Το
εκτενές άρθρο που αναδημοσιεύουμε ελπίζουμε πως θα βοηθήσει τον
αναγνώστη να γνωρίσει αρκετές πλευρές των γεγονότων στην ανατολική
Ουκρανία. Ανεξάρτητα από τις όποιες ενστάσεις, που μπορεί να έχει
κανείς, έχει τη δυνατότητα να βρει πληροφορίες κι εκτιμήσεις, που θα
διευκολύνουν στην κατανόηση της κατάστασης στην περιοχή.
Το άρθρο είναι δημοσιευμένο (σε
μετάφραση) στην ιστοσελίδα της αριστερής οργάνωσης «Μποροτμπά» («Αγώνας»
στα ουκρανικά) και το υπογράφει ο Βίκτορ Σαπίνοφ:
«Η Μπορoτμπά επικρίνεται συχνά για τη
στήριξη που παρέχει στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς, για το γεγονός
ότι σύντροφοί μας αγωνίζονται στην πολιτοφυλακή και προσφέρουν στην
ειρηνική οικοδόμηση του έθνους στο Λουγκάνσκ (LC) και το Ντονιέτσκ
(DNR). Αυτή η κριτική ακούγεται όχι μόνο από εκείνους τους πρώην
αριστερούς που υπέκυψαν στην εθνικιστική έξαρση και υποστήριξαν πρώτα το
Μαϊντάν και στη συνέχεια τον πόλεμο του Κιέβου για την κατάκτηση του
Ντονμπάς. Υπάρχουν και άλλοι που μας κάνουν κριτική, από τη σκοπιά του
«μαρξιστικού πατσιφισμού», που αυτοαποκαλούνται «η νέα Τσίμμερβαλντ»
1914 = 2014;
Οι «αριστεροί του
Τσίμμερβαλντ» συγκρίνουν στα σοβαρά τον πόλεμο στο Ντονμπάς με τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ιστορικοί παραλληλισμοί είναι πάντα επικίνδυνοι,
αλλά τούτος εδώ είναι παντελώς ανούσιος. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο του
1914-1918, συνασπισμοί ιμπεριαλιστικών χωρών αντίστοιχης ισχύος
πολέμησαν για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών, των πηγών πρώτων
υλών και των αποικιών. Η νίκη του αγγλογαλλικού μπλοκ, όπως είναι εύκολο
να δει κανείς εκ των υστέρων, δεν ήταν και τόσο προφανής για όσους
έζησαν τον πόλεμο, ακόμα και τους μαρξιστές. Για παράδειγμα, ο Λιέβ
Κάμενεφ, ένας από τα ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων, προέβλεπε τη νίκη
της Γερμανίας στον πόλεμο.
Το 1914 βρέθηκαν αντιμέτωπα σε μια
θανάσιμη μάχη δύο κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, δύο συστήματα
καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, με τα κέντρα τους στο Λονδίνο και
το Βερολίνο. Τα συστήματα αυτά είχαν φτάσει στα όρια της γεωγραφικής
επέκτασής τους στη δεκαετία του 1870, προσκρούοντας το ένα πάνω στα
σύνορα του άλλου. Η τελευταία πράξη αυτής της επέκτασης ήταν η ταχεία
διαίρεση της αφρικανικής ηπείρου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η σύγκρουση αυτών των συστημάτων
καταμερισμού εργασίας (το γερμανικό-κεντρικοευρωπαϊκό, το αγγλογαλλικό,
το αμερικανικό και το ιαπωνικό) ήταν η οικονομική αιτία του Πρώτου και
του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως,
υπήρχε μόνο ένα τέτοιο σύστημα – με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στα τέλη του 1940 ενσωμάτωσε τα ευρωπαϊκά και ιαπωνικά συστήματα, στη
δεκαετία του 1970 απορρόφησε τις πρώην αποικίες, στη δεκαετία του 1980
την Κίνα και τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, και στη
δεκαετία του 1990 τη Σοβιετική Ένωση.
Η δεξιά, νεοφιλελεύθερη αντίδραση των
Ρίγκαν-Θάτσερ έδωσε τελικά στο σύστημα αυτό τη σημερινή του μορφή. Στην
καρδιά αυτού του συστήματος είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ως ο
οργανισμός που παράγει το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου, το ΔΝΤ, ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Μετά το 2008 το σύστημα εισήλθε σε μια
περίοδο συστημικής κρίσης, τα αίτια της οποίας έχω εξετάσει αλλού, και
βαθμιαίας παρακμής. Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης, οι καπιταλιστικές
ελίτ ορισμένων χωρών άρχισαν να αμφισβητούν τους «κανόνες του
παιχνιδιού» όπως τους έθετε η Ουάσιγκτον, επειδή το υπάρχον σύστημα δεν
ήταν πλέον τόσο ελκυστικό όσο πριν από την κρίση.
Έτσι λοιπόν δεν έχουμε δύο μπλοκ
εγκλωβισμένα σε μια θανάσιμη αναμέτρηση (όπως το 1914), αλλά μια εντελώς
νέα κατάσταση, χωρίς ιστορικό ανάλογο, όπου το σύστημα καταρρέει και
αρχίζει να γίνεται κομμάτια, και κάποιες καπιταλιστικές ομάδες
(οργανωμένες σε έθνη και διακρατικούς σχηματισμούς) προσπαθούν να
μεταβάλουν το υπάρχον πλαίσιο του συστήματος, ενώ αντίθετα άλλες ομάδες
(«περιφερειακές επιτροπές» της Ουάσιγκτον) προσπαθούν να διατηρήσουν το
στάτους κβο και να τιμωρήσουν εκείνους που καταπατούν τις ιερές αρχές
του συστήματος.
Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του
συστήματος σχετίζονται με τις εσωτερικές αντιφάσεις του, δεν πρόκειται
για σύγκρουση μεταξύ επιμέρους κέντρων συσσώρευσης κεφαλαίου και
συστημάτων καταμερισμού εργασίας, όπως το 1914 και το 1939.
Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα
Όσοι παρουσιάζουν τη σύγκρουση στην
Ουκρανία ως μια μάχη μεταξύ της Ρωσίας και του αμερικάνικου
ιμπεριαλισμού όπως το 1914 έχουν επίπεδο αναλυτικής ικανότητας
αντίστοιχο με αυτό του προπαγανδιστή Ντμίτρι Κίσελιοφ, που απειλεί να
μετατρέψει την Αμερική σε «πυρηνική τέφρα». Η Ρωσία και οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν είναι συγκρίσιμες σε ό,τι αφορά την οικονομική τους ισχύ –
αγωνίζονται σε διαφορετικές κατηγορίες. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας
«ρώσικος ιμπεριαλισμός», ακόμη και ο «αμερικάνικος ιμπεριαλισμός» όπως
υπήρχε το 1914 δεν υπάρχει σήμερα. Αυτό που υπάρχει σήμερα είναι ένα
ιεραρχικά οργανωμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα με επικεφαλής τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει μια ρωσική αστική τάξη, η οποία στο
οικοδόμημα αυτό δε διαμένει ούτε στον πρώτο ούτε καν στο δεύτερο
«όροφο», η οποία προσπάθησε να αναβαθμίσει τη θέση της σε αυτή την
ιεραρχία και τώρα τρέμει εξαιτίας της τόλμης του, επειδή συνάντησε
αντίσταση από μια ενωμένη Δύση.
Φανταστείτε για μια στιγμή ότι η Ρωσία
είναι πραγματικά μια ιμπεριαλιστική χώρα όπως το 1914, δηλαδή, σαν την
Ιταλία με τον «ιμπεριαλισμό των ζητιάνων» της. Αυτή η Ρωσία είχε
πραγματικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην Ουκρανία, που σχετίζονται
κυρίως με τη μεταφορά των υδρογονανθράκων, και σε πολύ μικρότερο βαθμό
στη βιομηχανία. Ωστόσο, αυτά δεν είναι συμφέροντα για τα οποία θα
ρίσκαρε σκόπιμα την επιδείνωση των σχέσεών της με τη Δύση.
Στην ουκρανική κρίση, η ρωσική
καπιταλιστική ελίτ δεν έχει εφαρμόσει καμιά ιμπεριαλιστική στρατηγική,
έχει απαντήσει μόνο στις προκλήσεις μιας ραγδαία εξελισσόμενης
κατάστασης. Αυτή η αντίδραση έχει υπάρξει απρόθυμη, αντιφατική, ασυνεπής
– αποδεικνύοντας στον προσεκτικό παρατηρητή την απουσία στρατηγικής.
Όπως εξελίχθηκε η κατάσταση μετά το
πραξικόπημα στην Ουκρανία και την έναρξη της εξέγερσης στην Κριμαία και
τα νοτιοανατολικά, η ρωσική ηγεσία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δύσκολο
δίλημμα. Το να μην επέμβει για να υποστηρίξει τον πληθυσμό της Κριμαίας
και των νοτιοανατολικών θα σήμαινε απώλεια του κύρους της στα μάτια του
ίδιου του πληθυσμού της και μάλιστα μέσα σε μια διαρκώς επιδεινούμενη
οικονομική κατάσταση και μια πολιτική κρίση πολύ ισχυρότερη από αυτή του
2011. Το να επέμβει θα σήμαινε να έρθει σε ρήξη με το Δύση, με
απρόβλεπτα αποτελέσματα. Στο τέλος, η ρωσική καπιταλιστική ελίτ επέλεξε
τη μέση λύση – επέμβαση στην Κριμαία, αλλά όχι στα νοτιοανατολικά.
Ωστόσο, όταν η εξέγερση στο Ντονμπάς
μετατράπηκε από ειρηνική σε ένοπλη, η Ρωσία αναγκάστηκε να προσφέρει
βοήθεια. Αναγκάστηκε, επειδή η στρατιωτική καταστολή των ανταρτών με τη
σιωπηρή συγκατάθεση της Ρωσίας θα ήταν ένα καταστροφικό πλήγμα για την
εικόνα των ρωσικών αρχών στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά αυτή η υποστήριξη
δόθηκε απρόθυμα. Ο Πούτιν κάλεσε δημόσια το λαό των νοτιοανατολικών να
μην πραγματοποιήσει το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του Ντονιέτσκ και
του Λουγκάνσκ, ενώ η ουσιαστική ροή της στρατιωτικής βοήθειας άρχισε
μόνο μετά την εγκατάλειψη του Σλαβιάνσκ, όταν η πρωτεύουσα του Ντονιέτσκ
βρέθηκε υπό την απειλή της κατάληψης από τον ουκρανικό στρατό.
Η στήριξη αυτή έχει προκαλέσει
δυσαρέσκεια και αντίσταση από το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής
ολιγαρχίας, το οποίο ονειρεύεται όχι την αποκατάσταση της ρωσικής
αυτοκρατορίας, αλλά μια αμοιβαία επωφελή εταιρική σχέση με τη Δύση.
Ιστορικοί παραλληλισμοί: Ισπανία 1936, Ιρλανδία 1916, Ροτζάβα 2015
Είναι δυνατόν να υποστηρίζει κανείς τις
λαϊκές δημοκρατίες αν το ρωσικό αστικό καθεστώς προσπαθεί να
χρησιμοποιήσει την εξέγερση ως εργαλείο για να υπηρετήσει τα δικά της
γεωπολιτικά συμφέροντα;
Ας προβούμε σε μια ιστορική αναλογία.
Μου φαίνεται ότι αυτή εδώ είναι πολύ πιο κατάλληλη από την αναλογία με
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
1936, εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Ας
φανταστούμε ότι η Σοβιετική Ένωση, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δε
μπορούσε ή δεν ήθελε να βοηθήσει την Ισπανική Δημοκρατία. Ας φανταστούμε
ακόμα ότι η αστική Βρετανία και η αστική Γαλλία παρείχαν στήριξη,
έστελναν στρατιωτικές προμήθειες και ανθρωπιστική βοήθεια, έδιναν
δάνεια, έστελναν ακόμα και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες για να
βοηθήσουν το στρατό και την αστυνομία των Δημοκρατικών. Φυσικά, οι
αστικές τάξεις της Βρετανίας και της Γαλλίας θα προσπαθούσαν να πετύχουν
τους δικούς τους στόχους – τη διατήρηση της Ισπανίας στο δικό τους
σύστημα επενδύσεων και εμπορίου στο πλαίσιο της αναδυόμενης
αντιπαράθεσης με το γερμανικό μπλοκ.
Θα μπορούσε η Αριστερά, σε αυτή τη βάση,
να αρνηθεί να στηρίξει τον αντιφασιστικό αγώνα των Ισπανών
Δημοκρατικών; Φυσικά και όχι.
