23 Ιαν 2021

Βιαστές: Το απαίσιο πρόσωπο του φασισμού μέσα από σεξουαλικά εγκλήματα

 


Μετά τη «δήλωση αθωότητας» βιαστή ότι «Είχαμε σχέση, δεν ήταν βιασμός»…

Πόσοι και πόσοι εγκληματίες άραγε δεν θεώρησαν το έγκλημα «δίκαιη απόλαυση» και ευεργεσία; Η πλέον χαρακτηριστική για μελέτη σε βάθος, ατομική περίπτωση, ακόμη και τώρα, 90 χρόνια μετά, ήταν του Γερμανού βιαστή και δολοφόνου Peter Kürten.


  «Ο Δράκος του Ντίσελντορφ»

 Ο Peter Kürten, "Το Βαμπίρ του Ντίσελντορφ" ή το "Τέρας του Ντίσελντορφ" όπως ονομάστηκε ο πραγματικός κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, η ιστορία του οποίου αποτέλεσε το υλικό της ταινίας «Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» (1931) και είναι, αντικειμενικά, η ανατριχιαστική αποκάλυψη της ψυχής του Ναζισμού - φασισμού, στην δίκη του δήλωσε: «Δεν έχω τύψεις. Όσον αφορά το αν η ανάμνηση των πράξεων μου με κάνει να ντρέπομαι, θα σας πω [ότι] το να σκεφτώ όλες τις λεπτομέρειες δεν είναι καθόλου δυσάρεστο. Μου αρέσει πολύ»!

 

Στις 6 το πρωί της 2ης Ιουλίου 1931, Ο Peter Kürten εκτελέστηκε στην γκιλοτίνα, στους χώρους της φυλακής Klingelputz, Κολωνία.

 

Λίγο πριν τοποθετηθεί το κεφάλι του στη γκιλοτίνα, ο Kürten στράφηκε στον ψυχίατρο και έκανε την ερώτηση: «Πες μου ... αφού το κεφάλι μου κοπεί, θα μπορώ ακόμα να ακούσω, τουλάχιστον για μια στιγμή, τον ήχο του, το αίμα μου να αναβλύζει από το κούτσουρο του λαιμού μου; Αυτή θα ήταν η χαρά να τελειώσω όλες τις απολαύσεις»!!! Έλαβε δε την απάντηση ότι ο εγκέφαλος για λίγα δευτερόλεπτα λειτουργεί κανονικά, πριν σβήσει! Έτσι, γαλήνεψε και περίμενε ευτυχισμένος που θα άκουγε το αίμα να πετιέται, έστω και αν ήταν το δικό του αίμα!

Στο κείμενο δεν γίνεται συσχετισμός εγκλημάτων ή εγκληματιών. Γίνεται μόνο συσχετισμός του επικίνδυνου τρόπου σκέψης ανθρώπων που προσχώρησαν στην λογική της αθώωση εγκληματικής πράξης.


 


 

Η οργουελιανή γλώσσα της Κατεχάκη

 


 Το 2009, συστήθηκε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο οποίο
ανατέθηκαν οι αρμοδιότητες του αλλοτινού υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε συνδυασμό με αυτές της Πολιτικής προστασίας. Το γεγονός ότι η ονομασία του νέου υπουργείου παρέπεμπε σε μια φαινομενικά θετική αντίληψη της σχέσης Πολιτείας-πολίτη ήταν δηλωτικό μιας νέας πολιτικής τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, που χαρακτηριζόταν αφενός από ατελή γνώση/σεβασμό του Συντάγματος και, αφετέρου, από μια λεκτική αλλοίωση, αν όχι αντιστροφή, της πραγματικότητας.

