Μήνυμα στους εργάτες και τους προοδευτικούς διανοούμενους και εργαζόμενους όλου του κόσμου στέλνει με αφορμη τη νέα χρονιά το ΚΚ Τουρκίας,
κάνοντας έναν απολογισμό των δυσκολιών που προηγήθηκαν και των
προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά μας, με την ευχή το 2019 να σημάνει
την απαρχή ξεσηκωμού σε όλο τον κόσμο για την κατάργηση του
σκοταδιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος:
Ας είναι το 2019 χρονιά ξεσηκωμού για τους λαούς που αντιστέκονται
Είμαστε στο τέλος μιας χρονιάς που σημαδεύτηκε από αντίσταση στην Τουρκία και τον κόσμο.
Οι τύρρανοι επιτέθηκαν, η ανθρωπότητα αντιστάθηκε. Η φτώχεια
επιτέθηκε, οι εργαζόμενοι αντιστάθηκαν. Η αδικία επιτέθηκε, οι απεργοί
αντιστάθηκαν, Το οργανωμένο σκοτάδι επιτέθηκε, οι προοδευτικοί
αντιστάθηκαν, Ιμάμηδες, μουφτήδες, προπαγανδιστές της κυβέρνησης,
αστυνόμοι, εισαγγελείς επιτέθηκαν, δημοσιογράφοι αντιστάθηκαν.
Η ανθρωπότητα κλείνει το 2018 με “ισχυρές άμυνες”.
Η τελευταία μέρα του 2018 σηματοδοτεί επίσης την 60η επέτειο της
Κουβανικής Επανάστασης. Πριν από 60 χρόνια, ο κουβανικός λαός ήταν στην
πρωτοπορεία μιας γρήγορης πορείας που ολοκληρώθηκε με ένα νέο και
ελπιδοφόρο σύστημα, καθώς έδιωξε έναν άνομο, εχθρικό και κομπραδόρο
δικτάτορα. Τώρα, 60 χρόνια μετά, ο κουβανικός σοσιαλισμός κουβαλά τις
ελπίδες της ευρύτερης ανθρωπότητας στο νέο χρόνο.
Ελπίζουμε πως το 2019 θα είναι μια χρονιά που οι οργανωμένοι εργάτες
θα αλλάξουν το μέτωπό τους από αμυντικό σε επιθετικό, που θα οργανωθούν
οι διανοούμενοι που προσπαθούν να επιβιώσουν στο σκότος του
καπιταλισμού, που τα τραγούδια της αντίστασης θα δώσουν τη θέση τους
στην κατάρρευση του συστήματος και την επανάσταση σε όλο τον κόσμο.
Χαιρετίζουμε τους προοδευτικούς εργαζόμενους που δεν έχουν άλλο πλούτο
από την εργατική τους δύναμη και δεν κληρονομούν τίποτε παρά τη
συσσώρευση επιστήμης και τέχνης.
Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας
Παρελθόν το
2018. Τι λέτε, περάσαμε καλά; Μήπως ήταν καλύτερα από το 1917; Γιατί το 2019 να
αποτελέσει εξαίρεση; Τίνι τρόπω; Πολλοί δεν έχουν δουλειά. Από αυτούς αρκετοί
δεν αναμένεται να βρουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Άλλοι δουλεύουν για ένα
φιλοδώρημα κι αναγκάζονται να επιστρέψουν στο αφεντικό κι αυτό το δώρο που
υποτίθεται πως δικαιούνται. Οι γέροι φυτοζωούν. Κόβουν ακόμη και τα φάρμακά
τους για να τσοντάρουν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους, που φυτοζωούν κι
αυτά. Οι νέοι κοιτούν κάπου στο… άπειρο με βλέμμα άδειο κι απλανές. Για πολλούς
από αυτούς απουσιάζει παντελώς το μέλλον ή είναι δυσοίωνο. Κόντρα τέμπο κι οι
ευχές «να ‘ναι καλότυχα».
Παιδιά στα
σχολεία πεινάνε. Κάποια δεν τα θέλουν στα σχολεία, επειδή μιλάνε άλλη γλώσσα ή
ονομάζουν τον ίδιο θεό με άλλο όνομα. Και τα σχολεία έχουν δάσκαλους
ωρομίσθιους κι αναπληρωτές με απολαβές της πείνας και της ξευτίλας. Και
κόβονται μαθήματα και προστίθενται θρησκευτικά. Οι μεγαλοπαπάδες αγκαλιά με
τους φασίστες. Χωμένοι, μέχρι το λαιμό, σε κάθε απάτη και ρεμούλα. Κατ’ εικόνα
και ομοίωση του θεού τους. Κι από κοντά τα άλλα δεκανίκια του παράλογου κι
εγκληματικού συστήματός τους, του ίδιου θεού του κέρδους κελευστές, δικαιοσύνη
κι αστυνομία. Ο θεός των νεόνυμφων, των ανύποπτων βρεφών και των… αποθαμένων. Ο
θεός με τον οποίο γέμισαν και τα νοσοκομεία, που προηγουμένως τα άδειασαν από
ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, εξαθλίωσαν το υπάρχον και απαξίωσαν τις
υποδομές τους. Ο θεός του καπιταλισμού. Που στηρίζει τους ποιμένες κι εξαπατά
τα ποίμνια δένοντάς τα πισθάγκωνα.
Μπορούμε να…
μιλάμε. Αλλά τι να πούμε; Μήπως καταλαβαίνουμε; Μάθαμε ίσως ή γνωρίσαμε; Πάνω
απ’ το 50% του πληθυσμού δεν διαβάζει, εδώ και χρόνια ούτε ένα βιβλίο ανά έτος.
Από τους υπόλοιπους κάποιοι μπορεί να τέλειωσαν στη χρονιά ένα βιβλίο αλλά τι
βιβλίο. Απισχνασμένο το ποσοστό όσων διάβασαν περισσότερα. Όσο για την επαφή
μας με τις τέχνες, ζοφερότερη η κατάσταση.