Ένα άλλο παράδειγμα: Η Εξέγερση του
Πάσχα των Ιρλανδών Ρεπουμπλικάνων ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία το
1916. Όλοι όσοι αυτοαποκαλούνται αριστεροί τιμούν το ηρωικό αυτό
επεισόδιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα του ιρλανδικού λαού.
Εν τω μεταξύ, μία από τις κύριες
δυνάμεις της εξέγερσης – η Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα – αποφάσισε
το 1914, κατά την έναρξη του πολέμου, να εξεγερθεί και να δεχτεί
οποιαδήποτε βοήθεια τής προσέφερε η Γερμανία. Ένας εκπρόσωπος της
Αδελφότητας ταξίδεψε στη Γερμανία και έλαβε έγκριση για τέτοιου είδους
βοήθεια. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτή η βοήθεια δεν έφτασε ποτέ ήταν
επειδή το γερμανικό πλοίο που μετέφερε τα όπλα αναχαιτίστηκε στη
θάλασσα από ένα βρετανικό υποβρύχιο.
Ο Λένιν υποστήριξε ανεπιφύλακτα την
ιρλανδική εξέγερση, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ λιγότερο
«προλεταριακή» από την εξέγερση στο Ντονμπάς. Και εκείνο τον καιρό
υπήρχαν αριστεροί που αποκαλούσαν την ιρλανδική εξέγερση «πραξικόπημα»,
«ένα καθαρά αστικό, μικροαστικό κίνημα, το οποίο, παρά την αίσθηση που
προκάλεσε, δεν είχε μεγάλη κοινωνική υποστήριξη». Ο Λένιν τούς απάντησε
ως εξής: «Όποιος αποκαλεί μια τέτοια εξέγερση «πραξικόπημα» είναι είτε
ένας σκληρόπετσος αντιδραστικός, είτε ένας δογματικός, απελπιστικά
ανίκανος να συλλάβει μια κοινωνική επανάσταση ως ένα ζωντανό
φαινόμενο»(1).
Παρά την προφανή υποστήριξη των
Γερμανών, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι μια εξέγερση στα νώτα της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας διευκόλυνε το γερμανικό ιμπεριαλισμό, οι
πραγματικοί αριστεροί υποστήριξαν τους Ιρλανδούς Ρεπουμπλικάνους. Τους
υποστήριξαν παρά το γεγονός ότι αστοί και μικροαστοί Ιρλανδοί εθνικιστές
πολέμησαν μαζί με τον σοσιαλιστή James Connolly και τους υποστηρικτές
του. Φυσικά, ο Connolly είπε ότι μια διακήρυξη ανεξαρτησίας χωρίς την
εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας θα ήταν μάταιη. Αλλά και η
αριστερά στο Ντονμπάς το λέει αυτό.
«Αν υψώσεις την πράσινη σημαία και
εκδιώξεις τον αγγλικό στρατό… Αν δεν ξεκινήσεις να εγκαθιδρύεις μια
σοσιαλιστική δημοκρατία όλες σου οι προσπάθειες θα αποδειχτούν μάταιες.»
James Connolly (σ.σ. Ιρλανδός επαναστάτης, εκτελέστηκε από τους
Βρετανούς στις 12 Μάη 1916 στη φυλακή του Kilmainham. Το 1910 έκλεινε τη
μπροσούρα του με τίτλο «Εργασία, Εθνικότητα, Θρησκεία» με τον πιο
ξεκάθαρο τρόπο: «Ο καιρός των μπαλωμάτων στο καπιταλιστικό σύστημα έχει
περάσει, (σ.σ. το σύστημα αυτό) πρέπει να φύγει».
Γιατί να μην ταιριάζει το παράδειγμα της
Ιρλανδίας στο Ντονμπάς; Το παράδειγμα αυτό προέρχεται μάλιστα και από
την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που τόσο λατρεύουν οι
«αριστεροί του Τσίμμερβαλντ».
Ή ας πάρουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα.
Δεν είναι μυστικό ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία που
αγωνίζονται κατά των ισλαμοφασιστών λαμβάνουν υποστήριξη από τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτή τη βάση, θα πρέπει η Αριστερά να αρνηθεί να
υποστηρίξει τους Κούρδους της Ροτζάβα; Φυσικά και όχι.
Με την πάροδο των ετών, η παλαιστινιακή
αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή βασίστηκε επίσης στην υποστήριξη αστικών
και αντιδημοκρατικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή, και η αναλογία των
προχωρημένων και προοδευτικών στοιχείων στην παλαιστινιακή ηγεσία ήταν
συνήθως πολύ μικρότερη σε σχέση την αναλογία αυτή στις ηγεσίες του
Ντονμπάς. Ωστόσο, η Αριστερά πάντοτε υποστήριζε το παλαιστινιακό
απελευθερωτικό κίνημα.
Αλλά σε ό,τι αφορά το Ντονμπάς ορισμένοι
αριστεροί εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, επιμελώς ψάχνοντας για
δικαιολογίες για να καταδικάσουν τις ΛΔ Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ και να
πάρουν μια θέση αδιάφορου πατσιφισμού. Γνήσιοι αριστεροί δεν τήρησαν
ποτέ τέτοια στάση. «Η αδιαφορία για τον αγώνα είναι, ως εκ τούτου,
αποκλεισμός από τον αγώνα, αποχή ή ουδετερότητα. Η αδιαφορία είναι
σιωπηρή υποστήριξη προς τους ισχυρούς, τους καταπιεστές.», έγραφε ο
Λένιν. (2) Με το να στέκονται στην άκρη, οι αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί
του Τσίμμερβαλντ» συντάσσονται στην πραγματικότητα με τις αρχές του
Κιέβου που διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών.
Πόλεμος – συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα
«Ο πόλεμος δεν είναι τίποτα περισσότερο
από τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», έγραψε ο στρατιωτικός
θεωρητικός Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Η δήλωση αυτή αναγνωρίζεται
επιδοκιμαστικά από τους κλασικούς του μαρξισμού. (3)
Ποιών πολιτικών αποτελεί συνέχεια ο
πόλεμος για το Κίεβο και το Ντονμπάς; Για να δικαιολογήσουν την
«ουδέτερη» θέση τους, οι κατά φαντασίαν «αριστεροί του Τσίμμερβαλντ»
προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι πολιτικές αυτές είναι οι ίδιες. «Όλες οι
γάτες είναι γκρίζες» – αυτό είναι το αποκορύφωμα της «μαρξιστικής» τους
σοφίας.
