Στις 10 του Γενάρη 1950 δολοφονείται στη Μακρόνησο, έπειτα από άγρια
βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες, ο κομμουνιστής Δημήτρης
(Μήτσος) Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ελληνικών
Ναυτεργατικών Οργανώσεων, της θρυλικής ΟΕΝΟ.
Οι δήμιοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να λυγίσουν τον Τατάκη, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους υπόλοιπους Μακρονησιώτες. Δεν τα κατάφεραν όμως. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπέγραφε την περιβόητη «δήλωση μετανοίας», ώστε να θέσει τέρμα στο μαρτύριό του, εκείνος απάντησε: «Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Στα πλαίσια του διηγηματικού αφιερώματός του στα 60χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε την Κυριακή 17/12/2006 το παρακάτω διήγημα για τον κομμουνιστή ήρωα.
Όλοι τόνε ξέρανε πια στο νησί τον Δημήτρη Τατάκη. Κοντά του όμως λίγοι μπορούσαν να φτάσουν: Εκείνοι που είχαν τη δική του παλικαριά – ήταν μεγάλος ο δρόμος ίσαμε το βράχο… – κι εκείνοι που ερχόντουσαν να τον βασανίσουν. Οι άλλοι τόνε βλέπανε από μακριά, όρθιο πάντα, όλες τις ώρες.
– Ποιος είναι; ρωτούσαν.
– Ο Τατάκης.
Περνούσε η νύχτα μέσα στα βογγητά και το αίμα. Ο άνεμος ήταν άγριος. Η θάλασσα χτυπούσε δυνατά το νησί κι έφευγε σφυρίζοντας αναδιπλωμένη, στο σκοτάδι. Κάτι φωνές. Ποδοβολητά. Οι σκηνές των φυλακισμένων αγρυπνούσαν. Ψυχή δεν ξεμυτούσε. Ο θάνατος παραμόνευε. Πότε θα τελειώσει τούτη η νύχτα; Πριν χαράξει έπαυαν τα βογγητά, η θάλασσα ημέρευε, ο άνεμος έπεφτε – τραγουδούσε η σάλπιγγα εγερτήριο.
Έβγαιναν απ’ τις σκηνές οι φυλακισμένοι. Όλοι κοιτούσαν προς τα κει. Στην “απομόνωση”. Να, ένας ίσκιος – μόλις που τον αγγίζει ο Αυγερινός. Όρθιος πάλι. Δεν έπεσε. Στέκεται ακίνητος. Νίκησε. Αυτός μοναχός, μες στη νύχτα. Ο Τατάκης. Εφευγε ο χειμώνας, έφευγε το καλοκαίρι, ερχόταν δεύτερος χειμώνας, εκεί ο Τατάκης, εκεί κι ο βράχος.
Μια φορά είχε πάει ο γιατρός της φυλακής να τον δει. Ακουσε πως είχε μείνει τριανταδυό μέρες και τριανταδυό νύχτες άγρυπνος, γυμνός, χειμώνα καιρό να σπρώχνεται στην παγωμένη θάλασσα, να στεγνώνει με τον άνεμο, να βασανίζεται, να ματώνει, χωρίς μια στιγμή να πει “αφήστε με”, χωρίς να πλαγιάσει. Δεν τον πίστευε ο γιατρός. Πήγε κοντά του. Είδε ένα νέο άντρα, να χαμογελάει…
– Εσύ ανέτρεψες την επιστήμη, του είπε.
Ο Τατάκης όλο χαμογελούσε. Οχι τώρα. Κι όταν βασανιζόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση στο γιατρό. Λίγο – λίγο άρχισαν να τον παραδέχονται κι οι βασανιστές του. Καταλάβαιναν πια πως δεν μπορούσαν να τον κάνουν να λυγίσει. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως θα σταματούσε ο παιδεμός. Η διαταγή, διαταγή. Αλλά να, τις άλλες ώρες, έρχονταν να του προσφέρουν δειλά ένα τσιγάρο, να τον ρωτήσουν “πώς παν τα κέφια”, “πώς τα περνάει”.
