Οι διώξεις ποτέ δε σταμάτησαν
Στις 25 Σεπτέμβρη 1974 ο «Ριζοσπάστης» βγαίνει από το βαθύ σκοτάδι της 27χρονης παρανομίας, όπου είχε τεθεί με τις διαταγές των Αμερικανών, των ντόπιων και ξένων εκπροσώπων της άρχουσας τάξης. Εκείνη τη μέρα μπήκε τέρμα στην πιο απόλυτη μορφή δίωξης - την απαγόρευση της κυκλοφορίας της - που γνώρισε η εφημερίδα του ΚΚΕ για τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Αλλά και με την επανέκδοση, μετά τη μεταπολίτευση και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ο «Ρ» δεν μπορούσε παρά να παραμένει και να αντιμετωπίζεται από τους κρατούντες ως η «ενοχλητική» φωνή, που θα έπρεπε να σιγήσει ή όσο το δυνατόν να περιοριστεί η απήχησή της στα λαϊκά στρώματα.
Η μεταπολίτευση συνοδεύτηκε λοιπόν από μια σταθερή προσπάθεια εκ μέρους των εντολοδόχων της ολιγαρχίας να εμποδίσουν την αποστολή του «Ρ» για τη σωστή ενημέρωση του λαού. Οι αποκαλύψεις της εφημερίδας του ΚΚΕ για την αντιλαϊκή πολιτική τους, η προβολή και στήριξη των λαϊκών αγώνων, ο ρόλος του «Ρ», ρόλος προπαγανδιστή, οργανωτή και συμπαραστάτη των λαϊκών δικαίων ανησυχούν την άρχουσα τάξη.
Στο στόχαστρο η κυκλοφορία του «Ρ»
Αμέσως μετά το πρώτο διάστημα της νόμιμης κυκλοφορίας του «Ρ» και αφού η εφημερίδα κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματα που σχετίζονταν με την έκδοσή της μετά από το βαθύ τούνελ της παρανομίας, αρχίζουν τα «άλλα» προβλήματα. Τα προβλήματα εκείνα που σχετίζονται με την κυκλοφορία του. Προβλήματα που φροντίζουν να τα δημιουργούν εκείνοι που επιθυμούν τη «φίμωση» του «Ρ».
Βασικός τους στόχος είναι η παρεμπόδιση της διακίνησης της εφημερίδας. «Οσο λιγότεροι την αγοράζουν τόσο το καλύτερο», είναι η «αρχή» που διαπερνά τους εγκεφάλους των κλιμακίων, τα οποία ηγούνται των διώξεων. Χαρακτηριστικό της τακτικής που ακολουθείται εναντίον του «Ρ» είναι ότι ολόκληρη η περίοδος από το 1974 μέχρι και το 1981 χαρακτηρίζεται από «πογκρόμ» κατά αμέτρητων μελών και φίλων του Κόμματος, καθώς και νεολαίων της ΚΝΕ, που εξορμούν για τη διάδοση και αύξηση της κυκλοφορίας του «Ρ».
Ειδικότερα, από το 1978 και μετά, σχεδόν καθημερινά τα δικαστήρια εκδικάζουν υποθέσεις διακινητών του «Ρ». Η εναντίον τους σαθρή κατηγορία είναι ότι ασκούσαν παρανόμως το επάγγελμα του... εφημεριδοπώλη! Το ποιος βρισκόταν πίσω από την επιχείρηση παρεμπόδισης της κυκλοφορίας του «Ρ» ήταν δεδομένο. Αλλωστε, οι συντονισμένες, καθημερινές επιχειρήσεις της Αστυνομίας στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων αστικών κέντρων για τη σύλληψη διακινητών της εφημερίδας δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για το ποιος δίνει την εντολή στα αστυνομικά όργανα. Κάποιοι, όμως, προφανώς λόγω υπερβάλλοντος ζήλου δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα:
«Δεν μπορεί ο κάθε νεανίας να παίρνει τις εφημερίδες στα χέρια του και να ανατρέχει τας οδούς χωρίς να είναι επαγγελματίας εφημεριδοπώλης» (!), κραύγαζε βουλευτής του τότε κυβερνώντος κόμματος, της ΝΔ, στη Βουλή, στις 22/5/1978.
«Πογκρόμ» διώξεων
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αυταρχισμός της περιόδου συνοδεύεται από περιστατικά απίστευτης αντιδημοκρατικής γελοιότητας.
