότι δεν κλείνονται αι Ανατολικαί αγοραί, διότι τα είδη τα εκείθεν εισαγόμενα, δεν επηρεάζονται από την άρσιν της δασμολογικής προστασίας. Διότι ετονίσαμεν, ότι είναι δυνατόν να εξάγωνται εκεί επωφελώς με καλλιτέρας τιμάς άλλα είδη και να αναπτυχθούν απεριορίστως αι ανταλλαγαί. […]
Πραγματικά ανεγνωρίσθη και από την Κυβέρνησιν, ότι ο σκοπός είναι περισσότερον πολιτικός και όχι οικονομικός. Η σύμβασις αυτή μας επιβάλλει και διά ρητών διατάξεων, αλλά και εις την ουσίαν, ως επί της οικονομικής εξαρτήσεως, μειωμένην εθνικήν κυριαρχίαν. Τας αποφάσεις τας λαμβάνει διά πολλά θέματα ένα Συμβούλιον, εις το οποίον ούτε κάν θα μετέχωμεν. Υπάρχει ένα γαλλικόν σχέδιον προς πολιτικήν συνεργασίαν των χωρών της Κοινής Αγοράς, το οποίον εθεώρησαν οι κ.κ. Υπουργοί ως επιδιώξιμον. Η ερμηνεία, την οποίαν δίδουν εις αυτό -«ΜΟΝΤ» 22.1.61- είναι, ότι θέλουν να δημιουργήσουν μίαν ομάδα πιέσεως εις τους κόλπους του Ν.Α.Τ.Ο. οι Γάλλοι με τους Γερμανούς, διά να ασκούν κυριαρχίαν επί των υπολοίπων εξ χωρών. […]
Λέπρα, λοιπόν, η ουδετερότης. Ζήτω ο πόλεμος. Η Κοινή Αγορά είναι η υποταγή εις δυνάμεις φιλοπολέμους, κατ’ αποκλεισμόν χωρών, αι οποίαι δεν διατρέχουν τον κίνδυνον της Ελλάδος, διότι έχουν αναπτύξει την οικονομίαν των, όπως η Σουηδία, η Αυστρία, κ.ά., επειδή διαφωνούν εις το ζήτημα της ειρήνης και του πολέμου, είναι, δηλαδή, υπέρ της ουδετερότητος. […]
Αυτά όλα, κύριοι, όχι μόνον αποτελούν μίαν επιβολήν πολιτικής δεσμεύσεως, διά να ενταχθώμεν εις φιλοπολέμους επιδιώξεις αφού η ουδετερότης είναι κάτι το επίμεμπτον και της αποκλείουν την είσοδον, αλλά επιφέρει μίαν ολοκληρωτικήν απώλειαν της εθνικής κυριαρχίας, και τυπικώς και ουσιαστικώς, λόγω της συνδέσεως με μεγαλυτέρους και ισχυροτέρους συνεταίρους. Υπάρχει αδυναμία από εκεί και πέρα να εφαρμόσωμεν την πολιτικήν ειρήνης αφού και η τήρησις της ουδετερότητος είναι απαράδεκτος.
Εμπλεκόμεθα, επομένως, όχι εις κίνδυνον εξαφανισμού των στοιχείων, τα οποία συγκροτούν την οικονομίαν της χώρας μας, αλλά και εις εμπλοκήν εις τυχοδιωκτικάς επιδιώξεις φιλοπολέμους. […]
Το συμπέρασμά μου δεν είναι ότι εξ όλων αυτών πρέπει να συναγάγωμεν, ότι η ημερομηνία της εντάξεώς μας εις την Κοινήν Αγοράν θα είναι μία μαύρη ημερομηνία εις την ιστορία του τόπου, θα είναι μία μαύρη, επαναλαμβάνω, ημερομηνία, τόσον μαύρη, όσον υπήρξεν η Μικρασιατική καταστροφή ή η κατάκτησις της χώρας μας από τους χιτλερικούς το 1941. […]

Ν. ΚΙΤΣΙΚΗΣ:
Κύριοι βουλευταί, αποτελεί πλάνην ο ισχυρισμός, ότι όλα τα πολιτικά Κόμματα, εκτός της Ε.Δ.Α., συμφωνούν, ότι η σύνδεσις της Ελλάδος με την Κοινήν Αγοράν θα έχη ευεργετικήν επίδρασιν εις την οικονομικήν ανόρθωσιν της χώρας, ότι η Ε.Δ.Α. έχει απομονωθή, ότι όλος ο επιστημονικός κόσμος, όλαι αι παραγωγικαί τάξεις, ο βιομηχανικός, βιοτεχνικός και αγροτικός κόσμος αποβλέπουν εις την σύνδεσιν της Ελλάδος με την Κοινήν Αγοράν ως εις μέγα, ιστορικόν οικονομικόν γεγονός, το οποίον θα έχη ως αποτέλεσμα την έξοδον της Ελλάδος από την εξαθλίωσιν και την διάνοιξιν οδού προς την ευημερίαν.
