Ι. Β. Στάλιν
Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός
(1938)
Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η
κοσμοθεωρία του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Ονομάζεται διαλεκτικός
υλισμός επειδή ο τρόπος προσέγγισης των φυσικών φαινομένων, η μέθοδος με την
οποία τα μελετά και τα κατανοεί, είναι η διαλεκτική, ενώ η ερμηνεία των φυσικών
φαινομένων, η σύλληψη αυτών των φαινομένων, η θεωρία του, είναι υλιστική.
Ο ιστορικός υλισμός είναι η
προέκταση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη μελέτη της κοινωνικής ζωής, η
εφαρμογή των αρχών του διαλεκτικού υλισμού στα φαινόμενα της ζωής της
κοινωνίας, στη μελέτη της κοινωνίας και της ιστορίας της.
Περιγράφοντας τη διαλεκτική
τους μέθοδο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνήθως αναφέρονται στον Χέγκελ ως τον
φιλόσοφο που διατύπωσε τα κύρια χαρακτηριστικά της διαλεκτικής. Αυτό, όμως, δε
σημαίνει πως η διαλεκτική του Μαρξ και του Ένγκελς ταυτίζεται με τη διαλεκτική
του Χέγκελ. Για την ακρίβεια, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πήραν από την εγελιανή
διαλεκτική μόνο τον ‘ορθολογικό της πυρήνα’, αφήνοντας κατά μέρους το
ιδεαλιστικό της περίβλημα, και ανέπτυξαν τη διαλεκτική παραπέρα ώσπου της
έδωσαν σύγχρονη επιστημονική μορφή.
‘Η διαλεκτική μου μέθοδος’,
λέει ο Μαρξ, ‘δεν είναι μόνο διαφορετική της εγελιανής, αλλά το ακριβές αντίθετό
της. Για το Χέγκελ, η διαδικασία του σκέπτεσθαι, την οποία, κάτω από την
ονομασία ‘Ιδέα’, δε διστάζει να μεταμορφωθεί σε ανεξάρτητο υποκείμενο, είναι ο
δημιουργός του αληθινού κόσμου, και ο αληθινός κόσμος είναι μονάχα η εξωτερική,
φαινομενική μορφή της ‘Ιδέας’. Για μένα, αντίθετα, το ιδεατό δεν είναι τίποτα
άλλο από τον υλικό κόσμο όπως αντανακλάται από τον ανθρώπινο νου και
μεταφράζεται σε μορφές σκέψης’.
Περιγράφοντας τον υλισμό
τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, συνήθως αναφέρονται στον Φόιερμπαχ ως τον φιλόσοφο
που αποκατέστησε τον υλισμό στη θέση του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ο
υλισμός του Μαρξ και του Ένγκελς ταυτίζεται με τον υλισμό του Φόιερμπαχ. Για
την ακρίβεια, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πήραν από τον υλισμό του Φόιερμπαχ τον
‘εσωτερικό του πυρήνα’, και τον ανέπτυξαν σε μια επιστημονικο-φιλοσοφική θεωρία
του υλισμού, αφήνοντας κατά μέρους τα ιδεαλιστικά και θρησκευτικο-ηθικά του
φορτία. Γνωρίζουμε πως ο Φόιερμπαχ, αν και ήταν βαθύτατα υλιστής, είχε
αντιρρήσεις για το όνομα υλισμός. Ο Ένγκελς είχε επανειλημμένα δηλώσει πως
‘παρά την υλιστική βάση’ ο Φόιερμπαχ ‘παρέμενε προσδεμένος στα παραδοσιακά ιδεαλιστικά δεσμά’, και πως
‘ο αληθινός ιδεαλισμός του Φόιερμπαχ γίνεται φανερός μόλις φτάσουμε στη
φιλοσοφία της θρησκείας και της ηθικής του’.
Η λέξη διαλεκτική έχει της
ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη διαλέγομαι,
που σημαίνει συζητώ, συνομιλώ. Στην αρχαία εποχή η διαλεκτική ήταν η τέχνη του
να φτάνει κανείς στην αλήθεια, φανερώνοντας τις αντιθέσεις στο επιχείρημα του
αντιπάλου, και ξεπερνώντας αυτές τις αντιθέσεις. Υπήρχαν φιλόσοφοι στην αρχαία
εποχή που πίστευαν πως η φανέρωση των αντιθέσεων στη σκέψη και η σύγκρουση των
αντιθέτων ήταν η καλύτερη μέθοδος για να φτάσει κανείς στην αλήθεια. Η
διαλεκτική μέθοδος σκέψης, αφού αργότερα προεκτάθηκε στα φυσικά φαινόμενα,
εξελίχθηκε σε διαλεκτική μέθοδο αντίληψης της φύσης, η οποία παρατηρεί τα φυσικά
φαινόμενα να είναι σε διαρκή κίνηση και να υποβάλλονται σε συνεχή αλλαγή, και
την εξέλιξη της φύσης ως το αποτέλεσμα της ξεδίπλωσης των εγγενών αντιθέσεων
της φύσης, ως το αποτέλεσμα της διάδρασης των αντιθετικών δυνάμεων στη φύση.
Στην ουσία της, η διαλεκτική
είναι το ακριβές αντίθετο της μεταφυσικής.
1)
Μαρξιστική
Διαλεκτική Μέθοδος
Τα κύρια χαρακτηριστικά της
μαρξιστικής διαλεκτικής μεθόδου έχουν ως εξής:
α) Φύση συνδεδεμένη και καθορισμένη
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική,
η διαλεκτική δε θεωρεί τη φύση ως μια τυχαία συσσώρευση πραγμάτων, φαινομένων,
ασύνδετων, απομονωμένων, και ανεξάρτητων το ένα από το άλλο, αλλά ως
συνδεδεμένο και ενιαίο όλον, εντός του οποίου τα πράγματα, τα φαινόμενα είναι
οργανικά συνδεδεμένα, εξαρτημένα και καθορισμένα το ένα από το άλλο.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική
μέθοδο, λοιπόν, κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να κατανοηθεί μονάχο του,
αποκομμένο από τα φαινόμενα που το περιβάλλουν, καθώς οποιοδήποτε φαινόμενο σε
οποιαδήποτε σφαίρα της φύσης μπορεί να καταστεί χωρίς νόημα, αν ιδωθεί όχι σε
σχέση με τις περιβάλλουσες συνθήκες, αλλά χωρισμένο από αυτές. Και αντίθετα,
οποιοδήποτε φαινόμενο μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί αν θεωρηθεί σε
αδιάσπαστη σύνδεση με τα περιβάλλοντα φαινόμενα, ως καθορισμένο από τα
φαινόμενα που το περιβάλλουν.
