Το Μάρτη του 1994, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφορεί με ειδικό ένθετο φυλλάδιο του ΚΚΕ με τίτλο: «Λευκή Βίβλος η επιχείρηση επιστροφής στον εργασιακό μεσαίωνα». Το φυλλάδιο ξεκινούσε με την κωδικοποίηση των αντεργατικών ανατροπών ως εξής:
« -- Σε κίνδυνο το 8ωρο, η κατάκτηση του αιώνα!
-- Στο στόχαστρο η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα!
-- Υπό κατάργηση συλλογικές συμβάσεις!
-- Απολύσεις χωρίς όρια και χωρίς αποζημίωση!
Εργάτες, υπάλληλοι άνεργοι, συνταξιούχοι, νέοι, γυναίκες
Με εκρηκτικό τρόπο ήρθε ξανά στο προσκήνιο το πρόβλημα των αλλαγών στις σχέσεις μισθωτής εργασίας. Στο επίκεντρο των σαρωτικών αλλαγών που επιδιώκει το κεφάλαιο βρίσκεται η λεγόμενη "ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ", που συζητήθηκε και εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών στις 10 και 11 Δεκέμβρη 1993 από ΟΛΟΥΣ τους εκπρόσωπους των 12 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από τον Ιούνη του 1993 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προετοιμάσει και να παρουσιάσει τη "Λευκή Βίβλο", την ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ, δηλαδή γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση (EE) για την "ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση", όπως ισχυρίζονται οι συντάκτες της.
Στην πραγματικότητα η "Λευκή Βίβλος" χαράσσει τις κατευθύνσεις μιας νέας ΣΦΟΔΡΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ των μονοπωλίων και του κράτους στις σχέσεις μισθωτής εργασίας. Είναι η υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν στη Συνθήκη του ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ. Είναι η ΤΕΡΑΤΟΓΕΝΕΣΗ της Συνθήκης, που ψήφισαν ερήμην του ελληνικού λαού, ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - "ΣΥΝ". Αυτή η επιλογή τους ΔΕΝ πρέπει να μείνει αναπάντητη από το λαό μας.
Με την επίθεση αυτή το κεφάλαιο επιχειρεί να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση του συστήματος, φορτώνοντας τα βάρη της στις πλάτες των εργαζομένων, θέλει να αντεπεξέλθει στο σκληρό ανταγωνισμό με τα άλλα δυο ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ και Ιαπωνία, διεκδικώντας το μεγαλύτερο δυνατό κομμάτι από την παγκόσμια "πίτα" των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
Η κρίση πλήττει και τα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα, με ιδιαίτερη όμως ένταση την EE. Εκδηλώνεται με την πτώση, τη στασιμότητα και τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ από 3,8% στη δεκαετία του '60, μειώθηκε στο 2,9% στην 10ετία του '80 και κατά 0,7% το 1991. Στην ΕΟΚ ο δείκτης αυτός από 4,8% στη δεκαετία του '60, έπεσε στο 2,3% στη δεκαετία του '80. Από 1,2% το 1991, μειώθηκε κατά 0,5% το 1993. Στην Ιαπωνία από 10,5% στη δεκαετία του '60, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 4,3% στη δεκαετία του '80. Το 1991 είχε αύξηση 4% και το 1993 δεν αυξήθηκε καθόλου, δηλαδή υπήρξε στασιμότητα, Καταστρέφονται παραγωγικές δυνάμεις, κλείνουν επιχειρήσεις και αυξάνεται η στρατιά των ανέργων. Μόνο στα 2 χρόνια της κρίσης 1992 - 1993 χάθηκαν 4.000.000 θέσεις εργασίας στην EE (θέση 1.3, σελ. 46).
Σύμφωνα με κοινοτικές εκτιμήσεις η μαζική ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ενωση ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΑ 20 ΕΚΑΤ. ΑΝΕΡΓΟΥΣ! Το πρόβλημα της ανεργίας θα παραμείνει βραχνάς για την EE. Αυτό το παραδέχονται και οι ίδιοι οι δημιουργοί της "Λευκής Βίβλου". Συγκεκριμένα αναφέρεται, ότι μόνο για να σταματήσει η παραπέρα αύξηση της ανεργίας πρέπει να δημιουργηθούν "μέχρι το έτος 2000... 5.000.000 θέσεις απασχόλησης"! (θέση 1.3).
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο "Καταπολέμησης της Φτώχειας" αναφέρει: "Η φτώχεια στην Ευρώπη είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο. 55 εκατομ. πολίτες ζουν με εισόδημα μικρότερο από το μισό του μέσου όρου της χώρας τους, στα τέλη του 20ού αιώνα".
Οι αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας, που προβλέπονται στη "Λευκή Βίβλο", έχουν ΒΑΘΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Οδηγούν, στην ένταση και στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
Οι κυριότερες αιχμές αυτής της επίθεσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, μέσω της "Λευκής Βίβλου", έχουν σχέση με το ΣΥΝΟΛΟ των κατακτήσεων, δικαιωμάτων και ελευθεριών της εργατικής τάξης και επιχειρούν να γυρίσουν τη ρόδα της ιστορίας πολλές δεκαετίες πίσω.
Η εξάλειψη του αντίπαλου δέους, δηλαδή των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, από την ευρωπαϊκή ήπειρο, άλλαξε το διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ του ιμπεριαλισμού. Ελυσε τα χέρια των μονοπωλίων που αξιοποιούν τη νέα κατάσταση για τη, στρατηγικού χαρακτήρα, επίθεσή τους ενάντια στο εργατικό κίνημα.
Γενικά, το παγκόσμιο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ειδικότερα βλέπει στην αντεπανάσταση αυτή τη μοναδική ιστορική ευκαιρία, για να περάσει στην κοινωνική ρεβάνς ενάντια στην εργατική τάξη. Με ένα και μοναδικό σκοπό:
Να πάρει πίσω όσα υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης, και της ευεργετικής επίδρασης των επίτευγμάτων του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος. Να αποδυναμώσει, ταυτόχρονα, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, να περιορίσει στο κατώτερο δυνατό το ρόλο του στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το αν και κατά πόσο θα περάσει η στρατηγική επιδίωξη της "Λευκής Βίβλου" θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και πρώτα απ' όλα από το συσχετισμό των δυνάμεων από την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.
Μέσα στις σελίδες της "Λευκής Βίβλου" αναπτύσσεται μια ακατάσχετη φιλολογία για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, που δήθεν θα οδηγήσουν σε επενδύσεις, και επομένως, σε νέες θέσεις εργασίας. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου προσπαθούν να δώσουν "επιχειρήματα" στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των Βρυξελλών, και των χωρών - μελών της EE, προκειμένου να διαμορφώσουν όρους αποπροσανατολισμού, υποταγής και τελικά προσαρμογής της εργατικής τάξης στους στόχους τους.
Η αποδοχή του "κοινωνικού συμβολαίου" από τους εργαζόμενους είναι η βασική προϋπόθεση για την απρόσκοπτη εφαρμογή της "Λευκής Βίβλου". Για την επιτυχία του συστρατεύονται νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και "νεοαριστεροί" με διαφορετική φρασεολογία, αλλά κοινή στην ουσία κατεύθυνση. Καλούν την εργατική τάξη να εγκαταλείψει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις της».
Βεβαίως είχε προηγηθεί η δημοσίευση σε ειδικό ένθετο ολόκληρης της «Λευκής Βίβλου» το Γενάρη του 1994 (ήταν η πρώτη εξειδίκευση της Συνθήκης του Μάαστριχτ), την οποία η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν έφερε ούτε καν στη Βουλή για συζήτηση, και η οποία μέχρι τη δημοσίευσή της από το «Ριζοσπάστη» δεν είχε δημοσιοποιηθεί από τα κρατικά - κυβερνητικά όργανα. Να θυμίσουμε επίσης ότι και η «Συνθήκη Μάαστριχτ», την οποία δημοσίευσε ολόκληρη σε ειδικό ένθετο ο «Ριζοσπάστης», ψηφίστηκε τον Ιούνη του 1992 στη Βουλή από όλα τα τότε κόμματα, πλην ΚΚΕ, αλλά οι βουλευτές τους δεν την είχαν διαβάσει, δεν ήξεραν καν το περιεχόμενό της...
Αν τα λέμε όλ' αυτά είναι για να συνειδητοποιηθεί ότι κυβέρνηση και κόμματα του ευρωμονόδρομου τότε ήθελαν να κρατήσουν μακριά από το λαό τις συμφωνίες που θα του έκαναν τη ζωή κόλαση ως ένα από τα μέτρα για να εμποδίσουν την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Και αν δεν υπήρχε το ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης», ο λαός θα έμενε στο σκοτάδι και την άγνοια.
Με τη «Λευκή Βίβλο» συμφώνησαν και υπερθεμάτισαν ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και η Πολιτική Ανοιξη (ΠΟΛ.ΑΝ.) του Αν.Σαμαρά, σημερινού αρχηγού της ΝΔ που είχε φύγει από τη ΝΔ και έφτιαξε δικό του κόμμα.Ο ΣΥΝ τότε είπε «ούτε κρύο ούτε ζέστη», εκτιμώντας ότι δεν είναι αντεργατικό τερατούργημα. Εχουν τη σημασία τους και για το σήμερα. Εξηγούν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ π.χ. για την επαναδιαπραγμάτευση. Και αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο - κριτήριο για την ψήφο. Γιατί η τακτική του αποκαλύπτει διαχρονικά ότι όχι μόνο δεν εναντιώνεται σε ΕΕ και μεγαλοεπιχειρηματίες αλλά παλεύει για την ενίσχυσή τους παλεύοντας για την ανάπτυξη εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης στα πλαίσια του καπιταλισμού. Και είναι αφερέγγυος ως προς τη δήθεν φιλολαϊκή πολιτική του αφού υπόσχεται λύσεις σε εργατικά λαϊκά προβλήματα που απαιτούν εναντίωση και στην ΕΕ και στους καπιταλιστές. Να γιατί λέμε μην τον εμπιστεύεστε. Για παράδειγμα, η «Λευκή Βίβλος» είπαν οι εμπνευστές της ότι έγινε για να αντιμετωπίσει την ανεργία. Μέγα ψέμα. Εγινε και είναι το θεμέλιο για την επεξεργασία όλων των μετέπειτα αντεργατικών αναδιαρθρώσεων ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η ανεργία στην ΕΕ αντί να μειώνεται αυξήθηκε και στην περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυξάνεται βεβαίως πολλαπλάσια στην περίοδο της κρίσης. Αλλά επιβεβαιώνεται και η πρόβλεψη του ΚΚΕ από τότε για τις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις και είναι κριτήριο υπερψήφισής του.
