Εργαζόμενοι της εταιρείας διαμαρτύρονται έξω από το κατάστημα της «Ηλεκτρονικής», στο Περιστέρι
|
Πριν από λίγες μέρες η
«Ηλεκτρονική»,
μια από τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις στον κλάδο των ηλεκτρικών
και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών, κήρυξε πτώχευση, κλείνοντας δεκάδες
καταστήματα και πετώντας στο δρόμο 450 εργαζόμενους, χωρίς να τους έχει
απολύσει, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν αποζημίωση, ούτε
επίδομα ανεργίας.
Το κλείσιμο της «Ηλεκτρονικής» είναι το
αποτέλεσμα του λυσσαλέου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων
για την κυριαρχία τους στην αγορά, διαδικασία κατά την οποία οι λιγότερο
ανταγωνιστικές επιχειρήσεις είτε κατεβάζουν ρολά, είτε εξαγοράζονται
από άλλες μεγαλύτερες.
Αυτή ήταν, άλλωστε, η «τύχη» και άλλων
εταιρειών που δραστηριοποιούνταν παλιότερα στην αγορά των ηλεκτρικών και
ηλεκτρονικών συσκευών, όπως το «Ράδιο Αθήναι», που εξαγοράστηκε από τον
«Κωτσόβολο», η «Ράδιο Α. Κορασίδης ΕΕ & ΑΕ», που έκλεισε, τα
«Elephant» και το «Εικόνα και Ηχος», που αποτελούν τα πιο σύγχρονα
θύματα του ανταγωνισμού.
Αυτή η τάση συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ενισχύθηκε την περίοδο της καπιταλιστικής
κρίσης. Ενδεικτικά είναι τα εξής στοιχεία: Το 2004, το 97,5% των
επιχειρήσεων στο Εμπόριο ανήκαν στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες
απασχολούν έως 9 εργαζόμενους) και το 0,02% ανήκαν στις μεγάλες
επιχειρήσεις (όσες απασχολούν πάνω από 250 εργαζόμενους).
Οι πολύ
μικρές επιχειρήσεις απασχολούσαν το 48% του συνόλου των μισθωτών στον
κλάδο και τους αναλογούσε το 48,8% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας
(ΑΠΑ) του κλάδου. Οι μεγάλες επιχειρήσεις απασχολούσαν το 13% των
μισθωτών και τους αναλογούσε το 9,20% της ΑΠΑ.
Το 2013, οι πολύ
μικρές επιχειρήσεις (96,8% στο σύνολο του κλάδου) απασχολούσαν περίπου
το 44% των μισθωτών και τους αναλογούσε το 45,2% της ΑΠΑ του κλάδου. Οι
μεγάλες επιχειρήσεις (μόλις 0,003% στο σύνολο του κλάδου) απασχολούσε το
16% των μισθωτών και τους αναλογούσε το 13,6% της ΑΠΑ.
Ο «χάρτης» της αγοράς
Τα
στοιχεία που βγήκαν στη δημοσιότητα, με αφορμή την πτώχευση της
«Ηλεκτρονικής», για το εμπόριο ηλεκτρικών και ηλεκτρικών οικιακών
συσκευών δείχνουν ακόμα πιο ανάγλυφα τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις
μεγάλες αλυσίδες. Στο συγκεκριμένο κλάδο, τα τελευταία χρόνια οι δύο
μεγαλύτερες εταιρείες είναι οι αλυσίδες «Κωτσόβολος» και «Media Markt».
Και
οι δύο είναι θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων, που μπήκαν στην ελληνική
αγορά στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000, προκαλώντας σοβαρές
ανακατατάξεις.
Η αλυσίδα «Κωτσόβολος» είναι μέλος του ευρωπαϊκού
ομίλου «Dixons Carphone» (πώληση ηλεκτρικών ειδών και προϊόντων κινητής
τηλεφωνίας) ο οποίος απασχολεί πάνω από 40.000 εργαζομένους σε 11 χώρες.
Η αλυσίδα «Κωτσόβολος» απασχολεί περίπου 2.000 άτομα και το δίκτυό της
αποτελείται από 95 καταστήματα (68 εταιρικά και 27 franchise), διαθέτει
ακόμα ηλεκτρονικό κατάστημα. Υπολογίζεται ότι κατέχει το 25% - 30% της
συγκεκριμένης αγοράς.
Η «Media Markt» ανήκει στη «Metro Group» που
απασχολεί 230.000 άτομα σε επίπεδο ομίλου. Η «Media Markt» διαθέτει 800
καταστήματα σε 14 χώρες. Στην Ελλάδα έχει 10 καταστήματα σε Αθήνα,
Θεσσαλονίκη και Λάρισα ενώ κατέχει το 11% της αγοράς. Απέναντι σε αυτές η
«Ηλεκτρονική» είχε μερίδιο 9% και 41 καταστήματα και ανήκε κατά 95%
στην οικογένεια Στρούτση.
