Ο γείτονάς μας, ο «χρυσαυγίτης»
Ιούνης 1985. Σε λίγες ώρες ξημερώνει και θα ανοίξουν οι κάλπες για τις βουλευτικές εκλογές. Μετά από μια τελευταία εξόρμηση έξω από τα εκλογικά τμήματα διαλυόμαστε για ύπνο. Πρέπει να ξυπνήσουμε πάλι αχάραγα. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου. Είμαι μούσκεμα από ιδρώτα και από την κόλλα της αφισοκόλλησης. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ένα σιγανό δροσερό αεράκι τριγυρίζει στο μπαλκόνι.
Σωριάζομαι, σκέτο πτώμα, στην καρέκλα και καρφώνω τα μάτια μου στο απέναντι διαμέρισμα. Από το φως της κολώνας του ηλεκτρικού διακρίνω καθαρά τη σειρά από γλάστρες που κρέμονται έξω από τα κάγκελα, προς τη μεριά του δρόμου. Έχει σβησμένα φώτα και τις μπαλκονόπορτες κλειστές. Με τα μάτια κάνω έναν τελευταίο γύρο στη γειτονιά που κοιμάται. Κοντεύει να με πάρει ο ύπνος.
Το κουρδιστό ξυπνητήρι ξεσηκώνει τον κόσμο. Μπαίνω βιαστικά στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Τον αφήνω στο τραπεζάκι του μπαλκονιού, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο… και ξαφνικά… νιώθω να γίνεται σεισμός! Ζαλίζομαι για μια στιγμή αλλά προλαβαίνω να κάτσω στην καρέκλα. Με τα δυο μου χέρια τρίβω τα μάτια μου, ξανά και ξανά. Όχι, δεν κοιμάμαι. Όσο και να τρίβω τα μάτια μου βλέπω τις ίδιες πλαστικές πράσινες και άσπρες σημαίες του ΠΑΣΟΚ, δεμένες κατά μήκος του κάγκελου του μπαλκονιού, ανάμεσα στις κρεμαστές γλάστρες! Είναι δυνατόν; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Μέχρι που ξημέρωσε η Κυριακή των εκλογών, ο γείτονάς μας (ο οποίος, ξέχασα να σας πω, εργαζόταν σε «υπηρεσία κοινής ωφέλειας») δεν περιοριζόταν στο να εκδηλώνει την ιδεολογική προτίμησή του στο καφενείο, αλλά συμμετείχε δραστήρια (και αρκετές φορές φανατικά) στην «Εθνική Παράταξη», πιο παλιά, και αργότερα στον τοπικό σύνδεσμο του ΕΝΕΚ.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο γείτονάς μας «συν γυναιξί και τέκνοις» από τους πρώτους στα πανηγύρια, με τα –αναγκαία- πλαστικά σημαιάκια και στα δυο χέρια. Τους επόμενους μήνες, τα ονόματα τριών δημόσιων οργανισμών (οι δυο δεν υπάρχουν πια, και ο τρίτος βαδίζει προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση) μπλέκονταν με τα ονόματα των παιδιών του στα χείλη των ανθρώπων της γειτονιάς. Η φάμπρικα των διορισμών στο δημόσιο, μέσω της περιβόητης «κλαδικής», βρισκόταν στο ζενίθ της. Οι συνειδήσεις των ανθρώπων αλέθονταν στο μπλέντερ της «αλλαγής», και στον πολτό της «δικαίωσης του αγώνα» χωρούσαν όλοι, ακόμα και οι «χρυσαυγίτες» της εποχής.
Η δημόσια συμπεριφορά του γείτονά μας άλλαξε σε πολλά. Όχι όμως και ως προς τους κομμουνιστές. Αυτοί παρέμεναν προδότες, συμμορίτες, μιάσματα, συντηρούνταν με τα ρούβλια του Κρεμλίνου, υποκινούσαν τις απεργίες για να πάνε κόντρα στην λαοπρόβλητη κυβέρνηση. Στο καφενείο, όταν δεν έπαιζε χαρτιά με τους άλλους «πράσινους», μελετούσε τα άρθρα της «Αυριανής». Ήξερε με κάθε λεπτομέρεια την προσωπική ζωή του Χαρίλαου Φλωράκη, όπως σε ποια μαρίνα δένει το κότερο, το γενεαλογικό δέντρο της γυναίκας του, τον ΑΦΜ των επιχειρήσεων του τριτοξάδερφου της κουνιάδας του. Ήταν θαυμαστής του Κουτσόγιωργα και προσκυνούσε τον Γιαννόπουλο. Ο γείτονάς μας κατόρθωνε να συνδυάζει τη σκληρή εργασία στην υπηρεσία του με την πρέφα μετά ούζων πριν τη μία το μεσημέρι στο καφενείο και ταυτόχρονα να κατηγορεί τους οικοδόμους πως παίρνουν μεγάλο μεροκάματο. Όταν βγήκε στη σύνταξη έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερος. Στο μεταξύ τα παιδιά του έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες, και τα εγγόνια του μεγάλωναν.