Στην εισαγωγή της έκδοσης του «Ριζοσπάστη» του κειμένου της «Λευκής Βίβλου» με τίτλο «Η "Λευκή Βίβλος" και οι σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου», έγινε στις τότε συνθήκες εκτίμηση των αλλαγών που φέρνει στις σχέσεις μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου στα πλαίσια αντιμετώπισης των δυσκολιών αναπαραγωγής του και της επιδίωξης να τις αντιμετωπίσει με τις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις. Εχει τη σημασία της αυτή η εκτίμηση γιατί από την άποψη της ουσίας δεν αλλάζει σε σχέση με σήμερα. Ισα ίσα επιβεβαιώνει το ΚΚΕ στις προβλέψεις του, στην ανάδειξη των αιτιών και της ρίζας των προβλημάτων και των βασάνων της εργατικής τάξης, ενώ συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της πολιτικής διεξόδου που προβάλλει και παλεύει να γίνει υπόθεση των εργαζομένων το ΚΚΕ, της εργατικής λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, ως άμεσης ρεαλιστικής πρότασης, ως μονόδρομος για να βγει ο λαός από τη δίνη των βασάνων της ζωής του και της κόλασης που τον έριξε το κεφάλαιο. Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα απ' αυτή την εισαγωγή.
Η «ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ» ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Ο μοναδικός λόγος που συντάχτηκε η «Λευκή Βίβλος», κατά τους εμπνευστές της, είναι η «ανεργία». Βέβαια, κατ' αρχήν, όταν μιλούμε για τις σχέσεις εργασίας εννοούμε εκείνες τις σχέσεις που διαμορφώνονται αντικειμενικά στο άμεσο προτσές της παραγωγής και της αναπαραγωγής ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Δηλαδή, πρόκειται για τις σχέσεις, που είναι οργανικό συστατικό στοιχείο των δοσμένων σχέσεων παραγωγής και σαν τέτοιες έχουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των σχέσεων παραγωγής. Γι' αυτό οι όποιες αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας - μονοπωλιακού κεφαλαίου, κατ' εντολήν των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων στο όνομα και στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την Οικονομική και Πολιτική Ενωση και της «Λευκής Βίβλου», στην πραγματικότητα, έχουν άμεση σχέση και αφορούν την ίδια την οικονομική βάση του καπιταλισμού - το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το περιεχόμενο και το χαρακτήρα τους.
Στην ουσία, πρόκειται για την αναπροσαρμογή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, συνεπώς και των σχέσεων μισθωτής εργασίας, στο βαθμό και στο χαρακτήρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις σύγχρονες συνθήκες του ιμπεριαλισμού.
Οι όποιες αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι μόνο η νομική - θεσμική έκφρασή τους και δεν αλλάζουν ριζικά, ούτε το περιεχόμενό τους, ούτε το χαρακτήρα τους. Οπως οι σχέσεις παραγωγής, παρά τις όποιες αλλαγές, που υφίστανται, στα πλαίσια του καπιταλισμού, δεν παύουν να είναι σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, έτσι και οι σχέσεις μισθωτής εργασίας, παρά και ενάντια στις όποιες αλλαγές τους, που επιχειρούνται και σήμερα, συνεχίζουν να διατηρούν αναλλοίωτο το χαρακτήρα τους και να εξασφαλίζουν την παραπέρα υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο και της έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
Το πλαίσιο των σχέσεων μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου στη χώρα μας είναι από τα πιο αντεργατικά, που υπάρχουν στις καπιταλιστικές χώρες. Οι σχέσεις αυτές πρέπει να αλλάξουν, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτήν που προωθεί η «Λευκή Βίβλος».
Συνεπώς, οι όποιες αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου είναι πολύ σημαντικές. Στο σύνολό τους θίγουν άμεσα τα ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.
Οι αλλαγές αυτές, που γίνονται από το Διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέσα από τη «Λευκή Βίβλο», υπαγορεύονται:
1. Από την ανάγκη αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Είναι αντιμέτωπη με πολύ σοβαρά και δύσκολα προβλήματα. Ενα απ' αυτά τα προβλήματα είναι και η παρατεταμένη οικονομική κρίση με τις επιπτώσεις της. «Ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το 1993 διαμορφώθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα και αντίθετα από τις προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί στην αρχή του έτους, ακολούθησε για τρίτη συνεχή χρονιά πτωτική τάση...»1.
Από τα στοιχεία φαίνεται ότι, πρώτον, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ανάμεσα σε ΗΠΑ - ΕΕ και Ιαπωνία. Δεύτερο, γενική είναι και η τάση επιβράδυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα και στα τρία κέντρα του ιμπεριαλισμού.
Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ από 3,8% στη δεκαετία του '60, μειώθηκε στο 2,9% στη δεκαετία του '80.
Και από -0,7% το 1991 αυξήθηκε στο 2,8% το 1993 και προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,0% το 1994. Στην ΕΟΚ - «12» ο δείκτης αυτός από 4,8% στη δεκαετία του '60, έπεσε στο 2,3% στη δεκαετία του '80, στο 1,2% το 1991 και στο (-)0,5% το 1993 και προβλέπεται να φτάσει στο 1,4% το 1994.
Παρόμοια είναι η εικόνα στην Ιαπωνία, όπου από 10,5% στη δεκαετία του '60, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, περιορίστηκε στο 4,3% στη δεκαετία του '80, στο 4,0% το 1991 και στο 0,0% το 1993 και αναμένεται να ανέλθει στο 1,9% το 1994.
Η ανεργία, αυτός ο εφιάλτης για τους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών, όχι μόνο συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αλλά διαγράφεται και η τάση της παραπέρα αύξησής της.
Οι επίσημα εγγεγραμμένοι άνεργοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανέρχονταν σε 19 εκατομμύρια άτομα και πολύ σύντομα θα φθάσουν τα 22 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, οι άνεργοι στις αρχές του Γενάρη 1993 αριθμούσαν 398.000, δηλαδή 10% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας θα αυξηθεί στο 12,1% το 19942.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι προοπτικές είναι πολύ δυσοίωνες. «Η αισιοδοξία υποχωρεί ως προς τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και ειδικώς για τις ευρωπαϊκές οικονομίες επικρατεί η εντύπωση ότι η έξοδος από την ύφεση δεν θα εξασφαλιστεί ούτε και το 1994...»3.
2. Από την ανάγκη συσσώρευσης κεφαλαίου
Υπάρχουν μια σειρά παράγοντες, που προωθούν τις αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου σε αντεργατική και αντιλαϊκή κατεύθυνση.
Πρόκειται για τις τεράστιες ανάγκες συσσώρευσης κεφαλαίου, που έχει ανάγκη το καπιταλιστικό σύστημα για την προσωρινή διέξοδο από την παρατεταμένη οικονομική κρίση μέσω της έντασης των παλιών και νέων μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Οι ανάγκες αυτές απορρέουν:
-- Από την ίδια την ανάγκη ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών (πληροφορική, μικροηλεκτρονική, βιοτεχνολογία κτλ.), καθώς και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των παραδοσιακών κλάδων, που βρίσκονται σήμερα σε κρίση (κλωστοϋφαντουργία, χαλυβουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, ναυπηγεία κτλ.).
-- Από τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών κρατών για την εγκαθίδρυση της «νέας τάξης πραγμάτων».
-- Από τα οξυμένα οικονομικά καν κοινωνικά προβλήματα του καπιταλισμού, που εκδηλώνονται στην οικονομική κρίση.
-- Από την όξυνση του συναγωνισμού μεταξύ των τριών κέντρων του ιμπεριαλισμού, ΗΠΑ - Ιαπωνίας - Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη όπως και από την προσπάθεια μεταφοράς των βαρών της οικονομικής κρίσης από τις αναπτυγμένες στις πλάτες των οικονομικά καθυστερημένων χωρών. Και όλα αυτά, γίνονται στο βωμό της αναδιάρθρωσης των διεθνών οικονομικών σχέσεων και των σχέσεων μισθωτής εργασίας κεφαλαίου υπέρ του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου.
3. Από την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους
Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής γενικά είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, όμως έρχεται σ' αντίθεση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν τα επιτεύγματα της ΕΤΕ για μεγαλύτερο κέρδος, τα συμφέροντα των διάφορων καπιταλιστών έρχονται σε σύγκρουση και ανάμεσά τους ξεσπάει ένας εσωκλαδικός και διακλαδικός συναγωνισμός. Για να επιζήσουν οι κεφαλαιοκράτες είναι υποχρεωμένοι να αναπτύξουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Αμεση συνέπεια, όμως, αυτού του γεγονότος, είναι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (η σχέση του σταθερού κεφαλαίου (σ) προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) - σ/μ).
Η νέα βαθμίδα αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα, τόσο της τάσης για τη μείωση του χρόνου εργασίας (του αναγκαίου χρόνου εργασίας), εργατικής δύναμης, όσο και της τάσης αύξησης της αξίας των μέσων παραγωγής σε σχέση με τη χρησιμοποιούμενη ζωντανή εργασία.
Με την εφαρμογή της νέας τεχνικής, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να βγάλουν περισσότερα κέρδη, το αποτέλεσμα, όμως, αυτών των προσπαθειών είναι κάτι, που δεν το θέλουν: Η μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους.
Σ' αυτή την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, οι καπιταλιστές αντιδρούν:
-- Με την εντατικότερη χρησιμοποίηση του παγίου κεφαλαίου (αν είναι δυνατόν 24 ώρες το 24ωρο).
-- Με την εντατικότερη αξιοποίηση της εργατικής δύναμης στη διάρκεια του χρόνου εργασίας (δηλαδή, αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσής της).
-- Με την εξοικονόμηση παγίου κεφαλαίου σε βάρος της υγείας της εργατικής δύναμης.
-- Με την επιτάχυνση της περιστροφής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και της αξιοποίησής του στο μέγιστο δυνατό βαθμό με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας και κυρίως της εντατικότητας της εργασίας κτλ.
Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η ελεύθερη κίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών και του κεφαλαίου απαιτεί και την ελεύθερη κίνηση της εργατικής δύναμης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στις συνθήκες αυτές οι υπάρχουσες σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, υποβάλλονται σε αλλαγές. Η εσωτερική οργάνωση και το περιεχόμενο της εργασίας υφίστανται σημαντικές ανακατατάξεις. Τόσο εξαιτίας των τεχνολογικών αλλαγών, όσο και των αλλαγών στη ζήτηση και στην τάση για μεγαλύτερη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών.
4. Από την επιτάχυνση της πορείας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης
Οι ανάγκες του κεφαλαίου απαιτούν το συντονισμό της δράσης των χωρών - μελών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ειδικότερα στους τομείς:
-- Της οργάνωσης και του περιεχομένου της εργασίας.
-- Της κατάρτισης και της ενημέρωσης της εργατικής δύναμης και των άλλων εργαζομένων.
-- Της προσαρμογής του χρόνου εργασίας.
-- Της πολυμορφίας των συλλογικών συμβάσεων.
-- Της αναπροσαρμογής του μισθού εργασίας.
-- Της αναπροσαρμογής των συστημάτων απόλυσης και πρόσληψης της εργατικής δύναμης.