– Καλά, καλά, τους απαντούσε ο Τατάκης με το ίδιο, τ’ ακίνητο χαμόγελό του. Καμιά πίκρα δεν είχε στα μάτια. Κανένα παράπονο στα χείλη. Ξέρει πως έτσι έπρεπε να σταθεί. Δε γινόταν αλλιώς. Ηταν κάτι πολύ φυσικό γι’ αυτόν νάναι ο Ανθρωπος, δυνατότερος κι απ’ την πιο ανελέητη βία.
Είχε τη θάλασσα συντροφιά του όλη τη μέρα και τη νύχτα. Κάποτε δούλευε στη θάλασσα: Δεύτερος πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Γιατί τον φέρανε στο Μακρόνησο; Αν είχε καμιά “κατηγορία” δε θα τον κρατούσαν τόσον καιρό υπόδικο στις φυλακές. Θα δικαζόταν όπως χιλιάδες άλλοι. Για να τον βαστάνε λοιπόν έτσι, θα πει ότι δεν υπάρχει “υπόθεση”. Μπορούσε και να τον άφηναν “ελεύθερο”, φτάνει νάλεγε μόνο πως τα βασανιστήρια, οι σκοτωμοί, η τυραννία, που δοκίμαζαν τα παιδιά του λαού, το αίμα, η φωτιά, ήταν σωστά πράγματα – πως το θηρίο που τον παίδευε είχε μεγαλύτερη ανθρωπιά απ’ τον ίδιο που μαρτυρούσε.
Ο Δημήτρης Τατάκης, ο καπετάνιος, είπε δε γίνεται αυτό. Μέτρησε τη ζωή, μέτρησε το θάνατο – θα ζούσε για να πεθάνει. Δε θα πέθαινε για να ζήσει. Από κει και πέρα, ό,τι και να ερχόταν, το περίμενε όπως η γη το νερό. Και στεκόταν όρθιος πάνω στο Βράχο. Πότε τον φόρτωναν και με πέτρες. Πότε του λέγανε να σηκώνει το ένα του πόδι.
– Από τέτοια, παιδιά, έννοια σας. Μη στενοχωριόσαστε…
Χαμογελούσε. Κι αγνάντευε τη θάλασσα. Ενα καράβι στον ορίζοντα. Κατά πού να πέφτει το σπίτι του; τι να συλλογιέται τάχα η μητέρα; Η γειτονιά του θάναι ήσυχη τούτη την ώρα; Τα μεγάφωνα του Μακρονησιού έπαιζαν τραγούδια. Κάθε τόσο, τάκοβε ο σπήκερ. “Η Μακρόνησος είναι ο φάρος της ελευθερίας”. Φάνηκε μπροστά του ο βασανιστής.
– Απόψε θα υπογράψεις Τατάκη, του είπε. Πρέπει να τη διαλύσουμε την απομόνωση. Κι όταν υπογράψεις εσύ θα τη διαλύσουμε…
Πάλι το χαμόγελο.
– Βάζουμε στοίχημα πως θα υπογράψεις;
– Θα το χάσεις το στοίχημα.
– Ρε βάζεις στοίχημα;
– Θα το χάσεις.