β) Η φύση είναι σε κατάσταση αέναης κίνησης και αλλαγής
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική,
η διαλεκτική θεωρεί ότι η φύση δε βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας και ακινησίας,
στασιμότητας και αμεταβλητότητας, αλλά σε κατάσταση συνεχούς κίνησης και
αλλαγής, διαρκούς ανανέωσης και εξέλιξης, όπου πάντα κάτι αναδύεται και
εξελίσσεται, και πάντα κάτι αποσυντίθεται και αργοπεθαίνει.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική
μέθοδο, λοιπόν, τα φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται όχι μόνο από την άποψη της
αλληλοσύνδεσης και αλληλεξάρτησής τους, αλλά και από την άποψη της κίνησης, της
αλλαγής, της εξέλιξης, της εμφάνισης και της εξαφάνισής τους.
Η διαλεκτική μέθοδος θεωρεί
ως πρωταρχικής σημασίας όχι αυτό που τη δεδομένη στιγμή φαίνεται σταθερό και
μόνιμο, ενώ έχει ήδη αρχίσει να απογίνεται και να χάνεται, αλλά αυτό που
αναδύεται και εξελίσσεται, ακόμη και αν τη δεδομένη στιγμή δε φαίνεται να έχει
αντοχή και σταθερότητα, επειδή η διαλεκτική βλέπει ως ανίκητο μόνο αυτό που
αναδύεται και εξελίσσεται.
‘Ολόκληρη η φύση’, λέει ο
Ένγκελς, ‘από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, από τους κόκκους άμμου στα ηλιακά
άστρα, από τους μονοκύτταρους οργανισμούς ως τον άνθρωπο, υφίσταται μια
ατελείωτη σειρά σταθμών εξέλιξης, ένα αιώνιο προτσές εμφάνισης και εξαφάνισης,
μέσα σε ακατάπαυστη ροή, μέσα σε ατελείωτη κίνηση και αλλαγή’.
‘Γι αυτό το λόγο, η
διαλεκτική’, λέει ο Ένγκελς, ‘συλλαμβάνει τα πράγματα, και την αντανάκλασή τους
στον ανθρώπινο νου, μέσα στην αλληλοσύνδεσή τους, μέσα στην κίνησή τους, την
εμφάνιση και την εξαφάνισή τους’.
γ) Η ποσοτική αλλαγή οδηγεί σε ποιοτική αλλαγή
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική,
η διαλεκτική δε θεωρεί το προτσές (πορεία) εξέλιξης σαν ένα απλό προτσές
ανάπτυξης, όπου οι ποσοτικές αλλαγές δεν οδηγούν σε ποιοτικές αλλαγές, αλλά ως μια
εξέλιξη που περνά από ασήμαντες και αδιόρατες αλλαγές σε ολοφάνερες,
θεμελιώδεις, ποιοτικές αλλαγές. Μια εξέλιξη στην οποία οι ποιοτικές αλλαγές δεν
συμβαίνουν σταδιακά, αλλά γρήγορα και απότομα, παίρνοντας τη μορφή άλματος από
τη μία κατάσταση στην άλλη. Συμβαίνουν όχι τυχαία, αλλά ως το φυσικό αποτέλεσμα
της συσσώρευσης αδιόρατων και σταδιακών ποσοτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική
μέθοδο, λοιπόν, το προτσές της εξέλιξης πρέπει να εξετάζεται όχι ως κυκλική
κίνηση, όχι σαν απλή επανάληψη αυτού που έχει ήδη συμβεί, αλλά ως μια
προοδευτική κίνηση προς τα πάνω, ως μετάβαση από μία παλιά ποιοτική κατάσταση
σε μια καινούρια ποιοτική κατάσταση, ως εξέλιξη από το απλό στο σύνθετο, από το
κατώτερο στο ανώτερο.
‘Η φύση’, λέει ο Ένγκελς,
‘είναι η λυδία λίθος της διαλεκτικής. Και πρέπει να ειπωθεί για τις σύγχρονες
φυσικές επιστήμες ότι έχουν προσκομίσει πλούσιο και ολοένα αυξανόμενο υλικό για
επαλήθευση, και έχουν αποδείξει ότι σε τελευταία ανάλυση το προτσές της φύσης
είναι διαλεκτικό και όχι μεταφυσικό, ότι δεν κινείται σε αιώνια ομοιόμορφους
και διαρκώς επαναλαμβανόμενους κύκλους, αλλά ότι η φύση περνά μέσα από την
αληθινή ιστορία. Εδώ πρέπει να γίνει μνεία στο Δαρβίνο, που κατέφερε
αποφασιστικό χτύπημα στη μεταφυσική αντίληψη της φύσης, αποδεικνύοντας ότι ο
οργανικός κόσμος του σήμερα, η χλωρίδα, η πανίδα, αλλά και ο άνθρωπος, είναι
προϊόν ενός προτσές εξέλιξης, που διαρκεί εκατομμύρια χρόνια’.
Περιγράφοντας τη διαλεκτική
εξέλιξη ως μια μετάβαση από ποσοτικές αλλαγές σε ποιοτικές αλλαγές, ο Ένγκελς
λέει:
‘Στη φυσική […] κάθε αλλαγή
είναι ένα πέρασμα από την ποσότητα στην ποιότητα, ως αποτέλεσμα της
ποσοτικής αλλαγής κάποιας μορφής κίνησης, είτε του ίδιου του σώματος είτε μεταδιδομένης στο σώμα. Για παράδειγμα, η
θερμοκρασία του νερού αρχικά δεν επηρεάζει την υγρή του κατάσταση. Αλλά καθώς η
θερμοκρασία του υγρού νερού ανεβαίνει ή
πέφτει, έρχεται στιγμή, όπου η
κατάσταση του αλλάζει και το νερό μεταβάλλεται στην μια περίπτωση σε ατμό και
στην άλλη σε πάγο. Κατά τον ίδιο τρόπο, για να γίνει φωτεινό ένα σύρμα από
πλατίνα χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα μιας ορισμένης δύναμης. Με ίδιο τρόπο, κάθε
μέταλλο λιώνει σε ορισμένους βαθμούς θερμοκρασίας. Κάθε υγρό, κάτω από μια
ορισμένη πίεση, φτάνει στο σημείο που πήζει ή πού βράζει, εφόσον τα μέσα μάς επιτρέπουνε
να πετύχουμε τις απαραίτητες θερμοκρασίες για κάθε περίπτωση. Τέλος, κάθε αέριο
έχει ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο, με την κατάλληλη πίεση μπορεί να μετατραπεί
σε υγρό. Οι γνωστές σταθερές στη φυσική (τα σημεία όπου μία κατάσταση περνά σε
μία άλλη) είναι ονομασίες για τα κομβικά σημεία στα οποία μια ποσοτική αλλαγή
(αύξηση ή μείωση της κίνησης) προκαλεί ποιοτική αλλαγή στην κατάσταση ενός
σώματος, και στα οποία, συνεπώς, η ποσότητα μεταμορφώνεται σε ποιότητα’.
