ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ ΤΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ»
Της Αννεκε Ιωαννάτου
Τα θέματα της συζήτησης αφορούν βασικά ζητήματα του επαναστατικού κινήματος και δεν είναι βέβαια καινούργια. Εχουν, ωστόσο, μεγαλύτερη οξύτητα κάτω από το βάρος της προσωρινής αντεπαναστατικής νίκης του ΄89-΄91.
Η μια πλευρά του ζητήματος αφορά την επαναστατική διαδικασία, όταν η εργατική τάξη και το Κόμμα της είναι στην εξουσία. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με το παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος και αυτό έχει με τη σειρά του σχέση και με το ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, αλλά, επίσης, με τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση σε κάθε καπιταλιστική χώρα.
Θα μπορούσε κανείς να θέσει τα εξής ερωτήματα:
Υπάρχει σήμερα μια τέτια προοπτική; Μήπως είχαν δίκιο ο Μπέρνσταϊν και ο Κάουτσκι και όχι ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν;
Μήπως έχουμε να κάνουμε σήμερα με μια επανεμφάνιση του γνωστού ψευτοδιλήμματος «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» ΄Η μήπως δεν πρόκειται ούτε καν γι΄ αυτό;
Διαπιστώσαμε ότι όχι σπάνια βάζετε στα κείμενά σας τις λέξεις «δημοκρατικός σοσιαλισμός» σε εισαγωγικά και χαιρόμαστε γι΄ αυτό, γιατί, πράγματι, ο όρος αυτός αποτελεί μια αντίφαση «εν τοις όροις».
Η προσθήκη του «δημοκρατικός» μπροστά στο «σοσιαλισμός» είναι μια ιδεολογική «μπηχτή» από μόνη της. Ο Μπέρνσταϊν, εδώ και 100 χρόνια, καθιέρωσε τη σχέση δημοκρατίας και σοσιαλισμού με το δικό του τρόπο, αλλά ο συνδυασμός των δύο σε μια σχέση άρχισε να εμφανίζεται πολύ αργότερα, όταν το 1959 στο Μπαντ - Γκόντεσμπεργκ το Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας διέγραψε την κάθε αναφορά στο μαρξισμό και καθιέρωσε την έκφραση «δημοκρατικός σοσιαλισμός» σαν ιδεολογική και πολιτική αναφορά.
«Η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα σκοπός και μέσον. Είναι το μέσον της επίτευξης του σοσιαλισμού μετά από αγώνα και είναι η μορφή πραγματοποίησης του σοσιαλισμού», έλεγε ο Μπέρνσταϊν το 1899 στο βιβλίο του «Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας». Και στο ίδιο: «Δημοκρατία είναι το πανεπιστήμιο των συμβιβασμών», δίνοντας από τότε τη βασική αρχή, το βασικό έναυσμα για το ρεφορμισμό. Από τότε οι σκέψεις του Μπέρνσταϊν περνούν σαν «κόκκινη» κλωστή σε όλα τα προγράμματα, τα αποφθέγματα κλπ. όλων των κομμάτων και των κινημάτων που παραιτήθηκαν από το μαρξιστικό δρόμο, που παραιτήθηκαν από το σοσιαλισμό, σαν τελικό στόχο.
Αν συγκρίνουμε τις βασικές έννοιες, όπως δόθηκαν από το Μπέρνσταϊν, με την ορολογία και την πράξη των ΚΚ, ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών, διαπιστώνουμε ότι όσα κόμματα τράβηξαν το δρόμο του ρεφορμισμού, χρησιμοποιούν ένα βασικό όμοιο οπλοστάσιο, εκφράσεις βασικές, κοινές συνιστώσες - άλλοτε πιο ανοιχτά, άλλοτε πιο κουκουλωμένα - παρμένες από τον πατέρα του αναθεωρητισμού και σταχυολογούμε από αυτές:
Πρώτο: Η απομάκρυνση του ζητήματος της ιδιοκτησίας από τα κομματικά προγράμματα. Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρεται ότι οι κομμουνιστές «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Σε όλα αυτά τα κινήματα προβάλλουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε μορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη κι αν έχει πάρει, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος». (υπογρ. δική μου) . Και σίγουρα, δεν είναι ένα από τα σημεία, τα οποία χαρακτήρισε «πεπαλαιωμένο» ο Ενγκελς στον πρόλογο για την αγγλική έκδοση του 1880. Η απομάκρυνση, λοιπόν, από αυτή τη θέση, παρουσιάζει το σοσιαλισμό όχι στη βάση των σχέσεων παραγωγής, αλλά σαν μια ηθική επιταγή.
