12 Ιαν 2014

Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα

 Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα

Οι αλκυονίδες ημέρες του σαββατοκύριακου ευνοούν τα εκδρομικά σχέδια, σε πλήρη αντίθεση με τα οικονομικά του κόσμου, που ξεπαραδιάστηκες μες στις γιορτές και κράτησε την τελευταία σταγόνα του δώρου του για τις εκπτώσεις που έρχονται, μήπως και πάρει τίποτα να ξεγελάσει τη φτώχια του. Η κε του μπλοκ προχωρά λοιπόν σε μια ταξιδιάρα ανάρτηση, με φωτογραφικό υλικό από κάποιες πρόσφατες εκδρομικές εμπειρίες της και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα –ενίοτε καλτ αποχρώσεων.
Ξεκινάμε με ένα πρόσφατο ταξίδι στην πάτρα. Όπου αν δεν προλάβεις το εξπρές λεωφορείο από τον κηφισό και πας μέσω αιγίου, βλέπεις εκεί απέναντι από το σταθμό των κτελ τα γραφεία της χρυσής αυγής με την παρακάτω εικόνα.

Φασισμού λίπασμα, οι πρώτοι νεκροί
Δύο πανό, ένα για τα δολοφονημένα μέλη της ναζιστικής οργάνωσης κι ένα άλλο για τους «ζωντανούς μάρτυρες», τους φυλακισμένους αρχηγούς της. Το πρώτο πανό το είδαμε και στα γραφεία των νεοναζί στην πάτρα που στεγάζονται δίπλα ακριβώς από το αστυνομικό τμήμα στη γούναρη, για να κινούνται με μεγαλύτερη ελευθερία και με υψηλή προστασία.
Όποιος περπατήσει στον πεζόδρομο της ρήγα φεραίου, μπορεί να δει και τα γραφεία του τοπικού επαμ, που για να είναι σίγουροι πως θα τους προσέξουν οι περαστικοί, πρόσθεσαν μες στις γιορτές ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι, ένα φωτεινό διακριτικό σήμα, ανάλογο με το κλίμα των ημερών και τη σοβαρότητα του μετώπου και του αρχηγού καζάκη.

Πιο γραφικός… πεθαίνεις, θα πει κανείς.
Όχι ακριβώς. Πιο γραφικός… αλαβάνος, θα έλεγα εγώ. Καθώς το σχέδιο βήτα έχει γεμίσει (στην πάτρα τουλάχιστον) όλες τις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών, που έχουν βάλει λουκέτο, με αυτή την ελπιδοφόρο αφίσα.

Είδες καλέ μου εβε σύμμαχε, πόσο εύκολος κι απλός είναι ο δρόμος προς την ευτυχία και το 2009;
Η τελευταία φωτογραφία είναι από το μνημείο για τα θύματα του ναζιστικού ολοκαυτώματος στα καλάβρυτα. Πρόσφατα μάλιστα (τον περασμένο μήνα για την ακρίβεια) συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από τη φασιστική κτηνωδία, αλλά (αν κατάλαβα καλά) ο επίσκοπος καλαβρύτων(;), αιγιαλείας (;) ή όπως αλλιώς λέγεται, αρνήθηκε να παραβρεθεί στο μνημόσυνο, επιδεικνύοντας σε όλο της το μεγαλείο την χρυσαυγίτικη ψυχή του και τα αγνά ιδεώδη που τη συγκινούν.

Μες την κωμόπολη των καλαβρύτων, μπορούσε κανείς μεταξύ άλλων να υπογράψει στην είσοδο ενός μαγαζιού για την καταβολή των γερμανικών αποζημιώσεων και να μάθει για την ένωση μαρτυρικών πόλεων, όπου συμμετέχουν τα καλάβρυτα ως ιδρυτικό μέλος, μαζί με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το κόβεντρι, η βαρσοβία και το… βόλγογκραντ, που δεν είναι παρά η ρεβιζιονιστική μετονομασία του ηρωικού στάλινγκραντ.
Περνάμε τώρα στο δεύτερο μέρος και τα στιγμιότυπα από μια παλιότερη εκδρομή στο βόλο, την πατρίδα του μικρού κομμάντο. Η πρώτη φωτό είναι έξω από τα κτελ στη θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσει το ταξίδι για το βόλο, με ένα προεκλογικό σύνθημα, που μπορεί να μπει στο πάνθεο των καλτ εκλογικών αυταπατών –άλλο αν τελικά ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης του χώρου, ψήφισε σύριζα χωρίς αυταπάτες.

Να τα βλέπει αυτά ο κύριος μπάμπης και να φρίττει με το ενδεχόμενο μιας –όχι και τόσο πιθανής πάντως- κοινοβουλευτικής παρουσίας ενός πολιτικού φορέα που εκπροσωπεί την παρατρομοκρατία και δεν είναι παρά μια παρατρομοκρατική πολιτική οργάνωση, που συνιστά το νόμιμο τμήμα της παρατρομοκρατίας, όπως την χαρακτήρισε τις προάλλες.
Γι’ αυτό κι εγώ έχω κόψει τις πολλές αναφορές σε… σοβαρές συνιστώσες, κτλ. για να μη θυμίζουν από την ανάποδη τις υπεύθυνες νουθεσίες του κ. μπάμπη στη σοβαρή χρυσή αυγή.
Οι υπόλοιπες φωτογραφίες είναι από την πόλη του βόλου. Όπου εκτός από το εργατικό κέντρο, το παρθεναγωγείο του δελμούζου, τη μορφή του κορδάτου, έχει δώσει πολλά ακόμα. Εκεί μπορεί πχ να δει κανείς την παρακάτω ηρωική οδό

Τα γραφεία ενός συλλόγου με το σημειολογικό αρκτικόλεξο παμε
Ούτε σκληρά, ούτε μαλακά. Όλοι με το ΠΑΜΕ
Και τις βαθιά πολιτικές ανησυχίες του φίλαθλου κόσμου της πόλης για το κατεστημένο και τα κόμματα εξουσίας…

Υπάρχουν κάποια ακόμα καλτ κι ενδιαφέροντα στοιχεία από την εργατούπολη του βόλου ή από το πρώτο ταξίδι και την επίσκεψη στην αγία λαύρα, αλλά θα τα κρατήσουμε κάβα για κάποια επόμενη ταξιδιάρα ανάρτηση..

Ο Τσε Γκεβάρα για την ατομική τρομοκρατία

 Ο Τσε Γκεβάρα για την ατομική τρομοκρατία

 

Η ασυμβατότητα της γκεβαρικής σκέψης, με το λεγόμενο "αντάρτικο πόλης"

 
 
 
Ένα χαρακτηριστικό των λεγόμενων οργανώσεων «αντάρτικου πόλης», που έδρασαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Ευρώπη, ήταν οι – άμεσες η έμμεσες – αναφορές τους στον Τσε Γκεβάρα. Οργανώσεις όπως οι ιταλικές «Ερυθρές Ταξιαρχίες» (Brigade Rosse) και η γερμανική «Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) Μπάαντερ-Μάινχοφ» ιδρύθηκαν στην αυγή της δεκαετίας του 1970, εν μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο Βιετνάμ, δύο χρόνια μετά το γαλλικό Μάη του ’68 και τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Τσε στη Βολιβία. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα, εμφανίζεται η επονομαζόμενη Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», σε γιάφκα της οποίας μάλιστα, δίπλα από ρουκέτες και λοιπό οπλισμό, φιγουράριζε η διάσημη φωτογραφία του Τσε, η guerrillero heroico.

Οι παραπάνω οργανώσεις επιχείρησαν να ενσωματώσουν στη δράση τους ένα κομβικό σημείο της γκεβαρικής αντίληψης του ανταρτοπολέμου: το λεγόμενο “foco” (foquismo) [1], την προσπάθεια δηλαδή δημιουργίας πολλαπλών, διάσπαρτων εστιών «πολέμου», αιφνιδιάζοντας, χτυπώντας γρήγορα και φεύγοντας. Σύμφωνα με τη θεωρία του «φοκίσμο», από την ύπαρξη ενός δυνατού πυρήνα μπορούν να δημιουργηθούν πολυάριθμες εστίες αντάρτικου οι οποίες, εάν εξαπλωθούν, δύναται να κερδίσουν τον αντίπαλο τακτικό στρατό. Πράγματι, αν δούμε το ιστορικό των «χτυπημάτων» τόσο του γερμανικού «RAF», των ιταλικών «Ερυθρών Ταξιαρχιών» όσο και της «17 Νοέμβρη» αντιλαμβανόμαστε την προσπάθεια δημιουργίας ταχύτατων, αιφνιδιαστικών χτυπημάτων (δολοφονιών, βομβιστικών επιθέσεων, κλπ.) σε διάσπαρτα σημεία των αστικών κέντρων που οι οργανώσεις αυτές έδρασαν. Η πραγματική, όμως, θεωρία του γκεβαρικού ανταρτοπολέμου με τη δράση των ομάδων αυτών εμπεριέχει σημαντικότατες διαφορές. Αυτές μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

1. Η θεωρία του ανταρτοπολέμου που ανέπτυξε ο Γκεβάρα είχε ως πεδίο δράσης την ύπαιθρο, τις αγροτικές περιοχές. Ασφαλώς, έχουμε πάντα κατα νου ότι η θεωρία του γκεβαρικού ανταρτοπολέμου βασίστηκε στις συνθήκες που υπήρχαν στην Κούβα τη δεκαετίας του ’50. «Η κατάσταση δεν είναι τόσο δύσκολη στην ύπαιθρο, όπου οι κάτοικοι μπορούν να έχουν την υποστήριξη του ένοπλου αντάρτικου και σε μέρη όπου οι δυνάμεις καταστολής δεν μπορούν να φτάσουν» αναφέρει ο Τσε στο πρώτο κεφάλαιο του «Ανταρτοπολέμου» [2]. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης, λοιπόν, μετέφεραν την ένοπλη πάλη στα αστικά κέντρα, στην καρδιά δηλαδή του αστικού κράτους, εκεί όπου οι μηχανισμοί του κράτους ήταν πανίσχυροι. Ακόμη και αν δεχθούμε το – ούτως η άλλως αναμφίβολο – γεγονός ότι η Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του ’70 έχει ουσιαστικές διαφορές απ’ την Κούβα του ’50 η του ’60, ποιές αντικειμενικές συνθήκες επέβαλλαν την έναρξη της ένοπλης πάλης στο Αμβούργο, τη Φρανκφούρτη ή τη Ρώμη, όπου συγκεντρώνονταν όλη η ισχύς της τότε δυτικογερμανικής και ιταλικής αστικής τάξης και των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων τους; Το λεγόμενο αντάρτικο πόλης, λοιπόν, σε περίοδο που δεν υπάρχουν οι κατάλληλες επαναστατικές συνθήκες, αποτελεί ουσιαστική παρέκκλιση (αν όχι και βάναυση διαστρέβλωση) απ’ τη γκεβαρική μέθοδο του ανταρτοπολέμου.