Η αντισυνταγματικότητα της ονομασίας του υπουργείου απορρέει από το γεγονός ότι η λέξη πολίτης δεν περικλείει, αποκλείει. Αποκλείει όλους τους ημεδαπούς

που είναι ανήλικοι ή έχουν στερηθεί των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Αποκλείει όλους τους αλλοδαπούς που διαμένουν μόνιμα στη χώρα, ως μετανάστες ή πρόσφυγες, ή βρίσκονται εδώ προσωρινά ως τουρίστες ή επιχειρηματίες, ή για άλλους λόγους.

Η λεκτική αλλοίωση της πραγματικότητας απορρέει από τις αναρίθμητες τεκμηριωμένες καταγγελίες περί αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, εις βάρος πολλών κατηγοριών πολιτών, καθώς και από πολλές άλλες καταγγελίες περί ανοχής των φασιστών, αν όχι συνεργασίας ενστόλων με φασίστες, εις βάρος των πολιτών και του πολιτεύματος.

Η αντισυνταγματικότητα της σημερινής πολιτικής τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας έχει αναλυθεί διεξοδικά με αφορμή την υιοθέτηση του νόμου για τις διαδηλώσεις (Αντισυνταγματικότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν) και την αστυνομική απαγόρευση των εκδηλώσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου (Από τον αυταρχισμό στη συνταγματική εκτροπή). Η νομικά και επιχειρησιακά αμφιλεγόμενη προσέγγιση της αστυνόμευσης των διαδηλώσεων έχει εξεταστεί με αφορμή την υιοθέτηση του Προεδρικού διατάγματος για τη χρήση συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους (Η ενίσχυση της επιτήρησης και η κοινωνική (μας) απάθεια).

Η ανακοίνωση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης των υπαίθριων δημόσιων συναθροίσεων, που αποτελεί προέκταση των δύο παραπάνω νομοθετημάτων, χαρακτηρίζεται επιπλέον από μια διαστρέβλωση εννοιών, στην οποία προτίθεμαι να εστιάσω.

Σύμφωνα με την τοποθέτηση του υπουργού, το σχέδιο διαχείρισης των διαδηλώσεων αποσκοπεί στη «στάθμιση τριών δικαιωμάτων» που, ωστόσο, δεν κατονομάζονται ρητά. Υποθέτω ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα δικαίωμα, του συνέρχεσθαι, και δύο έννομα αγαθά, τη δημόσια ασφάλεια και την προστασία του κοινωνικοοικονομικού βίου, που τίθενται από το Σύνταγμα ως λόγοι περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Η εννοιολογική σύγχυση μεταξύ δικαιώματος και έννομου αγαθού, δηλαδή μεταξύ δικαιώματος των πολιτών και υποχρέωσης της Πολιτείας που δεν θεσπίζει δικαίωμα, επιτρέπει στον υπουργό να τα εξομοιώνει αλλοιώνοντας την ουσία του δικαιώματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αποκαλεί «δικαίωμα της έκφρασης» το δικαίωμα του συνέρχεσθαι για να το αντιδιαστείλει με «το δικαίωμα της πόλης να λειτουργεί», καταλήγοντας ότι και τα δύο είναι «αδιαπραγμάτευτα». Συγχέοντας την ελευθερία της έκφρασης (α. 5 του Συντ.) με το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (α. 11 του Συντ.), συρρικνώνει το δικαίωμα διότι αναιρεί ουσιαστικά την έννοια της διαμαρτυρίας, που είναι η ουσία της διαδήλωσης. Παρακάμπτει το γεγονός ότι η διαμαρτυρία προκαλεί εξ ορισμού διαταραχή στον κοινωνικό βίο, σκοπός της είναι η όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση ενός μηνύματος, όχι απλά η δημόσια έκφραση μιας άποψης. Παραβλέπει το γεγονός ότι, στο βαθμό που το εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας συμπίπτει με το πολιτικό κέντρο της χώρας, η εκδήλωση διαμαρτυρίας στο πολιτικό κέντρο είναι εξίσου κανονική με την επιχειρηματικότητα στο εμπορικό κέντρο. Η διαμαρτυρία αποτελεί μέρος της κανονικότητας της λειτουργίας του πολιτικού πεδίου, όπως η επιχειρηματικότητα αποτελεί μέρος της κανονικότητας του οικονομικού πεδίου. Η αντιδιαστολή, επομένως, «διαμαρτυρίας και κανονικότητας» που προβάλλει ο υπουργός είναι καταχρηστική. Επιβάλει υπόρρητα ως αυτονόητο την προστασία της «κανονικότητας» έναντι των διαμαρτυριών που τη διαρρηγνύουν.