Δεύτερο: Η απομάκρυνση της δικτατορίας του προλεταριάτου από τα κομματικά προγράμματα. Βεβαίως, κατανοούμε ότι είναι δύσκολο να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός χωρίς επεξήγηση πώς πρέπει να εκληφθεί - στον περίγυρο, στα πλαίσια της αστικής δικτατορίας, την οποία πολλοί άνθρωποι, στη βάση της ψευδούς συνείδησης που δημιουργεί ο καπιταλισμός, δεν την εκλαμβάνουν και δεν τη βιώνουν ως δικτατορία, ούτε καν σαν έλλειψη ελευθερίας - αλλά, ωστόσο, η απομάκρυνση της έννοιας αυτής σημαίνει διαγραφή ενός σημαντικού μέρους της κοσμοθεωρίας μας. Διότι πρόκειται για το ζήτημα της εξουσίας σε μια ολόκληρη ιστορική εποχή, δηλαδή στην περίοδο επαναστατικών μετασχηματισμών όλων των κοινωνικών σχέσεων, τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Γενικά, πρόκειται για αντιεπιστημονικές αντιλήψεις και τοποθετήσεις γύρω από την έννοια του κράτους. Στον καπιταλισμό παίζουν ποσοτικά με την έννοια αυτή, αν δηλαδή γίνεται «περισσότερο» ή «λιγότερο». Στο σοσιαλισμό είχαμε το κράτος σε συνδυασμό με το «παλλαϊκό» - μια βαθιά αντίφαση εν τοις όροις επίσης. Φαίνεται, ότι οι αντιδιαλεκτικοί, αντιφατικοί συνδυασμοί όρων και εννοιών είναι σήμα κατατεθέν του αναθεωρητισμού.
Τρίτο: Και φυσικά η εγκατάλειψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού σαν οργανωτική αρχή των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Εδώ ανήκει και η αντίληψη ότι τα ΚΚ πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους για οποιονδήποτε δηλώσει, ότι νοιώθει κομμουνιστής. Καθοριστική σημασία για να κριθεί η πορεία ενός κόμματος είναι επίσης - πέρα από τα προαναφερόμενα - πώς βλέπει το ρόλο της εργατικής τάξης σήμερα, το θέμα της «μεταρρύθμισης», η στάση απέναντι στις κατακτήσεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και η στάση απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΔΕΕ, ΕΕ κλπ.).
Ολα τα σημερινά τα βρίσκουμε στο έργο του Μπέρνσταϊν και είναι καλό να το δούμε, γιατί θα διαπιστώσουμε ότι τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει σήμερα στον αναθεωρητισμό, ότι πρόκειται πράγματι για νέες αναπαλαιώσεις ή παλαιές ανανεώσεις ενός αιώνα αναθεωρητισμού. Υπογραμμίζουμε την ιστορική περίοδο, πριν ένα αιώνα, κατά την οποία εμφανίζεται η αναθεωρητική διάβρωση του εργατικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανίζεται την εποχή που μπαίνει ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Με την ανισόμετρη ανάπτυξη οι επιτυχίες του τότε σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας στις πιο αναπτυγμένες χώρες είχαν αρχίσει να δημιουργούν ψευδαισθήσεις στην εργατική τάξη, ότι μπορεί να φτάσει μέσα στον καπιταλισμό σε ικανοποιητικά επίπεδα διαβίωσης, ότι μπορεί να εκδημοκρατιστεί ο καπιταλισμός και να δώσει πολλά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ετσι, η εργατική τάξη έγινε πιο ευάλωτη στη θεωρία, ότι μεταρρυθμίζοντας τον καπιταλισμό μπορεί να φτάσει κάποια στιγμή στην κοινωνία των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτές τις επιτυχίες ο Μπέρνσταϊν τις εκμεταλλεύτηκε κατά κόρον. Μίλησε για την αστική τάξη, που υποχωρεί βήμα-βήμα μπροστά στους δημοκρατικούς θεσμούς και γι΄ αυτό λιγοστεύουν οι αναγκαιότητες και οι ευκαιρίες μεγάλων καταστροφών και όποιος εμμένει στη θεωρία των καταστροφών πρέπει να καταπολεμήσει την ανάπτυξη, να την εμποδίσει για να βρει το δίκιο του. Μπαίνουμε πλέον στη θεωρία που ταλαιπωρεί και διασπά το εργατικό κίνημα από τότε. Μια θεωρία που εκφράζεται στο αντι-διαλεκτικό «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», λες και μπορεί να διαλέξει κανείς τον ένα από τους δύο δρόμους για να φτάσει στο σοσιαλισμό και, λες και είναι οι αιμοβόροι που όλο θέλουν επαναστάσεις και καταστροφές, δηλαδή οι κομμουνιστές.