2. Ο ανταρτοπόλεμος για τον Τσε, για να έχει πιθανότητες επιτυχούς έκβασης, είχε μια βασική προϋπόθεση: να βασίζεται και να προσβλέπει στη λαϊκή στήριξη. Γράφει σχετικά ο Τσε στον πρόλογο του «Ανταρτοπολέμου»: «Έχει σημασία να τονίσουμε ότιο αντάρτικος αγώνας πάλη των μαζών, είναι πάλη του λαού: το αντάρτικο, σαν ένοπλος πυρήνας, είναι η αγωνιστική πρωτοπορία του λαού, η μεγάλη του δύναμη έχει τις ρίζες της στις μάζες του πληθυσμού. Δεν πρέπει να θεωρούμε το αντάρτικο κατώτερο αριθμητικά του στρατού ενάντια στον οποίο μάχεται, ακόμη και αν διαθέτει μικρότερη δύναμη πυρός. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να καταφεύγει κανείς στον ανταρτοπόλεμο όταν έχει μαζί του έναν πολυπληθή πυρήνα έστω και αν διαθέτει έναν πολύ μικρότερο αριθμό όπλων για να αμυνθεί απέναντι στην καταπίεση» [3]. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης που γνωρίσαμε στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες ίσως να ήθελαν να πιστεύουν ότι αποτελούσαν την αγωνιστική πρωτοπορία του λαού – όμως δεν ήταν. Αντιθέτως, οι οργανώσεις αυτές αυτοπροσδοιορίζονταν ως«αγωνιστική πρωτοπορία», παίρνοντας τα όπλα ερήμην του μαζικού εργατικού-λαϊκού κινήματος. Πολεμούσαν στο «όνομα του λαού» ενώ αποτελούνταν (όπως αποδείχθηκε) από σχετικά μικρούς πυρήνες συνωμοτικά δρώντων ομάδων. «Και το επαναστατικό Κίνημα της 26ης Ιούλη στην Κούβα δεν ήταν πολυάριθμο» ίσως αντιτείνει κάποιος. Ναι, αλλά ταυτόχρονα με τη δράση των ανταρτών στην κουβανική ύπαιθρο, στελέχη του Κινήματος δρούσαν ταυτόχρονα στα αστικά κέντρα (Αβάνα, Σαντιάγκο), στρατολογούσαν νέους, οργάνωναν μαζικές απεργίες ενάντια στο καθεστώς, έχτιζαν ολόκληρο δίκτυο λαϊκής υποστήριξης στον αντάρτικο αγώνα [4]
 
3. Η αντίληψη του Τσε Γκεβάρα για τη μορφή της επανάστασης, βασίζεται στη λενινιστική προσέγγιση για την αναγκαιότητα μαζικής, οργανωμένης λαϊκής πάλης. Όπως ο Λένιν, έτσι και ο Γκεβάρα ήταν αντίθετος με την ατομική τρομοκρατία, με τις μεμονωμένες δηλαδή βίαιες τρομοκρατικές πράξεις. Να τι έγραφε ο ίδιος ο Τσε για την ατομική τρομοκρατία, την οποία αναγάγουν σε «επαναστατικό αγώνα» διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι «επαναστάτες»:

«Η δολοφονία και ο τυφλός τερορισμός (τρομοκρατία) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται.Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να εντυπώνεται το επαναστατικό ιδανικό, και να το κάνει να ωριμάσει για να μπορούν, στη δοσμένη στιγμή, να κινητοποιήσουν αυτές τις μάζες υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό και να κάνουν να κλίνει η πλάστιγγα προς την πλευρά της Επανάστασης» [5].

Ποιό «επαναστατικό ιδανικό» άραγε αποτύπωσαν στη λαϊκή σκέψη οι ευρωπαϊκές οργανώσεις αντάρτικου πόλεων; Ποιά σχέση υπήρχε ανάμεσα στις μάζες και σε ομάδες τύπου «Μπάαντερ-Μάϊνχοφ» ή «17 Νοέμβρη»; Σε τι χρησίμευσαν οι δολοφονίες κατώτερων ιεραρχικά στελεχών ξένων μυστικών υπηρεσιών η πρεσβειών, αστυνομικών οργάνων ή μεμονωμένων επιχειρηματιών;
Η τρομοκρατία που δε βασίζεται στη λαϊκή υποστήριξη και που έχει ατομικά χαρακτηριστικά, ξεκομμένα απ’ τη μαζική-εργατική πάλη των μαζών έχει αρνητικά αποτελέσματα. Να τι έγραφε ο Τσε επ’ αυτού:

«Είμαστε ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η τρομοκρατία είναι ένα αρνητικό όπλο, που δεν προσφέρει απολύτως ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα κι ότι μπορεί να απομακρύνει το λαό από ένα επαναστατικό κίνημα, αφού συνδέεται ολοκληρωτικά με αυτούς που επιδιώκουν ανθρώπινες απώλειες χωρίς προοπτική για τα προσδοκώμενα αποτελέσματα» [6].
 
Συμπέρασμα.
 
Μεταξύ της «τρομοκρατίας» που ασκείται ενάντια στο αστικό κατεστημένο και τους ιμπεριαλιστές από μια μαζική επανάσταση με λαϊκά χαρακτηριστικά και της ατομικής τρομοκρατίας μεμονωμένων ομάδων αντάρτικου πόλης υψώνεται ένα μεγάλο τείχος. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις πάλης. Ο Λένιν το θέτει στη σωστή του βάση: «(…) οι μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας, σαν επαναστατική τακτική, είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη (…)» [7]. Ο ανταρτοπόλεμος, λοιπόν, δεν είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να συγχέεται με την ατομική τρομοκρατία και την τακτική των μεμονωμένων δολοφονιών που εφάρμοσε το λεγόμενο«αντάρτικο πόλης». Αντιθέτως, ο ανταρτοπόλεμος είναι η προμετωπίδα του πολιτικού αγώνα, σε μια δοσμένη χρονική περίοδο μεγάλης όξυνσης της ταξικής αντιπαράθεσης που δημιουργεί επαναστατικές συνθήκες. Γράφει επ’ αυτού ο Γκεβάρα: «Γιατί αγωνίζεται ο αντάρτης: Πρέπει να καταλήξουμε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως ο αντάρτης είναι ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, που παίρνει τα όπλα ανταποκρινόμενος στην οργισμένη διαμαρτυρία του λαού ενάντια στους καταπιεστές του και αγωνίζεται να αλλάξει το κοινωνικό καθεστώς που κρατάει τα άοπλα αδέλφια του μέσα στον εξευτελισμό και τη μιζέρια. Ξεσηκώνεται ενάντια στις συγκεκριμένες συνθήκες των θεσμοθετημένων δομών που κυριαρχούν κάποια δεδομένη στιγμή, και καταγίνεται, με όσες δυνάμεις του επιτρέπουν οι περιστάσεις, να σπάσει τα πλαίσια αυτών των θεσμοθετημένων δομών» [8].
Η Ιστορία μας διδάσκει ότι χωρίς πολιτική πρωτοπορία που ζυμώνεται μέσα στις μάζες, στο λαϊκό κίνημα, δε μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αντάρτικος αγώνας και επανάσταση. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης που γνωρίσαμε τις τρείς τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα – όντας απομονωμένες απ’ το μαζικό-λαϊκό εργατικό κίνημα λειτούργησαν ως λιπαντικό στα γρανάζια της αστικής αυταρχικότητας, δυσφήμισαν την επαναστατική δράση στις λαϊκές συνειδήσεις και κατέληξαν στην αναπόφευκτη αποτυχία. Η δε προσπάθεια τους να οικειοποιηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, αλλά και τον ίδιο τον Τσε ως επαναστατικό σύμβολο, δε μπορεί παρά να εκληφθεί ως ύβρις, πράξη προσβλητική απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα.
 
Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, Γενάρης 2014.
 
Υποσημειώσεις:[1] Ο όρος “foquismo” (φοκίσμο) αναπτύχθηκε απ΄ τον γάλλο διανοούμενο Ρεζί Ντεμπρέ και βασίστηκε στα γραπτά του Τσε στο βιβλίο “Ο Ανταρτοπόλεμος” αλλά και στην εμπειρία του ίδιου του Ντεμπρέ στο αντάρτικο της Βολιβίας (1966-67).[2] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982 και στο Τσε Γκεβάρα: Η ουσία του αντάρτικου αγώνα (“Ο Ανταρτοπόλεμος”, Πρώτο Κεφάλαιο).[3] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος»,, εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982 και στο Τσε Γκεβάρα: Η ουσία του αντάρτικου αγώνα (“Ο Ανταρτοπόλεμος”, Πρώτο Κεφάλαιο)[4] Ο αντάρτικος αγώνας στην Κούβα δεν ήταν ξεκομμένος απ’ την πολιτική δράση μέσα στο λαό. Το Κίνημα της 26ης Ιούλη του Φιντέλ Κάστρο συνεργάζονταν με άλλες οργανώσεις όπως το λεγόμενο “Επαναστατικό Διευθυντήριο” αλλά και το “Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα”.[5] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», Αθήνα, 1982, σελ. 118-119.[6] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», Αθήνα, 1982, σελ. 127.[7] Β.Ι.Λένιν, Απαντα, τ. 40, σελ. 312.[8] Βλέπε υποσημειώσεις [2] και [3].
 
