Πριν λίγες ώρες έγινε γνωστή η είδηση της εκτέλεσης του Βάλτερ Αρτισάλα Βερνάσα, γνωστού με το ψευδώνυμο “Γκουάτσο” στην Κολομβία.
Ο Γκουάτσο, με καταγωγή από τον Ισημερινό, ήταν ένας από τους
γνωστότερους παλιούς μαχητές των FARC που είχε ξαναπάρει τα όπλα,
διαφωνώντας με την ειρηνευτική συμφωνία της ηγεσίας της οργάνωσης με τις
αρχές της Κολομβίας. Ο ίδιος κατηγορείται μεταξύ άλλων για την απαγωγή
και δολοφονία τριών Κολομβιανών δημοσιογράφων τον περασμένο Μάρτιο και
σκοτώθηκε στη διάρκεια κοινής επιχείρησης στρατού και αστυνομίας, όπως
ανακοίνωσε ο πρόεδρος της χώρας, Ιβάν Ντούκε. Το γεγονός αυτό είναι μια
αφορμή για να ρίξουμε μια ματιά στην κατάσταση των ένοπλων ομάδων στην
Κολομβία, οι οποίες ξεκινώντας δειλά στην αρχή, μοιάζουν να κερδίζουν
έδαφος λόγω της μονομερούς αθέτησης της ειρηνευτικής διαδικασίας από την
κυβέρνηση, με το μέλλον τους ωστόσο να παραμένει άδηλο.
Την περίοδο της υπογραφής της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ κολομβιανής κυβέρνησης και FARC – EP το 2016, όταν και οι αντάρτες κατέθεσαν τα όπλα μετά από δεκαετίες αγώνα, οι διαφωνούντες ήταν ελάχιστοι. Η επιθυμία για συμμετοχή στο πρόγραμμα επανένταξη ήταν μεγάλη για τους πρώην μαχητές, παρότι αρκετοί ήταν εκείνοι που αναζήτησαν μόνοι τους τρόπους επανένταξης, συχνά μετακομίζοντας σε μεγάλες πόλεις ή επιστρέφοντας στις οικογένειές τους. Αυτή η τάση απομάκρυνσης από τις επίσημες υποδομές δείχνει να αυξάνεται ραγδαία. Ενδεικτικό είναι πως, ενώ 2017 είχαν καταγραφεί 13.049 πρώην αντάρτες στο επίσημο πρόγραμμα επανένταξης, ένα χρόνο μετά είχαν μείνει μόνο 3.500.
Παράλληλα σχεδόν τρία χρόνια μετά τη συμφωνία, έχει γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει διάθεση υλοποίησής της από πλευράς του αστικού κράτους της Κολομβίας: Τα συμφωνηθέντα έχουν τροποποιηθεί πολλές φορές μονομερώς σε βάρος των ανταρτών, η οικοδόμηση των «ζωνών επανένταξης» προχωρά με πολύ βραδείς ρυθμούς, πολιτικοί κρατούμενοι παραμένουν στις φυλακές ή απελευθερώνονται με το σταγονόμετρο, τα κοινωνικά και οικονομικά σχέδια επανένταξης είχαν μικρή αποτελεσματικότητα. Το σημαντικότερο όμως είναι το κύμα «λευκής τρομοκρατίας» που επικρατεί έκτοτε στη χώρα, με εκατόμβες νεκρών, ανάμεσά τους 100 πρώην μαχητές των FARC, ενώ πολλά είναι τα θύματα που συνδέονται έμμεσα με την οργάνωση ή και με τη διαδικασία επανένταξης, όπως η ψυχολόγος Βιβιάνα Μουνιόζ Μαρίν που δολοφονήθηκε πριν λίγες μέρες.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο αριθμός των πρώην μαχητών που σκέφτονται την επιστροφή στον ένοπλο αγώνα αυξάνεται. Σε πρώτη φάση από την ειρηνευτική διαδικασία απείχαν 300 μαηχτές στο 1ο Μέτωπο της Γουαβιάρε και της Μέτα, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως το Ναρίνιο, παλιοί μαχητές αξιοποίησαν τις δομές της οργάνωσης για να φτιάξουν νέες ομάδες. Νέο ποιοτικό στοιχείο αποτελεί η προσπάθεια να βρεθούν αυτές οι ομάδες κάτω από τη σκέπη ενός κεντρικού γενικού επιτελείου, σχέδιο στο οποίο φαίνεται να πρωταγωνιστή ο πρώην διοικητής των FARC Χεντίλ Ντουάρτε.
