Ιδεολογικά και στρατηγικά πιο ώριμοι στην προοπτική μιας νέας επαναστατικής ανόδου στον 21ο αιώνα
Η συζήτηση στο Συνέδριο επιβεβαιώνει την ωριμότητά μας να καταλήξουμε σε Απόφαση Εκτιμήσεων και Συμπερασμάτων από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Να εμπλουτίσουμε την αντίληψή μας για το Σοσιαλισμό.
Η ΚΕ εκτιμά ότι ήταν υψηλός ο προβληματισμός των ομιλιών γενικά, όπως και αυτών μέσω των οποίων συνδέθηκε ο προβληματισμός και με την πείρα σε εργασιακούς κλάδους. Αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή στελεχών του Κόμματος που δουλεύουν στην ΚΝΕ. Μπορούμε να πούμε, παίρνοντας υπόψη μας και την εμπειρία της ΚΟΜΕΠ, ότι πολλές ομιλίες έχουν προδιαγραφές για δημοσίευσή τους ως άρθρων στις σελίδες της.
Αυτό δείχνει πόσο αποτελεσματικό είναι όταν ο προσανατολισμός στα καθήκοντα εκφράζεται ενιαία και γίνεται υπόθεση όλων των στελεχών, ανεξάρτητα από τον εσωκομματικό καταμερισμό.
Είναι ελπιδοφόρο, είναι επιβεβαίωση, ότι τα καθήκοντα της κομματικής οικοδόμησης, της Αντεπίθεσης, που αφορά την ικανότητα του Κόμματος, την ικανότητα των εργατικών στελεχών, είναι ήδη δρομολογημένα, αφού υπάρχουν προϋποθέσεις να γίνει εκλαϊκευτική παρουσίαση και στήριξη των θέσεών μας σε αυτό το σύνθετο, θεωρητικό - στρατηγικό ζήτημα, που σίγουρα δίνει τη βάση, το εφαλτήριο, για την ποιότητα της ιδεολογικής - πολιτικής μας δουλειάς στην εργατική τάξη, στις λαϊκές δυνάμεις.
Υπάρχει στελεχικό δυναμικό ικανό ν' ανταποκριθεί στην περαιτέρω έρευνα, στη δημιουργική συζήτηση με άλλα ΚΚ, στην κατεύθυνση και της προώθησης στενότερης συνεργασίας ΚΚ που στηρίζονται στις θεωρητικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της αναγνώρισης της σοσιαλιστικής πορείας και προσφοράς της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, ανεξάρτητα από το γεγονός, παραφράζοντας τον παραλληλισμό ενός συντρόφου, ότι «ο σοσιαλιστικός έφηβος δεν έζησε για να ενηλικιωθεί».
Θεμελιακό ζήτημα οι οικονομικές νομοτέλειες
Σχετικά με ορισμένα ζητήματα που τέθηκαν στη συζήτηση στο Συνέδριο:
1. Σχετικά με τη σχέση Οικονομίας -Πολιτικής σε αντιπαράθεση με την ανάγκη ανάπτυξης της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού. Σωστά, κατά τη γνώμη της ΚΕ, επισημάνθηκε η θεωρητική υστέρηση ως προς την Πολιτική Οικονομία του Σοσιαλισμού - Κομμουνισμού, ως έναν από τους κύριους παράγοντες της οπορτουνιστικής παρέκκλισης του ΚΚΣΕ.
Τι θέλουμε να διευκρινίσουμε:
Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της αναγνώρισης της ανάγκης διερεύνησης της σοσιαλιστικής πορείας με τη σχέση Οικονομίας - Πολιτικής, σε σχέση με την ανάγκη ανάπτυξης της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού. Ισα ίσα η σχέση Οικονομίας - Πολιτικής σε αυτό παραπέμπει, δηλαδή στη βάση της γνώσης των νομοτελειών, στη βάση της αντικειμενικής ανάλυσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, των αντιθέσεων και κοινωνικών διαφορών, με στόχο τη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων αλλά και των πολιτικών μέτρων για την εξάλειψή τους.
Είναι ΟΛΑ ΑΥΤΑ στη βάση της ιδεολογικής - πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και ως καθοδηγήτρια δύναμη στη Δικτατορία του Προλεταριάτου, δηλαδή στη συνειδητή σχεδιασμένη κατεύθυνση της δράσης των μαζών για τη σοσιαλιστική θεμελίωση και ανάπτυξη. Αλλά όταν λέμειδεολογική πρωτοπορία, δεν εννοούμε ιδέες αποσπασμένες από την έρευνα και θεωρία, που είναι στα χαρακτηριστικά, στα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που αποτελεί συνένωση επαναστατικής θεωρίας και επαναστατικής πράξης.
Ετσι, η ανάπτυξη της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού -Κομμουνισμού είναι στοιχείο, επιβεβαίωση, αν θέλετε, της κομμουνιστικής ταυτότητας.
Φυσικά υπάρχει καταμερισμός μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που αφορά και την ερευνητική δουλειά, καταμερισμός που αφορά και οργανισμούς, π.χ., ερευνητικά κέντρα, τα οποία δε νοούνται χωρίς να εκφράζεται και να επιβεβαιώνεται σε αυτά στην πράξη ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος.
Αρα περιλαμβάνει όλα αυτά η σχέση Οικονομίας - Πολιτικής που θέτει η ΚΕ.
Από αυτή την άποψη θεμελιακό ζήτημα είναι οι οικονομικές νομοτέλειες.
Για τις εμπορευματικές -χρηματικές σχέσεις
2. Να διευκρινίσουμε ζητήματα για τις εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις:
Δεν είναι σωστό να ερμηνεύουμε τη στάση του Στάλιν ως μοναδική ή κύρια πολεμική απέναντι σε αυτούς που υποστήριζαν την άμεση πλήρη κατάργηση του χρήματος το 1950-'51. Το μέτωπό του ήταν στραμμένο κυρίως στους αγοραίους.
Το κείμενο της ΚΕ δεν υποστηρίζει ότι στις αρχές του 1950 έπρεπε να καταργηθεί το χρήμα και από αυτή την άποψη συμφωνούμε ότι ο Στάλιν σωστά απάντησε σε αυτούς που ανεπεξέργαστα, δογματικά πολεμούσαν τους αγοραίους.
Εμείς υποστηρίζουμε ότι η κατεύθυνση πρέπει να είναι η εξάλειψη των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων και να συνοδεύεται από ανάλογη πολιτική. Δηλαδή, να συνοδεύεται από μέτρα για να επιταχυνθεί η διαδικασία συνένωσης των χαμηλών μορφών συνεταιρισμού σε ανώτερες, για την ανάπτυξη των ανώτερων μορφών συνεταιρισμού και ωρίμανσής τους - από την άποψη των υλικών προϋποθέσεων - ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνική παραγωγή.
Ακόμη, η πλήρης κατάργηση του χρηματικού εργασιακού εισοδήματος προϋποθέτει ξεπέρασμα της στενότητας της σοσιαλιστικής παραγωγής στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, τουλάχιστον πορεία άμβλυνσης της διαφοράς μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας.
Τοποθετούμαστε κριτικά απέναντι στην αντιφατικότητα, την αντινομία, που συμπυκνώνει η άποψη ότι τα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής για τους εργαζόμενούς της ήταν εμπορεύματα, ότι στην κατανομή τους παρέμβαινε ο νόμος της αξίας, έστω και μη καθοριστικά, εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους ως «ειδικής μορφής εμπορεύματα».
Επισημαίνουμε ότι ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής είναι καθοριστικός για το χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής.
Είναι αντίφαση λοιπόν τα προϊόντα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής να κατανέμονται εμπορευματικά. Τότε σημαίνει ότι δεν έχουμε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Η κατανομή «σύμφωνα με την εργασία» είναι εξηγήσιμη ως πρόβλημα ανωριμότητας στις σχέσεις κατανομής, που αντανακλά σχετική ανωριμότητα και στο χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Γι' αυτό υφίσταται «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», που περικλείει τη μη ισότιμη συμμετοχή κι όχι «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ανεξάρτητα αν η θέση περί «ειδικής μορφής εμπορευμάτων» εξέφραζε και έλλειψη διαμόρφωσης κατηγοριών σοσιαλιστικής οικονομίας, σίγουρα δεν ήταν ολοκληρωμένη αυτή η τοποθέτηση, πάνω στην οποία πάτησε η αναθεωρητική και οπορτουνιστική παρέκκλιση που ακολούθησε.
Οπωσδήποτε δεν ήταν νομοτελειακό το λάθος να εξελιχθεί σε οπορτουνισμό. Εγινε έτσι γιατί, υπό την επίδραση σειράς άλλων παραγόντων, το πώς αντανακλάστηκε η ταξική πάλη στην εσωκομματική διαπάλη, δεν έγινε κατορθωτό έγκαιρα να υπάρξει διόρθωση.
Συχνά μπαίνει το ερώτημα: «Κάθε λάθος σημαίνει οπορτουνιστική παρέκκλιση;» ή «είναι δυνατόν να μη γίνουν λάθη;» πολύ περισσότερο στη θεωρία, όταν η ίδια η ζωή δεν είχε πλήρως αναπτύξει τα νέα φαινόμενα;
Και βέβαια τα λάθη είναι μέσα στη ζωή, στη διαδικασία της γνώσης. Η κατάκτηση της γνώσης και στο ανεπτυγμένο θεωρητικό της επίπεδο βασίστηκε στην αξιολόγηση θεωρητικών λαθών που προέκυπταν είτε ως αρχικές γενικεύσεις πειραμάτων είτε ως αρχικά θεωρητικά αξιώματα που έμπαιναν στη διαδικασία της πειραματικής ή κοινωνικής επιβεβαίωσης.
Στην κομματική γνώση, το μη έγκαιρα διορθωμένο λάθος οδηγεί στην αναθεώρηση ή στο δογματισμό.
3. Το κείμενο της ΚΕ αναγνωρίζει την ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων στην ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής παραγωγής και προϊόντων της συνεταιριστικής.
Αλλά δεν τη βλέπει στατικά, αναλλοίωτα. Δεν πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ διαφορετικών περιόδων της ΕΣΣΔ, κυρίως μιλώντας για τη δεκαετία του 1950.
Τέτοια σύγκριση δεν παίρνει υπόψη της την τεράστια για τα δεδομένα της ΕΣΣΔ αύξηση των δυνατοτήτων της βιομηχανίας της, κάτι που δεν έζησε ο Λένιν.
Πριν τον πόλεμο αναλογούσε ένα τρακτέρ για περισσότερα κολχόζ, ενώ μετά, 10 και παραπάνω για το κάθε κολχόζ.
ΑΛΛΑ ΒΕΒΑΙΑ δε λέμε ότι ΟΛΑ τα κολχόζ έπρεπε να μετατραπούν σε σοβχόζ το 1951 ή 1955.
Μας καλύπτει ο προσανατολισμός που δόθηκε τότε από την ηγεσία της ΕΣΣΔ, που με σαφήνεια υπάρχει στην Εισήγηση και στις Θέσεις και κρίνουμε αρνητικά την αλλαγή της κατεύθυνσης.
Στην ελληνική πραγματικότητα είναι πολύ πιο προχωρημένη η μηχανοποίηση, αλλά λείπουν οι υποδομές παγίων εγκαταστάσεων ή εγκαταστάσεις αποθήκευσης - συντήρησης - μεταφοράς - διάθεσης, οι οποίες είναι στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου.
Επομένως, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνει μηχανιστική μεταφορά των λενινιστικών θέσεων για τον τρόπο υλοποίησης της συνεταιριστικοποίησης κι αυτό κάθε άλλο παρά είναι αναθεώρηση λενινιστικών αρχών.
Θέση αρχής είναι η αναγκαιότητα της συμμαχίας
4. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ο όρος μαρξισμός - λενινισμός σε σχέση με τον όρο επιστημονικός σοσιαλισμός -κομμουνισμός.
Ο Λένιν στις θέσεις του Απρίλη χαρακτήρισε ως δογματισμό την εμμονή κάποιων μπολσεβίκων στην παλιά επεξεργασία για επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς.
Το ίδιο αφορά και το χαρακτηρισμό της συνεταιριστικής σχέσης ως στοιχείο του σοσιαλισμού, «ό,τι χρειαζόταν για το σοσιαλισμό», σε μια κοινωνία που - μην το ξεχνάμε - οι αγρότες αποτελούσαν το 60% του εργατικού δυναμικού και η παραγωγή ήταν στα χέρια των κουλάκων.
Αυτό και μόνο εξηγεί αν είναι θέση αρχής ή θέση ανταποκρινόμενη σε συγκεκριμένη κατάσταση.
Θέση αρχής είναι η αναγκαιότητα της συμμαχίας με καταπιεζόμενα στρώματα.
5. Σχετικά με τα περί Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), η ΚΕ στο κείμενό της θεωρεί ότι χρειάζεται διερεύνηση, δηλαδή σε ποιες συνθήκες άλλαξε η στρατηγική της ή η ανάδειξη όλων των παραγόντων που οδήγησαν στην αυτοδιάλυσή της.
Στις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ περιλαμβάνονται το Καταστατικό της, οι 21 όροι εισδοχής στην ΚΔ και θέσεις προγραμματικού χαρακτήρα που διαμορφώθηκαν από τον Λένιν. Εθεσε ως θεμελιακές αρχές του, την πάλη με τη σοσιαλδημοκρατία, τον τότε φορέα του οπορτουνισμού, το χαρακτήρα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου. Πρόκειται για κείμενο μη δημοσιευμένο αυτούσιο, μόνο μέρος του στα Απαντα του Λένιν.
Σχετικά με τα κριτήρια για την κατανομή
6. Ορισμένες τοποθετήσεις θεωρούν ότι «η αποδοτικότερη εργασία» πρέπει να αμείβεται περισσότερο. Κάνουν το λάθος να κρίνουν την αποδοτικότητα ατομικά κι όχι κοινωνικά, δεν παίρνουν υπόψη τους ότι η απόδοση εξαρτάται από όλη την ομάδα, την κολεκτίβα.
Η άποψη που διαφωνεί στο χρόνο εργασίας ως κύριο κριτήριο για την κατανομή, σωστά αναφέρθηκε στην εντατικότητα της εργασίας, η οποία όμως αναφέρεται στο κείμενο, γιατί στα κριτήρια αναφέρει, π.χ., τους υλικούς όρους παραγωγής.
Ομως, αυτή η άποψη κάνει το λάθος και βλέπει την εντατικότητα ως ατομική κατάσταση κι όχι ως ατομική εργασία ενταγμένη στην κοινωνική, επομένως αυτό θα καθορίσει και τις ανάγκες για μειωμένο χρόνο εργασίας, αν πρόκειται για κλάδο υψηλής εντατικότητας, π.χ., ανθρακωρύχοι. Αλλά και τα παραδείγματα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Σήμερα, π.χ., η δουλειά του φύλακα δεν είναι τόσο απλή όσο παρουσιάστηκε.
Ούτε θα συμφωνήσουμε με την άποψη να μην τοποθετηθούμε με σαφήνεια στα κριτήρια. Βεβαίως, δεν είναι της παρούσης να προσδιορίσουμε σήμερα αποκλίσεις από το γενικό χρόνο εργασίας.
Δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου
7. Ενας σ. ανέφερε την ένστασή του για τη μη χρήση του όρου των σταδίων στην ανάπτυξη των κοινωνικών συστημάτων.
α) Ολο το Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ, όπως και η εισήγηση, μιλά για δύο βαθμίδες, την κατώτερη και ανώτερη του κομμουνισμού. Η ουσία θεωρούμε ότι αποδίδεται καλύτερα με τη βαθμίδα.
Οι κλασικοί χρησιμοποίησαν ως όρους και το στάδιο και τη βαθμίδα, η ουσία όμως δεν αλλάζει, πρόκειται για το ανώριμο και το ώριμο.
β) Αναφερόμενοι στον καπιταλισμό, πρέπει να ξεχωρίσουμε και πάλι την ουσία, που είναι η εξής: Πάνω στην ανάπτυξη της βάσης του καπιταλισμού, της βιομηχανίας τροποποιήθηκαν οι σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής χωρίς να χάνουν τον πυρήνα τους - ατομική ιδιοκτησία - και πήραν εταιρική μορφή που ταίριαζε στη γιγάντωση του κεφαλαίου, στο μονοπώλιο.
8. Οσον αφορά τη θέση (27) ότι «ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία».
Η ΚΕ θεωρεί ότι δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου.
Πρώτ' απ' όλα, ως προς το πώς βλέπει η ΚΕ τις μεταβατικές «στιγμές» παραπέμπουμε στο Πρόγραμμα του Κόμματος (σελ. 38-39):
«Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της».
