Τι να κάνουμε
Την
περασμένη εβδομάδα η λέσχη αναιρέσεις διοργάνωσε στα (κάπως μικρά αλλά αρκετά
ζεστά) γραφεία της στη θεσσαλονίκη μια βιβλιοπαρουσίαση του μυθιστορήματος του
τσερνισέφσκι «τι να κάνουμε» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις μεταίχμιο και μεταφράστηκε μόλις τώρα για πρώτη φορά στη
γλώσσα μας, παρά τους παραδοσιακούς δεσμούς του ελληνικού κοινού με τη ρώσικη
λογοτεχνία και την χώρα γενικότερα. Πιθανόν γιατί δεν αποτελεί εύκολο ανάγνωσμα
και χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη πρόζα με αρκετούς συμβολισμούς, για να
υπερκεράσει τη λογοκρισία της φυλακής, όπου και γράφτηκε, όπως μας είπε ο
παυλίδης, που ήταν κι ο ομιλητής-εισηγητής της εκδήλωσης. Το κείμενο που
ακολουθεί περιέχει αρκετά επίπεδα διαμεσολάβησης, καθώς βασίζεται σε πρόχειρες
σημειώσεις και συνειρμούς απ’ όσα είπε εισηγητικά ο περικλής, που παραδέχτηκε
πως υποδεικνύει μια συγκεκριμένη ανάγνωση του βιβλίου, αλλά μας κάλεσε να το
διαβάσουμε και να αναμετρηθούμε με το έργο, για να σχηματίσουμε δική μας άποψη.
Είναι αυτονόητο πως τυχόν κενά, αστοχίες και λοιπές αβαρίες κατά τη μεταφορά
χρεώνονται αποκλειστικά σε μένα.
Ο
περικλής έκανε αρχικά μια ξώφαλτση αναφορά στη δική του πρώτη επαφή με το
βιβλίο, στη μόσχα του 89’, σε μια δραματική συγκυρία, όπου ανέκυπτε ως
υπαρξιακή αγωνία το ερώτημα του βιβλίου: τι να κάνουμε; Κι εν συνεχεία μίλησε
για το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου που γράφτηκε το έργο, στα 1962-3, όπου η
ριζοσπαστική νεολαία βιώνει έντονα τα αδιέξοδα, την παρακμή και την καταπίεση
του τσαρικού καθεστώτος και αναζητεί κάποια απελευθερωτική διέξοδο –το θέμα
είναι προς τα ποια κατεύθυνση θα κινηθεί αυτή. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο πριν η
αγροτική μεταρρύθμιση (από τα πάνω) με την κατάργηση του θεσμού της
δουλοπαροικίας, που έδινε μεν νομική ελευθερία στους δουλοπάροικους, αλλά δεν
τους έδινε γη, ούτε λεφτά για να την εξαγοράσουν κι επιδείνωνε πολλές φορές την
εξάρτησή τους απ’ τους φεουδάρχες και το αγροτικό πρόβλημα –που θα λυθεί μόνο με την
οκτωβριανή επανάσταση.
Ο
τσερνισέφσκι εμπνέεται από τον αγώνα και τη βιοπάλη του αγροτικού πληθυσμού και
τα παντρεύει με τις ανερχόμενες σοσιαλιστικές ιδέες (αρχικά των ουτοπιστών:
όουεν, φουριέ, κτλ). Παραμένει συνεπής πολέμιος του καθεστώτος (εξάλλου γράφει
το βιβλίο έγκλειστος από το καθεστώς στη φυλακή) αλλά και της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που έχει
μεταρρυθμιστικές, συμβιβαστικές επιδιώξεις, με τυπικό εκπρόσωπο το λογοτέχνη
τουργκένιεφ, που διάκειται αρνητικά στο έργο του τσερνισέφσκι. Ο τελευταίος
τάσσεται υπέρ της αγροτικής επανάστασης και μιας προοπτικής 'αγροτικού
σοσιαλισμού'. Με αυτήν απευθύνεται και στους ρανασίντσι, αν το έχω σημειώσει
καλά, {ένα νέο κοινωνικό μόρφωμα, μια ιδιότυπη ιντελιγκέντσια, που είναι
μορφωμένη, αλλά δεν κατέχει υπαλληλικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό κι
ασχολείται με ελευθέρια επαγγέλματα} καλώντας τους να κάνουν μια μεγάλη πορεία
προς το λαό και να συγχωνευτούν μαζί του.
Περνώντας
στο περιεχόμενο του βιβλίου, ο παυλίδης εντόπισε την αξία του (μεταξύ άλλων
και) στους χαρακτήρες του, καθώς δίνονται τυπικοί πρωταγωνιστές της εποχής, δηλ
της εποχής του δεύτερου επαναστατικού κύματος, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο
λένιν, ανάμεσα στο πρώτο κύμα των δεκεμβριστών φιλελεύθερων αριστοκρατών και το
τρίτο, που είναι το δικό μας {γαμώ το κέρατό μας…} Το τι να κάνουμε είναι ένα
φιλοσοφικό πόνημα, ένα πολιτικό μανιφέστο, δοσμένο με μορφή μυθιστορήματος, που
καταπιάνεται με το νόημα της ύπαρξής μας και το πρσοδιορίζει ως αφιέρωση σε
ένα μεγάλο ιδανικό, δίπλα στο συμφέρον του λαού, ώστε κανείς ποτέ να μην είναι
φτωχός και δυστυχισμένος, όπως λέει η βασική ηρωίδα του, η βέρα πάβλοβνα.
