Το πλέγμα σχέσεων εργασίας,
οικονομίας και εκπαίδευσης είναι το βασικό δίκτυο σχέσεων οι οποίες
αλληλεπιδρώντας κατευθύνουν την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη μιας
κοινωνίας. Ιστορικά, οι σχέσεις αυτές την επηρεάζουν σε μέγιστο βαθμό,
καθώς καθορίζουν ποσοτικά και ποιοτικά τον πλούτο που μπορεί να παραχθεί
μετρημένος σε προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και το είδος του
υποκειμένου της εργασίας που παράγει αυτόν τον πλούτο. Οι παραγωγικές
σχέσεις, οι παραγωγικές δυνάμεις και η διαλεκτική τους δεν περιορίζεται
μόνο στην εργασία και συνεπώς στην οικονομία (ως το εδώ και τώρα, το
παρόν και το άμεσο μέλλον της παραγωγικής βάσης μια κοινωνίας), αλλά
επεκτείνονται και στην εκπαίδευση αφού εκεί εδράζεται ο σχεδιασμός των
προηγούμενων δύο. Αλλά και αντίθετα: ο σχεδιασμός της εκπαίδευσης
εδράζεται και στις νέες εξελίξεις και μεταβολές, τις νέες ανάγκες, τις
νέες τάσεις της οικονομίας και της εργασίας.
Προκύπτει, επομένως, ένα δίπολο
για το οποίο απαιτείται ένας κυκλικός «σχεδιασμός». Στον έναν πόλο είναι
η εκπαίδευση και στον άλλον η οικονομία-εργασία·
ο ένας πόλος σχεδιάζεται με σημείο αναφοράς τον άλλο, ο σχεδιασμός του
ενός λαμβάνει υπόψη και ανατροφοδοτείται από τον σχεδιασμό του άλλου.
Έβαλα παραπάνω σε εισαγωγικά τη λέξη σχεδιασμός για τον εξής λόγο: στην
αστική ιδεολογία, ενώ η εκπαίδευση είναι (ή ήταν;) κάτι φυσικό να
σχεδιάζεται αφού αυτή αφορά ένα μακρόχρονο διάστημα απόκτησης γνώσεων
(το οποίο αυξάνει όσο ιστορικά αυξάνουν οι συσσωρευμένες γνώσεις και οι
τεχνολογικές δυνατότητες της κοινωνίας), στην εργασία-οικονομία της
αγοράς ο σχεδιασμός αποτελεί απαγορευμένο ή/και ανέφικτο όρο.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
λειτουργεί με ευκαιρίες κερδοφορίας και επενδύσεων, με συνεχείς
μεταβολές, με οικονομικούς κύκλους σε μακρές και σύντομες διάρκειες ανά
χώρες και ανά κλάδους, με κρίσεις κ.λπ., έτσι ώστε να καθιστούν το
σχεδιασμό όχι μόνο περιττό, αλλά και μη θεμιτό. Εφ’ όσον στην ελεύθερη
αγορά τα κεφάλαια μπορούν ελεύθερα να μετακινούνται στον χώρο (από τον
έναν κλάδο στον άλλο, από μια χώρα στην άλλη κ.λπ.), αυτός ο διπλός
σχεδιασμός (της εκπαίδευσης από την οικονομία και της οικονομίας από την
εκπαίδευση) ποτέ ουσιαστικά δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμος, ώστε να
υλοποιεί ένα μακρόπνοο σχέδιο ανάπτυξης σε αμετάβλητες συνθήκες.