 

Τι σήμαινε να είσαι σπουδαστής στην ΕΣΣΔ

 Τι σήμαινε να είσαι σπουδαστής στην ΕΣΣΔ


Ενα διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού που συνέταξε ο Λένιν και εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου του 1918, διακήρυξε την αναδιοργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε σοσιαλιστική βάση. Το διάταγμα αυτό ήταν μια επανάσταση για την Παιδεία. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, οι πόρτες των πανεπιστημίων άνοιγαν για τον εργαζόμενο λαό. Καταργήθηκαν τα δίδακτρα, όπως και όλα τα προνόμια για τις πρώην εύπορες τάξεις, καθώς και όλοι οι εθνικοί περιορισμοί. Οι γυναίκες απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες για ανώτατη μόρφωση.
Ο σοσιαλισμός, δίνοντας μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, δημιούργησε μαζική ζήτηση για εκπαίδευση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ ήταν αλματώδεις, κάτι που συνεισέφερε αποφασιστικά στο να ξεπεραστεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης η σημαντική επιστημονική και οικονομική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ σε σχέση με τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Ηδη το 1938 φοιτούσαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΕΣΣΔ περισσότεροι φοιτητές απ' ό,τι σε Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία μαζί! Αυτά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα ήταν απόρροια της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος σε μια ενιαία κλίμακα, από τον παιδικό σταθμό μέχρι το πανεπιστήμιο. Τι ήταν, όμως, αυτό που απελευθέρωσε όλες αυτές τις δυνάμεις; Στην ΕΣΣΔ, τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνική ιδιοκτησία, δεν ανήκαν σε μια χούφτα κηφήνες, όπως συμβαίνει στις καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτή τη βάση έγινε δυνατό να τεθεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και συνολικά της οικονομίας υπό κεντρικό, πανεθνικό σχεδιασμό. Η εργατική τάξη, μέσα από τα όργανα της εξουσίας της, είχε τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας.
Αίθουσα - γήπεδο χάντμπολ στο εσωτερικό του κεντρικού κτιρίου του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας
Από το 1928 επιχειρήθηκε ο σχεδιασμός της ανάπτυξης της επιστήμης στη βάση των αναγκών της κοινωνίας, μέσα από τα πενταετή πλάνα του κεντρικού σχεδιασμού. Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που τέθηκε το ζήτημα της προγραμματισμένης, κατευθυνόμενης ανάπτυξης της επιστημονικής έρευνας, με στόχο την κάλυψη των διευρυνόμενων αναγκών ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Οι σπουδές στα σοβιετικά πανεπιστήμια

Με δεδομένα όσα ήδη είπαμε για το χαρακτήρα και την αποστολή της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει κανενός είδους κατηγοριοποίηση μεταξύ των ιδρυμάτων και συνακόλουθα κανένας διαχωρισμός μεταξύ των αποφοίτων.
Η διάρκεια σπουδών κυμαινόταν από 4 έως 6 χρόνια, ανάλογα με το αντικείμενο. Σε κάθε εξάμηνο ο σπουδαστής διδασκόταν 5 - 6 μαθήματα. Η παρακολούθηση των μαθημάτων και η εκτέλεση των εργασιών στο σπίτι ήταν υποχρεωτικές. Τα προγράμματα σπουδών στόχευαν στο συνδυασμό μιας ευρύτερης, γενικής, πολυτεχνικής παιδείας και επιστημονικής μόρφωσης και της σε βάθος γνώσης ενός συγκεκριμένου πεδίου της εκάστοτε επιστήμης. Στόχος ήταν να παρέχουν υψηλού επιπέδου ειδίκευση, ενώ δινόταν έμφαση στην εκπαίδευση των σπουδαστών στην ερευνητική δραστηριότητα.
Ενα από τα βασικά γνωρίσματα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης απέρρεε άμεσα από το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της. Για να μπορεί να θέτει αποτελεσματικά τις γνώσεις του στην υπηρεσία της κοινωνίας μέσα από τη δουλειά του και να συμβάλλει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ο Σοβιετικός επιστήμονας δε θα μπορούσε παρά να προσεγγίζει από κοινωνική σκοπιά όλα τα φαινόμενα της επιστήμης και της ζωής. Οφειλε, λοιπόν, να γνωρίζει σε βάθος την ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης και τους νόμους που τη διέπουν. Για το σκοπό αυτό, όλοι οι σπουδαστές, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών, μελετούσαν Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία και Ιστορία.
Πέραν αυτών, στα πρώτα έτη, η σωματική αγωγή και τα αθλήματα αποτελούσαν μέρος του υποχρεωτικού προγράμματος.
Το βασικότερο γνώρισμα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελούσε ο συνδυασμός της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία. Χωρίς αυτό δεν νοείται σοσιαλιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Ο Λένιν έγραφε ότι «δεν μπορεί να φανταστεί κανείς το ιδανικό της μελλοντικής κοινωνίας χωρίς το συνδυασμό της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία της νέας γενιάς: Ούτε η εκπαίδευση και η μόρφωση χωρίς παραγωγική εργασία, ούτε η παραγωγική εργασία χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και μόρφωση θα μπορούσαν ν' ανέβουν στο ύψος που απαιτεί το σύγχρονο επίπεδο της τεχνικής και η κατάσταση της επιστημονικής γνώσης».
Καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών, θεωρία και πράξη αλληλοσυνδέονταν. Κεντρικός άξονας ήταν η αναγνώριση του ρόλου της εργασίας και της παραγωγής ως αφετηρίας της επιστήμης και της ανθρώπινης κουλτούρας, ως βάσης της κοινωνικής ζωής.
Πώς, όμως, γινόταν αυτή η σύνδεση θεωρίας και πράξης; Ας δούμε πώς ήταν οργανωμένες οι σπουδές ήδη στα 1939. Πέρα από τις διαλέξεις και τα σεμινάρια, βασικό συστατικό των σπουδών ήταν η εργαστηριακή άσκηση, η πρακτική εξάσκηση σε χώρους δουλειάς και υπηρεσίες. Τα δύο πρώτα χρόνια αφιερώνονταν κατά κύριο λόγο σε γενική εκπαίδευση, με διαλέξεις, σεμινάρια και πρακτικές εργασίες. Τα τελευταία χρόνια, δινόταν έμφαση στην εξειδίκευση των σπουδών του κάθε φοιτητή. Από το τρίτο έτος και μετά, μεγάλο μέρος του χρόνου του προγράμματος, περίπου 30 - 40%, κατανεμόταν στην παραγωγική πρακτική άσκηση, η οποία γινόταν σε εργαστήρια, νοσοκομεία, εργοστάσια, επιστημονικά ινστιτούτα και κρατικές υπηρεσίες, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών. Υπήρχε εκπαιδευτική επίβλεψη κατά τη διάρκεια της άσκησης και συζητιούνταν τα θεωρητικά ζητήματα που ανέκυπταν από την πρακτική εργασία.
Πέραν αυτών, οι τελειόφοιτοι έκαναν πρακτική άσκηση σε κάποιο χώρο δουλειάς συναφή με το αντικείμενο των σπουδών τους. Η άσκηση αυτή διαρκούσε έως και ένα χρόνο, ανάλογα με την ειδικότητα. Για όλο αυτό το διάστημα, οι σπουδαστές αμείβονταν κανονικά, ακριβώς όπως και οι μη σπουδαστές εργαζόμενοι σε αντίστοιχο πόστο.
Το κοινωνικό υπόβαθρο της νέας σχέσης θεωρίας και πράξης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η συλλογική διεύθυνση της παραγωγής.
Στο τέλος των σπουδών τους, οι Σοβιετικοί σπουδαστές όφειλαν να εκπονήσουν μια διπλωματική εργασία. Κι εδώ, γινόταν προσπάθεια ώστε το θέμα της εργασίας να αφορά κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, η επίλυση του οποίου συνέβαλλε στην εκπλήρωση των στόχων της σοβιετικής οικονομίας και πολιτικής. Οι σπουδαστές συνέβαλλαν έτσι έμπρακτα στην αντιμετώπιση και επίλυση υπαρκτών ζητημάτων, προετοιμαζόμενοι για το ρόλο και τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν μετά την αποφοίτησή τους. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί σχεδίαζαν κτίρια και εγκαταστάσεις που χρειάζονταν να ανεγερθούν. Οι μηχανολόγοι σχεδίαζαν εργαλεία και μηχανήματα για να παραχθούν. Στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι διπλωματικές συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της επιστήμης, καθώς οι σπουδαστές επεξεργάζονταν πτυχές ζητημάτων που βρίσκονταν στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας.
Κατά τη διαμόρφωση του ωρολογίου προγράμματος υπήρχε πρόβλεψη ώστε να περισσεύει επαρκής χρόνος τόσο για τις εργασίες και τις άλλες υποχρεώσεις, όσο και για μια σειρά άλλες δραστηριότητες με τις οποίες οι σπουδαστές μπορούσαν να ασχοληθούν στον ελεύθερο χρόνο τους. Αλλωστε, την Κυριακή δεν υπήρχαν εκπαιδευτικές υποχρεώσεις, ενώ από κάποια φάση και μετά οι σπουδαστές είχαν ακόμα μια μέρα ελεύθερη.
Στο τέλος του κάθε εξαμήνου υπήρχε περίοδος διακοπών. Το καλοκαίρι για δύο μήνες και τη χειμερινή περίοδο για δύο βδομάδες.