Περνώντας στη χημεία, ο Ένγκελς συνεχίζει:
‘Μπορούμε να αποκαλέσουμε τη χημεία ως την επιστήμη των ποιοτικών
αλλαγών που λαμβάνουν χώρα σε σώματα, ως αποτέλεσμα αλλαγών της ποσοτικής τους
σύνθεσης. Αυτό ήταν ήδη γνωστό στον Χέγκελ. Ας πάρουμε για παράδειγμα το οξυγόνο: αν ένα μόριο περιέχει τρία άτομα
οξυγόνου αντί για δύο, τότε έχουμε όζον, ένα σωματίδιο φανερά διακριτό από το
οξυγόνο σε σχέση με τη μυρωδιά και τις αντιδράσεις. Και τι να πούμε για τις
διαφορετικές αναλογίες στις οποίες το οξυγόνο συνδυάζεται με το άζωτο ή με το
θειάφι, καθεμιά από τις οποίες παράγει ένα σώμα ποιοτικά διάφορο από όλα τα
άλλα σώματα!’.
Τέλος, ασκώντας κριτική στον Ντύρινγκ, ο οποίος επέκρινε τον Χέγκελ, ενώ
κρυφά ‘δανειζόταν’ τη γνωστή θεωρία του σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από τον
άψυχο κόσμο στον κόσμο των αισθήσεων, από τον κόσμο της ανόργανης ύλης στο
βασίλειο της οργανικής ζωής, είναι ένα άλμα σε μια νέα κατάσταση, ο Ένγκελς
λέει:
‘Αυτή είναι ακριβώς η εγελιανή κομβική γραμμή σχέσεων μέτρησης, όπου σε
ορισμένα συγκεκριμένα κομβικά σημεία, η καθαρά ποσοτική αύξηση ή μείωση οδηγεί
σε ποιοτικό άλμα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του νερού το οποίο ζεσταίνεται
ή παγώνει, το σημείο βρασμού ή το σημείο τήξης είναι οι κόμβοι στους
οποίους -κάτω από κανονική πίεση- συμβαίνει το άλμα σε μία νέα συνολικά
κατάσταση, και όπου, συνεπώς, η ποσότητα μεταμορφώνεται σε ποιότητα’.
δ) Εγγενείς αντιφάσεις της
φύσης
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί ότι εσωτερικές
αντιθέσεις βρίσκονται σε κάθε πράγμα και φαινόμενο της φύσης, γιατί όλα έχουν
θετική και αρνητική πλευρά, παρελθόν και μέλλον, στοιχεία που χάνονται και
στοιχεία που αναπτύσσονται. Και η διαπάλη μεταξύ αυτών των αντιθέτων, η διαπάλη
μεταξύ του παλιού και του νέου, μεταξύ αυτού που πεθαίνει και αυτού που
γεννιέται, μεταξύ αυτού που εξαφανίζεται και αυτού που εξελίσσεται, συνιστά το
εσωτερικό περιεχόμενο του προτσές της εξέλιξης, το εσωτερικό περιεχόμενο της
μεταμόρφωσης των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική
μέθοδο, λοιπόν, το προτσές της εξέλιξης από το χαμηλότερο στο υψηλότερο
λαμβάνει χώρα όχι σαν αρμονικό ξεδίπλωμα των φαινομένων, αλλά ως φανέρωση των
εγγενών αντιφάσεων των πραγμάτων και των φαινομένων, ως διαπάλη των αντιθετικών
τάσεων οι οποίες λειτουργούν στη βάση των αντιφάσεων αυτών.
‘Η καθαυτή έννοια της
διαλεκτικής’, λέει ο Λένιν, ‘είναι η μελέτη των αντιφάσεων εντός της ίδιας της
ουσίας των πραγμάτων’. Και παρακάτω: ‘Η εξέλιξη είναι η πάλη των αντιθέτων’.
Αυτά είναι, συνοπτικά, τα
κύρια χαρακτηριστικά της μαρξιστικής διαλεκτικής μεθόδου.
Είναι εύκολο να κατανοήσουμε
πόσο πολύ σημαντικό είναι να επεκτείνουμε τις αρχές της διαλεκτικής μεθόδου στη
μελέτη της κοινωνικής ζωής και της ιστορίας της κοινωνίας, και πόσο πολύ
σημαντικό είναι να εφαρμόσουμε αυτές τις αρχές στην ιστορία της κοινωνίας και
στις πρακτικές δραστηριότητες του κόμματος του προλεταριάτου.
Αν δεν υπάρχουν στον κόσμο
απομονωμένα φαινόμενα, αν όλα τα φαινόμενα είναι αλληλοσυνδεδεμένα και
αλληλοεξαρτημένα, τότε είναι φανερό ότι κάθε κοινωνικό σύστημα και κάθε
κοινωνικό κίνημα της ιστορίας πρέπει να αξιολογείται όχι από την άποψη της
‘αιώνιας δικαιοσύνης’ ή κάποιας άλλης προκαθορισμένης ιδέας, όπως συμβαίνει
συχνά από τους ιστορικούς, αλλά από την άποψη των συνθηκών που γέννησαν αυτό το
σύστημα ή αυτό το κίνημα και με το οποίο είναι συνδεδεμένες.
Το δουλοκτητικό σύστημα θα
ήταν ανόητο, χαζό, και αφύσικο υπό τις σύγχρονες συνθήκες. Αλλά κάτω από τις
συνθήκες του αποσυντεθειμένου συστήματος της πρωτόγονης κοινοκτημοσύνης, το
δουλοκτητικό σύστημα είναι αρκετά κατανοητό και φυσικό φαινόμενο, αφού αντιπροσωπεύει
μια πρόοδο από το σύστημα του πρωτόγονου κομμουνισμού.