Η εννοιολογική διαστρέβλωση κορυφώνεται στο τέλος της τοποθέτησης του υπουργού, όπου δηλώνει εμφατικά, με κεφαλαία γράμματα, ότι «θα κάνουμε το ΠΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ». Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι εξοβελίζεται ολοσχερώς από την πολιτική κανονικότητα για να καταταχθεί σε μια ακόμα κατηγορία «διαφορετικότητας» που, ως δημοκρατική Πολιτεία, οφείλουμε να σεβαστούμε, ισότιμα με την επιθυμία του πολίτη να μετακινηθεί απρόσκοπτα ή να λειτουργήσει ως καταναλωτής στο κέντρο της πόλης.

Παρεμφερής επιθυμία διαστρέβλωσης της πραγματικότητας χαρακτηρίζει την καθησυχαστική δήλωση του υπουργού ότι «η Αστυνομία δεν κρύβει και δεν κρύβεται». Ακόμα κι αν υποθέσουμε, καλόπιστα, ότι το νέο σχέδιο διαχείρισης των διαδηλώσεων φιλοδοξεί να θέσει τέλος στην αστυνομική αυθαιρεσία – δεδομένου ότι προβλέπεται να φέρουν οι ένστολοι εμφανή διακριτικά –, ακόμα κι αν υποθέσουμε, καλόπιστα, ότι οι ένστολοι θα πειθαρχήσουν μόνιμα, είναι αδύνατον να μη παρατηρήσουμε ότι η απόκρυψη ενδεχόμενων έκνομων πράξεων των ενστόλων διασφαλίζεται από την κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου (α. 14 του Συντ.) δεδομένου ότι προβλέπεται πως «η Αστυνομία θα οριοθετήσει ένα συγκεκριμένο χώρο για τους δημοσιογράφους». Η ελευθερία του Τύπου, που έγκειται στην ελευθερία ενημέρωσης βάσει της ελεύθερης συλλογής πληροφοριών, συρρικνώνεται στην ενημέρωση βάσει πληροφοριών των οποίων η συλλογή θα καθορίζεται αυθαίρετα από την ΕΛ.ΑΣ.

Αυτή η ρητή φίμωση του Τύπου συνοδεύεται από μια υπόρρητη απειλή προς τους δημοσιογράφους που δεν θα πειθαρχήσουν, δεδομένου ότι τους προτείνεται εφεξής «να φορούν διακριτό και προστατευτικό εξοπλισμό». Υπονοώντας ότι τα μέχρι τώρα περιστατικά άσκησης βίας εις βάρος δημοσιογράφων και ιδίως φωτορεπόρτερ οφείλονταν στην εγγενή αδυναμία των ενστόλων να διακρίνουν τον εμφανέστατο επαγγελματικό εξοπλισμό τους, η ΕΛ.ΑΣ απεκδύεται ουσιαστικά των ευθυνών της σε περίπτωση άσκησης αστυνομικής βίας εις βάρος δημοσιογράφων/φωτορεπόρτερ που δεν θα δεχθούν να αυτοπεριοριστούν προς όφελος της «συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης» που τους προτείνεται.

Συνοψίζοντας, το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των υπαίθριων δημόσιων συναθροίσεων θα μπορούσε να αποκληθεί Απώλεια δημοκρατικών κεκτημένων με επίχρισμα οργουελιανής γλώσσας.

της Αναστασίας Τσουκαλά


TOP READ