Το αντίθετον συμβαίνει. Όλοι ανεξαρτήτως, και αυτή η Κυβέρνησις ακόμη, αντιμετωπίζουν το οικονομικόν μέλλον της χώρας, ύστερα από την σύνδεσιν μετά δέους. Δέχονται, όμως, το μέτρον της συνδέσεως ως πολιτικήν και οικονομικήν αναγκαιότητα. Το βασικόν επιχείρημά των είναι, ότι δεν ήτο δυνατόν ν’ αποφύγωμεν την επερχόμενην θύελλαν - φράσις του κ. Κασιμάτη. Η διαφορά μας με τα λοιπά πολιτικά Κόμματα είναι, ότι ημείς αμφισβητούμεν αυτήν την πολιτικήν και οικονομικήν αναγκαιότητα.
Εγγράφησαν και γράφονται καθημερινώς πολλά εις τον ημερήσιον και καθημερινόν τύπον, διά τας οικονομικάς συνεπείας της συνδέσεως. Το γεγονός εόναι, ότι κανείς δεν ξεύρει τι μας περιμένει. Αι θριαμβολογογίαι των κυβερνητικών, αλλά και μερικών εφημερίδων της Αντιπολιτεύσεως, είναι χωρίς περιεχόμενον. Δεν υπάρχει καμμία επιστημονική αντίκρουσις του ισχυρισμού, ότι από άποψιν οικονομικήν θα έχη μέγιστον βαθμόν κάθε προσπάθειαν, όχι μονον της βαρείας εμβιομηχανίσεως, την οποίαν οριστικά θα ματαιώση, αλλά και της ελαφράς, των μέσων καταναλώσεως, την οποίαν σοβαρώτατα θα περιορίση, ότι θα επηρεάση δυσμενέστατα και την γεωργικήν παραγωγήν, η οποία επίσης θα συμπυχθή στα όρια που επιτρέπουν τα συμφέροντα των χωρών που παράγουν όμοια γεωργικά προϊόντα. […]
Σήμερον, την Ελληνικήν οικονομίαν, χαρακτηρίζει χαμηλή παραγωγικότης, ήτοι το παραγόμενα κατ’ απασχολούμενον αγαθά, με συνέπειαν μέγα κόστος και αύξησιν των εισαγωγών. Εις από τους συντελεστάς της χαμηλής παραγωγικότητας, ίσως, ο σημαντικώτερος, είναι το χαμηλόν μορφωτικόν επίπεδον του λαού. Στην ύψωσιν του μορφωτικού επιπέδου, εις την εξάλειψιν του αναλφαβητισμού έπρεπε να συγκλίνουν όλαι αι προσπάθειαι ανασυγκροτήσεως που προϋποθέτουν αύξησιν παραγωγικότητος. Υψηλή παραγωγικότης και αναλφαβητισμός, είναι ασυμβίβαστα.
Η από εξαετίας Κυβέρνησις Καραμανλή παρεγνώρισε το γεγονός, ότι η παιδεία αποτελεί τεράστιον συντελεστήν επιτυχίας μιας ορθής οικονομικής πολιτικής. […]
Πώς είναι δυνατόν να γίνη η Ελληνική παραγωγή ανταγωνιστική με τον εργαζόμενον λαόν αναλφάβητον, ανίκανον να παρακολουθήση νέας μεθόδους παραγωγής; Ούτω η συνολική παραγωγικότης της Ελληνικής οικονομίας ευρίσκεται το πολύ, εις το ένα τρίτον της μέσης παραγωγικότητος των εξ χωρών της Κοινής Αγοράς εις όλους τους τομείς, ήτοι την γεωργίαν, την βιομηχανίαν, και εις τας υπηρεσίας. Η Ελληνική παραγωγικότης εις την γεωργίαν είναι τα 37% της μέσης παραγωγικότητος της γεωργίας εις την Κοινήν Αγοράν και εις την βιομηχανίαν αντιστοίχως τα 38%. Εξ άλλου, την οξύτητα του προβλήματος δίδει και το γεγονός, ότι εντός της πενταετίας 1955-59, η παραγωγικότης της Ελληνικής οικονομίας παρουσίασε ανεπαίσθητον αύξησιν. Αι χώραι της Ε.Ο.Κ. έχουν υψηλότατον επίπεδον μορφωτικής στάθμης του λαού. (Ολλανδία - Παπαληγούρας).