Ο Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914-1918 ήταν
στην πραγματικότητα μια συνέχιση των ίδιων πολιτικών από τη Βρετανία, τη
Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, τη Ρωσία – πολιτικές της
αποικιακής λεηλασίας, αγώνας για αποικίες και αγορές, αγώνας για την
καταστροφή των ανταγωνιστών ιμπεριαλιστών. Ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος του
1904-1905 αποτελούσε επίσης τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών.
Ωστόσο θα ήταν ανόητο να υποστηρίξει
κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει εμφύλιος πόλεμος στον οποίο οι
αντιμαχόμενοι να θέλουν να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Η ουσία του
εμφυλίου είναι η επιβολή των πολιτικών της μιας πλευράς στην αντίπαλη
πλευρά, το τσάκισμα της πολιτικής δύναμης και η καταστολή των ταξικών
στρωμάτων που υλοποιούν την πολιτική αυτή. Το Βόρειο και το Νότιο
Βιετνάμ υλοποιούσαν διαφορετικές πολιτικές με αποτέλεσμα έναν εμφύλιο.
Διαφορετικές πολιτικές πραγματοποιούνται επίσης π.χ. από το καθεστώς του
Μπασάρ αλ-Άσσαντ και από την ισλαμική αλ-Κάιντα και άλλους ισλαμιστές
στη Συρία. Διαφορετικές πολιτικές καθοδήγησαν την Ισπανική Δημοκρατία
και τον Φράνκο τα χρόνια 1936-1939. Διαφορετικές πολιτικές επιδιώκονταν
από τον Καντάφι και τους αντιπάλους του στον εμφύλιο της Λιβύης το 2011.
Ο εμφύλιος λοιπόν στην Ουκρανία δεν
αποτελεί συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Ποιες είναι οι διαφορετικές
πολιτικές Κιέβου και Ντονμπάς;
Οι πολιτικές του Κιέβου
Οι πολιτικές του Κιέβου κατά τον εμφύλιο
πόλεμο αποτελούν μια λογική συνέχεια των πολιτικών του Μαϊντάν. Αυτές
έχουν διάφορες συνιστώσες:
α) «Ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση» και υποταγή στον ιμπεριαλισμό. Το πρώτο σύνθημα του Μαϊντάν
ήταν η λεγόμενη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», η οποία με οικονομικούς όρους
σημαίνει την παράδοση των ουκρανικών αγορών στις ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις, τη μετατροπή της Ουκρανίας σε μια αποικία – πηγή πρώτων
υλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έναν πληθυσμό μεταναστών εργατών –
σκλάβων χωρίς δικαιώματα. Σήμερα, περισσότερο από ένα χρόνο μετά τη νίκη
του Μαϊντάν, τα οικονομικά αποτελέσματα γίνονται ήδη αισθητά σε τόσο
βάθος που δε μπορούν να τα αγνοήσουν ούτε και οι πιο σκληροί
«ευρω-αισιόδοξοι» (4).
Το νέο καθεστώς στο Κίεβο εγκατέλειψε
επίσης πλήρως κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας και έγινε ένα
κράτος-μαριονέτα. Η λύση στην ενδοκαθεστωτική σύγκρουση μεταξύ του
ολιγάρχη προέδρου Ποροσένκο και του ολιγάρχη κυβερνήτη Ιγκόρ Κολομόισκι
ήρθε από την πρεσβεία των ΗΠΑ. Η παράδοση της στρατιωτικά και οργανωτικά
στρατηγικής περιοχή της Οδησσού στον άμεσο έλεγχο του προστατευόμενου
από τις ΗΠΑ, πρώην προέδρου της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, το δείχνει
αυτό με σαφήνεια.
β) Ο
νεοφιλελευθερισμός. Η κυβέρνηση που προέκυψε από το Μαϊντάν επεδίωξε με
συνέπεια την υλοποίηση πολιτικών που υπαγορεύονται από το ΔΝΤ. Και αυτό
δεν πρόκειται για κάποια «εξαπάτηση» των προσδοκιών του Μαϊντάν. Όλα
αυτά είχαν δηλωθεί ανοιχτά από το βήμα της πλατείας Μαϊντάν, και οι
πολιτικές δυνάμεις που βρέθηκαν στην ηγεσία του κινήματος έχουν
επιδείξει μακρά και συνεπή προτίμηση στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό. Η
κίνηση προς τη μαζική ιδιωτικοποίηση και τη συστηματική καταστροφή των
υπολειμμάτων του κράτους πρόνοιας – αυτή είναι η ουσία της οικονομικής
πολιτικής του καθεστώτος Ποροσένκο – Γιατσένιουκ. Οι αριστεροί
αναγνώστες μάλλον δε χρειάζονται εμένα να τους εξηγήσω τη βλαπτικότητα
της πολιτικής αυτής για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
γ) Εθνικισμός και
φασισμός. Εθνικιστές και καθαροί φασίστες κατάφεραν να επιβάλουν την
ατζέντα τους μέσω του Μαϊντάν. Η οργάνωσή μας έγραφε το χειμώνα του
2014: «Η αναμφίβολη επιτυχία των εθνικιστών οφείλεται στο γεγονός ότι
λόγω του υψηλού επιπέδου δραστηριότητάς τους έχουν καταφέρει να
επιβληθούν ως ιδεολογική ηγεσία στο κίνημα Μαϊντάν. Αυτό αποδεικνύεται
από τα συνθήματα που έχουν γίνει ένα είδος «κωδικού πρόσβασης» για τις
μαζικές συγκεντρώσεις στην πλατεία Μαϊντάν, όπως: «Δόξα στην Ουκρανία –
δόξα στους ήρωες!», το οποίο, μαζί με το σήκωμα του δεξιού χεριού με
ίσια την παλάμη, είχε γίνει ο επίσημος χαιρετισμός της Οργάνωσης
Ουκρανών Εθνικιστών τον Απρίλη του 1941. Επίσης: «Δόξα στο έθνος,
θάνατος στους εχθρούς» και «Η Ουκρανία πάνω από όλα» (αντιγράφοντας το
περίφημο γερμανικό σύνθημα «Deutschland über alles») και «Όποιος δεν
πηδάει είναι Μοσχοβίτης». Τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν
είχαν σαφή ιδεολογική γραμμή ή συνθήματα, αφήνοντας τη νεοφιλελεύθερη
αντιπολίτευση να υιοθετήσει τα εθνικιστικά συνθήματα και την εθνικιστική
ατζέντα.» (5)
Έτσι σχηματίστηκε η
νεοφιλελεύθερη-ναζιστική συμμαχία. Οι νεοφιλελεύθεροι υιοθέτησαν το
πολιτικό πρόγραμμα των Ουκρανών φασιστών και οι ναζί συμφώνησαν με την
υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης γραμμής στην οικονομία. Αυτή η συμμαχία
«ευλογήθηκε» από τους εκπροσώπους του ιμπεριαλισμού, όπως η Κάθριν
Άστον, η Βικτόρια Νούλαντ και ο Τζον Μακέιν.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο στη
φασιστικοποίηση της κοινωνίας μετά το Μαϊντάν ήταν η νομιμοποίηση των
παραστρατιωτικών ναζιστικών ομάδων και η ένταξη των ναζί στις
κατασταλτικές υπηρεσίες του κράτους.