Αντιθέτως, το μέγιστο που μπορεί να κάνει, εφ’ όσον η αστάθεια είναι
εγγενές χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατίας, είναι να δίνει σε μια
συγκεκριμένη ιστορική στιγμή απλώς ένα δείγμα, μια κατεύθυνση για το
μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Επομένως, η εκπαίδευση στην
ελεύθερη αγορά είναι υποχρεωμένη να σχεδιάζεται το πολύ σε μεσοπρόθεσμο
ορίζοντα, ενώ τις περισσότερες φορές αυτός ο σχεδιασμός πέφτει έξω λόγω
του αστάθμητου παράγοντα της ίδιας της αγοράς. Στην ουσία, η εκπαίδευση
και η εκπαιδευτική διαδικασία εφ’ όσον συνδέεται με την αγορά (την
«αγορά εργασίας» στην αστική ορολογία) ακολουθεί με κάποια διαφορά φάσης
σαν με εξαρτημένα αντανακλαστικά τις μεταβολές και τις τάσεις που
επικρατούν στην τελευταία προσπαθώντας τρέχοντας από πίσω τους κάθε φορά
να τις υπηρετήσει·
τάσεις και μεταβολές οι οποίες ίσως έχουν αλλάξει όταν το υποκείμενο της
εργασίας έχει ολοκληρώσει πια την εκπαίδευσή του και κληθεί να την
χρησιμοποιήσει στην εργασία του.
Καταλήγουμε στο εξής φαινόμενο: η
εκπαίδευση σχεδιάζεται ώστε να παράγει υποκείμενα της εργασίας για μια
οικονομία-εργασία που εξ ορισμού δεν μπορεί να σχεδιαστεί. Επομένως, η
εκπαίδευση χρειάζεται συνεχώς προσαρμογές και επαναπροσαρμογές στα νέα
δεδομένα της μη σχεδιασμένης οικονομίας-εργασίας και αυτές οι προσαρμογές πρέπει να είναι γρήγορες, άμεσες, ευέλικτες και μη μακροχρόνιες.
Αυτή είναι η δια βίου εκπαίδευση και οι λεγόμενες δεξιότητες τις οποίες
παρέχει στον (μετ)εκπαιδευόμενο. Η δια βίου εκπαίδευση καταλήγει να
είναι η μη σχεδιασμένη, η μη συνεκτική, η αποσπασματική και «ευέλικτη»
εκπαίδευση.
Η δια βίου εκπαίδευση καλύπτει τον
εξ αρχής ελαττωματικό σχεδιασμό της εκπαίδευσης, έναν σχεδιασμό που
αντικειμενικά δεν μπορεί να κάνει σωστή πρόβλεψη. Εφ’ όσον η αγορά είναι
απρόβλεπτη, το ίδιο μεταφέρεται και στην εκπαίδευση: γίνεται δια βίου
απρόβλεπτη. Καταλήγει, έτσι, ο σχεδιασμός της εκπαίδευσης να είναι ο μη
σχεδιασμός της: βασικός σκοπός της γίνεται η προσαρμοστικότητα κι η
ευελιξία του υποκειμένου της εργασίας σε οποιεσδήποτε συνθήκες.
Η δια βίου εκπαίδευση πέρα από το
να καθιστά προσαρμοσμένους και προσαρμόσιμους στα νέα δεδομένα τους εν
δυνάμει ή εν ενεργεία εργαζομένους, επιτελεί κι άλλη μία λειτουργία στο
παρόν σύστημα: εντάσσει τον τομέα της εκπαίδευσης ακόμα εντονότερα στην
καπιταλιστική αγορά και διακηρρύσει πως ο εργαζόμενος πλέον αναλαμβάνει
ατομικά την ευθύνη της μετεκπαίδευσης και της δια βίου εκπαίδευσής του.
Μεταφέρεται σταδιακά και σταθερά, δηλαδή, η ευθύνη της εύρεσης εργασίας
σε σχέση με την εκπαίδευση από το κράτος, από τους θεσμούς, στο άτομο.