Επεσε πάνω του ο βασανιστής. Τόνε χτυπούσε με το “μπαμπού”, με τις αρβύλες, με τις γροθιές, τον γκρέμιζε στους βράχους, του έσφιγγε το λαιμό. Απόκαμε το θηρίο. Ανάσαινε βαριά. Εσταζε ιδρώτα. Ο άλλος χαμογελούσε πάντα μέσα στα αίματα. Τότε χυμάει ο βασανιστής μ’ ένα ουρλιαχτό, του δαγκώνει τ’ αφτί, να το κόψει. Σηκώνεται αφρισμένος. Πνίγεται. Τρέμει. Δεν μπορεί πια να μη φωνάζει:
– Τη μάνα μου να μου λέγανε, την πατρίδα μου να μου λέγανε, το θεό να μου λέγανε, θα τους πρόδινα για να γλιτώσω…
Φεύγει σκουντουφλώντας με σκυμένο το κεφάλι. Κι ο Τατάκης, ο καπετάνιος, καθώς είναι πεσμένος μπρούμητα στο σκληρό χώμα του Μακρονησιού, με τις πληγές και με τη χαρά της νίκης στο πρόσωπο, του φωνάζει ήρεμα.
– Ψιτ. Τόχασες το στοίχημα…
Ενάμιση χρόνο στάθηκε ο νέος Προμηθέας στο Βράχο του. Οι Αγγελιοφόροι του Δία των φυλακών, του φέρνανε κάθε τόσο μηνύματα. Εστελνε κι αυτός το δικό του. “Θα μείνω εδώ, πέστε του”. Και πλήθαινε η απομόνωση και μ’ άλλα παλικάρια. Τον χαιρετούσαν μ’ εμπιστοσύνη, “Μαζί σου κι εμείς”.
Πέρσι, τέτοια μέρα, 16 Δεκεμβρίου, η Διοίκηση των φυλακών πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με κάθε τρόπο θάσβυνε η Απομόνωση. Εφταναν οι εκλογές. Το μεγάλο κακό θα σταματούσε. Δεν έπρεπε να γλιτώσει έτσι ο Τατάκης κι η συντροφιά του. Είχαν γίνει πολλοί.
Οδήγησε λοιπόν σε συγκέντρωση τους φυλακισμένους. Θα έβγαζε λόγο κάποιος του “Γραφείου Ηθικής Αγωγής”. Ολα ήταν προμελετημένα. Χασισοπότες απ’ τις Στρατιωτικές Φυλακές βρίσκονταν εκεί, εφοδιασμένοι με σύρματα, με κοτρόνια, με πέτρες. Δίνεται το σύνθημα. Ορμούν πάνω στα παιδιά της Απομόνωσης. Ποτέ δεν ξανάγινε σ’ εκείνη τη σκληρή γη, την αιματοποτισμένη, αυτός ο χαλασμός. Γκρέμιζαν παλικάρια από ψηλούς βράχους στη θάλασσα. Χτυπούσαν όπου βρίσκανε. Γδέρνανε οι αρβύλες τα στήθια των παλικαριών. Γέμισε βογγητό πάλι ο τόπος.
Οι άλλοι φυλακισμένοι σάστισαν μπροστά στο κακό. Ακούστηκε μια φωνή άγρια: “Οι πολίτες να τραβήξουν πάνω στις σκηνές τους! Γρήγορα”! Σε λίγο οι βασανιστές μάζευαν τα πληγιασμένα κορμιά από τους βράχους, από τη θάλασσα, και τα πήγαν στην Απομόνωση. Ρίξανε το καθένα στ’ ατομικό του αντίσκηνο. Η νύχτα σκέπασε το Μακρονήσι. Μια φωνή ακουγόταν, εκεί γύρω. “Πεθαίνω… πεθαίνω…”.
Ηταν η φωνή του Τατάκη. Την άκουσε μέσα στον πονεμένο της ύπνο η συντροφιά του. Υστερα έσβυσε. Ενα σούσουρο ακολούθησε. Ποδοβολητό. Σα να κουβαλούσανε κάποιον. Δεν μπορούσε κανένας να δει. Την άλλη μέρα τ’ αντίσκηνο του Τατάκη ήταν άδειο, με το μπογαλάκι του και το παγούρι πεταμένο σε μιαν άκρη. Τον πήραν και τον θάψανε στο Λαύριο – οι δικοί του το έμαθαν αργότερα, μ’ ένα “συλλυπητήριο” τηλεγράφημα του διοικητή της Σ.Φ.Α.