Η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης δεν είναι σχέση αντινομίας, δεν είναι σχέση αντιπαράθεσης. Η κάθε μεταρρύθμιση αποτελεί μέρος της εξέλιξης. Αν ξεκόψει από τον τελικό στόχο της ανατροπής των σχέσεων της παλαιάς κοινωνίας, παραμένει ένα ιστορικό άσκοπο πέρα - δώθε, μια επιβράδυνση της εξέλιξης και τελικά γίνεται οπισθοδρόμηση.
Είμαστε όμως, 100 χρόνια αργότερα από το Μπέρνσταϊν και η ιστορία διδάσκει. Πουθενά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει η εμπειρία μιας ανατροπής των συνθηκών εξουσίας και των μορφών ιδιοκτησίας ενός καπιταλιστικού κράτους και πέρασμά τους σε σοσιαλιστικές σχέσεις, μέσω μιας αλυσίδας όλο και περισσότερων μεταρρυθμίσεων. Το αντίθετο μάλιστα. Εχουν διαπιστωθεί τα σαφή όρια των δυνατοτήτων μεταρρύθμισης, τα όρια των δημοκρατικών «αναμορφώσεων».
Ομως, η επανάσταση αποτελεί επίσης μέρος της εξελικτικής πορείας. Είναι η εξέλιξη με ποιοτικό άλμα, μια διακοπή, όπως είπε ο Ενγκελς του βαθμιαίου. Η ψευδο-αντινομία «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» είναι αντι-διαλεκτική και αντι - ιστορική. Και αυτό ακριβώς το αντι-διαλεκτικό σχήμα αποτελεί το βασικότερο συστατικό μέρος της κάθε είδους αναθεωρητικής, αστικής σκέψης και πράξης. Η κοινωνική μεταρρύθμιση αντί για μέσο γίνεται στόχος. Ο ίδιος ο Μπέρνσταϊν δήλωσε ρητώς, ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτό που λένε τελικό στόχο, αλλά ότι η κίνηση είναι το παν. Η ψευδο-αντινομία είναι έκφραση στο ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο της μεταφυσικής μεθόδου, που βλέπει στατικά τα φαινόμενα και όχι διαλεκτική πάλη και ενότητα, που αναλύει τα πράγματα ξεκομμένα το ένα από το άλλο και ξεκομμένα από τις αιτίες τους. Στο θέμα αυτό συμφωνούμε με την εξαιρετική ανάλυση της Ρ. Λούξεμπουργκ στο έργο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», όπου τονίζει εύστοχα, ότι η αντιπαράθεση στο Μπέρνσταϊν και τους οπαδούς του δεν αφορά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αγώνα, τη μία ή την άλλη τακτική, αλλά ολόκληρη την ύπαρξη του επαναστατικού κινήματος.
Το Κόμμα μας δεν τίθεται ενάντια στις μεταρρυθμίσεις. Παλεύει μαζί με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους για τις βελτιώσεις της ζωής τους, ενάντια στην αφαίρεση κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά εντάσσει την πάλη αυτή στην προοπτική της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δουλεύει για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης των από το σύστημα εκμεταλλευομένων. Συνειδητοποιεί πλήρως - παίρνοντας υπόψη του την ιστορική πείρα - ότι αυτός ο αγώνας, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχει σωστή σύνδεση τακτικής-στρατηγικής, σωστή πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί οδηγεί εύκολα στον εφησυχασμό μόλις επιτευχθεί κάποιο αποτέλεσμα ή στην απογοήτευση στην αντίθεση περίπτωση.