Το άτομο, συνεπώς, όχι μόνο
καλείται να πληρώνει την εκπαίδευσή του (το πάλαι ποτέ δικαίωμα και σε
εργασία και σε εκπαίδευση-μόρφωση), αλλά καλείται να κάνει κι αυτό που,
όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν μπορεί να κάνει ούτε το ίδιο το κράτος σε
μακροπρόθεσμο ορίζοντα: να προβλέπει την πορεία της οικονομίας-αγοράς
εργασίας και να σχεδιάζει την εκπαίδευσή του, ώστε να συντονιστεί με
αυτήν. Ώστε να καταστήσει τον εαυτό του, την εργατική του δύναμη, προϊόν
προς ζήτηση. Εννοείται πως στο τέλος η μη προνοητικότητα, η ανικανότητα
πρόβλεψης και πρόγνωσης ή έστω η ατυχία, πέφτει στο ίδιο το άτομο, αφού
ήταν δική του η ευθύνη της μη κατάλληλης εκπαίδευσης που επέλεξε, όσο
και αν πλήρωσε και κοπίασε γι’ αυτήν. Αν η εκπαίδευση και τα προσόντα
που προέκυψαν απ’ αυτήν δεν έχουν ζήτηση, τότε φταίει ο ίδιος. Από κει
και πέρα μπορεί να εφαρμόσει την μέθοδο δοκιμής – λάθους και ίσως κάποια
στιγμή να συντονιστεί με τη ζήτηση.
Ακριβώς αυτός ο μη σχεδιασμός
είναι και η καλύτερη διαφήμιση της χρηστικής αξίας της ιδιωτικοποιημένης
δια βίου εκπαίδευσης: όταν ποτέ δεν ξέρεις και ποτέ δεν μπορείς να
προβλέψεις ποιες δεξιότητες θα χρειαστούν αύριο·
όταν ποτέ δεν ξέρεις αν υπάρχει ή όχι και ποια ακριβώς είναι η χρηστική
αξία των δεξιοτήτων που καλείσαι ν’ αποκτήσεις. Εντάσσεται, έτσι, και η
εκπαίδευση ως εμπόρευμα στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, με την
τάση – λόγω του μη σχεδιασμού – να ζητούνται τα πάντα και συνεπώς να
προσφέρονται και τα πάντα. Έτσι, εισβάλλει η αγορά ολοκληρωτικά στην
εκπαίδευση καθιστώντας τις γνώσεις δεξιότητες-εμπορεύματα και τους
εκπαιδευόμενους εν ενεργεία και εν δυνάμει πελάτες.
Διαστρεβλώνεται, έτσι, η ίδια η
χειραφετητική ουσία της εκπαίδευσης και μόρφωσης. Όταν η συνεκτική
γενική παιδεία της κριτικής σκέψης, της δημιουργικότητας και της βασικής
έρευνας γίνεται αποκομμένες δεξιότητες εφαρμοσμένες στη ζήτηση του
σήμερα, αλλά που διαρκώς ανεβοκατεβαίνουν στο χρηματιστήριο της αγοράς
εργασίας, το άτομο καλείται να λειτουργήσει με μοναδικό σκοπό να βρει
την ευκαιρία για να γίνει προϊόν ζήτησης. Ταυτόχρονα, το αποσπασμένο
σώμα γνώσεων και δεξιοτήτων που έχει αφομοιώσει δεν του επιτρέπει να
αναπτυχθεί στο μέγιστο βαθμό, ώστε να φτάσει στο στάδιο να διακρίνει
δυνατότητες πέρα απ’ αυτό που τώρα υπάρχει. Δεν του επιτρέπει, δηλαδή,
να δομήσει μια συνεκτική επιστημονική κριτική σκέψη μέσω της οποίας θα
αναλύει ιστορικά, κριτικά και λογικά τα δεδομένα της κοινωνίας και τις
δυνατότητες του μέλλοντος. Απλώς, παραμένει στο στάδιο της εφαρμογής
γνώσεων και δεξιοτήτων που του έρχονται «απ’ έξω» και της εναλλαγής τους
στις μεταβλητές συνθήκες.
