Είναι εφικτός
Δεν ανήκει στις ένοχες, μυστικές απολαύσεις μου, κι αν συνέβαινε κάτι
τέτοιο, δε θα είχα πρόβλημα να βγω θαρρετά (από την ντουλάπα μου) και να
το παραδεχτώ ανοιχτά, όπως κάνω πχ για τη δεκαετία με τις βάτες και την
αισθητική της, που την υπερασπίζομαι κριτικά, σαν Σοβιετική Ένωση.
Παρόλα αυτά, έπρεπε να συνοδεύσω μια σφισσα, με αντίστοιχα ένοχα (αλλά
βασικά απενοχοποιημένα) γούστα και έτσι βρέθηκα στο σινεμά να
παρακολουθώ μία από τις δύο ταινίες που κόβουν τα περισσότερα εισιτήρια,
αυτές τις μέρες. Όχι τον πόλεμο των άστρων, αλλά αυτή που οδήγησε στην
εν Ελλάδι αναβολή της παγκόσμιας πρεμιέρας του, κι έτσι γίναμε μόλις η
προτελευταία χώρα στον κόσμο, όπου θα προβληθεί η ταινία, μπροστά μόνο
από την Κίνα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα πως είμαστε η τελευταία
σοβιετική χώρα της Ευρώπης.
Και τη βρήκαμε ευτυχώς σε αρκετά καλή τιμή (δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός), ώστε να μην κλαίμε για τα λεφτά που δώσαμε, αλλά δυστυχώς κάπως καλύτερη των προσδοκιών μας, χωρίς πολύ υλικό για να γελάσουμε, όπως στην προηγούμενη ταινία (Αν): με την εγκυμοσύνη ελέφαντα, που κρατούσε τέσσερις εποχές, τις ανερυθρίαστες αντιγραφές σκηνών, τον παθιασμένο έρωτα με τα κορμιά να χτυπιούνται σαν κριάρια μεταξύ τους, και το φτωχικό, καθημερινό διώροφο ενός άνεργου σκηνοθέτη στην Πλάκα, που υπάρχει και τώρα στην ιστορία -αλίμονο- το ίδιο ή κάποιο άλλο γειτονικό, αλλά αυτή τη φορά στα χέρια κάποιου στελέχους πολυεθνικής εταιρίας. Και το οποίο σχολίαζε στις παραστάσεις του και στο περυσινό Φεστιβάλ κι ένας άλλος Χριστόφορος, (ένας είναι ο Χριστόφορος, αλλά το γράφω έτσι, για να παραπέμπει στον τίτλο της ταινίας), ο Ζαραλίκος, που έκλεινε το φετινό πρόγραμμά του διασκευάζοντας το Μπέλα-Τσάο (το οποίο παράγουμε σε μεγαλύτερες ποσότητες απ' όσες μπορούμε να καταναλώσουμε), με το προφητικό (ως προς την ταινία τουλάχιστον) φινάλε: αγάπη μόνο ρε μουνιά... (ναι μουνιά, γιατί όχι; Είναι πολύ ωραία λέξη, όπως έλεγε σε έναν παλιό δίσκο του ο Χάρρυ Κλυνν).
Σίγουρα ένας φανατικός του είδους έχει την ευκαιρία να δει περισσότερα πράγματα και να ικανοποιηθεί, όχι γιατί δεν τα περίμενε και δεν ήξερε πως θα τα βρει, αλλά ακριβώς γιατί τα βρίσκει, αναγνωρίζει κι επιβεβαιώνει κλασικά στοιχεία και νόρμες, όπως το ντεζαβού διαρκείας με τις κλεμμένες σκηνές-ατάκες-σενάρια ολόκληρα (σε έχω δει κάπου, κάπου σε ξέρω), τη μανία του με τους τοίχους στις ερωτικές σκηνές (αν και αυτή τη φορά δεν υπάρχει γυμνό, γιατί είναι σοβαρή ταινία), το Οιδιπόδειο διαρκείας με τις μάνες, τη φανερή έλλειψη ρεαλισμού σε μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων στην πλοκή της υπόθεσης, όπου μπερδεύονται όλοι με όλους και την σχετικά προβλέψιμη εξέλιξη των πραγμάτων.