Ετσι τον Απρίλη του 1980 συλλαμβάνεται διακινητής του «Ρ» με την κατηγορία ότι, πουλώντας την εφημερίδα και καθώς καλούσε τους περαστικούς να την αγοράσουν, είχε διαπράξει το αδίκημα της πρόκλησης θορύβου!
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το εξής: Με το νόμο που ίσχυε τότε, οι διακινητές του «Ρ» μπορούσαν να πουλούν την εφημερίδα, επιδεικνύοντας την ειδική άδεια που τους είχε χορηγηθεί από τον εκδότη της. Τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ φρόντιζαν σε όλες τις εξορμήσεις διακίνησης του «Ρ» να είναι εφοδιασμένοι με την άδεια. Τα αστυνομικά όργανα, βέβαια, δεν έδειχναν να πτοούνται ούτε μετά την επίδειξή της. Συλλάμβαναν τους πάντες, ανακαλύπτοντας κατηγορίες, όπως η προηγούμενη, για την... πρόκληση θορύβου. Λίγο αργότερα, δε, η κυβέρνηση της ΝΔ φρόντισε να προσδώσει νομότυπο επικάλυμμα στις πολιτικές διώξεις, αφού εφηύρε ειδική διάταξη για να στραφεί ειδικά κατά του «Ρ». Με τη διάταξη αυτή δεν ήταν πλέον αρκετή η άδεια του εκδότη του «Ρ» για τη διακίνηση της εφημερίδας. Επιβαλλόταν ο διακινητής να κατέχει και άδεια - έγκριση και από τα πρακτορεία διακίνησης ημερήσιων εφημερίδων!
Μια ακόμα δικαιολογία που επιστρατεύτηκε τότε εναντίον του «Ρ», κατά των διακινητών και των αφισοκολλητών του, ήταν ότι με τη διακίνηση της εφημερίδας επηρεαζόταν αρνητικά το «τουριστικό κλίμα»! Μάλιστα, στις 27/5/79 η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και η Διεύθυνση Χωροφυλακής Προαστίων απαγόρευσαν την τοιχοκόλληση αφίσας του «Ρ», επικαλούμενες, ακριβώς, λόγους «τουριστικούς»...
Τα στοιχεία που αναφέρονται για την πρώτη περίοδο της επανέκδοσής του «Ρ», μετά το1974, είναι αποκαλυπτικά:
Μόνο στην τριετία 1977-'79 οδηγήθηκαν στα δικαστήρια 880 διανομείς του «Ρ».Οι 80 πιάστηκαν και κρατήθηκαν στα αστυνομικά τμήματα και οδηγήθηκαν στο Αυτόφωρο. Στις δίκες που έγιναν στα τακτικά δικαστήρια αθωώθηκαν, στο ίδιο διάστημα, 577 διανομείς και καταδικάστηκαν 223.
Ολη αυτή την περίοδο και παράλληλα με το κυνήγι των διακινητών, η προσπάθεια παρεμπόδισης της έκδοσης του «Ρ» συμπληρωνόταν με αθρόες δικαστικές προσφυγές και διώξεις κατά της εφημερίδας μας.
Η πρώτη καταδίκη εφημερίδας μετά τη χούντα
Ο «Ρ» είναι η εφημερίδα που είχε την τιμή να είναι η πρώτη εφημερίδα που καταδικάστηκε μεταδικτατορικά. Η ποινή που της επιβλήθηκε από το Ε` Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στις 30 Ιούλη 1975, ήταν: Οκτώ μήνες φυλάκιση και 10.000 δραχμές πρόστιμο στον εκδότη και το διευθυντή σύνταξης του «Ρ», Νίκανδρο Κεπέση και Συμεών Λιμπεράτο, αντίστοιχα, καθώς και στέρηση της ατέλειας χαρτιού. Η τελευταία ποινή απέβλεπε ακριβώς στη δημιουργία σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, ώστε να προκληθούν εμπόδια στην έκδοση της εφημερίδας.
Ποιο ήταν, όμως, το αιτιολογικό της απόφασης; Απόφαση που, σημειωτέον, λήφθηκε με βάση το χουντικό «νόμο περί Τύπου», τον 346/69. Η ποινή κατά του «Ρ» επιβλήθηκε με αιτιολογικό «την διασποράν ψευδών ειδήσεων δυναμένων επιτηδείως να φέρωσιν ανησυχίαν και φόβον εις τους πολίτας και να ταράξωσιν την εμπιστοσύνην του κοινού προς τας αστυνομικάς αρχάς».