Από την ιστορία διδαχθήκαμε και κάτι άλλο: Η διείσδυση του αναθεωρητισμού μέσω του ψευδο-σχήματος του λεγόμενου δημοκρατικού σοσιαλισμού στις γραμμές του εργατικού κινήματος, το αποδυνάμωσε τόσο πολύ, ενσωματώνοντας το κίνημα στο σύστημα, ώστε όχι μόνο να μη γίνεται ικανό μέχρι τώρα να ανατρέψει τις καπιταλιστικές δομές στις χώρες, με ώριμες τις υλικές προϋποθέσεις, όταν παρουσιάζονταν οι ανάλογες συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, αλλά η έλλειψη αυτή της θεωρητικής, της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αποτέλεσε σε κρίσιμες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας τη βασική προϋπόθεση για να μπορέσουν οι αντιδραστικές δυνάμεις να διαχειριστούν τις κοινωνικές κρίσεις. Με αυτή την έννοια η άνοδος του φασισμού μπορεί να συνδεθεί - τουλάχιστον έμμεσα - με ευθύνες των εκπροσώπων, των ηγεσιών του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» με τις εκάστοτε μορφές που παίρνει, εξαιτίας της μη καλλιέργειας ταξικής συνείδησης στις ευρύτερες μάζες. Εδώ έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε στα εξής λόγια του Α. Γκράμσι:
«Το να παραμελήσουμε τις λεγόμενες αυθόρμητες κινήσεις και, ακόμα χειρότερα, να τις περιφρονήσουμε, δηλαδή να μην τους δώσουμε μια συνειδητή κατεύθυνση, να τις εξυψώσουμε σ΄ ένα ανώτερο επίπεδο εντάσσοντάς τις στην πολιτική, μπορεί συχνά να έχει πολύ σοβαρές και βαριές συνέπειες. Σχεδόν πάντα την «αυθόρμητη» κίνηση των κάτω τάξεων τη συνοδεύει μια αντιδραστική κίνηση της δεξιάς πτέρυγας της κυρίαρχης τάξης.... Για παράδειγμα μια οικονομική κρίση προκαλεί αφ΄ ενός δυσαρέσκεια στις κάτω τάξεις και αυθόρμητες μαζικές κινήσεις, αφ΄ ετέρου προκαλεί συνωμοσίες αντιδραστικών ομάδων, οι οποίες εκμεταλλεύονται την αντικειμενική εξασθένηση της κυβέρνησης για να προσπαθήσουν να κάνουν πραξικοπήματα. Εναυσμα τέτιων πραξικοπημάτων αποτελεί το γεγονός, ότι οι υπεύθυνες ομάδες παραλείπουν να δώσουν μια συνειδητή κατεύθυνση σε αυθόρμητες κινήσεις κάνοντάς τις έτσι έναν θετικό πολιτικό παράγοντα».
Σήμερα διαπιστώνουμε - η ένταση διαφέρει από χώρα σε χώρα - μια έξαρση συνθηματικής φρασεολογίας ιδιαίτερα εκ μέρους των κομμάτων της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς» και εκείνων των πρώην ΚΚ, που διάλεξαν το ρεφορμιστικό δρόμο. Τουλάχιστον στην Ελλάδα δίνουν και παίρνουν εκφράσεις όπως «ανασυγκρότηση», «επαναπροσδιορισμός», «νέα (ενιαία) σκέψη», «νέες μορφές», «νέες δυνάμεις», «νέα εποχή», «νέοι συσχετισμοί», «εκσυγχρονισμός», ακόμα και «προοδευτικός εκσυγχρονισμός», «αλληλεγγύη», «κοινωνική πρόοδος» κλπ., συνοδευόμενες από μια όλο και σκληρότερη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Σε αυτή τη φάση, μετά από 100 χρόνια αναθεωρητικής, «δημοκρατικής» αναστολής της ιστορίας, οι εκπρόσωποι του «Δημοκρατικού σοσιαλισμού» έχουν γίνει ιδιαίτερα κενολόγοι. Μια τόσο μεγάλη διάσταση ανάμεσα σε λόγια και πράξη δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα. Ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», ο ρεφορμισμός κλπ. δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρχουν ακριβώς με την παλιά μορφή. Οι κατακτήσεις που φάνηκαν σαν επιτυχία τους, μπόρεσαν μόνο να επιτευχθούν, επειδή υπήρχαν «οι άλλοι» (1917, το σοσιαλιστικό στρατόπεδο κλπ.).
Ποιές είναι οι αιτίες, για τις οποίες μπόρεσε να επικρατήσει τόσο πολύ το ρεφορμιστικό ρεύμα; Εδώ θα στραφούμε στο Λένιν. Το άρθρο του, «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού» (1916) βοηθάει στην κατανόηση των αιτιών. Στο άρθρο αυτό συναντάμε τις εξής θέσεις:
1. Οι οπορτουνιστές δρουν από κοινού με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη ακριβώς στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ιμπεριαλιστικής Ευρώπης σε βάρος της Ασίας και της Αφρικής.
2. Οι οπορτουνιστές, αντικειμενικά, αποτελούν μια μερίδα των μικροαστών και μερικών στρωμάτων της εργατικής τάξης, μερίδα που έχει εξαγοραστεί με χρήματα από τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και έχει μετατραπεί σε μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, σε διαφθορέα του εργατικού κινήματος.
3. Από αυτή την οικονομική σχέση, υπάρχει βαθύτατη σύνδεση της ιμπεριαλιστικής ακριβώς αστικής τάξης με τον οπορτουνισμό, που είχε νικήσει τότε, στα 1916, μέσα στο εργατικό κίνημα.