δ) Βίαιη καταστολή των
πολιτικών αντιπάλων, καταπίεση, λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης,
απαγόρευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Δεν είναι απαραίτητο να δώσω
παραδείγματα, καθώς αυτή η κατάσταση είναι πλέον ευρέως γνωστή.
ε) Περιφρόνηση για την
εργατική τάξη, «ταξικός ρατσισμός». Εγκαθιδρυμένη στο Μαϊντάν υπό την
ηγεσία της ολιγαρχίας, η ιδεολογία του κοινωνικού μπλοκ της εθνικιστικής
διανόησης και των μικροϊδιοκτητών της «μεσαίας τάξης» έχει προσβάλει
τον δυτικό Ουκρανό «άνθρωπο του δρόμου», ο οποίος προσδιορίζει με
σαφήνεια τον ταξικό του εχθρό: τα «βόδια» στο Ντονμπάς. Χρησιμοποιώντας
αυτόν τον ταξικό ρατσισμό ενάντια στην εργατική πλειοψηφία των
νοτιοανατολικών, η ολιγαρχία συσπειρώνει πλατιά κοινωνικά στρώματα γύρω
της, με αποτέλεσμα ακόμα και φτωχοί άνθρωποι στους δρόμους του Κιέβου να
υποστηρίζουν πολιτικές προς όφελος των δισεκατομμυριούχων Κολομόισκι
και Ποροσένκο.
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της
πολιτικής του νέου καθεστώτος στο Κίεβο. Αυτή είναι η ταξική πολιτική
του διακρατικού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου και της ουκρανικής
καπιταλιστικής ολιγαρχίας, η οποία προσπαθεί να ξεφύγει από την κρίση
της σε βάρος της εργατικής τάξης. Η πολιτική αυτή βασίζεται στη
χρησιμοποίηση της μικροαστικής τάξης, της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», σαν
δύναμη κρούσης. Κατά τη δεκαετία του 1930 ο σχεδιασμός αυτός που
περιελάμβανε πολιτική δικτατορία προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων
ονομαζόταν φασισμός.
Πολιτικές στο Ντονμπάς
Δεδομένου ότι η κρατική υπόσταση των
εδαφών των περιοχών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ που απελευθερώθηκαν από τους
αντάρτες εγκαθιδρύεται μόλις τώρα, είναι ίσως πολύ νωρίς για να
εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τις πολιτικές των Λαϊκών
Δημοκρατιών αυτών. Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες τάσεις.
α) Αντιφασισμός. Οι
αντάρτες όλων των πολιτικών πεποιθήσεων στις ΛΔ χαρακτηρίζουν ξεκάθαρα
το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στο Κίεβο μετά το Μαϊντάν ως φασιστικό.
Συχνά δε διαθέτουν κάποια σαφή επιστημονική κατανόηση του φασισμού, αλλά
σε κάθε περίπτωση απορρίπτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά του καθεστώτος
του Κιέβου: τον ακραίο εθνικισμό, τη σοβινιστική πολιτική σε σχέση με
τις γλώσσες, τον αντικομμουνισμό και τον αντισοβιετισμό, την καταστολή
των πολιτικών αντιπάλων, την αθώωση των ναζί εγκληματιών πολέμου και των
συνεργατών τους.
β) Αντι-ολιγαρχισμός. Ο
ρόλος της ουκρανικής ολιγαρχίας, ως ο κύριος χορηγός και κληρονόμος του
Μαϊντάν και του δεξιού εθνικιστικού πραξικοπήματος, έγινε ένα
ουσιαστικό στοιχείο της συνείδησης του κινήματος αντίστασης στα
νοτιοανατολικά. Επίσης, κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης του
2014 έγινε εμφανής η πλήρης εξάρτηση και η υποταγή της ουκρανικής
ολιγαρχίας στον ιμπεριαλισμό με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα
καλό παράδειγμα είναι η συμπεριφορά του «αφέντη του Ντονμπάς» και ενός
από τους κύριους χορηγούς του Κόμματος των Περιφερειών, Ρινάτ Αχμέτοφ.
Αυτός ο «φιλικός» ολιγάρχης από το Ντονιέτσκ, μετά από μια συνομιλία με
την Αμερικανίδα εκπρόσωπο του State Department Βικτόρια Νούλαντ,
υποστήριξε ανοιχτά το Μαϊντάν κάνοντας ειδική δήλωση εξ ονόματος του SCM
Holdings (σ.σ. όμιλος επιχειρήσεων που του ανήκει). Μετά από αυτό, οι
συμπατριώτες του θα έβλεπαν τον Ρινάτ Αχμέτοφ στην ορκωμοσία του
«προέδρου του Μαϊντάν» Πέτρο Ποροσένκο.
Από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να
υποστηρίξει το εξής: για τους αντάρτες του Ντονμπάς και για τις μάζες
που συμμετέχουν στο κίνημα αντίστασης στη νοτιοανατολική Ουκρανία, τα
αντιολιγαρχικά συνθήματα δεν είναι απλώς «λαϊκισμός». Αυτές οι μάζες
κατανοούν από την ίδια την πολιτική τους εμπειρία το ρόλο της κορυφής
της άρχουσας τάξης – το ρόλο της ουκρανικής πολιτικής ολιγαρχίας.
Αυτό είναι που διακρίνει το μαζικό
προοδευτικό κίνημα στη νοτιοανατολική Ουκρανία από το μαζικό
αντιδραστικό κίνημα του Μαϊντάν. Μερικά ήπια αντιολιγαρχικά συνθήματα
ακούστηκαν και στο Μαϊντάν, αλλά δεν υπερέβησαν τα όρια που είναι
συνυφασμένα με την ακροδεξιά δημαγωγία και το λαϊκισμό – άμεση απόδειξη η
εκλογή του Ποροσένκο στην προεδρία από τις φιλο-Μαϊντάν μάζες, καθώς
και η έγκριση του διορισμού ολιγαρχών όπως ο Ιγκόρ Κολομόισκι και ο
Σεργκέι Ταρούτα σε θέσεις-κλειδιά.
