Του Τηλέμαχου Λουγγή
Σχεδόν πάντα, αλλά ιδιαίτερα στις μέρες που ζούμε, έχω την εντύπωση ότι το νοητικό, το γνωστικό οξυγόνο που χρειάζεται ο κόσμος που συντρίβεται ανάμεσα σε τόσους αλλεπάλληλους καταιγισμούς από νοητικά υποπροϊόντα μόνο ο Μαρξισμός μπορεί να το προσφέρει. Ολόκληρος ο λεγόμενος δυτικός αστικός πολιτισμός, κάποτε λαμπρός, σήμερα δεν έχει πια να δώσει παρά βία και όλο και περισσότερη φτώχεια και αθλιότητα. Ο τρόπος που σκέφτεται και δρα μια ολόκληρη κοινωνική τάξη βρίσκεται σε άμεση σχέση με το ιστορικό στάδιο που διανύει η τάξη αυτή. Η βαθιά ιστορική παρακμή της αστικής τάξης στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τη σπρώχνει σε μια όλο και πιο πρωτόγονη και βάρβαρη αυτοάμυνα, σε μια όλο και μεγαλύτερη στάση εχθρότητας προς την τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων σε όλες τις χώρες που μεταβάλλονται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς σε αληθινούς σκλάβους της μισθωτής εργασίας που κι αυτή καταντάει απρόσιτη πολυτέλεια.
Από κοντά, έρχεται και η διαστρέβλωση της Ιστορίας, με περίπου νομοτελειακό τρόπο. Το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας λαός είναι να στερηθεί την Ιστορία του, δηλαδή να αλλοτριωθεί, να υποδουλωθεί νοητικά, να γίνει εύκαμπτος, καθώς θα έχει ξεχάσει δύο πολύ σπουδαία πράγματα: το τι έχει κερδίσει ως τώρα και το τι απομένει να κερδηθεί. Στην παρακμή της, η αστική τάξη αλλάζει ακόμα και τα βιβλία Ιστορίας που θέσπισε αυτή η ίδια και μεταβάλλει σε ιδιωτικές εταιρείες τα πανεπιστήμια που μεγέθυνε η ίδια, την εποχή που αντιπάλευε ακόμα τη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Η Ιστορία παραχαράσσεται, διαστρεβλώνεται και εκχυδαΐζεται σε όλα τα επίπεδα. Η αλήθεια παραμερίζεται, προς όφελος του τυχοδιωκτικού ανταγωνισμού.
Με την ευκαιρία των εθνικών επετείων, οι λαοί επιχειρούν μια αναδρομή σ’ αυτά που κέρδισαν μέχρι σήμερα και εμείς, οι Ελληνες, το πώς, μέσα από την Τουρκοκρατία, αποκτήσαμε το κράτος που υπάρχει ως σήμερα. Είναι φανερό ότι από την Τουρκοκρατία ως σήμερα, υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα που συνδέονται με την ιστορική εξέλιξη – δηλαδή για έναν μαρξιστή – με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ή από την κυριαρχία της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης στην κυριαρχία της αστικής τάξης και τα πεπραγμένα της.
Οχι μόνο για μας τους Ελληνες, αλλά και για όλους ανεξαίρετα τους βαλκανικούς λαούς, η εποχή της Τουρκοκρατίας αποτελεί μια εποχή μεγάλης κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής καθυστέρησης. Σύμφωνα με τον Μαρξ1, «η φυσική μορφή της γαιοπροσόδου αποτελεί ένα από τα μυστικά αυτοσυντήρησης της τουρκικής αυτοκρατορίας». Η ταύτιση γαιοπροσόδου και έγγειου φόρου στην οθωμανική αυτοκρατορία αντιστοιχούσε σε μια κοινωνία αγροτική, στη συντριπτική της πλειοψηφία, όπου από το έντονα διατηρούμενο σε ορισμένες περιοχές (όπως π.χ. στο Σούλι ή στη Μάνη) φυλογενετικό σύστημα αναδύεται μια στρατιωτική αριστοκρατία. Οι στρατιωτικοί αυτοί αρχηγοί που, όπως και οι Οθωμανοί αντίστοιχοί τους γαιοκτήμονες βρίσκονταν από κοινωνική και πολιτιστική άποψη στο χαμηλότερο και βαρβαρικότερο στάδιο της φεουδαρχίας σύμφωνα με τον Ενγκελς2, ήταν άμεσοι υποτελείς του σουλτάνου. Το καθεστώς αυτό αποκλήθηκε από τον Ενγκελς «ημιφεουδαρχισμός» και εξαιτίας της ατελούς του εξέλιξης, αλλά και επειδή οι αγρότες δεν ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες, αλλά από το ίδιο το ασιατικό δεσποτικό αυταρχικό κράτος. Το εσωτερικό εμπόριο δεν ήταν καθόλου ανεπτυγμένο. «Ο τουρκικός τρόπος να προάγεται το εμπόριο όσον καιρό οι Τούρκοι βρίσκονταν στο αρχικό, νομαδικό τους καθεστώς ήταν να ληστεύουν καραβάνια και τώρα που είναι λίγο περισσότερο πολιτισμένοι, ο τρόπος τους συνίσταται σε κάθε είδους καταπιεστικές αυθαιρεσίες3».