Το αίτημα για μια αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία στην εποχή του Τσάρου και της αστικής κοινωνίας, στη
Ρωσία του 1905, ήταν ένα κατανοητό, πρέπον και επαναστατικό αίτημα. Εκείνη την
περίοδο μια αστική δημοκρατία θα ήταν ένα βήμα προόδου. Αλλά τώρα, κάτω από τις
συνθήκες της ΕΣΣΔ, το αίτημα για μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία θα ήταν
αίτημα ανόητο και αντεπαναστατικό. Γιατί μία αστική δημοκρατία θα ήταν
πισωγύρισμα για τη Σοβιετική δημοκρατία.
Όλα εξαρτώνται από τις
συνθήκες, την ιστορική συγκυρία (χρόνο) και τον τόπο (χώρο).
Είναι φανερό πως χωρίς μια
τέτοια ιστορική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων, η ύπαρξη και η εξέλιξη
της επιστήμης της ιστορίας είναι αδύνατη. Γιατί μόνο μία τέτοια προσέγγιση
σώζει την επιστήμη της ιστορίας από το να μετατραπεί σε ένα συρφετό τυχαίων
γεγονότων και σε μία σύμπηξη παράλογων λαθών.
Επιπλέον, αν ο κόσμος είναι
σε κατάσταση αέναης κίνησης και εξέλιξης, αν η εξαφάνιση του παλιού και η
άνοδος του νέου είναι νόμος της εξέλιξης, τότε είναι φανερό ότι δεν μπορούν να
υπάρξουν αμετάβλητα κοινωνικά συστήματα, ούτε ‘αιώνιες αρχές’ της ατομικής
ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης, ούτε ‘αιώνιες ιδέες’ της υποταγής του φτωχού
αγρότη στο γαιοκτήμονα, του εργάτη στον καπιταλιστή.
Ως εκ τούτου, το
καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να αντικατασταθεί από το σοσιαλιστικό σύστημα,
όπως κάποτε το φεουδαρχικό σύστημα
αντικαταστάθηκε από το καπιταλιστικό σύστημα.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να
προσανατολίζουμε τη δράση μας με βάση τα στρώματα της κοινωνίας που δεν
εξελίσσονται πλέον, ακόμα και αν αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη ακόμη και τώρα,
αλλά με βάση εκείνα τα στρώματα που εξελίσσονται και έχουν το μέλλον μπροστά
τους, ακόμα και αν στην παρούσα φάση δεν αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη.
Στα 1880, την περίοδο της
διαπάλης μεταξύ μαρξιστών και ναροντνικών, το προλεταριάτο στη Ρωσία αποτελούσε
μια ασήμαντη μειονότητα του πληθυσμού, ενώ οι ιδιώτες αγρότες αποτελούσαν την
μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Αλλά το προλεταριάτο αναπτυσσόταν ως τάξη, ενώ
η αγροτιά ως τάξη αποσυντίθετο. Και ακριβώς επειδή το προλεταριάτο αναπτυσσόταν
ως τάξη, οι μαρξιστές προσανατόλισαν τη δράση τους στη βάση του προλεταριάτου.
Και δε λάθεψαν. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το προλεταριάτο στη συνέχεια
εξελίχθηκε από ασήμαντη δύναμη σε πρώτης τάξης ιστορική και πολιτική δύναμη.
Ως εκ τούτου, για να μη
λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να βλέπουμε μπροστά και όχι προς τα
πίσω.
Επιπλέον, αν το πέρασμα από
αργές ποσοτικές αλλαγές σε γρήγορες και ξαφνικές ποιοτικές αλλαγές είναι νόμος
της εξέλιξης, τότε είναι φανερό ότι οι επαναστάσεις που κάνουν οι καταπιεσμένες
τάξεις είναι φυσικά και αναπόφευκτα φαινόμενα.
Ως εκ τούτου, η μετάβαση από
τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και η απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τον ζυγό
του καπιταλισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω αργών, σταδιακών αλλαγών, μέσω
μεταρρυθμίσεων, αλλά μόνο μέσω μιας ποιοτικής αλλαγής του καπιταλιστικού
συστήματος, μέσω επανάστασης.
Ως εκ τούτου, για να μη
λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να είμαστε επαναστάτες, και όχι
ρεφορμιστές (μεταρρυθμιστές).
Επιπλέον, αν η εξέλιξη
προχωρά μέσα από την αποκάλυψη των αντιφάσεων, μέσα από τις συγκρούσεις μεταξύ
αντιθετικών δυνάμεων στη βάση αυτών των αντιφάσεων και με στόχο την υπέρβαση
των αντιφάσεων, τότε είναι φανερό ότι η ταξική πάλη του προλεταριάτου είναι ένα
φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να
συγκαλύπτουμε τις αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά να τις φανερώνουμε
και να τις ξεδιπλώνουμε. Οφείλουμε να οδηγήσουμε μέχρι τέλους την ταξική πάλη και
όχι να την καταπνίξουμε.
Ως εκ τούτου, για να μη
λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να ακολουθήσουμε την αδιάλλακτη
προλεταριακή ταξική πολιτική, και όχι τη ρεφορμιστική πολιτική της αρμονικής
συνύπαρξης των συμφερόντων του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, όχι την
πολιτική του συμβιβασμού, της ‘ωρίμανσης’ του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Αυτή είναι η μαρξιστική
διαλεκτική μέθοδος εφαρμοσμένη στην κοινωνική ζωή, στην ιστορία της κοινωνίας.
Όσο για το μαρξιστικό
φιλοσοφικό υλισμό, είναι ριζικά αντίθετος του φιλοσοφικού ιδεαλισμού
. 1)
Μαρξιστικός
Φιλοσοφικός Υλισμός
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Μαρξιστικού φιλοσοφικού υλισμού είναι τα εξής:
α) Σε αντίθεση με τον
ιδεαλισμό, ο οποίος θεωρεί τον κόσμο ως την ενσάρκωση μιας ‘απόλυτης ιδέας’,
ενός ‘καθολικού πνεύματος’, της ‘συνείδησης’, ο φιλοσοφικός υλισμός του Μαρξ θεωρεί
πως ο κόσμος είναι από την ίδια του τη φύση υλικός, πως τα πολλαπλά φαινόμενα
του κόσμου συνιστούν διαφορετικές μορφές της ύλης σε κίνηση, πως η
αλληλοσύνδεση και η αλληλεξάρτηση των φαινομένων, όπως αποδείχθηκαν από τη
διαλεκτική μέθοδο, είναι νόμος της εξέλιξης της κινούμενης ύλης, και πως ο
κόσμος εξελίσσεται σε συμφωνία με τους νόμους της κίνησης της ύλης και δεν έχει
καμία ανάγκη από ‘καθολικό πνεύμα’.