Τη «χρυσή εποχή» της άνθισης στο εμπόριο
ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, κυρίως στη δεκαετία του 1990, η
«Ηλεκτρονική» κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά και επεκτεινόταν με
ταχείς ρυθμούς, κάνοντας και εξαγωγή κεφαλαίων.
Ετσι, μέχρι και το
2008, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο ιδιοκτήτης της, οι πωλήσεις
ήταν στα 240 εκατ. ευρώ, η εταιρεία δραστηριοποιούνταν σε τρεις χώρες, η
ρευστότητά της ήταν στα 25 εκατ. ευρώ και είχε μηδενικό τραπεζικό
δανεισμό. Η ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία της επιχείρησης έφτανε τα 25 εκ.
ευρώ, η κεφαλαιοποίηση στο χρηματιστήριο τα 150 εκατ. ευρώ και
περισσότερο από το 30% των μετοχών βρίσκονταν στα χέρια «θεσμικών
επενδυτών».
Μάλιστα, για να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό
ανταγωνισμό, η «Ηλεκτρονική» συνέχισε να αναζητά επενδύσεις στο
εξωτερικό. Ετσι, σύμφωνα πάντα με τον ιδιοκτήτη της, είχε κλείσει
ακίνητα στη Βουλγαρία, στην ΠΓΔΜ, στην Αλβανία, ενώ συζητούσε το
ενδεχόμενο δραστηριοποίησης και στη Ρουμανία, μέσω της μεγαλύτερης
αλυσίδας καταστημάτων του κλάδου.
Σε πορεία συρρίκνωσης
Από
το 2007 έως το 2015, την περίοδο δηλαδή της καπιταλιστικής κρίσης, ο
τζίρος στο εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών έπεσε κατά 45%, από 3,2 δισ.
ευρώ, σε 1,9 δισ. ευρώ.
Ενα από τα βασικά πλεονεκτήματα των
εταιρειών «Κωτσόβολος» και «Media Markt» έναντι της «Ηλεκτρονικής» ήταν
ότι οι δύο πρώτες στηρίχτηκαν με κεφάλαια από τις μητρικές εταιρείες,
για να αντιμετωπίσουν την κρίση και να ενισχύσουν τη θέση τους στην
αγορά. Ετσι, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η «Media Markt» στηρίχθηκε από τη
μητρική της, λαμβάνοντας συνολικά 74 εκατομμύρια ευρώ, για να καλύψει
ζημιές της περιόδου 2012 - 2013 και να αποκτήσει ρευστότητα ύψους 16
εκατομμυρίων ευρώ.
Το πιο σοβαρό πλήγμα στη διάρκεια της κρίσης,
το δέχθηκε η «Ηλεκτρονική», της οποίας ο τζίρος, από 240 εκατομμύρια
ευρώ το 2008, έφθασε τα 68 εκατομμύρια στα μέσα του 2015, πέφτοντας κατά
70% περίπου. Την ίδια στιγμή, οι βασικοί ανταγωνιστές της, η αλυσίδα
«Κωτσόβολος», έκανε τζίρο 380 εκατομμύρια ευρώ και «Media Markt» 200
εκατομμύρια ευρώ.
Μικρότεροι τζίροι σημαίνει και μικρότερες
εκπτώσεις από τους προμηθευτές, γεγονός που φέρνει σε ακόμα πιο δύσκολη
θέση εκείνες τις επιχειρήσεις που είναι χαμηλότερα στην κλίμακα του
ανταγωνισμού και ενισχύσει αυτές που είναι ψηλότερα.
Η πορεία αυτή
αφαίρεσης μεριδίων της αγοράς από τους ανταγωνιστές της συνεχίστηκε τα
επόμενα χρόνια, προκαλώντας προβλήματα ρευστότητας στην «Ηλεκτρονική», η
οποία κατέφυγε στον τραπεζικό δανεισμό. Βέβαια, τα δάνεια δόθηκαν με
«εγγύηση» την αναδιάρθρωση της εταιρείας, μέσω ενός επιχειρηματικού
πλάνου που προέβλεπε πρώτα απ' όλα μείωση του λειτουργικού κόστους, με
μειώσεις μισθών, απολύσεις και άλλα αντεργατικά μέτρα.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι το 2014, η εργοδοσία ζήτησε από τους εργαζόμενους να
συνεισφέρουν με ένα μισθό στην προσπάθεια της εταιρείας να αναδιαρθρώσει
τα δάνειά της από τις τράπεζες, τα οποία έφταναν τον Απρίλη του 2015
στα 50 εκ. ευρώ. Σημείο καμπής αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, το καλοκαίρι
του 2015, με την επιβολή των capital controls, παράγοντας που επιτάχυνε
τις διαδικασίες συγκέντρωσης συνολικά στον κλάδο του Εμπορίου.