Το πόσο βαθιά καθυστερημένο ήταν το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς («μια βαρβαρότητα μέσα στον πολιτισμό») που επιπλέον διαιρούσε τον πληθυσμό με θρησκευτικά κριτήρια (οι πιστοί μουσουλμάνοι στρατεύονται, οι άπιστοι ραγιάδες φορολογούνται), προβάλλει καθαρά μέσα από την προνομιακή θέση της ορθόδοξης εκκλησίας που, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, εξελίχθηκε σε πραγματικό «κράτος εν κρατεί» (ο πατριάρχης, αρχηγός του έθνους των απίστων/ millet basi). Μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία, εκκλησιαστικοί φόροι, αγοραπωλησία εκκλησιαστικών αξιωμάτων, έντονες μεσαιωνικές συνθήκες. Οπως έγραψε ο Μαρξ4 «η μεγαλύτερη κατηγορία που μπορεί κανείς να προσάψει στους Τούρκους δεν είναι ότι περιόρισαν τα προνόμια των χριστιανών ιερέων, παρά αντίθετα, ότι κάτω από την κυριαρχία τους επιτράπηκε στην καθολική αυτή δεσποτική κηδεμόνευση, επίβλεψη και ανάμειξη της εκκλησίας να απορροφήσει ολόκληρη τη σφαίρα της κοινωνικής ζωής».
Ο χαρακτήρας της Επανάστασης
Λέμε ότι ο Μαρξισμός δεν επιχειρεί να αποκρύψει, δε διαστρεβλώνει, δε συγχέει πονηρά το κύριο με το δευτερεύον, επειδή αποτελεί μια επιστημονική μέθοδο που αποκαλύπτει την αλήθεια για την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Και σαν τέτοια, δεν επιδέχεται αντιεπιστημονικές μεθοδεύσεις.
Σε ένα καθεστώς, λοιπόν, μεσαιωνικό, με έντονη την παρουσία του θρησκευτικού παράγοντα, μια επανάσταση στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα σε μια έστω και απόκεντρη περιοχή της Ευρώπης θα ήταν νομοτελειακά: Εθνικοαπελευθερωτική ως προς τη μορφή, με κάποιες μάλιστα εκφάνσεις θρησκευτικής υφής (π.χ. για του Χριστού την πίστη την αγία), ως προς το ουσιαστικό της όμως περιεχόμενο η επανάσταση αυτή θα ήταν αστική, αφού το κράτος που θα ίδρυε πάνω στα ερείπια της μεσαιωνικής βαρβαρότητας της Τουρκοκρατίας δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, παρά ένα αστικό κράτος.
Σύμφωνα με τον Λένιν5, η περίοδος της αστικής επανάστασης που άρχισε στην Ευρώπη το 1789 τερματίστηκε βασικά γύρω στο 1871, και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Βαλκανική χερσόνησο συντελέστηκε αργότερα υπό καλύτερες συνθήκες στο μέτρο που υπήρχαν εκεί ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Ούτε, λοιπόν, για την εθνικο-απελευθερωτική μορφή του αγώνα, ούτε και για το αστικό του περιεχόμενο θα μπορούσαν να υπάρξουν αξιόλογες ενστάσεις, αντιρρήσεις ή ακόμα και παρεξηγήσεις. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, σε ό,τι αφορά την εθνικο-απελευθερωτική μορφή του αγώνα, μπορεί να υπήρξε μια συνεργασία των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων που απάρτιζαν αυτή την κυρίως αγροτική, μεσαιωνικού τύπου κοινωνία. Σε ό,τι αφορά όμως το ουσιαστικό της, το ταξικό περιεχόμενο που θα έπρεπε να είναι ένα αστικό συγκεντρωτικό κράτος, τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ πιο δύσκολα, όχι μόνο επειδή διαφορετικές κοινωνικές τάξεις έχουν τελείως διαφορετικά συμφέροντα (π.χ. κοτσαμπάσηδες και εκκλησία είχαν τελείως διαφορετικά συμφέροντα από τις λαϊκές αγροτικές μάζες και από τους αστούς), αλλά και από το γεγονός ότι στην Επανάσταση του 21 αναμείχθηκαν συστηματικά οι τρεις αποκαλούμενες «Μεγάλες Δυνάμεις», Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, υπό την επιρροή των οποίων σχηματίστηκαν και τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν το ελληνικό κράτος στη συνέχεια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε μία από τις τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις βρισκόταν σε διαφορετικό στάδιο εξέλιξης, με την τσαρική Ρωσία να καθυστερεί φανερά σε καπιταλιστική ανάπτυξη6. Αν κανείς δεν εξετάσει τις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες έγιναν τα γεγονότα που επιθυμεί να εξετάσει, τότε είναι φανερό ότι η εξέταση που θα επιχειρηθεί δε θα στηρίζεται πουθενά. Εξ άλλου, τα πρώτα στοιχεία της ελληνικής αστικής τάξης σχηματίζονται πριν απ’ όλα με το εξωτερικό εμπόριο και οι Ελληνες εμπορευόμενοι εγκαταστάθηκαν κύρια στο εξωτερικό, αφού οι όροι της επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν εκεί πολύ πιο ευνοϊκοί παρά στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπου βασίλευε η καταθλιπτική φορολογία, οι αυθαιρεσίες των πασάδων και η ληστο-πειρατεία7. Στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το πιο πλούσιο και ισχυρό τμήμα των αστικών στοιχείων αποτελούσαν οι εμποροκαραβοκυραίοι. Το πιο δυνατό αστικό κέντρο της επαναστατικής Ελλάδας ήταν το νησί της Υδρας με 16.000 κατοίκους8. Το δυνάμωμα του εμπορικού κεφαλαίου και οι συναλλαγές με το εξωτερικό δυναμώνουν την εθνική συνείδηση, κάτι που, όπως λέει ο Γ. Ζέβγος, εμφανίζεται στα καράβια των νησιών, καράβια με αρχαιοελληνικά ονόματα.