Αξίζει να σημειώσουμε, όμως, και το επίδικο ρεπορτάζ του «Ρ». Το ρεπορτάζ για το οποίο καταδικάστηκε ο «Ρ» αφορούσε την καταγραφή της επίθεσης της Αστυνομίας, το Γενάρη του ίδιου χρόνου, κατά των σπουδαστών της Σχολής Βοηθών Ιατρικών Επαγγελμάτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με το «δίκαιο» των μηνυτών του «Ρ», εκείνος που διατάραζε τη σχέση της Αστυνομίας με τους πολίτες ήταν ο «Ρ» και αυτό επειδή αποκάλυπτε τα «ανδραγαθήματα» της Αστυνομίας έναντι των πολιτών. Δε διατάρασσαν τις σχέσεις πολιτών - Αστυνομίας οι βαρβαρότητες της ίδιας της Αστυνομίας εναντίον των πολιτών...
Είναι φανερό πως εξαρχής ήθελαν η ενοχλητική φωνή του «Ρ» να σιγήσει. Ομως - και τότε - λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Με τη γνωστοποίηση της καταδίκης ξεκίνησε μια μαζική κινητοποίηση εργαζομένων για την υπεράσπιση της εφημερίδας τους, προσφέροντας, ταυτόχρονα, από τον οβολό τους, από το υστέρημά τους, «για να μη σου λείψει το χαρτί», όπως έγραφαν στις επιστολές τους προς την εφημερίδα.
Οι μηνύσεις - με σαθρές πάντα κατηγορίες - κατά του «Ρ», ορισμένες φορές έπαιρναν «βιομηχανικό» χαρακτήρα, στην προσπάθειά τους να βάλουν εμπόδια στην έκδοση και την κυκλοφορία της εφημερίδας. Εις μάτην όμως.
Η υπόθεση «ΕΧΙΝΟΣ»
Μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις δικαστικών διώξεων κατά του «Ρ», στη μεταπολιτευτική περίοδο, είναι εκείνη που αφορά την υπόθεση για το «σκάνδαλο του Εχίνου». Ηταν τότε, τον Οκτώβρη του '83, που ο «Ρ» αποκάλυψε μεγάλη κομπίνα σε μονάδα της ΜΟΜΑ, που έδρευε στον Εχίνο.
Το αξιομνημόνευτο είναι πως, παρά το γεγονός ότι με την έρευνα που έγινε από τις στρατιωτικές υπηρεσίες, μετά τις αποκαλύψεις του «Ρ», το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε, ωστόσο το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθήνας καταδίκασε το «Ρ»! Η «συνήθης» ποινή - για προφανείς πάντα λόγους - ήταν η στέρηση της ατέλειας χάρτου για 2 μήνες. Παράλληλα, το δικαστήριο καταδίκασε τον εκδότη της εφημερίδας, ενώ επιπλέον επιβλήθηκε και πολύμηνη φυλάκιση στους συντάκτες που έκαναν την έρευνα.
Τόσο ο εκδότης όσο και οι δύο συντάκτες οδηγήθηκαν στη φυλακή αρνούμενοι να εξαγοράσουν την ποινή τους και αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από έφεση που άσκησε ο εισαγγελέας μετά από τη γενική κατακραυγή που ξεσηκώθηκε. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, η εφημερίδα αθωώθηκε πανηγυρικά, ενώ για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκε ο εγκέφαλος της «επιχείρησης Εχίνος».
Το «δίδυμο» Σημίτη - Γιαννόπουλου έχει «παρελθόν». Το πρόστιμο κατά του «Ρ»
Νέα μορφή παίρνουν οι διώξεις κατά του «Ρ» με τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Το κυρίως έργο των διώξεων, πάντως, τώρα πια το αναλαμβάνουν κυβερνητικά στελέχη. Και το αναλαμβάνουν άμεσα. Το δίδυμο της εποχής θυμίζει τη θεωρία που θέλει τους δολοφόνους να συνηθίζουν να επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος. Ο ένας εκ των «διδύμων», από τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, τότε, είναι ο Κ. Σημίτης. Ο άλλος κατέχει την καρέκλα του υπουργού Εργασίας και - τι σύμπτωση! - είναι ο Ε. Γιαννόπουλος.
