Πολλές
φορές, όταν θες να παρουσιάσεις ένα βιβλίο, είναι καλύτερο να αφήσεις αυτό να
μιλήσει για τον εαυτό του, μέσα από κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Κι αυτό
ισχύει στην περίπτωση του βιβλίου του άπτον σίνκλερ ‘ο βασιλιάς άνθρακας’ που
κυκλοφορεί από τη σύγχρονη εποχή, σε μετάφραση της βασιλείας παπαρήγα. Κάποια
απ’ τα σημεία που παραθέτω είναι ελαφρώς αλλαγμένα, κυρίως για να μην
μπερδευτεί με πολλά ονόματα ο αναγνώστης, που δεν ξέρει τους χαρακτήρες του
βιβλίου. Ο βασικός ήρωας του έργου πάντως είναι ένας γόνος πλούσιας
οικογένειας, που προχωρά σ’ ένα κοινωνιολογικό πείραμα και γίνεται εργάτης, για
να δει από πρώτο χέρι πώς ζουν και πορεύονται αυτοί οι άνθρωποι.
-Έλα τώρα! Δούλεψε για λίγο και
θα μάθεις ότι νόμος στα ανθρακωρυχεία είναι αυτό που λέει το αφεντικό.
Ο
ρέμπελος συνέχισε να απαριθμεί τα πιστεύω του, ότι όταν ένας δίνει δουλειά κι
ένας άλλος πρέπει να παλέψει για να την πάρει, τότε ο νόμος δεν έχει να πει
πολλά σε αυτό το αλισβερίσι. Ο Χ. θεώρησε αυτή την άποψη πολύ εμβριθή
παρατήρηση και ευχόταν να μπορούσε να τη μεταφέρει στον καθηγητή πολιτικής
οικονομίας, στο πανεπιστήμιο.
(…)
-Δηλ πρέπει να ψωνίζεις μόνο από αυτό το
μαγαζί!
-Νόμιζα ότι είπες πως δούλευες σε ορυχεία,
είπε ο γέρος που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε σιωπηλός.
-Έτσι είναι, αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο
χάλια.
-Ναι σιγά, είπε η κυρία Ρ. Θα ‘θελα να ‘ξερα πού τα βρήκες αυτά. Ο γέρος μου κι εγώ ξεπατωθήκαμε όλα τούτα τα
χρόνια ψάχνοντας.
Μέχρι
εκείνη τη στιγμή, η συζήτηση είχε κυλήσει ομαλά. Αλλά ξαφνικά, λες κι έπεσε μια
σκιά, σκιά φόβου. Είδε το γέρο να κοιτάζει τη γυναίκα του, να συνοφρυώνεται και
να της κάνει νοήματα. Άλλωστε τι ήξεραν για το νεαρό ξένο;
-Δεν έχουμε παράπονο, είπε ο γέρος.
Η
γυναίκα του βιάστηκε να προσθέσει:
-Εδώ μας φέρονται το ίδιο καλά μ’ αλλού.
-Δεν είναι αστείο η ζωή των εργατών, όπου κι
αν πας, συμπλήρωσε ο άλλος.
Όταν ο
νεαρός άρχισε να εκφράζει τη γνώμη του, το άγχος τους να του κλείσουν το στόμα
ήταν τόσο φοβερό, ώστε φοβήθηκε μην τους συμβεί τίποτα κι άλλαξε γρήγορα θέμα
συζήτησης.
(…)
Πριν
λίγο καιρό είχε διαβάσει σε μια εφημερίδα τη συνέντευξη του Προέδρου της
Γενικής Εταιρίας Καυσίμων στην οποία υποστήριζε πως όσο πιο έμπειρος είναι ένας
ανθρακωρύχος τόσο πιο επικίνδυνος γίνεται στη δουλειά του, γιατί, καθώς νομίζει
πως τα ξέρει όλα, δε δίνει καμιά σημασία στους σοφούς κανονισμούς που ορίζει η
εταιρία για τη δική του ασφάλεια!