Οι συνθήκες της προετοιμασίας
Μετά την πτώση της Ναπολεόντειας Γαλλίας, την Ευρώπη κυβερνούσε από το 1815 και εξής η λεγόμενη Ιερά Συμμαχία, αποτελούμενη κύρια από τη Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία, με τη συμμετοχή της παλινορθωμένης βουρβονικής Γαλλίας και με την Αγγλία, χωρίς επίσημη συμμετοχή (η Αγγλία ενδιαφερόταν για την ελευθερία του εμπορίου, ιδιαίτερα με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που τότε εξεγείρονταν ενάντια στην Ισπανία διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους), αλλά με ένα ρόλο παρατηρητή/ επιθεωρητή. Κυρίαρχος και εμψυχωτής της Ιεράς Συμμαχίας ήταν αυτός που διέθετε τον πιο πολυάριθμο στρατό, δηλαδή ο τσάρος της Ρωσίας, «ο χωροφύλακας της Ευρώπης και δήμιος της Ασίας», όπως τον χαρακτήρισε εύστοχα ο Ι. Β. Στάλιν9. «Ενώ τα τουρκικά ζητήματα άφηναν προβληματισμένους τους Δυτικούς διπλωμάτες», γράφει ο Ενγκελς10, «τότε κηρυσσόταν πόλεμος. Ρωσικές στρατιές προέλαυναν στα Βαλκάνια και η Οθωμανική αυτοκρατορία διαμελιζόταν, κομμάτι – κομμάτι». Οι καπιταλιστικά αναπτυσσόμενες Αγγλία και Γαλλία, το εμπόριο των οποίων διείσδυε τότε δυναμικά στην Ανατολική Μεσόγειο δεν επιθυμούσαν να δουν την ήδη πανίσχυρη Ρωσία να υποτάσσει την Οθωμανική αυτοκρατορία και να κυριαρχεί και ως ναυτική δύναμη πέρα από τα Στενά11. Είναι αρκετό να σημειωθεί επίσης ότι, πέρα από τη δεδομένη εχθρότητα της ορθόδοξης εκκλησίας προς κάθε τι το αιρετικό φράγκικο, δυτικό, ιδιαίτερα απέναντι στο Διαφωτισμό και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και την αντιδραστική προσκόλλησή της στην «κραταιάν των Οθωμανών βασιλείαν», οι συμπάθειές της έδειχναν καθαρά προς τη Ρωσία, όποτε ένιωθε να απειλείται από νεωτερισμούς ορισμένων σουλτάνων12.