Οι μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας (η προώθηση των νέων τεχνολογιών, π.χ. ρομποτική, συστήματα μηχανοργάνωσης, ευέλικτα συστήματα παραγωγής κ.ά.), απαιτούν αλλαγές στις μέχρι τώρα μεθόδους «ορθολογικοποίησης» της εργασίας.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η κίνηση της εργατικής δύναμης σ' αντιστοιχία με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, στη «Λευκή Βίβλο» αναφέρεται ότι:
-- Χρειάζεται επανειδίκευση και κατάρτιση της εργατικής δύναμης με τη θεσμοθέτηση ενός ταμείου επαγγελματικής κατάρτισης. «Θα πρέπει να θεσπιστούν γενικευμένα και πολυδύναμα συστήματα "πιστώσεων για κατάρτιση"». («Επιταγές κατάρτισης») (θέση 7.2., σελ. 169)
-- Πρέπει να αρθούν τα εμπόδια της κινητικότητας της εργατικής δύναμης «είτε αυτή είναι κλαδική, γεωγραφική ή κινητικότητα στο εσωτερικό των επιχειρήσεων» (Θέση 8.2., σελ. 177).
- Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη «Λευκή Βίβλο», η αναπροσαρμογή των σχέσεων μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, θα επιτευχθεί μέσω του «κοινωνικού συμβολαίου», αλλά και όπου αυτό δεν περνάει θα επιβληθεί με το βούρδουλα και τον αυταρχισμό.
Και το ερώτημα που γεννιέται είναι: Μπορούν να ανατραπούν οι οδυνηρές συνέπειες της «Λευκής Βίβλου» και να ανακοπεί η πορεία πισωδρόμησης;
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την οργανωμένη μαζική πάλη, στα πλαίσια μιας άλλης κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής προς το συμφέρον των εργαζομένων και της ανάπτυξης της χώρας.
Ριζική, όμως, αλλαγή της κατάστασης της εργατικής τάξης και απαλλαγή της από την καπιταλιστική εκμετάλλευση μπορεί να γίνει μόνο με την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, άρα και των σχέσεων μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
ΣΤΗ «ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟ» Η ΡΙΖΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αν αναφερόμαστε σήμερα στη «Λευκή Βίβλο» με βασικούς άξονες την Ανάπτυξη - Ανταγωνιστικότητα - Απασχόληση που εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 10-11/12/1993, είναι για να θυμίσουμε ότι τα θεμέλια για τα σημερινά αντεργατικά μέτρα μπήκαν από τότε, το 1993, ενώ δόθηκε συνέχεια με τη στρατηγική της Λισαβόνας το 2000 και βεβαίως τώρα με τη στρατηγική «ΕΕ 2020». Ενδιάμεσα διάφορες Σύνοδοι Κορυφής της ΕΕ εξειδίκευαν αντεργατικά μέτρα, αλλά στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, άργησαν να περάσουν πολλά απ' αυτά και βασικό εμπόδιο ήταν η δράση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ. Να θυμίσουμε μόνο τις μεγάλες απεργιακές διαδηλώσεις ενάντια στον αντιασφαλιστικό νόμο Γιαννίτση το 2000, που τον απέσυρε τότε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Επομένως, οι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων έχουν τη βάση τους στη «Λευκή Βιβλο».
Ας δούμε όμως τις βασικές αντεργατικές αναδιαρθρώσεις που επεξεργάστηκε η ΕΕ με τη «Λευκή Βίβλο» στις εργασιακές σχέσεις στην Κοινωνική Ασφάλιση, στους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις.
Λέει η «Λευκή Βίβλος»: «Τα άτομα, τα οποία έχουν ήδη εργασία πρέπει να πειστούν ότι... η αλληλεγγύη που θα δείξουν με την αποδοχή ορισμένων θυσιών θα καταλήξει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για εκείνους, οι οποίοι είναι σήμερα άνεργοι» (θέση 1.6.).
Oι κύριες κατευθύνσεις της «Λευκής Βίβλου» για την υλοποίηση αυτής της βασικής για το κεφάλαιο επιδίωξης σημαίνει αύξηση της εκμετάλλευσης και συνδυάζεται με μειώσεις μισθών, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις χτύπημα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Κι ήταν αρκετά σαφείς ως προς αυτό. Ελεγαν, λοιπόν:
-- Πάγωμα των πραγματικών μισθών εργασίας μέχρι το 2000.
-- Μοίρασμα της ανεργίας ανάμεσα σε εργαζομένους και ανέργους, με τη γενίκευση της μερικής απασχόλησης και τη μετατροπή όλων σε ημι-απασχολούμενους, ημι-αμειβόμενους και ημι-ασφαλισμένους.
-- Κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, δηλαδή ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ του!
-- Κατάργηση κάθε «ακαμψίας» στο χρόνο και στους όρους απασχόλησης και πλήρη ελαστικοποίηση, ώστε ο εργοδότης να μπορεί να προσλαμβάνει όπως θέλει και για όσο θέλει, να απολύει όποτε θέλει και όσους θέλει!
Σαφής είναι η κατεύθυνση της «Λευκής Βίβλου» για το ξεπέρασμα δυσκαμψιών των ρυθμίσεων, που καθορίζουν τη διάρκεια της εργασίας στην Ευρώπη σε 37-39 ώρες. Προκειμένου να εξαλειφθούν αυτά τα εμπόδια, πρέπει, ανάλογα με τις διατάξεις που ισχύουν σε κάθε χώρα, να ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΕΙ, η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «(...), οι συμβατικές πρακτικές (...) και να απλοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις ο υπολογισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων» (Μέρος ΑΙ). Ετσι άνοιγε ο δρόμος για την κατάργηση του 8ωρου.
Η κατάργηση του θεσμοθετημένου σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, σε συνδυασμό με τη θέση ότι «η διευθέτηση του χρόνου εργασίας μπορεί να αποβεί σε όφελος της ανταγωνιστικότητας και της διατήρησης ή δημιουργίας θέσεων εργασίας, μόνο στο πλαίσιο αποκεντρωμένης προσέγγισης σε επίπεδο εκάστης επιχείρησης» (Μέρος ΑΙ), αποδυναμώνει δραστικά, και εξουδετερώνει τις εθνικές και κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, αποσκοπεί στην πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης.
Το οχτάωρο και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας χαρακτηρίζονται ως οι μεγάλες «ακαμψίες» (!) στην αγορά της εργασίας και αναζητείται η «ευελιξία», κυρίως μέσω του μειωμένου ωραρίου και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. «Η καθιέρωση της μεγαλύτερης ευελιξίας - αναφέρεται - πρέπει να γίνει σε θέματα οργάνωσης της εργασίας, π.χ. καταργώντας τα εμπόδια που καταστούν δυσχερέστερη ή πιο δαπανηρή την απασχόληση, με μειωμένο ωράριο: ή τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου».
Η ευελιξία αυτή του χρόνου εργασίας συνδέεται άμεσα με το λεγόμενο «ελαστικό ωράριο» σε ετήσια βάση.Αυτό σημαίνει ότι οι κεφαλαιοκράτες θα μπορούν να χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη, όπως και όσο θέλουν, αρκεί αυτό να μην ξεπερνάει το συνολικό άθροισμα των ωρών κανονικής απασχόλησής της σε ετήσια βάση. Δηλαδή, ανάλογα με τον αθροιστικό συμψηφισμό σε 12μηνη βάση, το κεφάλαιο θα έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί την εργατική δύναμη ανάλογα με τις ανάγκες του. Στη διάρκεια του χρόνου θα μπορεί να απασχολεί την εργατική δύναμη περισσότερες ή λιγότερες ώρες πότε τον ένα και πότε τον άλλο μήνα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται:
«Οσον αφορά την κατανομή του χρόνου εργασίας, έχουν γίνει προτάσεις για υπολογισμό των ωρών εργασίας σε ετήσια βάση ή για θέματα μείωσης των ωρών εργασίας σε περιόδους ύφεσης»(θέση 8.2.).
Η μεγαλύτερη αυτή ευελιξία του χρόνου εργασίας επιχειρείται να γίνει και με:
«Μειώσεις στις ώρες εργασίας υπολογισμένες σε ετήσια βάση και ευνοϊκή αντιμετώπιση των αδειών για λόγους σταδιοδρομίας και κατάρτισης, καθώς και για προσωπικούς λόγους» (θέση 8.8.).
«Υπάρχει... ανάγκη - γράφουν - για μεγάλες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, μέσω της καθιέρωσης μεγαλύτερης ευελιξίας στην οργάνωση της εργασίας και την κατανομή του χρόνου εργασίας...» (θέση 8.2.).
Κάθε αναφορά της «Λευκής Βίβλου» στη μείωση του κανονικού ωραρίου εργασίας οι συντάκτες της «Λευκής Βίβλου» σημαίνει ευέλικτη εργασία. Οι συντάκτες της είναι σαφέστατοι: «Μειώνοντας το κανονικό ωράριο, αυξάνεται ο αριθμός των θέσεων εργασίας με μερική απασχόληση» (θέση 8.3). Κάνουν επίσης λόγο για «προσαρμογή του νομικού πλαισίου, έτσι ώστε εκείνοι που επιθυμούν(!) να εργαστούν λιγότερες ώρες, να μην πρέπει να υποστούν απώλειες από πλευράς κοινωνικής προστασίας και όρων απασχόλησής τους» (θέση 8.8).
Στο ίδιο κεφάλαιο προβλέπεται και κυκλική εναλλαγή σε θέσεις απασχόλησης ή επί λέξει «θέσπιση μέτρων παροχής κινήτρων για την κάλυψη των νέων ευκαιριών για απασχόληση από εγγεγραμμένους ανέργους, μέσω π.χ. συστημάτων κυκλικής εναλλαγής σε θέσεις απασχόλησης» (θέση 8.8).
Ελεύθερες - ορίζονται - οι μετακινήσεις, μετατάξεις προσωπικού, αίροντας τα «εμπόδια της κινητικότητας, είτε αυτή είναι κλαδική, γεωγραφική ή κινητικότητα στο εσωτερικό των επιχειρήσεων» (θέση 8.2).
Σ' αυτά τα πλαίσια επιτάσσεται ότι πρέπει να προσαρμοστεί ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων:
«Η ανάπτυξη και ευελιξία - αναφέρεται - πρέπει να αντανακλώνται στις κανονιστικές ρυθμίσεις και στα συστήματα συλλογικής διαπραγμάτευσης, διευκολύνοντας τη βελτίωση της προσαρμογής στα χαρακτηριστικά των τοπικών αγορών και των επιχειρήσεων» (θέση 8.2).
Απώτερος σκοπός του ευρωπαϊκού κεφαλαίου είναι αυτή η κινητικότητα της εργατικής δύναμης να μετεξελιχθεί από το εθνικό επίπεδο σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτό αναφέρεται ρητά στη «Λευκή Βίβλο». (Ελευθερία κίνησης εργατικού δυναμικού).
«Ο γενικότερος στόχος πρέπει να είναι η ενθάρρυνση της μετεξέλιξης των εθνικών αγορών εργασίας προς μια κοινοτική αγορά εργασίας» (θέση 8.9.).