Η φοιτητική μέριμνα στη Σοβιετική Ενωση

Αν τα όσα είδαμε μέχρι τώρα σηματοδοτούν την ανωτερότητα των σοβιετικών πανεπιστημίων σε ό,τι αφορά το επίπεδο, την οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών, εκεί που πραγματικά είναι να μένει κανείς με το στόμα ανοιχτό, είναι με τα ζητήματα φοιτητικής μέριμνας και των παροχών στους Σοβιετικούς σπουδαστές.
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. 'Η, για την ακρίβεια, από όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα κι όμως τόσο απέχουν από την πραγματικότητα των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Στη Σοβιετική Ενωση, όμως, δε θα μπορούσε να είναι έτσι τα πράγματα. Και δεν ήταν έτσι. Η φοίτηση ήταν απολύτως δωρεάν. Ο Σοβιετικός σπουδαστής δεν πλήρωνε τίποτε για τα μαθήματα, τα εργαστήρια, τα βιβλία, τα αναλώσιμα, τα εξέταστρα κ.λπ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών (ποσοστό πάνω από 80%) έπαιρναν από το σοβιετικό κράτος επίδομα, τέτοιο ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους χωρίς να επιβαρύνουν τις οικογένειές τους ούτε με ένα ρούβλι. Το επίδομα αυτό ήταν υψηλότερο κατά 25% για τους αριστούχους και κατά 15% για τους σπουδαστές που στάλθηκαν από τις επιχειρήσεις και τα κολχόζ. Δηλαδή, ο Σοβιετικός σπουδαστής όχι απλά δεν πλήρωνε για να σπουδάσει, αλλά πληρωνόταν! Ολα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα διέθεταν εστίες και λέσχες, για να καλύπτουν τις ανάγκες των σπουδαστών τους. Οσοι πήγαιναν να σπουδάσουν σε άλλη πόλη από αυτή που διέμεναν οι οικογένειές τους, στεγάζονταν σε εστίες, καταβάλλοντας ως αντίτιμο ένα ποσό που έφτανε έως το 7% του επιδόματος που λάμβαναν. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε νομοθετική ρύθμιση με βάση την οποία το ενοίκιο δεν μπορεί να ξεπερνά το 10% του μηνιαίου εργασιακού εισοδήματος. Αν και ο αριθμός των σπουδαστών αυξανόταν συνεχώς, τα πλάνα της σχεδιοποιημένης κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μπορούσαν πάντα να καλύπτουν τις ανάγκες για τη στέγαση των φοιτητών.
Σε ό,τι αφορά τη σίτιση, οι σπουδαστές απολάμβαναν ειδικές, μειωμένες τιμές στα εστιατόρια καθώς και στους χώρους εστίασης στις πανεπιστημιουπόλεις.
Ενα άλλο ζήτημα ήταν η ιατρική μέριμνα, η οποία ήταν πολύ υψηλού επιπέδου και, φυσικά, παρεχόταν εντελώς δωρεάν. Με την εισαγωγή στις σχολές, γίνονταν πλήρης ιατρικός έλεγχος και εξετάσεις, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών παρεχόταν ολοκληρωμένη ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη.
Ακόμα, οι σπουδαστές είχαν δωρεάν πρόσβαση σε γυμναστήρια, γήπεδα κ.ά., καθώς και σε πολιτιστικές δραστηριότητες, με εξασφαλισμένο τον απαιτούμενο εξοπλισμό (μουσικά όργανα κ.λπ.).
Ας τα δούμε όλα αυτά μέσα από το παράδειγμα του Ινστιτούτου Μηχανικών Ενέργειας στη Μόσχα. Ας έχουμε υπόψη ότι σε μέγεθος αντιστοιχούσε περίπου σε μια σχολή, με τα δικά μας δεδομένα. Το Ινστιτούτο αυτό, λοιπόν, στα 1959 είχε στις εγκαταστάσεις του 16 ξενώνες συνολικής δυναμικότητας 6.000 ατόμων, καταστήματα, χώρους εστίασης, κλειστή πισίνα, γυμναστήρια, γήπεδα και χώρους για διάφορες αθλητικές δραστηριότητες, ένα κέντρο προληπτικής ιατρικής, μια πολυκλινική και ένα κέντρο υγείας δυναμικότητας 250 κλινών. Σήμερα, 55 ολόκληρα χρόνια μετά, για τους περίπου 50.000 σπουδαστές των ΤΕΙ στο Λεκανοπέδιο δεν υπάρχει ούτε μια εστία...
Κάθε πανεπιστήμιο διατηρούσε και παρείχε στους σπουδαστές και τους εργαζομένους του πρόσβαση σε σανατόρια και εξοχικά θέρετρα. Εκατό χιλιάδες περίπου φοιτητές το χρόνο έκαναν τις διακοπές τους στα διαφόρων ειδών θέρετρα. Αν, για παράδειγμα, ήμασταν σπουδαστές στη Σοβιετική Ενωση στα τέλη της δεκαετίας του '70, θα μπορούσαμε να κάνουμε διακοπές σε ένα τέτοιο θέρετρο για 12 μέρες, με πλήρη διατροφή, πληρώνοντας μόλις 7 ρούβλια. Πέραν αυτών, υπήρχαν ακόμα καταλύματα και χώροι αναψυχής, όπου οι σπουδαστές μπορούσαν να περάσουν τη μέρα που είχαν ελεύθερη μέσα στη βδομάδα.
Με το που τελείωνε τις σπουδές του, κάθε απόφοιτος έκανε ένα μήνα διακοπές, πληρωμένες από το βιομηχανικό συγκρότημα ή τον οργανισμό που τον είχε προσλάβει. Σε περίπτωση, δε, που είχε κάνει οικογένεια, είχαν τα μέλη της δικαίωμα δωρεάν μεταφοράς από τον τόπο σπουδών στον τόπο όπου θα απασχολούνταν ο απόφοιτος, καθώς και μια επιδότηση σε μετρητά για τα έξοδα διατροφής.
Πολλοί δυτικοί που είχαν επισκεφτεί τα σοβιετικά πανεπιστήμια, είχαν εκπλαγεί από το γεγονός ότι αρκετοί σπουδαστές παντρεύονταν κι έκαναν οικογένεια από νωρίς, κατά τη διάρκεια ακόμα των σπουδών τους. Αν, όμως, λάβουμε υπόψη αφενός την ασφάλεια που ένιωθε ο Σοβιετικός σπουδαστής για το παρόν και το μέλλον του, και αφετέρου τους όρους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμόρφωνε τη συνείδηση και την προσωπικότητά του και ωρίμαζε, το γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση.
Υπήρχαν ειδική μέριμνα και επιπλέον διευκολύνσεις για τα νέα ζευγάρια. Πέραν του επιδόματος που λάμβαναν ως σπουδαστές, τους χορηγούνταν ένα επιπλέον βοήθημα, ενώ οι μητέρες είχαν τη δυνατότητα να παρατείνουν τις σπουδές τους κατά ένα επιπλέον έτος. Ακόμα, υπήρχαν δωρεάν παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία για τα παιδιά των σπουδαστών και του προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Σύστημα νυχτερινών και δι' αλληλογραφίας σπουδών

Στη χώρα μας, ο αριθμός των εργαζόμενων σπουδαστών αυξάνεται κάθε χρόνο, όπως κι ο αριθμός όσων αναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους για να δουλέψουν. Ενα πιθανό ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπήρχαν και στη Σοβιετική Ενωση εργαζόμενοι σπουδαστές.
Οπως είδαμε, στην ΕΣΣΔ ο σπουδαστής δε χρειαζόταν να δουλεύει κατά τη διάρκεια των σπουδών του για να βγάλει τα προς το ζην και να μπορέσει να σπουδάζει. Ολα όσα του ήταν αναγκαία του τα παρείχε και με το παραπάνω το σοβιετικό κράτος, κι έτσι μπορούσε αμέριμνος να αφοσιωθεί στις σπουδές του.
Ομως, από την άλλη, ήταν χιλιάδες οι εργάτες οι οποίοι και ήθελαν και μπορούσαν να παρακολουθούν πανεπιστημιακές σπουδές. Κι αυτό γινόταν δυνατό μέσα και από την εκτεταμένη ανάπτυξη του συστήματος νυχτερινών και δι' αλληλογραφίας σπουδών.
Η δίψα και η ανάγκη για άνοδο της μόρφωσης από μεριάς των εργαζομένων από τη μια, και η επικρότηση και καλλιέργεια αυτής της διάθεσης από μεριάς του εργατικού κράτους από την άλλη, οδήγησαν ώστε στα 1959 το 45% του συνόλου των σπουδαστών στα σοβιετικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν εργαζόμενοι που σπούδαζαν μέσα από αυτό το σύστημα.
Η σοβιετική εξουσία επιδείκνυε ιδιαίτερη μέριμνα για τους σπουδαστές αυτούς, παραχωρώντας τους πολλά προνόμια, λαμβάνοντας υπόψη και ότι αυτές οι σπουδές είναι πιο δύσκολες από τις κανονικές. Ετσι, ο χρόνος εργασίας τους ήταν μειωμένος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και μείωση των αποδοχών τους. Για τα πρώτα χρόνια των σπουδών τους, έπαιρναν ένα μήνα παραπάνω άδεια το χρόνο, και στα τελευταία έτη ακόμα 10 μέρες (40 συνολικά). Ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών, έπαιρναν ετήσιες άδειες, για να κάνουν τα εργαστήρια και να δώσουν εξετάσεις. Για να ολοκληρώσουν τη διπλωματική τους εργασία στο τέλος των σπουδών τους, έπαιρναν 4 μήνες άδεια. Σε όλες αυτές τις επιπλέον περιόδους άδειας, πληρώνονταν κανονικά. Ακόμα, τους 10 τελευταίους μήνες πριν τη διπλωματική, έπαιρναν από τη δουλειά ρεπό μια μέρα τη βδομάδα, την οποία πληρώνονταν μισή.
Η αντιδιαστολή με την πραγματικότητα που βιώνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές στην Ελλάδα, που αναγκάζονται να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα, είναι συντριπτική...