Οι Σημίτης και Γιαννόπουλος, λοιπόν, το Φλεβάρη του 1986 επιβάλλουν πρόστιμο 15 εκατομμυρίων δραχμών στο «Ρ» με την κατηγορία ότι έδωσε αυξήσεις στους εργαζομένους του! Η εφημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ τίθεται στο στόχαστρο της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ο «Ρ» επειδή αρνείται να «συμμορφωθεί» με την αντεργατική απόφαση για «πάγωμα» των μισθών των εργαζομένων, επειδή αποφασίζει να τιμήσει τη συμφωνία μεταξύ εκδοτών και δημοσιογράφων - που είχε προηγηθεί της γνωστής Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου - διώκεται ανελέητα από την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
1986 - 2000: Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος!
Η καταδίκη του «Ρ» από τη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών. Ο πολιτικός κόσμος, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, μαζικοί φορείς, καταδικάζουν τον κυβερνητικό αυταρχισμό. Ο «Ρ» κατακλύζεται από χιλιάδες γράμματα συμπαράστασης, που φτάνουν από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Η ΕΣΗΕΑ συνεδριάζει εκτάκτως καταγγέλλοντας τους Σημίτη - Γιαννόπουλο για «εξοντωτική ποινή» κατά του «Ρ» και κάνει λόγο για «απαράδεκτο, αντιδημοκρατικό και ανελεύθερο» μέτρο.
Η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων αποστέλλει επιστολή διαμαρτυρίας στον τότε πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου, κάνοντας λόγο για «σοκ» που προκάλεσε η απόφαση για την επιβολή προστίμου κατά του «Ρ».
Το κύμα διαμαρτυριών μετατρέπεται σε χιονοστιβάδα όταν αποκαλύπτεται, λίγους μήνες μετά την επιβολή του προστίμου, ότι για την είσπραξή του η κυβέρνηση μεθοδεύει την ανάσυρση από τη «ναφθαλίνη» χουντικού διατάγματος, που αφορά την είσπραξη δημοσίων εσόδων και που φέρει φαρδιά - πλατιά την υπογραφή των «αστέρων» της χούντας Γκιζίκη, Ανδρουτσόπουλου, Μπαλόπουλου κ.ά.
Ομως, οι Σημίτης - Γιαννόπουλος παραμένουν ανένδοτοι στον αντικομμουνιστικό τους κατήφορο. Ο Ε. Γιαννόπουλος, όταν στις 28 Φλεβάρη '86 καλείται από το «Ρ» να απαντήσει σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση για την πολιτική δίωξη κατά της εφημερίδας, δίνει την ακόλουθη απάντηση: «Είναι πολιτική (σ.σ.: η απόφαση) γιατί εκφράζει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Εσείς εστασιάσατε εναντίον αυτής της οικονομικής πολιτικής. Βγήκατε στο λεβέντικο. Κι όποιος βγαίνει στο λεβέντικο θα υποστεί τις συνέπειες»...
Οσο για τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, τότε, αποδεικνύεται κι αυτός συνεπής με το κατοπινό του... μέλλον ως πρωθυπουργός. Με δηλώσεις του την ίδια μέρα, ο Κ. Σημίτης, σχολιάζοντας ερώτημα σχετικά με τον εξοντωτικό χαρακτήρα του προστίμου, δηλώνει:«Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει το νόμο. Αν αυτό σημαίνει κλείσιμο εφημερίδας, αυτό είναι άλλο θέμα»! Αποκαλυπτικός, επίσης, όσον αφορά το μένος του κατά του «Ρ» είναι ο Κ. Σημίτης όταν, ερωτώμενος κάθε πότε θα επιβάλλεται το πρόστιμο, αν δηλαδή αφορά ολόκληρο το έτος ή αφορά κάθε μήνα που ο «Ρ» θα δίνει τις αυξήσεις στους εργαζόμενούς του, απαντά: «Μπορεί να είναι μια φορά το χρόνο, μπορεί μια φορά το μήνα, μπορεί κάθε μέρα»! Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των ίδιων δηλώσεων ο Κ. Σημίτης δε δίστασε να αναφέρει ότι για την είσπραξη του προστίμου η κυβέρνηση δεν απέκλειε ακόμα και εφαρμογή του μέτρου της «κατάσχεσης» κατά του «Ρ»!
Ιστορική ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και δήλωση του Χαρ. Φλωράκη. Ας τα έχουν υπόψη τους...