4. Χωρίς την απαλλαγή από τους οπορτουνιστές αυτούς το εργατικό κίνημα θα παραμείνει αστικό εργατικό κίνημα.
5. Οι δύο αυτές τάσεις, η επαναστατική και η οπορτουνιστική ρεφορμιστική, και μάλιστα τα δύο κόμματα στο σύγχρονο εργατικό κίνημα, αναφέρει ο Λένιν, που ξεχώρισαν τόσο καθαρά σ΄ όλο τον κόσμο το 1914-1916, είχαν παρακολουθηθεί από τον Ενγκελς και τον Μαρξ στην Αγγλία, στη διάρκεια σειράς διαλέξεων, περίπου από το 1872 ως το1892.
Ο Ενγκελς σε γράμμα του στο Μαρξ (7.10.1858) γράφει:
«Το αγγλικό προλεταριάτο στην πραγματικότητα αστικοποιείται ολοένα και περισσότερο, έτσι που αυτό το πιο αστικό από όλα τα έθνη θέλει, κατά τα φαινόμενα να οδηγήσει τελικά τα πράγματα ως το σημείο που να έχει μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο δίπλα στην αστική τάξη».
Στο Μαρξ το 1872, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Διεθνούς ψηφίζει μομφή, μετά τις έντονες διαμαρτυρίες του Hales για τα λόγια του Μαρξ ότι οι «Αγγλοι εργατικοί ηγέτες πουλήθηκαν».
Ο Ενγκελς στις 14.9.1891 εκτιμώντας το συνέδριο των τρεϊντ-γιούνιονς στο Νιουκαστλ γράφει πως: «και οι αστικές εφημερίδες αναγνωρίζουν την ήττα του αστικού εργατικού κινήματος».
Την κριτική στην αστική εργατική πολιτική, τα αστικά εργατικά κόμματα και τον οπορτουνισμό τους, ο Ενγκελς δεν την εγκαταλείπει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της «Κατάστασης της εργατικής τάξης στην Αγγλία» που γράφτηκε το 1892, εξακολουθεί να κάνει λόγο, για «αριστοκρατία στην εργατική τάξη» για «προνομιούχα μειοψηφία εργατών», σε αντίθεση με «την πλατιά μάζα των εργατών». Σημείωνε με διορατικότητα πως μόνο «μια μικρή προνομιούχα, προστατευόμενη μειοψηφία» της εργατικής τάξης είχε «πλεονεκτήματα μακράς διαρκείας» λόγω της προνομιακής θέσης της Αγγλίας στα 1848-1868, ενώ «η πλατιά μάζα στην καλύτερη περίπτωση απολάμβανε βελτίωση σύντομης διάρκειας...» και παρατηρούσε πως «με την κατάρρευση του βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας η αγγλική εργατική τάξη θα χάσει την προνομιακή της θέση...
Ο Λένιν ξεκινώντας απ΄ αυτές τις αναλύσεις, παρατηρούσε τις αλλαγές που σημειώθηκαν κατά το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιό του: «Τότε, ¨αστικό εργατικό κόμμα¨... μπορούσε να σχηματιστεί μόνο σε μια χώρα, γιατί μόνο μια χώρα κατείχε το μονοπώλιο, μα για πολύ καιρό. Τώρα, ένα «αστικό εργατικό κόμμα» είναι αναπόφευκτο και τυπικό για όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες» και έκανε μια σημαντική παρατήρηση στην οποία θα χρειαστεί να επανέλθουμε παρακάτω. «Ωστόσο, γράφει ο Λένιν, λόγω του απεγνωσμένου αγώνα τους για τη διανομή της λείας, είναι απίθανο να μπορέσει ένα τέτοιο κόμμα να νικήσει για πολύ καιρό σε μια σειρά χώρες».
6. Οπου ο μαρξισμός είναι δημοφιλής ανάμεσα στους εργάτες, σημειώνει ο Λένιν, εκεί αυτό το πολιτικό ρεύμα, αυτό το «αστικό εργατικό κόμμα, θα ομνύει και θα ορκίζεται στο όνομα του Μαρξ, μια και το χρειάζεται για να εξαπατήσει τις καταπιεζόμενες τάξεις.
«Στην καπιταλιστική κοινωνία, και η εργατική τάξη μπορεί να ασκεί αστική πολιτική, αν ξεχάσει τους απελευθερωτικούς της σκοπούς, συμβιβάζεται με τη μισθωτή δουλεία και περιορίζεται στο να φροντίζει για συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο αστικό κόμμα για χάρη δήθεν «βελτιώσεων» της δουλικής της κατάστασης» .