Πολλές φορές μάλιστα ο τσερνισέφσκι, παγώνει τη δράση και παρεμβάλλει εκτενείς
αφηγήσεις θυμίζοντας σε ένα βαθμό τη μεταγενέστερη μπρεχτική αντίληψη.
Η μητέρα
της βέρας, μαρία αλεξέγεβνα, αντιπροσωπεύει την παλιά τάξη πραγμάτων, την ηθική
του παλιού κόσμου της αποξένωσης κι είναι εμποτισμένη με ιδιοτέλεια κι εγωισμό,
ως αντανάκλαση των κυρίαρχων ηθικών σχέσεων («μόνο οι ανήθικοι ζουν καλά σε
αυτό τον κόσμο» λέει σε ένα σημείο). Ο τσερνισέφσκι ωστόσο δεν ηθικολογεί, ούτε
θεωρεί πως μπορούσε να υπάρξει άλλη λύση στο παρελθόν. Εκτιμά όμως πως τώρα
υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι καινούριο, για το νέο άνθρωπο, που συμβολίζει
η βέρα.
Ο
λιπουχόφ, ένας φοιτητής ιατρικής, παντρεύεται τη βέρα και τη γλιτώνει από ένα
οδυνηρό γάμο συμφέροντος στον οποίο θέλει να την εμπλέξει, εν είδει
αγοραπωλησίας, η μητέρα της. Οι δυο τους χτίζουν μια σχέση ελευθερίας, ισότητας
κι αμοιβαίου σεβασμού. Ενώ η βέρα αναπτύσσεται ως προσωπικότητα συμμετέχοντας
ενεργά στη λειτουργία ενός πρότυπου κοινωνικού εργαστηρίου, ενός
συνεταιριστικού ραφτάδικου, που έχει και κάποια χαρακτηριστικά κοινόβιου –κάτι
που φανερώνει την αντίληψη του τσερνισέφσκι ότι ο άνθρωπος αναπτύσσεται
πρωτίστως μέσω της κοινωνικής του δραστηριότητας.
Ο
συγγραφέας παρεμβάλλει τέσσερα όνειρα της βέρας και στο τελευταίο μας δίνει το
ιδανικό της αγροσοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Στο
επίκεντρο βρίσκεται φυσικά η ύπαιθρος, ενώ υπάρχουν λιγοστές πόλεις, όπου ο
πληθυσμός διαμένει για ελάχιστο χρονικό διάστημα, κυρίως για διεκπεραιωτικές
υποθέσεις. Τον χειμώνα οι χωρικοί αποδημούν στις πιο νότιες περιοχές. Δεν
υπάρχουν σύνορα παρά μόνο ένα παλάτι, φτιαγμένο από σίδηρο και γυαλί.
Το όνειρο
της βέρας δεν περιγράφει μια τυπική αγροτική ουτοπία, αλλά συνοικισμούς με
τεχνολογικά επιτεύγματα, αλουμίνιο, αγροτικές μηχανές, όπως στα φαλανστήρια (εκ
της φάλαγγας και του μοναστηρίου) του φουριέ. Περιγράφει με τα ωραιότερα
χρώματα μια κοινωνία αφθονίας αγαθών, όπου όλοι εργάζονται, τρώνε, ζουν και
διασκεδάζουν μαζί. Ο τσερνισέφσκι δίνει βάρος στη διασκέδαση, την ευχάριστη
ζωή, την αισθαντικότητα και την αισθητική, τα όμορφα ρούχα. Σε αντίθεση δηλ με
τον αστικό τρόπο ζωής που δολοφονεί το πάθος και το συναίσθημα· αλλά και με
μερικές αντιλήψεις μουντής ομοιομορφίας που επικράτησαν σε κάποια παραδείγματα
από τον υπαρκτό που γνωρίσαμε στον εικοστό αιώνα.
Πολύ σημαντική
θέση στο έργο κατέχει κι η έννοια της γυναικείας χειραφέτησης στις
διαπροσωπικές σχέσεις και συνολικά υπό το πρίσμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης,
καθώς ο βαθμός της πρώτης αποτελεί δείκτη της γενικότερης κοινωνικής προόδου
–όπως είχε πει πρώτος ο φουριέ. Κι εφόσον η σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας
γυναίκας αποτελεί ίσως την πιο φυσική σχέση, μας δείχνει σε ποιο βαθμό η φυσική
συμπεριφορά του ανθρώπου έχει καταστεί πραγματικά ανθρώπινη –ένα μέτρο στο
οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπαρκής η δική μας εποχή. Οι ιδέες αυτές
έρχονται στο προσκήνιο μέσω και της ζιλίν, μιας όμορφης φίλης της βέρας, που
χρησιμοποιεί τη γοητεία της, όχι για να σπάσει τα δεσμά της και να φτάσει στην
ανεξαρτησία της, αλλά για να εξασφαλίσει μια εύκολη, πολυτελή ζωή.
