Κατά την περιοδεία του ανά την Ελλάδα στην Άρτα, ο αρχηγός
της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητά ισχυρή εντολή για να κάνει η Ελλάδα «μια
μεγάλη φυγή στο μέλλον» με τη ΝΔ η οποία
«μπορεί να εκφράσει αυτό το κύμα πολιτικής αλλαγής» που το βλέπει παντού
στη χώρα. Οι υποσχέσεις του για μείωση της φορολογίας θέλει να έχουν παραλήπτη την περίφημη μεσαία
τάξη, που κατηγορεί την κυβέρνηση Τσίπρα πως «ξετίναξε». Από την άλλη ο
πρωθυπουργός από τη Ρόδο τονίζει ένα από τα διλήμματα των εκλογών που είναι οικονομική ανάπτυξη με
ασφάλεια στην εργασία ή αντίθετα με εργοδοτική αυθαιρεσία και παραβατικότητα.
Οι δικές του υποσχέσεις βεβαιώνει πως αφορούν τους «πολλούς», στους οποίους οι
προηγούμενοι φόρτωσαν τα βάρη της κρίσης.
Τα δυο
κόμματα εξουσίας εναγωνίως προσπαθούν να πείσουν για τις ικανότητές τους να
ανταποκριθούν στις προσδοκίες σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό εκλογέων, με
υποσχέσεις για οικονομική ανάπτυξη και εργασία, μετά την ολοκλήρωση
εφαρμογής των μνημονίων. Συγχρόνως, η χρησιμοποίηση εννοιών όπως «μεσαία τάξη» και «πολλοί» με την αοριστία τους και το νεφελώδη
προσδιορισμό τους συσκοτίζει ταξικές διαφορές και συγκρούσεις, φιλοδοξώντας να απευθύνεται
στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Με τη
ρητορική της υπεράσπισης της μεσαίας τάξης ή των πολλών ενώ φαίνεται πως η
κυρίαρχη ιδεολογία βρίσκεται σε διάζευξη, όμως και οι δύο πολιτικές εκφράσεις καταλήγουν να
στηρίζουν την κυρίαρχη πολιτική των αστικών συμφερόντων στο τέλος της ημέρας, αφού προηγουμένως όμως
έχουν παραπλανήσει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Κάπως έτσι οι τρόποι
παραπλάνησης με υποσχέσεις προς όλους και σε κανένα από πολιτικούς και κόμματα
ανανεώνονται σε κάθε εκλογική περίοδο.
Στην τελευταία δεκαετία της κρίσης κόμματα
και κομματίδια, παραφυάδες της κυρίαρχης πολιτικής, παραπλανούν συστηματικά την
πλειοψηφία του εκλογικού σώματος με την ύπαρξή τους και μόνο, συμβάλλοντας στην
απόκρυψη της ταξικής διάστασης της οικονομικής κρίσης και στην αποδοχή των
μέτρων λιτότητας
Αρχής γενομένης από την κυβέρνηση
του Γ. Παπανδρέου στις εκλογές του 2009, όταν αναζητώντας οι εκλογείς τον καλύτερο
διαχειριστή υπερψήφισαν το ΠΑΣΟΚ με διαφορά 10.5% από τη ΝΔ, επιλέγοντας τον Γ.
Παπανδρέου ο οποίος έπεισε πως για τις δυσκολίες των επόμενων χρόνων τα βάρη θα
αφορούν αυτούς που « έχουν και κατέχουν», χρησιμοποιώντας κι αυτός νεφελώδεις
χαρακτηρισμούς απόκρυψης των ταξικών διαφορών. Μόνο που μετά τις προεκλογικές υποσχέσεις για
μισθολογικές αυξήσεις, αύξηση δημόσιων επενδύσεων, αναμόρφωση φορολογικού
συστήματος κλπ. με τη διαβεβαίωση πως υπάρχουν χρήματα, οδήγησε τη χώρα στο μηχανισμό στήριξης με τις
συνέπειες αυτής της ενέργειας ανεξάντλητες να καθορίζουν το μέλλον. Μια
δεκαετία μετά, το εκλογικό σώμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μετά το γιό και
εγγονό πρωθυπουργού μοιάζει να πείθεται από γόνο έτερου πρωθυπουργού πως θα
διασφαλίσει τη μετάβαση στην καπιταλιστική κανονικότητα η οποία θα μας επιστρέψει στο παρελθόν της ευμάρειας
και θα εξασφαλίσει οικονομικές επιτυχίες. Είναι που η ανάθεση στο ΣΥΡΙΖΑ, νικητή στην πλειοδοσία
υποσχέσεων, να αποκαταστήσει τον καπιταλισμό της εποχής του ΠΑΣΟΚ με αριστερές
ευαισθησίες, δεν στέφθηκε από την
αναμενόμενη επιτυχία και η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, οι μη
προνομιούχοι, οι πολλοί, η μεσαία τάξη και όποιο όνομα παίρνουν, νιώθοντας
προδομένοι, ξαναγυρνούν σε παλιές αστικές αξίες –ΝΔ και Μητσοτάκη. Κι έτσι
μικροαστικά στρώματα διαψευσμένα και νιώθοντας προδομένα από το ΣΥΡΙΖΑ καταλήγουν
σε ένα συντηρητισμό που απειλεί να εκτρέψει και να σταθεροποιήσει φασισμούς, με
ποικίλα ορθώς πολιτικά όμως ονόματα.