Η ανάπτυξη νέων ανταρτικών ομάδων βασίζεται και στο γεγονός πως για πολλούς μαχητές η οργάνωση ήταν η οικογένειά τους, ενώ και αρκετές από τις περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των FARC, ο τερματισμός της δράσης του σήμανε την κατάρρευση των σχετικά οργανωμένων θεσμικών που είχαν επιβάλει οι αντάρτες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χωρικούς που ζούσαν από την καλλιέργεια κόκας, οι οποίοι σύμφωνα με την ειρηνευτική συμφωνία εγκατέλειψαν οικειοθελώς την καλλιέργεια με αντάλλαγμα κυβερνητική βοήθεια. Αντί για το πρόγραμμα αντικατάστασης της κόκας με άλλα προϊόντα και τις άμεσες επιδοτήσεις, οι χωρικοί έρχονται αντιμέτωποι με καταστολή και στρατό, καθώς στρέφονται και πάλι μαζικά στο ναρκωτικό φυτό για οικονομικούς λόγους.
Πυρήνας της αναβίωσης του ένοπλου αγώνα είναι το 1ο Μέτωπο «Αρμάντο Ρίος» που από τον Ιούλη του 2016 έχει αποκηρύξει την ειρηνευτική διαδικασία. Στόχος είναι να ενωθούν τα υπόλοιπα μέτωπα και οι πολιτοφυλακές της FARC σε εθνικό επίπεδο.
Μέσω ανακοινώσεων, αποστολών και μηνυμάτων που μεταφέρονται με αγγελιοφόρους, γίνεται η προσπάθεια από το 1ο Μέτωπο να υπάρξει συντονισμός με τις υπόλοιπες ένοπλες ομάδες στη χώρα. Σύμφωνα με έρευνα του «Ιδρύματος για την Ειρήνη και τη Συμφιλίωση» στο πρώτο εξάμηνο του 2018 υπήρχαν μόνο στα ανατολικά της χώρας 700 μαχητές υπό τους Χεντίλ Ντουάρτε, Ιβάν Μορντίσκο , Τζον 40 και Ροντρίγο Χαδέτε. Άγνωστο παραμένει αν ο Ντουάρτε πέτυχε το στόχο του για ένα εναλλακτικό 10ο συνέδριο των ανταρτών (το επίσημο 10ο συνέδριο της FARC το 2016 είχε αποφασίσει την προσχώρηση στην συμφωνία) με στόχο τη δημιουργία κοινού επιτελείου, διοικητικών δομών, προγράμματος επέκτασης και ιδεολογικού προγράμματος.
Ούτε ο βαθμός οργάνωσης των επιμέρους ομάδων μας είναι γνωστός, βέβαια όμως είναι ότι εξαρτάται και από τις κατά τόπους διοικητικές δομές και τις ηγετικές ικανότητες των τοπικών διοικητών. Σε περιοχές όπως η Μέτα, η Κακέτα, το Ναρίνιο και του Γουαβιάρε οι αντάρτες έχουν κατορθώσει να φτιάξουν κάποιες δομές, να επεκταθούν εδαφικά και να έχουν κοινωνική βάση που τους επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει δηλαδή τη δυνατότητα είσπραξης φόρων, την τήρηση της δημόσιας τάξης και την ηγεμονία στα τοπικά συμβούλια των χωριών.