Πάνδημη, σχεδόν, αποξένωση από το
όμορφο, το λυρικό, το επικό, τον ηρωισμό, τη λεβεντιά, την αλληλεγγύη, τον
αγώνα για δικαιώματα, τις αξίες και τα ιδανικά. Το αυτό και με την επιστήμη. Ο
ανορθολογισμός, η απάτη και η εξαπάτηση πλειοψηφούν. Όπως στον Μεσαίωνα ο
σκοταδισμός φαίνεται να ξαναπαίρνει κεφάλι. Μάχη, πόλεμος για να καταπολεμηθεί
η ανοησία, να κατανοηθεί το αυτονόητο. Και μια που είπα για πόλεμο: Οι βόμβες
και οι πύραυλοι εξαϋλώνουν σάρκες γύρω μας, γκρεμίζουν πολιτισμούς, καταστρέφουν
κτηθέντα χρόνων. Βλέπουμε τις λάμψεις των εκρήξεων, ακούμε τους κρότους των
βομβών, οσμιζόμαστε την καμένη σάρκα γειτόνων μας. Κι όσοι, αλλόφρονες,
γλυτώνουν απ’ το κακό που τους έλαχε, πνίγονται στις θάλασσές μας και
ξεβράζονται τα πτώματά τους στις αμμουδιές μας. Στις ίδιες που, εγκληματικά
ανύποπτοι εμείς, κολυμπάμε, χαιρόμαστε τον ήλιο, φλερτάρουμε, διασκεδάζουμε.
Καπιταλισμός!
Δεν τον λένε όμως έτσι τ’ αφεντικά. Προτιμούν το «ελεύθερη οικονομία»,
«οικονομία της αγοράς». Και το σύστημα που την επιβάλει δημοκρατία. Έτσι,
σκέτο. Οι ελάχιστοι που παρασιτούν σε βάρος των εκατομμυρίων που πεινούν. Αλλά
κι οι στερημένοι, δημοκρατία το λένε. Μπορούν να… ταξιδεύουν. Όταν ταξιδέψουν
όμως, το εισιτήριο έχει μόνο… aller. Κάποιοι πήραν τα προσόντα τους και ήδη
τράβηξαν για την ξενιτιά. Στις «καλύτερες» κοινωνίες. Στον καλύτερο
καπιταλισμό. Πόσο καλύτερος όμως μπορεί να ‘ναι ο καπιταλισμός; Και πόσο
καλύτερος μπορεί να γίνει;
Ένα ζώο –
οποιοδήποτε, όλα τα ζώα, από τα πιο απλά πολυκύτταρα και τα ταπεινά ασπόνδυλα
και μαλάκια, μέχρι τα κητώδη, τα παχύδερμα, τα σαρκοβόρα και τα πρωτεύοντα,
μπορεί και αξιολογεί το περιβάλλον του. Ενστικτωδώς αποφεύγει το επιζήμιο ή τον
κίνδυνο και στρέφεται προς το θετικό και το ωφέλιμο. Βασικός νόμος της
εξέλιξης. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της αποφυγής του κινδύνου, στην
αέναη μάχη για την επιβίωση και την διαιώνιση των γονιδίων τους. Το ζώο μπορεί
και «μαθαίνει» από τη σχέση αίτιου-αποτελέσματος. Μόνο έτσι θα καταφέρει να
επιζήσει, να δημιουργήσει απογόνους να διαιωνιστεί και να εξελιχθεί. Δοκιμάστε,
ακόμη και στα εξημερωμένα οικόσιτά σας να τους πάρετε την τροφή καθώς τρώνε.
Προσπαθήστε να πειράξετε τα νεογνά τους.
Οι άνθρωποι
φαίνεται να έχουν απολέσει την ικανότητα αναγνώρισης του φυσικού και κοινωνικού
τους περίγυρου, το ένστικτο αυτοσυντήρησης και προστασίας των γονιδίων τους.
Δεν αναγνωρίζουν το περιβάλλον τους, αγνοούν το ζοφερό τους μέλλον,
χαριεντίζονται με τον δήμιό τους κι αδιαφορούν, όταν δεν συμβάλουν, στον
εκμαυλισμό και στην εξολόθρευση των παιδιών τους.
Να, λοιπόν,
που ο καπιταλισμός πριν εξαφανίσει βιολογικά τον άνθρωπο, του στερεί κι εκείνα
τα χαρακτηριστικά της εξέλιξης, που μέσω δισεκατομμυρίων ετών τον έφτασαν μέχρι
εδώ.
Καλύτερη
χρονιά με καπιταλισμό δεν θα δούμε. Και δεν χρειάζεται να ‘σαι κομμουνιστής ή
με τους κομμουνιστές, που ευτυχώς και υπάρχουν, για να το γνωρίζεις αυτό.
Σχετική αντίληψη και κάποια γνώση αρκούν. Ή οι στοιχειώδεις ικανότητες των
άλλων όντων. Τα ένστικτα!
Καλή,
καλύτερη χρονιά λοιπόν με μία-μοναδική προϋπόθεση. Να φορτώσουμε στην
προηγούμενη τον καπιταλισμό, τα τσιράκια του και τα συμφέροντά τους. Κι ας
είναι κι… Αύγουστος.
Οι κομμουνιστές είναι αγάπη από την κορφή ως τα νύχια. Κι ας
ανατριχιάζουν καμιά φορά οι τρίχες στην κορυφή της κεφαλής σου, όταν
τους ακούς να λένε πως είναι νύχι-κρέας με το λαό. Δεν είναι τυχαίο ίσως
πως πολλές κοπέλες βάφουν τα νύχια τους κόκκινα. Όταν η μόνη
“επανάσταση” που ακούς είναι πχ για το “τάδε νέο επαναστατικό προϊόν”,
την διοχετεύεις σε κάτι αντίστοιχο, χωρίς να περισσεύει κριτική
ικανότητα για τα υπόλοιπα. Έχουμε όμως πιο ποιητικές φράσεις με νύχια,
σαν το στίχο του Ναζίμ.
