Ενα διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού
που συνέταξε ο Λένιν και εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου του 1918, διακήρυξε
την αναδιοργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε σοσιαλιστική βάση. Το
διάταγμα αυτό ήταν μια επανάσταση για την Παιδεία. Για πρώτη φορά στην
Ιστορία, οι πόρτες των πανεπιστημίων άνοιγαν για τον εργαζόμενο λαό.
Καταργήθηκαν τα δίδακτρα, όπως και όλα τα προνόμια για τις πρώην εύπορες
τάξεις, καθώς και όλοι οι εθνικοί περιορισμοί. Οι γυναίκες απέκτησαν
ίσα δικαιώματα με τους άνδρες για ανώτατη μόρφωση.
Ο
σοσιαλισμός, δίνοντας μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, δημιούργησε μαζική ζήτηση για
εκπαίδευση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ ήταν
αλματώδεις, κάτι που συνεισέφερε αποφασιστικά στο να ξεπεραστεί ήδη από
τις πρώτες δεκαετίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης η σημαντική
επιστημονική και οικονομική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ σε σχέση με τις ισχυρές
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Ηδη το 1938
φοιτούσαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΕΣΣΔ περισσότεροι
φοιτητές απ' ό,τι σε Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία μαζί! Αυτά τα
εντυπωσιακά αποτελέσματα ήταν απόρροια της οργάνωσης του εκπαιδευτικού
συστήματος σε μια ενιαία κλίμακα, από τον παιδικό σταθμό μέχρι το
πανεπιστήμιο. Τι ήταν, όμως, αυτό που απελευθέρωσε όλες αυτές τις
δυνάμεις; Στην ΕΣΣΔ, τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνική
ιδιοκτησία, δεν ανήκαν σε μια χούφτα κηφήνες, όπως συμβαίνει στις
καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτή τη βάση έγινε δυνατό να τεθεί η ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων και συνολικά της οικονομίας υπό κεντρικό,
πανεθνικό σχεδιασμό. Η εργατική τάξη, μέσα από τα όργανα της εξουσίας
της, είχε τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας.
Αίθουσα - γήπεδο χάντμπολ στο εσωτερικό του κεντρικού κτιρίου του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας
|
Από
το 1928 επιχειρήθηκε ο σχεδιασμός της ανάπτυξης της επιστήμης στη βάση
των αναγκών της κοινωνίας, μέσα από τα πενταετή πλάνα του κεντρικού
σχεδιασμού. Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που τέθηκε
το ζήτημα της προγραμματισμένης, κατευθυνόμενης ανάπτυξης της
επιστημονικής έρευνας, με στόχο την κάλυψη των διευρυνόμενων αναγκών
ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Οι σπουδές στα σοβιετικά πανεπιστήμια
Με
δεδομένα όσα ήδη είπαμε για το χαρακτήρα και την αποστολή της
σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να
υπάρχει κανενός είδους κατηγοριοποίηση μεταξύ των ιδρυμάτων και
συνακόλουθα κανένας διαχωρισμός μεταξύ των αποφοίτων.
Η διάρκεια
σπουδών κυμαινόταν από 4 έως 6 χρόνια, ανάλογα με το αντικείμενο. Σε
κάθε εξάμηνο ο σπουδαστής διδασκόταν 5 - 6 μαθήματα. Η παρακολούθηση των
μαθημάτων και η εκτέλεση των εργασιών στο σπίτι ήταν υποχρεωτικές. Τα
προγράμματα σπουδών στόχευαν στο συνδυασμό μιας ευρύτερης, γενικής,
πολυτεχνικής παιδείας και επιστημονικής μόρφωσης και της σε βάθος γνώσης
ενός συγκεκριμένου πεδίου της εκάστοτε επιστήμης. Στόχος ήταν να
παρέχουν υψηλού επιπέδου ειδίκευση, ενώ δινόταν έμφαση στην εκπαίδευση
των σπουδαστών στην ερευνητική δραστηριότητα.