‘Η υλιστική θεώρηση της
φύσης’, λέει ο Ένγκελς, ‘δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο παρά τη σύλληψη της
φύσης όπως αυτή υπάρχει, χωρίς καμία ξένη προσθήκη’.
Μιλώντας για τις υλιστικές
απόψεις του φιλοσόφου της αρχαιότητας Ηράκλειτου, ο οποίος θεωρούσε πως ‘ο
κόσμος, ο ένας των απάντων, δεν δημιουργήθηκε ούτε από Θεό, ούτε από άνθρωπο,
αλλά ήταν, είναι και πάντα θα είναι ζωντανό πυρ, που συστηματικά ανάβει και
συστηματικά σβήνει’, ο Λένιν σχολιάζει: ‘Μια πολύ καλή έκθεση των βασικών
στοιχείων του διαλεκτικού υλισμού’.
β) Σε αντίθεση με τον
ιδεαλισμό, ο οποίος βεβαιώνει ότι μόνο η συνείδησή μας υπάρχει πραγματικά, και
ότι ο υλικός κόσμος, το ον, η φύση, υπάρχει μόνο στη συνείδησή μας, στις
αισθήσεις μας, στις ιδέες και στην αντίληψη, ο Μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός
θεωρεί πως η ύλη, η φύση, το ον, είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που
υπάρχει εκτός και ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας. Πως η ύλη είναι πρωταρχική,
αφού είναι η πηγή των αισθήσεων, των ιδεών, της συνείδησης, και πως η συνείδηση
είναι δευτερεύουσα, και παράγωγο της ύλης, αφού είναι μία αντανάκλαση της ύλης,
μία αντανάκλαση του όντος. Πως η σκέψη είναι προϊόν της ύλης η οποία στην
εξέλιξή της έχει φτάσει σε υψηλό βαθμό τελειότητας, δηλαδή, του εγκεφάλου, και
πως ο εγκέφαλος είναι το όργανο της σκέψης. Και πως, συνεπώς, δεν μπορεί κανείς
να αποκόπτει τη σκέψη από την ύλη χωρίς να διαπράττει τεράστιο σφάλμα. Ο
Ένγκελς λέει:
‘Το ερώτημα της σχέσης μεταξύ
σκέψης και όντος, της σχέσης μεταξύ πνεύματος και φύσης, είναι το υπέρτατο
ερώτημα όλης της φιλοσοφίας […]. Οι απαντήσεις που οι φιλόσοφοι έδωσαν σε αυτό
το ερώτημα τους χωρίζουν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Αυτοί που ισχυρίστηκαν την
προτεραιότητα του πνεύματος έναντι της φύσης αποτελούν το στρατόπεδο του
ιδεαλισμού. Οι άλλοι, που θεωρούν τη φύση ως πρωταρχική, ανήκουν στις διάφορες
σχολές του υλισμού’.
Και παρακάτω:
‘Ο υλικός, αντιληπτός με τις
αισθήσεις κόσμος, στον οποίο εμείς οι ίδιοι ανήκουμε, είναι η μόνη πραγματικότητα
[…]. Η συνείδηση και η σκέψη μας, όσο υπερ-αισθησιακές και αν φαίνονται, είναι
προϊόντα ενός υλικού, σωματικού οργάνου, του εγκεφάλου. Η ύλη δεν είναι προϊόν
του μυαλού, αλλά το μυαλό το ίδιο είναι απλά το ανώτατο προϊόν της ύλης’.
Σε ό,τι αφορά το ερώτημα της
ύλης και της σκέψης, ο Μαρξ λέει:
‘Είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε
τη σκέψη από την ύλη που σκέφτεται. Η ύλη είναι το υποκείμενο κάθε αλλαγής’.
Περιγράφοντας τον Μαρξιστικό
φιλοσοφικό υλισμό, ο Λένιν λέει:
‘Ο υλισμός γενικά αναγνωρίζει
το αντικειμενικά πραγματικό όν (ύλη) ως ανεξάρτητο της συνείδησης, αίσθησης,
εμπειρίας […]. Η συνείδηση είναι μόνο η αντανάκλαση του όντος, στην καλύτερη
περίπτωση μία κατά προσέγγιση αληθής (επαρκής, απόλυτα ακριβής) αντανάκλαση
του’.
Και παρακάτω:
‘Ύλη είναι αυτό το οποίο,
δρώντας επί των αισθητηρίων-οργάνων μας, παράγει αίσθηση. Ύλη είναι η
αντικειμενική πραγματικότητα δοσμένη σε μας σε αίσθηση […]. Ύλη, φύση, όν, το
φυσικό, είναι πρωταρχικό, και πνεύμα, συνείδηση, αίσθηση, το ψυχικό είναι
δευτερεύον’.
‘Η εικόνα του κόσμου είναι
μια εικόνα του πως η ύλη κινείται και πως η ‘ύλη σκέφτεται’’.
‘Το μυαλό είναι το όργανο της
σκέψης’.
γ) Σε αντίθεση με τον
ιδεαλισμό, ο οποίος αρνείται την δυνατότητα γνώσης του κόσμου και των νόμων
του, ο οποίος δεν πιστεύει στην αυθεντικότητα της γνώσης μας, δεν αναγνωρίζει
την αντικειμενική πραγματικότητα, και θεωρεί πως ο κόσμος είναι γεμάτος
‘πράγματα καθ’ εαυτά’ τα οποία δεν μπορούν να είναι αντικείμενο γνώσης της
επιστήμης, ο Μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός θεωρεί πως ο κόσμος και οι νόμοι
του είναι απόλυτα δυνάμενοι να γίνουν γνωστοί, πως η γνώση μας για τους νόμους
της φύσης, επικυρωμένη από το πείραμα και την πρακτική, είναι αυθεντική γνώση
έχουσα την εγκυρότητα της αντικειμενικής αλήθειας, και πως δεν υπάρχουν
πράγματα στον κόσμο τα οποία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο γνώσης, αλλά
μόνο πράγματα τα οποία δεν είναι ακόμα γνωστά, αλλά θα αποκαλυφθούν και θα
γίνουν γνωστά μέσω των προσπαθειών της επιστήμης και της πρακτικής.
