Η αντάρτισσα του ΔΣΕ και ο τραυματισμένος φαντάρος
Παπαγεωργίου Βασίλης |
Ομορφο πράμα η άνοιξη, λογιάστηκε ο φαντάρος, ως κάθονταν άπραγος κι ανάβλυζε ο νους του στοχασμούς: Γιατί άραγε οι άνθρωποι διαλέγουν την άνοιξη να μακελέψουνε; Ως φαίνεται η άνοιξη είναι πιο κατάλληλη για φονικά, διαλογίστηκε, κι έκανε μια γκριμάτσα που 'δειχνε την απορία του. Το «απόρρητον έγγραφο» της Μεραρχίας το ξεκαθάριζε; «...Αι επιχειρήσεις θα λάβουν χώραν περί τας αρχάς της ανοίξεως... Αναμείνατε διαταγάς κλπ.». Κι η άνοιξη ήρθε! Πριχού καλά καλά χαράξει η μέρα, οι φαντάροι ακροβολίστηκαν, πιάσανε μετερίζια κι ως η καρδιά τους σφυροκοπούσε στο στήθος τους κι η ανάσα έκανε το λαρύγγι ν' ανεβοκατεβαίνει με γρηγοράδα, αφουγκράζονταν ν' ακούσουν τη διαταγή του λοχαγού για επίθεση. Οι άλλοι αντίκρυ του ΔΣΕ έδειχνε να οσμίζουνται όλα τούτα και σιάχνονταν με βιάση στο πόστο τους για το αναμέτρημα. Τέτοιες στιγμές μοιάζει ο άνθρωπος να πισωγυρίζει στο χρόνο και να ζωντανεύει μέσα του το πρωτόγονο ένστιχτο του προγόνου του. Το μάτι ολωνών γυάλιζε αγριεμένο κι η όψη τους έδειχνε να καταφρονούν το ίδιο τη ζωή και το θάνατο, καρτερώντας να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Αφίλιωτοι, φαντάροι κι αντάρτες, ήταν έτοιμοι να μακελευτούν.
Ο λοχαγός ρίχνει μια τελευταία ματιά στο ρολόι του, τραβάει το πιστόλι του απ' την κρεμασμένη θήκη και με στριγκλιά φωνή μουγκρίζει: Πυρ.
Οι οβίδες σκίζουν τον αγέρα μ' ουρλιαχτό, πέφτουν καταγής κι ανοίγουν βαθιές γούβες. Τα κέδρα και τα πουρνάρια τινάζονταν λιανισμένα ξέμακρα. Ο αγέρας βρωμοκοπούσε μπαρούτι. Κι ο τόπος παλάβωσε στο ντουφεκίδι.
Οι αντάρτες απαντούσαν πεισματωμένα.
Τούτο το μακελειό βάστηξε ίσαμε το δείλι. Κάποια στιγμή, ο λοχαγός διατάζει: «Σύμπτυξις». Ολοι τότες οι φαντάροι άρχισαν να κατηφορίζουν στο δάσωμα κι ως εκείνο ήταν κακοπάτητο τους δυσκόλευε στο τρεχαλητό. Κι ήταν φόβος οι αντάρτες που τους είχαν πάρει το κατόπι να τους πρόφταιναν. Το ντουφεκίδι ωστόσο συνεχιζόταν. Ο αχός του περνούσε μέσα από τις ρεματιές και ξεχύνονταν διπλός και μακρόσυρτος.