Ενας καθαρά αστικός προσανατολισμός της ελληνικής επανάστασης απαιτούσε πρώτα απ’ όλα την προσπάθεια για διάλυση των μεσαιωνικών δομών της κοινωνίας, συνεκτικός ιστός των οποίων ήταν η εκκλησία και η ιδεολογία που εκπορευόταν από αυτήν. Το κίνημα του Διαφωτισμού και η Γαλλική Επανάσταση έδωσαν το έναυσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στην πρωτοπόρα διανόηση της εποχής από τη μια πλευρά και στον ορθόδοξο κλήρο του Πατριαρχείου, με τα εθελόδουλα κηρύγματα περί «άθεων Γάλλων» κλπ. από την άλλη. Με την προσπάθεια αυτή για απεγκλωβισμό της σκέψης από την εκκλησιαστική σκοταδιστική επιρροή συνδέονται οι μεγάλες υπηρεσίες του αστού δημοκράτη Αδ. Κοραή (1748 – 1833), και το έργο του Ρήγα του Βελεστινλή (1758 – 1797), φλογερού επαναστάτη και εθνεγέρτη των βαλκανικών λαών. Τόσο ο πρόωρα χαμένος Ρήγας όσο και ο σε σεβάσμια ηλικία αποβιώσας Κοραής υπήρξαν αντίπαλοι του κλήρου, αλλά ο Ρήγας ηρωοποιήθηκε αμέσως, ενώ η συμβολή του Κοραή στον αστικό εκδημοκρατισμό του κράτους άργησε σχετικά να εκτιμηθεί στο σωστό της μέτρο. Καθώς όμως η ελληνική αστικοδημοκρατική σκέψη δεν μπόρεσε να συνεχίσει την προσπάθεια του Ρήγα – με μοναδική εξαίρεση την «Ελληνική Νομαρχία» – και η Γαλλική Επανάσταση έμελλε να τυποποιηθεί με αυταρχικό τρόπο στη Ναπολεόντεια αυτοκρατορία, η προσπάθεια για λύση μετατοπίστηκε σχεδόν υποχρεωτικά στην τσαρική Ρωσία, παραδοσιακό εχθρό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προς την οποία απέβλεπαν ο ορθόδοξος κλήρος, οι Φαναριώτες, οι Ελληνες έμποροι σιτηρών και γουναρικών που είχαν σχέσεις με τη Ρωσία και, τέλος, η στρατιωτική αριστοκρατία των οπλαρχηγών που, με τη μορφή των καπετανάτων και των αρματολικιών, είχαν ξεχωρίσει κοινωνικά από την αγροτική βάση της κοινωνίας. Αυτά τα κατά τεκμήριο ορθόδοξα συντηρητικά στρώματα ανέλαβαν την οργάνωση του απελευθερωτικού κινήματος υπό τη μορφή της Φιλικής Εταιρείας. Σε σχέση με τις ιδέες που κήρυσσαν λίγο προηγούμενα ο Ρήγας και η «Ελληνική Νομαρχία», η Φιλική Εταιρεία αποτελούσε σαφέστατα ένα βήμα πίσω, αλλά ανταποκρινόταν με φυσικό τρόπο στη μεγάλη καθυστέρηση και ανωριμότητα της ελληνικής αστικής τάξης που δεν είχε ακόμα αποδεσμευτεί από το μεσαιωνικό της περιβάλλον και τώρα καλούνταν να υποστεί την καθοδήγηση μιας γενικά θρησκευόμενης οργάνωσης που δεν έκρυβε ορισμένες φορές και τους φαναριώτικους με μεσαιωνική και ρωσική χροιά ανεδαφικούς σκοπούς της για μια ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας!!! Η Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε την εποχή της παντοδυναμίας της Ρωσίας (1814 Ρωσική κατοχή στο Παρίσι) δεν είχε άμεσους δεσμούς με τις λαϊκές μάζες και στην πορεία της ανάπτυξής της δεν παίρνει κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά εκδηλώνει μεγαλοϊδεάτικες τάσεις, όπως διαπιστώνει ο Ζέβγος13. Ποτέ εξ άλλου η τσαρική πολιτική δε στηρίχτηκε σε κάποιο πλατύ λαϊκό κίνημα. Ολα αυτά τα πολύ σημαντικά τα ξεχνάμε κάποτε πολύ εύκολα. Ο ανώτατος αρχηγός θα ήταν, φυσικά, κάποιος παράγοντας στην υπηρεσία της Ρωσίας, ο Καποδίστριας ή ο Υψηλάντης. Η επανάσταση, λοιπόν, που θα είχε νομοτελειακά αστικό περιεχόμενο ξέσπασε την άνοιξη του 1821 παρά την ανωριμότητα της ελληνικής αστικής τάξης.
Τάξεις και πολιτικές παρατάξεις
Την ορθότερη και, πριν απ’ όλα, διαλεκτικότερη μαρτυρία για την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και πολιτικών παρατάξεων στην επαναστατημένη Ελλάδα μάς δίνει ο ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας Ι. Φιλήμων, που αναφέρει τρεις τάξεις που διεκδικούσαν τότε την εξουσία: τους στρατιωτικούς (δηλ. καπεταναίους, οπλαρχηγούς, αρματολούς), τους προεστούς (κοτσαμπάσηδες) και τους πολίτες, όπως αποκαλεί τους αστούς. Η ύπαρξη των αντίθετων μεταξύ τους παρατάξεων στρατιωτικών και προεστών είχε σαν αποτέλεσμα, κατά τον Φιλήμονα, να διατηρηθεί ισορροπία ανάμεσά τους και έτσι να μην πέσει το Εθνος στην τυραννία της μιας ή της άλλης παράταξης. Η μέση τάξη των πολιτών «συνήργησε πάντοτε εις την υπεροχήν πότε της μιας και πότε της άλλης», ήταν όμως αδύνατο να αντιπαραταχθεί μόνη της εναντίον