Όταν ξέσπασε η «κρίση» ο γείτονάς μας συνιστούσε σε όλους ψυχραιμία και υπομονή. «Καναδυό χρονάκια και τη σκαπουλάραμε», έλεγε. Στο πρώτο μνημόνιο έχασε τη μιλιά του. Μέχρι που μια μέρα στο καφενείο κάποιος τον άκουσε να μιλάει για κάποιους «προδότες». Άρχισε να νιώθει ευάλωτος. Μέσα του έβραζε. Τυλιγμένος μέσα σε μια ελληνική σημαία βρέθηκε ανάμεσα στους αγαναχτισμένους της πλατείας Συντάγματος. Μούντζωνε και ξαναμούτζωνε τους «300 προδότες», έπαιρνε μέτρα για τις θηλιές τους και έβριζε όλα τα κόμματα και όλους τους πολιτικούς. Το ένα του παιδί έμεινε χωρίς δουλειά, όταν ο οργανισμός που δούλευε έκλεισε. Έγιναν εκλογές, η κυβέρνηση άλλαξε. Τα άλλα παιδιά του δεν τα φέρνουν βόλτα, οι υποχρεώσεις τους πνίγουν. Η κυβέρνηση άλλαξε και πάλι. Όταν «έπεσε το μαύρο» στην τηλεόραση μένει χωρίς δουλειά και το δεύτερο παιδί του. Πόσες τρύπες να κλείσουν η σύνταξη η δική του και της γυναίκας του.
Σήμερα ο γείτονάς μας δείχνει να ξαναγεννιέται. Αυτός που κάποτε «άγγιξε το πέτο του Αντρέα», που «έσφιξε το χέρι του Σημίτη», αυτός που «έραινε με γαρίφαλα τις ζεϊμπεκιές του Άκη», που κατάφερε και «φίλησε τον Γιωργάκη» και ψήφισε Βενιζέλο για να «βγάλει το κίνημα από την κρίση», βρίσκει ξανά την χαμένη αρχοντιά και το κιμπαριλίκι του. Ρίχνει ανάθεμα στους «ξένους», τους «άπλυτους λαθρομετανάστες που κλέβουν τη δουλειά από τα παιδιά του». Βρίζει την τρόικα, τα μνημόνια, τον ΓΑΠ που «τους άνοιξε την πόρτα», τον προδότη Βενιζέλο και τον καθεστωτικό Σαμαρά. Ερεθίζεται όταν ακούει τη λέξη «απεργία» και ονειρεύεται «μακρονήσια» όταν βλέπει κομμουνιστή.
Δεν βρίζει πια και τους «300». Τις προάλλες στην πλατεία κουβαλούσε μια σακούλα με τρόφιμα, που μοίραζαν κάποια παιδιά που φορούσαν μαύρα. Μια άλλη φορά τον είδαν στη συγκέντρωση της χρυσής αυγής. Κάποιοι είπαν πως μίλησε κιόλας. Ο γείτονάς μας γουστάρει τρελά τον Κασιδιάρη αλλά τον μπερδεύει κι εκείνος ο χοντρός σύμβουλος του Σαμαρά όταν τάζει νέο Γράμμο στα κομμούνια. Εκθειάζει την ευφράδεια του Καιάδα αλλά δεν καταλαβαίνει γιατί ο Άδωνις κι ο Μάκης είναι σε άλλο κόμμα. Και με τις «απορίες» του όμως, ο γείτονάς μας δεν χάνει την πίστη του στην πατρίδα. Προέχει η αγάπη του για την πατρίδα. Γιατί η πατρίδα είναι μια και πάνω απ’ όλα. Και τώρα που η «πατρίδα» κινδυνεύει δεν το πολυσκέφτηκε. Επέστρεψε σ’ αυτούς που ξέρουν να υπερασπίζονται την «πατρίδα» κάθε φορά που κινδυνεύει. Και η «πατρίδα» κάθε φορά τους ευχαριστεί γι’ αυτό και τους ανταμείβει.