Επίσης, τονίζουν:
«Τα στεγανά που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων επαγγελμάτων παρεμποδίζουν τόσο την κινητικότητα των εργαζόμενων, όσο και την ανακατάταξη των ανέργων. Στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων θα πρέπει να καθοριστούν δυνατότητες διεπαγγελματικής κινητικότητας»(Μέρος ΑΙ).
Και ότι «οι εθνικές αρχές πρέπει να δώσουν έμφαση στην ποιοτική στάθμη της εκπαίδευσης και στη συμβατότητά της, έτσι ώστε να παρέχονται περισσότερες δυνατότητες μετάβασης από μια ειδικότητα σε άλλη» (Μέρος ΑΙ). (Απασχολήσιμοι, επανακατάρτιση κ.λπ.).
Στον όρο «ευελιξία της αγοράς της εργασίας» περιλαμβάνεται και η δυνατότητα ομαδικών απολύσεων, όπως και η πρόσληψη προσωπικού μερικής απασχόλησης.
Σχετικά μ' αυτό σημειώνεται: «Σε πολλές χώρες του Νότου η νομοθεσία που διέπει τους όρους απόλυσης των εργαζομένων με συμβάσεις απεριόριστου χρόνου διαρκείας πρέπει να χαλαρώσει».(Μέρος ΑΙ).
Με την πλήρη απελευθέρωση του ορίου των απολύσεων επιδιώκεται η κατάργηση όλων των εμποδίων, ακόμα και αυτού του ελάχιστου περιορισμού που υπάρχει σήμερα στην ομαδική απόλυση των εργαζομένων από τους κεφαλαιοκράτες (σχετικοί νόμοι, διατάξεις, αποφάσεις κ.λπ.).
Είναι φανερό ότι το κεφάλαιο ήθελε να έχει λυμένα τα χέρια του, για να μπορεί να απολύει όσους θέλει και όταν θέλει. Μήπως σήμερα δεν ανοίγει τέτοιος δρόμος;
Με τις προσπάθειες του ευρωενωσιακού κεφαλαίου για τη μείωση των μισθών, αλλά και των κοινωνικών δαπανών στο όνομα της μείωσης του λεγόμενου μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους εργασίας», (η εργασία δεν είναι κόστος αυτή παράγει τον πλούτο και τα κέρδη) δηλαδή, τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, μπήκαν στο στόχαστρο ΟΛΕΣ οι κοινωνικές παροχές και τα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Σύμφωνα με τη «Λευκή Βίβλο» η μείωση του λεγόμενου «κόστους εργασίας» μπορεί να επιτευχθεί:
-- Με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, που χρηματοδοτούν οικογενειακά επιδόματα, ελάχιστες παροχές γήρατος, σοβαρές ασθένειες, μακροχρόνια ανεργία.
«Στις περιπτώσεις αυτές - αναφέρεται - η μείωση θα μπορούσε να αφορά αρχικά τις εισφορές, οι οποίες χρηματοδοτούν δαπάνες που εντάσσονται κανονικά στα πλαίσια της εθνικής αλληλεγγύης: οικογενειακά επιδόματα, ελάχιστες παροχές γήρατος, σοβαρές ασθένειες, μακροχρόνια ανεργία»(θέση 8.3).
-- Με τη μείωση των κοινωνικών εισφορών, που αφορούν τις «θέσεις απασχόλησης, που δεν απαιτούν ειδίκευση» (θέση 8.2). Εδώ ο ανειδίκευτος και ο νέος εργάτης αποτελούν ειδικούς στόχους στη γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου.
Και επειδή ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η μείωση του «κόστους εργασίας», ορίζεται:
«Η μείωση αυτή θα μπορούσε να αφορά... τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών»(θέση 9.3).
Και «Μείωση του σχετικού κόστους εργασίας σε σχέση με τους άλλους συντελεστές της παραγωγής..., με μείωση π.χ. των εισφορών των εργοδοτών για την κοινωνική ασφάλιση» (θέση 8.8).
Τίθεται ειδικότερα ως στόχος η «ελάφρυνση των κοινωνικών επιβαρύνσεων για τις επιχειρήσεις που οργανώνουν ενέργειες κατάρτισης» (θέση 7.2). Είναι αυτό που σήμερα έχει θεσμοθετηθεί ως επιδότηση των επιχειρήσεων για προσλήψεις νέων που θέλουν ή πρέπει να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, όπως επίσης και η μαθητεία.
«Ασύμφορα» κρίνονταν και τα υπάρχοντα συστήματα προστασίας των ανέργων και δίνεται η εξής κατεύθυνση:
«Τα συστήματα αποζημίωσης της ανεργίας θα πρέπει να προσαρμοστούν και να βρεθούν νέες μέθοδοι, που θα επιτρέπουν την επαναδιάθεση ενός μέρους των πιστώσεων αυτών στις ενέργειες κατάρτισης. Ειδικότερα για τους μακροχρόνια άνεργους και τους νέους που προσεγγίζουν την αγορά εργασίας χωρίς ειδικότητα» (θέση 7.4).
Αυτό σήμερα έχει θεσμοθετηθεί με την επιδότηση επιχειρήσεων από τον ΟΑΕΔ με τα επιδόματα ανεργίας για προσλήψεις.
Το πάγωμα των μισθών στο επίπεδο, μιας ή δύο μονάδων κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία μάλιστα θα καθορίζεται από τους βιομηχάνους, είναι μια από τις βασικές οδηγίες της «Λευκής Βίβλου» προς τις εθνικές κυβερνήσεις. Αναφέρεται συγκεκριμένα:
«Οι κατά κεφαλήν ονομαστικοί μισθοί δε θα πρέπει να αυξάνονται κατά ποσοστό υψηλότερο του 2-3% ετησίως» (θέση 1.5). Αυτό πρέπει να γίνεται:
«Σύμφωνα με τη βασική αρχή: παραγωγικότητα μείον μια ποσοστιαία μονάδα» (θέση 1.5)
και «τον περιορισμό των μισθολογικών αυξήσεων κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας»(θέση 8.8).
«Τα περισσότερα κράτη - μέλη - συμπεραίνεται - έχουν προχωρήσει κάπως προς αυτήν την κατεύθυνση με την έμφαση στην ενθάρρυνση της μείωσης των μισθών, στην αύξηση της εξωτερικής ευελιξίας της αγοράς εργασίας και στη μείωση του ρυθμού αύξησης των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης» (θέση 8.6).
«Οσον αφορά τη μείωση του κόστους εργασίας - σημειώνεται - έχουν υποβληθεί προτάσεις π.χ. για τη σύνδεση του επιπέδου αποδοχών με την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα, ώστε να διευκολύνονται οι προσλήψεις νέων» (θέση 8.2).
Αυτό, βέβαια, «εναπόκειται στις επιχειρήσεις να τη βελτιώσουν μέσω των δυνατοτήτων πολύπλευρης απασχόλησης, της ολοκληρωμένης οργάνωσης της εργασίας, της ευελιξίας του χρόνου εργασίας (ανάπτυξη της μερικής ή της καταμερισμένης εργασίας) και των αμοιβών με βάση την απόδοση»(Μέρος ΑΙ).
Επίσης, στο όνομα, τάχα, της δημιουργίας κατάλληλων συνθηκών για τη μαθητεία, κατάρτιση και πρακτική άσκηση των νέων, προτείνεται η κατάργηση της αμοιβής τους με τον κατώτερο επίσημο βασικό μισθό και η καταβολή μειωμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, πράγμα που σταδιακά τους βγάζει εκτός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Στη «Λευκή Βίβλο» υπογραμμίζεται σχετικά, ότι:
«Για να διευκολύνεται η απασχόληση των νέων, προτείνεται να καθιερωθεί μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον ελάχιστο μισθό, τις μειωμένες κοινωνικές εισφορές ή άλλους όρους της σύμβασης, π.χ. μέσω της θέσπισης ευέλικτων συστημάτων μαθητείας, κατάρτισης ή πρακτικής άσκησης» (θέση 8.2).
Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ «ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ»
Οι «μηχανές» του κεφαλαίου, για την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, είχαν μπει μπροστά, πολύ πριν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», στην οποία διατυπώθηκαν οι «Τέσσερις ελευθερίες» της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αποτελούν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων, η ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων, η ελευθερία κίνησης υπηρεσιών και η ελευθερία κίνησης του εργατικού δυναμικού. Η ελευθερία κίνησης του εργατικού δυναμικού αποτελεί τη βάση για τις ρυθμίσεις της «Λευκής Βίβλου», που μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε «απασχολήσιμο», υποχρεωμένο να παρέχει την εργασία του, όπου, όπως και όταν του το ζητήσει ο εργοδότης του.
Η «Λευκή Βίβλος» αποτέλεσε ένα βασικό εργαλείο για την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και σημαδεύει τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Οι τρεις «μαγικές» λέξεις αυτής της αντεργατικής «Βίβλου» είναι το τρίπτυχο «Ανταγωνιστικότητα - Ανάπτυξη - Απασχόληση». Για τους αφελείς, το σχήμα λειτουργεί ως εξής: Η ανταγωνιστικότητα βελτιώνει τη λειτουργία των επιχειρήσεων, βελτιώνει τις αγορές και τα οικονομικά δεδομένα. Οδηγεί με τη σειρά της στην ανάπτυξη, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και σε μείωση της ανεργίας.
Η «ανταγωνιστικότητα», όμως, έγινε μαστίγιο και καρότο για τον περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων. Η «ανάπτυξη» τίναξε στα ύψη τους δείκτες κερδών. Η «απασχόληση» δεν περιόρισε την ανεργία, όπου και όταν επιτεύχθηκε, αφού η μερική απασχόληση και η υποαπασχόληση ήρθαν να αντικαταστήσουν την έννοια της σταθερής απασχόλησης με πλήρη δικαιώματα και σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Η ανεργία αυξάνεται και η «απασχολησιμότητα», η «ευελιξία», η «ελαστικότητα» υπονομεύουν την έννοια της εργασίας, οδήγησαν στην αναπροσαρμογή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και συνακόλουθα στην αναπροσαρμογή των σχέσεων της μισθωτής εργασίας.
Η πρώτη δεκαετία από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ήταν η δεκαετία των «κοινωνικοποιήσεων» από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, των «προβληματικών επιχειρήσεων», του κλεισίματος μεγάλων παραγωγικών μονάδων, κυρίως στο τέλος της, κατά τη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Οι πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα, τις εργασιακές σχέσεις, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας δημιουργούν θετικές εντυπώσεις, που γρήγορα ανατρέπονται, μέχρι που φτάνουμε στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, με το πάγωμα των μισθών το 1985. Είναι η εποχή της αύξησης του φασόν, της ανάπτυξης των συμβάσεων έργου και ορισμένου χρόνου, της επέκτασης των εργολαβιών σε όλο και πιο σημαντικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων.
Η ΕΟΚ προσπαθεί να χαράξει την πορεία της, αντιμετωπίζει ωστόσο έντονες εσωτερικές αντιθέσεις, τις οποίες και επιδιώκει να ξεπεράσει με συμβιβασμούς που εκφράστηκαν και στην «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» και στη συνέχεια με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991.
Η «Λευκή Βίβλος» συντάσσεται και αρχίζει να γίνεται πράξη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ το 1992 θεσπίζει τη μερική απασχόληση. Είναι το πρώτο έμμεσο πλήγμα στο 8ωρο και γενικά στην πλήρη απασχόληση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια μετά το 1994, απόλυτα ταυτισμένη με αυτή της ΝΔ, προχωρά σε ένα νομοθετικό έργο που ενισχύει όλο και περισσότερο την «ευελιξία», που η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα όργανά της επιθυμούν, ικανοποιώντας έτσι τις επιταγές του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα και της χιλιετίας.
Εφαρμόζοντας αυτήν την πολιτική, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι υπεύθυνη για πολλά αντεργατικά μέτρα που έχουν θεσμοθετηθεί και πολιτικές που εφαρμόζονται. Κύριοι άξονες της πολιτικής της είναι η «ευελιξία» των εργασιακών σχέσεων και ειδικότερα του ωραρίου εργασίας, η «κινητικότητα» εργαζομένων, η «απασχολησιμότητα». Τα μέτρα που παίρνει, για να εξυπηρετήσει αυτούς τους άξονες, είναι πολλά και πολλές φορές λειτουργούν συνδυαστικά: Μερική απασχόληση. «Διευθέτηση του χρόνου εργασίας». Κατάργηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών (στα πλαίσια των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης) ή μείωσή τους. Αύξηση της δυνατότητας απολύσεων. Συνδικαλιστικοί περιορισμοί. Εξαιρέσεις από την κυριακάτικη αργία, με όλο και πιο χαλαρούς όρους. Απελευθέρωση των ωραρίων λειτουργίας στο εμπόριο και αποδέσμευση από το ωράριο εργασίας (άρχισε με την κυβέρνηση της ΝΔ). Ανοχή - και σύντομα θεσμοθέτηση - απέναντι στην «ενοικίαση» εργαζομένων. Συρρίκνωση των κοινωνικών επιδομάτων και της επιδότησης της ανεργίας. Θέσπιση της «διά βίου μάθησης», όχι ως μέσου βελτίωσης των δεξιοτήτων ενός εργαζόμενου, αλλά ως εργαλείου καταναγκαστικής αλλαγής της επαγγελματικής του επιλογής και διατήρησης της ημιμάθειάς του. Ενίσχυση της «κοινωνικής απασχόλησης», μέσα από προγράμματα που στηρίζουν μη παραγωγικές εργασίες. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που έχει πάρει.
Νομοθετήθηκε, ακόμη, η μερική απασχόληση να είναι και λιγότερη από τέσσερις ώρες, γιατί έτσι δε στοιχειοθετούνταν υποχρέωση ολόκληρης ασφάλισης. Τη διεύρυνε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα στη Δημόσια Διοίκηση. Εφαρμόζει προγράμματα επιδότησης εργοδοτών, για να προσλαμβάνουν εργαζόμενους με μερική απασχόληση.
Κατάργησε εμμέσως το 8ωρο, (η πρώτη διευθέτηση χρόνου έγινε το 1998), με τη δυνατότητα που δίνει για σύναψη συμφωνιών στα πλαίσια της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας», όπου ένας εργαζόμενος μπορεί να εξαναγκαστεί να εργάζεται μέχρι και 12 ώρες κάθε μέρα, ενώ δε θα αμείβεται καθόλου υπερωριακά.
Η «χαριστική βολή» ήρθε με μια αποκάλυψη που γκρέμισε το μύθο της πλήρους απασχόλησης. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση διακήρυττε σε όλους τους τόνους, και ακόμη το κάνει, ότι σκοπός της είναι η πλήρης απασχόληση. Η διάσταση λόγων και έργων, όπου προωθείται κάθε τι πιο «ευέλικτο», δημιουργούσε σύγχυση. Η Αννα Διαμαντοπούλου που ήταν τότε κοινοτική επίτροπος αποκάλυψε ότι «πλήρης απασχόληση» για την Ευρωπαϊκή Ενωση δε σημαίνει 8ωρο και σταθερή εργασία - όπως όλοι γνωρίζαμε - αλλά «δουλειά για όλους», δουλειά ακόμη και μιας ώρας τη μέρα!
Βεβαίως, οι άνεργοι στους οποίους δήθεν θέλουν να εξασφαλίσουν δουλειά με τα αντεργατικά μέτρα, το 1981 στην τότε ΕΟΚ ήταν 6 εκατομμύρια, σήμερα όμως ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό των ανέργων ήταν το 1981 2,1%, ενώ σήμερα το επίσημα καταγεγραμμένο είναι 11,7%, αλλά το πραγματικό ξεπερνά το 12,5%. Αυτά καταγράφονταν στο «Ριζοσπάστη τον Απρίλη του 2001.
Ανάλογη πορεία είχε και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κυρίως από τις αρχές της 10ετίας του '90 και μετά, στο όνομα των κινδύνων βιωσιμότητας των ταμείων. Ετσι η τότε κυβέρνηση της ΝΔ, άνοιξε το δρόμο των ανατροπών, ψηφίζοντας το νόμο 2084/92, που προβλέπει: Θεσμοθέτηση του ειδικού καθεστώτος για τους ασφαλιζόμενους απ' την 1.1.1993. Οριο ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες το 65ο έτος. Ελάχιστος χρόνος ασφάλισης 15 χρόνια. Βάση υπολογισμού της σύνταξης οι αποδοχές της τελευταίας πενταετίας, χωρίς δώρα εορτών. Σύνταξη κύρια για 35 χρόνια ασφάλισης, το 60% των συντάξιμων αποδοχών και επικουρική σύνταξη το 20%. Για να έρθει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1998 με το «μίνι ασφαλιστικό» να ξεκινήσει συγχωνεύσεις ταμείων και να αντιμετωπίσει τα χρέη από εργοδοτικές εισφορές, (χαριστικές ρυθμίσεις αφού ουσιαστικά γίνονται άτοκα). Σήμερα προετοιμάζουν την καθιέρωση του τριφασικού συστήματος, δηλαδή μιας εθνικής σύνταξης επιδοματικού χαρακτήρα, μιας επικουρικής με ανταποδοτικό χαρακτήρα και μιας ιδιωτικής για όσους ασφαλιστούν σε ιδιωτική εταιρεία. Μόνο που οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν έτοιμα πακέτα και για τη διαχείριση των επικουρικών συντάξεων. Από τότε, από το 2000, συζητούσαν μέτρα τα οποία εφαρμόζονται σήμερα.
Βασικοί άξονες της «Λευκής Βίβλου» ήταν η «ανταγωνιστικότητα», η ανάπτυξη και η απασχόληση. Σ' αυτό το πλαίσιο η επέκταση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης ήταν μια βασική προωθούμενη πολιτική της, για να μοιράσει έτσι την ανεργία. Εριξε βάρος στη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» μέσα από την εξασφάλιση φτηνής εργατικής δύναμης. Προώθησε την επαγγελματική κατάρτιση και τη διά βίου εκπαίδευση των ανέργων αλλά και γενικότερα του εργατικού δυναμικού, προσφέροντας αναλώσιμες, ευκαιριακές γνώσεις στα πλαίσια της υποβάθμισης της γενικής εκπαίδευσης και της προσαρμογής στις ανάγκες της «αγοράς».
Με βάση τις παραπάνω κατευθύνσεις συγκροτείται η στρατηγική για την απασχόληση που εφαρμόζεται μετά τηΣύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου το 1997. Η «απασχολησιμότητα», η ενίσχυση του επιχειρηματικού πνεύματος, η «προσαρμοστικότητα» και οι «ίσες ευκαιρίες» είναι οι τέσσερις άξονες στους οποίες αυτή κινείται. Μέσα από την «απασχολησιμότητα» επιδιώκεται η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων, όχι όμως μέσα από την εξασφάλιση της πλήρους και σταθερής δουλειάς, αλλά από την υποαπασχόληση. Επιδιώκεται η δημιουργία ενός ακόμα πιο ευνοϊκού περιβάλλοντας για τις επιχειρήσεις μέσα από φοροαπαλλαγές, επιδοτούμενα προγράμματα κλπ. Η «προσαρμοστικότητα» αποτελεί το κλειδί, καθώς μέσα από αυτήν προωθούνται όλες οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Μετά το 1992, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη «Λευκή Βίβλο», που αποτελούν θεμέλια της ΕΕ, βρισκόμαστε σε πορεία βαθιών ανατροπών στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Η κατάσταση αυτή είναι το αποτέλεσμα της επιθετικότητας του κεφαλαίου, που πυροδοτείται από την ανάγκη αύξησης των κερδών του σε συνθήκες διεθνοποίησης και όξυνσης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, σε συνθήκες κρίσης του συστήματος, αλλά και υποχώρησης του εργατικού κινήματος, μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες του σοσιαλισμού.
Το κεφάλαιο για να αυξήσει τα κέρδη του έχει ένα δρόμο:
Να εκμεταλλευτεί σκληρά την εργατική δύναμη.
Οι κατευθύνσεις της «Λευκής Βίβλου» είναι σαφέστατες.
Χαρακτηριστικά, δυο - τρία αποσπάσματα:
1.«Τα άτομα τα οποία έχουν εργασία πρέπει να πειστούν ότι η ...αλληλεγγύη που θα δείξουν με την αποδοχή ορισμένων θυσιών θα καταλήξει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για εκείνους οι οποίοι είναι σήμερα άνεργοι».
Το κάλεσμα της ΕΕ γι' αυτήν την κάλπικη αλληλεγγύη είναι κάλεσμα στην υποταγή και βεβαίως, παρά την κατάργηση βασικών δικαιωμάτων, παρά τα κέρδη που καρπώθηκε το κεφάλαιο, τα προβλήματα οξύνονται. Η ανεργία αγκαλιάζει πάνω από 20 εκατομμύρια εργαζόμενους, ο μέσος όρος της μερικής απασχόλησης ξεπερνάει το 18%. Η τάση της χειροτέρευσης της κατάστασης, η σύγκλιση προς τα κάτω είναι γενική τάση, αφορά στους εργαζόμενους στο σύνολο των κρατών - μελών της ΕΕ.
2.«Η καθιέρωση της μεγαλύτερης ευελιξίας πρέπει να γίνει σε θέματα οργάνωσης της εργασίας, π.χ. καταργώντας τα εμπόδια που καταστούν δυσχερέστερη ή πιο δαπανηρή την απασχόληση, με μειωμένο ωράριο ή τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου».
3.«Σε πολλές χώρες του νότου η νομοθεσία που διέπει τους όρους απόλυσης των εργαζομένων με συμβάσεις απεριόριστου χρόνου διαρκείας πρέπει να χαλαρώσει».
Τι λέει μ' αυτά η ΕΕ; Λέει ΟΧΙ στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, στην πλήρη - σταθερή εργασία, στο σταθερό ωράριο. Λέει ΝΑΙ στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, στην αύξηση, στην απελευθέρωση των απολύσεων.
Αυτές τις επικίνδυνες αποφάσεις τις συνδιαμόρφωσαν, τις στήριξαν, τις ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΝ. Εχουν τεράστιες ευθύνες.
Στη βάση των αποφάσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της «Λευκής Βίβλου», καθορίστηκε το 1997, στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου, η στρατηγική της ΕΕ για την απασχόληση.
Η στρατηγική αυτή οικοδομείται στους εξής άξονες:
- Απασχολησιμότητα - Προσαρμοστικότητα:
Στο όνομα της πρόληψης και αντιμετώπισης της ανεργίας, προωθούνται οι λεγόμενες ενεργητικές πολιτικές, που προβλέπουν την επέκταση της μερικής απασχόλησης και άλλων μορφών υποαπασχόλησης, δηλαδή το μοίρασμα της ανεργίας. Προβλέπονται, επίσης, διάφορα προγράμματα ψευτοκατάρτισης, που σκοπό έχουν να εκτονώσουν την οργή των ανέργων, να τους κλείνουν το στόμα.
Ταυτόχρονα, προβλέπεται περικοπή, ακόμα και κατάργηση, των επιδομάτων ανεργίας, γιατί τα θεωρούν αντικίνητρο για την αναζήτηση δουλειάς.
- Ενίσχυση του επιχειρηματικού πνεύματος:
Δηλαδή, δημιουργία ακόμα πιο ευνοϊκού περιβάλλοντος (π.χ., φοροαπαλλαγές, επιδοτούμενα προγράμματα προς όφελος των εργοδοτών κλπ.). Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος αφορά στους ίδιους τους ανέργους, οι οποίοι εντάσσονται σε προγράμματα για τη δημιουργία μικροεπιχειρήσεων, οι οποίες αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα και δεν είδαν καμία προκοπή.
- Αυτή η πολιτική μιλάει, επίσης, για την ισότητα των ευκαιριών ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας. Επί της ουσίας, όπως αποδεικνύεται, πρόκειται για την καταλήστευση του μόχθου των γυναικών, για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας με πολύ επώδυνους όρους, που διαιωνίζουν τις διακρίσεις και τις ανισότητες.
Η πολιτική της ΕΕ προχωράει συνεχώς και σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Ετσι, με το Συμβούλιο της Λισαβόνας, το 2000, η επιθετικότητα του κεφαλαίου εκφράζεται με πιο αντεργατικούς στόχους.
Κατ' αρχήν μπαίνει ο βασικός στόχος:
«Να γίνει η οικονομία της ΕΕ ανταγωνιστικότερη των ΗΠΑ».
Εννοούν, να απολαμβάνουν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια όρους, που θα τους επιτρέπουν να αυξάνουν τα κέρδη τους και να κινούνται από καλύτερες θέσεις στις εθνικές και διεθνείς αγορές.
Γι' αυτό οι αποφάσεις της Λισαβόνας προβλέπουν:
- Σκληρή και παρατεταμένη λιτότητα.
- Επέκταση της απασχολησιμότητας. Δηλαδή, σκληρό χτύπημα της σταθερής εργασίας και υποκατάστασή της από μορφές ελαστικής υποαπασχόλησης.
- Μεγαλύτερη προτεραιότητα στη λεγόμενη «διά βίου μάθηση», στην οποία θα οδηγούνται άνεργοι και εργαζόμενοι, για να πάρουν, υποτίθεται, εφόδια.
Επί της ουσίας, πρόκειται για ευκαιριακές γνώσεις χωρίς αντίκρισμα.
Ολα αυτά συγκλίνουν σε ένα φαύλο κύκλο, που θα αρχίζει με την ανεργία, θα συνεχίζει με την ψευτοκατάρτιση και την υποαπασχόληση και θα κλείνει πάλι με την ανεργία, σε περιβάλλον συνεχούς υποβάθμισης των μισθών, των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Οι αποφάσεις της Λισαβόνας, όπως και των άλλων Συνόδων Κορυφής, δεν αφορούν μόνο στις εργασιακές σχέσεις και τους όρους αμοιβής. Αφορούν στην Κοινωνική Ασφάλιση, στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, στην Υγεία και την Πρόνοια. Οι αποφάσεις της Λισαβόνας είναι σαφέστατες.
Μιλούν για μέτρα διασφάλισης της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών συστημάτων.
Η βιωσιμότητα είναι ο Δούρειος Ιππος για τις ανατροπές δικαιωμάτων και την οικοδόμηση ενός αντεργατικού συστήματος, το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, αλλά θα τους φορτώνει συνεχώς και νέα βάρη, θα χειροτερεύει την κατάστασή τους.
Οι αντεργατικές αλλαγές στην Κοινωνική Ασφάλιση, που γίνονται στο έδαφος της επέκτασης της μερικής απασχόλησης, προωθούνται σε δύο κατευθύνσεις:
1. Από τη μία, έχουμε την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την καθήλωση των συντάξεων, την αύξηση των εισφορών των εργαζομένων, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και της κρατικής χρηματοδότησης.
2. Από την άλλη, έχουμε την ιδιωτικοποίηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, την πλοκή της με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και το Χρηματιστήριο. Αιχμή αυτής της εξέλιξης αποτελούν τα λεγόμενα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία, που καθιερώθηκαν και στην Ελλάδα με το νόμο 3029/2002 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος γίνεται σήμερα σημαία από την κυβέρνηση της ΝΔ.
Το μέλλον της Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της ΕΕ, τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, συνδέεται με τη δημιουργία τριών πυλώνων:
Ο πρώτος προβλέπει προνοιακές κύριες συντάξεις. Ο δεύτερος αφορά στα λεγόμενα επαγγελματικά ταμεία (τα οποία οδηγούν στην εκτόπιση της επικουρικής ασφάλισης) και προβλέπουν σύνταξη ανάλογα με την απόδοση που θα έχουν οι επενδύσεις τους στο Χρηματιστήριο. Ο τρίτος αφορά στην καθαρά ιδιωτική ασφάλιση από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που θα αναπτύσσονται, τόσο στον τομέα των συντάξεων, όσο και στον τομέα της Υγείας.
Μετά τη Λισαβόνα ακολούθησαν οι Σύνοδοι Κορυφής στη Στοκχόλμη, στο Λάακεν, στη Βαρκελώνη κλπ. Σε κάθε Σύνοδο έγιναν προσαρμογές, συμπληρώσεις με μεγαλύτερη επιθετικότητα.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, το Μάρτη του 2001, ελέγχεται η εφαρμογή των αποφάσεων της Λισαβόνας. Αποφασίζεται ένταση της αντεργατικής επίθεσης, που προσδιορίζεται άλλωστε με απόλυτη σαφήνεια στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου. Ετσι λοιπόν ο στόχος της «ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας», όπως αναφέρεται στο κείμενο, συνοδεύεται και από το στόχο της «παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου». Στις αποφάσεις εντάσσεται «η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των πλέον ηλικιωμένων γυναικών και ανδρών (σε ηλικίες μέχρι και 64 ετών) σε 50% μέχρι το 2010».
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, το Μάρτη του 2002, αποφασίζεται ευθέως το ζήτημα της κατάργησης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η προώθηση της σύνδεσης «αμοιβής - παραγωγικότητας». Η προώθηση της «απασχολησιμότητας» εκτιμάται ως βασική προτεραιότητα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου. Βάζει ευθέως ζήτημα κατάργησης των ΣΣΕ, ενώ ανοίγει ζήτημα κατάργησης των αποζημιώσεων σε περίπτωση απόλυσης. Απαιτεί δε να μειωθούν τα κίνητρα για την πρόωρη συνταξιοδότηση και η θεσμοθέτηση συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης.
Τα κατάλληλα «εργαλεία» και τους τρόπους για την υλοποίηση των στόχων της Λισαβόνας, συζήτησε η Σύνοδος υπουργών Εργασίας του Ναυπλίου, το Γενάρη του 2003. Αυτά επικεντρώθηκαν στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην ενίσχυση της «ευελιξίας». Στην «ισότιμη» συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, δηλαδή την ένταξη ακόμα μεγαλύτερου αριθμού γυναικών με χαμηλότερες αμοιβές, στο καθεστώς της μερικής ή προσωρινής απασχόλησης. Στον εγκλωβισμό ακόμα περισσότερων νέων και ανέργων στα προγράμματα της ψευτοκατάρτισης, επανεκπαίδευσης και ειδίκευσης κλπ.
Ετσι, φτάσαμε στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, το Μάρτη του 2004. Στη Σύνοδο αυτή, έγινε έλεγχος για την πορεία υλοποίησης των αποφάσεων της Λισαβόνας.
Οι αρχηγοί των κρατών - μελών, ομόφωνα, αποφάσισαν:
- Τη γενίκευση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, πράγμα που σημαίνει γενίκευση της μερικής αμοιβής, της μερικής ασφάλισης.
- Την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, με στόχο τη συνταξιοδότηση στα 70 χρόνια, στο όνομα της επέκτασης του εργασιακού βίου, γιατί θεωρούν το συνταξιούχο σαν κόστος, σαν βάρος, από το οποίο, τόσο το κεφάλαιο, όσο και οι κυβερνήσεις του θέλουν να απαλλαχτούν.
- Την παραπέρα εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της Υγείας.
- Μείωση του λεγόμενου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, δηλαδή καθήλωση των μισθών, απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές, φοροαπαλλαγές, γενικότερα νέα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο και άλλα.
Παράλληλα με αυτά τα αντεργατικά μέτρα, ισχυροποιείται ο μηχανισμός της καταστολής, πλήττονται δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, για να θωρακίσει το κεφάλαιο την εξουσία του.
Στα συμπεράσματα αυτής της Εαρινής Συνόδου προτάσσεται μετ' επιτάσεως η εφαρμογή των όσων περιλαμβάνει η έκθεση της ομάδας του Βιμ Κοκ, που, μεταξύ άλλων, προτείνει:
- Την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μετά τα 65 χρόνια.
- Τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας, γιατί «έτσι οι άνεργοι χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη δουλειά».
- Τη μείωση των επιδομάτων ασθενείας ή αναπηρίας, γιατί «δημιουργούν παγίδες αδράνειας για τους δικαιούχους, ώστε αυτοί να πάρουν πρωτοβουλία για να αναζητήσουν μια σχετικά χαμηλόμισθη εργασία».
Η ίδια έκθεση για την Ελλάδα προτείνει:
- Τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», όπως το ονομάζει, δηλαδή, το χτύπημα των ασφαλιστικών και άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
- Την προώθηση της μερικής απασχόλησης.
Σε άλλες εκθέσεις που κατατέθηκαν και υιοθετήθηκαν στην Εαρινή Σύνοδο, τα μέτρα γίνονται ακόμα πιο συγκεκριμένα και ο αντεργατικός χαρακτήρας τους αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο (τις εκθέσεις αυτές έχει αναλυτικά παρουσιάσει ο «Ρ» στα φύλλα της 10ης και 12ης Μάρτη 2004). Στην Εκθεση της Κομισιόν COM 146 (2004), προτείνεται η αύξηση κατά 5 χρόνια της μέσης πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω μιας σειράς αντικινήτρων, ώστε να εμποδιστεί η συνταξιοδότηση με τα σημερινά όρια. Ενώ τα ίδια αντικίνητρα ανοίγουν το δρόμο ακόμα και για αύξηση των επίσημων ορίων και εισάγουν ένα νέο καθεστώς ημιαπασχόλησης και μερικής συνταξιοδότησης! Συγκεκριμένα, τονίζει ότι «κρίνεται σημαντικό να στραφεί η σχετική πολιτική προς την ενθάρρυνση των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, ώστε να παραμείνουν στο εργατικό δυναμικό, ιδίως με την αναθεώρηση των κινήτρων για εργασία, καθώς και των κανόνων επιλεξιμότητας και πρόσβασης στη συνταξιοδότηση και σε άλλα συστήματα παροχών». Ενας από τους τρόπους για να παραμείνουν οι εργαζόμενοι στην εργασία είναι η εφαρμογή «ευέλικτων μορφών οργάνωσης της εργασίας». Γι' αυτό «η συνταξιοδότηση πρέπει να μετατραπεί από γεγονός σε διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα αποφασίζουν να μειώσουν σταδιακά τις ώρες απασχόλησής τους με την πάροδο του χρόνου. Η μερική συνταξιοδότηση είναι μια επιλογή, που αξίζει περισσότερη προσοχή από αυτήν που συγκεντρώνει σήμερα». Με αυτόν τον τρόπο, εκτός από την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, επιτυγχάνεται η αύξηση των ποσοστών ευέλικτων μορφών απασχόλησης, δηλαδή ενός εργατικού δυναμικού ακόμα πιο φθηνού, με λιγότερα δικαιώματα και έρμαιο των εργοδοτών. Στην πράξη, θα είναι δεμένος στη δουλειά μέχρι να πεθάνει. Ομως, στην ΕΕ δε φθάνει μόνον η αύξηση των ορίων ηλικίας, αλλά επιδιώκει, οι εργαζόμενοι ακόμα και λίγες στιγμές πριν από το θάνατό τους να παράγουν υπεραξία και κέρδη για το κεφάλαιο. Γι' αυτό ωμά και κυνικά τονίζεται στην Εκθεση: «Η επιστράτευση όλων των δυνατοτήτων των ατόμων κάθε ηλικίας, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου, αποτελεί το επιστέγασμα της στρατηγικής της ΕΕ για τη γήρανση του εργατικού δυναμικού».
Σε άλλη έκθεσή της, η Κομισιόν COM 137 (2004) προτείνει την ένταση των ρυθμών εφαρμογής των αποφάσεων της Λισαβόνας. Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι «το 15% περίπου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) ή περίπου 55 εκατομμύρια άτομα βρίσκονταν στο όριο της φτώχειας το 2001», ενώ οι μισοί από αυτούς «διατρέχουν μόνιμο κίνδυνο φτώχειας». Την ίδια στιγμή, επισημαίνεται ότι παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε «από 7,7% το 2002 σε 8% το 2003» και ότι για το 2004 «υπάρχει κίνδυνος συνέχισης της στασιμότητας στην απασχόληση και πιθανώς υψηλότερης ανεργίας». Στη συνέχεια, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχειας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ρυθμοί εφαρμογής των αντεργατικών μέτρων πρέπει να ενταθούν. Λέει, για παράδειγμα, ότι για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών πρέπει «να ενθαρρυνθούν ιδιαίτερα η μερική και η ευέλικτη απασχόληση». Ακόμα, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει ως απαραίτητη τη γενίκευση του δουλεμπορίου των εργαζομένων σε κάθε κράτος - μέλος της ΕΕ, σημειώνοντας ότι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει πολιτική συμφωνία για την έκδοση οδηγίας, που θα εξασφαλίζει τη θεσμοθέτηση των εταιρειών ενοικίασης εργαζομένων, «στις χώρες εκείνες όπου ισχύουν περιορισμοί για την απασχόληση των εργαζομένων σε εταιρείες προσωρινής απασχόλησης».
Ενα ζήτημα που είχε ανοίξει από το 1996 στα πλαίσια εφαρμογής της «Λευκής Βίβλου» ήταν αυτό της άρσης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Ετσι με τη γραπτή διατύπωση «Η απασχόληση δε θα βασίζεται στη σιγουριά της μονιμότητας», στο κείμενο της ομιλίας του προς το συνέδριο του «Economist», ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτης, τότε το 1996, επιβεβαίωσε τις κυβερνητικές προθέσεις για άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων! Ετσι, η κυβέρνηση δείχνει ότι προτίθεται άμεσα να υλοποιήσει και τη σχετική επιταγή της αντεργατικής ευρωενωσιακής «Λευκής Βίβλου», όπου η μονιμότητα χαρακτηρίζεται ως «ανασταλτικός παράγοντας της παραγωγικότητας» και γι' αυτό συνιστάται η κατάργησή της. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο πρωθυπουργός έδινε τότε τις εξετάσεις και τα διαπιστευτήριά του και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση και προς τον ΣΕΒ, που μόνιμα ζητά την άρση της μονιμότητας, και προς τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Με την άρση της μονιμότητας, ο «εκσυγχρονιστής» πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του επιχειρούν να γυρίσουν την ελληνική κοινωνία στον περασμένο αιώνα και να αναβιώσουν τις μέρες της πλατείας Κλαυθμώνος, του 1890 - 1911 (χρονιά θεσμοθέτησης της μονιμότητας), όπου μαζεύονταν οι δημόσιοι υπάλληλοι, που απολύονταν από την εκάστοτε νέα κυβέρνηση και διαμαρτύρονταν κλαίγοντας, εξ ου και το όνομα της πλατείας. Τέτοιες σκηνές «απείρου κάλλους» θέλει να επαναληφθούν λίγο πριν τον 21ο αιώνα!
Πρέπει να πούμε ότι η μονιμότητα υπήρξε, όχι μόνο μια κατάκτηση των εργαζομένων στο Δημόσιο, αλλά και ένα στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα, που διασφαλίζει, ως ένα βαθμό, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία από την αυθαιρεσία των κρατούντων. Είναι ένα από τα λίγα δικαιώματα που έχουν απομείνει στους δημόσιους υπαλλήλους, το οποίο αμβλύνει κάπως το καθεστώς πολιτικής ομηρίας που βιώνουν σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι οικογένειές τους, με τη ρουσφετολογία και την ημετεροκρατία στις προσλήψεις και στις υπηρεσιακές τους μεταβολές. Με την άρση της μονιμότητας, η κυβέρνηση υιοθετεί τη «λογική» που εξέφρασε το 1800 ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Τζέφερσον με τη γνωστή του ρήση: «Η Δημόσια Διοίκηση και οι εργαζόμενοι σ' αυτήν αποτελούν λάφυρο της κυβέρνησης»! Και, βέβαια, μια τέτοια αντίληψη δε σημαίνει μόνο εργασιακή αβεβαιότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους, αλλά και συχνές αναστατώσεις στη Δημόσια Διοίκηση με τις συχνές απολύσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, των υπαλλήλων που είχαν διοριστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και με αντίστοιχες προσλήψεις των «ημετέρων».
Το μακελειό που συντελείται σήμερα σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων δεν είναι κεραυνός «εν αιθρία». Τα μέτρα για το παραπέρα φτήνεμα της εργατικής δύναμης, με τη μείωση του - λογιζόμενου από τους καπιταλιστές - σαν «μισθολογικού» και «μη μισθολογικού κόστους», είναι προαποφασισμένα εδώ και χρόνια από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την υπογραφή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων και των άλλων κομμάτων του κεφαλαίου όπως ήδη έχουμε αποκαλύψει πιο πάνω.
Η μείωση των μισθών, η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η κατάργηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, με τη μετατροπή της σε ανταποδοτική, είναι σταθερή επιδίωξη του ευρωενωσιακού κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε συνθήκες κρίσης, όλες οι παραπάνω ανατροπές επιταχύνονται και διευρύνονται, επειδή τα μονοπώλια γίνονται πιο επιθετικά και πασχίζουν να απαλλαγούν από κάθε εργατική κατάκτηση, προκειμένου αφ' ενός να ορθοποδήσουν από την κρίση, αφ' ετέρου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη κερδοφορία την περίοδο της αναιμικής ανάκαμψης που θα ακολουθήσει.
Ας δούμε ακόμη ορισμένες από τις στρατηγικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης τη δεκαετία του '90 και του 2000, που επαληθεύουν ότι τα μέτρα, που σήμερα προωθούνται, περιγράφονταν είτε σαν στρατηγικές κατευθύνσεις, είτε σαν συγκεκριμένες ανατροπές στα ευρωενωσιακά κιτάπια. Τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν:
Πρώτον, φιλολαϊκή Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να υπάρξει. Οπως δεν υπάρχει λύση για το λαό μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και της Ευρωένωσης, που εναντιώνεται από θέση στρατηγικής στα λαϊκά συμφέροντα.
Δεύτερο, τα αναμασήματα των οπορτουνιστών για μια «άλλη» δήθεν Ευρωπαϊκή Ενωση «των λαών» είναι φούμαρα και αυταπάτες. Οπως είναι επικίνδυνη η προπαγάνδα τους ότι τα σημερινά μέτρα απειλούν το «κοινωνικό κεκτημένο» στην Ευρώπη. Τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ. Ο,τι κατακτήθηκε από τους εργαζόμενους, κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα, στο πλαίσιο της ανειρήνευτης πάλης με το κεφάλαιο, την οποία οι οπορτουνιστές εχθρεύονται και αποκηρύσσουν.
Τρίτο, τα πράγματα για τους λαούς της Ευρώπης θα μπορούσαν σήμερα να είναι πολύ καλύτερα και από καλύτερες θέσεις να αντιπαλεύουν τα μέτρα και την αντιλαϊκή στρατηγική τους, αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, κύρια στις ισχυρότερες οικονομικά καπιταλιστικές χώρες, δεν είχαν προδώσει τους εργαζόμενους και δεν είχαν περάσει ανοιχτά στο στρατόπεδο της εργοδοσίας και των αστικών κυβερνήσεων. Είναι και αυτός ένας βασικός λόγος, για τον οποίο οι προαποφασισμένες ανατροπές πέρασαν πιο γρήγορα και πιο εύκολα σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, όπου εδώ και δεκαετίες, οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν αλώσει στην κυριολεξία το εργατικό κίνημα.
Εχουμε ήδη μιλήσει για τη «Στρατηγική της Λισαβόνας», που αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης τον Μάρτη του 2000. Πάντως, η στρατηγική της Λισαβόνας έβαζε επιτακτικά το ζήτημα της λήψης διαρθρωτικών μέτρων που εντείνουν την εκμετάλλευση, όπως: Κατάργηση Συλλογικών Συμβάσεων, μείωση μισθών, αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μειώσεις συντάξεων, μείωση χρόνου και ύψους επιδόματος ανεργίας, κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, προώθηση μερικής και ελαστικής απασχόλησης, καθώς και γοργή εφαρμογή ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων καθώς και εμπορευματοποίηση Υγείας, Παιδείας κ.λπ. «Απ' τη Λισαβόνα αρχίζει ο δρόμος για το ...Μεσαίωνα», σχολίαζε το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» στις 23/3/2000, μέρα έναρξης της Συνόδου Κορυφής.