(…)
Πέρασε
μια ολόκληρη βδομάδα ώσπου να έρθει η στιγμή να μην αισθάνεται πόνο. Πότε δεν
μπόρεσε να προσαρμοστεί πλήρως σε αυτή τη δουλειά. Ήταν αδύνατο για
οποιονδήποτε δούλευε τόσο σκληρά να διατηρήσει την πνευματική του εγρήγορση, το
ζήλο, την ευαισθησία του. Ήταν αδύνατο να δουλεύει κανείς τόσο σκληρά και
ταυτόχρονα να παραμένει λάτρης της περιπέτειας. Στην ουσία δεν μπορούσε να
είναι τίποτα περισσότερο από μια μηχανή. Είχε ακούσει τη γεμάτη περιφρόνηση
φράση «αδράνεια των μαζών» και είχε αναρωτηθεί σχετικά με αυτήν. Τώρα πλέον δεν
είχε απορίες, γιατί γνώριζε. Πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να διαμαρτυρηθεί με
γενναιότητα στον εργοδηγό του ορυχείου, με το σώμα του παράλυτο από την
κούραση; Πώς μπορούσε να αποτιμήσει με καθαρότητα τα σωστά και τα λάθη του,
ώστε να δράσει αποτελεσματικά, να στηρίξει τα συμπεράσματά του, όταν οι
πνευματικές ικανότητές του παρέλυαν εξαιτίας της σωματικής κούρασης;
(…)
Όσο
απίστευτο και αν φαινόταν, όταν μιλούσε για τις απάνθρωπες εμπειρίες του, δεν
υπήρχε ίχνος πικρίας στη φωνή του, προφανώς ούτε και στην καρδιά του. Εδώ, μέσα
στη φτώχια και την απόγνωση, με την οικογένειά του διαλυμένη, σκορπισμένη, με
τον εφιάλτη της πείνας να του χτυπά την πόρτα, κοίταζε το παρελθόν του χωρίς
μίσος για όσους τον είχαν καταστρέψει. Αυτό δε συνέβαινε γιατί ήταν γέρος,
αδύναμος ή γιατί είχε χάσει το επαναστατικό πνεύμα του· αλλά γιατί είχε
μελετήσει τα οικονομικά και είχε πειστεί πως υπήρχε ένα κακό σύστημα το οποίο
τύφλωνε τους ανθρώπους, τους δηλητηρίαζε την ψυχή. Θα έρχονταν καλύτερες μέρες,
έλεγε, όταν το κακό σύστημα θα άλλαζε και οι άνθρωποι θα κατάφερναν να δείξουν
έλεος στο συνάνθρωπό τους.
(…)
-Έχεις διαβάσει ποτέ για τα μυρμήγκια της Αφρικής;
-Όχι, του απάντησε.
-Ταξιδεύουν σε μεγάλες φάλαγγες, εκατομμύρια
μυρμήγκια. Όταν φτάνουν σε κάποιο χαντάκι, οι πρώτες σειρές πέφτουν μέσα, μέχρι
να το γεμίσουν ως πάνω, και οι υπόλοιποι περνούν απέναντι. Μυρμήγκια είμαστε.
-Όσοι και να πέσουν μέσα, κανείς δε θα
περάσει απέναντι, γιατί το χαντάκι δεν έχει πάτο!
-Αυτό δεν το ξέρει κανένα μυρμήγκι, απάντησε
εκείνος. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι πρέπει να συνεχίσουν. Αρπάζεται το ένα
απ’ το σώμα του άλλου, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του· κάνουν γέφυρα και
περνούν απέναντι οι υπόλοιποι.
-Θα μείνω στη μια πλευρά. Δε θα με χαραμίσω.
-Ακόμα κι αν μείνεις στη μια πλευρά, θα μπεις
πάλι στη γραμμή. Σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο γνωρίζεις τον εαυτό σου.
(…)
-Ίσως οι εργοδηγοί στα ορυχεία να μην έχουν
δικαίωμα ν’ ανακατεύονται με τα πολιτικά, αλλά σ’ ένα πράγμα έχουν λόγο κι αυτό
είναι ποιος δουλεύει στο ορυχείο τους.
Όσο
συνέχιζε η φωνή του δεν είχε πλέον το συνήθη καλοσυνάτο τόνο.
-Όσοι δε θέλουν να ψηφίσουν ό,τι κι εγώ
μπορούν να πάνε αλλού να ρίξουν την ψήφο τους. Αυτό έχω μόνο να πω για τα
πολιτικά!
(…)
-‘Μέρα δικαστή.
-Μμ! Ήταν η απάντηση του ειρηνοδίκη.