Η εργασιακή τοποθέτηση των αποφοίτων

Ο μεγαλύτερος ίσως εφιάλτης για τη νεολαία σήμερα είναι η ανεργία, με τα ποσοστά της να φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Κι αν ακόμα δεν υπήρχε κρίση, που σήμερα έχει γιγαντώσει το πρόβλημα, ανεργία πάλι θα υπήρχε, καθώς είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μόνο αν φύγουν από τη μέση οι καπιταλιστές και το κέρδος τους λύνεται το πρόβλημα.
Η εμπειρία από τις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό αποδεικνύει έμπρακτα ποιος είναι ο μόνος τρόπος για την εξάλειψη της ανεργίας. Στην ΕΣΣΔ, ο εφιάλτης της ανεργίας ήταν άγνωστος. Οι αιτίες της ανεργίας είχαν ξεριζωθεί από το 1ο κιόλας πεντάχρονο πλάνο, που άρχισε το 1928.
Οι απόφοιτοι της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης δε χρειαζόταν να ψάξουν για δουλειά. Η επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης των αποφοίτων ήταν αποτέλεσμα της προγραμματισμένης οργάνωσης της εκπαίδευσης του ανώτερα εξειδικευμένου προσωπικού. Το σοβιετικό κράτος εξασφάλιζε στον κάθε απόφοιτο δουλειά στον τομέα της ειδικότητάς του.
Προηγουμένως είδαμε πώς μπορούσε να γίνει ο σχεδιασμός. Ας δούμε τώρα πώς έβρισκαν οι απόφοιτοι δουλειά. Σε κάθε ίδρυμα είχαν συγκροτηθεί ειδικές επιτροπές, που χειρίζονταν αυτό το ζήτημα. Οι επιτροπές αυτές αποτελούνταν από εκπροσώπους του υπουργείου για τους τομείς ευθύνης του οποίου το συγκεκριμένο ίδρυμα εκπαίδευε ειδικούς, και εκπροσώπους του ίδιου του ιδρύματος, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και αντιπρόσωποι των σπουδαστών.
Πώς λειτουργούσε αυτό το σύστημα στην πράξη; Τα υπουργεία και τα διαμερίσματα της χώρας κατέγραφαν τις απαιτήσεις που υπήρχαν για εξειδικευμένο προσωπικό στις βιομηχανίες, στις υπηρεσίες κ.λπ. της χώρας και διοχέτευαν τις αντίστοιχες αιτήσεις σε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κατά κανόνα, ο αριθμός των θέσεων ξεπερνούσε εκείνο των αποφοίτων. Οι διαθέσιμες θέσεις εξετάζονταν από τις επιτροπές που αναφέραμε πιο πάνω, οι οποίες καλούσαν τους τελειόφοιτους για να συζητήσουν για την τοποθέτησή τους στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Πριν γίνει αυτό, είχαν μελετηθεί τόσο οι ανάγκες της μονάδας που προσέφερε την εκάστοτε θέση εργασίας όσο και τα ενδιαφέροντα και οι δυνατότητες του σπουδαστή. Κανένας πτυχιούχος δεν διοριζόταν κάπου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Αλλωστε, συνήθως καλούνταν να επιλέξει μεταξύ διαφόρων θέσεων, έχοντας ενημερωθεί για το χαρακτήρα της δουλειάς, την αμοιβή, τις συνθήκες ζωής που τον περιμένουν κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, 6 μήνες πριν αποφοιτήσει, κάθε σπουδαστής γνώριζε τη θέση στην οποία θα εργαστεί κι είχε έτσι τη δυνατότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα που θα αναλάμβανε.
Ο πτυχιούχος δεσμευόταν να εργαστεί τουλάχιστον για τρία χρόνια εκεί που πρωτοδιορίστηκε μετά την αποφοίτησή του. Αυτό ήταν το καθήκον του απέναντι στο κράτος που του προσέφερε δωρεάν σπουδές. Το διάστημα αυτό, δεν μπορούσε να απολυθεί.

Πανεπιστήμια στην υπηρεσία του λαού και της εξουσίας του

Το κυριότερο που πρέπει να μας μείνει από όσα είδαμε είναι ότι οι θαυμαστές κατακτήσεις και τα επιτεύγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ενωση δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που μπορεί να απελευθερώσει προς όφελος του λαού η εργατική τάξη, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της. Δείχνουν ταυτόχρονα και το δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε.
Δυο δεκαετίες μετά την αντεπανάσταση, το επίπεδο της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης φαντάζει δυσθεώρητο μπροστά στην κατάσταση των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Είναι πράγματι συγκλονιστικό να αντιπαραβάλλει κανείς τη σημερινή πραγματικότητα με τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού 30, 40 ή και 80 χρόνια πριν. Πολύ δε περισσότερο, αν αναλογιστούμε την κατάσταση από την οποία ξεκίνησε η σοβιετική εξουσία το 1917 και σε τόσο λίγο διάστημα μπόρεσε να πετύχει τόσα πολλά, σε σύγκριση με τις δυνατότητες που υπάρχουν αν ξεκινήσουμε από το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης!
Είναι κάτι παραπάνω από αναμφισβήτητο ότι σήμερα υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε η επιστήμη και η έρευνα να τεθούν στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών και όχι των μονοπωλίων. Ο δρόμος που ανοίγει αυτή την προοπτική είναι ένας: Ο δρόμος της αντεπίθεσης, της ρήξης και της ανατροπής, της χειραφέτησης από τη γραμμή της ενσωμάτωσης. Είναι ο δρόμος της ενίσχυσης της Λαϊκής Συμμαχίας. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εργατική εξουσία!

Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

Τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας στις «Εθνικές Κυβερνήσεις» (1944 - 1947)

Τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας στις «Εθνικές Κυβερνήσεις» (1944 - 1947)



Ιταλοί παρτιζάνοι κατά την απελευθέρωση της Φλωρεντίας
Σε περιόδους κλονισμού της σταθερότητας του αστικού κοινοβουλευτισμού, όταν δηλαδή αδυνατίζει η αυθόρμητη αναπαραγωγή της εργατικής - λαϊκής συναίνεσης στην αστική εξουσία, ως καταφύγιο του αστικού πολιτικού κόσμου αναδεικνύεται ο εγκλωβισμός των αξιώσεων του εργατικού - λαϊκού κινήματος στα όρια του αστικού εποικοδομήματος. Αποκορύφωμα του εγκλωβισμού αποτελεί η ψευδαίσθηση της δυνατότητας ύπαρξης μιας «φιλολαϊκής», «αριστερής», «αντικαπιταλιστικής» κ.ο.κ. κυβέρνησης που διαδίδεται από τα σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα με κοινωνικό - ταξικό στήριγμα τα μεσαία στρώματα. Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση βασίζεται στο «βίαιο», αντιδιαλεκτικό χωρισμό των αντιλαϊκών συνεπειών της αστικής πολιτικής διαχείρισης από την καπιταλιστική οικονομία στην οποία στηρίζεται και την οποία αναπαράγει. Ομως, απαραίτητος όρος για την καθολική επικράτησή της είναι η εγκατάλειψη της ταξικά αυτόνομης στρατηγικής εκ μέρους των ΚΚ, ώστε να συμβάλλουν στο ρετουσάρισμα της αστικής εξουσίας μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστούς και οπορτουνιστές. Τμήμα της αστικής και μικροαστικής συγχορδίας αποτελεί η δικαιολόγηση της συγκεκριμένης επιλογής, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών και της αδυναμίας άμεσης κατάκτησης της εργατικής εξουσίας. Η παραπάνω φόρμουλα αποτελεί τη συμπύκνωση του ρεφορμισμού από το Μπέρνσταϊν ως τις μέρες μας, παρά τις επιμέρους τροποποιήσεις και τις αναγκαίες προσαρμογές στις εκάστοτε συνθήκες της ταξικής πάλης. Ωστόσο, στο παρόν κείμενο, θα επικεντρωθούμε στην εμπειρία των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων εθνικής ενότητας που σχηματίστηκαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Το συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα έχει ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας των πολιτικών συσχετισμών της εποχής. Τα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ «απολάμβαναν» αυξημένο κύρος, λόγω του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στην ένοπλη αντιφασιστική πάλη και του βαρύ φόρου αίματος που προσέφερε η ΕΣΣΔ στην ήττα του φασισμού. Παράλληλα, μεγάλο μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου είχε απολέσει την αξιοπιστία του, διότι συνεργάστηκε με τις δυνάμεις του Αξονα ή επειδή δεν προσπάθησε να οργανώσει την αντίσταση απέναντί τους. Και όλα αυτά, ενώ ο λαϊκός παράγοντας ήταν οπλισμένος, οργανωμένος σε μαζικές λαϊκές οργανώσεις και «εκπαιδευμένος» στις φλόγες του πολέμου να αγωνίζεται για την επιβίωση και τα δικαιώματά του με το όπλο στο χέρι. Με αυτή την έννοια, οι μεταπολεμικές συνθήκες προσφέρονται για την αποτίμηση όχι μόνο των υποστηρικτών της συμμετοχής των ΚΚ στην αστική πολιτική διαχείριση, αλλά και όσων ραφιναρισμένων (και γι' αυτό επικινδυνότερων) οπορτουνιστών υποστηρίζουν σήμερα ότι η «φιλολαϊκή» διακυβέρνηση αποκτά νόημα όταν ο λαϊκός παράγοντας είναι οργανωμένος και πιέζει για αλλαγές.

Οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας

Από τη μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού, Αύγουστος 1944
AP1944
Κυβερνήσεις εθνικής ενότητας σχηματίστηκαν μεταπολεμικά σχεδόν σ' όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Δανία, Φινλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισλανδία, Νορβηγία).1 Ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, αφού εκεί τα ΚΚ ανέπτυξαν πλούσια αντιφασιστική δράση, ενώνοντας υπό την ομπρέλα μαζικών οργανώσεων εκατομμύρια εργάτες, εργάτες γης και φτωχούς αυτοαπασχολούμενους της πόλης και του χωριού. Ενδεικτικά, κυριαρχούσαν στις Γενικές Συνομοσπονδίες Εργατών σε βαθμό που οι αστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις προτίμησαν να δημιουργήσουν αργότερα διασπαστική αυτόνομη δομή (1947). Η επιρροή τους καθρεφτιζόταν και στα ισχυρά ένοπλα τμήματα των αντιστασιακών οργανώσεων, σε μια περίοδο ελλιπούς ανασυγκρότησης των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών.
Βέβαια, οι ευνοϊκές για το εργατικό - λαϊκό κίνημα συνθήκες δε στέρησαν τους οπορτουνιστές από επιχειρήματα για την αναγκαιότητα ειρηνικής διεκδίκησης της εξουσίας. Αντίθετα, στην επιχειρηματολογία τους συμπεριλήφθηκε η ανάγκη της αστικοδημοκρατικής σταθεροποίησης έναντι του κινδύνου της φασιστικής παλινόρθωσης, ενώ υποστήριξαν ότι η όξυνση της ταξικής πάλης θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόσχημα μιας επίθεσης των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ με ατομικές βόμβες.
Η στροφή του Σαλέρνο