Βέβαια, τα θεμέλια είχαν μπει από τη «Λευκή Βίβλο».
Από εκεί και πέρα, οι Σύνοδοι Κορυφής των ηγετών των κρατών - μελών της ΕΕ, αλλά και οι σύνοδοι των υπουργών Απασχόλησης των κρατών - μελών εξειδίκευαν τους στόχους για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό, ότι από τη σύνοδο των υπουργών Κοινωνικών Υποθέσεων στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας στις 13-14/3/1997, επαναλαμβάνεται το θέμα της μείωσης του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, το οποίο πρωτοδιατυπώθηκε στη «Λευκή Βίβλο», με όχημα την εφαρμογή σε νέους εργαζόμενους. Οπως έγραφε ο «Ρ» στις 20/4/1997, σε εκείνη τη Σύνοδο «εξετάστηκαν ειδικότερα προτάσεις και συμπεράσματα από την εφαρμογή των μέτρων:
-- Μείωσης των εργοδοτικών εισφορών σε περιπτώσεις πρόσληψης νέων ανειδίκευτων εργαζομένων ή μακροχρόνια ανέργων.
-- Μείωσης των φόρων επί της εργασίας για περιπτώσεις ανάλογων προσλήψεων».
Ακολούθως, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στην Κολωνία στις 3-4/6/1999, υιοθετήθηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο Απασχόλησης», το οποίο αποτέλεσε τον εκσυγχρονισμό της «Λευκής Βίβλου», με την προσθήκη νέων μέτρων καθώς και την απόφαση ότι η διαδικασία εφαρμογής των μέτρων ξεθεμελιώματος των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων θα παρακολουθείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο «Ρ» έγκαιρα είχε αποκαλύψει το περιεχόμενό του σημειώνοντας σε ρεπορτάζ στις 3/6/1999 ότι το Σύμφωνο δίνει κατευθύνσεις για μέτρα όπως:
«1. Μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή, την απαλλαγή των εργδοτοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν για τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους.
2. Αναδιάρθρωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή κατεδάφιση των ασφαλιστικών ταμείων και αντικατάσταση της κοινωνικής με ιδιωτική ασφάλιση.
3. Προώθηση της απασχολησιμότητας, δηλαδή κατάργηση όλων των υφιστάμενων σταθερών εργασιακών σχέσεων και την αντικατάστασή τους με «ελαστικές», με στόχο τη διαμόρφωση του «απασχολήσιμου», ο οποίος θα είναι μονίμως στη διάθεση των εργοδοτών του, για να εργαστεί όπου, όσο και όπως του ζητηθεί. Ο ίδιος θα πρέπει, επίσης, να φροντίζει για την ασφαλιστική του κάλυψη.
4. Ενεργητικές πολιτικές αντιμετώπισης της ανεργίας, δηλαδή την επιδότηση των επιχειρηματιών αντί των ανέργων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Οπως καταγράφεται στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» στις 20/3/2002, που παρουσιάζει το κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής που προηγήθηκε στη Βαρκελώνη στις 15-16/3/2002, «οι σαφέστατες κατευθύνσεις της Συνόδου της Βαρκελώνης εντάσσονται στο πλαίσιο που χαράχτηκε στη Σύνοδο της Λισαβόνας (Μάρτης 2000) και αφορούσε στην πολυμέτωπη επίθεση του κεφαλαίου κατά των εργαζομένων στους τομείς των εργασιακών σχέσεων και της Κοινωνικής Ασφάλισης, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» και της "Νέας Οικονομίας". Δύο χρόνια μετά, οι "δεκαπέντε" όχι μόνο διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στις αποφάσεις της Λισαβόνας, αλλά προχωρούν ακόμη ένα βήμα.
Στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου της Βαρκελώνης γίνεται λόγος για "μερική συνταξιοδότηση"! Συγκεκριμένα, στο κείμενο αναφέρεται: "Να αυξηθούν οι πιθανότητες εξεύρεσης εργασίας για τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, λόγου χάριν, με τη θεσμοθέτηση συστημάτων μερικής συνταξιοδότησης". (...) Στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου της Βαρκελώνης αναφέρεται - στο τμήμα που αφορά στην εργατική νομοθεσία: "Ο υπολογισμός του κόστους σύναψης και λύσης των συμβάσεων εργασίας με σκοπό το συγκερασμό ευελιξίας και κοινωνικής προστασίας". Αν έχουμε υπόψη τι ακριβώς ζητούν οι εργοδότες στον τομέα αυτό, δεν είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσουμε το παραπάνω απόσπασμα από τις αποφάσεις της Βαρκελώνης.
Συνιστάται, λοιπόν, στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ να προχωρήσουν σε νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες θα καταργούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν το κόστος των προσλήψεων και το κόστος των απολύσεων. Δηλαδή, κατάργηση των ορίων στις απολύσεις, μείωση έως και κατάργηση των αποζημιώσεων για τους απολυμένους, αλλά και προσλήψεις νέων με αποδοχές κατώτερες από αυτές που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών για τους νεοπροσλαμβανόμενους κ.λπ.».
Τα θεμέλια, λοιπόν, για την προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που εντείνουν κατακόρυφα την εκμετάλλευση των εργαζομένων από το κεφάλαιο, έχουν μπει από πολύ παλιά, έχουν διατυπωθεί και επαναδιατυπωθεί πολλές φορές, καθώς ακριβώς υπηρετούν τους στρατηγικούς στόχους του κεφαλαίου.
Η εφαρμογή αυτών των μέτρων επανέρχεται με επιτακτικό τρόπο από τη στιγμή της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, όταν, δηλαδή το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί πασχίζουν να βρουν τρόπους να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων, ώστε να επανέλθουν από καλύτερους όρους στην κούρσα του ξεζουμίσματος της εργατικής δύναμης και της αύξησης της κερδοφορίας.
Ετσι, οι αποφάσεις που πάρθηκαν στην Εαρινή Σύνοδο Κορυφής του 2009, επανέφεραν τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για ακόμα πιο φθηνή εργατική δύναμη με ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης. Οπως καταγράφεται στον «Ρ» στις 21/6/2009, σε μια κωδικοποίηση των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής, για την απασχόληση, τους μισθούς και το Ασφαλιστικό, μεταξύ άλλων αποφασίστηκε:
«Επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, ημιαπασχόληση, "εύκαμπτα μοντέλα εργασίας και προσωρινή ρύθμιση του χρόνου απασχόλησης, ενδεχομένως και άλλες μορφές ευελιξίας μέσα στις επιχειρήσεις", "προσαρμογή" του εργάσιμου χρόνου και του μισθού σαν εναλλακτικά μέτρα αντί της απόλυσης. Μείωση του "μη μισθολογικού" κόστους, ιδιαίτερα για τους ανειδίκευτους εργάτες (μείωση ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας κλπ.), μείωση της διαφοράς αμοιβής των δύο φύλων (συμπίεση των μισθών των ανδρών προς τα κάτω).
Σχεδιάζεται καίριο χτύπημα στον κοινωνικό χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Διευκόλυνση της ελεύθερης κίνησης των εργαζομένων και της ευέλικτης μετάβασης από τη μια θέση εργασίας σε άλλη θέση. Αύξηση των επενδύσεων στην επανακατάρτιση και πλήρης προσαρμογή της εκπαίδευσης στις μελλοντικές απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς. Εμφαση στη διατήρηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων που περνούν στην ανεργία στη φάση της κρίσης και στο ρόλο των δημόσιων υπηρεσιών για έγκαιρο προσδιορισμό των δεξιοτήτων που ζητά κάθε φορά το κεφάλαιο, καθώς και γρήγορη επανεκπαίδευση των εργαζομένων.
Χορήγηση 19 δισ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς το κεφάλαιο για διατήρηση θέσεων εργασίας στη διάρκεια της κρίσης. Κάλυψη των σχετικών δαπανών των κρατών - μελών την περίοδο 2009 - 2010 κατά 100% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δημιουργία 5 εκατομμυρίων θέσεων μαθητείας σε όλη την ΕΕ, με μειωμένες αμοιβές και δικαιώματα. Νέες ανατροπές στα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των γυναικών και επέκταση του εργάσιμου βίου. Καταβολή ασφαλιστικών εισφορών κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης και όχι μόνο στη διάρκεια του εργάσιμου βίου, όπως ισχύει μέχρι σήμερα».
Το κερασάκι στην τούρτα βάζει το Σύμφωνο για το Ευρώ, το οποίο, μεταξύ άλλων, («Ρ», 12/3/2011) ξεκαθαρίζει ότι:
-- «"Το κόστος εργασίας θα βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και θα συγκρίνεται με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης και των κύριων εμπορικών εταίρων της ΕΕ (...) Οι μισθοί θα πρέπει να βρίσκονται σε συνάρτηση με την ανταγωνιστικότητα". Ουσιαστικά, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού κεφαλαίου επιδιώκουν οι μισθοί να καθορίζονται στο εξής σε συνάρτηση με το κόστος εργασίας που καταγράφεται στους κύριους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, δηλαδή στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας και άλλων χωρών του πλανήτη. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας περνάει μέσα από τη συνεχή μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Πρόσφατα η καγκελάριος της Γερμανίας, Α. Μέρκελ, τόνισε ότι η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας πλήττεται από την Κίνα, τη Βραζιλία και την Ινδία, όπου στην πλειοψηφία τους οι εργαζόμενοι αμείβονται με μισθούς πείνας.
-- Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην ενίσχυση της αποκέντρωσης των μισθολογικών διαπραγματεύσεων και στη "βελτίωση" των μηχανισμών τιμαριθμικής προσαρμογής". Επί της ουσίας, προτείνεται η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η αντικατάστασή τους με επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, που θα οδηγήσουν σε νέες μειώσεις μισθών και απώλεια δικαιωμάτων. Παράλληλα, για τις χώρες που εφαρμόζουν το σύστημα της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) των μισθών, προτείνεται η "βελτίωσή" του. Δηλαδή, η αποσύνδεση των αυξήσεων στους μισθούς από τις αυξήσεις που γίνονται σε βασικά αγαθά ή πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο, που οδηγούν σε τεράστιες αυξήσεις των προϊόντων.
-- Οι κυβερνήσεις της ΕΕ "δεσμεύονται να συγκρατήσουν τους μισθούς στο δημόσιο τομέα", ώστε να "μην επηρεάζουν τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα". Δεσμεύτηκαν ουσιαστικά για νέο πάγωμα και μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα με πρόσχημα την "επίδραση" που έχουν στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα».
Σημειώσεις:
1. Εισηγητική Εκθεση: Προϋπολογισμός οικονομικού έτους 1994, σελ. 9.
2. Εισηγητική Εκθεση: Προϋπολογισμός οικονομικού έτους 1994, σελ. 15.
3. «Οικονομική Καθημερινή» 13.11.1993.