γ) Αντι-νεοφιλελεύθερες
πολιτικές. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της εσωτερικής ζωής των
δημοκρατιών του Ντονμπάς είναι η τάση προς σοσιαλδημοκρατικά, κεϋνσιανά
μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης, ενός κοινωνικά προσανατολισμένου κρατικού
καπιταλισμού. Μολονότι αυτό είναι απλώς μια τάση, αν και σημαντική,
είναι μια τάση αντίθετη με την οικονομική πολιτική των αρχών του Κιέβου.
Δειλά βήματα για εθνικοποίηση στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων (όπως
αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων, ορυχεία, κ.λπ.) γίνονται δεκτά με
ενθουσιασμό από τον πληθυσμό. Ο Αλεξάντερ Μποροντάι, ο οποίος
αποστασιοποιήθηκε από αυτό δηλώνοντας ότι «δε θα προβούμε σε
εθνικοποιήσεις, γιατί δεν είμαστε κομμουνιστές», έφυγε από την ηγεσία
της ΛΔ Ντονιέτσκ. Αντίθετα, η ηγεσία των δημοκρατιών όχι μόνο κάνει
βήματα για να επιστρέψουν σε κρατική ιδιοκτησία τμήματα της βιομηχανίας,
του εμπορίου και των υποδομών, αλλά και προωθεί ενεργά τα μέτρα αυτά
στον πληθυσμό.
δ) Φιλία των λαών και
διεθνισμός απέναντι στο ρώσικο εθνικισμό. Ο καθένας που έχει βρεθεί στο
Ντονμπάς σημειώνει τον πολυεθνικό χαρακτήρα της περιοχής. Επικίνδυνες
τάσεις ρωσικού εθνικισμού ως απάντηση στον ουκρανικό σοβινισμό των νέων
αρχών του Κιέβου δεν έχουν αναπτυχθεί με σοβαρό τρόπο (αν και ο κίνδυνος
αυτός έχει αξιοποιηθεί ενεργά από τους αντιπάλους των Λαϊκών
Δημοκρατιών για προπαγανδιστικούς σκοπούς). Αντίθετα, η επίσημη
καθιέρωση της ουκρανικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας – σε μια
περιοχή σχεδόν εξ ολοκλήρου ρωσόφωνη – αποδεικνύει την πρόθεσή των ΛΔ να
εφαρμόσουν μια δημοκρατική πολιτική στο θέμα των εθνικοτήτων και των
γλωσσών. Ένα σημαντικό μήνυμα ήταν επίσης ότι η επέτειος γέννησης του
Ουκρανού εθνικού ποιητή Τάρας Σεβτσένκο γιορτάστηκαν επίσημα και στο
Ντονιέτσκ και στο Λουγκάνσκ. Αυτό δείχνει ότι οι ηγεσίες των δημοκρατιών
κατανοούν τη σημασία που έχει να παρουσιάσουν μια εναλλακτική λύση στη
σοβινιστική και καταπιεστική γλωσσική και πολιτιστική πολιτική του
Κιέβου.
Επίσης, δεν έχει υπάρξει καμία σοβαρή
εξέλιξη ενός άλλου κινδύνου – της επίδρασης του κλήρου στο κίνημα
αντίστασης. Παρά το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρεται σε
διάφορα έγγραφα των Λαϊκών Δημοκρατιών, οι δυνάμεις του κλήρου δεν
παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική ζωή του Ντονμπάς. Το κίνημα
αντίστασης είναι κυρίως κοσμικού χαρακτήρα, και η επιρροή που έχει η
θρησκεία και η εκκλησία δεν είναι μεγαλύτερη από την επιρροή που είχαν
κατά την προπολεμική περίοδο στην Ουκρανία. Αυτό διακρίνει τις δυνάμεις
αντίστασης από το Μαϊντάν, στο οποίο η ελληνική Καθολική Εκκλησία είχε
παίξει σημαντικό ρόλο (με καθημερινές προσευχές να διαβάζονται από το
επίσημο βήμα της πλατείας Μαϊντάν, εκκλησιαστικούς ύμνους να
τραγουδιούνται κλπ).
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της
πολιτικής των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς. Φυσικά, αυτή η πολιτική
δεν είναι σοσιαλιστική. Αλλά αφήνει περιθώρια για την Αριστερά και τους
κομμουνιστές να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο κίνημα με τη δική τους
σημαία, τις δικές τους ιδέες και συνθήματα, χωρίς να τους ζητείται να
εγκαταλείψουν τις δικές τους απόψεις και το δικό τους πρόγραμμα. Το
κίνημα του Μαϊντάν και το καθεστώς που το ακολούθησε επικεντρώθηκε από
την αρχή στο μαχητικό αντικομμουνισμό και δεν παρέχει καμιά τέτοια
ευκαιρία.
Έχοντας εξετάσει λεπτομερώς το τι είδους
πολιτικές συνεχίζουν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές με τον εμφύλιο
πόλεμο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πολιτικές αυτές δεν είναι
καθόλου ίδιες από τη σκοπιά των αριστερών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Το μόνο που αποδεικνύουν οι αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί του
Τσίμμερβαλντ» δηλώνοντας ότι «και οι δύο πλευρές είναι το ίδιο» είναι
είτε ότι είναι ανίκανοι να κάνουν μια στοιχειώδη ανάλυση και σύγκριση
των πολιτικών του Κιέβου και του Ντονμπάς, είτε (και μάλλον αυτό είναι
πιο πιθανό) ότι είναι υποκριτές.
Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι
Η στάση των μαρξιστών απέναντι στον
πόλεμο δεν μπορεί να περιοριστεί στο παράδειγμα του Πρώτου Παγκοσμίου
Πολέμου. Οι μαρξιστές υποστήριζαν πάντα τούς πολέμους των καταπιεσμένων
ενάντια στους καταπιεστές, θεωρώντας πως η υποχώρηση στον πατσιφισμό και
την αδιαφορία στην περίπτωση ενός δίκαιου πολέμου είναι αστική
υποκρισία και κρυφή υποστήριξη στους αφέντες.