Και συμπέρανε: «Το γεγονός είναι ότι «αστικά εργατικά κόμματα» σαν πολιτικό φαινόμενο, έχουν πια δημιουργηθεί σ΄ όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ότι χωρίς αποφασιστικό, ανελέητο αγώνα, σ΄ όλη τη γραμμή ενάντια σ΄ αυτά τα κόμματα - ή πράγμα που είναι το ίδιο, ομάδες, ρεύματα κλπ. - δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος ούτε για αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ούτε για μαρξισμό, ούτε για σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα» και ακόμα: «Δεν έχουμε κανένα απολύτως λόγο να πιστεύουμε ότι τα κόμματα αυτά μπορούν να εξαφανιστούν πριν από την κοινωνική επανάσταση. Αντίθετα όσο πιο κοντά θα είναι αυτή η επανάσταση .... τόσο μεγαλύτερο ρόλο θα παίζει στο εργατικό κίνημα ο αγώνας του επαναστατικού-μαζικού χειμάρρου ενάντια σε κάθε τι το οπορτουνιστικό μικροαστικό...» .
7. Πάνω σ΄ αυτή την οικονομική βάση των ιμπεριαλιστικών κρατών και γενικά των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, προσαρμόζονται και οι πολιτικοί θεσμοί του καπιταλισμού - Τύπος, Κοινοβούλιο, Ενώσεις, Συνέδρια κλπ., - που έχουν δημιουργήσει «για τους σεβόμενους τα καθιερωμένα, τους φρόνιμους ρεφορμιστές και πατριώτες, υπαλλήλους και εργάτες, πολιτικά προνόμια και ψιχία που αντιστοιχούν στα οικονομικά προνόμια και ψιχία. Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες στα Υπουργεία ή στην Επιτροπή πολεμικής βιομηχανίας, στο Κοινοβούλιο και στις διάφορες επιτροπές, στις συντάξεις των «σοβαρών» νόμιμων εφημερίδων ή στις διοικήσεις των όχι λιγότερο σοβαρών και «αστικά πειθήνιων» εργατικών συνδικάτων - να με τι τις προσελκύει και αμείβει η ιμπεριαλιστική αστική τάξη τους εκπροσώπους και οπαδούς των «αστικών εργατικών κομμάτων»» .
8. Η βασική προσαρμογή που επιχείρησε η πιο «έξυπνη» πολιτικά μερίδα της αστικής τάξης, στην αυγή του 20ού αιώνα, μπροστά και στη γοργή ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ήταν πως αντί της ανοικτής και αδιάλλακτης πάλης ενάντια σ΄ όλες τις βασικές θέσεις του σοσιαλισμού στο όνομα του απαραβίαστου της ατομικής ιδιοκτησίας και της ελευθερίας του συναγωνισμού, άρχισε να τάσσεται όλο και πιο συχνά, μέσω των ιδεολόγων της και των πολιτικών της παραγόντων, υπέρ των λεγόμενων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και κατά της ιδέας της κοινωνικής επανάστασης.
«Και όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη δοσμένη χώρα, σημείωνε ο Λένιν, όσο πιο αμιγής είναι η κυριαρχία της αστικής τάξης, όσο περισσότερη ελευθερία υπάρχει, τόσο πιο πλατιά είναι τα περιθώρια για την εφαρμογή του «νεότατου» αστικού συνθήματος: μεταρρυθμίσεις ενάντια στην επανάσταση, ένα επιμέρους μπάλωμα του καθεστώτος που χάνεται με σκοπό τη διατήρηση της αστικής τάξης στην εξουσία, ενάντια στην επαναστατική ανατροπή αυτής της εξουσίας» .
Η ύπαρξη και εδραίωση μέσα στις εργατικές μάζες ενός τέτιου κόμματος είναι απαραίτητο στοιχείο για την εξουσία της αστικής τάξης, χρησιμεύει αντικειμενικά να παίξει το ρόλο της ασφαλιστικής δικλείδας του συστήματος.
Το διάβημα που πραγματοποίησε η σοσιαλδημοκρατία μέσα στο εργατικό κίνημα στηριζόταν στην αποδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού, των αστικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης σαν το προνομιακό πεδίο κομματικού ανταγωνισμού. Οι ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη, που η πρώιμη σοσιαλδημοκρατία δεν αμφισβητούσε ότι υπάρχουν, έπρεπε να κινούνται μέσα στα αστικά θεσμικά πλαίσια. Στο κοινοβούλιο και στους άλλους θεσμούς που δημιουργεί η αστική κοινωνία (συμβούλια οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, κανόνες τριμερών διαπραγματεύσεων και άλλα) πρέπει να διευθετούνται αυτές οι διαφορές. Το κύριο διάβημα της σοσιαλδημοκρατίας στα συνδικάτα και τους αγώνες των εργαζομένων αποτελούσε ο οικονομισμός. Στις μέρες μας, ακόμα και αυτός ο αγώνας έχει υποχωρήσει με την αποδοχή του «κοινωνικού διαλόγου».