Από τη μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού, Αύγουστος 1944
AP1944
Ιδιαίτερα σημαντική χρονιά για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ιταλία ήταν το 1943. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού έγειρε οριστικά την πλάστιγγα του πολέμου εναντίον του φασιστικού άξονα, αυξάνοντας αντικειμενικά την κινητικότητα των ευρωπαϊκών αστικών πολιτικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, φοβούμενες πως η σοβιετική επέλαση άλλαζε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες προχώρησαν στην απόβαση στη Σικελία (Ιούλης 1943).
Στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας παρέμεινε το φασιστικό καθεστώς του Σαλό, αλλά τον Μουσολίνι είχε αντικαταστήσει ο βετεράνος στρατιωτικός Μπαντόλιο2 που, ως επικεφαλής του φασιστικού καθεστώτος, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Αγγλοαμερικάνους, προκαλώντας την εισβολή των Γερμανών στη Βόρεια και την Κεντρική Ιταλία και την επαναφορά του Μουσολίνι (8 Σεπτέμβρη). Η αλλαγή στάσης του Μπαντόλιο αντικατόπτριζε τη δυναμική των διεργασιών στο εσωτερικό της ιταλικής αστικής τάξης, η οποία βλέποντας την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού θεώρησε απαραίτητη την αλλαγή στρατοπέδου στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ως όρο διάσωσης της εξουσίας της.
Εξάλλου, η διάσωση της αστικής εξουσίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση στην Ιταλία, αφού ο φασισμός αποτέλεσε κυρίαρχη αστική πολιτική επιλογή. Ακόμα και το Βατικανό, που ασκούσε μεγάλη επίδραση στην εργατική τάξη και το φτωχό λαό πριν από τον πόλεμο, έβλεπε την επιρροή του να μειώνεται μετά τη στήριξη (με οικονομικά και θεσμικά ανταλλάγματα) που είχε παράσχει στον Μουσολίνι.
Και ενώ οι αστικοί θεσμοί είχαν φθαρεί, το ΚΚ γνώριζε πρωτοφανή άνθιση, πολλαπλασιάζοντας τα μέλη του μετά την επιστροφή του καθοδηγητικού του κέντρου στην Ιταλία (1941). Οσο περισσότερο οι Ιταλοί βεβαιώνονταν για το άδοξο τέλος των φασιστικών ιμπεριαλιστικών αξιώσεων, τόσο περισσότερο διευρυνόταν η επιρροή του, αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε καθιερωθεί με τους αγώνες και τις θυσίες του ως βασικός αιμοδότης του αντιφασισμού. Μάλιστα, ο ιταλικός αντιφασισμός, αντιμετωπίζοντας όχι ξένο καταχτητή, αλλά την κυρίαρχη πολιτική μορφή της αστικής εξουσίας είχε περισσότερο ταξικό και λιγότερο εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο.
Παρ' όλα αυτά, στις 9 Σεπτέμβρη 1943 το ΚΚ Ιταλίας (το οποίο, όπως και το ΚΚ Γαλλίας μετονομάστηκαν σε Ιταλικό και Γαλλικό ΚΚ, για να υπογραμμίσουν ότι πρωτίστως ενδιαφέρονται για την Ιταλία και δεν αποτελούν τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, άρα δεν υπάγονται στις αποφάσεις του), κάλεσε αιφνιδιαστικά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων να σχηματίσουν κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο. Η πρόταση του ΙΚΚ έμεινε στην ιστορία ως «στροφή του Σαλέρνο», και αποσκοπούσε στη στερέωση της αστικής δημοκρατίας με τη συμμετοχή του βασιλιά και του Μπαντόλιο3, ενώ μετέθετε την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας ύστερα από την απελευθέρωση.4 Βέβαια, δε μετατόπιζε απλά χρονικά το ζήτημα, αλλά συνεργαζόμενο με αστικές πολιτικές δυνάμεις και αποδεχόμενο το αστικό Σύνταγμα, αποδεχόταν την επίλυσή του εντός των τειχών της αστικής διαχείρισης.
Με αυτήν την έννοια, η στροφή του Σαλέρνο συνιστούσε προοίμιο της συμμετοχής του στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας». Αλλωστε, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ιταλική αστική τάξη είχαν εκτιμήσει την αύξηση της επιρροής του και προτίμησαν τη συμμετοχή του στην αστική πολιτική διαχείριση, παρά την απόπειρα περιθωριοποίησής του, η οποία πιθανά θα τροφοδοτούσε βλέψεις συνολικής ανατροπής της αστικής εξουσίας σε τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.5
Ομως, το ΙΚΚ δεν «αντιλήφθηκε» τον κίνδυνο ενσωμάτωσης και πίστευε ότι συμμετέχοντας στην κυβέρνηση (στη βάση δρομολογημένης γραμμής από την ΚΔ πριν την αυτοδιάλυσή της το 1943) αύξανε το κύρος του. Στη διαμόρφωση αυτής της λαθεμένης θέσης συντέλεσαν οι οξυμένες αντικομμουνιστικές επιθέσεις που παρουσίαζαν τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση ως αστική υποχώρηση. Ετσι, συνέχισε να καλεί (1946) σε λαϊκή ενότητα με σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό προσανατολισμό, παρά τη συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (ΧΔΚ) και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΙΣΚ)6, υποστηρίζοντας πως η δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό παρεχόταν απ' το μεταπολεμικό αστικό σύνταγμα.7
Το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό απαιτούσε κατά το ΙΚΚ την εξάπλωση της τυπικής αστικής δημοκρατίας από την Πολιτική στην Οικονομία μέσω ρωμαλέων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν ούτε τα άμεσα και οξυμένα οικονομικά προβλήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους το κόστος ζωής ανέβηκε 23 φορές, τη στιγμή που οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις 50%. Ταυτόχρονα, η ανεργία κινείτο σε υψηλά επίπεδα και κλιμακώθηκε περαιτέρω μετά την επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου (1947).8
Ακόμα όμως και στο επίπεδο των αστικών εκσυγχρονισμών και των απαραίτητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ήταν ιδιαίτερα φειδωλές. Αφαίρεσαν οποιονδήποτε ρόλο από τις αντιφασιστικές επιτροπές που είχαν συγκροτηθεί στις απελευθερωμένες περιοχές, ενώ δεν προχώρησαν την εκκαθάριση του αστικού μηχανισμού από δεδηλωμένους φασίστες. Πολύ περισσότερο, ο ίδιος ο Τολιάτι, ως υπουργός Δικαιοσύνης, αμνήστευσε ακόμα και στελέχη του φασιστικού καθεστώτος (Ιούνης 1946).9 Το ΙΚΚ συνηγόρησε, στο όνομα της σύμπνοιας, με τον καθολικό κόσμο ακόμα και στη συνταγματική κατοχύρωση των προνομίων που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στο Βατικανό.10 Ομως, οι κινήσεις καλής θέλησης προς το Βατικανό, δεν το εμπόδισαν να αφορίσει τους κομμουνιστές ύστερα από την εκδίωξη του ΙΚΚ από την κυβέρνηση.11
Ετσι, η ιταλική αστική τάξη και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησαν το κύρος των κομμουνιστών ως σταθεροποιητικό παράγοντα για την αποκατάσταση του κλονισμένου αστικού πολιτικού κόσμου και κρατικού μηχανισμού, ενώ το 1947 φαίνεται πως αποφάσισαν ότι η περίοδος της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης είχε λήξει και έσπευσαν να εκδιώξουν το ΙΚΚ από την κυβέρνηση. Η απόφασή τους πιθανά επιταχύνθηκε από τη σοβιετική απόκτηση της ατομικής βόμβας που επέφερε νέα ισορροπία δυνάμεων. Στο μεταξύ, φούντωνε ο «Ψυχρός Πόλεμος». Ωστόσο, το ΙΚΚ δεν αναπροσανατόλισε τη στρατηγική του, αλλά επέμεινε στην ειρηνική - κοινοβουλευτική κατάκτηση του σοσιαλισμού:
«Το βασικό δεδομένο των κομμουνιστών συνέχισε να είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση και η διατήρηση της εύθραυστης συμμαχίας με το ΧΔΚ... ορισμένες από τις ελπίδες των Κομμουνιστών σε αυτή την κατεύθυνση μοιάζουν τραγικές ειρωνείες. Ο Scoccimaro (υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στέλεχος του ΙΚΚ) αναπολούσε πως τη νύχτα πριν ο De Gasperi (σ.σ.: επικεφαλής του ΧΔΚ και πρωθυπουργός κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που έπειτα από το αναφερόμενο ταξίδι στις ΗΠΑ απέπεμψε το ΙΚΚ από την κυβέρνηση) αναχωρήσει για την Αμερική, ο ίδιος δούλευε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες για να ετοιμάσει τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό για το επόμενο έτος, έτσι ώστε οι Αμερικανοί να μπορούν να δουν ότι τα οικονομικά της χώρας, αν και στα χέρια των κομμουνιστών, ήταν προσεκτικά διαχειρισμένα. Επειτα, έδωσε τα αποτελέσματα της εργασίας του στο De Gasperi στο αεροδρόμιο, υποσχόμενος μεγαλύτερη τεκμηρίωση αν οι Αμερικάνοι το απαιτούσαν. Και όλα αυτά όταν ο De Gasperi και οι Αμερικανοί συναντιόντουσαν για να συζητήσουν το πώς καλύτερα θα νικήσουν την Αριστερά και όχι το πώς θα συνεργαστούν μαζί της».12
Η γαλλική «εξοχότερη δημοκρατία»
Το ΚΚ Γαλλίας, από τις πρώτες μέρες της φασιστικής κατοχής, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα, παρά το γεγονός ότι είχε κηρυχθεί παράνομο από το 1939, επειδή προπαγάνδιζε την αμοιβαία ευθύνη των αστικών κρατών για το ξέσπασμα του πολέμου.13 Ιδρύοντας αρχικά επαναστατικές επιτροπές απελευθέρωσης στα εργατικά προάστια του Παρισιού (στόχευαν στην απελευθέρωση αιχμαλώτων και στην επαναλειτουργία των εργοστασίων για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών14) και την οργάνωση OS (προστάτευε τους προπαγανδιστές του κόμματος και συγκέντρωνε όπλα) και πρωτοστατώντας στη συνέχεια στην ίδρυση του Εθνικού Μετώπου και του ένοπλου σκέλους του, κατόρθωσε να αναδειχτεί σε κύρια αντιστασιακή δύναμη.15
Ωστόσο, η ΕΣΣΔ, για να διατηρήσει ισορροπίες στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συμμαχίας αναγνώρισε τον Ντε Γκολ ως εκπρόσωπο της γαλλικής Αντίστασης (1941)16, γεγονός στο οποίο συναίνεσε το ΚΚΓ και προχώρησε συνεργασία με αστικές πολιτικές δυνάμεις στο Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης. Ηταν η απαρχή της συμμετοχής του στην εξόριστη γαλλική κυβέρνηση και της ενοποίησης των κομμουνιστικών αντάρτικων σωμάτων με τα ένοπλα τμήματα των αστικών οργανώσεων και τα υπολείμματα του γαλλικού στρατού.17 Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν τη συμμετοχή του στην εξόριστη κυβέρνηση ως αναγκαία για την αναγνώρισή της από ευρύτερα τμήματα του γαλλικού πληθυσμού, αφού, πέρα από ισχυρά αντάρτικα σώματα, έλεγχε την πλειοψηφία της παράνομης Γενικής Εργατικής Ομοσπονδίας (CGT - αριθμούσε 5 εκατομμύρια μέλη) και τις Ενώσεις Νέων, Γυναικών και Λογοτεχνών.18
Μετά την απελευθέρωση, το ΓΚΚ έθεσε στόχο την παγίωση της αστικής δημοκρατίας, την ανοικοδόμηση, την τιμωρία των δοσιλόγων, την αυτόνομη από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό γαλλική πολιτική και τη δημιουργία αριστερού μπλοκ με τους σοσιαλιστές και τους ριζοσπάστες.19 Σύμφωνα με σοβιετική αρχειακή πηγή, οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις είχαν συζητηθεί στη συνάντηση Τορέζ - Στάλιν20 και το ΓΚΚ εκτιμούσε ότι μπορούσαν να αποτελέσουν πρόλογο κοινοβουλευτικής κατάκτησης του σοσιαλισμού:
«Η πρόοδος της δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις σπάνιες εξαιρέσεις που υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αφήνει την ελπίδα της επιλογής και άλλων δρόμων προς το σοσιαλισμό από αυτόν που επιλέχθηκε από τους Ρώσους Κομμουνιστές. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο δρόμος είναι διαφορετικός για κάθε χώρα. Πάντα σκεφτόμασταν και λέγαμε ότι ο γαλλικός λαός, ο οποίος είναι πλούσιος από σημαντικές παραδόσεις, θα βρει για τον εαυτό του το δρόμο για εξοχότερη δημοκρατία, πρόοδο και κοινωνική δικαιοσύνη... Το Γαλλικό κόμμα των εργατών το οποίο ευχόμαστε να δημιουργήσουμε από τη συγχώνευση των Κομμουνιστών και των Σοσιαλιστών θα αποτελέσει τον καθοδηγητή προς αυτή τη δημοκρατία, τη νέα και λαϊκή».21
Ο «εξοχότερος» δρόμος προς το σοσιαλισμό περνούσε από την εθνικοποίηση των στρατηγικών κλάδων, την κατάκτηση εργατικών δικαιωμάτων (40ωρο, πληρωμένες άδειες, συνδικαλιστικές ελευθερίες, Ασφάλιση κ.λπ.) και την κατοχύρωση της φιλειρηνικής διεθνούς γαλλικής πολιτικής.22 Στην πραγματικότητα, το σύνολο των παραπάνω αιτημάτων ικανοποιήθηκε, δίχως βέβαια να αμφισβητηθεί η αστική εξουσία.
Οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας πραγματοποίησαν εθνικοποιήσεις σε κλάδους στρατηγικής σημασίας που ήταν απαραίτητες για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, χωρίς βέβαια να καταργούν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Τα εργατικά δικαιώματα αντιμετωπίστηκαν ως συνέπεια του αμοιβαίου οφέλους κεφαλαίου - εργασίας από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Γι' αυτό, άλλωστε, ο Τορέζ καλούσε την εργατική τάξη να πρωτοστατήσει στην άνοδο της παραγωγικότητας και επέπληττε όσους εργάτες αργούσαν στη δουλειά.23 Τέλος, η ανεξαρτησία από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό συνιστούσε ενίσχυση των συμφερόντων του γαλλικού κεφαλαίου στη διεθνή ιμπεριαλιστική κονίστρα. Ετσι, το ΓΚΚ καταδίκασε την αντιαποικιοκρατική αλγερινή εξέγερση ως φασιστική συνωμοσία (Μάης 1945), ενώ στήριξε τον αγώνα του ΚΚ Βιετνάμ εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας, μόνο στο βαθμό που δεν επηρέαζε το στάτους κβο της Ινδοκίνας (1946).24 Οι δε σύμμαχοί του σοσιαλδημοκράτες προτίμησαν έπειτα από την αποχώρηση του Ντε Γκολ (1946) να συνεργαστούν με τις υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις και όχι με το ΓΚΚ.25
Τελικά, το ΓΚΚ εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση (1947), με πρόσχημα την άρνησή του να συμφωνήσει με την πολιτική μισθών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και τη στάση του στον πόλεμο της Ινδοκίνας.26 Είχε όμως προλάβει να συμβάλει στη μεταπολεμική σταθεροποίηση της γαλλικής αστικής εξουσίας.
Παραπομπές:
1. CHILDS David, The Changing Face of Western Communism(p.14), Groom Helm Editions, London 1980.
2. DUNNAGE Jonathan, Twentieth Century Italy - A Social History (pp.121-2), Pearson Education Editions, Edinburg 2002.
3. TOGLIATTI Palmiro, Speech to the Napolitan Communist Cadres (1st April 1944) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (pp.30-3), George Allen and Unwin Editions, London 1981.
4. URBAN Joan, Moscow and the Italian Communist Party (From Togliatti to Berlinguer)(pp.171-2), I.B. Tauris Editions, London 1986.
5. DI NOLFO Enio, The United States and the PCI: The Years of Policy Formation(1942-6) στο SERFATY Simon-GRAY Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow)(pp.42-8), Aldwych Press, London 1981.
6. TOGLIATTI Palmiro, Speech in Reggio Emilia (September 24, 1946) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (p.110), George Allen and Unwin Editions, London 1981.
7. ΤΣΕΡΟΝΙ Ουμπέρτο, Κρίση του μαρξισμού;(σ.94), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1979.
8. GINSBORG Paul, A History of Contemporary Italy(pp.79-80), Penguin Editions, London 1990.
9. Ο.π. (pp.88-93).
10. TOGLIATTI Palmiro, Speech to the Constitution Assembly on Article 7 of the Constitution (March 25, 1947) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (pp.110-2), George Allen and Unwin Editions, London 1981.
11. SASSOON Donald, Contemporary Italy: Economy, Society and Politics(pp.247-8), Longman Editions, London & New York 1997.
12. GINSBORG Paul, A History of Contemporary Italy (pp. 79-80), Penguin Editions, London 1990.
13. CAUB Thomas J., After the Fall (German Policy in Occupied France) (p.112), Oxford University Press, Oxford & New York 2010.
14. TAYLOR Lynne, The Parti Communiste Francais and the French Resistance in the Second World War στο JUDT Tony, Resistance and Revolution in Mediterranean Europe(1939-1948) (pp.56-9), Routledge Editionds, London & New York 1989.
15. DAVIES Peter, France and the Second World War (Occupation, Collaboration and Resistance)(p.44), Routledge Editions, New York 2001.
16.Record of the Conversation with the US Ambassador in Great Britain, Winant (May 24,1942) στο RZHESHEVSKY Oleg, War and Diplomacy (The Making of the Grand Alliance-From Stalin Archives)(pp.134-5), Harwood Academic Publiushers, Amsterdam 1996.
17. TIERSLY Ronald, French Communism (1920-1972) (pp.115-9), Columbia University Press, Columbia 1974.
18. MORTIMER Edward, The Rise of the French Communist Party (pp.338-342), Faber&Faber Editions, London 1984.
19. HANLEY D.L. -KERR A. P. - WAITES N. H., Contemporary France: Politics and Society since 1945(p.151), Taylor & Francis Editions, 2005.
20.Notes of Talk of Com. J.V. Stalin with the General Secretary of the CC of the French Communist Party, Com. Thorez (November 19, 1944) στο www.revolutionarydemocracy.org/rdv7n1/Thorez/htm.
21. THOREZ Maurice, Interview, Newspaper «TIMES», November 18, 1946.
22. ΣΕΡΒΕΝ Μαρσέλ, Η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία ύστερα από το δημοψήφισμα(σ.57-8), Περιοδικό «Νέος Κόσμος», τ.11/1958.
23. THOREZ Maurice, We will win the battle of production στο http://www.marxists.org/reference/archive/thorez/1946/production.htm
24. MORTIMER Edward, The Rise of the French Communist Party (pp.347-9), Faber&Faber Editions, London 1984.
25. ADERETH M., The French Communist Party: A Critical History (1920-1984-from the Comintern to the «Colours de France») (pp.138-9), Manchester University Press, Manchester 1984.
26. COTTA Mauricio, Structuring the New Party System after the Dictatorship: Coalitions, Alliances, Fusions and Splits during the Transition and Post-Transition Stages στο PRIDHAM Geoffrey - LEWIS P.G., Stabilising Fragile Democracies: Comparing New-Party System in Southern and Eastern Europe(p.75), Routledge Editions, London 1986.