Κι υπάρχουν αναμφίβολα σημεία, που ακόμα κι ένας αμύητος, μη πεπειραμένος θεατής μπορεί να διακρίνει και να γελάσει. Όπως σχολίασε κι ένας σφος, είναι σα να άνοιξε ο Χριστόφορος μια μέρα την τηλεόραση, σε ένα δελτίο ειδήσεων, ή μια εφημερίδα, και να "εμπνεύστηκε" από (αντέγραψε) όσα είδε, (επ)ανακαλύπτοντας την Αμερική της κρίσης και των συνεπειών της. Κι όλα αυτά, πασπαλισμένα με μια σειρά λατρεμένα κλισέ, πχ το διαχωρισμό ευρωπαϊκού βορρά-νότου και τους τροϊκανούς που φέρνουν τις απολύσεις από το εξωτερικό και τα πάνω-κάτω στη ζωή των Ελλήνων, ότι οι πολιτικοί (και η πολιτική) είναι κακοί και μας χωρίζουν, Έλληνες, Άραβες και Γερμανούς, κοκ...
Αλλά δεν είναι τόσο τρανταχτά και ξεκαρδιστικά, όσο άλλοτε...
Άσε που μπορείς να βρεις ακόμα και θετικά στοιχεία, όπως την ερμηνεία της Καβογιάννη και του οσκαρικού της παρτενέρ, με την τόσο συμπαθή φυσιογνωμία, που λέγεται πως εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες της Καβογιάννη. Αλλά και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μηνά Χατζησάββα (που άξιζε πιθανότατα έναν καλύτερο επίλογο στην καριέρα του), και μάλιστα σε κόντρα ρόλο, όπου ενσαρκώνει έναν χρυσαυγίτη. Και προπαντός, το μονόλογο-ξέσπασμα της Καβογιάννη στο σύζυγό της: είσαι ένας μέτριος, ένας βλάκας, ένας φασίστας!
Γιατί ο αντίφα Παπακαλιάτης έχει και τέτοια πολιτικά μηνύματα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της ταινίας του: ένας άλλος κόσμος (είναι εφικτός). Με ποιον τρόπο; Με την αγάπη, τον αρχαίο μύθο της Ψυχής και του Έρωτα, που καταργεί όλα τα σύνορα και κάθε διάκριση.
Αγάπη μόνο ρε μουνιά...
Δεν είναι αυτό πολιτική σκέψη; Τι παραπάνω έχει δηλ η πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα, που χρησιμοποιούσε αυτό το σύνθημα (ως συμπλήρωμα στο "οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη"), συνολικά η σοσιαλδημοκρατία με την "τέχνη του εφιικτού" (τίτλος βιβλίου του Μιτεράν) ή οι ριζοσπαστικές της εκδοχές της, όπως το αντικαπιταλιστικό ΣΕΚ (ας μη φορτώσουμε το κείμενο με πολλά εισαγωγικά, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται), που είχε κάνει σημαία το Πόρτο Αλέγκρε και την πάλη κατά της παγκοσμιοποίησης (γιατί ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μοδάτη έννοια).
Στην τελική, ο Παπακαλιάτης, γόνος επιχειρηματία, που είχε αναλάβει την ΚΑΕ Ηράκλειο, κι αναθρεμμένος σε ένα κατεξοχήν μικροαστικό Πασοκονήσι, δύσκολα θα μπορούσε να μας πει κάτι παραπάνω για όλα αυτά. Ως εκεί έφτανε, ως εκεί μας είπε, κι από μια άποψη, πολύ καλά έκανε. Το πρόβλημα δεν είναι αυτός, αλλά η σιωπή των υπόλοιπων, του πολιτικοποιημένου καλλιτεχνικού κόσμου και γνωστών δημιουργών με ευρύτερη απήχηση, που δεν έχουν μιλήσει με το έργο τους, με αποτέλεσμα οι μόνοι που το έχουν πιάσει ως φαινόμενο, όπως μπορούν, να είναι ο αντίφα Παπακαλιάτης κι ο (ψηφοφόρος του ΚΚΕ ελέω Κανέλλη, νομίζω) Καπουτζίδης, στην Εθνική Ελλάδος. Κι αντιστρόφως, εγώ/εμείς που αγνοούμε ή σνομπάρουμε άλλους λιγότερο προβεβλημένους καλλιτέχνες κι έργα, που μιλάνε με αξιώσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Όσο για το Σταρ Γουόρς, έχω υπόψη μου κάποιους παραλληλισμούς με τους Σοβιετικούς, τον πόλεμο των Άστρων και την αυτοκρατορία του Κακού, αλλά αυτά μάλλον δεν είναι ικανά από μόνα τους να με πείσουν να παρακολουθήσω ένα είδος που δε με έχει κερδίσει. Κι ο Σνάιπερ δεν είναι κι ιδιαίτερα πιεστικός, για να μπορέσει να με παρασύρει..
