Τα μπαλκόνια της πόλης, όρια των ονείρων μας
Τα μπαλκόνια υψώνονται όσο υψώνονται οι πολυκατοικίες μας. Τα μπαλκόνια… μια εφεύρεση εκείνων που θέλησαν να απαλύνουν το αποπνικτικό αίσθημα εγκλωβισμού που γεννούν τα διαμερίσματα. Μια διαπραγμάτευση της ελευθερίας που, κάποτε, μας χάριζαν τα σπίτια μας. Μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ανάγκη να στεγαστούν οι πολλοί των πόλεων και στην ανθρώπινη ανάγκη να αναπνέουμε τις αναπνοές μας ολόκληρες. Σκέφτηκαν τότε, να βάλουν στα μικρά μας κουτάκια ένα χώρο, που να θυμίζει τις παλιές αυλές που αφήσαμε πίσω.
Το μπαλκόνι, όσο μικρό, όσο ευτελές και αν είναι, το μικραίνει ακόμα περισσότερο η γλάστρα. Η γλάστρα θυμίζει ότι κάπου υπάρχει και το πράσινο… και έτσι στο φαντασιακό μας γεννιέται η θύμηση του χωραφιού, η θύμηση της φύσης. Διαπραγματευτήκαμε την αναπνοή μας και βρεθήκαμε σ’ αυτές τις γειτονιές των εργατών, των δημοσίων υπαλλήλων, των μαστόρων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, να προσπαθούμε να χωρέσουμε τις υπάρξεις μας στα πενήντα τετραγωνικά ενός διαμερίσματος και στα πέντε τετραγωνικά μπαλκόνι. Εκεί μέσα μάθαμε να αναπνέουμε με τάξη, να κινούμαστε σε σειρά, να μπαίνει η οικογένεια στη γραμμή για να χωρέσει στην κουζίνα για το μεσημεριανό. Όταν κανείς έσκαγε υπήρχε πάντα το μπαλκόνι και αυτή η αίσθηση, ανοίγοντας την πόρτα, ότι φεύγεις από τη στένα και βγαίνεις έξω… Μια στιγμή και στήνει ο νους το παραμύθι του, μια στιγμή, μια υποσυνείδητη αστραπιαία αίσθηση ότι το επόμενο βήμα δεν θα σε βγάλει στα πέντε τετραγωνικά αλλά στην πλατεία του χωριού σου, στο χωράφι του παππού σου, στην αυλή της μάνας σου… τόσο θέλει ο άνθρωπος να παρηγορηθεί… μια στιγμή μόνο να νιώσει ότι λευτερώνεται… και ας είναι και ψέμα.
Μέσα σ’ αυτά τα κουτιά γεννήθηκαν τρεις γενιές μέχρι σήμερα. Τρεις γενιές, που με έναν τρόπο άρρητο, με έναν τρόπο βιωματικό, διδάχτηκαν τη διαπραγμάτευση της ανθρώπινης ανάσας. Τρεις γενιές, που έμαθαν να αρκούνται, έμαθαν να παρηγορούνται στο λίγο αέρα, στον λίγο ήλιο, στα πέντε μέτρα τσιμέντου. Όταν ο μικρός ήθελε να παίξει μπάλα, ο γονιός τον έβγαζε στο μπαλκόνι. Όταν η μάνα ήθελε να μυρίσει βασιλικό, έβγαινε στο μπαλκόνι. Όταν ο ήλιος έλαμπε, άνοιγαν οι μπαλκονόπορτες και μαζί τους νομίζαμε ότι άνοιγε και το πνευμόνι μας… και όταν κάποτε ερχόταν στην Αθήνα η γιαγιά από το χωριό, την καθίζαμε στο μπαλκόνι για να πιεί τον καφέ της. Εκεί την καλούσαμε να ξανοίξει το βλέμμα της λίγο μακρύτερα από τους τέσσερεις τοίχους… και καθόταν η γιαγιά, η μοναδική που ένιωθε να στριμώχνεται στην άπλα των πέντε τετραγωνικών. Κάποτε, δεν άντεξε και ρώτησε,
«…Βρε παιδιά… είναι δυνατόν να νιώθετε απλοχωριά σε ένα κομματάκι τσιμέντο που δε χωράει καλά – καλά ούτε δύο ανθρώπους;»
Σάστισε η φαμίλια…
«Δεν χωράει;…»
Πήγαμε όλοι ένα βήμα πίσω και κοιτάξαμε το μπαλκόνι, για πρώτη φορά, με μια διάθεση αμφισβήτησης.
Λες να έχει δίκιο η γιαγιά;… μήπως οι άνθρωποι είμαστε πολύ μεγάλοι για να περιορίζουμε την ελευθερία μας στα πέντε μέτρα; Μήπως το διαμέρισμα είναι το τυρί και το μπαλκόνι η φάκα; Μήπως μικρύναμε πολύ τα όνειρά μας για να μπορέσουν να χωρέσουν στα μπαλκόνια μας?
Έτσι συνέβαινε πάντα, έτσι γίνεται και τώρα. Όταν θέλεις να ασκήσεις ένα μυαλό να πετάει χαμηλότερα, του φτιάχνεις ένα ταβάνι… και ο νους μαθαίνει ότι το ψηλότερο που μπορεί να καταφέρει είναι να αγγίξει το ταβάνι που του έφτιαξες… δε φαντάζεται, ότι αυτό είναι το όριο που του έβαλαν άλλοι, δεν είναι το πραγματικό όριο των δικών του φτερών, του δικού του πετάγματος.
Και μετά έρχεται η γνωστή ερώτηση «Μα είναι εφικτό αυτό που προτείνουν μερικοί… να αλλάξει ο κόσμος;» Και ξανά, η γνωστή απάντηση «Ναι, είναι και εφικτό και αναγκαίο… ούτε τα όρια των ταβανιών, ούτε οι άκρες των μπαλκονιών είναι τ’ αληθινά όρια των δυνατοτήτων μας…» Ωστόσο, η απάντηση είναι γνωστή από πριν σ’ εκείνους που κάνουν την ερώτηση. Αυτό που, στ’ αλήθεια, θα θελαν να ρωτήσουν είναι «Γιατί θέλεις να με βγάλεις από τη θέση που έχω καταλάβει, γιατί θέλεις να με ξεβολέψεις; Σε αυτό το μικρό μπαλκόνι που σε έχω βάλει εσύ καταφέρνεις να επιβιώσεις, ενώ εγώ αθροίζω στο δικό μου μπαλκόνι τα τετραγωνικά που σου αναλογούν. Γιατί θέλεις να πάρεις πίσω τα τετραγωνικά σου; Αφού όλοι βολευόμαστε…, εσύ στα πέντε μέτρα κι εγώ στα εκατόν πέντε».
Αυτή είναι η αγωνία εκείνων που ελπίζουν να σπείρουν ανάμεσά μας την αμφιβολία μέσω των ερωτήσεων. Αν η αμφιβολία δε πιάσει, επιστρατεύεται ο φόβος. Ο φόβος της απόλυσης. Ο φόβος του ξένου. Ο φόβος του διαφορετικού. Τώρα ζούμε την εποχή του μεθοδευμένου φόβου… τώρα μας καλούν να εκτιμήσουμε το μεγαλείο της οριακής μας επιβίωσης πετώντας τη γιαγιά από το μπαλκόνι.
Σοφία Χουδαλάκη