Το θαύμα ανασυγκροτήσεως της Σοβιετικής Ενώσεως, οφείλεται στην καταπληκτικήν ύψωσιν της παιδείας, με αποτέλεσμα την παντελή εξάλειψιν του αναλφαβητισμού.
Ο άνθρωπος είναι το σημαντικώτερον των μέσων παραγωγής. Το αξίωμα αυτό πρέπει να είναι βαθειά ριζωμένο στην συνείδησίν μας και να στρέψωμεν όλην μας την προσοχήν στην ανάπτυξιν, στον πολλαπλασιασμό, στην καλλιτέρευσιν αυτού του μέσου παραγωγής, δηλαδή, του ανθρώπου. Ο νέος εργάτης και ο νέος αγρότης πρέπει να αποκτήσουν την ανάγκην της μορφώσεως. Πρέπει να γίνη εις τον λαόν και ιδίως εις τον εργαζόμενον κόσμον, βαθύτατα συνειδητή η σημασία επιστήμης, διά την ικανοποίησιν των κοινωνικών και ανθρωπίνων αναγκών, διά την μελέτην των πολυσυνθέτων ζητημάτων της παραγωγής.
Κατ’ αντίθεσιν προς τας χώρας της Ε.Ο.Κ., δεν έχομεν τεχνικά στελέχη. Διά την ίδρυσιν νέων βιομηχανιών μετακαλούμεν ξένους. Αυτοί συντάσσουν εκθέσεις, μελέτας αμφιβόλου ποιότητος. Αυτοί κρίνουν τας προσφοράς εις τους διαγωνισμούς, δημιουργούντες εκάστοτε δισταγμούς διά το κίνητρον των αποφάσεών των και συντάσσουν τας συμβάσεις εκτελέσεως των έργων που ούτε κάν μεταφράζονται. Αυτοί παρακολουθούν την εφαρμογήν των. Αι ανωμαλίαι και αι υπερβάσεις που σημειούνται εις τας εκτελέσεις, πολλάκις οφείλονται εις την ανάμιξιν των ξένων δήθεν εμπειρογνωμόνων και μελετητών. […]
Το συμπέρασμα είναι, ότι Κοινή Αγορά σημαίνει ενοποίησιν των εθνικών οικονομιών των χωρών που την αποτελούν, ως ιδρυτικά ισότιμα μέλη, ως αν πρόκειται διά μίαν οικονομίαν με αποικίας και συνδεομένας με γεωργικάς χώρας λ.χ. στην Ελλάδα.
Απώτερος σκοπός είναι, όπως ο ευρύτατος αυτός οικονομικός χώρος αποκρήση και πολιτικήν ενότητα. Πράγματι, η συνθήκη της Ρώμης προσδιορίζει την Κοινήν Αγοράν όχι μόνον σαν οικονομικόν σκοπόν, αλλά και σαν πολιτικήν κοινοπραξίαν.
Ούτω, υπό την πίεσιν της εξεγέρσεως των υποαναπτύκτων, τέως αποικιακών λαών, η Δυτική Ευρώπη συνεσπειρώθη εις οικονομικόν και πολιτικόν σύνολον. Τα κράτη της, το ένα μετά το άλλον, έχασαν τας αποικίας των. Το οκοδόμημα της αποικιοκρατίας κατέρρευσεν. Οι ως χθες υπόδουλοι λαοί απέκτησαν την ανεξαρτησίαν των και εθεμελίωσαν ιδικάς των βιομηχανίας ή εισάγουν βιομηχανικά προϊόντα από τας χώρας που εξυπηρετούν καλλίτερα τα οικονομικά των συμφέροντα.
Τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, τα οποία κυρίως εστήριζαν την οικονομικήν των ανάπτυξιν εις την εξαντλητικήν εκμετάλλευσιν των αποικιών, ανεζήτησαν με την ένωσίν των διεύρυνσιν του οικονομικού χώρου μέσα εις την Ευρώπην και αποικίας μέσα εις την Ευρώπην, υπό την μορφήν της συνδέσεως υποαναπτύκτων γεωργικών χωρών με την Κοινήν Αγοράν, ως αντιστάθμισμα των υπερποντίων απολεσθεισών αποικιών. Πρώτη εκ των τελευταίων αποικιών αποκτηθείσα από της συνδέσεως υπήρξε η Ελλάς.
Μέσα διά την οικονομικήν ενότητα ήσαν η κατάργησις των τελωνειακών προστατευτικών και ταμειακών δασμών και κοινή οικονομική βιομηχανική πολιτική. Η κατάργησις των τελωνειακών εμποδίων επιτελείται βαθμηδόν, μεσολαβούσης μεταβατικής περιόδου.
Με την οικονομικήν και πολιτικήν αυτήν ενότητα συνεδέθη η Ελλάς, όχι ως ισότιμον μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τα δικαιώματα που της παρέχουν το συμβούλιον Συνδέσεως του άρθρου 65 και η διαιτησία του άρθρου 67, περί ως θα ομιλήσωμεν, είναι πενιχρά. Είναι υποχρεωμένη να δέχεται τας αποφάσεις και να τας εκτελή, χωρίς να μετέχη εις τας συζητήσεις και να τας επηρεάζη με την γνώμην της. Αναλαμβάνει τεραστίας υποχρεώσεις, χωρίς αντίστοιχα δικαιώματα. Δημιουργείται καθεστώς αποικιακής εξαρτήσεως, προς ικανοποίησιν των αναγκών των μεγάλων μονοπωλίων της Ευρωπαϊκής Δύσεως, διά πρώτας ύλας και τοποθέτησιν βιομηχανικών προϊόντων.
Η Ε.Ο.Κ. αποβλέπει στην οργανικήν σύνδεσιν των εξ οικονομιών. Αι εθνικαί οικονομίαι των εξ κρατών ομοιάζουν. Το βιοτικόν επίπεδον ευρίσκεται εις το αυτό περίπου ύψος, πολλαπλάσιον του βιοτικού επιπέδου του Ελληνικού λαού, με βιομηχανικήν ανάπτυξιν σχεδόν την αυτήν, απέχουσαν τεραστίως της βιομηχανικής αναπτύξεως της Ελλάδος. Εν γένει υπάρχουν κολοσσιαίαι διαφοραί μεταξύ της Ελληνικής οικονομίας και των οικονομιών των εξ χωρών της Κοινότητος. Η μέση ανά κάτοικον βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδος, δεν είναι μεγαλυτέρα του ενός εβδόμου της μέσης ανά κάτοικον βιομηχανικής παραγωγής της Ε.Ο.Κ.
Η Ελληνική βιομηχανία έχει υψηλόν κόστος παραγωγής. Έχει ασυγχρόνιστον μηχανικόν εξοπλισμόν και είναι κατακερματισμένη σε μικρομονάδες. Πώς είναι δυνατόν ν’ αλλάξη σε τοιούτον βαθμόν, ώστε να γίνη ανταγωνιστική;
Αι προϋποθέσεις, τας οποίας θέτουν όλοι οι υποστηρικταί της συνδέσεως, λ.χ. η εισηγητική έκθεσις και ο κ. Υπουργός του Συντονισμού είναι, ότι η Ελλάς, από απόψεως βιομηχανικής, πρέπει εις το διάστημα των μεταβατικών περιόδων να εξομοιωθή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, με την Γερμανίαν, με το Βέλγιον και με τας άλλας βιομηχανικάς χώρας που αποτελούν την Ε.Ο.Κ.!
Η Ε.Ο.Κ. αποβλέπει εις την δημιουργίαν ευνοϊκών συνθηκών ανταγωνισμού της βιομηχανίας των εξ χωρών με βιομηχανίας των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ενώσεως. Δείχνει, όμως, μεγάλην προθυμίαν, παρά τον ανταγωνισμόν, να ικανοποιήση τους Αμερικανούς. Αναζητεί διευκόλυνσιν των αμερικανικών εξαγωγών. Η Ουάσιγκτων ανταποδίδει την προθυμίαν εξυπηρετήσεως και κυρίως διά πολιτικούς σκοπούς, όχι μόνον δεν αντιτάσσεται, αλλά ευνοεί τας επιδιώξεις της Κοινής Αγοράς.