Του Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* O Κώστας Σκολαρίκος είναισυνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Από την πολύμορφη δράση της Λαϊκής Επιτροπής Πειραιά

Από την πολύμορφη δράση της Λαϊκής Επιτροπής Πειραιά

Δεκάδες κινητοποιήσεις έχει οργανώσει η Λαϊκή Επιτροπή για την προστασία των ανέργων
Ως ανάγκη που προέκυψε κάτω από το βάρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι οικογένειές τους, αλλά και για να δοθεί ενιαία έκφραση στη δράση σωματείων και άλλων φορέων του κινήματος στη συνοικία περιγράφουν στον «Ριζοσπάστη» τη δημιουργία της Λαϊκής Επιτροπής Πειραιά μέλη των μαζικών οργανώσεων που συμμετέχουν σε αυτή.
Η δράση της Λαϊκής Επιτροπής απλώνεται σε χώρους δουλειάς και γειτονιές, με επίκεντρο τα οξυμένα προβλήματα των λαϊκών οικογενειών, με μορφές που ποικίλλουν και αξιόλογες πρωτοβουλίες για την οργάνωση των ανέργων, την ενίσχυση της αλληλεγγύης, την πάλη των εργαζομένων σε κάθε χώρο δουλειάς.
«Καρδιά» της Λαϊκής Επιτροπής είναι τα Σωματεία που τη συγκροτούν, όπως αυτά της Ζώνης, του Μετάλλου, των Οικοδόμων, τα Ναυτεργατικά Συνδικάτα, τα Σωματεία των Εμποροϋπαλλήλων, των Καθαριστών και Καθαριστριών, του Επισιτισμού, της Ιδιωτικής Υγείας, των Λογιστών. Δίπλα στα συνδικάτα μια σειρά φορείς έχουν το δικό τους ρόλο. Ανάμεσά τους ο Σύλλογος της ΟΓΕ, οι Σύλλογοι Γονέων, οι Ενώσεις των συνταξιούχων.
Η ευθύνη που αναλαμβάνει η Λαϊκή Επιτροπή να οργανώσει διεκδικητικούς αγώνες σε όλα τα μέτωπα και να συμβάλει στη συσπείρωση και κινητοποίηση εργατικών λαϊκών μαζών είναι μεγάλη. Στην περιοχή του Πειραιά, όπως εξηγούν, ζει εργατόκοσμος. Τα ποσοστά της ανεργίας είναι αυξημένα και μαζί με αυτά μεγαλώνει ο αριθμός των ανασφάλιστων. Συγκεντρώνονται εργαζόμενοι από κλάδους που χτυπιούνται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, όπως μεταλλεργάτες της Ζώνης, ναυτεργάτες, οικοδόμοι.