Πηγή: Οικοδόμος
Ιούνης 1985. Σε λίγες ώρες ξημερώνει και θα ανοίξουν οι κάλπες για τις βουλευτικές εκλογές. Μετά από μια τελευταία εξόρμηση έξω από τα εκλογικά τμήματα διαλυόμαστε για ύπνο. Πρέπει να ξυπνήσουμε πάλι αχάραγα. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου. Είμαι μούσκεμα από ιδρώτα και από την κόλλα της αφισοκόλλησης. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ένα σιγανό δροσερό αεράκι τριγυρίζει στο μπαλκόνι.
Σωριάζομαι, σκέτο πτώμα, στην καρέκλα και καρφώνω τα μάτια μου στο απέναντι διαμέρισμα. Από το φως της κολώνας του ηλεκτρικού διακρίνω καθαρά τη σειρά από γλάστρες που κρέμονται έξω από τα κάγκελα, προς τη μεριά του δρόμου. Έχει σβησμένα φώτα και τις μπαλκονόπορτες κλειστές. Με τα μάτια κάνω έναν τελευταίο γύρο στη γειτονιά που κοιμάται. Κοντεύει να με πάρει ο ύπνος.
Το κουρδιστό ξυπνητήρι ξεσηκώνει τον κόσμο. Μπαίνω βιαστικά στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Τον αφήνω στο τραπεζάκι του μπαλκονιού, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο… και ξαφνικά… νιώθω να γίνεται σεισμός! Ζαλίζομαι για μια στιγμή αλλά προλαβαίνω να κάτσω στην καρέκλα. Με τα δυο μου χέρια τρίβω τα μάτια μου, ξανά και ξανά. Όχι, δεν κοιμάμαι. Όσο και να τρίβω τα μάτια μου βλέπω τις ίδιες πλαστικές πράσινες και άσπρες σημαίες του ΠΑΣΟΚ, δεμένες κατά μήκος του κάγκελου του μπαλκονιού, ανάμεσα στις κρεμαστές γλάστρες! Είναι δυνατόν; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Μέχρι που ξημέρωσε η Κυριακή των εκλογών, ο γείτονάς μας (ο οποίος, ξέχασα να σας πω, εργαζόταν σε «υπηρεσία κοινής ωφέλειας») δεν περιοριζόταν στο να εκδηλώνει την ιδεολογική προτίμησή του στο καφενείο, αλλά συμμετείχε δραστήρια (και αρκετές φορές φανατικά) στην «Εθνική Παράταξη», πιο παλιά, και αργότερα στον τοπικό σύνδεσμο του ΕΝΕΚ.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο γείτονάς μας «συν γυναιξί και τέκνοις» από τους πρώτους στα πανηγύρια, με τα –αναγκαία- πλαστικά σημαιάκια και στα δυο χέρια. Τους επόμενους μήνες, τα ονόματα τριών δημόσιων οργανισμών (οι δυο δεν υπάρχουν πια, και ο τρίτος βαδίζει προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση) μπλέκονταν με τα ονόματα των παιδιών του στα χείλη των ανθρώπων της γειτονιάς. Η φάμπρικα των διορισμών στο δημόσιο, μέσω της περιβόητης «κλαδικής», βρισκόταν στο ζενίθ της. Οι συνειδήσεις των ανθρώπων αλέθονταν στο μπλέντερ της «αλλαγής», και στον πολτό της «δικαίωσης του αγώνα» χωρούσαν όλοι, ακόμα και οι «χρυσαυγίτες» της εποχής.
Η δημόσια συμπεριφορά του γείτονά μας άλλαξε σε πολλά. Όχι όμως και ως προς τους κομμουνιστές. Αυτοί παρέμεναν προδότες, συμμορίτες, μιάσματα, συντηρούνταν με τα ρούβλια του Κρεμλίνου, υποκινούσαν τις απεργίες για να πάνε κόντρα στην λαοπρόβλητη κυβέρνηση. Στο καφενείο, όταν δεν έπαιζε χαρτιά με τους άλλους «πράσινους», μελετούσε τα άρθρα της «Αυριανής». Ήξερε με κάθε λεπτομέρεια την προσωπική ζωή του Χαρίλαου Φλωράκη, όπως σε ποια μαρίνα δένει το κότερο, το γενεαλογικό δέντρο της γυναίκας του, τον ΑΦΜ των επιχειρήσεων του τριτοξάδερφου της κουνιάδας του. Ήταν θαυμαστής του Κουτσόγιωργα και προσκυνούσε τον Γιαννόπουλο. Ο γείτονάς μας κατόρθωνε να συνδυάζει τη σκληρή εργασία στην υπηρεσία του με την πρέφα μετά ούζων πριν τη μία το μεσημέρι στο καφενείο και ταυτόχρονα να κατηγορεί τους οικοδόμους πως παίρνουν μεγάλο μεροκάματο. Όταν βγήκε στη σύνταξη έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερος. Στο μεταξύ τα παιδιά του έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες, και τα εγγόνια του μεγάλωναν.