της μιας χωρίς να έχει τη συνδρομή της άλλης14. Ο Φιλήμων μάς λέει με άλλα λόγια ότι η αστική τάξη, καθώς ήταν ολιγάριθμη, δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και, έτσι, πάντα μηχανορραφούσε με τη μια παράταξη ενάντια στην άλλη και, για το λόγο αυτό, γινόταν αντιπαθητική στο λαό, δηλαδή στις μεγάλες μάζες της αγροτιάς που, με μεσαιωνική νοοτροπία και παράδοση, ακολουθούσαν τους φυσικούς τους ηγέτες, δηλαδή τους καπεταναίους και τους προεστούς. Με την ολιγάριθμη τάξη των αστών που επιδίωκαν ένα ανεξάρτητο κράτος υπό καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας με βασιλιά έναν πρίγκιπα από την Ευρώπη δεν άργησαν να συνταχθούν και οι αστοί νοικοκυραίοι των νησιών που ως τότε κινούσαν τα πλοία τους με δικά τους έξοδα και επιθυμούσαν μια ισχυρή κεντρική εξουσία ικανή να συγκεντρώνει τα δημόσια έσοδα για να χρηματοδοτεί την κίνηση του ελληνικού στόλου. Πιο κοντά στην αστική παράταξη βρισκόταν η παράταξη των κοτσαμπάσηδων, με την οποία συχνά συμμαχούσε ο αρχηγός των αστών Μαυροκορδάτος15. Με βάση τον πολιτικό συνασπισμό αυτό (αστοί, νησιώτες, κοτσαμπάσηδες) ηττήθηκαν πολιτικά η παράταξη των στρατιωτικών και οι Φιλικοί στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Στο εξής, η Φιλική Εταιρεία περίπου εξαφανίζεται από το προσκήνιο μαζί με τα σύμβολα της (σταυροί, φοίνικες κ.λπ. εκκλησιαστικής και μασονικής έμπνευσης) και επικρατούν οι δυνάμεις που συνδέονται οικονομικά με τη θάλασσα (επιβολή της γαλανόλευκης σημαίας), δηλαδή αυτές οι δυνάμεις που αποτελούν ήδη ή θα αποτελέσουν την αγγλόφιλη, αστική παράταξη.
Η επιρροή της Φιλικής Εταιρείας υποχώρησε οριστικά, κύρια επειδή η Α’ Εθνοσυνέλευση θέσπισε κεντρική διοίκηση με φιλελεύθερους θεσμούς, αλλά και επειδή ο εδαφικός περιορισμός της επανάστασης στην κυρίως Ελλάδα έθαψε στην κυριολεξία τα ρωσικά, φαναριώτικα και Φιλικά σχέδια για ανασύσταση της πολυεθνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας δείχνοντας καθαρά σε όσους μπορούσαν να καταλάβουν, ότι εκείνο που ήταν εφικτό στις δοσμένες τότε συνθήκες ήταν η απόσπαση από την Οθωμανική αυτοκρατορία της Κάτω Ελλάδας και των νησιών, δηλαδή ενός εθνικού κράτους. Σχετικά με τα χιμαιρικά σχέδια ανασύστασης της ορθόδοξης βυζαντινής αυτοκρατορίας, με άλλα λόγια της διαβόητης «μεγάλης ιδέας» που καλλιεργούσε κυρίως ο κλήρος και πολύ μετά το σχηματισμό του ελληνικού αστικού κράτους (ακόμα και σήμερα βλέπουμε τον ορθόδοξο ανώτερο κλήρο να προβαίνει σε ορισμένες εκδηλώσεις τέτοιας προέλευσης που κυμαίνονται ανάμεσα στο κωμικό και στο επικίνδυνο) και που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το όραμα του Ρήγα για μια δημοκρατική, πολυεθνική βαλκανική ομοσπονδία πολλών θρησκειών, ο Μαρξ είναι κατηγορηματικός: «Οι έλληνες κάτοικοι του λεγόμενου βασιλείου… μπορεί να ονειρεύονται ακόμα και μια ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που, γενικά, είναι ένας τετραπέρατος λαός για να πιστεύουν σε μια τέτοια ανοησία»16.
Οι επιτυχίες της Επανάστασης το 1822 έκαναν παντοδύναμη τη στρατιωτική παράταξη σε σημείο π.χ. που να αγνοεί την κεντρική κυβέρνηση ο Ανδρούτσος17, ενώ στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Αστρους (1823), οι στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη θα εκφράσουν ολιγαρχικές απόψεις, όπως λέει ο Ζέβγος18. Με την ταξική πάλη είναι άρρηκτα συνδεμένο το πρόβλημα της εθνικής γης, δηλαδή τα πρώην τουρκικά κτήματα που ανακηρύχτηκαν εθνικά ήδη από την αρχή της επανάστασης.
Αν το κράτος που θα προέκυπτε θα ήταν εθνικό, αστικό, τότε θα έπρεπε να είναι ενιαίο, δηλαδή να διαθέτει ενιαία αγορά. Ο Μαρξισμός διδάσκει ότι η πανεθνική αγορά είναι το πρώτο σχολείο όπου η αστική τάξη διδάσκεται τον πατριωτισμό19. Με τη σειρά της, η ενιαία εσωτερική αγορά απαιτεί την αστικοποίηση της γαιοκτησίας, δηλαδή την εμπορευματοποίηση της γης ή τη μετατροπή της σε εμπόρευμα, ώστε να γίνει ικανή να παράγει εμπορεύματα. Ετσι, το εθνικό πρόβλημα είναι κατά βάθος πρόβλημα αγροτικό και η αγροτιά είναι δύναμη κρούσης του εθνικού κινήματος, όπως συνέβη και στη Γαλλική αστική επανάσταση.