Ενα από τα βασικά
γνωρίσματα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης απέρρεε άμεσα από το
σοσιαλιστικό χαρακτήρα της. Για να μπορεί να θέτει αποτελεσματικά τις
γνώσεις του στην υπηρεσία της κοινωνίας μέσα από τη δουλειά του και να
συμβάλλει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ο Σοβιετικός επιστήμονας δε θα
μπορούσε παρά να προσεγγίζει από κοινωνική σκοπιά όλα τα φαινόμενα της
επιστήμης και της ζωής. Οφειλε, λοιπόν, να γνωρίζει σε βάθος την ιστορία
της κοινωνικής εξέλιξης και τους νόμους που τη διέπουν. Για το σκοπό
αυτό, όλοι οι σπουδαστές, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, στο πλαίσιο του
προγράμματος σπουδών, μελετούσαν Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία και
Ιστορία.
Πέραν αυτών, στα πρώτα έτη, η σωματική αγωγή και τα αθλήματα αποτελούσαν μέρος του υποχρεωτικού προγράμματος.
Το
βασικότερο γνώρισμα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελούσε ο
συνδυασμός της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία. Χωρίς αυτό δεν
νοείται σοσιαλιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Ο Λένιν έγραφε ότι «δεν
μπορεί να φανταστεί κανείς το ιδανικό της μελλοντικής κοινωνίας χωρίς
το συνδυασμό της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία της νέας γενιάς:
Ούτε η εκπαίδευση και η μόρφωση χωρίς παραγωγική εργασία, ούτε η
παραγωγική εργασία χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και μόρφωση θα μπορούσαν
ν' ανέβουν στο ύψος που απαιτεί το σύγχρονο επίπεδο της τεχνικής και η
κατάσταση της επιστημονικής γνώσης».
Καθ' όλη τη διάρκεια των
σπουδών, θεωρία και πράξη αλληλοσυνδέονταν. Κεντρικός άξονας ήταν η
αναγνώριση του ρόλου της εργασίας και της παραγωγής ως αφετηρίας της
επιστήμης και της ανθρώπινης κουλτούρας, ως βάσης της κοινωνικής ζωής.
Πώς,
όμως, γινόταν αυτή η σύνδεση θεωρίας και πράξης; Ας δούμε πώς ήταν
οργανωμένες οι σπουδές ήδη στα 1939. Πέρα από τις διαλέξεις και τα
σεμινάρια, βασικό συστατικό των σπουδών ήταν η εργαστηριακή άσκηση, η
πρακτική εξάσκηση σε χώρους δουλειάς και υπηρεσίες. Τα δύο πρώτα χρόνια
αφιερώνονταν κατά κύριο λόγο σε γενική εκπαίδευση, με διαλέξεις,
σεμινάρια και πρακτικές εργασίες. Τα τελευταία χρόνια, δινόταν έμφαση
στην εξειδίκευση των σπουδών του κάθε φοιτητή. Από το τρίτο έτος και
μετά, μεγάλο μέρος του χρόνου του προγράμματος, περίπου 30 - 40%,
κατανεμόταν στην παραγωγική πρακτική άσκηση, η οποία γινόταν σε
εργαστήρια, νοσοκομεία, εργοστάσια, επιστημονικά ινστιτούτα και κρατικές
υπηρεσίες, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών. Υπήρχε εκπαιδευτική
επίβλεψη κατά τη διάρκεια της άσκησης και συζητιούνταν τα θεωρητικά
ζητήματα που ανέκυπταν από την πρακτική εργασία.
Πέραν αυτών, οι
τελειόφοιτοι έκαναν πρακτική άσκηση σε κάποιο χώρο δουλειάς συναφή με το
αντικείμενο των σπουδών τους. Η άσκηση αυτή διαρκούσε έως και ένα
χρόνο, ανάλογα με την ειδικότητα. Για όλο αυτό το διάστημα, οι
σπουδαστές αμείβονταν κανονικά, ακριβώς όπως και οι μη σπουδαστές
εργαζόμενοι σε αντίστοιχο πόστο.