Ετσι πέθανε ο νέος Προμηθέας του Μακρονησιού. Ομως στο βράχο, στάθηκαν άλλα παλικάρια, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, ν’ αγναντεύουν τη θάλασσα και να χαμογελούν σ’ όλον τον κόσμο, καθώς ο Τατάκης, ο Δημήτρης Τατάκης – ο Καπετάνιος».
Οι δήμιοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να λυγίσουν τον Τατάκη, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους υπόλοιπους Μακρονησιώτες. Δεν τα κατάφεραν όμως. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπέγραφε την περιβόητη «δήλωση μετανοίας», ώστε να θέσει τέρμα στο μαρτύριό του, εκείνος απάντησε: «Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Στα πλαίσια του διηγηματικού αφιερώματός του στα 60χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε την Κυριακή 17/12/2006 το παρακάτω διήγημα για τον κομμουνιστή ήρωα.
Δημήτρης Τατάκης
«Ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω εσύ που με φως γεμίζεις αιθέρα το παν, ω, για δέστε με πόσο άδικα πάσχω!»
(Από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου)
«Πέρσι τέτοια μέρα, 16 του Δεκέμβρη*, πέθαινε στις
φυλακές του Μακρονησιού ο Δημήτρης Τατάκης. Ετσι ξαφνικά ήρθε το μεγάλο
κακό, δεν το περίμενε κανένας, δεν το πίστευε κανένας. Και πώς μπορούσε
να πεθάνει ο Τατάκης; Ενάμιση χρόνο στεκόταν όρθιος, πάνω στο βράχο,
ακίνητος, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, με τη σκέψη και την καρδιά
του δοσμένη σ’ όλον τον κόσμο – και να τον δέρνει ο άνεμος και να τον
μουσκέβει η βροχή, και να κρουσταλιάζει η παγωνιά το βασανισμένο κορμί
του.Όλοι τόνε ξέρανε πια στο νησί τον Δημήτρη Τατάκη. Κοντά του όμως λίγοι μπορούσαν να φτάσουν: Εκείνοι που είχαν τη δική του παλικαριά – ήταν μεγάλος ο δρόμος ίσαμε το βράχο… – κι εκείνοι που ερχόντουσαν να τον βασανίσουν. Οι άλλοι τόνε βλέπανε από μακριά, όρθιο πάντα, όλες τις ώρες.
– Ποιος είναι; ρωτούσαν.
– Ο Τατάκης.
Περνούσε η νύχτα μέσα στα βογγητά και το αίμα. Ο άνεμος ήταν άγριος. Η θάλασσα χτυπούσε δυνατά το νησί κι έφευγε σφυρίζοντας αναδιπλωμένη, στο σκοτάδι. Κάτι φωνές. Ποδοβολητά. Οι σκηνές των φυλακισμένων αγρυπνούσαν. Ψυχή δεν ξεμυτούσε. Ο θάνατος παραμόνευε. Πότε θα τελειώσει τούτη η νύχτα; Πριν χαράξει έπαυαν τα βογγητά, η θάλασσα ημέρευε, ο άνεμος έπεφτε – τραγουδούσε η σάλπιγγα εγερτήριο.
Έβγαιναν απ’ τις σκηνές οι φυλακισμένοι. Όλοι κοιτούσαν προς τα κει. Στην “απομόνωση”. Να, ένας ίσκιος – μόλις που τον αγγίζει ο Αυγερινός. Όρθιος πάλι. Δεν έπεσε. Στέκεται ακίνητος. Νίκησε. Αυτός μοναχός, μες στη νύχτα. Ο Τατάκης. Εφευγε ο χειμώνας, έφευγε το καλοκαίρι, ερχόταν δεύτερος χειμώνας, εκεί ο Τατάκης, εκεί κι ο βράχος.