Το στρατιωτικό ολιγαρχικό κόμμα απέκτησε πάρα πολλούς οπαδούς μέσα στην αγροτιά της Πελοποννήσου, όπου τα εθνικοποιημένα τούρκικα κτήματα ήταν πολλά. Καθώς οι νησιώτες, που δε διέθεταν κτήματα στα νησιά τους αλλά ξόδευαν τις περιουσίες τους για τα πλοία του αγώνα, ζητούσαν να αποζημιωθούν με εθνικά κτήματα, οι στρατιωτικοί εναντιώνονταν σ’ αυτή την «καταπάτηση» του Μοριά από τους ξένους! Στη Στερεά, όπου τα εθνικοποιημένα κτήματα ήταν λίγα, οι αγρότες δεν ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν γη στην Πελοπόννησο. Με λίγα λόγια, οι αγρότες δεν μπορούσαν τότε να έχουν σαφή αντίληψη για το τι είναι ένα αστικό εθνικό κράτος και εκείνο που καταλάβαιναν καλά ήταν ότι έπρεπε να εξομοιωθούν με τους ελεύθερους μουσουλμάνους. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχε στη μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού, που ζούσε σε μεσαιωνικές συνθήκες, αστική αντίληψη και η αντινομία της εποχής βρισκόταν στο ότι τα οικονομικά συμφέροντα της αγροτιάς ήταν ασύμβατα τότε με την αστική ανάπτυξη και τον εθνικό συγκεντρωτισμό. Δεν υπήρχε ακόμα ο απαραίτητος βαθμός αστικής ανάπτυξης, ώστε τα αιτήματα της αγροτιάς, δηλαδή η μοιρασιά της γης, να αποκτήσουν αντικειμενικά προοδευτικό χαρακτήρα.
Εθνικός συγκεντρωτισμός σε ένα αστικό κράτος σήμαινε διάλυση ή κατάργηση όλων των επαρχιακών, εδαφικών, τοπικών εξουσιών, δηλαδή των καπετανάτων, των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Οι στρατιωτικοί ιδιαίτερα, ως μετέπειτα ρωσικό κόμμα δεν άργησαν να υιοθετήσουν το περιβόητο διαμελιστικό σχέδιο των λεγόμενων «τριών αποκομμάτων», για το χωρισμό της Ελλάδας σε Δυτική Στερεά (αρχηγός Μάρκος Μπότσαρης), σε Ανατολική Στερεά (αρχηγός Οδυσσέας Ανδρούτσος) και σε Πελοπόννησο/Μοριά (αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης), και οι τρεις περιοχές φόρου υποτελείς στο σουλτάνο που προωθήθηκε από τη ρωσική πολιτική το 1824 και αντιστοιχούσε σε φεουδαρχικές, μεσαιωνικές δομές τουρκικού τύπου (τρία βιλαέτια Ναύπακτος, Εγριπος, Μοριάς) ή ακόμα βυζαντινής εποχής (δεσποτάτο Ηπείρου, δουκάτο Αθηνών, πριγκιπάτο Αχαΐας). Αντίθετα, όπως ειπώθηκε, η ίδρυση ενός αστικού κράτους προϋπέθετε πρώτα απ’ όλα ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, έτσι ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί η ντόπια εμπορευματική παραγωγή και το εξωτερικό εμπόριο. Αστικός συγκεντρωτισμός, σε τελευταία ανάλυση, σήμαινε και εθνική ανεξαρτησία, ενώ τοπικές εξουσίες, αρματολίκια, καπετανάτα, προεστάτα δεν μπορούσαν παρά να είναι κάτι σαν «χριστιανικά πασαλίκια», δηλαδή αυτόνομες περιοχές υποτελείς στο σουλτάνο κατά το υπόδειγμα της Μολδοβλαχίας και πρόσφορο έδαφος για στρατιωτική επέμβαση της φεουδαρχικής τσαρικής Ρωσίας υπό το πρόσχημα της προστασίας των ορθοδόξων. Στο σημείο αυτό ταυτίστηκαν οι αστικοί προσανατολισμοί της μέσης τάξης των πολιτών, όπως είδαμε να τους αποκαλεί ο Φιλήμων, με τις επιδιώξεις της αγγλικής πολιτικής στη Μεσόγειο, που επιδίωκε να εμποδίσει τις επεκτατικές τάσεις της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Συμμαχίες και αντιθέσεις
Οι κοινωνικές συμμαχίες που είχαν συναφθεί από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ανατρέπονται, όταν συνάπτεται από την κυβέρνηση των αστών το πρώτο αγγλικό δάνειο. Τώρα συνασπίζονται στρατιωτικοί και κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου που ανησυχούν για το ότι η κυβέρνηση, με αυξημένο κύρος, θα κατόρθωνε να κατανικήσει τις τοπικές, επαρχιακές αντιστάσεις και να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία. Ως τότε, οι κοτσαμπάσηδες είχαν συνεργαστεί με τους αστούς, ιδιαίτερα στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο.