Σημάδια αναδιοργάνωσης υπάρχουν ωστόσο και στην πρωτεύουσα Μπογκοτά. Αίσθηση είχε προκαλέσει πριν λίγους μήνες η παρουσία ενός πλήθους με καλυμμένα χαρακτηριστικά έξω από το πανεπιστήμιο της Μπογκοτά, όπου ακολούθησαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Τα άτομα αυτά δημοσίευσαν μια 16σελιδη ανακοίνωση, όπου επικρίνουν την παρούσα ηγεσία των FARC ως προδοτική, ζητώντας επαναδραστηριοποίηση του παράνομου ΚΚ Κολομβίας και τη δημιουργία πυρήνων σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, δηλαδή επιστροφή στον τρόπο δράσης των FARC στις πόλειες την εποχή της παρανομίας. Υπενθυμίζεται ότι στη συμφωνία περιλαμβάνεται ο όρος της εξαφάνισης των πολιτικών δομών του κινήματος, δηλαδή του ΚΚ Κολομβίας και του «Βολιβαριανού Κινήματος για μια νέα Κολομβία», που σήκωναν το βάρος της παράνομης δουλειάς στις πόλεις.
Πολλά άτομα που συμμετείχαν σε αυτά τα δίκτυα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στη δημοσιότητα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, φοβούμενοι πως η αποκάλυψη της ταυτότητάς τους θα είχε οδυνηρές συνέπειες για τους ίδιους. Εξάλλου στην συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για άτομα ήδη ενταγμένα στην κοινωνία, με κανονική εργασία, των οποίων η πολιτική δραστηριότητα παρέμενε καλά φυλαγμένη. Δεν είχαν λοιπόν κανένα λόγο να επιθυμούν συμμετοχή στα προγράμματα επανένταξης που ίσχυαν για τους ένοπλους συντρόφους τους. Από την άλλη, οι αγωνιστές των πόλεων θεωρούνται γενικά πιο αρνητικά διακείμενοι έναντι της κατάθεσης των όπλων και πιο πεπεισμένοι ιδεολογικά.
Το μέλλον των ένοπλων ομάδων στην Κολομβία είναι αβέβαιο, δεδομένου του ότι μετά και την εκτέλεση του Γκουάτσο μικραίνει ο δυνάμει ηγετικός πυρήνας, πολλά όμως θα εξαρτηθούν από το αν θα συνεχιστεί το καθεστώς αβεβαιότητας και τρομοκρατίας στη χώρα, που μετέτρεψε ένα περιθωριακό αριθμητικά φαινόμενο σε νέο αστάθμητο πολιτικό παράγοντα του πολύ εύθραυστου πολιτικού σκηνικού στην πολύπαθη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Με πληροφορίες από Kolumbien info
Την περίοδο της υπογραφής της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ κολομβιανής κυβέρνησης και FARC – EP το 2016, όταν και οι αντάρτες κατέθεσαν τα όπλα μετά από δεκαετίες αγώνα, οι διαφωνούντες ήταν ελάχιστοι. Η επιθυμία για συμμετοχή στο πρόγραμμα επανένταξη ήταν μεγάλη για τους πρώην μαχητές, παρότι αρκετοί ήταν εκείνοι που αναζήτησαν μόνοι τους τρόπους επανένταξης, συχνά μετακομίζοντας σε μεγάλες πόλεις ή επιστρέφοντας στις οικογένειές τους. Αυτή η τάση απομάκρυνσης από τις επίσημες υποδομές δείχνει να αυξάνεται ραγδαία. Ενδεικτικό είναι πως, ενώ 2017 είχαν καταγραφεί 13.049 πρώην αντάρτες στο επίσημο πρόγραμμα επανένταξης, ένα χρόνο μετά είχαν μείνει μόνο 3.500.