Μια φορά είχε πάει ο γιατρός της φυλακής να τον δει. Ακουσε πως είχε μείνει τριανταδυό μέρες και τριανταδυό νύχτες άγρυπνος, γυμνός, χειμώνα καιρό να σπρώχνεται στην παγωμένη θάλασσα, να στεγνώνει με τον άνεμο, να βασανίζεται, να ματώνει, χωρίς μια στιγμή να πει “αφήστε με”, χωρίς να πλαγιάσει. Δεν τον πίστευε ο γιατρός. Πήγε κοντά του. Είδε ένα νέο άντρα, να χαμογελάει…
– Εσύ ανέτρεψες την επιστήμη, του είπε.
Ο Τατάκης όλο χαμογελούσε. Οχι τώρα. Κι όταν βασανιζόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση στο γιατρό. Λίγο – λίγο άρχισαν να τον παραδέχονται κι οι βασανιστές του. Καταλάβαιναν πια πως δεν μπορούσαν να τον κάνουν να λυγίσει. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως θα σταματούσε ο παιδεμός. Η διαταγή, διαταγή. Αλλά να, τις άλλες ώρες, έρχονταν να του προσφέρουν δειλά ένα τσιγάρο, να τον ρωτήσουν “πώς παν τα κέφια”, “πώς τα περνάει”.
– Καλά, καλά, τους απαντούσε ο Τατάκης με το ίδιο, τ’ ακίνητο χαμόγελό του. Καμιά πίκρα δεν είχε στα μάτια. Κανένα παράπονο στα χείλη. Ξέρει πως έτσι έπρεπε να σταθεί. Δε γινόταν αλλιώς. Ηταν κάτι πολύ φυσικό γι’ αυτόν νάναι ο Ανθρωπος, δυνατότερος κι απ’ την πιο ανελέητη βία.
Είχε τη θάλασσα συντροφιά του όλη τη μέρα και τη νύχτα. Κάποτε δούλευε στη θάλασσα: Δεύτερος πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Γιατί τον φέρανε στο Μακρόνησο; Αν είχε καμιά “κατηγορία” δε θα τον κρατούσαν τόσον καιρό υπόδικο στις φυλακές. Θα δικαζόταν όπως χιλιάδες άλλοι. Για να τον βαστάνε λοιπόν έτσι, θα πει ότι δεν υπάρχει “υπόθεση”. Μπορούσε και να τον άφηναν “ελεύθερο”, φτάνει νάλεγε μόνο πως τα βασανιστήρια, οι σκοτωμοί, η τυραννία, που δοκίμαζαν τα παιδιά του λαού, το αίμα, η φωτιά, ήταν σωστά πράγματα – πως το θηρίο που τον παίδευε είχε μεγαλύτερη ανθρωπιά απ’ τον ίδιο που μαρτυρούσε.
Ο Δημήτρης Τατάκης, ο καπετάνιος, είπε δε γίνεται αυτό. Μέτρησε τη ζωή, μέτρησε το θάνατο – θα ζούσε για να πεθάνει. Δε θα πέθαινε για να ζήσει. Από κει και πέρα, ό,τι και να ερχόταν, το περίμενε όπως η γη το νερό. Και στεκόταν όρθιος πάνω στο Βράχο. Πότε τον φόρτωναν και με πέτρες. Πότε του λέγανε να σηκώνει το ένα του πόδι.
– Από τέτοια, παιδιά, έννοια σας. Μη στενοχωριόσαστε…
Χαμογελούσε. Κι αγνάντευε τη θάλασσα. Ενα καράβι στον ορίζοντα. Κατά πού να πέφτει το σπίτι του; τι να συλλογιέται τάχα η μητέρα; Η γειτονιά του θάναι ήσυχη τούτη την ώρα; Τα μεγάφωνα του Μακρονησιού έπαιζαν τραγούδια. Κάθε τόσο, τάκοβε ο σπήκερ. “Η Μακρόνησος είναι ο φάρος της ελευθερίας”. Φάνηκε μπροστά του ο βασανιστής.