Και τη βρήκαμε ευτυχώς σε αρκετά καλή τιμή (δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός), ώστε να μην κλαίμε για τα λεφτά που δώσαμε, αλλά δυστυχώς κάπως καλύτερη των προσδοκιών μας, χωρίς πολύ υλικό για να γελάσουμε, όπως στην προηγούμενη ταινία (Αν): με την εγκυμοσύνη ελέφαντα, που κρατούσε τέσσερις εποχές, τις ανερυθρίαστες αντιγραφές σκηνών, τον παθιασμένο έρωτα με τα κορμιά να χτυπιούνται σαν κριάρια μεταξύ τους, και το φτωχικό, καθημερινό διώροφο ενός άνεργου σκηνοθέτη στην Πλάκα, που υπάρχει και τώρα στην ιστορία -αλίμονο- το ίδιο ή κάποιο άλλο γειτονικό, αλλά αυτή τη φορά στα χέρια κάποιου στελέχους πολυεθνικής εταιρίας. Και το οποίο σχολίαζε στις παραστάσεις του και στο περυσινό Φεστιβάλ κι ένας άλλος Χριστόφορος, (ένας είναι ο Χριστόφορος, αλλά το γράφω έτσι, για να παραπέμπει στον τίτλο της ταινίας), ο Ζαραλίκος, που έκλεινε το φετινό πρόγραμμά του διασκευάζοντας το Μπέλα-Τσάο (το οποίο παράγουμε σε μεγαλύτερες ποσότητες απ' όσες μπορούμε να καταναλώσουμε), με το προφητικό (ως προς την ταινία τουλάχιστον) φινάλε: αγάπη μόνο ρε μουνιά... (ναι μουνιά, γιατί όχι; Είναι πολύ ωραία λέξη, όπως έλεγε σε έναν παλιό δίσκο του ο Χάρρυ Κλυνν).
Σίγουρα ένας φανατικός του είδους έχει την ευκαιρία να δει περισσότερα πράγματα και να ικανοποιηθεί, όχι γιατί δεν τα περίμενε και δεν ήξερε πως θα τα βρει, αλλά ακριβώς γιατί τα βρίσκει, αναγνωρίζει κι επιβεβαιώνει κλασικά στοιχεία και νόρμες, όπως το ντεζαβού διαρκείας με τις κλεμμένες σκηνές-ατάκες-σενάρια ολόκληρα (σε έχω δει κάπου, κάπου σε ξέρω), τη μανία του με τους τοίχους στις ερωτικές σκηνές (αν και αυτή τη φορά δεν υπάρχει γυμνό, γιατί είναι σοβαρή ταινία), το Οιδιπόδειο διαρκείας με τις μάνες, τη φανερή έλλειψη ρεαλισμού σε μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων στην πλοκή της υπόθεσης, όπου μπερδεύονται όλοι με όλους και την σχετικά προβλέψιμη εξέλιξη των πραγμάτων.
Κι υπάρχουν αναμφίβολα σημεία, που ακόμα κι ένας αμύητος, μη πεπειραμένος θεατής μπορεί να διακρίνει και να γελάσει. Όπως σχολίασε κι ένας σφος, είναι σα να άνοιξε ο Χριστόφορος μια μέρα την τηλεόραση, σε ένα δελτίο ειδήσεων, ή μια εφημερίδα, και να "εμπνεύστηκε" από (αντέγραψε) όσα είδε, (επ)ανακαλύπτοντας την Αμερική της κρίσης και των συνεπειών της. Κι όλα αυτά, πασπαλισμένα με μια σειρά λατρεμένα κλισέ, πχ το διαχωρισμό ευρωπαϊκού βορρά-νότου και τους τροϊκανούς που φέρνουν τις απολύσεις από το εξωτερικό και τα πάνω-κάτω στη ζωή των Ελλήνων, ότι οι πολιτικοί (και η πολιτική) είναι κακοί και μας χωρίζουν, Έλληνες, Άραβες και Γερμανούς, κοκ...