Ή με τους Ναζί ή με το Ναζίμ. Θα μπορούσε να συμπυκώνει και τη βασική
αντίθεση. Και δε χρειάζεται να μυρίσεις τα νύχια σου -είτε είναι
κόκκινα είτε όχι- για να καταλάβεις την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο.
Αρκεί απλά να μην είσαι ένας φιλελές που χρησιμοποιεί τη θεωρία των δύο
άκρων, για να ξεπλύνει το ακροδεξιό, να φανεί ως κάτι υπεράνω από αυτό
το δίπολο και -το κυριότερο- να κρύψει τα δύο “άκρα” της ταξικής πάλης,
που ποτέ δεν τελείωσε. Ή σαν τους σοσιαλδημοκράτες, που είναι λάσπη από
την κορυφή ως τα νύχια, αλλά προσπαθούν να κρατήσουν τα τελευταία
καθαρά, για την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Αυτές τις μέρες βλέπεις όλο τον κόσμο να φοράει το καλό του χαμόγελο,
να (λέει πως) αγαπά τους πάντες λίγο παραπάνω, γιατί είναι μέρες αγάπης
και ζεστασιάς, λες και ισοσταθμίζει την παγωνιά και τον ψυχρό εισβολέα.
Ενώ το καλοκαίρι αποφεύγεις κάθε ανθρώπινο άγγιγμα σα θερμό εισβολέα
που σε κάνει να ιδρώνεις με την παραμικρή επαφή. Κι είναι ν’ απορείς.
Όχι τόσο γιατί είναι στα ζεστά κλίματα που αγαπιούνται ή είναι πιο
θερμοί και πιο εκδηλωτικοί οι άνθρωποι. Αλλά γιατί χρειάζονται οι μέρες
των Χριστουγέννων για να δείξεις αγάπη και να κάνεις ό,τι δεν έκανες τον
υπόλοιπο χρόνο.
Κι έτσι βλέπεις πολλούς κομμουνιστές, που είναι αγάπη απ’ την κορυφή
ως τα νύχια, να είναι τώρα σκοτεινοί μουρτζούφληδες. Λίγο γκρινιάρηδες,
να μη συμμερίζονται τα ευχολόγια για αγάπη, ειρήνη, ευτυχία. Ναι, αλλά
πώς θα γίνουν όλα αυτά…
Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που θεωρητικοποιούν τη μιζέρια τους. Ψάχνουν
ψαγμένα προσχήματα για να την ντύσουν και να μην κρυώνουν. Βάζουν μάσκες
συλλογικότητας για το εγώ τους και την αντικοινωνικότητά τους, την
βαφτίζουν με ριζοσπαστικά ονόματα. Ναι, αλλά δεν είναι όλα άσπρο –
μαύρο, ακόμα και στη μαύρη διάθεσή μας. Όλοι εξάλλου δεν παλεύουμε κατά
καιρούς με τη μιζέρια μέσα μας και έξω μας; Αυτήν που μας υπαγορεύουν τα
γεγονότα, οι καταθλιπτικοί συσχετισμοί και το ιστορικό πισωγύρισμα, που
συγκρούεται με την αντικειμενική αισιοδοξία πως τα πράγματα μπορούν ν’
αλλάξουν.
Κι από πού πηγάζει αυτή η εορταστική μελαγχολία; Απ’ την υποκρισία
των ημερών, είναι η προφανής απάντηση. Απ’ το ότι οι σύντροφοι μπορούν
να προβληματίζονται – κι αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι σε μια εποχή
που φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, κι η πιο δυνατή
μελαγχολία ντύνεται με τα ενοχλητικά φανταχτερά χρώματα της χαζοχαράς,
για να διασκεδάσει τον εαυτό της και να σκορπίσει τα κομμάτια της.
Και βασικά απ’ τον απολογισμό μιας ακόμα χρονιάς που πέρασε πολύ κάτω
απ’ τον πήχη και το μπόι των ονείρων μας. Η στενοχώρια για τα καλύτερα
μας χρόνια, που πάνε χαμένα, μακριά απ’ τις δυνατότητες που θα
γονιμοποιούσε η κοινωνία του μέλλοντος – ένα μέλλον που διαρκεί πολύ,
αλλά αργεί πολύ και να έρθει. Για τους ενδιαφέροντες καιρούς, που
διαρκώς αναβάλλονται, για όσα μας γεμίζουν, αλλά καθυστερούν, αφήνοντας
ένα δυσβάσταχτο κενό. Για τις μέρες που θα μετρούν σαν μήνας, ενώ τώρα
τα χρόνια φεύγουν και δεν αφήνουν κάτι πίσω τους, παρά τη σπορά των
ζευγάδων και την ελπίδα που μένει σταθερά στον πάτο του κουτιού της
Πανδώρας, καλά φυλαγμένη από την απελπισία που ήρθε σε εκλογική
συσκευασία το ’15 κι από το κουτί του Βαξεβάνη.
Όχι, δεν είναι μισανθρωπιά. Το ταξικό μίσος γι’ αυτόν τον κόσμο είναι
αντεστραμμένη αγάπη, γι’ αυτόν που μπορούμε να φτιάξουμε, όπως ο
ουμανισμός προϋποθέτει βασικά να μισείς και να πολεμάς τους
εκμεταλλευτές – το σημειώνει κάπου και ο Κάρολος.
Αυτές τις μέρες αγάπης, ας μισήσουμε λίγο παραπάνω τον κόσμο της
εκμετάλλευσης, που κρατά σε ύπνωση τη ζωή, τις ανάγκες και τη δυνατότητα
για τον κόσμο που μας αξίζει.
“Καλά τα λες κορίτσι μου, τα κομμούνια δεν έχουν το Χριστό τους”,
συμφώνησε έτερος μαχητής των πατρώων ηθών και εθίμων κόντρα στους
νεωτερισμούς των άθεων κόκκινων καλικάντζαρων.