– Απόψε θα υπογράψεις Τατάκη, του είπε. Πρέπει να τη διαλύσουμε την απομόνωση. Κι όταν υπογράψεις εσύ θα τη διαλύσουμε…
Πάλι το χαμόγελο.
– Βάζουμε στοίχημα πως θα υπογράψεις;
– Θα το χάσεις το στοίχημα.
– Ρε βάζεις στοίχημα;
– Θα το χάσεις.
Επεσε πάνω του ο βασανιστής. Τόνε χτυπούσε με το “μπαμπού”, με τις αρβύλες, με τις γροθιές, τον γκρέμιζε στους βράχους, του έσφιγγε το λαιμό. Απόκαμε το θηρίο. Ανάσαινε βαριά. Εσταζε ιδρώτα. Ο άλλος χαμογελούσε πάντα μέσα στα αίματα. Τότε χυμάει ο βασανιστής μ’ ένα ουρλιαχτό, του δαγκώνει τ’ αφτί, να το κόψει. Σηκώνεται αφρισμένος. Πνίγεται. Τρέμει. Δεν μπορεί πια να μη φωνάζει:
– Τη μάνα μου να μου λέγανε, την πατρίδα μου να μου λέγανε, το θεό να μου λέγανε, θα τους πρόδινα για να γλιτώσω…
Φεύγει σκουντουφλώντας με σκυμένο το κεφάλι. Κι ο Τατάκης, ο καπετάνιος, καθώς είναι πεσμένος μπρούμητα στο σκληρό χώμα του Μακρονησιού, με τις πληγές και με τη χαρά της νίκης στο πρόσωπο, του φωνάζει ήρεμα.
– Ψιτ. Τόχασες το στοίχημα…
Ενάμιση χρόνο στάθηκε ο νέος Προμηθέας στο Βράχο του. Οι Αγγελιοφόροι του Δία των φυλακών, του φέρνανε κάθε τόσο μηνύματα. Εστελνε κι αυτός το δικό του. “Θα μείνω εδώ, πέστε του”. Και πλήθαινε η απομόνωση και μ’ άλλα παλικάρια. Τον χαιρετούσαν μ’ εμπιστοσύνη, “Μαζί σου κι εμείς”.
Πέρσι, τέτοια μέρα, 16 Δεκεμβρίου, η Διοίκηση των φυλακών πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με κάθε τρόπο θάσβυνε η Απομόνωση. Εφταναν οι εκλογές. Το μεγάλο κακό θα σταματούσε. Δεν έπρεπε να γλιτώσει έτσι ο Τατάκης κι η συντροφιά του. Είχαν γίνει πολλοί.
Οδήγησε λοιπόν σε συγκέντρωση τους φυλακισμένους. Θα έβγαζε λόγο κάποιος του “Γραφείου Ηθικής Αγωγής”. Ολα ήταν προμελετημένα. Χασισοπότες απ’ τις Στρατιωτικές Φυλακές βρίσκονταν εκεί, εφοδιασμένοι με σύρματα, με κοτρόνια, με πέτρες. Δίνεται το σύνθημα. Ορμούν πάνω στα παιδιά της Απομόνωσης. Ποτέ δεν ξανάγινε σ’ εκείνη τη σκληρή γη, την αιματοποτισμένη, αυτός ο χαλασμός. Γκρέμιζαν παλικάρια από ψηλούς βράχους στη θάλασσα. Χτυπούσαν όπου βρίσκανε. Γδέρνανε οι αρβύλες τα στήθια των παλικαριών. Γέμισε βογγητό πάλι ο τόπος.