-Δικαστή, τι νομίζεις ότι θα γίνει στις
εκλογές;
-Δε νομίζω τίποτα, είπε ο άλλος. Ζάχαρη
ζυγίζω,
-Θα ψηφίσει κανείς εδώ τον Μακ
Ντούγκαλ;
-Αν το κάνουν, καλύτερα να μη μου
το πουν!
-Τι; Στην ελεύθερη δημοκρατία της
Αμερικής; είπε
χαμογελώντας.
-Σ’ αυτό το μέρος, την ελεύθερη δημοκρατία
της Αμερικής, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βγάζει τον άνθρακα, αλλά όχι να
ψηφίζει ένα λεχρίτη σαν το Μακ Ντούγκαλ.
{σσ: και
να φανταστεί κανείς ότι δε μιλάμε για κάποιο σοσιαλιστή πολιτικό, αλλά για τον
υποψήφιο των δημοκρατικών}
(…)
-Όλο τον προηγούμενο χρόνο αφήσαμε τους
καθηγητές της πολιτικής οικονομίας να μας λένε τις θεωρίες τους. Αλλά κατά
κάποιο τρόπο οι θεωρίες αυτές δεν έμοιαζαν να ανταποκρίνονται στα γεγονότα.
Έτσι είπα στον εαυτό μου: «πρέπει να τους τσεκάρω». Ίσως γνωρίζεις τις λέξεις
ατομισμός, laissez faire, ελεύθερη διαπραγμάτευση, το δικαίωμα του ανθρώπου να δουλεύει για
όποιον θέλει. Εδώ βλέπεις πώς δουλεύουν αυτές οι θεωρίες· ο αστυνόμος ενός
καταυλισμού, με μοχθηρό χαμόγελο και όπλο στο μηρό, σπάει το νόμο πριν ακόμα
στεγνώσει η υπογραφή που έχει βάλει ο κυβερνήτης για την έγκρισή του.
(…)
{Από τη
συζήτηση του βασικού ήρωα με τον αστυνόμο του καταυλισμού, που τον συλλαμβάνει
και αρχίζει να του λέει}.
Κάποιοι της Εκκλησίας φτιάχνουν
ένα νόμο ότι δεν μπορεί να δουλεύει ο κόσμος την Κυριακή. Τι βγαίνει μ’ αυτό;
Έχουν τριάντα έξι ώρες για να σουρώσουν και να μην μπορούν να πάνε για δουλειά
τη Δευτέρα!
-Αν η εταιρία αρνιόταν να
νοικιάζει κτήρια στους ιδιοκτήτες σαλούν;
-Νομίζεις ότι δεν έχουμε
προσπαθήσει; Πηγαίνουν στην πόλη για πιόμα και κουβαλούν πάνω τους –όπου
μπορείς να φανταστείς- όσο περισσότερο μπορούν. Αν τους σταματήσουμε, τότε
χάνουμε χέρια γιατί πάνε σ’ άλλους καταυλισμούς που μπορούν να ξοδέψουν τα
λεφτά τους όπως θέλουν. Όχι νεαρέ, όταν έχεις τέτοια ζωντανά, πρέπει εσύ να τα
οδηγείς! Και χρειάζεται ένα δυνατό χέρι να το κάνει, όπως αυτό του αφεντικού.
Για να υπάρχει άνθρακας, για να συνεχίσει η βιομηχανία, για να υπάρχει πρόοδος…
Είναι εύκολο για σας τους νέους
εξυπνάκηδες να κάνετε στιχάκια, ενώ ζείτε άνετα με το πορτοφόλι του μπαμπά σας.
Αλλά αυτό δεν απαντά σε κανένα επιχείρημα. Είστε έτοιμοι, εσείς του κολεγίου,
να πιάσετε δουλειά; Ή αυτοί οι Δημοκράτες πολιτικοί που έρχονται εδώ, λέγοντας
χαζομάρες για την ελευθερία και φτιάχνοντας νόμους για τους βρομο-ξένους…
-Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε στον αστυνόμο. Έρχεσαι σε αντιπαράθεση με τους πολιτικούς
που ψηφίζουν νόμους, αμφισβητείς τα κίνητρά τους, γι’ αυτό αρνείσαι να τους
υπακούσεις. Γιατί δε μου είπες νωρίτερα ότι είσαι αναρχικός;
-Αναρχικός; Ούρλιαξε ο αστυνόμος. Εγώ, αναρχικός;
-Αυτό σημαίνει να είσαι
αναρχικός, έτσι δεν είναι;
-Ξέρεις πως το πρώτο πράγμα που έρχεται στο
μυαλό αυτών των ανθρώπων, αν τους αφήσεις ελεύθερους, είναι να βάλουν δυναμίτη
στα φρεάτια, φωτιά στα κτήρια!