Το κοινωνικό υπόβαθρο της νέας
σχέσης θεωρίας και πράξης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν
η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η συλλογική διεύθυνση της
παραγωγής.
Στο τέλος των σπουδών τους, οι Σοβιετικοί σπουδαστές
όφειλαν να εκπονήσουν μια διπλωματική εργασία. Κι εδώ, γινόταν
προσπάθεια ώστε το θέμα της εργασίας να αφορά κάποιο συγκεκριμένο
πρόβλημα, η επίλυση του οποίου συνέβαλλε στην εκπλήρωση των στόχων της
σοβιετικής οικονομίας και πολιτικής. Οι σπουδαστές συνέβαλλαν έτσι
έμπρακτα στην αντιμετώπιση και επίλυση υπαρκτών ζητημάτων,
προετοιμαζόμενοι για το ρόλο και τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν μετά
την αποφοίτησή τους. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί
μηχανικοί σχεδίαζαν κτίρια και εγκαταστάσεις που χρειάζονταν να
ανεγερθούν. Οι μηχανολόγοι σχεδίαζαν εργαλεία και μηχανήματα για να
παραχθούν. Στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι διπλωματικές
συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της επιστήμης, καθώς οι σπουδαστές
επεξεργάζονταν πτυχές ζητημάτων που βρίσκονταν στην αιχμή της
επιστημονικής έρευνας.
Κατά τη διαμόρφωση του ωρολογίου
προγράμματος υπήρχε πρόβλεψη ώστε να περισσεύει επαρκής χρόνος τόσο για
τις εργασίες και τις άλλες υποχρεώσεις, όσο και για μια σειρά άλλες
δραστηριότητες με τις οποίες οι σπουδαστές μπορούσαν να ασχοληθούν στον
ελεύθερο χρόνο τους. Αλλωστε, την Κυριακή δεν υπήρχαν εκπαιδευτικές
υποχρεώσεις, ενώ από κάποια φάση και μετά οι σπουδαστές είχαν ακόμα μια
μέρα ελεύθερη.
Στο τέλος του κάθε εξαμήνου υπήρχε περίοδος διακοπών. Το καλοκαίρι για δύο μήνες και τη χειμερινή περίοδο για δύο βδομάδες.
Η φοιτητική μέριμνα στη Σοβιετική Ενωση
Αν
τα όσα είδαμε μέχρι τώρα σηματοδοτούν την ανωτερότητα των σοβιετικών
πανεπιστημίων σε ό,τι αφορά το επίπεδο, την οργάνωση και το περιεχόμενο
των σπουδών, εκεί που πραγματικά είναι να μένει κανείς με το στόμα
ανοιχτό, είναι με τα ζητήματα φοιτητικής μέριμνας και των παροχών στους
Σοβιετικούς σπουδαστές.