Με αφορμή την επίθεση της κυβέρνησης του Α. Παπανδρέου κατά του «Ρ», με πρωταγωνιστές τους ίδιους με σήμερα διώκτες της εφημερίδας, τους κ. κ. Σημίτη - Γιαννόπουλο, το ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος εκδίδει το Φλεβάρη του '86 την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Η επιβολή προστίμου 15 εκατ. δρχ. στο "Ριζοσπάστη" με δικαιολογία την παραβίαση της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης και με βάση τις αντιδημοκρατικές και αντισυνταγματικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, αποτελεί μία νέα και πολύ επικίνδυνη κλιμάκωση του αντεργατικού και αυταρχικού κατήφορου της κυβέρνησης και βαρύτατο πλήγμα για την ελευθερία του Τύπου και τα δικαιώματα των εργαζομένων σ' αυτόν.
Η κυβέρνηση με την ενέργειά της αυτή, που επαναφέρει ένα κλίμα διώξεων άλλων καταδικασμένων εποχών, δε στρέφεται μόνο κατά του "Ριζοσπάστη" και του ΚΚΕ, της εφημερίδας και του Κόμματος που μαχητικά και με συνέπεια υπερασπίζουν το εισόδημα των εργαζομένων. Επιχειρεί μία επίδειξη αυταρχικής πυγμής, που στρέφεται γενικότερα ενάντια στο εργατικό κίνημα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και έχει ειδικότερο στόχο να κάμψει το φρόνημα και τους αγώνες των εργαζομένων, που εξαπλώνονται αυτή την περίοδο για ικανοποιητικές συλλογικές συμβάσεις.
Το ΚΚΕ υπογραμμίζει ότι οι κυβερνητικές διώξεις και οι εκβιασμοί, που επιζητούν να θωρακίσουν και να εμφανίσουν σαν δήθεν τετελεσμένο γεγονός την αντιλαϊκή πολιτική της λιτότητας, δεν πρόκειται να πτοήσουν την εργατική τάξη της πατρίδας μας ούτε το "Ριζοσπάστη", που αποτελεί την καθημερινή και μαχητική έπαλξη και φωνή της. Αντίθετα, αυταρχικές ενέργειες σαν κι αυτές, που αποτελούν προσφορά στο μεγάλο κεφάλαιο, δείχνουν την έλλειψη ψυχραιμίας της κυβέρνησης μπροστά στη διευρυνόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και το ογκούμενο ενωτικό κίνημα των εργαζομένων ενάντια στην αντιλαϊκή οικονομική πολιτική. Αυτό το μεγάλο ενωτικό ταξικό μέτωπο των εργαζομένων, που τα αιτήματά του συνδέονται άμεσα με τη διέξοδο από την κρίση σε όφελος του λαού και την αυτοδύναμη ανάπτυξη της χώρας, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Ο αυταρχισμός δε θα περάσει»
Την ίδια μέρα ο Χαρ. Φλωράκης, από τη θέση του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, προβαίνει στην ακόλουθη λακωνική δήλωση:
«Αυτοί που διέταξαν την επιβολή προστίμου στο "Ριζοσπάστη" με φανερό σκοπό να τον πλήξουν, ας μελετήσουν καλύτερα την ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας μας και του "Ριζοσπάστη"».
Εστω και καθυστερημένα οι μηνυτές του «Ρ» ας ακολουθήσουν εκείνη τη συμβουλή...
1992: Επίθεση έξω από τα γραφεία της εφημερίδας
Τη σκυτάλη των επιθέσεων κατά του «Ρ» παίρνει μερικά χρόνια αργότερα η ΝΔ. Η προβοκάτσια είναι στημένη από καιρό, αλλά από ό,τι φαίνεται αναζητούσαν κατάλληλο χρόνο και τρόπο για να τη φέρουν σε πέρας.
Η αφορμή δίνεται με τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στην ΕΑΣ. Αρχές Οκτώβρη του '92 οι εργαζόμενοι των λεωφορείων έχουν προγραμματίσει συγκέντρωση και διαδήλωση στη Ν. Ιωνία, διαμαρτυρόμενοι για το ξεπούλημα των αστικών συγκοινωνιών. Από νωρίς ο χώρος μπροστά από τα γραφεία του ΚΚΕ και του «Ρ», στον Περισσό, κατακλύζονται από ασφαλίτες με πολιτικά. Περιμένουν, όμως, να πέσει το σκοτάδι.
Καθώς ο όγκος των συγκεντρωμένων πλησιάζει μετά το τέλος της εκδήλωσης για να περάσει μπροστά από τα γραφεία του «Ρ», οι συντάκτες της εφημερίδας που βρίσκονται στο δρόμο για να καταγράψουν το ρεπορτάζ, δέχονται την επίθεση ασφαλιτών με σιδερολοστούς! Τα ΜΑΤ και οι χαφιέδες με τα πολιτικά χτυπούν αδιακρίτως άντρες και γυναίκες συντάκτες του «Ρ», επιχειρούν να μπουν μέσα στο κτίριο, συλλαμβάνουν εργαζόμενους στην εφημερίδα και τους τσουβαλιάζουν στις αστυνομικές κλούβες. Λίγο αργότερα τους πετούν στο χαντάκι του δρόμου, με την κλούβα εν κινήσει... Ο χώρος έξω από τα γραφεία της εφημερίδας μετατρέπεται σε πεδίο ασφαλίτικης αυθαιρεσίας.
Επισήμως η ΝΔ αρνείται κάθε ευθύνη και ανακοινώνεται ότι θα αναζητηθούν οι πρωταίτιοι. Ακόμα αναζητούνται...
Αγροτοδικεία, Μαθητοδικεία, Τυποδικεία
Ο «Ρ» δεν κάμπτεται και επιμένει σταθερά, και σήμερα και πάντα, να αποκαλύπτει και να αντιμάχεται την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, να στηρίζει τα συμφέροντα και τους αγώνες του λαού. Εχει μπει ξανά, επομένως, στο στόχαστρο του άλλου δικομματικού εταίρου, της κυβέρνησης Σημίτη.
Αδυνατώντας, σε πολιτικό επίπεδο να αντιπαρατεθεί κατά του ΚΚΕ και του «Ριζοσπάστη», η κυβέρνηση Σημίτη καταφεύγει ξανά στις πολιτικές διώξεις κατά της εφημερίδας του ΚΚΕ. Πρόκειται για τακτική που την έχει αναγάγει σε συνήθη πρακτική. Πρακτική που στρέφεται εναντίον και άλλων αντιπολιτευόμενων εφημερίδων και πολιτικών της αντιπάλων, όπως και κατά ολόκληρων κοινωνικών ομάδων που αντιπαλεύουν την καταστροφική πολιτική της.
Ηδη πάνω από 10.000 ξωμάχοι σέρνονται στα αγροτοδικεία με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις, μαθητές και ανήλικα παιδιά οδηγούνται στα δικαστήρια και στα τμήματα της Ασφάλειας, με αφορμή τις εκπαιδευτικές διαδηλώσεις, ναυτεργάτες και εργαζόμενοι από μια σειρά κλάδους κάθονται στα εδώλια των κατηγορουμένων με αφορμή τη συμμετοχή τους στους αγώνες για την ικανοποίηση των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Μετά τα αγροτοδικεία, τα μαθητοδικεία και τα εργατοδικεία, ήρθε απ' ό,τι φαίνεται η ώρα για να δούμε στην Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού» και τα Τυποδικεία...
Ζητούσε με εξώδικο «δήλωση μετανοίας»!
Μέσα σε αυτό το κλίμα εντάσσονται οι διώξεις του ΠΑΣΟΚ και κατά του «Ρ» τα τελευταία χρόνια.
Η αρχή έγινε με τις γνωστές και αλλεπάλληλες δηλώσεις -απειλές του Ε. Γιαννόπουλου κατά της εφημερίδας, με αφορμή τις μεγάλες κινητοποιήσεις των αγροτών. Ηταν το 1997, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης, με εξώδικα απειλούσε το «Ρ» και τους συντάκτες του, γιατί υποστήριζαν τα αιτήματα των αγροτών και στέκονταν συντροφικά στον ηρωικό αγώνα τους.
Εκείνη την εποχή, ξεπερνώντας ξανά τα όρια, ο υπουργός απειλούσε με μηνύσεις, ακόμα και με επαναφορά του ιδιώνυμου! Δήλωνε, μάλιστα - όλο υπονοούμενα - ότι την εποχή που επιβλήθηκε ο αντικομμουνιστικός νόμος 509 είχε «ισχυρή αιτιολογική βάση» (!) και ταυτόχρονα υπαινισσόταν επαναφορά ακόμα και διατάξεων του Μεταξικού νόμου περί Τύπου, για να δικάσει την εφημερίδα!
Και όλα αυτά για να αναγκάσει το «Ρ» να προβεί σε «δήλωση μετάνοιας» (!), να αποκηρύξει την... ανακοίνωση της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα των αγροτών, την οποία ο «Ρ» δημοσίευσε και η οποία... ενόχλησε τον κ. υπουργό! Ας σημειωθεί ότι εκείνο το εξώδικο κατά του «Ρ» στάλθηκε στην εφημερίδα, αφού είχαν προηγηθεί οι... ευγενικοί χαρακτηρισμοί (σ.σ.: «γαϊδούρια», «υπόδικοι» κλπ) του Ε. Γιαννόπουλου κατά των αγροτών...
Η σειρά του Πάγκαλου
Υστερα από το εξώδικο Γιαννόπουλου, το '98 πια, ήρθε η αγωγή του Θ. Πάγκαλου, ο οποίος, κατέχοντας τότε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, ζητούσε... να του καταβάλει ο «Ρ» το ποσό των 100 εκατομμυρίων δραχμών για να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη που, όπως υποστήριζε, υπέστη, από δημοσίευμα της εφημερίδας!
Η αφορμή που επικαλέστηκε ο Θ. Πάγκαλος στη μήνυσή του ήταν ότι ο «Ρ» δημοσίευσε ένα πολιτικό, σατυρικό σχόλιο, ασκώντας πολιτική κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη και στις θέσεις που ανέπτυξε ο Θ. Πάγκαλος στη Βουλή, αναφερόμενος στις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο.
Βεβαίως, παρά τα όσα υποστήριζε ο Θ. Πάγκαλος, όταν εκδικάστηκε η αγωγή του, αποκαλύφθηκε πως ο μοναδικός του στόχος ήταν η «διά νόμου» απαγόρευση της πολιτικής κριτικής και ο περιορισμός της στα «όρια» που επιθυμεί η κυβέρνηση. Πρόκειται για μια αλήθεια αυταπόδεικτη, αν εξετάσει κανείς όλη τη «φιλοσοφία» της «εκσυγχρονιστικής» κυβέρνησης, που έχει στο ενεργητικό της σειρά αποδείξεων για αυτή τη «φιλοσοφία» της. Μια «φιλοσοφία» που ισοδυναμεί με την επιδίωξη να ποινικοποιήσει την πολιτική ζωή του τόπου. Από αυτή τη... δημοκρατική τακτική δε θα μπορούσε να είναι απών ο Θ. Πάγκαλος.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Ο τελευταίος πάντως εισέπραξε την απάντηση για τις αιτιάσεις του κατά του «Ρ» εκεί που θέλησε να αναμετρηθεί με το ΚΚΕ. Οχι βέβαια στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά στα δικαστήρια. Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ήταν σαφής: Η αγωγή κατά του «Ρ» κρίθηκε ως «αβάσιμη κατ' ουσίαν». Στο σκεπτικό, δε, της απόφασης, που αποτέλεσε πραγματικά κόλαφο έναντι της κυβερνητικής πρακτικής των διώξεων, τονίζονταν χαρακτηριστικά:
«... ο Τύπος που μάχεται για την προαγωγή του πνεύματος και του ήθους, μπορεί να στιγματίζει με καυστική γλώσσα κάθε κοινή πράξη. Γι' αυτό και το στοιχείο της ειρωνείας και τα λοιπά φιλολογικά διανθίσματα του γραπτού λόγου μεταξύ των οποίων και τα θαυμαστικά ερωτηματικά κλπ., καθώς και οι μεγαλόγραφοι τίτλοι με τους οποίους εμφανίζεται η είδηση, δεν μπορούν να συστήσουν νομικώς επίμεμπτη πράξη κατά της τιμής. Διότι αυτά συγκροτούν δριμύ δημοσιογραφικό ύφος και όχι εξυβριστικό τρόπο εκδηλώσεως και συγχωρητώς χρησιμοποιούνται προς έλεγχο της ηθικής απαξίας ειδήσεως ή πράξεως».
«Με το ελεγχόμενο δημοσίευμα - συνεχίζεται στην απόφαση - δεν παραποιήθηκε κάποια από τις προδιαληφθείσες διατάξεις στην αρχή της απόφασης, ώστε να δικαιολογείται η επιδίκαση στον ενάγοντα, χρηματικής αποζημίωσης, για ηθική βλάβη, την οποία δήθεν υπέστη από το παραπάνω δημοσίευμα, το οποίο, αντίθετα, κρίνεται ότι έγινε με αποκλειστικό σκοπό την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του αναγνωστικού του κοινού... Δηλαδή, στόχευε στη διαφύλαξη και προστασία νομίμου δικαιώματος και έγινε από δικαιολογημένη από το Σύνταγμα και τους νόμους ελευθερία και κοινωνική αποστολή του Τύπου και ειδικότερα των εφημερίδων για τη δημοσίευση ειδήσεων σχετικά με τις πράξεις και τη συμπεριφορά των φυσικών προσώπων, που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον και λόγω του αξιώματός τους επειδή είναι μέλη της κυβέρνησης...».
Οπως γίνεται αντιληπτό ο Θ. Πάγκαλος συνεχίζει να κυκλοφορεί με αναποκατάστατη την... ηθική βλάβη που του προκάλεσε ο «Ρ», αφού τέτοια βλάβη δε διαπίστωσε το δικαστήριο. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι ο μηνυτής του «Ρ» είναι ο ίδιος άνθρωπος που επανειλημμένως υποστηρίζει, έκτοτε, ότι το ΚΚΕ κινείται στα «όρια της νομιμότητας»!
Γιαννόπουλος. Δηλαδή... Σημίτης
Ομως, η κυβέρνηση, δεν πτοείται... Πιστή στην τακτική της «επιστράτευσης» των εισαγγελέων, μετά τις χιλιάδες διώξεις κατά αγωνιζόμενων αγροτών, εργαζομένων και μαθητών, που αντιδρούν στην αντιλαϊκή της πολιτική, επανέρχεται με τις τελευταίες μηνύσεις Γιαννόπουλου κατά του «Ριζοσπάστη».
Αυτήν τη φορά το πρόσχημα είναι ότι δήθεν ο «Ρ» συκοφάντησε τον Ε. Γιαννόπουλο, γράφοντας τα όσα καταμαρτυρούν τρίτοι για το άτομό του (όπως οι Θ. Κατριβάνος, Β. Κεδίκογλου κ.ά.) σχετικά με την κατοχική και μετακατοχική δράση του υπουργού Δικαιοσύνης. Πέραν του «Ρ», ο υπουργός Δικαιοσύνης, καλυπτόμενος πλήρως από τον πρωθυπουργό, επιμένει στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής μηνύοντας παράλληλα πολιτικούς του αντιπάλους και απειλώντας - ακόμα και δημοσίως - άλλα ΜΜΕ, με στόχο τον έλεγχο της πληροφόρησης και τη φίμωση της πολιτικής κριτικής.
Οσον αφορά τη νέα δίωξη κατά του «Ρ», ο Ε. Γιαννόπουλος αποδεικνύεται πως λειτουργεί ως ο πολιορκητικός κριός μιας επίθεσης που στοχεύει το ΚΚΕ, αλλά την οποία ούτε την εμπνεύστηκε, ούτε τη διεξάγει μόνος του. Πίσω από τον υπουργό Δικαιοσύνης βρίσκεται όλη η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο Κ. Σημίτης.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ο Ε. Γιαννόπουλος, επιτίθεται στο «Ρ» εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ την ίδια ώρα υποδύεται τον «απλό πολίτη»!Είναι προφανές ότι ουδέποτε μέχρι τώρα υπήρξε «απλός πολίτης» που να προσέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας 500 εκατομμύρια (σ.σ. τόσα διεκδικεί από το «Ρ» ο υπουργός!), αλλά την ίδια ώρα - αυτός ο «απλός πολίτης» - να είναι και πολιτικός προϊστάμενος εκείνων των δικαστών που καλούνται να αποδώσουν δίκαιο!
Για άλλη μια φορά, η κατακραυγή και η καταδίκη της κυβερνητικής δίωξης κατά του «Ριζοσπάστη» είναι γενική. Ο Ε. Γιαννόπουλος, ωστόσο, με την κάλυψη της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, ο οποίος αποδεικνύεται ότι καθοδηγεί προσωπικά την αντικομμουνιστική υστερία του υπουργού του, επιμένει. Ομολογώντας, και μ' αυτόν τον τρόπο, την αντιδημοκρατική, επικίνδυνη για τις λαϊκές ελευθερίες και την ελευθεροτυπία, πρακτική τους.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
8/4/2000
-- Ο αυταρχισμός δεν πέρασε!
13/2/2000
-- Στη μνήμη του Γιώργη Τρικαλινού
29/1/2000
-- Κυβερνητικές προφάσεις «εν αμαρτίαις» Γιαννόπουλου...
28/1/2000
-- Νέα μήνυση Γιαννόπουλου κατά του «Ριζοσπάστη»!