Mπορεί
ο Μάκης Βορίδης να εκφράζει φόβους ότι ο Σύριζα θα καταργήσει τα
Χριστούγεννα και τη φάτνη, υπάρχουν όμως συμπολίτες μας που έχουν
καταλάβει τους πραγματικούς εχθρούς των ελληνοχριστιανικών μας
παραδόσεων και θα κάνουν τα πάντα για να τους αποτρέψουν.
Τα κνίτικα κάλαντα είναι συνήθεια που έγινε λατρεία εδώ και πολλά
χρόνια, στα πλαίσια της οικονομικής εξόρμησης. Σε κάποια λοιπόν λαϊκή
της χώρας μας, βρέθηκε μια ομάδα μελών της ΚΝΕ που αφού έψαλλε τα
κάλαντα, σε κάποια από τις διασκευές που κάνει κατά καιρούς στους
στίχους, ευχήθηκε χρόνια πολλά στους περαστικούς. Τότε ήταν που ξέσπασε
ασυγκράτητη η οργή μιας κυρίας, που ένιωσε να θίγονται τα ιερά και τα
όσια της πίστης και της Ορθοδοξίας μας.
“Καμιά γιορτή για σας, χαλάσατε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα για να
πείτε του κόμματός σας την ιστορία. Τα κάλαντα είναι του χριστιανισμού,
δεν είναι κανενός κόμματος. Κι όποιος κάθεται και τα καπηλεύεται, είναι
το λιγότερο αλητεία.”
Πράγματι, αλητεία. Και προδοσία, μούργα, αρκουδέηδες κλπ., θα προσθέταμε εμείς.
Την καλύτερη απάντηση μάλλον έδωσε η νεαρή συντρόφισσα με το κουτάκι
ενίσχυσης, που ξέσπασε σε γάργαρο γέλιο ακούγοντας τα πρώτα λόγια της
σταυροφόρου των καλάντων. Άλλοι σύντροφοί της κατέφυγαν σε γαλατική –
πλην σκωπτική – ευγένεια, επιμένοντας να εύχονται καλές γιορτές στην
εξοργισμένη θεία. Η οποία δεν τα έβαλε κάτω μπροστά στο μπλαζέ ύφος των
αντιχρίστων, συνεχίζοντας ακάθεκτη:
“Για μένα, για σας δεν είναι γιορτές όταν κάνετε αυτά τα πράγματα. Είναι
τα κάλαντα των χριστιανών, όχι των κομμάτων. Επιτέλους δηλαδή.”
Κάποιος έπρεπε να τα πει, σε λίγο οι μπολσεβίκοι θα κοινωνικοποιήσουν
και τα δώρα των τριών μάγων. Ευτυχώς η κυρία δεν ήταν μόνη της σε αυτή
την άνιση μάχη με τον κομμουνισμό και την αθεΐα, καθώς προς το τέλος του
βίντεο, ένας άλλος πελάτης στη λαϊκή επικροτεί τη θεάρεστη παρέμβαση
και επαυξάνει:
“Καλά τα λες κορίτσι μου, τα κομμούνια δεν έχουν το Χριστό τους” ή κάτι
τέτοιο. Η μόνη που έλειπε για να συμπληρωθεί το τρίο στούτζες ήταν η
αλήστου μνήμης κυριούλα στην Ελληνοφρένεια που μας ενημέρωνε πως χωρίς
το ΕΑΜ η Ελλάδα θα ήταν ένα Μονακό. Και χωρίς ΚΝΕ το χωριό του Αη –
Βασίλη. Η’ έστω η Καισαρεία, γιατί φανταζόμαστε ότι η κυρία ως αυστηρά
ορθόδοξη τα άλλα τα ξενόφερτα τα αντιπαθεί σχεδόν όσο και τους
κομμουνιστές.
Η είδηση αλιεύθηκε από το luben,
το οποίο για να ευχαριστήσει την πλειονότητα του κοινού του, ήταν
υποχρεωμένο να κάνει και το default αντικνίτικο αστειάκι για τα μέλη της
οργάνωσης που έχουν δώσει κουπονάκι και στον Ιησού Χριστό. Που στην
τελική δηλαδή γιατί να μην πάρει; Ως γιος ξυλουργού – και πρόσφυγας, αν
κι οι γνώμες ακόμα διίστανται- αντικειμενικά θα είχε κάθε ταξικό
συμφέρον να το κάνει.
Ένας από τους συμπαθέστερους και πιο αγαπητούς ηθοποιούς της γενιάς
του, ο Κώστας Βουτσάς υπήρξε πάντα πληθωρικός στη ζωή και στην οθόνη.
Καθιερώθηκε κυρίως χάρη στους ρόλους του στον «παλιό ελληνικό
κινηματογράφο», με ατάκες που έμειναν παροιμιώδεις όπως «Φστ μπόινγκ»,
«Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα», «Έτσι και τρούπωσα, τρούπωσα» και
άλλες, είχε όμως παρουσία τόσο στο θέατρο, όσο και στην τηλεόραση.
Γεννήθηκε στις 31 Δεκέμβρη 1931 στην Αθήνα, και έζησε τα πρώτα του
χρόνια στο Βύρωνα, αλλά αργότερα η οικογένεια, που είχε καταγωγή από
τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Κανονικά
λεγόταν Σαββόπουλος, ενώ το Βουτσάς προέρχεται από το βαρελοποιό παππού
του (τα βαρέλια λεγόταν βουτσιά). Το μικρό του όνομα Κώστας το έλαβε
εις μνήμη του αδερφού που είχε πεθάνει σε μικρή ηλικία πριν από εκείνον.
