Papa don’t preach
Η
ρώμη έχει τόσο πολλές εκκλησίες-αξιοθέατα, που αν τυχόν έχεις στην ταξιδιωτική
σου συντροφιά κάποιον αρχιτέκτονα, κολλημένο με τα κτίρια και το αντικείμενό
του, μπορεί να σε σέρνει μαζί του από ιερό ναό σε ναό, να τρέχεις αλαφιασμένος να
τους προλάβεις όλους και να σε βεβαιώνει στο τέλος πως είδατε μόνο τους πιο
σημαντικούς, τα σοσάκια που λέγαμε στο λύκειο, αφού ξεπεράσει γελώντας
διπλωματικά το σχόλιο πως μοιάζετε πλέον με γκρουπ γιαγιάδων προσκυνητριών που
το ‘χουν βάλει τάμα να δούνε όλες τις εκκλησίες. Πάλι καλά που δεν πήγαμε με τα
γόνατα δηλαδή. Κι ενώ σκέφτεσαι πως ούτε στην ελλάδα δεν πρέπει να έχεις μπει
σε τόσους ναούς και πως η μόνη σχέση σου με το άθλημα (που το αποφεύγεις
ευλαβικά, ακόμα και το πάσχα, που οι άλλοι πηγαίνουν για την κοινωνική σύμβαση
και το τζέρτζελο) ήταν ο ιταλός ποδοσφαιριστής chiesa, που στα ιταλικά
σημαίνει εκκλησία (άντε και ο iglesias στον ατρόμητο, για τον
ίδιο λόγο), μπαίνει ο διάολος (δηλ ο θεός) μέσα σου και σου κολλάει ο ρυθμός
από το τροπάρι που ψάλλουνε οι καπουτσίνοι, αλλά σε μια πιο ραπ εκδοχή: σά-ντα
μαρία σάντα, σά-ντα μαρία σάντα…
Η
βασική εξήγηση για την ύπαρξη τόσων σανταμαριών –μέχρι και μια σανταμαρία οδηγήτρια (που «ζει, ζει…») πετύχαμε- είναι μάλλον ότι κάπου πρέπει να
βολευτούν και να χωρέσουν όλοι αυτοί οι κουκουλοφόροι καπουτσίνοι
(μεταφραστικός πλεονασμός) που συρρέουν από κάθε καθολική γωνιά της γης. Και
μόνο εδώ καταλαβαίνεις πλήρως πόσο κίβδηλο και ψευδεπίγραφο είναι το δίλημμα
του συνθήματος «ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες», καθώς αποτελούν τις δύο
συμπληρωματικές όψεις του νομίσματος της εξουσίας, που νίπτουν ή μία την άλλη
και οι δυο μαζί τον καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο· που οργανώνει
φιλανθρωπικού χαρακτήρα παροχές, αλλά νίπτει με τη σειρά του τας χείρας του
(δηλ την εκκλησία και το πολιτικό, κυβερνητικό προσωπικό) για τις πραγματικές
αιτίες της κοινωνικής δυστυχίας.
Άσε
που τώρα πλέον μπορείς να βρεις και μια αριστερά χωρίς γραβάτες, που να κάνει
τη δουλειά πολύ καλύτερα από το γραβατωμένο προσωπικό και δεν χαϊδεύει πια τα
αυτιά κουκουλοφόρων ή καπουτσίνων, αλλά της δεξιάς του κυρίου, των δικών μας
ρασοφόρων, που συνεχίζουν τις χρυσοφόρες μπίζνες τους και γνωρίζουν καλά από
πρώτο χέρι πως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, ούτε και οι διακηρύξεις του παππά
και το πρόγραμμα της θεσσαλονίκης τους αριστερούς. Κι άσε το αίτημα του
διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους να εκκρεμεί ως τη δευτέρα παρουσία του
σοσιαλισμού, που θα είναι επ-ανάσταση νεκρών κι αυτών που, κατά ζίζεκ, ξέχασαν
να πεθάνουν, γιατί μόνο μια σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να προωθήσει στην
πράξη άλυτα αστικοδημοκρατικά ζητήματα που χρονίζουν και κακοφορμίζουν.
Μέχρι
τότε η εκκλησία παραμένει κράτος εν κράτει, ή μάλλον κρατίδιο εν κράτει, στην
προκείμενη, εφόσον μιλάμε για το βατικανό και τη ρώμη. Αλλά πριν πούμε
περισσότερα για αυτό, ας σημειωθεί παρενθετικά η ειρωνεία του πράγματος, με τόσες
σανταμαρίες, να είναι ο σαν τζιοβάνι (λατεράνο) καθεδρικός της πόλης και ο σαν
πιέτρο η πιο γνωστή και διαφημισμένη κιέζα (εκκλησία).
Δηλ
όταν λες κρατίδιο, έχει και σύνορα; Όχι, αλλά αντί για συνοριοφύλακες, βρίσκεις
μια σειρά αρπακτικά με.. πληροφορίες στη διαδρομή από το σταθμό του οκταβιανού μέχρι
το βατικανό, που περιμένουν να σε τσιμπήσουν, πρόθυμοι να σε βοηθήσουν να skip
the line, να παρακάμψεις την
ουρά της αναμονής, που όσο την πλησιάζεις (και προτού να τη δεις) αυξάνεται
θεαματικά στα λόγια για να τρομάξεις και να πειστείς: δύο, τρεις, πέντε ώρες,
ενώ στην πραγματικότητα δεν πρέπει να υπερέβαινε το μισάωρο (βαριά μία ώρα). Αλλά
είναι πραγματικά απίστευτη η κοσμοσυρροή, με το λαό να πιάνει το μισό και παραπάνω
του κύκλου (έλλειψης για την ακρίβεια) της επιβλητικής πλατείας. Ουρά υπάρχει
ακόμα και στις τουαλέτες του βατικανού ή στα παγωτά που πουλάνε δίπλα, στην οδό
του σάντο σπιρίτου (βοήθειά μας). Φρενίτιδα! Αλλά γιατί όχι; Στην ελλάδα σχηματίζαμε
πολύωρες ουρές για να προσκυνήσουμε μία εικόνα της παναγίας (άξιον εστί). Ας βλέπουμε
και τη δική μας καμπούρα, πριν βγάλουμε τους εαυτούς μας καλύτερους.