Ασκώντας κριτική στη θέση του
Καντ και άλλων ιδεαλιστών ότι π κόσμος δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο
γνώσης και ότι υπάρχουν ‘πράγματα καθ’ εαυτά’ τα οποία δεν μπορούν να είναι
αντικείμενο γνώσης, και υπερασπιζόμενος τη γνωστή υλιστική θέση πως η γνώση μας
είναι αυθεντική γνώση, ο Ένγκελς γράφει:
‘Η πιο τρανταχτή διάψευση
αυτής καθώς και όλων των άλλων φιλοσοφικών παραδόξων είναι η πρακτική, δηλαδή,
το πείραμα και η πρακτική εφαρμογή. Αν μπορούμε να αποδείξουμε την ορθότητα της
σύλληψής μιας φυσικής διαδικασίας από εμάς με το να τη φτιάχνουμε εμείς οι
ίδιοι, με το να την καθιστούμε υπαρκτή εκτός των συνθηκών της και με το να την
κάνουμε να υπηρετεί τους σκοπούς μας, τότε βάζουμε τέλος στο άπιαστο Καντιανό
‘πράγμα καθ’ εαυτό’. Οι χημικές ουσίες που παράγονται στα σώματα των φυτών και
των ζώων παρέμεναν τέτοιου είδους ‘πράγματα καθ’ εαυτά’ ώσπου η οργανική χημεία
άρχισε να τις παράγει τη μία μετά την άλλη, οπότε το ‘πράγμα καθ’ εαυτό’ έγινε
πράγμα για εμάς, όπως, για παράδειγμα, η αλιζαρίνη, η χρωστική ουσία του φυτό ερυθρόδανου του βαφικού (ριζάρι), την οποία δεν
ταλαιπωρούμαστε να καλλιεργούμε από τις ρίζες του ερυθρόδανου στο χωράφι, αλλά
την παράγουμε πολύ φθηνότερα και πιο απλά από ανθρακοπίσσα. Για τριακόσια
χρόνια το ηλιακό σύστημα του Κοπέρνικου ήταν μία υπόθεση με τις πιθανότητες
εναντίον της, μία προς εκατό, χίλιες, ή και δέκα χιλιάδες, αλλά πάντα μία
υπόθεση. Αλλά όταν ο Λεβεριέ, μέσω των δεδομένων που έγιναν διαθέσιμα από το
σύστημά του, όχι μόνο συμπέρανε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός αγνώστου πλανήτη,
αλλά ακόμη υπολόγισε τη θέση που αυτός ο πλανήτης κατέχει στον ουρανό, και όταν
ο Γκάλε ανακάλυψε στ’ αλήθεια αυτόν τον πλανήτη, το σύστημα του Κοπέρνικου είχε
αποδειχθεί’.
Κατηγορώντας για
φιντεϊσμό (μια αντιδραστική θεωρία, η οποία προτιμά την πίστη αντί της
επιστήμης) τον Μπογκντάνοφ, τον Μπαζάροφ, τον Γιούσκεβιτς και άλλους ακολούθους
του Μαχ, και υπερασπιζόμενος την γνωστή υλιστική θέση πως η επιστημονική μας
γνώση των νόμων της φύσης είναι αυθεντική γνώση, και πως οι νόμοι της επιστήμης
αντιπροσωπεύουν την αντικειμενική αλήθεια, ο Λένιν λέει:
‘Ο σύγχρονος
φιντεϊσμός δεν απορρίπτει επ’ ουδενί την επιστήμη. Το μόνο που απορρίπτει είναι
οι ‘υπερβολικοί ισχυρισμοί’ της επιστήμης, η αξίωση από μέρους της για
αντικειμενική αλήθεια. Αν η αντικειμενική αλήθεια υπάρχει (όπως πιστεύουν οι
υλιστές), αν η φυσική επιστήμη, αντανακλώντας τον εξωτερικό κόσμο στην
ανθρώπινη ‘εμπειρία’, είναι από μόνη της ικανή να μας δώσει την αντικειμενική
αλήθεια, τότε ο φιντεϊσμός αντικρούεται απόλυτα’.
Αυτά είναι, εν
συντομία, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Μαρξιστικού φιλοσοφικού υλισμού.
Είναι εύκολο να
καταλάβει κανείς πόσο εξαιρετικά σημαντική είναι η επέκταση των αρχών του
φιλοσοφικού υλισμού στην μελέτη της κοινωνικής ζωής, της ιστορίας της
κοινωνίας, και πόσο εξαιρετικά σημαντική είναι η εφαρμογή αυτών των αρχών στην
ιστορία της κοινωνίας και στις πρακτικές δραστηριότητες του κόμματος του
προλεταριάτου.
Αν η σύνδεση
μεταξύ φυσικών φαινομένων και η αλληλεξάρτησή τους είναι νόμοι της εξέλιξης της
φύσης, συνεπάγεται πως η σύνδεση και η αλληλεξάρτηση των φαινομένων της
κοινωνικής ζωής είναι νόμοι της εξέλιξης της κοινωνίας, και όχι κάτι τυχαίο.
Ως εκ τούτου, η
κοινωνική ζωή, η ιστορία της κοινωνίας, παύει να είναι μία συσσώρευση ‘τυχαίων
γεγονότων’, διότι η ιστορία της κοινωνίας μετατρέπεται σε εξέλιξη της κοινωνίας
σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους, και η μελέτη της ιστορίας της κοινωνίας
μετατρέπεται σε επιστήμη.
Ως εκ τούτου, η
πρακτική δραστηριότητα του κόμματος του προλεταριάτου δεν πρέπει να βασίζεται
στην καλή θέληση των ‘ξεχωριστών προσωπικοτήτων’, ούτε στις επιταγές του ‘νου’,
των ‘γενικών ηθών’ κλπ., αλλά στους νόμους της εξέλιξης της κοινωνίας και στη
μελέτη αυτών των νόμων.
Επιπλέον, αν ο
κόσμος είναι δυνάμενος να γίνει γνωστός και η γνώση μας επί των νόμων της
εξέλιξης της φύσης είναι αυθεντική γνώση, έχουσα την εγκυρότητα αντικειμενικής
αλήθειας, συνεπάγεται πως η κοινωνική ζωή, η εξέλιξη της κοινωνίας, είναι
επίσης δυνάμενη να γίνει γνωστή, και τα δεδομένα της επιστήμης που αφορούν τους
νόμους της εξέλιξης της κοινωνίας είναι αυθεντικά δεδομένα έχοντα την
εγκυρότητα αντικειμενικών αληθειών.