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. 'Η, για
την ακρίβεια, από όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα κι όμως τόσο απέχουν
από την πραγματικότητα των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Στη
Σοβιετική Ενωση, όμως, δε θα μπορούσε να είναι έτσι τα πράγματα. Και δεν
ήταν έτσι. Η φοίτηση ήταν απολύτως δωρεάν. Ο Σοβιετικός σπουδαστής δεν
πλήρωνε τίποτε για τα μαθήματα, τα εργαστήρια, τα βιβλία, τα αναλώσιμα,
τα εξέταστρα κ.λπ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών
(ποσοστό πάνω από 80%) έπαιρναν από το σοβιετικό κράτος επίδομα, τέτοιο
ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους χωρίς να επιβαρύνουν τις
οικογένειές τους ούτε με ένα ρούβλι. Το επίδομα αυτό ήταν υψηλότερο κατά
25% για τους αριστούχους και κατά 15% για τους σπουδαστές που στάλθηκαν
από τις επιχειρήσεις και τα κολχόζ. Δηλαδή, ο Σοβιετικός σπουδαστής όχι
απλά δεν πλήρωνε για να σπουδάσει, αλλά πληρωνόταν! Ολα τα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα διέθεταν εστίες και λέσχες, για να καλύπτουν τις
ανάγκες των σπουδαστών τους. Οσοι πήγαιναν να σπουδάσουν σε άλλη πόλη
από αυτή που διέμεναν οι οικογένειές τους, στεγάζονταν σε εστίες,
καταβάλλοντας ως αντίτιμο ένα ποσό που έφτανε έως το 7% του επιδόματος
που λάμβαναν. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε νομοθετική
ρύθμιση με βάση την οποία το ενοίκιο δεν μπορεί να ξεπερνά το 10% του
μηνιαίου εργασιακού εισοδήματος. Αν και ο αριθμός των σπουδαστών
αυξανόταν συνεχώς, τα πλάνα της σχεδιοποιημένης κοινωνικής και
οικονομικής ανάπτυξης μπορούσαν πάντα να καλύπτουν τις ανάγκες για τη
στέγαση των φοιτητών.
Σε ό,τι αφορά τη σίτιση, οι σπουδαστές
απολάμβαναν ειδικές, μειωμένες τιμές στα εστιατόρια καθώς και στους
χώρους εστίασης στις πανεπιστημιουπόλεις.
Ενα άλλο ζήτημα ήταν η
ιατρική μέριμνα, η οποία ήταν πολύ υψηλού επιπέδου και, φυσικά,
παρεχόταν εντελώς δωρεάν. Με την εισαγωγή στις σχολές, γίνονταν πλήρης
ιατρικός έλεγχος και εξετάσεις, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών
παρεχόταν ολοκληρωμένη ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη.
Ακόμα,
οι σπουδαστές είχαν δωρεάν πρόσβαση σε γυμναστήρια, γήπεδα κ.ά., καθώς
και σε πολιτιστικές δραστηριότητες, με εξασφαλισμένο τον απαιτούμενο
εξοπλισμό (μουσικά όργανα κ.λπ.).
Ας τα δούμε όλα αυτά μέσα από το
παράδειγμα του Ινστιτούτου Μηχανικών Ενέργειας στη Μόσχα. Ας έχουμε
υπόψη ότι σε μέγεθος αντιστοιχούσε περίπου σε μια σχολή, με τα δικά μας
δεδομένα. Το Ινστιτούτο αυτό, λοιπόν, στα 1959 είχε στις εγκαταστάσεις
του 16 ξενώνες συνολικής δυναμικότητας 6.000 ατόμων, καταστήματα, χώρους
εστίασης, κλειστή πισίνα, γυμναστήρια, γήπεδα και χώρους για διάφορες
αθλητικές δραστηριότητες, ένα κέντρο προληπτικής ιατρικής, μια
πολυκλινική και ένα κέντρο υγείας δυναμικότητας 250 κλινών. Σήμερα, 55
ολόκληρα χρόνια μετά, για τους περίπου 50.000 σπουδαστές των ΤΕΙ στο
Λεκανοπέδιο δεν υπάρχει ούτε μια εστία...
Κάθε πανεπιστήμιο
διατηρούσε και παρείχε στους σπουδαστές και τους εργαζομένους του
πρόσβαση σε σανατόρια και εξοχικά θέρετρα. Εκατό χιλιάδες περίπου
φοιτητές το χρόνο έκαναν τις διακοπές τους στα διαφόρων ειδών θέρετρα.
Αν, για παράδειγμα, ήμασταν σπουδαστές στη Σοβιετική Ενωση στα τέλη της
δεκαετίας του '70, θα μπορούσαμε να κάνουμε διακοπές σε ένα τέτοιο
θέρετρο για 12 μέρες, με πλήρη διατροφή, πληρώνοντας μόλις 7 ρούβλια.