Ο φαντάρος, ως τρεχοβολούσε τα πίσω λογιάστηκε πως τούτη η σύμπτυξις» θα 'ταν απρόβλεπτη κι άθελά του χαμογέλασε. Του 'χε στεγνώσει το σάλιο, βαριανάσαινε, το κορμί του είχε γίνει μολύβι ασήκωτο, μα δεν μπορούσε να σταματήσει ότι όλοι τρεχοβολούσαν τα πίσω. Για μια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό ζούληγμα στο δεξί χέρι του, μια γλιστερή ζεστασιά να κυλάει στο μπράτσο του κι ένα πόνο βαθιά στο κόκαλο. Κόντυνε το βήμα του, έβαλε την αριστερή παλάμη πάνω στη ζουγκλιά κι η χούφτα του γιόμισε αίματα. Το βόλι είχε σφηνωθεί στο κόκαλο, το αίμα έτρεχε όλο και πιο πολύ κι ο πόνος δυνάμωνε. Λυθήκανε τα γόνατά του και παραλίγο να σωριαστεί κατάχαμα. Σούρθηκε με κόπο, ριζοβόλιασε σ' ένα δεντρί και λούφαξε. Τριγύρα τ' αγριοπούρναρα τον μισοκρύβανε. Οι άλλοι φαντάροι ως πισωτρέχανε αλαφιασμένοι μήτε που τον είδανε προς στιγμή. Αντρειώθηκε για λίγο και μπόρεσε να μισοβγάλει το χιτώνιο. Λουρίδιασε το μανίκι από το πουκάμισο με τα δόντια και προσπάθησε να ψευτοδέσει το πληγωμένο χέρι για να σταματήσει να τρεχοβολάει το αίμα. Το λιόγερμα είχε προχωρήσει για καλά κι άρχισε να πέφτει το νύχτωμα. Τα κέδρα και τα πουρνάρια παίρνανε και θαμπώνανε, χάνανε τη θωριά τους και μοιάζανε όλα το ίδιο μαύρα και σκοτεινά. Ωστόσο ο πόνος γινόταν όλο και πιο ανυπόφορος, έφτανε ίσαμε το μεδούλι. Κουρνιασμένος εκεί, σα λαβωμένο αγρίμι, ένιωθε μόνος, ανήμπορος και μέσα του τράνευε ο φόβος του θανάτου. Χούφτιασε της γης άσκεφτα και τα νύχια του μπήχτηκαν στ' αφράτο παρθένο χώμα του δάσους. Γύρευε από κάπου να πιαστεί, να πάρει κουράγιο, ν' αποδιώξει την απελπισία που 'χε κυριέψει την ψυχή του. Από τούτη τη γης ζούσε αυτός κι οι δικοί του, σκεφτόταν, στο χωριό, κι όλο χούφτωνε το χώμα για να πάρει δύναμη, για να τον βοηθήσει να μην αδικοχαθεί. Μάχουνταν να διώξει την αγωνία, τον τρόμο, την απελπισία του. Λίγο ακόμα, σκέφτηκε, να πέσει η νύχτα και τότες θα κινήσω κατά πίσω ν' ανταμώσω τους άλλους. Ξάφνου, πήρε τ' αυτί του κουφοσουρσίματα ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Κανένα φίδι θα 'ναι, σιγοψιθύρισε, μα μονοστιγμής το μάτι του ξεκαθάρισε στο σύθαμπο μια ορθοκορμιασμένη ανθρώπινη αγνάδα να έρχεται καταπάνω του. Σφίχτηκε, σιγούρεψε τ' ανάσασμά του να μην ακούγεται και γούρλωσε το μάτι του όμοιος σαν το κυνηγημένο αγρίμι που το ξετρυπώνουν στην κρυψώνα του. Συνάμα το χέρι του από μόνο του πήρε το ντουφέκι κι τ' απίθωσε παραμάσχαλα, δαχτύλισε τη σκανδάλη κι απόμενε εκεί, αδύναμος να τραβήξει. Στο αναμεταξύ, πάψανε ν' ακούγονται τα σουρσίματα κι η ματιά του ανταμώθηκε με δυο χέρια που κινούσαν καταπάνω του την μπούκα ενός Τόμιγκαν. Κλεφτά, με το ακραγκάθι του ματιού του, ξεχώρισε πως ήταν μια κοπελούδα. Η κορμοδεσιά της το 'δειχνε ολοκάθαρα. Το φανέρωναν τα μακριά μαλλιά, που ξέφυγαν απ' το σκούρο @@@@@@@@@@@@@ και ξεχύνονταν στους ώμους. Αντάρτισσα του ΔΣΕ θα 'ναι, σβούριξε η σκέψη στο μυαλό του κι αναπάντεχα του 'ρθε το όραμα της Μπουμπουλίνας ανάκατα με τη θωριά της αδερφής του. Παραξένεψε με τούτο το μπέρδεμα κι αυταποχάζεψε. Ωστόσο, οι ματιές τους αθέλητα σπάθισε η μια την άλλη κι απόμειναν κι οι δυο με διπλωμένο το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο πόνος στο χέρι είχε θεριέψει, τον λιγοθύμιαζε και το ντουφέκι όλο και γλίστραγε από τον κόρφο του. Ως ήταν απιθωμένος ανακούρκουδα, πισωστηλώθηκε στο δεντρί κι άφησε το ντουφέκι να πέσει παράμερα.
Η αντάρτισσα θα 'χε σιμώσει πολύ, γιατί ένιωθε την ανάσα της κι οσμιζόταν το χνότο της. Ανήμπορος, απόμεινε ασάλευτος κι έπαψε να ψαχουλεύει το πρόσωπο της αντάρτισσας. Τέτοιες στιγμές, η ψυχή τ' ανθρώπου, φορτωμένη απελπισιά, φέρνει δισταγμούς, δειλιάσματα και τον σπρώχνει @@@@@@@@@@@ παρακάλεσμα για τη σωτηρία του.