-Εδώ ζω κι εγώ, μπορώ να καταλάβω
απολύτως τη θέση τους. Όταν έβαζαν φωτιά στα κτήρια, το έκαναν γιατί νόμιζαν
ότι μπορεί εσύ να βρισκόσουν μέσα.
Θέλουν να καταστρέψουν τις
περιουσίες, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να σκεφτούν για να
τιμωρήσουν την τυραννία και την απληστία των ιδιοκτητών τους. Όμως, ας
υποθέσουμε ότι κάποιος ήθελε να τους βάλει μια καινούρια ιδέα στο μυαλό. Ας
υποθέσουμε ότι κάποιος τους έλεγε: μην καταστρέφετε τις περιουσίες, πάρτε τις!
Ο άλλος
έμεινε εμβρόντητος.
-Πάρτε τις! Ωραία ιδέα έχεις για την ηθική!
-Πολύ πιο ηθική από τη μέθοδο που
χρησιμοποίησε το αφεντικό για να κάνει περιουσίες στο ξεκίνημά του.
-Για ποια μέθοδο μιλάς; Πλήρωσε
την αξία αγοράς τους, αυτό δεν έκανε;
-Πλήρωσε την αξία αγοράς των
πολιτικών.
-Ναι αλλά αν δεν αγοράσεις τους
πολιτικούς, ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεις πως κάποιος άλλος το έχει κάνει. Όταν
έχεις περιουσία, πρέπει και να την προστατεύσεις.
(…)
{Από τις
συζητήσεις μεταξύ των εργατών, μετά από ένα εργατικό ατύχημα}
-Είχαν σφραγίσει το ορυχείο, ενώ οι γυναίκες
λιποθυμούσαν, οι άνδρες έσκιζαν τα ρούχα τους σε κατάσταση παραληρήματος
–μερικοί από αυτούς τρελάθηκαν. Το ορυχείο έμεινε σφραγισμένο για δύο βδομάδες,
όταν το άνοιξαν μόνο είκοσι ένα άτομα ήταν ζωντανά!
-Το ίδιο έκαναν κι αλλού. Έφτιαξαν ένα φράγμα
και όταν το άνοιξαν, βρήκαν μια στοίβα από ανθρώπινα πτώματα που είχαν
μπουσουλήσει και είχαν σπάσει τα κόκαλα των δαχτύλων τους στην προσπάθειά τους
να το γκρεμίσουν.
-Χριστέ μου! κι αυτός ο άνθρωπος, πώς το
ανέχεται;
-Θα σου έλεγε πως έκαναν το καλύτερο. Ίσως
έτσι να νομίζει. Αλλά θα δεις, όλο και κάτι κάνουν συνέχεια. Θα τραβήξουν την
κατάσταση από μέρα σε μέρα και δε θα βάλουν μπροστά τον ανεμιστήρα, μέχρι να
είναι οι ίδιοι έτοιμοι.
-Μα αυτό είναι έγκλημα!
-Μπίζνες είναι, είπε ήρεμα ο άλλος.