Από τις
παρηγοριές των πρώτων χρόνων των μνημονίων με προτάσεις για δικαστικές λύσεις
στο χρέος της χώρας που χαρακτηρίζονταν επαχθές, επονείδιστο, μη βιώσιμο από μια
αριστερά που σφετερίστηκε τους λαϊκούς αγώνες, μετά από μια δεκαετία είμαστε
πάλι έτοιμοι ν’ αρπαχτούμε από κενές υποσχέσεις για κανονικότητα ενός καπιταλισμού
που δεν θα μας συνθλίψει, έχοντας επιστρέψει σ’ ένα πολιτικό σκηνικό αντίστοιχο σχεδόν μ’ αυτό της προ κρίσης εποχής. Δέκα
χρόνια άγριας καπιταλιστικής επίθεσης και δεν μπορούμε να αποσχιστούμε από το ιδεολογικό πλέγμα του καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και
τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών φαίνεται πως η εξαθλίωση και η ανασφάλεια που
όλη αυτή τη δεκαετία απειλεί την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος το στρέφουν
προς τη ΝΔ. Η επιστροφή στο παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα της μεταπολίτευσης,
που στον καιρό της κρίσης εμπλουτίστηκε με κάθε ακροδεξιό και φασιστικό
στοιχείο, μοιάζει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μικροαστών εκλογέων για
νόμο, τάξη, ασφάλεια, ηρεμία πάνω στα οποία οικοδομεί τον προεκλογικό της λόγο.
Στην
εποχή της ανάπτυξης και της άνθησης του καπιταλισμού, τα μικροαστικά στρώματα,
παρά τις εστίες δυσαρέσκειας τους που μπορεί να υπάρχουν, γενικά ακολουθούν
και υπακούουν στην καπιταλιστική δύναμη. Άλλωστε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο, από τη στιγμή
που δεν την αμφισβητούν. Σε συνθήκες όμως
της καπιταλιστικής ύφεσης και αδιεξόδου στην οικονομική κατάσταση, τα
μικροαστικά στρώματα επιδιώκουν και προσπαθούν να χαλαρώσουν τα δεσμά της
κυρίαρχης εξουσίας που νιώθουν να στρέφεται εναντίον τους. Για να
στραφούν προς την εργατική τάξη που δεινοπαθεί κι αυτή και να συμμαχήσουν μαζί
της θα πρέπει να αποκτήσουν τη βεβαιότητα πως έχει την ικανότητα να οδηγήσει σε
ένα νέο δρόμο, να αντισταθεί στις επιθέσεις της κυρίαρχης πολιτικής με
προοπτική επιτυχίας. Δεκαετίες όμως τώρα η σοσιαλδημοκρατία, σε όλες της τις
εκφάνσεις, επικέντρωσε όλες της τις
προσπάθειες για να απομακρυνθεί από τη συνείδηση των εργαζομένων η ιδέα της
ταξικής, ανεξάρτητης από την κυρίαρχη τάξη πολιτικής, για να απαξιωθεί κάθε
αγωνιστική και προς το συμφέρον τους
δράση, για να εμφυτευτεί η πίστη στην αιωνιότητα του καπιταλισμού, ώστε το εργατικό κίνημα να υπονομεύεται και χάνει τη δύναμή του. Έτσι οι μικροαστοί βλέποντας ένα εργατικό κίνημα
σε ύφεση χωρίς δυνατότητα επιβολής, του γυρνούν την πλάτη, αρνούνται να
συνδέσουν μαζί του τη μοίρα τους κι έχοντας αισθανθεί και προδομένοι από τα
πολιτικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, που απαξίωσε την Αριστερά, κατευθύνονται στη
σιγουριά του γνωστού, την παλιά Δεξιά της ΝΔ.
Γι’ αυτό
είναι επιτακτική η ανάγκη για υπερψήφιση του ΚΚΕ. Γιατί η πάλη για την πολιτική
κυριαρχία ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη διεξάγεται και μέσα
από τα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα. Το ΚΚΕ φορέας της κομμουνιστικής ιδεολογίας
που προκαθορίζει τις κύριες αρχές της
πολιτικής του δεν διαφωτίζει μόνο αλλά και οργανώνει την εργατική τάξη
προσδίδοντας στις δράσεις και ενέργειες
οργανωμένο χαρακτήρα και ταξικό προσανατολισμό.