Τιμή μου πάνω απ' όλα η τιμή του κόμματός μου
Σήμερα
συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από την εκτέλεση του ηρωικού κομμουνιστή δάσκαλου,
νίκου πλουμπίδη. Μια επέτειος, που για κάποιους «αριστερούς» αντικομμουνιστές
αποτελεί ευκαιρία να αντλήσουν πολιτική υπεραξία από το δικό του μπόι, να τον
αντιπαραβάλουν λάθρα στο κκε και την (ζαχαριαδική ή διαχρονικά οποιαδήποτε)
ηγεσία του, να μιλήσουν για την πιο τραγική φιγούρα του κομμουνιστικού
κινήματος, που τον πρόδωσε το κόμμα του και τον σκότωσε ηθικά, προτού τον
σκοτώσουν τυπικά οι εκτελεστές του.
Και
έτσι, με ένα μαγικό όσο και προβλέψιμο τρόπο, τα βέλη της πολεμικής (γιατί δεν
πρόκειται πια για απλή κριτική, πόσο μάλλον καλοπροαίρετη) σημαδεύουν το κόμμα
του πλουμπίδη, που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να καθορίσει, με τις
πράξεις του ή τις παραλείψεις του, το τέλος ή και τη σωτηρία του «μπάρμπα». Και
όχι τους δήμιούς του, το αστικό κράτος που, παρά την προχωρημένη φυματίωσή του
και το πέρας πενταετίας από το τέλος του ένοπλου αγώνα, εξακολουθούσε να τον
θεωρεί επικίνδυνο και γι’ αυτό τον εκτέλεσε.
Κι οι
λύκοι, αγκαλιά με τα σκυλιά, αλυχτούν πένθιμα, με περισσή υποκρισία. Δεν τιμούν
τον πλουμπίδη για αυτό που ήταν, ένας ήρωας που θυσιάστηκε συνειδητά στον αγώνα
για τους σκοπούς του λαϊκού κινήματος. Αλλά τον αντιμετωπίζουν με συμπόνια, ως
ένα αθώο θύμα που εξαπατήθηκε, φεύγοντας γελαστός μα γελασμένος, και το μόνο
λάθος που έκανε ήταν η ακλόνητη πίστη που είχε στους χειρισμούς των συντρόφων
του, ή μάλλον της (πάντα αυτής) ηγεσίας τους.
Όταν
μιλάμε όμως για την κομματικότητα των κομμουνιστών, δεν εννοούμε μια
θρησκόληπτη, μεταφυσική πίστη σε ένα δόγμα –άλλο αν μπορεί να διακρίνει κανείς
και μια τέτοια, «θρησκευτική» διάσταση στην πρωτόλεια συνείδηση πολλών απλών
χωρικών πχ που συμμετείχαν με το δικό τους λιθαράκι στην εποποιία του εαμ και
του δσε. Μιλάμε για έλλογη, συνειδητή πίστη, βασισμένη στη γνώση. Για αφοσίωση
σε ένα ιδανικό και το συλλογικό αγώνα για την κατάκτησή του. Και αυτή η πίστη
ήταν που «κίνησε βουνά» και έχτισε ένα μοναδικό στα ελληνικά χρονικά μαζικό
κίνημα στα βουνά και τις πόλεις, δίνοντας χιλιάδες στιγμές, προσωπικές ιστορίες
και παραδείγματα ηρωισμού. Αυτό ήταν το μαγικό φίλτρο, που βοήθησε αυτούς τους
ήρωες να γίνουν άπαρτα βουνά, να αντέξουν τις κακουχίες του αγώνα, την οδυνηρή
ήττα με τις συνέπειές της, το κολαστήριο των φυλακών και της εξορίας.
Ο
νίκος πλουμπίδης είναι μια ξεχωριστή ψηφίδα σε αυτό το μωσαϊκό, που ο ηρωισμός
της δεν έγκειται σε πολεμικά ανδραγαθήματα ή κάποια φλογερή απολογία που
ταπείνωσε κι αποστόμωσε αυτούς που τον (κατα)δίκαζαν. {Αυτά τρέφουν κυρίως το
φαντασιακό των ηρώων του αμφιθεάτρου, που θεωρούν ότι αποτελούν την έμπρακτη
συνέχειά τους στο σήμερα –στο πεδίο του φαντασιακού, πάντα}. Όσο στο ότι πάλεψε
με την αρρώστια, τις αντοχές του, τις δύσκολες συνθήκες κράτησης, για να
μπορέσει να σταθεί όρθιος και να δώσει με αξιοπρέπεια την τελευταία του μάχη
στο δικαστήριο, χωρίς να αφήσει να λερώσουν το όνομά του και το κόμμα του. Και
τα κατάφερε να μείνει αλύγιστος, αντλώντας δύναμη από το μαγικό φίλτρο των
αγωνιστών της εποχής του, μολονότι φαινομενικά –για κάποιον εξωτερικό
παρατηρητή- έμοιαζε να έχει κλονιστεί η σχέση (αμοιβαίας) εμπιστοσύνης με το
κόμμα. Ο «μπάρμπας» έμεινε όρθιος, για να πέσει μόνο στο εκτελεστικό απόσπασμα,
φωνάζοντας «ζήτω το κκε». Και στην τελική ευθεία της ζωής του, δεν είχε
αμφιβολία πως το κόμμα θα βρει την αλήθεια και θα αποκαταστήσει το όνομά του.
Γιατί δική του τιμή ήταν η τιμή του κόμματος, του τιμημένου (από τους αγώνες
και τις θυσίες των μελών του) κουκουέ.
Και
είχε απόλυτο δίκιο. Το κόμμα διόρθωσε το λάθος του, αποκατέστησε τον πλουμπίδη
και τον τιμά σαν ήρωα για τη θυσία του και το παράδειγμα απαράμιλλης
κομματικότητας που έδωσε. Ενώ έβγαλε πολύτιμα (κι ακριβοπληρωμένα με αίμα)
συμπεράσματα από την ιστορία του και ειδικά για παρόμοιες περιπτώσεις. Γιατί οι
διαφωνίες και οι διαμάχες που προκύπτουν στο εσωτερικό του κκ δεν ανάγονται
πάντα σε προδοσία και πέρασμα με την πλευρά του ταξικού εχθρού. Πολλές φορές
ερμηνεύονται στη βάση των σύνθετων, πρωτότυπων καταστάσεων που καλούνται να
αντιμετωπίσουν οι κομμουνιστές. Κι αυτό, αν μπορώ να το αναπαράγω σωστά από
μνήμης, ήταν και το νόημα του χαιρετισμού της αλέκας στην ετήσια συνεστίαση της
πεαεα, λίγο πριν από τη συγγραφή του β’ τόμου του δοκιμίου ιστορίας.
Υπάρχουν
πολλά σημεία στην «υπόθεση πλουμπίδη» όπου μπορεί να σταθεί κανείς. Πχ η
διείσδυση της ασφάλειας στο παράνομο κομματικό κλιμάκιο με επικεφαλής τον
«μπάρμπα» και τις απανωτές συλλήψεις που δικαιολογούν ίσως την καχυποψία και
την επιφυλακτικότητα της κομματικής ηγεσίας στο εξωτερικό –όπως είχε πει σε μια
συνέντευξή του και ο σήφης ζαχαριάδης, αν ο πατέρας του είχε κατηγορήσει κάποια
στιγμή τον πλουμπίδη για «πράκτορα της ασφάλειας», αυτό συνέβη πιθανότατα γιατί
υπήρχαν στοιχεία και συγκεχυμένες ενδείξεις που οδηγούσαν προς αυτό το
συμπέρασμα. Ή το ζήτημα της διάψευσης από το ραδιοσταθμό του κκε του γνήσιου
της υπογραφής του πλουμπίδη στο σημείωμά του για τον μπελογιάννη (στα πλαίσια
της δημιουργικής ερμηνείας από τον μπάρμπα του συνθήματος ‘να γίνει ό,τι είναι
δυνατό για να σωθεί ο μπελογιάννης’), καθώς μπορεί να ήταν ο μόνος ασφαλής
δίαυλος άμεσης επικοινωνίας, για να του περάσει το κόμμα το μήνυμα πως δεν ήταν
σωστή η κίνησή του –κι είναι πράγματι αμφίβολο, αν θα μπορούσε να φέρει κάποιο
πρακτικό αποτέλεσμα.
Το
πιο βασικό όμως το συνοψίζει ο ίδιος ο πλουμπίδης στη φράση του: τιμή
μου έχω πάνω απ' όλα την τιμή του κόμματός μου. Και δεν υπάρχει
μεγαλύτερη ατιμία από το να
αντιπαραβάλλεις τον πλουμπίδη στο κόμμα του, τάχα για να τον τιμήσεις.
Γιατί
το κουκουέ γεννάει από τις γραμμές του πλουμπίδηδες και μπελογιάννηδες, ενώ
αυτοί με τη σειρά έκαναν το κκε το ιστορικό κόμμα που είναι σήμερα. Αυτά τα δύο
υπάρχουν σε μια αξεδιάλυτη ενότητα, όπου δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να
διαχωρίσουμε τον ένα πόλο από τον άλλο, ούτε και να αγνοούμε τον πρωτεύοντα
ρόλο που έχει απέναντι στα μεμονωμένα άτομα το σύνολο μες στο οποίο λειτουργούν
κι αναδεικνύονται.
Αυτό
που δεν καταλαβαίνουν οι τιμητές του κόμματος, που «τιμάνε» τον πλουμπίδη, και
όλοι όσοι γοητεύονται με τους «μοναχικούς καουμπόηδες» που δρουν έξω από τα
«κομματικά στεγανά» είναι πως οι κομμουνιστές δε σκλαβώνουν το «εγώ» τους στο
κόμμα, αλλά διαμορφώνουν κι αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους μες σε αυτό,
εξελίσσονται μαζί του, χάρη στα ερεθίσματα και τις εμπειρίες ζωής που αποκτούν.
Από τις πιο ηρωικές πράξεις τους, μέχρι τα πιο ευτελή τους βήματα, όπως αυτό το
ιστολόγιο πχ, οι επιλογές τους φέρουν τη σφραγίδα της οργανωμένης ζωής, της
πάλης μέσα από τις γραμμές του.
Οι
σύντροφοι οφείλουν πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, τις ανησυχίες, τις
ευαισθησίες, τα διαβάσματα, τις ιδέες, την καλλιέργειά τους στο πέρασμά τους
(μικρό ή μεγαλύτερο) από το κόμμα και την οργάνωση. Με δυο λόγια οι
κομμουνιστές οφείλουν το ευ ζην στο κόμμα και την επίδρασή του, και για αυτό δε
δίστασαν, όποτε χρειάστηκε, να δώσουν και το ίδιο το ζην τους για τον αγώνα
του. Κανένα άλλο κόμμα δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τέτοια στράτευση και να βγάλει
έναν πλουμπίδη από τις γραμμές του.
Και
έτσι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία από το να προσπαθείς να αντιπαραβάλλεις τον
πλουμπίδη και τους κομμουνιστές με το κόμμα τους, για να το σπιλώσεις. Το μόνο
που θα καταφέρεις είναι να σπιλώσεις την τιμή του ίδιου του πλουμπίδη, που έχει
για τιμή του πάνω απ' όλα την τιμή του κόμματός του.