Παράλληλα σχεδόν τρία χρόνια μετά τη συμφωνία, έχει γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει διάθεση υλοποίησής της από πλευράς του αστικού κράτους της Κολομβίας: Τα συμφωνηθέντα έχουν τροποποιηθεί πολλές φορές μονομερώς σε βάρος των ανταρτών, η οικοδόμηση των «ζωνών επανένταξης» προχωρά με πολύ βραδείς ρυθμούς, πολιτικοί κρατούμενοι παραμένουν στις φυλακές ή απελευθερώνονται με το σταγονόμετρο, τα κοινωνικά και οικονομικά σχέδια επανένταξης είχαν μικρή αποτελεσματικότητα. Το σημαντικότερο όμως είναι το κύμα «λευκής τρομοκρατίας» που επικρατεί έκτοτε στη χώρα, με εκατόμβες νεκρών, ανάμεσά τους 100 πρώην μαχητές των FARC, ενώ πολλά είναι τα θύματα που συνδέονται έμμεσα με την οργάνωση ή και με τη διαδικασία επανένταξης, όπως η ψυχολόγος Βιβιάνα Μουνιόζ Μαρίν που δολοφονήθηκε πριν λίγες μέρες.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο αριθμός των πρώην μαχητών που σκέφτονται την επιστροφή στον ένοπλο αγώνα αυξάνεται. Σε πρώτη φάση από την ειρηνευτική διαδικασία απείχαν 300 μαηχτές στο 1ο Μέτωπο της Γουαβιάρε και της Μέτα, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως το Ναρίνιο, παλιοί μαχητές αξιοποίησαν τις δομές της οργάνωσης για να φτιάξουν νέες ομάδες. Νέο ποιοτικό στοιχείο αποτελεί η προσπάθεια να βρεθούν αυτές οι ομάδες κάτω από τη σκέπη ενός κεντρικού γενικού επιτελείου, σχέδιο στο οποίο φαίνεται να πρωταγωνιστή ο πρώην διοικητής των FARC Χεντίλ Ντουάρτε.
Η ανάπτυξη νέων ανταρτικών ομάδων βασίζεται και στο γεγονός πως για πολλούς μαχητές η οργάνωση ήταν η οικογένειά τους, ενώ και αρκετές από τις περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των FARC, ο τερματισμός της δράσης του σήμανε την κατάρρευση των σχετικά οργανωμένων θεσμικών που είχαν επιβάλει οι αντάρτες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χωρικούς που ζούσαν από την καλλιέργεια κόκας, οι οποίοι σύμφωνα με την ειρηνευτική συμφωνία εγκατέλειψαν οικειοθελώς την καλλιέργεια με αντάλλαγμα κυβερνητική βοήθεια. Αντί για το πρόγραμμα αντικατάστασης της κόκας με άλλα προϊόντα και τις άμεσες επιδοτήσεις, οι χωρικοί έρχονται αντιμέτωποι με καταστολή και στρατό, καθώς στρέφονται και πάλι μαζικά στο ναρκωτικό φυτό για οικονομικούς λόγους.
Πυρήνας της αναβίωσης του ένοπλου αγώνα είναι το 1ο Μέτωπο «Αρμάντο Ρίος» που από τον Ιούλη του 2016 έχει αποκηρύξει την ειρηνευτική διαδικασία. Στόχος είναι να ενωθούν τα υπόλοιπα μέτωπα και οι πολιτοφυλακές της FARC σε εθνικό επίπεδο.
Μέσω ανακοινώσεων, αποστολών και μηνυμάτων που μεταφέρονται με αγγελιοφόρους, γίνεται η προσπάθεια από το 1ο Μέτωπο να υπάρξει συντονισμός με τις υπόλοιπες ένοπλες ομάδες στη χώρα. Σύμφωνα με έρευνα του «Ιδρύματος για την Ειρήνη και τη Συμφιλίωση» στο πρώτο εξάμηνο του 2018 υπήρχαν μόνο στα ανατολικά της χώρας 700 μαχητές υπό τους Χεντίλ Ντουάρτε, Ιβάν Μορντίσκο , Τζον 40 και Ροντρίγο Χαδέτε. Άγνωστο παραμένει αν ο Ντουάρτε πέτυχε το στόχο του για ένα εναλλακτικό 10ο συνέδριο των ανταρτών (το επίσημο 10ο συνέδριο της FARC το 2016 είχε αποφασίσει την προσχώρηση στην συμφωνία) με στόχο τη δημιουργία κοινού επιτελείου, διοικητικών δομών, προγράμματος επέκτασης και ιδεολογικού προγράμματος.