Άλλωστε, αι τελευταίαι ειδήσεις μας πληροφορούν, ότι επίκειται μείωσις των δασμών, διά τα αμερικανικά προϊόντα, βιομηχανικά και αγροτικά, λ.χ. τον καπνόν εις τον χώρον της Ε.Ο.Κ. και πλήρης ένωσις των Η.Π.Α. με την Ε.Ο.Κ.
Κατ’ ουσίαν η αιχμή της Ε.Ο.Κ. στρέφεται προς την Σοβιετικήν Ένωσιν. Οπωσδήποτε τα εξ κράτη εξόχως βιομηχανικά (τα τρία δε εξ αυτών, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Ιταλία, επίσης, εξόχως γεωργικά) πραγματοποιήσαντα εις μέγιστον βαθμόν τας τελειοποιήσεις της βιομηχανικής παραγωγής, επεδίωξαν την δημιουργίαν ευρυτάτου κοινού οικονομικού χώρου, διά την διοχέτευσιν της παραγωγής και την από κοινού καθιέρωσιν πολιτικής περεταίρω βιομηχανικής αναπτύξεως. Αποτελεί η Ε.Ο.Κ. συγχρόνως ευρύτατον κλειστόν συνασπισμόν συμφερόντων των μεγάλων βιομηχανικών μονοπωλίων της Ευρώπης.
Εις την προσπάθειαν αυτήν δεν ηθέλησε ακόμη να συμμετάσχη η Μεγάλη Βρεταννία, διότι επιθυμεί να διατηρήση τα πλεονεκτήματα των εμπορικών της σχέσεων και δεσμών με την Κοινοπολιτείαν.
Εξ άλλου η Ε.Ο.Κ. θίγει ωρισμένα συμφέροντα της αγγλικής χρηματιστικής ολιγαρχίας. Διά τους λόγους αυτούς η Μεγάλη Βρεταννία, επεδίωξε μετά την υπογραφή της συνθήκης της Ρώμης, την δημιουργίαν της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, την ΕΖΕΣ, που θα περιελάμβανεν όλας τας χώρας του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής συνεργασίας. Η Μεγάλη Βρεταννία απέβλεπε μόνον εις την κατάργησιν των βιομηχανικών δασμών, με σκοπόν να διευκολύνη τας εξαγωγάς της εις τας Ευρωπαϊκάς χώρας, αλλά δεν ήθελε παράλληλα να διευκολύνη τας εισαγωγάς αγροτικών προϊόντων εκ μέρους άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, διότι είχε συμφέρον να προστατεύση τας εισαγωγάς εκ των χωρών της Κοινοπολιτείας. Με την ΕΖΕΣ επεδίωξε κατ’ αρχάς να συνδεθή η Ελλάς, κατά τρόπον εντελώς ακατανόητον. Τον Δεκέμβριον του 1958 συνήλθον οι Υπουργοί των Χωρών του ΟΕΟΣ που απετέλουν το Συμβούλιον του Οργανισμού και απέρριψαν το σχέδιον περί ΕΖΕΣ.
Μετά την αποτυχίαν αυτήν, η Μεγάλη Βρεταννία επεδίωξε την ένωσιν με χώρας εκτός της Ε.Ο.Κ. υπό όρους συμβιβαζόμενους με τους οικονομικούς δεσμούς της με την Κοινοπολιτείαν και εσχημάτισε την Ζώνην Ελευθέρων Συναλλαγών των επτά ή την Ευρωπαϊκήν Συνεργασίαν Ελευθέρου Εμπορίου (EUROPEAN FREE TRADE ASSOCIATION ή EFTA) πληθυσμού 90 εκατομμ. Αι Χώραι αυταί είναι αι τρεις Σκανδιναυϊκαί, Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, η Αυστρία, η Ελβετία και η Πορτογαλλία.