Η αντάρτισσα του 'ριξε μια πονετική ματιά, κάθισε δίπλα του και του δρόσισε τα ξεραμένα χείλη του απ' το παγούρι της. Στερνά έσκυψε και του ξέπλυνε τα αίματα και του έδεσε τη λαβωματιά καταπώς ήξερε. Ο φαντάρος στ' άγγιγμά της ένιωσε να ξεριζώνεται απ' τα μέσα του ο θάνατος και να αποδιώχνεται ο χάρος άπραχτος. Μια αλαφροΐσκιωτη ημεράδα τύλιξε το κορμί του κι ίσαμε τα ριζά της ψυχής του ένιωθε ν' αναδεύει ξανά τη ζωή. Ο πόνος στο χέρι έπαιρνε να γλυκαίνει και τα ματόφυλλά του αναλάφρωναν. Αγάλι αγάλι χάραζε στο μυαλό του ένα άσπρο φως και στις φλέβες του άρχισε να χοχλαδιάζει το αίμα. Γυρόφερνε το βλέμμα του τριγύρω και ψαχούλευε με το φως του νου του μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας σαν να γύρευε να σμίξει με κάτι. Ολα ήταν ησυχασμένα. Τα ρουθούνια του οσμίζουνταν τη φρεσκάδα της νοτισμένης γης και τ' αυτιά του ξεδιάλυναν πού αλυχτούσαν τα μαντρόσκυλα ξέμακρα. Ο υγραμένος αγέρας τον περόνιαζε ίσαμε το μεδούλι και του 'φερνε σύγκρυο. Ωστόσο όλη τούτη την ώρα άχνα δεν έβγαλε μήτε αυτός μήτε η αντάρτισσα. Μόνο κείνη, σαν τέλεψε με το δέσιμο, κρέμασε στον ώμο της το Τόμιγκαν, πίσω απ' τα κέδρα με βιάση. Τα λόγια που λευτερώθηκαν απ' το στόμα της πέρασαν απ' την ψυχή του πιότερο παρά από τ' αυτιά του και σφηνώθηκαν μέσα του, κατάβαθα στην καρδιά του: «Καλή τύχη!». Ναι, τούτα ήταν τα λόγια της, μα κείνος δεν πρόφτασε να της πει «φχαριστώ». Ολα τούτα γίνηκαν με τέτοια γρηγοράδα που δεν μπόρεσε να τα μαντρώσει στο νου του και να τα ξεδιαλύνει με το λόγιασμα.
Τώρα η αντάρτισσα θα βρισκόταν στην άλλη άκρη, μακριά του. Είχε απομείνει πάλι μόνος, ριζωμένος εδώ στο δεντρί.
Τα σκυλιά ανήσυχα αλυχτούσαν ασταμάτητα και του φέρνανε τρόμο κι ένα σφίξιμο στην ψυχή. Για ν' αποδιώξει το φόβο του τράβηξε σιμά του το ντουφέκι και τ' απόθεσε στα σκέλια του. Το χέρι του άγγιξε το σιδερικό της κάννης κι ως ένιωσε την παγωμάρα της τ' αποτράβηξε απότομα και το 'χωσε παραμάσχαλα. Ξάφνου, ένα καυτό ζούληγμα στη λαβωματιά τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Ο πόνος άρχισε ξανά ν' αγριεύει. Τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν κι έκαιγε ολάκερος από τον πυρετό. Τα βλέφαρά του βάραιναν ωσότου αποκαμωμένα σφαλίσανε. Ο ύπνος ήρθε γρήγορα, γιομάτος εφιάλτες που τον κάνανε να ξυπνήσει κατατρομαγμένος. Ηταν πνιγμένος στον ιδρώτα. Πάνωθέ του η νοσοκόμα τον κοιτούσε ανήσυχη καθώς του κρατούσε το χέρι για να γραδάρει τους σφυγμούς. Εφερε γύρω το βλέμμα του για να στιμάρει το χώρο. Το κρεβάτι του νοσοκομείου μέρεψε τη σκέψη του και ξανάφερε στο νου του όλα κείνα που γινήκανε χτες τη νύχτα. Κι αιστάνθηκε την ανάγκη να τα ξεφανερώσει σε κάποιον... Μα πώς... Πού... Σε ποιον, αφού το αδερφοφάγωμα δεν είχε τελέψει ακόμα και τα στρατοδικεία δε χαμπαριάζανε από τέτοια ξομολογήματα.