Πέραν αυτών, υπήρχαν ακόμα καταλύματα και χώροι αναψυχής, όπου οι
σπουδαστές μπορούσαν να περάσουν τη μέρα που είχαν ελεύθερη μέσα στη
βδομάδα.
Με το που τελείωνε τις σπουδές του, κάθε απόφοιτος έκανε
ένα μήνα διακοπές, πληρωμένες από το βιομηχανικό συγκρότημα ή τον
οργανισμό που τον είχε προσλάβει. Σε περίπτωση, δε, που είχε κάνει
οικογένεια, είχαν τα μέλη της δικαίωμα δωρεάν μεταφοράς από τον τόπο
σπουδών στον τόπο όπου θα απασχολούνταν ο απόφοιτος, καθώς και μια
επιδότηση σε μετρητά για τα έξοδα διατροφής.
Πολλοί δυτικοί που
είχαν επισκεφτεί τα σοβιετικά πανεπιστήμια, είχαν εκπλαγεί από το
γεγονός ότι αρκετοί σπουδαστές παντρεύονταν κι έκαναν οικογένεια από
νωρίς, κατά τη διάρκεια ακόμα των σπουδών τους. Αν, όμως, λάβουμε υπόψη
αφενός την ασφάλεια που ένιωθε ο Σοβιετικός σπουδαστής για το παρόν και
το μέλλον του, και αφετέρου τους όρους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες
διαμόρφωνε τη συνείδηση και την προσωπικότητά του και ωρίμαζε, το
γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση.
Υπήρχαν
ειδική μέριμνα και επιπλέον διευκολύνσεις για τα νέα ζευγάρια. Πέραν του
επιδόματος που λάμβαναν ως σπουδαστές, τους χορηγούνταν ένα επιπλέον
βοήθημα, ενώ οι μητέρες είχαν τη δυνατότητα να παρατείνουν τις σπουδές
τους κατά ένα επιπλέον έτος. Ακόμα, υπήρχαν δωρεάν παιδικοί σταθμοί και
νηπιαγωγεία για τα παιδιά των σπουδαστών και του προσωπικού των ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Σύστημα νυχτερινών και δι' αλληλογραφίας σπουδών
Στη
χώρα μας, ο αριθμός των εργαζόμενων σπουδαστών αυξάνεται κάθε χρόνο,
όπως κι ο αριθμός όσων αναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους για
να δουλέψουν. Ενα πιθανό ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπήρχαν και στη
Σοβιετική Ενωση εργαζόμενοι σπουδαστές.
Οπως είδαμε, στην ΕΣΣΔ ο
σπουδαστής δε χρειαζόταν να δουλεύει κατά τη διάρκεια των σπουδών του
για να βγάλει τα προς το ζην και να μπορέσει να σπουδάζει. Ολα όσα του
ήταν αναγκαία του τα παρείχε και με το παραπάνω το σοβιετικό κράτος, κι
έτσι μπορούσε αμέριμνος να αφοσιωθεί στις σπουδές του.
Ομως, από
την άλλη, ήταν χιλιάδες οι εργάτες οι οποίοι και ήθελαν και μπορούσαν να
παρακολουθούν πανεπιστημιακές σπουδές. Κι αυτό γινόταν δυνατό μέσα και
από την εκτεταμένη ανάπτυξη του συστήματος νυχτερινών και δι'
αλληλογραφίας σπουδών.
Η δίψα και η ανάγκη για άνοδο της μόρφωσης
από μεριάς των εργαζομένων από τη μια, και η επικρότηση και καλλιέργεια
αυτής της διάθεσης από μεριάς του εργατικού κράτους από την άλλη,
οδήγησαν ώστε στα 1959 το 45% του συνόλου των σπουδαστών στα σοβιετικά
ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν εργαζόμενοι που σπούδαζαν μέσα από
αυτό το σύστημα.