(…)
Όλο τον
προηγούμενο χρόνο, στο κολέγιο, άκουγε διαλέξεις σχετικά με την πολιτική
οικονομία, οι οποίες υμνούσαν αυτό που ονόμαζαν «ατομική ιδιοκτησία». Η ατομική
ιδιοκτησία ανέπτυσσε την πρωτοβουλία, την οικονομία· διατηρούσε τους τροχούς
της βιομηχανίας σε κίνηση, συντηρούσε τους παχυλούς μισθούς των πανεπιστημιακών
του κολεγίου· εναρμονιζόταν με τους ιερούς νόμους της προσφοράς και της
ζήτησης, αποτελούσε τη βάση της προόδου και της ευημερίας με την οποία είχε
ευλογηθεί η Αμερική. Και να που ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με το αληθινό της
πρόσωπο· είδε τα άγρια αδηφάγα μάτια της να αγριοκοιτάζουν τα δικά του,
αισθάνθηκε τη ζεστή καπνισμένη ανάσα της στο πρόσωπό του, είδε τα λαμπυρίζοντα
σαρκοφάγα δόντια της, τα γατίσια νύχια των δαχτύλων της να στάζουν αίμα ανδρών,
γυναικών και παιδιών. Η ατομική ιδιοκτησία των ανθρακωρυχείων! Η ατομική
ιδιοκτησία των σφραγισμένων εισόδων και των ανύπαρκτων εξόδων διαφυγής! Η
ατομική ιδιοκτησία των ανεμιστήρων που δεν ξεκινούσαν τη λειτουργία τους, των
καταβρεχτήρων που δεν κατάβρεχαν. Η ατομική ιδιοκτησία των υποκόπανων και των
ρεβόλβερ, των μπράβων και των πρώην καταδίκων που τους έχει στο χέρι για να
διώχνουν τους διασώστες, να κλειδαμπαρώνουν στα σπίτια τους τις χήρες και τα
ορφανά που αγωνιούν! Α, οι μειλίχιοι, οι καλοταϊσμένοι κήρυκες της ατομικής
ιδιοκτησίας υμνούν τον αιμοσταγή αυτό δαίμονα στους ακαδημαϊκούς διαδρόμους!
(…)
Η κυρία
Ράφερτι δόξαζε το θεό των Ράφερτι που της τον είχε φέρει πίσω σώο σε τόσους
κινδύνους. Ήταν φανερό πως Αυτός ήταν πιο αποτελεσματικός από τον προτεστάντη
θεό των Γιόχανσον, του σουηδού γίγαντα, που παρέδωσε το πνεύμα ξαπλωμένος δίπλα
στο Ράφερτι.
Όμως ο
γιατρός είπε πως ο γερο-Ιρλανδός δε θα μπορούσε να δουλέψει ξανά. Είδε μια σκιά
τρόμου να περνάει από την χαρούμενη λιακάδα που έλουζε την ψυχή της κυρίας
Ράφερτι. Πώς μπορούσε να λέει τέτοιο πράγμα ο γιατρός; Σίγουρα ο Ράφερτι ήταν
γέρος. Αλλά ήταν σκληροτράχηλος –μπορούσε να φανταστεί άραγε ο γιατρός πόσο
σκληρά πρέπει να προσπαθήσει ένας άνθρωπος για να φροντίσει την οικογένειά του;
Εκτός από τον ίδιο, μόνο ο γιος του έβγαζε μεροκάματο. Παρόλο που ήταν καλό
παιδί και είχε σταθερή δουλειά, οι γιατροί έπρεπε να γνωρίζουν πως μια μεγάλη
φαμίλια δεν μπορούσε να στηρίζεται στο μισθό ενός δεκαοχτάχρονου ανθρακωρύχου.
Όσο για τους υπόλοιπους νεαρούς της οικογένειας, ο νόμος έλεγε πως ήταν πολύ
νέοι για να δουλέψουν. Η κυρία Ράφερτι σκέφτηκε πως κάποιος θα έπρεπε να βάλει
λίγο μυαλό σε αυτούς που έφτιαχναν τους νόμος. Γιατί, αν ήθελαν να απαγορεύουν
στα παιδιά να δουλεύουν στα ορυχεία, έπρεπε σίγουρα να βρουν άλλο τρόπο για να
τα ταΐσουν.
(…)
Η
αμφισβήτηση μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή του. Υπήρχε κάτι στην ίδια του τη φύση
που τον ανάγκαζε να ανατρέχει στη ρίζα των πραγμάτων. Ο αδελφός τους ουδέποτε
είχε τέτοια ερωτήματα. Πήγαινε στην εκκλησία γιατί η νεαρή που ήθελε να
παντρευτεί τον έβαζε να φοράει το επίσημο κουστούμι του και να τη συνοδεύει σε
ένα όμορφο μέρος με μουσική, λουλούδια και αρώματα, όπου μπορούσε να συναντήσει
τις φίλες της, ομοίως ντυμένες με τα καλά τους. Πόσο αφύσικο φαινόταν ένας
νεαρός να περιφρονεί αυτή την ευχάριστη συνήθεια, μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν
βέβαιος αν ο Ιωνάθαν είχε καταπιεί τη φάλαινα!