Ναι, ακόμα και στον Πρώτο Παγκόσμιο
Πόλεμο, οι σοσιαλιστές εκείνοι που δεν εξευτέλισαν τους εαυτούς τους
προδίδοντας και μπαίνοντας στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών τους
κυβερνήσεων, δεν υποστήριξαν απλώς τον τερματισμό του αδελφοκτόνου
πολέμου, στον οποίο οι εργαζόμενοι μιας χώρας σκότωναν τους εργαζόμενους
της άλλης χώρας για τα ξένα συμφέροντα των καπιταλιστικών ελίτ. Οι
σοσιαλιστές αυτοί υποστήριξαν τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου
σε εμφύλιο πόλεμο. Είπαν ότι οι καταπιεσμένοι θα πρέπει να στρέψουν τα
όπλα τους εναντίον των δικών τους καταπιεστών, χρησιμοποιώντας το μαζικό
εξοπλισμό του λαού ως εργαλείο για την κοινωνική επανάσταση.
«Η ιστορία έχει γνωρίσει στο παρελθόν
(και πολύ πιθανόν θα γνωρίσει – και πρέπει να γνωρίσει – στο μέλλον)
πολέμους (δημοκρατικούς και επαναστατικούς πολέμους), οι οποίοι,
μολονότι αντικαταστούσαν κάθε είδος «δικαιώματος» και κάθε είδος
δημοκρατίας με τη βία κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο κοινωνικό τους
περιεχόμενο και τις επιπτώσεις τους υπηρέτησαν την υπόθεση της
δημοκρατίας, και ως εκ τούτου το σοσιαλισμό», έγραψε ο Λένιν (6). Αυτό
είναι ακριβώς το είδος του πολέμου που έχουμε τώρα στο Ντονμπάς.
Τέτοια ήταν η θέση των γνήσιων αριστερών
του Τσίμμερβαλντ. Με το να ζητούν οι σημερινοί κατά φαντασίαν
«αριστεροί του Τσίμμερβαλντ» από το Κίεβο τον αφοπλισμό και των δύο
πλευρών της σύγκρουσης, εξισώνουν τους αντάρτες με τις δυνάμεις του
τακτικού στρατού (που στάλθηκαν με το ζόρι στο μέτωπο) και τα
νεοναζιστικά εθελοντικά τάγματα.
Το αίτημα για τον αφοπλισμό των
αντάρτικων πολιτοφυλακών είναι αίτημα παράδοσής τους, και είναι απίθανο
να μην το αντιλαμβάνονται αυτό οι αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί του
Τσίμμερβαλντ».
Φυσικά, κάθε πόλεμος σημαίνει αίμα και
ανθρώπινα βάσανα, αλλά το σταμάτημα του πολέμου με την πλήρη άρνηση της
εξέγερσης θα σημαίνει ότι το αίμα χύθηκε μάταια. Επιπλέον, κάτι τέτοιο
θα σημάνει επίσης ότι ο πληθυσμός του Ντονμπάς θα υποστεί εκδίκηση και
καταστολή από τις εθνικιστικές δυνάμεις».
Σημειώσεις:
(1) Ο Λένιν έγραψε επίσης: «Το να
φαντάζεται κανείς ότι η κοινωνική επανάσταση είναι εφικτή χωρίς τις
εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς
επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας της μικροαστικής τάξης με όλες της
τις προκαταλήψεις, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών πολιτικά
προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στην καταπίεση από
τους γαιοκτήμονες, την εκκλησία και τη μοναρχία, ενάντια στην εθνική
καταπίεση κλπ – το να σκέφτεται κανείς έτσι σημαίνει ότι απαρνείται την
κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από τη μια
μεριά ένας στρατός που θα πει: «Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού» και
από την άλλη μεριά ένας άλλος στρατός που θα πει: «Εμείς είμαστε υπέρ
του ιμπεριαλισμού», και αυτό φαντάζονται πως θα είναι κοινωνική
επανάσταση! Μόνο όσοι έχουν τέτοιες γελοίες σχολαστικίστικες απόψεις
μπορούν να δυσφημούν την ιρλανδική εξέγερση αποκαλώντας τη
«πραξικόπημα»».
«Όποιος περιμένει μια «καθαρή» κοινωνική
επανάσταση δεν θα την δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια
που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση…»
«Η Ρωσική Επανάσταση του 1905 ήταν μια
αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αποτελούνταν από μια σειρά μαχών στις
οποίες συμμετείχαν όλες οι δυσαρεστημένες τάξεις, ομάδες και στοιχεία
του πληθυσμού. Μεταξύ αυτών υπήρχαν μάζες διαποτισμένες με τις πιο
χοντροκομμένες προκαταλήψεις, με τους μικρότερους και πιο φανταστικούς
στόχους στον αγώνα. Υπήρχαν μικρές ομάδες που δέχονταν ιαπωνικά χρήματα,
υπήρχαν κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες κ.λπ. Αλλά αντικειμενικά, το μαζικό
κίνημα έσπαζε τη ραχοκοκαλιά του τσαρισμού ανοίγοντας το δρόμο για τη
δημοκρατία. Για το λόγο αυτό οι συνειδητοί εργάτες το οδήγησαν.»
«Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη
δε μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων
των καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σε
αυτήν τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών – χωρίς μια
τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμία
επανάσταση- και εξίσου αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους στο κίνημα τις
προλήψεις τους, τις αντιδραστικές τους φαντασιοπληξίες, τις αδυναμίες
και τα λάθη τους. Αντικειμενικά όμως θα επιτίθενται ενάντια στο
κεφάλαιο, και η συνειδητή εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, το πρωτοπόρο
προλεταριάτο, εκφράζοντας αυτή την αντικειμενική αλήθεια της
ποικιλόχρωμης και ποικιλόφωνης, ανομοιόμορφης και εξωτερικά
κομματιασμένης μαζικής πάλης, θα μπορέσει να την συνενώσει και να την
κατευθύνει, να κατακτήσει την εξουσία, να απαλλοτριώσει τις τράπεζες και
τα τραστ που όλοι μισούν (αν και για διαφορετικούς λόγους) και να
εισάγει μέτρα της δικτατορίας του που στην ολότητά τους θα σημαίνουν την
ανατροπή της μπουρζουαζίας και τη νίκη του σοσιαλισμού, ο οποίος ωστόσο
σε καμία περίπτωση δε θα καθαριστεί αμέσως από τη μικροαστική σκουριά.»