Με αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις μια τέτοια «αριστερά» μπορεί και πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το σύστημα, να γίνει στήριγμα του αστικού κράτους. Απαραίτητος όρος γι΄ αυτό είναι να πετύχει να κυριαρχήσει στο αριστερό πολιτικό φάσμα, να γίνει το μοναδικό ή το μόνο σημαντικό και υπολογίσιμο σημείο συγκέντρωσης κάθε αντιπολίτευσης «από τα αριστερά».
Γιατί εξακολουθεί να επηρεάζει η θεωρία αυτή ακόμα τόσο πολύ; Εδώ ακολουθούν ορισμένοι παράγοντες, που πιστεύουμε ότι παίζουν σημαντικό ρόλο:
•
Ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας, που είναι - ως γνωστό - η πιο ισχυρή, γιατί είναι η πιο πλατιά, πιο έμπειρη και διαθέτει τα κατά πολύ ισχυρότερα μέσα διάδοσής της.
•
Οι αντεπαναστατικές ανατροπές των σοσιαλιστικών συστημάτων έχουν περάσει - με τα μέσα αυτά - σαν αποτυχία μιας εναλλακτικής κοινωνικής λύσης και έχουν εγκλωβίσει ευρύτερα στρώματα στην αίσθηση του αδιεξόδου. Αλλωστε, ο Βίλι Βραντ είχε χαρακτηρίσει, το 1989, την «κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού σαν νίκη του Μπέρνσταϊν». Σήμερα, το μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα δρα σε μια ποιοτικά νέα φάση. Πριν από το 1917 δρούσε χωρίς ενσαρκωμένο παράδειγμα του οράματός του. Μετά από το 1917 μέχρι το 1989 δρούσε με την παρουσία στο ιστορικό προσκήνιο ισχυρών σοσιαλιστικών χωρών, που λειτουργούσαν τουλάχιστον σαν σίγουρο ηθικό, οικονομικό, πολιτικό στήριγμα. Σήμερα δρα μετά από μια τεράστια ανατροπή και με σοβαρά μειωμένη την ισχύ της σοσιαλιστικής παρουσίας στη γη.
•
Ενα πολύ επίμονο στοιχείο που κρατά τόσον κόσμο σε ένα μεσοβέζικο ιδεολογικό δρόμο είναι η αίσθηση του «κατορθωτού», του μικρού και εφικτού, στην οποία κάνουν πάντα έκκληση οι εκπρόσωποι του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», του αναθεωρητισμού. Αυτό ταιριάζει με την πρόταση για μικρο-βελτιώσεις, για μεταρρυθμίσεις, ταιριάζει με το να μη γίνονται τα «ακραία» (παράδειγμα η πολεμική κατά της «ακραίας» μορφής πάλης των αγροτών). Ο φόβος μην «το παρακάνει» το προλεταριάτο είναι διάχυτος.
Το ρεαλιστικό, το κατορθωτό των μικρο-βελτιώσεων παραμένει το σύνθημα των δυνάμεων του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», της μεταρρύθμισης χωρίς τελικό στόχο, σε αντιπαράθεση με τα μεγάλα ιστορικά άλματα.