Ούτε ο βαθμός οργάνωσης των επιμέρους ομάδων μας είναι γνωστός, βέβαια όμως είναι ότι εξαρτάται και από τις κατά τόπους διοικητικές δομές και τις ηγετικές ικανότητες των τοπικών διοικητών. Σε περιοχές όπως η Μέτα, η Κακέτα, το Ναρίνιο και του Γουαβιάρε οι αντάρτες έχουν κατορθώσει να φτιάξουν κάποιες δομές, να επεκταθούν εδαφικά και να έχουν κοινωνική βάση που τους επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει δηλαδή τη δυνατότητα είσπραξης φόρων, την τήρηση της δημόσιας τάξης και την ηγεμονία στα τοπικά συμβούλια των χωριών.
Σημάδια αναδιοργάνωσης υπάρχουν ωστόσο και στην πρωτεύουσα Μπογκοτά. Αίσθηση είχε προκαλέσει πριν λίγους μήνες η παρουσία ενός πλήθους με καλυμμένα χαρακτηριστικά έξω από το πανεπιστήμιο της Μπογκοτά, όπου ακολούθησαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Τα άτομα αυτά δημοσίευσαν μια 16σελιδη ανακοίνωση, όπου επικρίνουν την παρούσα ηγεσία των FARC ως προδοτική, ζητώντας επαναδραστηριοποίηση του παράνομου ΚΚ Κολομβίας και τη δημιουργία πυρήνων σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, δηλαδή επιστροφή στον τρόπο δράσης των FARC στις πόλειες την εποχή της παρανομίας. Υπενθυμίζεται ότι στη συμφωνία περιλαμβάνεται ο όρος της εξαφάνισης των πολιτικών δομών του κινήματος, δηλαδή του ΚΚ Κολομβίας και του «Βολιβαριανού Κινήματος για μια νέα Κολομβία», που σήκωναν το βάρος της παράνομης δουλειάς στις πόλεις.
Πολλά άτομα που συμμετείχαν σε αυτά τα δίκτυα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στη δημοσιότητα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, φοβούμενοι πως η αποκάλυψη της ταυτότητάς τους θα είχε οδυνηρές συνέπειες για τους ίδιους. Εξάλλου στην συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για άτομα ήδη ενταγμένα στην κοινωνία, με κανονική εργασία, των οποίων η πολιτική δραστηριότητα παρέμενε καλά φυλαγμένη. Δεν είχαν λοιπόν κανένα λόγο να επιθυμούν συμμετοχή στα προγράμματα επανένταξης που ίσχυαν για τους ένοπλους συντρόφους τους. Από την άλλη, οι αγωνιστές των πόλεων θεωρούνται γενικά πιο αρνητικά διακείμενοι έναντι της κατάθεσης των όπλων και πιο πεπεισμένοι ιδεολογικά.
Το μέλλον των ένοπλων ομάδων στην Κολομβία είναι αβέβαιο, δεδομένου του ότι μετά και την εκτέλεση του Γκουάτσο μικραίνει ο δυνάμει ηγετικός πυρήνας, πολλά όμως θα εξαρτηθούν από το αν θα συνεχιστεί το καθεστώς αβεβαιότητας και τρομοκρατίας στη χώρα, που μετέτρεψε ένα περιθωριακό αριθμητικά φαινόμενο σε νέο αστάθμητο πολιτικό παράγοντα του πολύ εύθραυστου πολιτικού σκηνικού στην πολύπαθη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Με πληροφορίες από Kolumbien info