Για το Κόμμα μας είναι καθαρό ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, χωρίς να μπερδεύεται σε ενδιάμεσες μορφές εξουσίας.
Είναι άλλο ζήτημα εκ των υστέρων, δηλαδή από την ιστορική έρευνα, να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία κατά την οποία δεν έχει ακόμη ανατραπεί η αστική εξουσία αλλά έχει ξεκινήσει η αποδυνάμωσή της, ο κλονισμός της. Είναι ζήτημα ιστορικής έρευνας οι μορφές που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίπτωση οι διαβαθμίσεις στον κλονισμό της αστικής εξουσίας.
Π.χ., οι πρώτες κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν από τα αντιφασιστικά μέτωπα στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν ήταν επαναστατικές εργατικές εξουσίες (Δικτατορία του Προλεταριάτου), συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις. Γι' αυτό γρήγορα αναπτύχθηκε πάλη για το «ποιος - ποιον» και λύθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Η πορεία των πραγμάτων δεν πρέπει να αποσπάται από την ύπαρξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού.
Παρεμφερές είναι το ζήτημα σχετικά με τη Μογγολία. Ακόμα και για αποικίες της Τσαρικής Ρωσίας που οικειοθελώς εντάχθηκαν στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεών τους.
Αλλά και στην περίπτωση της Κουβανέζικης Επανάστασης δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία και ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός. Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό.
Η ΠΕΕΑ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ενδιάμεση εξουσία, αλλά όντως είναι μια «μεταβατική στιγμή» σε μια διαδικασία που τελικά κατέληξε σε ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας.
Ούτε η «δυαδική εξουσία» στη Ρωσία επαληθεύει ενδιάμεση εξουσία.
Σε μια ενιαία επαναστατική διαδικασία από το Φλεβάρη στο Δεκέμβρη, δίνει ένα κέντρο - προσωρινή κυβέρνηση - που παλεύει να σταθεροποιήσει την αστική εξουσία κι ένα άλλο, τα σοβιέτ, όπου γίνεται διαπάλη να κρατηθεί ως κέντρο συνέχισης της επαναστατικής, της προλεταριακής.
Για την ιστορία του ζητήματος σημειώνουμε ότι το καθήκον του κινήματος στη Ρωσία πριν το 1917 ήταν η ανατροπή της Τσαρικής απολυταρχίας και όχι της αστικής εξουσίας που δεν είχε εγκαθιδρυθεί. Οταν η αστική τάξη πήρε την εξουσία το Φλεβάρη του 1917 ο Λένιν είπε ότι η ζωή, που είναι πιο πλούσια από τη θεωρία, δεν υλοποίησε την επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη και δημιούργησε τα σοβιέτ ως ανεξέλικτη μορφή εξουσίας της εργατικής τάξης («δυαδική εξουσία»).
Αυτά δεν μπορούν να μεταφέρονται στη στρατηγική για την ανατροπή της αστικής εξουσίας ως ενδιάμεση εξουσία.
Τέλος, ως προς την ένστασή του να επικυρωθεί η θέση της ΚΕ για το 7ο συνέδριο της ΚΔ, δεν υπάρχει τέτοια θέση στο κείμενο της ΚΕ. Υπάρχει η θέση για «χαλάρωση της λειτουργίας της ΚΔ ως ενιαίου κέντρου» και δίνονται κάποια χαρακτηριστικά αυτής της χαλάρωσης σε σημειώσεις.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η συζήτηση έδειξε την ωριμότητα του Κόμματος να συζητά και να αποφασίζει σε θεωρητικά ζητήματα, να κρίνει θέσεις που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν χωρίς να κινδυνεύει από συναισθηματική απογοήτευση ή μηδενισμό. Το Συνέδριο αποδεικνύει την ωριμότητα του Κόμματός μας να συζητήσει κριτικά και δημιουργικά την Ιστορία του για την περίοδο 1949 - 1974, ένα από τα πρώτα καθήκοντα για την επόμενη 4ετία, που ήδη αποφασίσαμε.
Κλείνοντας το θέμα και καταλήγοντας με την Απόφαση σίγουρα βγαίνουμειδεολογικά και στρατηγικά πιο ώριμοι, πιο δυνατοί, πιο ατσαλωμένοι στην προοπτική μιας νέας επαναστατικής ανόδου στον 21ο αιώνα.