Κάθε τόσο συζητείται η συγχώνευσις της Ε.Ο.Κ. με την μικράν ζώνην των επτά εις μίαν Ευρωπαϊκήν Ζώνην Ελευθέρων συναλλαγών. Ο λόγος που εμποδίζει αυτήν την συγχώνευσιν δεν είναι μόνον οικονομικός, αλλά και πολιτικός. Ούτε αι Σκανδιναυϊκαί χώραι, ούτε η Ελβετία δέχονται να εισέλθουν εις πολιτικόν συνασπισμόν στρεφόμενον κατά των σοσιαλιστικών χωρών. […]
Αλλά τι θα έπρεπε να γίνη; Να μείνωμεν μακράν της των βιομηχανικώς προηγμένων Ευρωπαϊκών χωρών εντός Ε.Ο.Κ. ή της Ενώσεως των Επτά του Ελευθέρου Εμπορίου, παρά τον επισειόμενον από τους οπαδούς της υποτελείας κίνδυνον της απομονώσεως; Ασφαλώς ναι. Η σύνδεσίς μας με την Ε.Ο.Κ. σημαίνει απεριόριστον αύξησιν των εισαγωγών και περιορισμόν εις το ελάχιστον των εξαγωγών, διά της μειώσεως της παραγωγής βιομηχανικής και γεωργικής. […]
Διότι είναι ανάγκη να λεχθή, ότι ο σκοπός της Ενώσεως είναι κυρίως πολιτικός. Αι προσπάθειαι προς οικονομικήν ενοποίησιν απέβλεπον πάντοτε και εις πολιτικάς επιδιώξεις. Άλλωστε ο σκοπός της δημιουργίας, όχι μόνον οικονομικής αλλά και πολιτικής ενότητος, είναι διάχυτος εις την συνθήκην της Ρώμης. Τα σχέδια Ευρωπαϊκής Οικονομικής ενσωματώσεως πηγάζουν από ιμπεριαλιστικήν πολιτικήν των Ευρωπαϊκών κυβερνητικών καθεστώτων και ιδίως της Γερμανίας.
Η επιδίωξις της Ε.Ο.Κ. συνδέεται με τον αγώνα εναντίον των σοσιαλιστικών χωρών.
Ο Γερμανός καθηγητής οικονομολόγος κ. Βάλτερ Χαλστάιν εις άθρον του υπό τον τίτλον: «Οικονομική και Πολιτική Ενοποίησις» είναι απολύτως σαφής. Γράφει: Η οικονομική ενοποίησις δεν επενοήθη ούτε επραγματοποιήθη ως σκοπός καθ’ εαυτόν.
Αι «Ηνωμέναι Πολιτείαι της Ευρώπης» δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το ιδεώδες των ποιητών και φιλοσόφων του 18ου αιώνος. Αποκτούν το περιεχόμενον που έδωσε ο ιμπεριαλισμός των Ηνωμένων Πολιτειών τη Αμερικής κατ’ εικόνα και ομοίωσιν των οποίων αποβλέπουν να δημιουργηθούν. Ο σκοπός της Ε.Ο.Κ. και της συνθήκης συνδέσεως της Ελλάδος με την Ε.Ο.Κ. είναι πολιτικός. Αποβλέπει όχι εις την ένωσιν, αλλά εις τον χωρισμόν της Ευρώπης και του κόσμου. Θα δυσχερανθή πολύ η οικονομική και πολιτική συνεργασία εις πανευρωπαϊκήν βάσιν. Πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν, ότι το Αμερικανικόν κεφάλαιον έχει εισχωρήσει βαθειά στην οικονομικήν ζωήν της Γαλλίας, της Δυτικής Γερμανίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών. Σε όλην την Ευρώπην έχουν δημιουργηθή παραρτήματα των μεγαλυτέρων Αμερικανικών μονοπωλίων. Ο έλεγχος των οικονομιών και της πολιτικής των Εξ από τα αμερικανικά μονοπώλια θα είναι καταθλιπτικός.