Ο τσερνισέφσκι
παρουσιάζει μέσα από μια φαινομενικά συνηθισμένη ιστορία αγάπης μια νέα ηθική
για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η βέρα ερωτεύεται τον κισάνοφ, ένα φίλο του
λιπουχόφ. Το συναίσθημα είναι αμοιβαίο, αλλά φαντάζει αδιέξοδο και τη λύση τη
δίνει τελικά ο ίδιος ο λιπουχόφ, σκηνοθετώντας την αυτοκτονία του και φεύγοντας
στο εξωτερικό, για να μη σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία τους. Ο τσερνισέφσκι
υπερβαίνει την αστική λογική της ίσης ανταπόδοσης (του καλού που έκανε ο
λιπουχόφ στη βέρα), την καντιανή ηθική του αστικού ίσου μέτρου, βάση κάποιας
αφηρημένης κατηγορικής προσταγής (μην κάνεις στους άλλους ό,τι δε θες να κάνουν
σε εσένα). Και μας δίνει μια νέα ηθική, όπου αγάπη για τον άλλο σημαίνει να χαίρεσαι με ό,τι
είναι καλό για εκείνον, μια αγάπη στη βάση των αναγκών και των δυνατοτήτων του
–θυμίζοντας ίσως την αρχή του μαρξ για την διανομή αγαθών στον κομμουνισμό. Ξεφεύγει
λοιπόν τόσο από μια θρησκευτική ελέω θεού κι εξ αποκάλυψης αγάπη, όσο κι απ’
τον έλλογο εγωισμό και το ατομικό συμφέρον του διαφωτισμού, παντρεύοντας το
τελευταίο με το συλλογικό συμφέρον, και τη στηρίζει σε μια στέρεα υλιστική
(με τη φιλοσοφική κι όχι με την χυδαία έννοια) ερμηνεία.
Θα
αντισταθώ στον πειρασμό και δε θα σταθώ παρά μόνο αναφορικά στα υπόλοιπα σημεία
της παρουσίασης του παυλίδη –που αναγκάστηκε κι ο ίδιος να την περικόψει, για
να μην κουράσει το κοινό του- αλλά και της συζήτησης που ακολούθησε: τις
επιρροές του τσερνισέφσκι απ’ το φόιερμπαχ. Το ραχμέτοβ (χαρακτήρας του
βιβλίου), έναν αφοσιωμένο, σκληραγωγημένο επαναστάτη, με ανεπτυγμένο αίσθημα αυτοθυσίας,
που ζει ασκητικά όχι από κάποια ασυνείδητη αντιπάθεια προς τη ζωή, αλλά γιατί
δεν επιτρέπει στον εαυτό του χαρές και σπατάλες που δεν μπορεί να απολαύσει ο
φτωχός λαός. Μια σπάνια πάστα επαναστάτη σαν εικόνα από το μπολσεβίκικο μέλλον, με σαφή επίδραση στο κλασικό έργο του οστρόφσκι πώς δενότανε το ατσάλι και το βασικό του ήρωα, τον
πάβελ κορτσάγιν, που είναι κατ’ ουσίαν αυτοβιογραφικός.
Τη
σκληρή υποδοχή του έργου από τον εκπρόσωπο της αστικής αριστοκρατίας
τουργκένιεφ, -αν και αργότερα ο κροπότκιν παραδέχτηκε πως ο τουργκένιεφ αδικείται ίσως από
τη συγκεκριμένη ανάγνωση κάποιων έργων του. Την αφοπλιστική παραδοχή του τσερνισέφσκι πως
δε διαθέτει στάλα λογοτεχνικού ταλέντου και ότι θέλει να κριθεί για το
περιεχόμενο του βιβλίου του, που είναι πρωτίστως ένα πολιτικό μανιφέστο. Τη
διαμάχη με τον πεσιμιστή ντοστογέφσκι (που δε βλέπει κανέναν επί γης παράδεισο)
κι ο λογοτεχνικός διάλογος που άνοιξε με το "υπόγειο" του τελευταίου –όπου ακόμα κι ο τίτλος του
έργου είναι παρμένος από μια φράσης της βέρας πάβλοβνα (με έβγαλες από το
υπόγειο). Και την έντονη επίδραση που άσκησε στο λένιν –και σε όλη αυτή τη
γενιά επαναστατών- ο οποίος δανείστηκε και τον τίτλο του βιβλίου για το δικό
του τι να κάνουμε, που γράφτηκε στα 1902.
Υγ: η εκδήλωση μαγνητοσκοπήθηκε, αλλά απ' ό,τι γνωρίζω, δεν έχει ανέβει ακόμα κάπου το σχετικό βίντεο. Οι σφοι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για το βιβλίο, μπορούν να δουν κάποια παραπάνω στοιχεία σε αυτό το σύνδεσμο.