(…)
Ο Ρ. για παράδειγμα θα βρισκόταν στο δρόμο, με
ένα εισιτήριο στην τσέπη αγορασμένο από το σωματείο. Ίσως να έβρισκε δουλειά,
ίσως πάλι όχι. Σε κάθε περίπτωση αυτό που μπορούσε να ελπίζει στη ζωή του ήταν
να δουλεύει για κάποιο άλλο αφεντικό και να τον πιστώνει ένα άλλο εταιρικό
κατάστημα. Τα ίδια ίσχυαν και για τους άλλους δύο, μόνο που ο ένας είχε τέσσερα
παιδιά και ο άλλος έξι. Ο Μ.Γ. είχε μόνο τη γυναίκα του –δόξα το θεό, έλεγε, τα
μωρά τους είχαν πεθάνει. Ήταν άνεργος και απένταρος. Θα έπαιρνε το δρόμο για τα
ανατολικά και από εκεί πίσω στην Αγλλία. Αυτό είναι που λένε η χώρα της
ελευθερίας! Μα το θεό, αν επρόκειτο να διηγηθεί τι είχε περάσει, δε θα υπήρχε
ούτε ένας Άγγλος ανθρακωρύχος να τον πιστέψει!
(…)
Καθώς άκουγε
το γέροντα να του ψιθυρίζει την ιστορία του, η ικανοποίηση έσβησε.
Συνειδητοποιούσε, ακόμα μια φορά, τη σκληρή αλήθεια αυτής της καλοκαιρινής
εμπειρίας: στην ουσία είχε ηττηθεί. Τέλεια, ολοσχερής ήττα! Είχε προκαλέσει στα
αφεντικά πρόσκαιρη απογοήτευση. Δε θα τους έπαιρνε πολλή ώρα να αντιληφθούν ότι
στην πραγματικότητα τους είχε προσφέρει υπηρεσία ανακαλώντας την απεργία. Θα
έβαζαν πάλι σε λειτουργία τους τροχούς της βιομηχανίας και οι εργάτες θα
βρίσκονταν στο σημείο ακριβώς που ήταν πριν από την άφιξή του. Καμία αξία δεν
είχαν όλες αυτές οι κουβέντες για αλληλεγγύη και ελπίδα για το μέλλον. Τι
παραπάνω θα πρόσθεταν στο καθημερινό γύρισμα των τροχών της βιομηχανίας; Οι
εργάτες θα είχαν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα με πριν: το δικαίωμα να είναι
σκλάβοι και, αν αυτό δεν τους άρεσε, το δικαίωμα να γίνουν μάρτυρες!
Το
μυθιστόρημα του σίνκλερ βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα μιας απεργίας στα
ορυχεία του κολοράντο, όπως εξηγεί στο υστερόγραφο του βιβλίου. Μπορεί σε
κάποιους να φαίνεται τραβηγμένο από τα μαλλιά το αρχικό εύρημα της μυθοπλασίας
(ένας πλούσιος που πηγαίνει στο ορυχείο, για να δει από κοντά τη ζωή των
εργατών), μπαίνει όμως για να δείξει ακριβώς τα όρια αυτής της τάξης και την
αντικειμενική θέση που έχει, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές προθέσεις του
καθενός. Εξάλλου ο σίνκλερ δεν περιγράφει μια χαρούμενη ιστορία με εύκολα,
απλοϊκά σχήματα και αίσιο τέλος, αλλά ένα τραγικό συμβάν κι έναν αγώνα που
αναγκάζεται τελικά σε τακτική αναδίπλωση, αφήνοντας όμως παρακαταθήκη για το
μέλλον. Και γίνεται πολύ διεισδυτικός αναλύοντας όχι μόνο την εξέγερση των
εργατών, τη δημιουργία σωματείου και τη σταδιακή τους συνειδητοποίηση, αλλά και
τις αντιφάσεις αυτής της συνείδησης, τις δυσκολίες του αγώνα και τους απαραίτητους
επώδυνους συμβιβασμούς, ως που να οργανωθεί το σύνολο της εργατικής τάξης και
να ωριμάσει για να φτάσει στην τελική νίκη. Κι από αυτή την άποψη είναι ένα πολύ
χρήσιμο ανάγνωσμα για όλους, είτε βρίσκονται στο ξεκίνημα της διαδρομής τους στον
αγώνα και την ταξική πάλη, είτε σε πιο.. προχωρημένο επίπεδο.