Τα τραπεζάκια των φορέων που συμμετέχουν στη Λαϊκή Επιτροπή, στη γιορτή για τα παιδιά εργαζόμενων και ανέργων που έγινε πριν λίγες μέρες στον Πειραιά
ΚΟΥΚΟΣ
Σημείο αναφοράς για την καθημερινή δράση αποτελεί το κτίριο του Εργατικού Κέντρου. Σε αυτό, εκτός από τα σωματεία, φιλοξενούνται και τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας. Τα μαθήματα είναι μια πρωτοβουλία που οργανώνεται για πρώτη χρονιά φέτος, με τη συμβολή των δυνάμεων του ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών και με σημαντική ανταπόκριση από μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου.
Τη δική τους στέγη έχουν η Επιτροπή Ανέργων και ο Σύλλογος Γυναικών σε κτίριο (Βλαχάκου 39, Αγία Σοφία) που επισκευάστηκε με την προσωπική δουλειά και προσφορά εργαζομένων και ανέργων. Σε αυτό συλλέγονται τρόφιμα, άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και παιχνίδια για οικογένειες που τα έχουν ανάγκη. Ακόμα, φιλοξενούνται οι Πολιτιστικές Ομάδες του Συλλόγου Γυναικών και η Παιδική Θεατρική Ομάδα, που λειτουργεί επίσης στα πλαίσιά του.
Παρέμβαση για εργαζόμενους και ανέργους
Οι παρεμβάσεις για κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς βρίσκονται σταθερά στον προσανατολισμό της Λαϊκής Επιτροπής. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα των κινητοποιήσεων που οργανώθηκαν για τις καθαρίστριες των σχολείων, που παρέμεναν για μήνες απλήρωτες και εργάζονταν από την αρχή της σχολικής χρονιάς χωρίς να έχουν υπογράψει σύμβαση.
Η τελευταία παρέμβαση στο Δημοτικό Συμβούλιο, που έγινε στις αρχές του Δεκέμβρη, είχε ως αποτέλεσμα να υπογραφεί η σύμβαση και να πληρωθούν τα δεδουλευμένα που τους οφείλονταν. Στην επιτυχία της κινητοποίησης συνέβαλε το γεγονός ότι το Σωματείο των Καθαριστριών είχε στο πλευρό του την Ενωση Γονέων, το Σύλλογο Γυναικών, συνολικά τις δυνάμεις της Λαϊκής Επιτροπής.

Στα γραφεία της Επιτροπής Ανέργων και του Συλλόγου Γυναικών συγκεντρώνονται τρόφιμα για οικογένειες που τα έχουν ανάγκη
Ενα μεγάλο κομμάτι της δράσης της Λαϊκής Επιτροπής αφορά τα ζητήματα των ανέργων. Για την επαφή μαζί τους, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εξορμήσεις στον ΟΑΕΔ. Πολλοί από τους ανέργους, που γνώρισαν τη Λαϊκή Επιτροπή από τις εξορμήσεις αυτές, πήραν στη συνέχεια μέρος σε πρωτοβουλίες, όπως οι παρεμβάσεις για τα προβλήματα στον ΕΟΠΥΥ, οι κινητοποιήσεις για τη δωρεάν μετακίνηση των ανέργων, οι πρωτοβουλίες για την ανανέωση των βιβλιαρίων τους.
Γέφυρες επικοινωνίας με εργαζόμενους και ανέργους δημιουργήθηκαν και μέσα από τις δεκάδες παραστάσεις διαμαρτυρίας στη ΔΕΗ, τις επανασυνδέσεις ρεύματος σε οικογένειες της περιοχής, τις παρεμβάσεις για την αποτροπή της διακοπής της ηλεκτροδότησης στις γειτονιές.
Θερμή είναι η ανταπόκριση εργαζομένων και ανέργων στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμμετοχή εκατοντάδων λαϊκών οικογενειών στη γιορτή που οργάνωσαν στις 29 Δεκέμβρη τα σωματεία με τη συμμετοχή Λαϊκών Επιτροπών, σε συνέχεια προηγούμενων πετυχημένων εκδηλώσεων.
Η προσπάθεια για οργάνωση της αλληλεγγύης δεν περιορίζεται βέβαια στις κεντρικές εκδηλώσεις, αλλά διαπερνά την καθημερινή δράση των σωματείων και συνολικά της Λαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή Ανέργων συγκεντρώνει τρόφιμα, τα ταξινομεί, ειδοποιεί τους ανέργους να περάσουν από τα γραφεία της όταν γίνεται η διανομή. Προκειμένου να οργανώνεται καλύτερα η δουλειά αυτή, κρατά βιβλίο καταγραφής των ειδών που συγκεντρώνει και διανέμει.
Η ευθύνη της όμως δεν περιορίζεται σε αυτά. Προσπαθεί να εξηγεί στους ανέργους το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης που αναλαμβάνει η Λαϊκή Επιτροπή. Να εξηγεί σε κάθε άνεργο και άνεργη με ποιο τρόπο συγκεντρώνονται τα τρόφιμα, από ποιους φορείς και για ποιο σκοπό. Να διευκρινίζει πως δεν πρόκειται για ελεημοσύνη, αλλά για μια βοήθεια που δίνεται για να αισθανθεί ο άνεργος ζεστή την πλάτη του, να συνειδητοποιήσει τη δύναμη του σωματείου, της ταξικής αλληλεγγύης, να μπει ο ίδιος στην οργανωμένη δράση.
Για παράδειγμα, η διανομή τροφίμων που έγινε στις 14 Δεκέμβρη συνέπεσε με τις εκλογές στο Σωματείο των Εμποροϋπαλλήλων που βρίσκονταν σε εξέλιξη εκείνο το διάστημα. Η Λαϊκή Επιτροπή κάλεσε τους άνεργους και τις άνεργες εμποροϋπαλλήλους να δυναμώσουν το σωματείο και υπήρξαν περιπτώσεις ανέργων που ανταποκρίθηκαν, οργανώθηκαν στο σωματείο και συμμετείχαν στις αρχαιρεσίες του.
Δείχνει το δρόμο της διεκδίκησης
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Σύλλογος Γυναικών εξετάζει τη δυνατότητα να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διανέμεται η βοήθεια που συγκεντρώνει για στους ανέργους, εξηγούν και συνεχίζουν:
«Είδαμε πως έχουμε καταγράψει πολλούς ανέργους από τον κλάδο του Μετάλλου, από τους ναυτεργάτες, από καθαρίστριες, από τη Ζώνη. Κάναμε λοιπόν την εξής σκέψη: Αντί να καλούμε ομαδικά 50 οικογένειες και να μοιράζουμε τρόφιμα, να το οργανώσουμε αλλιώς. Εχουμε, για παράδειγμα, δέκα καθαρίστριες. Μπορούμε να καλέσουμε τις οικογένειες αυτές και παράλληλα κάποια συναγωνίστρια από το σωματείο, ώστε πιο αποτελεσματικά να συζητήσουμε μαζί τους για το σωματείο και την ανάγκη να οργανωθούν σε αυτό».
Κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη μοιράστηκαν τρόφιμα τρεις φορές σε 50 οικογένειες συνολικά. Ο τρόπος με τον οποίο συγκεντρώθηκαν είναι χαρακτηριστικός για την πολύμορφη παρέμβαση των φορέων της Λαϊκής Επιτροπής. Σε τρία σχολεία της περιοχής, στο 1ο, στο 6ο και το 30ό Δημοτικό, οι Σύλλογοι Γονέων οργάνωσαν χριστουγεννιάτικες γιορτές, στις οποίες κάλεσαν τους γονείς να προσφέρουν τρόφιμα και παιχνίδια, τα οποία στη συνέχεια δόθηκαν στη Λαϊκή Επιτροπή.
Οι γονείς όχι μόνο συνεισέφεραν στην προσπάθεια, αλλά η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έγινε αφορμή για να γνωρίσουν την ύπαρξη και τη δράση της Επιτροπής Ανέργων. Θερμή ανταπόκριση βρήκε και η προσπάθεια του Συλλόγου Γυναικών: Η Θεατρική Ομάδα, που λειτουργεί στα πλαίσιά του, έδωσε δυο παραστάσεις με «εισιτήριο» τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, οι οποίες «αγκαλιάστηκαν» από τους εργαζόμενους.
Για τη Λαϊκή Επιτροπή, η αλληλεγγύη και η διεκδίκηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για παράδειγμα, όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να δράσει για να μπορέσει να εγχειρηθεί ένα μικρό παιδί με άνεργους και ανασφάλιστους γονείς, σχεδίασε τα βήματά της ως εξής: Μαζί με την οικογένεια πραγματοποίησε παραστάσεις διαμαρτυρίας στο Τζάνειο Νοσοκομείο. Συναντήθηκε με τη διοίκηση και απαίτησε να γίνει η επέμβαση χωρίς να επιβαρυνθεί η οικογένεια, ζήτησε από το σωματείο των εργαζομένων στο νοσοκομείο να πάρει σχετική απόφαση.
Χρειάστηκε επιμονή και οργανώθηκαν τρεις παρεμβάσεις ώστε να γίνει τελικά η επέμβαση. Η συγκεκριμένη προσπάθεια απέδειξε στην πράξη πως η απογοήτευση και η παραίτηση είναι δηλητήριο. Πως η «φιλανθρωπία» που δίνουν οι εκμεταλλευτές δεν είναι λύση, αλλά υπάρχει ο δρόμος της οργάνωσης και της διεκδίκησης.
Η δράση της Λαϊκής Επιτροπής δεν προχωρά χωρίς δυσκολίες, ούτε είναι απαλλαγμένη από προβλήματα και αδυναμίες. Οι εκπρόσωποι των φορέων σημειώνουν με έμφαση πως η ίδια η πραγματικότητα τους φέρνει συχνά αντιμέτωπους με πρωτόγνωρες καταστάσεις. Προσθέτουν όμως πως «βλέποντας τις αδυναμίες και τις ελλείψεις, την επόμενη φορά γινόμαστε καλύτεροι».

TOP READ