Η σοβιετική εξουσία επιδείκνυε ιδιαίτερη μέριμνα
για τους σπουδαστές αυτούς, παραχωρώντας τους πολλά προνόμια,
λαμβάνοντας υπόψη και ότι αυτές οι σπουδές είναι πιο δύσκολες από τις
κανονικές. Ετσι, ο χρόνος εργασίας τους ήταν μειωμένος, χωρίς αυτό να
συνεπάγεται και μείωση των αποδοχών τους. Για τα πρώτα χρόνια των
σπουδών τους, έπαιρναν ένα μήνα παραπάνω άδεια το χρόνο, και στα
τελευταία έτη ακόμα 10 μέρες (40 συνολικά). Ανάλογα με το αντικείμενο
σπουδών, έπαιρναν ετήσιες άδειες, για να κάνουν τα εργαστήρια και να
δώσουν εξετάσεις. Για να ολοκληρώσουν τη διπλωματική τους εργασία στο
τέλος των σπουδών τους, έπαιρναν 4 μήνες άδεια. Σε όλες αυτές τις
επιπλέον περιόδους άδειας, πληρώνονταν κανονικά. Ακόμα, τους 10
τελευταίους μήνες πριν τη διπλωματική, έπαιρναν από τη δουλειά ρεπό μια
μέρα τη βδομάδα, την οποία πληρώνονταν μισή.
Η αντιδιαστολή με την
πραγματικότητα που βιώνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές στην
Ελλάδα, που αναγκάζονται να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα, είναι
συντριπτική...
Η εργασιακή τοποθέτηση των αποφοίτων
Ο
μεγαλύτερος ίσως εφιάλτης για τη νεολαία σήμερα είναι η ανεργία, με τα
ποσοστά της να φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Κι αν ακόμα δεν υπήρχε κρίση,
που σήμερα έχει γιγαντώσει το πρόβλημα, ανεργία πάλι θα υπήρχε, καθώς
είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μόνο αν φύγουν από
τη μέση οι καπιταλιστές και το κέρδος τους λύνεται το πρόβλημα.
Η
εμπειρία από τις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό αποδεικνύει
έμπρακτα ποιος είναι ο μόνος τρόπος για την εξάλειψη της ανεργίας. Στην
ΕΣΣΔ, ο εφιάλτης της ανεργίας ήταν άγνωστος. Οι αιτίες της ανεργίας
είχαν ξεριζωθεί από το 1ο κιόλας πεντάχρονο πλάνο, που άρχισε το 1928.
Οι
απόφοιτοι της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης δε χρειαζόταν να ψάξουν
για δουλειά. Η επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης των αποφοίτων
ήταν αποτέλεσμα της προγραμματισμένης οργάνωσης της εκπαίδευσης του
ανώτερα εξειδικευμένου προσωπικού. Το σοβιετικό κράτος εξασφάλιζε στον
κάθε απόφοιτο δουλειά στον τομέα της ειδικότητάς του.
Προηγουμένως
είδαμε πώς μπορούσε να γίνει ο σχεδιασμός. Ας δούμε τώρα πώς έβρισκαν
οι απόφοιτοι δουλειά. Σε κάθε ίδρυμα είχαν συγκροτηθεί ειδικές
επιτροπές, που χειρίζονταν αυτό το ζήτημα. Οι επιτροπές αυτές
αποτελούνταν από εκπροσώπους του υπουργείου για τους τομείς ευθύνης του
οποίου το συγκεκριμένο ίδρυμα εκπαίδευε ειδικούς, και εκπροσώπους του
ίδιου του ιδρύματος, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και αντιπρόσωποι
των σπουδαστών.