Η
απροθυμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις που έδειχναν
σημάδια μη αναστρέψιμης «κόπωσης», η έλλειψη ρευστότητας από την πλευρά
της «Ηλεκτρονικής» και οι απαιτήσεις των προμηθευτών για άμεσες και
προκαταβολικές πληρωμές, δυσκόλεψαν κι άλλο τη λειτουργία της εταιρείας
και τη θέση της στον ανταγωνισμό. Το «λουκέτο» ήταν πλέον θέμα χρόνου
και στις 11 του περασμένου Μάρτη η εργοδοσία κατέθεσε αίτηση πτώχευσης
που κρίθηκε τελικά την περασμένη βδομάδα.
Ηρθε η ώρα να κάνουν οι εργαζόμενοι ταμείο
Κάπως
έτσι φτάσαμε στο «λουκέτο» της «Ηλεκτρονικής». Τώρα, ήρθε η ώρα για
τους εργαζόμενους να κάνουν ταμείο. Οι ίδιοι βρίσκονται χωρίς δουλειά,
αλλά η εταιρεία δεν τους έχει απολύσει, με αποτέλεσμα να μη δικαιούνται
αποζημιώσεις και επίδομα ανεργίας.
Από την άλλη, η εταιρεία
ξεπούλησε κυριολεκτικά τους τελευταίους μήνες τα εκθεσιακά της προϊόντα,
με εκπτώσεις μέχρι και 70%, μαζεύοντας ένα γερό μποναμά στα ταμεία της,
την ίδια ώρα που έβγαζε σε υποχρεωτική άδεια τους εργαζόμενους και
ετοιμαζόταν μεθοδικά για το «λουκέτο».
Σήμερα, οι εργαζόμενοι
είναι όμηροι της εργοδοσίας και της κυβέρνησης, η οποία το μόνο που
κάνει είναι να τους υποδεικνύει τη δικαστική οδό, για να διεκδικήσουν
μέρος της αποζημίωσης που δικαιούνται, αν και όταν προχωρήσει η
διαδικασία της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και
καλυφθούν οι απαιτήσεις άλλων πιστωτών.
Οπως πλήρωσαν τα
προηγούμενα χρόνια την ανάπτυξη της εταιρείας, προσφέροντας με τη
δουλειά τους κέρδη στον εργοδότη, έτσι πληρώνουν τώρα και τον αφανισμό
της από την αγορά, εξαιτίας του ανταγωνισμού και όχι εξαιτίας των
«καλών» ή «κακών» χειρισμών της συγκεκριμένης ή άλλης εργοδοσίας.
Οπως
οι ίδιοι καταγγέλλουν, ήδη από το 2010 και σταδιακά χρόνο με το χρόνο, η
εταιρεία τούς ζητούσε να αποδεχτούν τροποποιήσεις στις συμβάσεις που
αφορούσαν στο χρόνο απασχόλησης, αλλά και στις αποδοχές τους (π.χ.
μετατροπή των συμβάσεων από 8ωρίτες σε ωρομίσθιους, με παράλληλη μείωση
μισθών κατά 12%), με αποτέλεσμα οι μισθοί να μειωθούν από 20% έως και
37% σε διάστημα τεσσάρων ετών, στο όνομα της «ανάκαμψης» της εταιρείας.
Παράλληλα, υπήρξαν απολύσεις και κλείσιμο καταστημάτων.
Οι νόμοι
του καπιταλισμού είναι αδυσώπητοι και είναι χαμένος από χέρι όποιος
εργαζόμενος νομίζει ότι έχει εξασφαλισμένη τη δουλειά και τα δικαιώματά
του, αν το αφεντικό του κερδίζει μερίδια στην αγορά, πετώντας έξω τους
άλλους ανταγωνιστές του. Πολύ περισσότερο, αν δέχεται να βάζει πλάτη για
να βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά του ο εργοδότης, πιστεύοντας ότι
έτσι διασφαλίζεται και το δικό του μεροκάματο.
Το γεγονός ότι οι
εργαζόμενοι δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα σχεδόν όλα τα παραπάνω δεν έσωσε τις
θέσεις εργασίας κι αυτό πρέπει να αποτελέσει κριτήριο στον αγώνα τους
από εδώ και πέρα. Χρειάζεται να βγουν συμπεράσματα για το πού οδηγεί
τους εργαζόμενους ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια και η ταύτισή
τους με τα συμφέροντα του εργοδότη, για το έδαφος που κερδίζει η
εργοδοσία να ξεσαλώνει αντεργατικά από την έλλειψη οργάνωσης στο χώρο
δουλειάς και την πάλη μέσα από το σωματείο, για το ρόλο των
συνδικαλιστικών πλειοψηφιών στην Ομοσπονδία που δεν άνοιγαν κανένα
μέτωπο όλα αυτά τα χρόνια με την εργοδοσία.
Τέτοια συμπεράσματα
μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά στην οργάνωση και στην εξέλιξη του
αγώνα που δίνουν τώρα, έχοντας στο πλευρό τους το Σύλλογο
Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας.