29 Δεκ 2011

Αναρχισμός και ατομική τρομοκρατία



Αναρχισμός και ατομική τρομοκρατία
Η αντιπαράθεση μαρξισμού - λενινισμού και αναρχισμού σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικής
Μην αναγνωρίζοντας την ταξική πάλη και το ρόλο της στην επαναστατική εξέλιξη, ένα μέρος των αναρχικών υποστηρίζει την ατομική τρομοκρατία. Αυτό το είδαμε και με αφορμή τις συλλήψεις και δίκες της «17Ν» και την προσπάθεια να τους εμφανίσουν σαν λαϊκούς αγωνιστές. Η υποστήριξη στην ατομική τρομοκρατία αναδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στις μάζες και τις αυταπάτες ότι με ενέργειες ατομικής τρομοκρατίας (δολοφονίες, δολιοφθορές κλπ.) μπορούν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό... «να περιμένω να γίνει επανάσταση αυτό δε γίνεται. Η αναμονή είναι ο καθημερινός βιασμός μου από το σύστημα, δεν μπορώ να τη δεχτώ ως επαναστατική πρακτική. Περίμενα πάρα πολύ...» 1 .
Ο Μαρξ και ο Λένιν έκαναν σοβαρή κριτική στη θέση για ατομική τρομοκρατία. Στην εποχή του Μαρξ εμφανίζεται ο περίφημος Νετσάγιεφ 2 ενώ ο Λένιν έκανε πολεμική στο άρθρο του για τον «επαναστατικό τυχοδιωκτισμό» στους επαναστάτες - σοσιαλιστές για τη θέση τους σχετικά με την ατομική τρομοκρατία. Εκτός από το ανόητο και το ανεδαφικό της ατομικής τρομοκρατίας υπάρχει από τη φύση της και το στοιχείο της προβοκάτσιας. Οι Μαρξ και Ενγκελς, με κείμενα τους, ανέδειξαν ότι η τυχοδιωκτική δράση του Νετσάγιεφ, που συνδεόταν με τον Μπακούνιν λειτούργησε προβοκατόρικα 3 με αποτέλεσμα να χτυπηθεί το ρωσικό δημοκρατικό επαναστατικό κίνημα. Ανεξάρτητα το πόσο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η ατομική τρομοκρατία με μηχανισμούς του κράτους λειτουργεί προβοκατόρικα, τυχοδιωκτικά για να αποπροσανατολίζει το επαναστατικό κίνημα από τα βασικά του καθήκοντα. Να δημιουργεί το έδαφος, για να συκοφαντείται το κίνημα και ταυτόχρονα να διαμορφώνει όρους, ώστε η μάχη να δίνεται στο έδαφος του αντιπάλου με τρόπο που συμφέρει την άρχουσα τάξη.
Ο αντιδραστικός ρόλος των αναρχικών μέσα στην ιστορία
Με βάση τις παραπάνω θέσεις μπορούμε να καταγράψουμε μια ιστορική πορεία που αναδεικνύει τον αντιδραστικό ρόλο που έπαιξαν οι αναρχικοί στην ιστορία από την εποχή της εμφάνισης του αναρχισμού σαν ρεύμα (μέσα 19ου αιώνα) μέχρι σήμερα.
Συνοψίζοντας τις βασικές τους θέσεις:
  • Υποστηρίζουν την «απόλυτη ατομική ελευθερία».
  • Παλεύουν για μια «ουτοπική» κοινωνία -ομοσπονδία αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων.
  • Αρνούνται τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης και την πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
  • Αδυνατούν να κατανοήσουν το χαρακτήρα της εκμετάλλευσης.
  • Δίνουν στο κράτος και την εξουσία μεταφυσικό περιεχόμενο.
  • Αντιστρέφουν τη σχέση βάσης -εποικοδομήματος. Θεωρούν ότι το κράτος γεννά την εκμετάλλευση. Δεν αντιλαμβάνονται δηλαδή το κράτος σαν αναγκαιότητα που προκύπτει στις ταξικές κοινωνίες.
  • Υποστηρίζουν την ατομική τρομοκρατία.
Οι παραπάνω αντιλήψεις, όπως είναι φυσικό, διαμορφώνουν ένα αντιδραστικό πλαίσιο δράσης, που ανεξάρτητα από προθέσεις και διακηρύξεις έρχεται σε σύγκρουση με την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου. Οι αντιλήψεις αυτές οδήγησαν και στην ιδεολογική και πολιτική χρεοκοπία του αναρχισμού στον 20ό αιώνα που έπαψε να αποτελεί σοβαρή δύναμη στο εργατικό κίνημα.
Ορισμένα ιστορικά στοιχεία της αντιπαράθεσης παραθέτουμε στη συνέχεια:
Οι Μαρξ - Ενγκελς άσκησαν σοβαρή κριτική στις φιλοσοφικές - ιδεαλιστικές θέσεις των Προυντόν, Στίρνερ που ουσιαστικά θεοποιούσαν το άτομο και την απόλυτη ελευθερία του, την ατομική ιδιοκτησία. Μάλιστα, το έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» ο Μαρξ το αφιερώνει για να κάνει πολεμική στις φιλοσοφικές θέσεις του Προυντόν, ενώ κριτική στον Στίρνερ γίνεται μέσα από το έργο του Ενγκελς «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» και στην «Αγία Οικογένεια».
Ο Μπακούνιν εμφανίζεται σαν θεωρητικός του αναρχοκομμουνισμού με ένα κράμα ουτοπικών σοσιαλιστικών ιδεών και προυντονισμού (ο ίδιος θεωρούσε τον Προυντόν δάσκαλό του). Στην Α΄ Διεθνή (Διεθνής Ενωση των Εργατών) ξεσπά αντιπαράθεση ανάμεσα στον Κ. Μαρξ και στον Μπακούνιν γύρω από σημαντικά θεωρητικά ζητήματα σε σχέση με το κράτος, την ταξική πάλη κλπ. Ο Μπακούνιν και οι οπαδοί του μετά από σκληρή διαπάλη διαγράφονται από τη Διεθνή. Η Παρισινή Κομμούνα έρχεται να επιβεβαιώσει τη μαρξιστική θέση για την επαναστατική εξουσία και τα καθήκοντά της. Ο Μπακούνιν συνδέεται με το Νετσάγιεφ, υποστηρίζει την ατομική τρομοκρατία και διαμορφώνει σχέδια εξέγερσης. Οι οπαδοί του Μπακούνιν παίζουν σοβαρό ρόλο στο προβοκάρισμα των ταξικών αγώνων της εποχής.
«Κληρονόμος» των ιδεών του Μπακούνιν ήταν ο Κροπότκιν. Η περίοδος που έζησε ο Κροπότκιν και ανέπτυξε τις θεωρίες του είναι η περίοδος που ο καπιταλισμός περνά στο ανώτατο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ο αναρχισμός ταυτίζεται με τη μικροαστική διαμαρτυρία όχι στον καπιταλισμό που αναπτύσσεται αλλά στον καπιταλισμό που αρχίζει να σαπίζει και γίνεται πιο επιθετικά αντικομμουνιστικός. Ο πρώτος ιμπεριαλιστικός πόλεμος βρίσκει τον Κροπότκιν να παίρνει σοβινιστικές θέσεις. Ο Κροπότκιν αρχίζει να αναζητά «φύτρα του κομμουνισμού, νησίδες κομμουνισμού» στα πλαίσια του καπιταλισμού, προσεγγίζει ολοένα το ρεφορμισμό. Ταυτόχρονα, η Οχτωβριανή Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής εξουσίας βρίσκει τους περισσότερους αναρχικούς με την πλευρά της αντεπανάστασης. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος τους στην ανταρσία της Κροστάνδης4 ενάντια στη σοβιετική εξουσία.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαμορφώνεται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ένα ρεύμα αναρχοσυνδικαλιστικό με βασική επιρροή σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αργεντινή κλπ. Ουσιαστικά αποτελεί προσπάθεια προσαρμογής του αναρχισμού στις νέες συνθήκες του ιμπεριαλισμού. Το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα αρνείται την πολιτική πάλη του προλεταριάτου, έχει έντονα ρεφορμιστικά στοιχεία, αναμασά τις θεωρίες των ομοσπονδιών των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, προπαγανδίζει τις θεωρίες της άμεσης δράσης και τις πράξεις ατομικής τρομοκρατίας και σηκώνει σημαντικό βάρος στην αντισοσοσιαλιστική, αντισοβιετική προπαγάνδα στην περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Ντουρούτι (αρχηγού των Ισπανών αναρχικών) την περίοδο της διχτατορίας του Πριμόντε Ριβιέρα «προτιμάμε τη διχτατορία της δεξιάς αστικής τάξης από τη διχτατορία των κομμουνιστών». Αυτή την τακτική εξέφρασαν και οι αναρχικοί την περίοδο του εμφυλίου στην Ισπανία. Στην Ισπανία είχαν διαμορφωθεί δύο αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, η FAI (Ομοσπονδία Αναρχικών Ιβηρικής) και η CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών). Είχαν επιρροή σε ορισμένα μέρη της Ισπανίας. Στη Βαρκελώνη προσπάθησαν να εφαρμόσουν το κοινωνικό τους πρότυπο. Από τα πρώτα μέτρα που πήραν ήταν να ανοίξουν τις φυλακές και να απελευθερώσουν κάθε εγκληματικό στοιχείο που στελέχωσε αργότερα τις φασιστικές μονάδες. Αρνήθηκαν κάθε συντονισμό με την κεντρική κρατική εξουσία της Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβαλαν στην αποδιοργάνωση και μαζί με τους τροτσκιστές ανέπτυξαν μια εκτεταμένη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Με αυτό τον τρόπο αποτέλεσαν αντικειμενικά την «5η φάλαγγα του Φράνκο» που δρούσε στα μετόπισθεν, συνέβαλαν στη φασιστική νίκη και στην ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αναρχικοί επιστρατεύονται στα πλαίσια της ψυχροπολεμικής αντισοβιετικής και αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας. Στηρίζουν κάθε αντεπαναστατική προσπάθεια στη σοσιαλιστική Ευρώπη (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία) 5. Η επιρροή τους περιορίζεται σε χώρους διανοουμένων και της φοιτητικής νεολαίας. Το αναρχικό ρεύμα συναντιέται με τις θεωρίες διάφορων αστών και μικροαστών κοινωνιολόγων για νέες αντιθέσεις που γίνονται κυρίαρχες (π.χ. μεταξύ γονιών - παιδιών, μεταξύ των δύο φύλων, ο καταναλωτισμός, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, σεξουαλική απελευθέρωση κλπ.), για εξαφάνιση της εργατικής τάξης, για την αυτονομία των κινημάτων κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ντανιέλ Κον Μπεντίντ 6 αναρχικού φοιτητή «ηγέτη» του Μάη του '68. Ο αναρχισμός μπλέκεται με νέες «αριστερίστικες» και «νεοτροτσκιστικές» αντιλήψεις με κύρια χαρακτηριστικά την κριτική σε φαινόμενα της ζωής στο σύγχρονο καπιταλισμό στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες και την πολεμική στο «ξεπερασμένο» κομμουνιστικό κίνημα, στη Σοβιετική Ενωση και το σοσιαλισμό. Αυτές οι αντιλήψεις δανείζουν και δανείζονται επιχειρήματα στην αντισοσιαλιστική τους προπαγάνδα από τους μαοϊκούς και τους ευρωκομμουνιστές.
1. Από προκήρυξη αναρχικών.
2. Νετσάγεφ Σεργκέι Γκενάγεβιτς (1847 - 1882). Πήρε μέρος στις φοιτητικές ταραχές 1868 - 69. Τον Ιανουάριο του 1869, αφού διέδωσε ότι πιάστηκε δήθεν από την τσαρική αστυνομία έφυγε στη Μόσχα και το Μάρτη πέρασε έξω από τα σύνορα. Στη Γενεύη αποκτά την εμπιστοσύνη του Μπακούνιν. Γύρισε στη Μόσχα και ίδρυσε τμήμα της μυστικής εταιρίας «Λαϊκή Εκδίκηση» που δήθεν υπήρχε παντού. Το Νοέμβρη δολοφόνησε το μέλος της οργάνωσής του φοιτητή Ι. Ι. Ιβάνοφ με το πρόσχημα ότι είναι προδότης. Οι Μαρξ - Ενγκελς άσκησαν πολεμική στον Νετσάγεφ. Το Γενάρη του 1871 ξεκινά η περίφημη «Δίκη Νετσάγεφ», που οδήγησε στην παραπομπή 87 Ρώσων δημοκρατών και επαναστατών σε δίκη. Η ευρωπαϊκή αντίδραση προσπαθούσε να την παρουσιάσει σαν δίκη της Α΄ Διεθνούς. Η Α΄ Διεθνής διαχωρίζει επίσημα τη θέση της από τον Νετσάγεφ. Τον Αύγουστο του 1871 συλλαμβάνεται στη Ζυρίχη και παραδίδεται στις τσαρικές αρχές. Το 1873 καταδικάζεται για το φόνο του φοιτητή Ιβάνοφ. Πέθανε το 1882 στη φυλακή.
3. Ο Νετσάγεφ και ο Μπακούνιν έστελναν επιστολές που καλούσαν για εξέγερση στη Ρωσία και πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, με παραλήπτες ανθρώπους που είχαν παλιότερα συνδεθεί με το δημοκρατικό κίνημα. Οι επιστολές με ευκολία έπεσαν στα χέρια της τσαρικής ασφάλειας, οι οποίοι αποκάλυψαν προετοιμασία εξέγερσης. Με αυτό το πρόσχημα οι τσαρικές αρχές προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις δημοκρατών.
4. «Το χαρακτηριστικότερο στα γεγονότα της Κροστάνδης είναι ακριβώς οι ταλαντεύσεις του μικροαστικού στοιχείου. Τίποτε σχεδόν διαμορφωμένο, ξεκάθαρο, συγκεκριμένο δεν υπάρχει. Νεφελώδη συνθήματα όπως "ελευθερία", "ελεύθερο εμπόριο", απελευθέρωση από το ζυγό¨", "σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους" ή "επανεκλογή των σοβιέτ" ή "λύτρωση από τη δικτατορία του κόμματος" κλπ. Τόσο οι μενσεβίκοι όσο και οι σοσιαλεπαναστάτες διακηρύσσουν ότι το κίνημα της Κροστάνδης είναι "δικό τους" κίνημα... Ολόκληρη η συμμορία των λευκοφρουρών κινητοποιείται αστραπιαία για την Κροστάνδη, με ταχύτητα, μπορεί να πει κανείς. τηλεγράφου... Ας κλείσουμε λοιπόν τα μάτια μπρος στο γεγονός, ότι όλοι οι γνήσιοι λευκοφρουροί χειροκροτούσαν τους αποστάτες της Κρονστάνδης και ότι συγκέντρωναν χρήματα για την υποστήριξή της από τις τράπεζες». Β. Ι. Λένιν «Σχετικά με τη φορολογία σε είδος». «Απαντα», τ. 43, σελ. 246 - 247.
5. Οι αναρχικοί στη Δ. Ευρώπη καλούσαν σε αλληλεγγύη στους αντεπαναστάτες το 1956 στην Ουγγαρία, το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, το 1980 στην Πολωνία.
6. Ο Ν. Κ. Μπεντίντ ακολουθώντας με συνέπεια την αντικομμουνιστική του πορεία σήμερα είναι βουλευτής των Γερμανών Πρασίνων, από τους φανατικούς χειροκροτητές των ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων, οπαδός της ΕΕ και θερμός υποστηρικτής του ΝΑΤΟικού πολέμου ενάντια στην ΟΔ Γιουγκοσλαβίας.
  • Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4/2004
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Του
Κύριλλου ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ*
*Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος του Γραφείου του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


Οι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των οικονομικών κρίσεων



Οι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των οικονομικών κρίσεων
Μια από τις σπουδαιότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής οικονομικής αντίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική οργάνωση της παραγωγής στα χωριστά εργοστάσια και στην αναρχία της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του νόμου του συναγωνισμού και της αναρχίας της παραγωγής στις συνθήκες του καπιταλισμού.
«Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση παρουσιάζεται εδώ σαν αντίθεση ανάμεσα στην τάξη και την οργάνωση της παραγωγής, που επικρατεί στο μεμονωμένο εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής, που επικρατεί στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής»1.
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και να παίρνει τις αντίστοιχες διαστάσεις η αναρχία της παραγωγής. Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς, «το κύριο μέσον, το βασικό όργανο με το οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μεγάλωνε την αναρχία αυτή μέσα στην κοινωνική παραγωγή, ήταν κάτι το αντίθετο ακριβώς από την αναρχία: Ηταν η τάξη, η ολοένα αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής, η οργάνωση σε γενική κλίμακα σε κάθε ξεχωριστό τομέα της παραγωγής»2.
Η ανάπτυξη του διεθνούς και εσωτερικού (εθνικού) καταμερισμού εργασίας, η πλατιά ειδίκευση και η συνεταιριστικοποίηση της παραγωγής συνδέουν τις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ολόκληρους κλάδους και την οικονομία, στο σύνολό της, σε μια ενιαία οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να λειτουργεί και να αναπτύσσεται μόνο πάνω στη βάση των καθορισμένων ορίων και της τήρησης των αντικειμενικών αναλογιών, μεταξύ των διαφόρων κλάδων, μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής ειδών κατανάλωσης, μεταξύ της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της λειτουργίας του, ως κεφάλαιο, σε επόμενο κύκλο παραγωγής.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτές οι αναλογίες συνεχώς παραβιάζονται, δεν τηρούνται κατά κανόνα οι αναγκαίες αναλογίες ανάμεσα στις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις της κοινωνικής παραγωγής: Ι. Παραγωγή μέσων παραγωγής, II. Παραγωγή ειδών κατανάλωσης, ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής των διαφόρων προϊόντων.
Εξετάζοντας διαχρονικά την ανάπτυξη του καπιταλιστικού προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής, ο Κ. Μαρξ διαπίστωσε ότι ο καπιταλισμός, σαν ανταγωνιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, περνά κατά καιρούς περιόδους ανόδου και πτώσης. Γι' αυτό την καπιταλιστική οικονομία τη χαρακτηρίζει ο κυκλικός χαρακτήρας της ανάπτυξης και το αναπόφευκτο των περιοδικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής.
Η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ο συναγωνισμός αποκλείουν εξ αντικειμένου τον προγραμματισμό της εργασίας όλων των επιχειρήσεων σε εθνική κλίμακα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο στις συνθήκες του καπιταλισμού κανείς δε γνωρίζει προκαταβολικά ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και σε τι ποσότητα. Οι συνέπειες από αυτήν την κατάσταση είναι η συνεχής παραβίαση των αναγκαίων αναλογιών του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής. Να γιατί, σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν, «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί ν' αναπτύσσεται διαφορετικά, παρά με άλματα, δύο βήματα μπρος και ένα βήμα (και κάποτε και ολόκληρα δύο) πίσω»3.
Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού είναι η αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού είναι ο νόμος της υπεραξίας. Το κίνητρο και η κινητήρια δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το μονοπωλιακά υψηλό κέρδος.
Οι κεφαλαιοκράτες, κυνηγώντας το κέρδος, επιδιώκουν (ο καθένας για τον εαυτό του) να αυξήσουν την παραγωγή και να ρίξουν μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων στην αγορά. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους αυτή να αυξήσουν τα κέρδη τους, συμπιέζουν τους μισθούς και τα ημερομίσθια όσο γίνεται πιο πολύ και περιορίζουν έτσι τελικά την αγοραστική ικανότητα των πλατιών λαϊκών μαζών. Η κατάσταση των εργαζομένων επιδεινώνεται. Δεν μπορούν, τελικά, ν' αγοράσουν τα εμπορεύματα που οι ίδιοι έχουν παράγει. Η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται τόσο, που δεν μπορεί να απορροφήσει τη διευρυνόμενη παραγωγή.
Για τον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η τεράστια αύξηση της παραγωγής δε συνοδεύεται κατά κανόνα καθόλου με την αντίστοιχη αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης.
Ο Κ. Μαρξ, ερευνώντας τους νόμους εξέλιξης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπογραμμίζει: «Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Οχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται μόνο μέσα σε λίγο - πολύ στενά όρια. Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και της παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. Αυτό είναι νόμος για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, υπαγορευμένος από τις διαρκείς επαναστάσεις στις ίδιες τις μεθόδους παραγωγής, από τη συνδεδεμένη μ' αυτές υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, από τη γενική πάλη του συναγωνισμού και από την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και επέκτασης της κλίμακάς της, απλώς σαν μέσο συντήρησης και επί ποινή αφανισμού. Γι' αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν αποκτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι. Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής.
Οσο περισσότερο, όμως, αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης»4.
Επομένως, η αγοραστική ικανότητα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας καθορίζεται από τις ιδιάζουσες σ' αυτήν ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις διανομής.
«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων - υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ - παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών»5.
Μια τρίτη μορφή εμφάνισης είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κυνήγι της μεγαλύτερης υπεραξίας υποχρεώνει τους καπιταλιστές να τελειοποιούν την τεχνική και την τεχνολογία για την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους της, για την αποκόμιση υψηλότερου ποσοστού και μεγαλύτερης μάζας του κέρδους. Η αύξηση, όμως, της τεχνικής και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, σε τελευταία ανάλυση, οδηγεί στην πτώση του ποσοστού κέρδους.
Ομως, όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ, «ένα ορισμένο ύψος του ποσοστού του κέρδους είναι που αποφασίζει σχετικά με την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής, αντί να αποφασίζει η σχέση της παραγωγής προς τις κοινωνικές ανάγκες, προς τις ανάγκες κοινωνικά αναπτυγμένων ανθρώπων. Γι' αυτό μπαίνουν όρια στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ήδη, σε έναν τέτοιο βαθμό επέκτασης της παραγωγής, που αντίθετα, κάτω από την άλλη προϋπόθεση, θα φαινόταν πάρα πολύ ανεπαρκής. Η παραγωγή σταματάει, όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίηση του»6.
Η πτώση, επομένως, του ποσοστού κέρδους έχει σαν συνέπεια τη συγκράτηση της παραγωγής και τον περιορισμό της ζήτησης συμπληρωματικών μέσων παραγωγής. Ετσι, στο τέλος, φαίνεται ότι στην κοινωνία έχουν παραχθεί περισσότερα μέσα παραγωγής, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτή η υπερπαραγωγή, όμως, των μέσων παραγωγής δεν είναι απόλυτη. Είναι υπερπαραγωγή μόνο εφόσον και στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής είναι και λειτουργούν σαν κεφάλαιο και σαν τέτοιο πρέπει να αυτοαυξάνεται, δηλαδή να φέρνει υπεραξία.
«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαύξησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι' αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μεθόδους παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας»7.
Συνεπώς, ο σκοπός του κεφαλαίου βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση με τα μέσα και τους τρόπους για την επίτευξή του.
«Το μέσο - απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας - έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν, λοιπόν, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ' αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ' αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής»8.
Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Οξύνεται η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Το προλεταριάτο είναι η τάξη που παράγει τα υλικά αγαθά της κοινωνίας, ενώ η αστική τάξη είναι η τάξη που τα ιδιοποιείται. Η ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δείχνει ότι σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, κατά κανόνα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση του μισθού εργασίας.
1. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 404.
2. Στο ίδιο, σελ. 403.
3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 5, σελ. 83.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 309-310.
5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 610.
6. Στο ίδιο, σελ. 327.
7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.
8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.

Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


Η επιστημονική βάση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου


Η επιστημονική βάση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου
Ηπολιτική πρόταση του ΚΚΕ για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης (ΑΑΔΜ), που ήταν και το θέμα του πρόσφατου 16ου Συνεδρίου του Κόμματός μας, έχει εξαιρετικά μεγάλη και σπουδαία σημασία για το παρόν και το μέλλον του λαού και της χώρας μας.
Το ΑΑΔΜ δεν είναι κάποια επινόηση και εγκεφαλικό κατασκεύασμα των Ελλήνων κομμουνιστών και κομμουνιστριών. Η αναγκαιότητά του προκύπτει από την επιστημονική ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και των συγκεκριμένων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στη χώρα μας.
1. Η θεωρητική βάση του ΑΑΔΜ
Το γενικό και ατράνταχτο ιδεολογικό και θεωρητικό θεμέλιο της στρατηγικής και τακτικής του ΚΚΕ για τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου είναι ο μαρξισμός-λενινισμός.
Είναι η διδασκαλία, που «έδειξε στο προλεταριάτο τη διέξοδο από την πνευματική σκλαβιά»(1) και «εξήγησε την πραγματική θέση»(2) του, μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Η κοσμοθεωρία μας διδάσκει, ότι η γνώση των αντικειμενικών νόμων γενικά και των οικονομικών νόμων ειδικότερα, είναι εκείνη η δύναμη, που επιτρέπει στην εργατική τάξη και στο κόμμα της, το ΚΚΕ, να δει τις αντικειμενικές τάσεις και την πορεία εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και να τεκμηριώσει επιστημονικά την επαναστατική στρατηγική και τακτική του στην πάλη για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση το στέρεο βάθρο της επιστημονικής θεμελίωσης του Λαϊκού Μετώπου της εργατικής τάξης με τ' άλλα κοινωνικά στρώματα και κινήματα είναι το σύστημα των αντιθέσεων και των οικονομικών νόμων λειτουργίας και ανάπτυξης του καπιταλισμού στη σύγχρονη κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα ανάπτυξής του. Στηρίζεται στη διδασκαλία του Κ. Μαρξ για την υπεραξία και την παραλλαγμένη της μορφή, το κέρδος, καθώς και στη διδασκαλία του Β. Ι. Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, και στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η κατανομή των κεφαλαίων μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής, όπως και η εξέλιξη της τεχνικής προόδου, συντελείται μέσα στα πλαίσια των νόμων της καπιταλιστικής ζούγκλας - την αναρχία και τον συναγωνισμό.
Οι καπιταλιστές στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν μεγαλύτερο κέρδος, τα ιδιοτελή συμφέροντά τους είναι διαφορετικά και συγκρούονται. Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να αξιοποιήσει το κεφάλαιό του με τον καλύτερο τρόπο. Αναζητεί τον πιο επικερδέστερο κλάδο επένδυσης του κεφαλαίου του. Τα κεφάλαια, που τοποθετούνται στους διάφορους κλάδους της οικονομίας, διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς το προϊόν που παράγουν, αλλά και ως προς την οργανική τους σύνθεση. Και επειδή η μοναδική πηγή της αξίας και της υπεραξίας είναι η εργασία των μισθωτών εργατών, κεφάλαια ίσου μεγέθους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής χρησιμοποιούν διαφορετική ποσότητα ζωντανής εργασίας. Αυτό σημαίνει, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου για ένα κεφάλαιο ίσου μεγέθους παράγεται σχετικά μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας, ενώ οι επιχειρήσεις με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου τους παράγουν μικρότερη μάζα υπεραξίας. Στην περίπτωση αυτή ο διακλαδικός συναγωνισμός προκαλεί μια συνεχή μεταφορά των κεφαλαίων από τον έναν κλάδο στον άλλο.
Αυτή η μετατόπιση κεφαλαίων από τους λιγότερο στους περισσότερο επικερδείς κλάδους συνεχίζεται, ώσπου οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων ίσου μεγέθους αρχίσουν να ιδιοποιούνται ίσο περίπου κέρδος.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι οι καπιταλιστές των κλάδων με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ιδιοποιούνται όχι μόνο την υπεραξία, που δημιουργείται στις επιχειρήσεις τους, αλλά και εκείνο το μέρος της υπεραξίας, που δημιουργήθηκε από την εργασία των εργατών στους άλλους κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής, ενώ την υπεραξία που δημιουργήθηκε από την εργατική τάξη σε όλους τους κλάδους την ιδιοποιείται όλη η τάξη των καπιταλιστών στο σύνολό της ανάλογα με το μέγεθος του κεφαλαίου, που επένδυσε ο καθένας.
Εκείνο που η αστική Πολιτική Οικονομία δεν μπορεί να καταλάβει, ή μάλλον δε θέλει να καταλάβει, είναι ο ιδιόμορφος τρόπος διανομής της υπεραξίας στον καπιταλισμό. Η παραγωγή της υπεραξίας είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου, ενώ η διανομή της γίνεται σύμφωνα με το μέγεθος του επενδυμένου κεφαλαίου. Στο μέγεθος του κεφαλαίου αντιστοιχεί το ίδιο μέγεθος κέρδους. Αυτός είναι ο ιδιόμορφος μηχανισμός της καπιταλιστικής ισότητας.
Στο σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς στην καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν υποβάλλονται μόνο οι μισθωτοί εργάτες, αλλά και όλοι οι εργαζόμενοι. «Πρόκειται για δευτερογενή εκμετάλλευση, που γίνεται παράλληλα με την πρωταρχική, η οποία συντελείται άμεσα στο προτσές της παραγωγής»(3).
Σε ό,τι αφορά στην εκμετάλλευση της αγροτιάς ο Κ. Μαρξ τονίζει ότι:
«Βλέπει κανείς ότι η εκμετάλλευσή τους δε διαφέρει παρά στη μορφή από την εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ο εκμεταλλευτής είναι ο ίδιος: το κεφάλαιο. Οι ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες εκμεταλλεύονται τους ξεχωριστούς αγρότες με την υποθήκη και την τοκογλυφία. Η κεφαλαιοκρατική τάξη εκμεταλλεύεται την αγροτική τάξη με τους κρατικούς φόρους... Μόνο η πτώση του κεφαλαίου μπορεί να σηκώσει τον αγρότη. Μόνο μια αντικεφαλαιοκρατική, μια προλεταριακή κυβέρνηση μπορεί να σπάσει την οικονομική του αθλιότητα, τον κοινωνικό του εξευτελισμό»(4).
2. Η μασονική αδελφότητα και η πάλη ενάντιά της
Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας είναι ο βασικός νόμος κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής»(5), διότι «Το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σ' αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος»(6).
Να γιατί οι καπιταλιστές, κυνηγώντας το μονοπωλιακό υπερκέρδος, διεξάγουν μεταξύ τους έναν άγριο συναγωνισμό, ο οποίος μετατρέπεται «σε πόλεμο όλων εναντίον όλων» και από την άλλη μεριά, συμμετέχουν όλοι μαζί στη μοιρασιά της πίτας που λέγεται υπεραξία.
Ο κεφαλαιοκράτης, γράφει ο Κ. Μαρξ, που παράγει την υπεραξία, δηλαδή που απομυζά άμεσα από τους εργάτες απλήρωτη εργασία και την παγιώνει σε εμπορεύματα, είναι μεν ο πρώτος που ιδιοποιείται αυτή την υπεραξία, δεν είναι όμως καθόλου ο τελευταίος ιδιοκτήτης της»(7).
Στο μοίρασμα αυτής της υπεραξίας συμμετέχουν όλες οι ομάδες της τάξης των καπιταλιστών - βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες, εφοπλιστές και οι γαιοκτήμονες στην αγροτική οικονομία.
Επομένως, «ο κάθε ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, καθώς και το σύνολο όλων των κεφαλαιοκρατών κάθε ξεχωριστής σφαίρας παραγωγής, συμμετέχει όχι απλώς από γενική ταξική συμπάθεια, αλλά άμεσα οικονομικά, στην εκμετάλλευση της συνολικής εργατικής τάξης από το συνολικό κεφάλαιο και στη διαμόρφωση του βαθμού αυτής της εκμετάλλευσης, γιατί, αν προϋποθέσουμε δοσμένους όλους τους άλλους όρους, μαζί και την αξία του προκαταβλημένου συνολικού σταθερού κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους εξαρτιέται από το βαθμό εκμετάλλευσης της συνολικής εργασίας από το συνολικό κεφάλαιο»(8).
Αρ α, ο κάθε καπιταλιστής είναι ενδιαφερόμενος από την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών όχι μόνο στην επιχείρησή του, αλλά και στις άλλες επιχειρήσεις όλων των κλάδων της παραγωγής, διότι όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η συνολική μάζα της υπεραξίας, άρα τόσο υψηλότερο θα είναι και το μέσο κέρδος.
«Εχουμε, λοιπόν, εδώ τη μαθηματικά ακριβή απόδειξη, γιατί οι κεφαλαιοκράτες που τόσο στο συναγωνισμό μεταξύ τους αποδείχνονται ψευτοαδέρφια, που αλληλοτρώγονται, αποτελούν αληθινή μασονική αδελφότητα έναντι του συνόλου της εργατικής τάξης»(9).
Η πάλη ενάντια σ' αυτή τη μασονική αδελφότητα αναδεικνύεται ως επιτακτική ανάγκη. Οι εργάτες, που υποβάλλονται στην εκμετάλλευση όχι μόνο απ' τους καπιταλιστές, στους οποίους εργάζονται αλλά και από ολόκληρη την αστική τάξη, δεν επιτρέπεται και δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στην πάλη με τους καπιταλιστές που είναι τα άμεσα αφεντικά τους. Είναι αντικειμενική ανάγκη και επιβάλλεται στις κοινές ενέργειες και στο ενιαίο μέτωπο των εκμεταλλευτών να αντιπαραταχθεί η κοινή και συντονισμένη δράση και το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων.
Σήμερα το ΑΑΔΜ είναι το κοινό «πεδίον δράσης δόξης λαμπρόν» μαζί με την εργατική τάξη και για όλα τ' άλλα κοινωνικά στρώματα και κινήματα.
Βέβαια, η πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην κυριαρχία της αστικής τάξης είναι αντικειμενικά αναπόφευκτη. Η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. «Ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία των ταξικών αγώνων» (10). Είναι μια νομοτέλεια, που εκφράζει μια αναγκαιότητα. Αντανακλά τις απαιτήσεις των κοινωνικο-οικονομικών νόμων του καπιταλισμού και του συστήματος των αντιθέσεών του. Ο Κ. Μαρξ και ο Β. Ι. Λένιν επανειλημμένα τόνιζαν, ότι το αναπόφευκτο της επαναστατικής μετάβασης της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό απορρέει μέσα από το προτσές ανάπτυξης του ίδιου του καπιταλισμού, από τους δικούς του νόμους.
Από τη στιγμή που η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι τέτοια, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στέκεται γερά στα δικά του πόδια, από τη στιγμή εκείνη παίρνει νέα μορφή και η απαλλοτρίωση των ατομικών ιδιοκτητών. Τώρα πια δεν πρόκειται για την απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών της εποχής της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, αλλά πρόκειται για τους ίδιους τους καπιταλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται πολλούς μισθωτούς εργάτες και όλους τους εργαζόμενους.
«Η απαλλοτρίωση αυτή - γράφει ο Κ. Μαρξ - συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων»(11).
«Η κυριαρχία του καπιταλισμού - γράφει ο Λένιν - υποσκάπτεται όχι επειδή κάποιος θέλει να αρπάξει την εξουσία. Η "αρπαγή" της εξουσίας θα ήταν παραλογισμός. θα ήταν αδύνατο να βάλει κανείς τέρμα στην κυριαρχία του καπιταλισμού, αν δεν οδηγούσε σ' αυτό όλη η οικονομική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών... Καμία δύναμη δε θα γκρέμιζε τον καπιταλισμό αν δεν τον είχε διαβρώσει και υποσκάψει η ιστορία»(12).
Σ' αυτήν την κατεύθυνση το ΚΚΕ θα κάνει το παν για να επιτευχθεί η συνεργασία και η συμπαράταξη με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που είναι διατεθειμένες να αγωνιστούν μαζί του ενάντια στα μονοπώλια και το διεθνή ιμπεριαλισμό.
Το ΚΚΕ στο 16ο Συνέδριό του, βαθαίνοντας περισσότερο στον προβληματισμό και κάνοντας μια καλύτερη και αναλυτικότερη επεξεργασία των διαφόρων πλευρών της πολιτικής πρότασής του για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ, απάντησε σε πολλά από τα ερωτήματα και τις αναζητήσεις των μελών, οπαδών και φίλων του, καθώς και στα ερωτήματα όλων των εργαζομένων. Οι αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ δίνουν ελπίδα και αισιοδοξία στην πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ενάντια στην πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στη «νέα τάξη πραγμάτων» και στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Εχοντας για πυξίδα τα ντοκουμέντα και τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου και κατανοώντας ότι η δύναμη της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων βρίσκεται στην ενότητα και στο συντονισμό της δράσης τους, το ΚΚΕ επιδιώκει με όλες του τις δυνάμεις να συμβάλει στην ωρίμανση και στη διαμόρφωση όλων εκείνων των προϋποθέσεων, που θα κάνουν δυνατή τη δημιουργία του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης.
Γι' αυτό σήμερα «το ΚΚΕ προβάλλει άμεσα την πολιτική συγκρότησης του ΑΑΔ Μετώπου για να συμβάλει στην ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα και στη δημιουργία συνθηκών που θα φέρουν το λαό στην εξουσία»(12).
Βιβλιογραφία:
1. Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 23, σελ. 48
2. Στο ίδιο
3. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 761
4. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850. Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 245
5. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 327
6. Στο ίδιο
7. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 584
8. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 249
9. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 250
10. Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος , Δ.Ε. τ. 1, σελ. 19
11. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 787
12. Β. Ι. Λένιν, Πόλεμος και Επανάσταση, Απαντα τ. 32, σελ. 98
13. Απόφαση 16ου Συνεδρίου για το Μέτωπο, «Ρ», 31/12/2000.

Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


Το καπιταλιστικό κέρδος


Το καπιταλιστικό κέρδος
Ως τώρα έχουμε αναφερθεί στο πώς έγινε η εμφάνιση του χρήματος, πώς γίνεται η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο που «γεννάει» «χρυσά αυγά», πώς το κεφάλαιο δημιουργεί την αξία και την υπεραξία.
Τώρα πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα:
  • Πώς η υπεραξία μετατρέπεται σε κέρδος;
  • Πώς το ποσοστό της υπεραξίας μετατρέπεται σε ποσοστό του κέρδους;
  • Πώς ο νόμος της αξίας εκδηλώνεται μέσω του μέσου ποσοστού του κέρδους;
Ως προς το κέρδος, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ακόμη μια άλλη συγκεκριμένη μορφή, που συγκαλύπτει τη διαφορά μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, συνεπώς και την εκμεταλλευτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τι είναι το κέρδος
Η αξία του εμπορεύματος που παράγεται στην καπιταλιστική επιχείρηση αποτελείται από τρία μέρη:
1) Από την αξία του σταθερού κεφαλαίου
2) Από την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου
3) Από την υπεραξία.
  • Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του
  • Ο καπιταλιστής όμως δεν ξοδεύει δική του εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, αλλά, για το σκοπό αυτό, ξοδεύει το κεφάλαιό του
  • Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος αποτελούνται από τις δαπάνες σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή από τα έξοδα για τα μέσα παραγωγής και το μισθό εργασίας των εργατών
  • Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον καπιταλιστή μετριέται με τη δαπάνη κεφαλαίου, το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στην κοινωνία μετριέται με τη δαπάνη εργασίας που περιλαμβάνει την αξία του σταθερού κεφαλαίου, του μεταβλητού κεφαλαίου και την υπεραξία
  • Γι' αυτό τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος είναι μικρότερα από την αξία του. Αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μέρος της αξίας του εμπορεύματος.Το άλλο μέρος της αξίας είναι υπεραξία την οποία παίρνει ο καπιταλιστής δωρεάν.
Οπως γνωρίζουμε ήδη, πηγή της αξίας και της υπεραξίας είναι μόνον το μεταβλητό κεφάλαιο. Επειδή, όμως, στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία φαίνεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας με τον τρόπο αυτό συντελείται η μετατροπή τηςυπεραξίας σε κέρδος.
Επομένως, το κέρδος είναι η υπεραξία, που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.
Ποσοστό του κέρδους
Οσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που δίνει ένα κεφάλαιο καθορισμένου μεγέθους, τόσο περισσότερο συμφέρει στον καπιταλιστή.
Δείκτης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου είναι το ποσοστό του κέρδους.
Η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο ονομάζεται ποσοστό του κέρδους1.
Το ποσοστό του κέρδους εκφράζεται με τον τύπο:
Κ΄ = υ/σ+μ . 100%, όπου: το Κ΄ είναι το ποσοστό του κέρδους, το σ είναι το σταθερό κεφάλαιο, το μ είναι το μεταβλητό κεφάλαιο.
Παράδειγμα:
Αν η αξία του εμπορεύματος είναι: 80σ + 20μ + 20υ = 120, τότε το ποσοστό της υπεραξίαςθα είναι: υ΄ = 20/20 . 100% και το ποσοστό του κέρδους θα είναι: Κ΄ = 20υ / 80σ + 20μ . 100% = 20%.
Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής»2, γιατί «το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος»3.
Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται πρώτα απ' όλα από το ποσοστό της υπεραξίας. Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό της υπεραξίας, τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι. Ολοι οι παράγοντες που αυξάνουν το ποσοστό τηςυπεραξίας, δηλαδή που ανεβάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο (παράταση της εργάσιμης μέρας, η αύξηση της εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.), ανεβάζουν και το ποσοστό του κέρδους.
Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οσο πιο χαμηλή είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν το ποσοστό της υπεραξίας είναι το ίδιο. Και αντίστροφα.
Στο ποσοστό του κέρδους επιδρά επίσης και η ταχύτητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Οσο ταχύτερη είναι η κυκλοφορία του κεφαλαίου, τόσο υψηλότερο είναι το ετήσιο ποσοστό του κέρδους, που εκφράζει τη σχέση της παραγμένης μέσα σε ένα χρόνο υπεραξίας προς όλο το προκαταβλημένο κεφάλαιο. Και αντίστροφα, η επιβράδυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου επιφέρει πτώση του ετήσιου ποσοστού του κέρδους.
Μέσο ποσοστό κέρδους
Στην προσπάθειά τους να πάρουν μεγαλύτερο κέρδος, τα συμφέροντα των διάφορων καπιταλιστών του ίδιου κλάδου, που παράγουν ομοειδή εμπορεύματα, έρχονται σε σύγκρουση και ανάμεσά τους ξεσπάει ένας άγριος συναγωνισμός όπου οι ισχυροί νικούν τους αδύνατους (εσωκλαδικός συναγωνισμός).
Κάθε κλάδος της βιομηχανίας αποτελείται από επιχειρήσεις με διαφορετικό μέγεθος κεφαλαίου και τεχνικό εξοπλισμό.
Το γεγονός αυτό εκφράζεται στο μέγεθος της ατομικής αξίας των εμπορευμάτων που παράγουν.
Ο εσωκλαδικός συναγωνισμός που ξεσπάει ανάμεσα στις επιχειρήσεις ενός βιομηχανικού κλάδου εξισώνει τις διάφορες ατομικές αξίες με την κοινωνική αξία, με την αξία της αγοράς. Δηλαδή, έρχεται στιγμή που η αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων σε κάθε επιχείρηση εξισώνεται.
Τη βάση αυτής της αξίας την αποτελεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που καθορίζεται από τις συνθήκες παραγωγής στις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν τη μεγαλύτερη ποσότητα των δοσμένων εμπορευμάτων.
Με τον εσωκλαδικό συναγωνισμό συνυπάρχει και ο διακλαδικός συναγωνισμός. Τι είναι οδιακλαδικός συναγωνισμός;
Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να αξιοποιήσει το κεφάλαιό του με τον καλύτερο τρόπο. Αναζητεί τον πιο επικερδέστερο κλάδο επένδυσης του κεφαλαίου του. Τα κεφάλαια που τοποθετούνται στους διάφορους κλάδους της οικονομίας διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνον ως προς το προϊόν που παράγουν, αλλά και ως προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που εκφράζει τη σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πόση μάζα ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) κινεί μια ορισμένη μάζα σε μέσα παραγωγής σε κάθε επιχείρηση (σταθερό κεφάλαιο). Και επειδή η μοναδική πηγή της υπεραξίας είναι η εργασία των μισθωτών εργατών, κεφάλαια ίσου μεγέθους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής χρησιμοποιούν διαφορετική ποσότητα ζωντανής εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας, ενώ οι επιχειρήσεις με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μικρότερη μάζα υπεραξίας.
Αν τα εμπορεύματα πουληθούν σύμφωνα με την αξία τους, τότε στους κλάδους με χαμηλή οργανική σύνθεση το ποσοστό του κέρδους θα είναι υψηλότερο.
Μια τέτοια όμως διανομή του κέρδους θα προκαλέσει μια συνεχή μεταφορά των κεφαλαίων από κλάδο σε κλάδο. Αυτή η μεταφορά κεφαλαίων από τους λιγότερο στους περισσότερο επικερδείς κλάδους συνεχίζεται, ώσπου το ποσοστό του κέρδους να γίνει περίπου το ίδιο σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.
Ετσι, λοιπόν, ο διακλαδικός συναγωνισμός καταλήγει στην εξίσωση των διαφορετικών ποσοστών κέρδους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, σε ένα γενικό (ή μέσο) ποσοστό κέρδους.
Το μέσο ποσοστό κέρδους καθορίζεται με τον τύπο:
Κ΄μ = ΓΟΥ / ΓΟΚ . 100% όπου: ΓΟΥ = γενικός όγκος της υπεραξίας, ΓΟΚ = γενικός όγκος του κεφαλαίου, Κ΄μ = μέσο ποσοστό κέρδους.
Αυτό που η αστική πολιτική οικονομία δεν μπορεί να καταλάβει (ή δε θέλει να καταλάβει) είναι ο ιδιόμορφος τρόπος κατανομής της υπεραξίας στον καπιταλισμό.
Η παραγωγή της υπεραξίας είναι ευθέως ανάλογη με το μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ η κατανομή της γίνεται σύμφωνα με το επενδυμένο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει, ότι στο ίδιο μέγεθος κεφαλαίου αντιστοιχεί το ίδιο μέγεθος κέρδους.
Αυτός είναι ο ιδιόμορφος μηχανισμός της καπιταλιστικής ισότητας.
Το κέρδος γενικά είναι το κίνητρο και ο νόμος κίνησης του καπιταλισμού. Γι' αυτό παντού και σε όλες τις περιπτώσεις εκείνο που επιδιώκουν με όλα τα μέσα είναι το κέρδος.
Να γιατί ο Κ. Μαρξ γράφει ότι: «Το κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος (...). Οταν το κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος, γίνεται τολμηρό. Με δέκα τα εκατό (10%) κέρδος αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού, με 20% γίνεται ζωηρό, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει, ακόμα και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα»4.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 62.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 327.
3. Στο ίδιο.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 785.

Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


TOP READ