Η εκπαίδευση όμως σε σχέση με την
εργασία δεν είναι αυτό. Ιστορικά, η εκπαίδευση διαρκώς έχει την τάση να
απελευθερώνει τον εργαζόμενο από την χειρωνακτική κοπιαστική εργασία και
να του αναθέτει καθήκοντα πνευματικής εργασίας που απαιτούν αυξημένες
και δομημένες γνώσεις. Πρώτον, με το σώμα γνώσεων και τεχνολογικών
επιτευγμάτων που εφαρμόζονται στην παραγωγή, η μηχανή αντικαθιστά
βαθμιαία τον άνθρωπο στη χειρωνακτική εργασία απαλλάσσοντάς τον από
αυτήν και δεύτερον, με τον χρόνο εκπαίδευσης που απαιτείται έτσι ώστε ο
εργαζόμενος κάθε φορά να αποκτά νέου τύπου ικανότητες που σχετίζονται με
την ολόπλευρή του μόρφωση, την κριτική σκέψη και την επιστήμη.
Όσο, λοιπόν, ιστορικά οι
παραγωγικές δυνάμεις (μία εξ αυτών και η επιστήμη – τεχνολογία)
αναπτύσσονται, τόσο υπάρχει η τάση ο χρόνος χειρωνακτικής εργασίας να
γίνεται χρόνος εκπαίδευσης και απόκτησης γνώσεων, τόσο υπάρχει η ανάγκη
κοινωνικής επένδυσης στην εκπαίδευση των νέων γενιών ώστε να παραχθούν
υποκείμενα εργασίας πνευματικής και επιστημονικής εργασίας.
Εδώ βρίσκεται και ένα όριο του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού τα παραπάνω πρέπει οπωσδήποτε να
συνδεθούν με το καπιταλιστικό κέρδος, με την παραγωγή ακόμα μεγαλύτερης
υπεραξίας μέσα και από την εκπαίδευση. Αντί, δηλαδή, η εκπαίδευση να
οδηγεί στην μόρφωση, στην δια βίου συγκροτημένη δημιουργική μόρφωση που
απελευθερώνει τον άνθρωπο και την κοινωνία από την χειρωνακτική
καταναγκαστική εργασία και τον κάνει υποκείμενο καλλιτεχνικής
δημιουργικότητας, πολιτισμού και επιστημονικής ενασχόλησης, στις νέες
συνθήκες αυτή η τάση εργαλειοποιείται ώστε η εκπαίδευση να προβάλλει ως
εχθρική, αφού αυτή μετατρέπεται σε επένδυση με αβέβαιο αποτέλεσμα, σε
αγχωτική απόκτηση αποσυνδεδεμένων μεταξύ τους δεξιοτήτων, σε μακρύ
διάστημα ανεργίας πριν την ένταξη του ατόμου στην παραγωγή. Από τη μία, η
εκπαίδευση του εν ενεργεία εργαζομένου αποτελεί στοιχείο της αύξησης
της σχετικής υπεραξίας στην παραγωγή, από την άλλη η εκπαίδευση του εν
δυνάμει εργαζομένου αποτελεί επενδυτική ευκαιρία και κέρδος για το
δίκτυο της ιδιωτικής δια βίου εκπαίδευσης.
Ακριβώς αυτό δίνει και την ένδειξη
ενός συστήματος που βρίσκεται σε στασιμότητα και φθίνει, αφού δεν
δύναται να αξιοποιήσει τα νέα δεδομένα της επιστήμης και της
τεχνολογίας, τις νέες δυνατότητες μόρφωσης και ανάπτυξης που υπάρχουν
για τους εκπαιδευόμενους για την πρόοδο της κοινωνίας. Μετατρέποντάς τες
σε εμπόρευμα, σε επένδυση, σε αβεβαιότητα, προβάλλοντάς τες ως εχθρικές
στον σύγχρονο εκπαιδευόμενο και εργαζόμενο, δείχνει παράλληλα και τα
όρια που έχει η καπιταλιστική αγορά σε σχέση με την ολόπλευρη
εκπαίδευση-μόρφωση που αντιστοιχεί στις νέες σύγχρονες ανάγκες των
κοινωνιών του 21ου αιώνα.