Η Ε.Ο.Κ. κυριαρχείται από την Δυτικήν Γερμανίαν, η οποία αποβλέπει πάντοτε, από την εποχήν του Μπίσμαρκ, στην οικονομικήν ηγεμονίαν της Ευρώπης με ωμόν ρεαλισμόν. «Η πολιτική της Γερμανίας αναπτύσσεται εις κυριαρχούσαν δύναμιν εν Ευρώπη», γράφει ο κύριος Μαρκεζίνης. Η σύνδεσίς μας με την Ε.Ο.Κ. σημαίνει, εκτός των άλλων, την διάνοιξιν μιας ευρυτάτης λεωφόρου για την οικονομικήν διείσδυσιν της Γερμανίας εις το νευραλγικόν αυτό σημείον, που αποτελεί ορμητήριον διά τας οικονομικάς αποβάσεις στας χώρας της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Αι ανεμπόδιστοι εγκαταστάσεις ξένων βιομηχανιών, δηλαδή, κατά το πλείστον Γερμανικών, διά τας οποίας ομιλεί η συμφωνία συνδέσεως με την Ε.Ο.Κ. και προς ενίσχυσιν αυτής, η «συνθήκη εγκαταστάσεως και ναυσιπλοΐας» με την Δυτικήν Γερμανίαν θα δημιουργήσουν το προγεφύρωμα διά τοιαύτην εξόρμησιν.
Σκοπός, λοιπόν, της συνδέσεως με την Ε.Ο.Κ. είναι πολιτικός και όχι οικονομικός. Μεταβαλλόμεθα εις μίας επαρχίαν της Δύσεως και το κάμνομεν αυτό με άπειρη αγαλλίασιν, διότι θα έχωμεν την τιμήν να είμεθα οι «πτωχοί συγγενείς» των Εξ. Η αγάπη των «υψηλών μας συγγενών» είναι γνωστή από το παρελθόν. Όταν ήτο Υπουργός του Συντονισμού ο κ. Στεφανόπουλος και αργότερα ο κ. Μαρκεζίνης και κατηρτίζοντο προγράμματα ανασυγκροτήσεως ατελή βέβαια, και αφελή κάπως, αλλά πάντως εθνικά και με κεντρικήν ιδέαν την εκβιομηχάνισιν της Ελλάδος, τα οποία υπεβάλλοντο εις τον «Οργανισμόν Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας» εξέσπασε λυσσώδης αντίδρασις εναντίον της χώρας μας εκ μέρους των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, ακριβώς, εκείνων που απετέλεσαν αργότερον την Ε.Ο.Κ. Ο Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας τότε εις τον Ο.Ε.Ο.Σ., καθηγητής κ. Λέανδρος Νικολαΐδης, κατήγγειλε την αντίδρασιν των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και των Η.Π.Α., εις άρθρον του δημοσιευθέν εις τα «Τεχνικά Χρονικά». Μας έλεγαν, ότι είμεθα χώρα γεωργική και πρέπει να παραμείνωμεν γεωργική, ότι πρέπει να εγκαταλείψωμεν κάθε ιδέαν εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος.
Το 1952 υιοθέτησε τας αντιλήψεις αυτάς ο αείμνηστος Βαρβαρέσος στην πλήρη ηττοπαθείας έκθεσίν του προς τον Πρωθυπουργόν Πλαστήρα, δεχθείς, ότι είμεθα γεωργική χώρα και ότι δεν ημπορούμεν να ανέλθωμεν οικονομικώς με την εκβιομηχάνισιν, η οποία ποτέ δεν θα γίνη ανταγωνιστική. Αυτάς τας απόψεις υπεστήριζαν τότε οι Αμερικανοί και οι Δυτικοευρωπαίοι. Έτσι εματαιώθη κάθε προσπάθεια σχετική με την εκβιομηχάνισιν της χώρας. Αυτή θα είναι και σήμερον η πολιτική, την οποίαν θ’ ακολουθήσουν οι ξένοι συνεταίροι μας εις την σύνδεσιν, η ρεαλιστική και εκσυγχρονισμένη πολιτική έναντι της Ελλάδος, περί της οποίας ωμίλησεν ο κ. Παπαληγούρας. Ομιλώ με πολύν καημόν και αγανάκτησιν, γιατί είμαι ο πρώτος που το 1943, μέσα στην κατοχήν, ως πρύτανις του Πολυτεχνείου, επρόβαλα την εκβιομηχάνισιν της χώρας, ως την μοναδικήν λύσιν του οικονομικού μας προβλήματος και είπα, ότι η εκβιομηχάνισις οφείλει να είναι ο σκοπός όλων εκείνων, που θα ηγηθούν των τυχών της χώρας μας εις το μέλλον. Η αντίδρασις των βιομηχανικών χωρών εξεδηλώθη και αργότερον ποικιλοτρόπως, λόγου χάριν, εις την περίπτωσιν της Λαρύμνης. Η οικτρά αποτυχία της πρώτης προσπαθείας βαρείας εκβιομηχανίσεως πρέπει να θεωρηθή σαν «έγκλημα εκ προμελέτης» κατά της Ελλάδος και οφείλεται εις τον Κρουπ.