Ως εκ τούτου, η
επιστήμη της ιστορίας της κοινωνίας, παρά την πολυπλοκότητα των φαινομένων της
κοινωνικής ζωής, μπορεί να γίνει τόσο ακριβής ως επιστήμη όσο, ας πούμε, η
βιολογία, και ικανή να χρησιμοποιήσει τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας για
πρακτικούς σκοπούς.
Ως εκ τούτου, το
κόμμα του προλεταριάτου δε θα έπρεπε να καθοδηγείται στη δραστηριότητά του από
συνηθισμένα κίνητρα, αλλά από τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας, και από
πρακτικά πορίσματα από αυτούς τους νόμους.
Ως εκ τούτου, ο
σοσιαλισμός μετατρέπεται από όνειρο για το καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας σε
επιστήμη.
Ως εκ τούτου, ο
δεσμός μεταξύ επιστήμης και πρακτικής δραστηριότητας, μεταξύ θεωρίας και
πράξης, η ενότητα αυτών, πρέπει να είναι το καθοδηγητικό άστρο του κόμματος του
προλεταριάτου.
Επιπλέον, αν η
φύση, το όν, ο υλικός κόσμος είναι πρωταρχικός, και η συνείδηση, η σκέψη είναι
δευτερεύων, και παράγωγο, αν ο υλικός κόσμος αντιπροσωπεύει την αντικειμενική
πραγματικότητα υπάρχουσα ανεξάρτητα από τη συνείδηση των ανθρώπων, ενώ η
συνείδηση είναι μια αντανάκλαση αυτής της αντικειμενικής πραγματικότητας, συνεπάγεται
πως η υλική ζωή της κοινωνίας, το είναι της, είναι επίσης πρωταρχική, και η
πνευματική ζωή της δευτερεύουσα και παράγωγο, και πως η υλική ζωή της κοινωνίας
είναι μια αντικειμενική αλήθεια υπάρχουσα ανεξάρτητα από τη βούληση των
ανθρώπων, ενώ η πνευματική ζωή της κοινωνίας είναι μια αντανάκλαση αυτής της
αντικειμενικής πραγματικότητας, μια αντανάκλαση του όντος.
Ως εκ τούτου, η
πηγή του σχηματισμού της πνευματικής ζωής της κοινωνίας, η πηγή των κοινωνικών
ιδεών, των κοινωνικών θεωριών, των πολιτικών ιδεών και των πολιτικών θεσμών,
δεν πρέπει να αναζητείται στις ίδιες τις ιδέες, τις θεωρίες τις απόψεις και
τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά στις συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας, στο
κοινωνικό όν, του οποίου αυτές οι ιδέες, οι θεωρίες, οι απόψεις, κλπ., είναι η
ανάκλαση.
Ως εκ τούτου, σε
διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της κοινωνίας διαφορετικές κοινωνικές
ιδέες, θεωρίες, απόψεις και πολιτικοί θεσμοί παρατηρούνται. Αν υπό το
δουλοκτητικό σύστημα συναντάμε άλλες κοινωνικές ιδέες, θεωρίες, απόψεις και
πολιτικούς θεσμούς, άλλες στη φεουδαρχία, και άλλες στον καπιταλισμό, αυτό δεν
μπορεί να εξηγηθεί από τη ‘φύση’, τις ‘ιδιότητες’ των ίδιων των ιδεών, των
θεωριών, των απόψεων και των πολιτικών θεσμών, αλλά από τις διαφορετικές
συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας σε διαφορετικές περιόδους της κοινωνικής
εξέλιξης.
Όποιο είναι το
είναι μιας κοινωνίας, όποιες είναι οι συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας,
τέτοιες είναι και οι ιδέες, οι θεωρίες, οι πολιτικές απόψεις και οι πολιτικοί
θεσμοί της κοινωνίας αυτής.
Σε σχέση με αυτό,
ο Μαρξ λέει:
‘Δεν είναι η
συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά, αντίθετα, το
κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδησή τους’.
Ως εκ τούτου, για
να μη λαθεύει στη χάραξη της πολιτικής, για να μη βρεθεί στη θέση αδρανών
ονειροπόλων, το κόμμα του προλεταριάτου δεν πρέπει να βασίζει τις
δραστηριότητές του σε αφηρημένες ‘αρχές του ανθρωπίνου νου’, αλλά στις
συγκεκριμένες συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας, ως καθοριστικές δυνάμεις
της κοινωνικής εξέλιξης. Όχι στην καλή θέληση των ‘σπουδαίων ανδρών’, αλλά στις
αληθινές ανάγκες της εξέλιξης της κοινωνικής ζωής της κοινωνίας.
Η κατάντια των
ουτοπιστών, συμπεριλαμβανομένων των Ναροντνικών, των αναρχικών, και των Εσέρων,
οφείλεται, ανάμεσα σε άλλα, στο γεγονός ότι δεν αναγνώρισαν τον πρωταρχικό ρόλο
που παίζουν στην εξέλιξη της κοινωνίας οι συνθήκες της υλικής ζωής της
κοινωνίας, και, βυθιζόμενοι στον ιδεαλισμό, δεν βάσισαν τις πρακτικές
δραστηριότητές τους στις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας,
αλλά, ανεξάρτητα από και παρά τις ανάγκες αυτές, σε ‘ιδεατά σχέδια’ και
‘καθολικά προγράμματα’, αποχωρισμένα από την πραγματική ζωή της κοινωνίας.
Η δύναμη και η
ζωτικότητα του Μαρξισμού-Λενινισμού εδράζεται στο γεγονός πως βασίζει την
πρακτική δραστηριότητα του στις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της
κοινωνίας και ποτέ δεν τις διαχωρίζει από την πραγματική ζωή της κοινωνίας.