Αλλά δεν είναι τόσο τρανταχτά και ξεκαρδιστικά, όσο άλλοτε...
Άσε που μπορείς να βρεις ακόμα και θετικά στοιχεία, όπως την ερμηνεία της Καβογιάννη και του οσκαρικού της παρτενέρ, με την τόσο συμπαθή φυσιογνωμία, που λέγεται πως εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες της Καβογιάννη. Αλλά και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μηνά Χατζησάββα (που άξιζε πιθανότατα έναν καλύτερο επίλογο στην καριέρα του), και μάλιστα σε κόντρα ρόλο, όπου ενσαρκώνει έναν χρυσαυγίτη. Και προπαντός, το μονόλογο-ξέσπασμα της Καβογιάννη στο σύζυγό της: είσαι ένας μέτριος, ένας βλάκας, ένας φασίστας!
Γιατί ο αντίφα Παπακαλιάτης έχει και τέτοια πολιτικά μηνύματα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της ταινίας του: ένας άλλος κόσμος (είναι εφικτός). Με ποιον τρόπο; Με την αγάπη, τον αρχαίο μύθο της Ψυχής και του Έρωτα, που καταργεί όλα τα σύνορα και κάθε διάκριση.
Αγάπη μόνο ρε μουνιά...
Δεν είναι αυτό πολιτική σκέψη; Τι παραπάνω έχει δηλ η πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα, που χρησιμοποιούσε αυτό το σύνθημα (ως συμπλήρωμα στο "οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη"), συνολικά η σοσιαλδημοκρατία με την "τέχνη του εφιικτού" (τίτλος βιβλίου του Μιτεράν) ή οι ριζοσπαστικές της εκδοχές της, όπως το αντικαπιταλιστικό ΣΕΚ (ας μη φορτώσουμε το κείμενο με πολλά εισαγωγικά, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται), που είχε κάνει σημαία το Πόρτο Αλέγκρε και την πάλη κατά της παγκοσμιοποίησης (γιατί ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μοδάτη έννοια).
Στην τελική, ο Παπακαλιάτης, γόνος επιχειρηματία, που είχε αναλάβει την ΚΑΕ Ηράκλειο, κι αναθρεμμένος σε ένα κατεξοχήν μικροαστικό Πασοκονήσι, δύσκολα θα μπορούσε να μας πει κάτι παραπάνω για όλα αυτά. Ως εκεί έφτανε, ως εκεί μας είπε, κι από μια άποψη, πολύ καλά έκανε. Το πρόβλημα δεν είναι αυτός, αλλά η σιωπή των υπόλοιπων, του πολιτικοποιημένου καλλιτεχνικού κόσμου και γνωστών δημιουργών με ευρύτερη απήχηση, που δεν έχουν μιλήσει με το έργο τους, με αποτέλεσμα οι μόνοι που το έχουν πιάσει ως φαινόμενο, όπως μπορούν, να είναι ο αντίφα Παπακαλιάτης κι ο (ψηφοφόρος του ΚΚΕ ελέω Κανέλλη, νομίζω) Καπουτζίδης, στην Εθνική Ελλάδος. Κι αντιστρόφως, εγώ/εμείς που αγνοούμε ή σνομπάρουμε άλλους λιγότερο προβεβλημένους καλλιτέχνες κι έργα, που μιλάνε με αξιώσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Όσο για το Σταρ Γουόρς, έχω υπόψη μου κάποιους παραλληλισμούς με τους Σοβιετικούς, τον πόλεμο των Άστρων και την αυτοκρατορία του Κακού, αλλά αυτά μάλλον δεν είναι ικανά από μόνα τους να με πείσουν να παρακολουθήσω ένα είδος που δε με έχει κερδίσει. Κι ο Σνάιπερ δεν είναι κι ιδιαίτερα πιεστικός, για να μπορέσει να με παρασύρει..