Από «The Discussion on
Self-Determination Summed Up» Ιούλης 1916 (σ.σ. πρόχειρη μετάφραση δική
μας, μια μάλλον καλύτερη υπάρχει στα Άπαντα του Λένιν)
(2) Β.Ι. Λένιν, «The Socialist Party and the Non-Party Revolutionary » Νοέμβρης-Δεκέμβρης. 1905
(3) Για παράδειγμα: «Στην περίπτωση των
πολέμων, η βασική θέση της διαλεκτικής … είναι ότι «ο πόλεμος είναι
απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (βίαια) μέσα.» Αυτή είναι η
διατύπωση του Κλάουζεβιτς… Και αυτή ήταν πάντα η οπτική του Μαρξ και του
Ένγκελς, που είδαν κάθε πόλεμο ως συνέχιση των πολιτικών των
ενδιαφερόμενων για την εξουσία – και των διαφορων τάξεων στο εσωτερικό
τους – σε εκείνη την εποχή.» Λένιν, Συλλογή Έργων (ρωσική έκδοση), 5η
έκδοση, τόμος 26, σελ. 224
(4) Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι
αριστεροί εκείνοι που σήμερα προσπαθούν να εμφανιστούν ως «αριστεροί του
Τσίμμερβαλντ» είχαν υποστηρίξει πλήρως την ίδια εκείνη πολιτική η οποία
συνεχίστηκε με τον πόλεμο εναντίον του Ντονμπάς. Να τι έγραφαν οι
φανταστικοί αυτοί Λίμπκνεχτ από το Κίεβο: «Απαιτούμε την υπογραφή της
Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και είμαστε βέβαιοι ότι θα
ενισχύσει τη δημοκρατία, θα αυξήσει τη διαφάνεια στην κυβέρνηση, θα
οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός δίκαιου νομικού συστήματος και τον
περιορισμό της διαφθοράς» (http://gaslo.info/?p=4541).
Ακόμα και τότε, (σ.σ. εμείς της
Μποροτμπά) γράφαμε: «Η ευρω-υστερία σάρωσε το πολιτικό κίνημα της
Αριστεράς έξω από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μια αναρχική ομάδα δημοσίευσε
ένα φυλλάδιο το οποίο δεν αναφέρει ότι οι ευρωπαίοι αναρχικοί
αντιτίθενται ενεργά στην ΕΕ – μόνο τα συνηθισμένα ευχολόγια περί
αυτοοργάνωσης. Μια μικρή τροτσκιστική ομάδα φωτογραφήθηκε στην άκρη του
πλήθους της πλατείας Μαϊντάν τραγουδώντας «Δόξα στο έθνος! Θάνατος
στους εχθρούς» και εξέδωσε μια δήλωση που θα μπορούσε να κοσμήσει την
ιστοσελίδα κάθε φιλελεύθερης ΜΚΟ: «Απαιτούμε την υπογραφή της Συμφωνίας
Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και είμαστε βέβαιοι ότι θα συμβάλει στην
ενίσχυση της δημοκρατίας…» και μπλα μπλα μπλα.
«Συντρόφισσες και σύντροφοι της
Αριστεράς, ήρθε η ώρα να θυμηθούμε τι είναι ο οππορτουνισμός. Δεν είναι
απαραίτητα η συμμετοχή στις εκλογές (το κοινοβουλευτικό σύστημα μπορεί
να χρησιμοποιηθεί με έναν επαναστατικό τρόπο). Ο οππορτουνισμός είναι –
μεταξύ άλλων – η προσαρμογή της πολιτικής στη διάθεση του πλήθους, στο
κύριο ρεύμα και, τελικά, σε συμφέροντα ξένα προς το ταξικό μας
στρατόπεδο.»
«Αυτοί οι Ουκρανοί αριστεροί που
αφαίρεσαν τα συνθήματα κατά της ΕΕ από τις ανακοινώσεις τους, συνθήματα
κοινά για όλη την ευρωπαϊκή Αριστερά, βαδίζουν σε αυτό το δρόμο (σ.σ.
του οππορτουνισμού). Τα αφαίρεσαν για να έχουν έτσι τη δυνατότητα να
σταθούν στο περιθώριο του Μαϊντάν… η νίκη του οποίου όχι μόνο δε θα
βοηθήσει στη διάδοση των περιβόητων ευρωπαϊκών αξιών, αλλά, αντιθέτως,
αποτελεί εγγύηση ότι θα πάρουν την εξουσία οι εθνικιστές που μας
επιτίθενται σήμερα.»
«Είναι αυτή πραγματική αριστερή
πολιτική – ή απλά παίζουν το παιχνίδι του δεξιού φιλελεύθερου μπλοκ;
Μπορούν στα σοβαρά να πείσουν κάποιον από το πλήθος του Μαϊντάν; Όχι,
αντιθέτως: έχουν προσαρμόσει τη γραμμή τους στην υστερία για την
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που σάρωσε τις μικροαστικές μάζες στο Κίεβο, όπου
20 χρόνια δεξιάς προπαγάνδας κάνουν πάντα το «δημοκρατικό» πλήθος να
χορεύει στο ρυθμό του «δημοκρατικού» άσματος «Όποιος δεν πηδάει είναι
Μοσχοβίτης». Αφαιρούν όλα τα συνθήματα εναντίον της ιμπεριαλιστικής ΕΕ
για να εμφανιστούν ως μέρος ενός φιλελεύθερου-εθνικιστικού πλήθος – αν
και μόνο η Αριστερά μπορεί να μεταδώσει στους Ουκρανούς τα επιχειρήματα
εναντίον της ΕΕ, τα οποία μάλιστα μοιράζεται με τους αριστερούς και
συνδικαλιστές συντρόφους της στην Ευρώπη. Υποκύπτουν στη διάθεση των μη
αριστερών τους φίλων. Και τότε θα αισθάνονται ντροπή για τις πράξεις
τους, όπως αισθάνονταν οι υποστηρικτές του «Λαϊκού Προέδρου» Γιούσενκο
λίγα χρόνια μετά το προηγούμενο «Μαϊντάν» – στο οποίο λίγοι αριστεροί
επίσης συμμετείχαν με την ίδια επιτυχία.
«Η υστερία θα υποχωρήσει. Η μνήμη όμως παραμένει, σύντροφοι.»
(5) http://borotba.su/sergei-kirichuk-uchastie-nacionalistov-factor-padeniya-populyarnosti-maidana.html
(6) Β.Ι. Ο Λένιν, «Απάντηση στον Π. Κιέβσκι (Υ Pyatakov)», Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1916.