Παρόλαυτα, δεν
απορρέει από τα λόγια του Μαρξ ότι οι κοινωνικές ιδέες, οι θεωρίες, οι
πολιτικές απόψεις και οι πολιτικοί θεσμοί δεν έχουν σημασία στη ζωή της κοινωνίας,
ότι δεν επηρεάζουν με τη σειρά τους το κοινωνικό όν, την εξέλιξη των υλικών
συνθηκών της ζωής της κοινωνίας. Έχουμε αναφερθεί μέχρι στιγμής στην καταγωγή
των κοινωνικών ιδεών, θεωριών, απόψεων και πολιτικών θεσμών, στον τρόπο που
γεννιούνται, στο γεγονός ότι η πνευματική ζωή της κοινωνίας είναι μια
αντανάκλαση των συνθηκών της υλικής της ζωής. Σε ό,τι αφορά την σημασία των
κοινωνικών ιδεών, θεωριών, απόψεων και πολιτικών θεσμών, σε ό,τι αφορά το ρόλο τους
στην ιστορία, ο ιστορικός υλισμός κάθε άλλο παρά τον αρνιέται, αλλά, αντίθετα,
επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο και τη σημασία αυτών των παραγόντων στη ζωή της κοινωνίας,
στην ιστορία.
Υπάρχουν
διαφορετικά είδη κοινωνικών ιδεών και θεωριών. Υπάρχουν παλιές ιδέες και
θεωρίες που ζήσανε τις μέρες τους, ο καιρός τους έχει περάσει, και οι οποίες
εξυπηρετούν τα συμφέροντα ετοιμοθάνατων δυνάμεων της κοινωνίας. Η σημασία τους έγκειται
στο γεγονός ότι παρεμποδίζουν την εξέλιξη, την ανάπτυξη της κοινωνίας. Έπειτα,
υπάρχουν νέες και ανεπτυγμένες ιδέες και θεωρίες, οι οποίες εξυπηρετούν τα
συμφέροντα των προηγμένων, των ανώτερων δυνάμεων της κοινωνίας. Η σημασία τους έγκειται
στο γεγονός ότι διευκολύνουν την εξέλιξη, την ανάπτυξη της κοινωνίας. Και η
σημασία τους είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια με την οποία
αντανακλούν τις ανάγκες της εξέλιξης των υλικών αναγκών της κοινωνίας.
Νέες κοινωνικές
ιδέες και θεωρίες εμφανίζονται μόνο αφότου η εξέλιξη, η ανάπτυξη της υλικής
ζωής της κοινωνίας έχει θέσει νέα καθήκοντα στην κοινωνία. Αλλά άπαξ και
εμφανιστούν μετατρέπονται σε ικανότατη δύναμη η οποία διευκολύνει την εκτέλεση
των νέων καθηκόντων που θέτει η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας, μια
δύναμη που διευκολύνει την ανάπτυξη της κοινωνίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η
τεράστια οργανωτική, επιστρατευτική και μεταμορφωτική δύναμη των νέων ιδεών,
των νέων θεωριών, των νέων πολιτικών απόψεων και των νέων πολιτικών θεσμών
γίνεται φανερή. Νέες κοινωνικές ιδέες και θεωρίες εμφανίζονται ακριβώς επειδή
είναι αναγκαίες για την κοινωνία, επειδή είναι αδύνατο να διεκπεραιώσει τα
επείγοντα καθήκοντα της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας χωρίς την
οργανωτική, επιστρατευτική και μεταμορφωτική τους δράση. Αναδυόμενες εξ αιτίας
των νέων καθηκόντων που θέτει η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας, οι νέες
κοινωνικές ιδέες και θεωρίες χαράζουν το δρόμο τους, γίνονται κτήση των μαζών, τις
επιστρατεύουν και τις οργανώνουν ενάντια στις ετοιμοθάνατες δυνάμεις της κοινωνίας,
και, συνεπώς, διευκολύνουν την ανατροπή αυτών των δυνάμεων, οι οποίες
παρεμποδίζουν την εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας.
Συνεπώς, οι
κοινωνικές ιδέες, οι θεωρίες και οι πολιτικοί θεσμοί, έχοντας εμφανιστεί στη
βάση των επειγόντων καθηκόντων της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, της εξέλιξης
του κοινωνικού όντος, στη συνέχεια οι ίδιες επιδρούν στο κοινωνικό είναι, στην
υλική ζωή της κοινωνίας, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για την
ολοκληρωτική διεκπεραίωση των επειγόντων καθηκόντων της υλικής ζωής της κοινωνίας,
και καθιστώντας δυνατή την περαιτέρω εξέλιξή της.
Σε σχέση με αυτό,
ο Μαρξ λέει:
‘Η θεωρία γίνεται
υλική δύναμη μόλις αγκαλιάσει τις μάζες’.
Ως εκ τούτου, για
να μπορέσει να επηρεάσει τις συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας και να επιταχύνει
την εξέλιξη και τη βελτίωσή τους, το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να
στηριχθεί σε μια τέτοια κοινωνική θεωρία, σε μια τέτοια κοινωνική ιδέα που να αντανακλά
με ορθότητα τις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, και που να
είναι ικανή να θέτει σε κίνηση τις μάζες του λαού και να τις κινητοποιεί και να
τις οργανώνει σε ένα μεγάλο στρατό του προλεταριακού κόμματος, έτοιμου να
συντρίψει τις αντιδραστικές δυνάμεις και να καθαρίσει το δρόμο για τις προοδευτικές
δυνάμεις της κοινωνίας.
Η κατάντια των ‘οικονομιστών’
και των Μενσεβίκων οφείλεται, ανάμεσα σε άλλα, στο γεγονός ότι δεν αναγνώρισαν τον
επιστρατευτικό, τον οργανωτικό και τον μεταμορφωτικό ρόλο της προηγμένης
θεωρίας, των προηγμένων ιδεών και, βυθιζόμενοι στον αγοραίο υλισμό, περιόρισαν
τον ρόλο αυτών τον παραγόντων στο μηδέν, καταδικάζοντας έτσι το Κόμμα σε
παθητικότητα και εξάντληση.
Η δύναμη και η
ζωτικότητα του Μαρξισμού-Λενινισμού απορρέει από το γεγονός ότι βασίζεται σε
μία προηγμένη θεωρία η οποία αντανακλά με ορθότητα τις ανάγκες της εξέλιξης της
υλικής ζωής της κοινωνίας, από το γεγονός ότι ανυψώνει τη θεωρία σε κατάλληλο
επίπεδο, και από το γεγονός ότι θεωρεί καθήκον του να κάνει χρήση κάθε ίχνους της
επιστρατευτικής, της οργανωτικής και της μεταμορφωτικής δύναμης αυτής της θεωρίας.
Αυτή είναι η
απάντηση που ο ιστορικός υλισμός δίνει στο ερώτημα της σχέσης μεταξύ κοινωνικού
όντος και κοινωνικής συνείδησης, μεταξύ των συνθηκών της εξέλιξης της υλικής
ζωής και της εξέλιξης της πνευματικής ζωής της κοινωνίας.