Η υποθήκευση της εθνικής γης για τα εξωτερικά δάνεια απέκλειε τη δωρεάν διανομή της στους αγωνιστές και στους αγρότες. Αλλά η αστική ενότητα του έθνους ήταν τελείως αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς οικονομικά μέσα, και αυτά μόνο από το εξωτερικό μπορούσαν να έρθουν. Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο ο Μακρυγιάννης αναγνωρίζει ότι «το δίκαιον και η πατρίδα ήταν με το βουλευτικόν»20 κατέληξε με ήττα του Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του προεστώτων, ενώ νίκησε η αστική κυβέρνηση με τις λίρες και τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Από τότε αρχίζουν και οι σοβαρές προσπάθειες για τη δημιουργία τακτικού στρατού, κάτι που με τη βοήθεια του χρήματος, αποτελεί ρήγμα στο στρατό των ατάκτων και ένα ακόμα βήμα προς τον αστικό συγκεντρωτισμό.
Αυτό το αστικό ενιαίο κράτος, αντίθετο προς το σχέδιο των τριών αποκομμάτων που είχαν προωθήσει η Ρωσία και οι στρατιωτικοί, ταίριαζε περισσότερο με τις επιδιώξεις της αστικής Αγγλίας που, επί υπουργού εξωτερικών G. Canning, ασκούσε πολιτική αντίθετη από εκείνη της Ιεράς Συμμαχίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ενισχύσει την ίδρυση ανεξάρτητων εθνικών κρατών που, με τη σειρά τους, θα αποτελούσαν προνομιακές αγορές για το εμπόριο και τη βιομηχανία της. Τα αγγλικά δάνεια έδεσαν οριστικά την Ελλάδα στο άρμα του αγγλικού καπιταλισμού21, αποτρέποντας την παραμονή σε φεουδαρχικό επίπεδο ανάπτυξης, είτε υπό οθωμανική κατοχή, είτε υπό την επιρροή της τσαρικής Ρωσίας.
Ετσι, τα πράγματα επιταχύνονται και, καθώς αρχίζει η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (αρχές 1825), η Αγγλία υποκινεί τη γνωστή αίτηση προστασίας, την οποία προώθησαν πρώτοι απ’ όλους οι Ρωσόφιλοι Ρώμας και Κολοκοτρώνης. Αυτό το γεγονός είναι δηλωτικό του ότι, στο μέτρο που η επανάσταση αρχίζει να εξαντλείται22, οι προσδοκίες για ανεξαρτησία αρχίζουν να μετατοπίζονται προς το εξωτερικό, όπου η αντοχή της επανάστασης δυναμώνει το φιλελληνισμό. Μόνο «οι κληρικοί φοβούμενοι μήπως η Ελλάς δουλωθεί από τους Δυτικούς, όχι πολιτικώς αλλά θρησκευτικώς… έφεραν εμπόδια εις την ελευθερίαν των Ελλήνων», μας πληροφορεί ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος23. Ετσι, προκαθορίστηκε ότι η αστική ανάπτυξη της Ελλάδας θα λάβαινε χώρα κάτω από τη σκιά του δυτικού καπιταλισμού.
Το πρόβλημα της ανεξαρτησίας και οι μεγάλες δυνάμεις
Μπορεί όμως η αστική ανάπτυξη να απαιτούσε πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους που θα ιδρυόταν, αλλά η Αγγλία δεν μπορούσε να επιβάλει κάτι τέτοιο μόνη της, χωρίς πόλεμο με την Τουρκία. Ετσι, τα πράγματα άρχισαν να προσανατολίζονται προς μια αυτονομία υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, κάτι για το οποίο, όπως είδαμε, ήταν σύμφωνη και η τσαρική Ρωσία και έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η μαζική προσέλευση των Ρωσόφιλων υπό τον Κολοκοτρώνη να υπογράψουν την αίτηση προστασίας των Ελλήνων από τη Μεγάλη Βρετανία. Αλλά το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της έστω και σιωπηρής εγκατάλειψης του αιτήματος για ανεξαρτησία και την αντικατάστασή του από μια υποτέλεια στο Σουλτάνο μπορεί να αποτελεί η συμφωνία Αγγλίας και Ρωσίας για εκλογή του Καποδίστρια, με τους Αγγλους R. Church και Th. Cochrane στην ηγεσία του στρατού και του στόλου αντίστοιχα, αλλά η πραγματικότητα πρέπει να αναζητηθεί στη βάση της κοινωνίας και δεν είναι άλλη, από την εξάντληση της ολιγάριθμης έτσι κι αλλιώς ελληνικής αστικής τάξης, οπότε η εξουσία περνάει και πάλι στους προκρίτους του Μοριά και καταλήγει εκεί που άρχισε, όπως λέει ο Ζέβγος, δηλαδή σε άνθρωπο του τσάρου. Στην αρχή ο Υψηλάντης, στο τέλος ο Καποδίστριας. Ετσι, ο Μαρξ κατηγόρησε τους Αγγλους πολιτικούς ότι ενεργώντας με δουλοπρέπεια απέναντι στη Ρωσία φόρτωσαν στην πλάτη των Ελλήνων τον Καποδίστρια24, που σε ένα γράμμα του προς τον Ενγκελς, αποκαλεί «ανέντιμο»25. Για τον Καποδίστρια, ισχύουν οι εύστοχες παρατηρήσεις του Γ. Ζέβγου που χαρακτηρίζει συνολικά τη διακυβέρνησή του «αντιδραστική» «με τον Κολοκοτρώνη συμβουλάτορα και δεξί του χέρι»26. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν η Αγγλία και η Γαλλία έδωσε την τελειωτική λύση στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Το τελικό συμπέρασμα είναι, όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα, αντιφατικό. Από τη μια πλευρά, υπήρξε μια εθνική ανεξαρτησία ενός τμήματος του ελληνισμού. Από την άλλη όμως, αποδείχτηκε ότι οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για μια καθαρά αστική, καθαρά καπιταλιστική εξέλιξη στο επίπεδο των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν εξαιρετικά αδύναμες αν όχι ανύπαρκτες. Ετσι, η Ελλάδα πέρασε από την απολυταρχία του Καποδίστρια στην απολυταρχία της απόλυτης μοναρχίας πάντα υπό την επιρροή των ξένων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας και, μετά την παραχώρηση των Επτανήσων, στην αποκλειστική επιρροή της Αγγλίας που αντικαταστάθηκε πολύ αργότερα από το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ που, mutatis mutandis, ισχύουν ως σήμερα. Ο αγωνιζόμενος λαός μας έχει ανάγκη την Ιστορία του. Πρέπει να κάνει κτήμα του τα ιστορικά αυτά διδάγματα, αν θέλει οι αγώνες και οι θυσίες του να μην έχουν την τύχη του 1821. Τα λόγια αυτά είναι του Γιάννη Ζέβγου, που έπεσε σε μέρες σαν τη σημερινή (20 Μάρτη του 1947) πριν από εξήντα χρόνια.
(Το κείμενο είναι η ομιλία του Τηλέμαχου Λουγγή στην εκδήλωση της ΚΟΑ και της ΚΝΕ, που έγινε το Σάββατο 24/3/2007 στην αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ στον Περισσό με θέμα: «Η αλήθεια για την επανάσταση του 1821 και η παραχάραξή της από τα σχολικά βιβλία». Οι υπότιτλοι είναι του «Ρ»).
Πηγές:
1. Κ. Μαρξ, Das Kapital, Buch I., Erster Abschnitt, Kapitel 3, 113 (Ullmann Verlag): Die Natural form der Grundrente bildet eines der Selbsterhaltungsgeheimnisse des turkischen Reichs.
2. Μαρξ – Ενγκελς, British Politics (1853), Collected Works, 12 (Moscow 1979), 8.
3. Φ. Ενγκελς, The Turkish Question (1853), Collected Works 12 (Moscow 1979), 26.,
4. Κ. Μαρξ, The Greek insurrection (1854), Collected Works 13 (Moscow 1980), 72.
5. Β. Ι. Λένιν, Ο prave nacii na samoopredelenije, Izbrannye pro’izvedenija I (Moskva 1975), 569-621, εδώ 578 και, επίσης, 573: primer balkanskich gosudarstv fozhe govorit protiv nee, ibo vsiakii vidit teper’, shto na’ilushchte uslovija razvitija kapitalizma na Balkanach sozdajutsia kak raz ν mere sozdanija na etom poluostrove samostojatel ‘nych nacional ‘nych gosudarstv.
6. Β. Ι. Λένιν, Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, Απαντα 3, Αθήνα (ΣΕ), 187, 339, αλλά και πρόλογο στη Β’ έκδοση, 14.
7. Λ. Παπανικολάου, Κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 19ου αιώνα, Αθήνα (ΣΕ) 1991, 68 και 76.
8. Γ. Ζέβγος, Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα (Διόνυσος, χ.χ.). Ι, 37.
9. Πρβλ. Ζέβγο, στο ίδιο, 1, 85.
10. Φρ. Ενγκελς, The Turkish Question (1853), Collected Works 12 (Moscow 1979), 23.
11. Παπανικολάου, στο ίδιο, 79.
12. Παπανικολάου, στο ίδιο, 90.
13. Ζέβγος, Ι, 47.
14. Ι. Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834, 96.
15. Παπανικολάου, στο ίδιο, 146 και 168.
16. Κ. Μαρξ, The Greek insurrection (1854), Collected Works 13 (Moscow 1980), 71.
17. Ζέβγος Ι, 78.
18. Ζέβγος Ι, 79.
19. Ι.Β. Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, Απαντα 2, 344.
20. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1969 (Πάπυρος), Α’, 99.
21. Παπανικολάου, στο ίδιο, 211.
22. Ζέβγος, Ι, 102.
23. Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήναι 1955, 454.
24. Κ. Μαρξ, Herr Vogt (1860), Collected Works 17 (Moscow 1981), 143.
25. Κ. Μαρξ στον Φρ. Ενγκελς, 3 Μάη 1854, Collected Works 39 (Moscow 1983), 447.
26. Ζέβγος, I, 103 – 110.