Όταν ξέσπασε η «κρίση» ο γείτονάς μας συνιστούσε σε όλους ψυχραιμία και υπομονή. «Καναδυό χρονάκια και τη σκαπουλάραμε», έλεγε. Στο πρώτο μνημόνιο έχασε τη μιλιά του. Μέχρι που μια μέρα στο καφενείο κάποιος τον άκουσε να μιλάει για κάποιους «προδότες». Άρχισε να νιώθει ευάλωτος. Μέσα του έβραζε. Τυλιγμένος μέσα σε μια ελληνική σημαία βρέθηκε ανάμεσα στους αγαναχτισμένους της πλατείας Συντάγματος. Μούντζωνε και ξαναμούτζωνε τους «300 προδότες», έπαιρνε μέτρα για τις θηλιές τους και έβριζε όλα τα κόμματα και όλους τους πολιτικούς. Το ένα του παιδί έμεινε χωρίς δουλειά, όταν ο οργανισμός που δούλευε έκλεισε. Έγιναν εκλογές, η κυβέρνηση άλλαξε. Τα άλλα παιδιά του δεν τα φέρνουν βόλτα, οι υποχρεώσεις τους πνίγουν. Η κυβέρνηση άλλαξε και πάλι. Όταν «έπεσε το μαύρο» στην τηλεόραση μένει χωρίς δουλειά και το δεύτερο παιδί του. Πόσες τρύπες να κλείσουν η σύνταξη η δική του και της γυναίκας του.
Σήμερα ο γείτονάς μας δείχνει να ξαναγεννιέται. Αυτός που κάποτε «άγγιξε το πέτο του Αντρέα», που «έσφιξε το χέρι του Σημίτη», αυτός που «έραινε με γαρίφαλα τις ζεϊμπεκιές του Άκη», που κατάφερε και «φίλησε τον Γιωργάκη» και ψήφισε Βενιζέλο για να «βγάλει το κίνημα από την κρίση», βρίσκει ξανά την χαμένη αρχοντιά και το κιμπαριλίκι του. Ρίχνει ανάθεμα στους «ξένους», τους «άπλυτους λαθρομετανάστες που κλέβουν τη δουλειά από τα παιδιά του». Βρίζει την τρόικα, τα μνημόνια, τον ΓΑΠ που «τους άνοιξε την πόρτα», τον προδότη Βενιζέλο και τον καθεστωτικό Σαμαρά. Ερεθίζεται όταν ακούει τη λέξη «απεργία» και ονειρεύεται «μακρονήσια» όταν βλέπει κομμουνιστή.
Δεν βρίζει πια και τους «300». Τις προάλλες στην πλατεία κουβαλούσε μια σακούλα με τρόφιμα, που μοίραζαν κάποια παιδιά που φορούσαν μαύρα. Μια άλλη φορά τον είδαν στη συγκέντρωση της χρυσής αυγής. Κάποιοι είπαν πως μίλησε κιόλας. Ο γείτονάς μας γουστάρει τρελά τον Κασιδιάρη αλλά τον μπερδεύει κι εκείνος ο χοντρός σύμβουλος του Σαμαρά όταν τάζει νέο Γράμμο στα κομμούνια. Εκθειάζει την ευφράδεια του Καιάδα αλλά δεν καταλαβαίνει γιατί ο Άδωνις κι ο Μάκης είναι σε άλλο κόμμα. Και με τις «απορίες» του όμως, ο γείτονάς μας δεν χάνει την πίστη του στην πατρίδα. Προέχει η αγάπη του για την πατρίδα. Γιατί η πατρίδα είναι μια και πάνω απ’ όλα. Και τώρα που η «πατρίδα» κινδυνεύει δεν το πολυσκέφτηκε. Επέστρεψε σ’ αυτούς που ξέρουν να υπερασπίζονται την «πατρίδα» κάθε φορά που κινδυνεύει. Και η «πατρίδα» κάθε φορά τους ευχαριστεί γι’ αυτό και τους ανταμείβει.
Πηγή: Οικοδόμος