Πώς λειτουργούσε αυτό το σύστημα στην πράξη; Τα
υπουργεία και τα διαμερίσματα της χώρας κατέγραφαν τις απαιτήσεις που
υπήρχαν για εξειδικευμένο προσωπικό στις βιομηχανίες, στις υπηρεσίες
κ.λπ. της χώρας και διοχέτευαν τις αντίστοιχες αιτήσεις σε όλα τα
ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κατά κανόνα, ο αριθμός των θέσεων
ξεπερνούσε εκείνο των αποφοίτων. Οι διαθέσιμες θέσεις εξετάζονταν από
τις επιτροπές που αναφέραμε πιο πάνω, οι οποίες καλούσαν τους
τελειόφοιτους για να συζητήσουν για την τοποθέτησή τους στις διαθέσιμες
θέσεις εργασίας. Πριν γίνει αυτό, είχαν μελετηθεί τόσο οι ανάγκες της
μονάδας που προσέφερε την εκάστοτε θέση εργασίας όσο και τα ενδιαφέροντα
και οι δυνατότητες του σπουδαστή. Κανένας πτυχιούχος δεν διοριζόταν
κάπου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Αλλωστε, συνήθως καλούνταν να επιλέξει
μεταξύ διαφόρων θέσεων, έχοντας ενημερωθεί για το χαρακτήρα της
δουλειάς, την αμοιβή, τις συνθήκες ζωής που τον περιμένουν κ.λπ. Σε κάθε
περίπτωση, 6 μήνες πριν αποφοιτήσει, κάθε σπουδαστής γνώριζε τη θέση
στην οποία θα εργαστεί κι είχε έτσι τη δυνατότητα να προετοιμαστεί
κατάλληλα για να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα που θα αναλάμβανε.
Ο
πτυχιούχος δεσμευόταν να εργαστεί τουλάχιστον για τρία χρόνια εκεί που
πρωτοδιορίστηκε μετά την αποφοίτησή του. Αυτό ήταν το καθήκον του
απέναντι στο κράτος που του προσέφερε δωρεάν σπουδές. Το διάστημα αυτό,
δεν μπορούσε να απολυθεί.
Πανεπιστήμια στην υπηρεσία του λαού και της εξουσίας του
Το
κυριότερο που πρέπει να μας μείνει από όσα είδαμε είναι ότι οι
θαυμαστές κατακτήσεις και τα επιτεύγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη
Σοβιετική Ενωση δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που μπορεί να
απελευθερώσει προς όφελος του λαού η εργατική τάξη, παίρνοντας την
εξουσία στα χέρια της. Δείχνουν ταυτόχρονα και το δρόμο που πρέπει να
βαδίσουμε.
Δυο δεκαετίες μετά την αντεπανάσταση, το επίπεδο της
σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης φαντάζει δυσθεώρητο μπροστά στην
κατάσταση των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Είναι πράγματι
συγκλονιστικό να αντιπαραβάλλει κανείς τη σημερινή πραγματικότητα με τις
κατακτήσεις του σοσιαλισμού 30, 40 ή και 80 χρόνια πριν. Πολύ δε
περισσότερο, αν αναλογιστούμε την κατάσταση από την οποία ξεκίνησε η
σοβιετική εξουσία το 1917 και σε τόσο λίγο διάστημα μπόρεσε να πετύχει
τόσα πολλά, σε σύγκριση με τις δυνατότητες που υπάρχουν αν ξεκινήσουμε
από το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης!
Είναι κάτι παραπάνω από
αναμφισβήτητο ότι σήμερα υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε η
επιστήμη και η έρευνα να τεθούν στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών και όχι
των μονοπωλίων. Ο δρόμος που ανοίγει αυτή την προοπτική είναι ένας: Ο
δρόμος της αντεπίθεσης, της ρήξης και της ανατροπής, της χειραφέτησης
από τη γραμμή της ενσωμάτωσης. Είναι ο δρόμος της ενίσχυσης της Λαϊκής
Συμμαχίας. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εργατική εξουσία!
Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