Η οικογένεια ήταν φτωχή και ζούσε σε μαγαζί του Βύρωνα, όπου κάλυπταν
τη βιτρίνα. Στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης
οδοποιΐας. Ο ίδιος ο μικρός Κώστας έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού
μαζί με τα αδέρφια του στη Θεσσαλονίκη, όπως την πώληση τσιγάρων,
ανταλλάσσοντας φτηνά ελληνικά τσιγάρα με αγγλικά, που ήταν λιγότερα,
αλλά ο ίδιος μεταπωλούσε ακριβά σε εύπορους Θεσσαλονικείς. Συνεργάστηκε
επίσης με παπατζήδες, ειδοποιώντας τους για την παρουσία της αστυνομίας,
κάποιες φορές και στα ψέματα, ώστε να μπορεί να εξαπατά αφελείς
ευκολότερα. Στα χρόνια της κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, μεκείνος όμως
που είχε σημαντική δράση στην αντίσταση ήταν ο πατέρας του, που πλήρωσε
γι’ αυτή και τις κομμουνιστικές ιδέες με ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις
μεταπολεμικά. Ο ίδιος θυμόταν ένα επεισόδιο στο οποίο δυο χωροφύλακες
τον είχαν δείρει μπροστά στην οικογένειά του, κλείνοντάς τον μετά
αιμόφυρτο σε ένα στάβλο στο βουνό, όπου πήγαιναν να τον περιθάλψουν
περπατώντας με τις ώρες. Στα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε με διάφορες
μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ.
Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη επαφή με το χώρο του κινηματογράφου ή
του θεάτρου – λέγοντας χαρακτηριστικά πως σινεμά έμπαινε μόνο για να
ρίξει προκηρύξεις του ΕΑΜ – μπήκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού
Ωδείου της Αγγελικής Τριανταφυλλίδη, (“για τα κορίτσια” όπως έλεγε ο
ίδιος) απ’όπου αποφοίτησε το 1953, παρότι τον είχαν διώξει τρεις φορές
στο ενδιάμεσο. Το δίπλωμα δεν ήταν αναγνωρισμένο, οπότε σύμφωνα με τη
νομοθεσία της εποχής έδωσε δύο φορές εξετάσεις σε επιτροπή στην Αθήνα
για να αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού. Στη συνέχεια
όργωσε την επαρχία με τα λεγόμενα “μπουλούκια” της εποχής, μαθαίνοντας
τη δουλειά υπό αντίξοες συνθήκες.
Εμφανίστηκε στον κινηματογράφο για πρώτη φορά το 1953 με το έργο «Ο
μπαμπάς εκπαιδεύεται», ενώ από το 1958 ως το 1973 έπαιζε κάθε χρόνο σε
ταινίες, ακόμα και έξι την ίδια χρονιά, συνήθως κωμωδίες και μιούζικαλ,
αλλά και στις δυο «τολμηρές» κοινωνικές ταινίες της περιόδου, τον
«Κατήφορο» και το «Νόμο 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον οποίο τον
συνέδεε και στενή προσωπική φιλία. Στη μικρή οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το
1973 στο “Βαριετέ”, έχοντας έκτοτε πολλές εμφανίσεις στο ενεργητικό του,
με πιο πρόσφατη εκείνη στους “Δέκα Μικρούς Μήτσους”, ενώ και θεατρικά
παραμένει δραστήριος.
Με πολυτάραχη ερωτική ζωή, έκανε τέσσερις γάμους από τους απέκτησε
τρεις κόρες κι ένα γιο, το Φοίβο, που γεννήθηκε το 2016, ενώ θετός του
γιος από τον τρίτο του γάμο είναι ο Άνθιμος Ανανιάδης.
Ο Κώστας Βουτσάς έχει πολλές φορές πάρει θέση για τα πολιτικά
τεκταινόμενα στη χώρα μας, δηλώνοντας σταθερά φίλος του ΚΚΕ.
Επηρεασμένος από τα βιώματα του πατέρα, του ο ίδιος έχει αρνηθεί πολλές
φορές το χαρακτηρισμό του κομμουνιστή, λέγοντας μάλιστα σε κάποια συνέντευξή του
πως είναι “του κώλου” και πως δε διώχτηκε όπως άλλοι από τη χούντα, η
οποία πάντως ήταν αντικείμενο της ελαφράς πολιτικής σάτιρας που γύρισε
με το Δαλιανίδη το 1975, με τίτλο “Ένα τανκς στο κρεβάτι μου”. Πάντως οι
πολιτικές του πεποιθήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί … bullying από
μια κυρία στη μεγαλοαστική Βουλιαγμένη, όπου έχει τα εκλογικά του
δικαιώματα: “Εγώ ψηφίζω στη Βουλιαγμένη και ξέρεις τι έπαθα μια φορά σε
εκλογές; Με πιάνει μια κυρία: «Δεν ντρέπεσαι που ψηφίζεις ΚΚΕ; Φτου σου,
σιχαμένε, ξεφτίλα, ντροπή σου, αντί να ψηφίσεις Νέα Δημοκρατία!». Της
λέω: «Κυρία μου, συγγνώμη, τι μπορώ να σου πω τώρα…». Τίποτα δεν της
είπα, με έφτυσε κι έφυγε.” Αίσθηση είχε προκαλέσει πριν λίγους μήνες η κοινή του συνέντευξη με το Παναγιώτη Λαφαζάνη στα “Νέα”,
όπου παρά τα διάφορα επιμέρους “θολά” σημεία επανέλαβε για ακόμη μια
φορά πως: “Αν ψηφίζω το ΚΚ, δεν είναι γιατί είμαι κομμουνιστής, αλλά για
να δυναμώσει το ΠΑΜΕ και να κάνει αφόρητη τη ζωή αυτών που κυβερνάνε.”
Τη χρονιά που τελείωσε, το ΚΚΕ, τιμώντας με πολλές
εκδηλώσεις τη συμπλήρωση ενός αιώνα αγώνων και δράσης του, έδωσε ευκαιρία, πέρα
από προβληματισμούς κι αναστοχασμούς για το παρελθόν και το μέλλον, σε
άσπονδους φίλους και εχθρούς ν’ αναπτύξουν κάθε είδους επιχειρηματολογία η
οποία οδηγεί στην απώλεια εμπιστοσύνης για το κομμουνιστικό κόμμα ως
συλλογικού καθοδηγητή, που συνδέει τις
ταξικές συγκρούσεις με στόχο την κατάργηση
των συνθηκών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Βεβαίως
η επιχειρηματολογία που απαξιώνει το κομμουνιστικό κόμμα, είτε ως προδότη του
ρόλου του και ως ενσωματωμένο στο αστικό πολιτικό σύστημα από …ρομαντικούς της
κομμουνιστικής επανάστασης είτε ως αναχρονιστικό, ανίκανο για ταξική ανάλυση
της σύγχρονης κοινωνίας από αριστερούς
που καταδικάζουν τον αυταρχισμό και λατρεύουν τους αυτοπροσδιορισμούς, στην
τελική οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα, ή και
ευχή, στην κατάργηση του κόμματος.
Κι είτε έτσι είτε αλλιώς αιωρούνται ερωτήματα, όχι
προβληματισμού, αλλά υπονομευτικά του
κομμουνιστικού κόμματος: Το ΚΚΕ μήπως δεν είναι αρκούντως επαναστατικό; Μήπως η
ύπαρξή του περισσότερο υπονομεύει παρά ενισχύει τους παντός είδους αγώνες; Τα κόμματα που
καθοδηγούνται από τον μαρξισμό μήπως ξεπέρασαν το σκοπό τους; Η δομή της οργάνωσής τους εξακολουθεί να είναι
απαραίτητη στον σύγχρονο κόσμο; Μήπως οι όροι του αγώνα άλλαξαν, έτσι ώστε νέες
μορφές ν’ αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης της εργατικής
τάξης;
Κι αφού
από τις δεκαετίες του ’70 και ’80 μεγάλα
τμήματα της αριστεράς, ρεφορμιστές και οι συν αυτοίς, είχαν πείσει ότι η μορφή
και λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν πλέον επαρκείς για τις
αριστερές φιλοδοξίες διαλύοντάς τα, η αριστερή πολιτική περιελάμβανε πια μια διαρκώς διευρυνόμενη
σειρά θεμάτων και ταυτοτήτων στο έδαφος του κοινωνικού, πολιτιστικού και όλο
και περισσότερο του προσωπικού. Και όλα αυτά ξεδιπλώνονταν στο πλαίσιο ενός
καπιταλισμού στον οποίο δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Πιο συγκεκριμένα,
οποιαδήποτε εναλλακτική λύση για τον τερματισμό
της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δεν θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα
οργανωμένου αγώνα ή αριστερής στρατηγικής αλλά εμμέσως, οργανικά, ως αποτέλεσμα
της ίδιας της εξέλιξης του καπιταλισμού.
Η έναρξη
της καπιταλιστικής κρίσης έθεσε τέλος στις ψευδαισθήσεις για προοδευτική
τροποποίηση του καπιταλισμού, για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο μέσα
από μακροχρόνιες μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις του. Ως εκ τούτου, παρά τη
συκοφάντηση, μοιάζει πια πως άλλη δυνατότητα για να διασφαλιστεί η μονιμότητα του κοινωνικού
μετασχηματισμού δεν υπάρχει από την προσπάθεια υλοποίησης
του σοσιαλισμού ή το τέλος της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία.
Αλλά
αν αυτός ο στόχος πρόκειται να επιτευχθεί χρειάζεται ένα κομμουνιστικό κόμμα.
Μόνο αυτό το είδος κόμματος είναι αφιερωμένο στην πραγματοποίηση των καθηκόντων
που είναι απαραίτητα για να τερματιστεί η αλλοτριωτική επιρροή του κεφαλαίου.
Αυτό το κόμμα επιδιώκει να αναπτύξει μια επαναστατική συνείδηση μέσα στην
εργατική τάξη και ενεργεί για να
αναπτύξει λαϊκούς αγώνες για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Το κόμμα δεν είναι ο πολιτικός εγγυητής των
αυθόρμητων διεκδικήσεων της εργατικής τάξης, είναι η συλλογική θέληση που διαχειρίζεται
ιδεολογικά και πολιτικά την ιστορική προοπτική
της εργατικής τάξης, την οποία όμως μόνο αυτή η ίδια μπορεί να πραγματώσει. Γιατί αν η
σοσιαλιστική προοπτική αφεθεί να προκύψει
αυθόρμητα από τις ταξικές συγκρούσεις, τότε θα χάνεται και θα
επανέρχεται τυχαία και περιστασιακά. Στην εργατική τάξη και σε
άλλες κοινωνικές δυνάμεις είναι η
αντίθεση με το κυρίαρχο κοινωνικό
σύστημα και οι συγκρούσεις σε διάφορα
επίπεδα με την κυρίαρχη τάξη και το κράτος που διαμορφώνουν τόσο την
ταξική συνείδηση, όσο και την ανάγκη υπέρβασης
των οικονομικών και κοινωνικών
σχέσεων που επιβάλλει η καπιταλιστική
οργάνωση της κοινωνίας. Μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση, που γίνεται με την
παρεμβολή του κόμματος ως συλλογικού οργανωτή της ταξικής πάλης, γίνεται ιστορικά
εφικτή η σοσιαλιστική προοπτική. Το
Κομμουνιστικό Κόμμα και τα μέλη του, οπλισμένοι με μια μαρξιστική θεωρία,
μπορούν να δουν το μακροπρόθεσμο στόχο της πολιτικής εξουσίας και της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Κι ενώ μοιάζει να αναλώνεται η κριτική για το ΚΚΕ στην
αμφισβήτηση της οργανωτικής του μορφής
και της σχέσης του με την κοινωνική του βάση και γενικότερα με την κοινωνία, στην
πραγματικότητα όμως στοχεύει στο ανεδαφικό ή απαρχαιωμένο της σύνδεσης της σοσιαλιστικής προοπτικής και της
αντικαπιταλιστικής πάλης από το ΚΚΕ. Επιπλέον, κατηγορώντας το ΚΚΕ πως παραμορφώνει
την πραγματική εικόνα του κόσμου και μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον κόσμο σε
κατηγορίες καθαρά λογικές, απαιτείται ένα ιδεατό, ανύπαρκτο κομμουνιστικό κόμμα
έξω από τη συγκεκριμένη κοινωνία που σφραγίζει την ύπαρξή του και λειτουργία
του, υποπίπτοντας η κριτική στα ίδια σφάλματα για τα οποία κατηγορείται το ΚΚΕ.