Σε κείμενα του Λένιν βρίσκουμε όχι μόνο την πεμπτουσία της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά και αποκρυσταλλωμένη σοφία σχετικά με την ψυχολογία και τη συνείδηση των όσων θέλουν να σταματήσουν την ιστορία και να τη γυρίσουν πίσω. Ετσι, έχει πει για το ρεαλιστικό και κατορθωτό και τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: «Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε - με αυτό το συλλογισμό προσπαθούσαν και προσπαθούν πάντα να δικαιολογηθούν οι οπορτουνιστές. Είναι αδύνατο να πετύχεις μονομιάς κάτι το μεγάλο. Πρέπει να αγωνίζεσαι για το μικρό μα κατορθωτό. Πώς όμως, θα καθορίσεις αν ένα πράγμα είναι κατορθωτό; Με το αν συμφωνούν τα περισσότερα πολιτικά κόμματα ή οι περισσότεροι «έγκυροι» πολιτικοί; Οσο περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες συμφωνούν για μια κάποια κατορθωτή βελτίωση, τόσο ευκολότερα μπορούμε να την πετύχουμε, τόσο πιο κατορθωτή είναι αυτή. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής πολιτικός, να ξέρεις να συντάσσεσαι με εκείνους που διεκδικούν το μικρό, και αυτό το μικρό θα διευκολύνει την πάλη για το μεγάλο. Ετσι σκέπτονται οι οπορτουνιστές, όλοι οι ρεφορμιστές σε διάκριση από τους επαναστάτες... Τί συμπέρασμα βγαίνει κατ΄ ανάγκη από το συλλογισμό αυτό; Το συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται κανένα επαναστατικό πρόγραμμα, κανένα επαναστατικό κόμμα, καμμιά επαναστατική τακτική. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, και μόνο μεταρρυθμίσεις. Δε χρειάζεται επαναστατική σοσιαλδημοκρατία. Χρειάζεται ένα κόμμα δημοκρατικών και σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων.... Ποιό είναι το βασικό λάθος όλων αυτών των οπορτουνιστικών συλλογισμών; Οτι στους συλλογισμούς αυτούς αντικαθίσταται ουσιαστικά η σοσιαλιστική θεωρία της ταξικής πάλης, σαν μοναδικού πραγματικού κινητήρα της ιστορίας, με την αστική θεωρία της «αλληλεγγύης», της «κοινωνικής προόδου» .
Εδώ και εκατό χρόνια, η προσπάθεια αυτή απομάκρυνσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από αυτό που λέμε τελικό στόχο - δηλαδή την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού - ήταν αντικείμενο ραφιναρισμένων και μη επεξεργασιών και σήμερα έχει εξελιχθεί σε μια όλο και περισσότερο κενόλογη δημοκοπία. Ανατρέξαμε στην ιστορία, γιατί μόνο έτσι γίνεται σαφής η σκοπιμότητα μιας παλαιάς τακτικής σε νέες συνθήκες.
Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Μαρξ και ο Ενγκελς έχουν πει: «Οι κομμουνιστές παλεύουν για τους άμεσους στόχους και τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα υπερασπίζονται και το μέλλον του κινήματος». Ο Λένιν συμβούλευε το επαναστατικό κόμμα, τους κομμουνιστές, ότι σε περιόδους μαρασμού, αντίδρασης και αποσύνθεσης πρέπει να μάθουν να μιλούν γερμανικά, δηλαδή να ενεργούν αργά (ωσότου σημειωθεί νέα άνοδος), προσεκτικά, συστηματικά, επίμονα, προχωρώντας βήμα-βήμα, κατακτώντας έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή, φροντίζοντας να μη χάνουν την αυτοτέλειά τους, ενώ σε περιόδους επαναστατικής ανόδου, να μάθουν να μιλούν γαλλικά, δηλαδή να προβάλλουν στο κίνημα τέτια συνθήματα που να ωθούν σε μέγιστο βαθμό προς τα μπρος, να ξεσηκώνουν τη δραστηριότητα και την ορμή της άμεσης μαζικής πάλης . Νομίζω πως θάπρεπε να συμπληρώσουμε τη μάθηση μαθαίνοντας ρώσικα, μια και η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση συνδύασε περίφημα και τις δύο γλώσσες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ρ. Λούξεμπουργκ είχε πει ότι οι θεωρίες του Μπέρνσταϊν δεν είναι ζήτημα τακτικής, αλλά ζήτημα ύπαρξης της σοσιαλδημοκρατίας. Δολοφονήθηκε. Τώρα, προς το τέλος του ίδιου αιώνα αποδείχθηκε ότι οι θεωρίες αυτές - μετά από τη διάλυση του μεγαλύτερου μέρους του σοσιαλιστικού στρατοπέδου - δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης, με την παλιά μορφή. Στα λόγια η ιδέα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» συνεχίζεται, αλλά κάτω από άλλες ονομασίες. Στην πράξη γίνεται όλο και δυσκολότερο να κρύβεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική πίσω από σοσιαλδημοκρατικούς όρους. Το χάσμα ανάμεσα στην πρακτική της πολιτικής και τα λόγια, γίνεται όλο και μεγαλύτερο.
Ο Ζοσπέν πριν από λίγο καιρό χαρακτήρισε τους άνεργους «περιττούς ανθρώπους». Ο Γκορμπατσόφ διαφημίζει πίτσες. Ισως το τελευταίο να είναι ο καλύτερος συμβολισμός για τη θλιβερή κατάληξη του αναθεωρητισμού της δεκαετίας του ΄80 στο ΚΚΣΕ.