Πάντως, βέβαιον είναι, ότι καμμία εκ των χωρών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος δεν έχει συμφέρον να εκβιομηχανισθή η Ελλάς, ν’ αυξήση τας εξαγωγάς της, να βελτιώση το βιοτικόν επίπεδον του λαού της. […]
Προσεδέθημεν οικονομικώς αρρήκτως με την Δύσιν, παρά το γεγονός, ότι η Ελλάς δεν είναι μόνον δυτικο-ευρωπαϊκή χώρα. Είχεν ανέκαθεν και τας ανέπτυξε τελευταία, στενάς σχέσεις με τας χώρας της Μέσης νατολής, αποβλέπει εις την δημιουργίαν εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, είναι χώρα Βαλκανική και ανέπτυξεν αναλόγους σχέσεις με τας ανατολικάς σοσιαλιστικάς χώρας και την Ε.Σ.Σ.Δ., που κάθε μέρα ευρύνονται περισσότερον και δημιουργούν μεγάλας ελπίδας διά το μέλλον. Αι ελπίδες αυταί καταρρέουν ύστερα από την σύνδεσίν μας με την Ε.Ο.Κ. Δημιουργούνται ανυπέρβλητοι φραγμοί εμπορικών σχέσεων με τας χώρας έξω από την περιοχήν της Ε.Ο.Κ. και αι Ελληνικαί εξαγωγαί προς τας χώρας αυτάς που έφθασαν στα 60% των συνολικών εξαγωγών μας. (εξ αυτών 84% αι βιομηχανικαί) υπάρχει κίνδυνος να εκμηδενισθούν.
Εις αυτόν τον αμφιβόλου αξίας, πάντως ξένον, πολιτικόν σκοπόν, προσφέρεται ως οικονομικόν ολοκαύτωμα ο Ελληνικός λαός. Η Ελλάς συνδεομένη, όπως συνεδέθη με την Ε.Ο.Κ., χάνει πλέον κάθε ίχνος οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας, κάθε ελευθερίαν ρυθμίσεως της εσωτερικής και εξωτερικής της πολιτικής.
Από άποψιν πολιτικήν η σύνδεσις με την Ε.Ο.Κ. θα δημιουργήση αποπνικτικήν ατμόσφαιραν στερήσεως κάθε δυνατότητος ελευθέρας αντιμετωπίσεως, σύμφωνα εκάστοτε με τα Ελληνικά συμφέροντα, όχι μόνον των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων. Αι οικονομικαί εξαρτήσεις από την Ε.Ο.Κ. την μεταβάλλουν εις άβουλον πιόνι της πολιτικής των Δυτικών δυνάμεων, ανίκανον ν’ αντιταχθή εις οιανδήποτε πολιτικήν των αξίωσιν. Αλλά, η Ελληνική Κυβέρνησις επιδιώκουσα με τόσην επιμονήν την σύνδεσιν, είναι βέβαιον, ότι όχι μόνον δεν απέβλεψεν εις οικονομικά ωφελήματα, (η μελέτη του κ. Πεσμαζόγλου σαφώς το αποκλείει, εφ’ όσον ουδεμία των προϋποθέσεων που θεωρεί ως απαραιτήτους είναι δυνατόν να υπάρξη), αλλ’ αντιθέτως εν γνώσει των καταστρογικών οικονομικών συνεπειών, ηθέλησε να προσθέση νέας αλύσεις διά την πολιτικήν υποδούλωσιν της χώρας, να μεταβάλη την Ελλάδα εις «ρωμαϊκήν επαρχίαν».
Αποτελεί έγκλημα η σύνδεσις, αλλά το έγκλημα έγινεν εκ προμελέτης.

 

* Αποσπάσματα από τη συζήτηση στην ελληνική Βουλή για τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ [«Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής», Περίοδος ΣΤ΄, Σύνοδος Α΄, 4 Δεκεμβρίου 1961 - 21 Μαΐου 1962, τ. Α΄, Συνεδριάσεις: 1 (4 Δεκεμβρίου 1961 - 25 (5 Φεβρουαρίου 1962), εκδ. «Βουλή των Ελλήνων», Αθήνα, 1963]. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.