Κι
αν μέρος της κριτικής για τις εκδηλώσεις
των εκατό χρόνων τόνιζε τον παρελθοντικό χρόνο των δράσεων και αγώνων, του ήταν
γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο απαξίωνε το κόμμα στον παρόντα χρόνο, χωρίς ν’
αναγκάζεται, και να δίνεται έτσι η εντύπωση αντιπαλότητας, να απαξιώνει τους ίδιους τους αγώνες. Κι επειδή σ’ όλη την
εκατοντάχρονη ιστορία του το ΚΚΕ αναδεικνύει την κομμουνιστική προοπτική και
αποκαθιστά τη φερεγγυότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η
απαξίωσή του συμπαρασύρει τις πιο πολλές φορές και κάθε προσπάθεια για
σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Και φαντάζει σε αριστερούς, αστούς και …ρομαντικούς επαναστάτες,
οι διάφοροι επιμέρους αγώνες που επιμένουν
στην αποσπασματικότητά τους και τον αυτοπροσδιορισμό τους, δεόντως
επαναστατικοί και μόνο από το γεγονός ότι αντικαθίσταται ο ανταγωνισμός
της ταξικής πάλης με την πολυπλοκότητα και την ποικιλία, με πολιτικό αποτέλεσμα
την αποτυχία της οικοδόμησης μιας συμπαγούς πολιτικής δύναμης. Αντ’ αυτής, οι μικρές μάχες, οι επιμέρους πολιτικές
επιλογές, οι πολιτιστικές παρεμβάσεις, νίκες που μπορούν να απορροφηθούν και
ήττες που μπορούν να ξεχαστούν, εκθειάζονται και επιδιώκονται, με συνέπεια ο
πολλαπλασιασμός των ζητημάτων να διασκορπίζει δυνάμεις και να τις αποδυναμώνει.
Κι ενώ το κόμμα είναι κατάλληλο για μια τέτοια διαδικασία σύνδεσης των
πολλαπλών επιμέρους αγώνων μεταξύ τους και με το στρατηγικό στόχο, απορρίπτεται
η απαιτούμενη πειθαρχία και οργάνωση ως εξαναγκασμός και έλλειψη ελευθερίας. Παρόλο που το Κόμμα προσφέρει μια πολιτική μορφή που καλύπτει
πολλά επίπεδα και τομείς και κλιμακώνεται σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και
διεθνές επίπεδο. Εξάλλου, υποβαθμίζεται, αν δεν ακυρώνεται, το γεγονός πως το
Κόμμα είναι φορέας κι εκείνης της πολιτικής γνώσης που έρχεται με την εμπειρία.
Προσφέροντας μια γνώση που ξεπερνά ό,τι μπορεί να γνωρίζει ένα άτομο, το κόμμα
παίρνει θέση σ’ αυτή τη γνώση, διαμορφώνει το όραμα για το οποίο θα αγωνιστεί. Στην τελική, μοιάζει η εξ αριστερών κριτική να
τοποθετείται πάνω από κάθε πραγματικότητα, πάνω από αγώνες και από πολιτική, θαυμάζει
κάθε εντυπωσιακό, αλλά παρατηρεί με πνεύμα επικριτικό ο,τι προέρχεται
από το ΚΚΕ και κυρίως αυτούς που δρουν
και κινητοποιούνται, για ν’ αναδεικνύει
η ν’ ανακαλύπτει μόνο λάθη και παραλείψεις σε κάθε δράση τους
Όπως μετέδωσε πριν λίγη ώρα η σελίδα της Ελληνοφρένειας,
θρασύδειλοι νεοναζί χάκαραν το site του Ημεροδρόμου, λίγο πριν την
αλλαγή του χρόνου. Έτσι αντί της αρχικής σελίδας -που μένει προσωρινά
και μέχρι να διορθωθεί η βλάβη εκτός διαδικτυακού αέρα- εμφανίζονταν
εμετικά, παραληρηματικά μηνύματα που θριαμβολογούσαν για το Ολακαύτωμα.
Ασφαλώς τα φασιστοειδή δεν επέλεξαν τυχαία το στόχο τους και τη
μέθοδο του χτυπήματός τους. Αδυνατώντας να σταθούν στοιχειωδώς σε μια
πολιτική αντιπαράθεση, έδρασαν υπόγεια, με το μόνο τρόπο που τους είναι
προσφιλής, νομίζοντας πως έτσι καταφέρνουν κάτι σπουδαίο και
επιβάλλονται. Στοχοποιούν επίσης μια ιστοσελίδα με βάση την ιδεολογία
της, για τη συνεπή αντιφασιστική στάση και αρθρογραφία της, που
ενοχλούσε τους νοσταλγούς του Χίτλερ, γιατί αποκάλυπτε το ποιόν τους.
Ότι είναι μια εγκληματική, νεοναζιστική συμμορία, που όλα τα στελέχη της
όφειλαν να είναι στη φυλακή -μένουν ελεύθεροι όμως γιατί είναι μια
χρήσιμη εφεδρεία για το σύστημα που υπηρετούν.