Οι άλλοι φυλακισμένοι σάστισαν μπροστά στο κακό. Ακούστηκε μια φωνή άγρια: “Οι πολίτες να τραβήξουν πάνω στις σκηνές τους! Γρήγορα”! Σε λίγο οι βασανιστές μάζευαν τα πληγιασμένα κορμιά από τους βράχους, από τη θάλασσα, και τα πήγαν στην Απομόνωση. Ρίξανε το καθένα στ’ ατομικό του αντίσκηνο. Η νύχτα σκέπασε το Μακρονήσι. Μια φωνή ακουγόταν, εκεί γύρω. “Πεθαίνω… πεθαίνω…”.
Ηταν η φωνή του Τατάκη. Την άκουσε μέσα στον πονεμένο της ύπνο η συντροφιά του. Υστερα έσβυσε. Ενα σούσουρο ακολούθησε. Ποδοβολητό. Σα να κουβαλούσανε κάποιον. Δεν μπορούσε κανένας να δει. Την άλλη μέρα τ’ αντίσκηνο του Τατάκη ήταν άδειο, με το μπογαλάκι του και το παγούρι πεταμένο σε μιαν άκρη. Τον πήραν και τον θάψανε στο Λαύριο – οι δικοί του το έμαθαν αργότερα, μ’ ένα “συλλυπητήριο” τηλεγράφημα του διοικητή της Σ.Φ.Α.
Ετσι πέθανε ο νέος Προμηθέας του Μακρονησιού. Ομως στο βράχο, στάθηκαν άλλα παλικάρια, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, ν’ αγναντεύουν τη θάλασσα και να χαμογελούν σ’ όλον τον κόσμο, καθώς ο Τατάκης, ο Δημήτρης Τατάκης – ο Καπετάνιος».
Γ.Σ.
*Σημείωση του Ριζοσπάστη: Σύμφωνα με κείμενα –
μαρτυρίες των συγκρατουμένων στη Μακρόνησο συντρόφων του Διονύση
Γεωργάτου και του αξέχαστου Γιάννη Παλαβού (βλέπε «Ρ» 26/1/2003), ο
ηρωϊκός Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης, μετά από βασανιστήρια 33 ημερών,
υπέκυψε στις 9 προς 10 Γενάρη 1950, ενώ ο υπογράφων με τα αρχικά Γ. Σ.
συγγραφέας του διηγήματος χρονολογεί το θάνατο του «προμηθεϊκού»
κομμουνιστή Δ. Τατάκη, στις 16/12/1949. Οι προσπάθειές μας να μάθουμε
από επιζώντες συγγραφείς – αγωνιστές του ΔΣΕ, ποιος μπορεί να υπέγραφε
με τα αρχικά Γ. Σ. δεν είχαν αποτέλεσμα. Μόνον υποθέσεις μπορούμε να
κάνουμε: Μήπως πρόκειται για τα αρχικά του Γιαννακόπουλου Σταμάτη
(«Πέτρος Ανταίος»); Μήπως, για κάποιον, επίσης μακρονησιώτη,
συγκρατούμενο του Τατάκη; Μήπως τα αρχικά «Γ. Σ.», όπως και το
«Γρηγόρης» και άλλα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε στην ΕΠΟΝίτικη «Νέα
Γενιά» και άλλα ΕΑΜογενή έντυπα, ο αγωνιστής, γνωστός πεζογράφος και
θεατρικός συγγραφέας Γεράσιμος (Μεμάς) Σταύρου; Μήπως, τα αρχικά
παραπέμπουν στον αλησμόνητο, συγγραφέα, δραματουργό, σκηνοθέτη,
μεταφραστή, επικεφαλής του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, και μετά
την υποχώρηση του ΔΣΕ μέλος της πρώτης εκδοτικής επιτροπής των εκδόσεων
«Νέα Ελλάδα» στο Βουκουρέστι, Γιώργο Σεβαστίκογλου; Σημειώνουμε, τέλος,
ότι το διήγημα αυτό περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της
Αντίστασης», που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», το 1952.