Όπως σημειώνει και η ανακοίνωση από τη σελίδα της Ελληνοφρένειας, η
στήριξη είναι αυτονόητη. Κι η πάλη ενάντια στη σαπίλα του ντουνιά δε
σταματά ποτέ. Τσακίστε τους φασίστες όλη τη χρονιά -και την Πρωτοχρονιά…
Οι εξελίξεις στη Συρία προσθέτουν νέα επεισόδια στην ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση, που αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Ολα δείχνουν ότι η τράπουλα ανακατεύεται ξανά στο παζάρι για την «επόμενη μέρα», μετά από τη στρατιωτική ήττα του ISIS.
Αυτό
σηματοδοτεί και η απόφαση των ΗΠΑ να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από
τη Συρία, υπονοώντας μάλιστα συμφωνία με τον Ερντογάν.
Η απόφαση
αυτή (ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα υλοποιηθεί και πότε) πυροδοτεί
εξελίξεις σε όλα τα «στρατόπεδα και οξύνει τον μεταξύ τους» ανταγωνισμό.
Συμμαχίες
δοκιμάζονται και σχέδια αναπροσαρμόζονται, στην προσπάθεια που κάνουν
ισχυροί «παίκτες» να κατοχυρώσουν και να διευρύνουν το ρόλο τους στην
περιοχή.
Οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ως «προαποφασισμένη» την αποχώρηση
των δυνάμεών τους από το βόρειο τμήμα της Συρίας, όπου πλειοψηφεί το
κουρδικό στοιχείο.
Καλούν ταυτόχρονα τους ΝΑΤΟικούς εταίρους και
τους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες
για τα κοινά τους συμφέροντα στην περιοχή.
Οι ανακοινώσεις αυτές
των Αμερικανών κάθε άλλο παρά αναιρούν το ενδιαφέρον τους για τη νομή
των σφαιρών επιρροής και του ενεργειακού πλούτου σε Ανατ. Μεσόγειο και
Μέση Ανατολή.
Τα πολεμικά τους πλοία ζώνουν τη Συρία, η παρουσία
τους στην ΑΟΖ και το έδαφος της Κύπρου επεκτείνεται, όπως επίσης οι
βάσεις και η στρατιωτική συνεργασία με την Ελλάδα.
Παράλληλα,
προωθούν τα συμφέροντά τους με άμεση συμμετοχή σε τριμερή και πολυμερή
σχήματα, όπου πρωτοστατεί η ελληνική κυβέρνηση.
Η Γαλλία, αν και
εξέφρασε δυσαρέσκεια για την αποχώρηση των ΗΠΑ, διεκδικεί να
αναβαθμιστεί σε επικεφαλής των «δυτικών» δυνάμεων στη Συρία.
Αντιδράσεις
υπήρξαν και από τη Γερμανία, που κατηγορείται από τις ΗΠΑ για μειωμένη
συμμετοχή στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις
του.
Θυμίζουμε ότι η Γερμανία δεν συμμετείχε στο βομβαρδισμό της
Συρίας τον περασμένο Απρίλη, από ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία, που έγινε
με πρόσχημα την επίθεση με χημικά στην Ντούμα.
Η επικείμενη
αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων παρουσιάζεται ως αναβάθμιση του
περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας, με τις «ευλογίες» των ΗΠΑ, και ως
«ευκαιρία» να προωθήσει τα συμφέροντά της από καλύτερη θέση.
Παρουσιάζεται
επίσης ως το «πράσινο φως» για εκκαθάριση των Κούρδων (YPG) στη Βόρεια
Συρία, που υπήρξαν σύμμαχοι των ΗΠΑ σε προηγούμενη φάση του πολέμου.
Η
Τουρκία έχει ήδη επέμβει στρατιωτικά δύο φορές στη Συρία, επικαλούμενη
«ζωτικά» της συμφέροντα, που την έφεραν σε αντιπαράθεση με τους
σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Γι' αυτό ανέπτυξε στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία και το Ιράν, προκαλώντας ρήγμα με την αμερικανοΝΑΤΟική συμμαχία.
Τα
σχέδια για μια τρίτη στρατιωτική επέμβαση, που είχε προαναγγελθεί,
περιπλέκει η ανάκτηση του Μανμπίτζ από το συριακό στρατό, μετά από
«πρόσκληση» των Κούρδων, που χαιρέτισε η Ρωσία.
Παρότι η Τουρκία
ρίχνει τους τόνους, δηλώνοντας ότι στηρίζει την ακεραιότητα της Συρίας,
αν επιμείνει στο σχεδιασμό της, θα προκαλέσει ένταση στις σχέσεις της
και με τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, κλιμακώνει την επιθετικότητά της σε
Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, για να κατοχυρώσει και να επεκτείνει τα
συμφέροντά της, διεξάγοντας ένα σύνθετο παζάρι για όλα τα ανοιχτά μέτωπα
στην περιοχή.
Είναι φανερό επομένως ότι η κατάσταση περιπλέκεται,
με επίκεντρο τη Συρία, όπου τα ανταγωνιστικά συμφέροντα ισχυρών
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων συνυπάρχουν με νέους συμβιβασμούς και προκαλούν
ανακατατάξεις σε παλιές και νέες συμμαχίες.
Συνισταμένη όλων
αυτών είναι η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, που αφορά συνολικότερες
διευθετήσεις στην Ανατ. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Οσοι
επομένως μιλούσαν για «σταθεροποίηση» μετά την ήττα του ISIS,
παρουσιάζοντας μάλιστα την επέμβαση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών ως «κλειδί»
για την «ασφάλεια» της περιοχής, διαψεύδονται με πάταγο.
Οπως και
εκείνοι που διαφημίζουν τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στους
ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και σχεδιασμούς, ως «εγγύηση» τάχα για τα
κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, καμαρώνοντας για τον τίτλο του
«προτιμώμενου εταίρου» των ΗΠΑ, στον ανταγωνισμό της ελληνικής αστικής
τάξης με την τουρκική, που μόνο δεινά, κινδύνους και περιπέτειες
προμηνύει για τους λαούς...