Καθώς
λοιπόν οι συνοριοφύλακες είναι εκπαιδευμένα τσακάλια, τους αρκεί μια λέξη, για
να καταλάβουν την εθνικότητά σου κι αρχίζουν να σου μιλάν σε σπαστά ελληνικά: «εσύ,
έλατε, στάσου..» Μα πώς διάολο (πάλι αυτός) μας καταλαβαίνουν, μυρίζουμε θυμάρι
και βασιλικό; Μα όχι, εμείς δεν είμαστε με τον εδες, εμείς είμαστε οι άλλοι. Α, si... prima volta sinistra, e? –Νο, no, fratello, camarata,
αυτοί είναι seconda volta πασόκ. Θε μου τη δεύτερη φορά
που θα ‘ρθω να ψηφίσω, όσα πασοκ κι αν λαχταρώ, δε θα ξαναγαπήσω. Άσε που η στάση
otaviano για βατικανό στο μετρό –εκεί που όλα είναι
πενταβρώμικα, σαν πράσινο 89’, που εμείς το ξεβρωμίσαμε- είναι αμέσως μετά από τη
στάση cipro (τσίπρο), αν δε με απατά το παπικό αλάθητο.
Αλλά
εμείς δεν παρακάμπτουμε τίποτα, προτιμάμε να hold the line, που τραγουδάνε και οι τότο, τη γραμμή κρατάμε και τους προσπερνάμε,
αναθεωρητές δε γινόμαστε. Και δεν είμαστε και στο μαυσωλείο του λένιν, όπου η
ουρά περιμένει μέσα στο τσουχτερό κρύο, αλλά μπορούσες να την παρακάμψεις αν είχες
ειδική άδεια από τις σοβιετικές αρχές ή το κόμμα.
Ο
άγιος πέτρος μπορεί να έχει πολλά αναγεννησιακά έργα-στοιχεία αλλά για μένα ήταν
η πρώτη ουσιαστική επαφή και κατανόηση της έννοιας του μπαρόκ. Που, αν δεν κάνω
κάποια χοντροκομμένη απλοποίηση, δίνει βάρος στην επίδειξη και τον εντυπωσιασμό,
ως μια τελευταία προσπάθεια της φεουδαρχίας που σαπίζει να πιαστεί από το τρένο
της ιστορίας και να επιβληθεί με ένα μεταβατικ(αν)ό πρόγραμμα. Όλες οι εκκλησίες της ρώμης είναι επιβλητικές,
φορτωμένες με χιλιάδες αναμνήσεις, χρυσάφι, περίτεχνους θόλους, ζωγραφικούς πίνακες
και γλυπτά για να προσελκύσουν με αυτόν τον τρόπο το ευρύ κοινό. Αλλά ο τελικός
τους σκοπός δεν είναι να εξυμνήσουν τον άνθρωπο και το μεγαλείο του, που εν σοφία
εποίησε όλα αυτά τα θαυμαστά έργα με πενιχρά μέσα και τεχνογνωσία, αλλά να κάνουν
τον επισκέπτη να νιώσει μικρός κι ασήμαντος μπροστά στη θεία δύναμη, ένα ταπεινό,
τιποτένιο σκουπίδι, που νιώθει τύψεις ακόμα και για την ύπαρξή του. Κι αν αυτό
ισχύει μια φορά για κάποιες «συμβατικές» σαντα-μαρίες, στο βατικανό δε στοχεύουν
να εντυπωσιάσουν απλώς τον απλό κι εύπιστο λαό, αλλά σε μια επίδειξη ρώμης (της
ρώμης) που θα υποτάξει και τους τρανούς βασιλιάδες που (δε διαθέτουν απαραίτητα
περισσότερη καλλιέργεια και γούστο από τους «κοινούς θνητούς» και) θα αιχμαλωτιστούν
από το επιβλητικό θέαμα, για να γονατίσουν και να προσκυνήσουν τον πάπα.
Αυτό
που μένει κατά την (τελείως υποκειμενική) γνώμη μου, είναι μια σχεδόν κιτς αίσθηση
νεοπλουτισμού. Ο άγιος πέτρος μπορεί να διαθέτει μερικά πολύ αξιόλογα έργα, που
το καθένα απ’ αυτά είναι αριστούργημα. Όλα μαζί όμως συνθέτουν μια υπερβολή,
που το ποδοσφαιρικό της αντίστοιχο θα ήταν να θες να χωρέσεις πχ τρία σέντερ
φορ και τρία δεκάρια στην ίδια ενδεκάδα, χωρίς καν έναν μακελελέ να τρέχει να τους
καλύπτει.
Χαρακτηριστική
για όσα λέγαμε παραπάνω είναι κι η ελληνική επιγραφή στον τρούλο του άγιου πέτρου,
που δε μιλάει καν για ποίμνιο, αλλά για πρόβατα κι ερίφια: βόσκεις τα αρνιά
σου, ποιμαίνεις τα πρόβατα.
Την
εκκλησία πάντως μπορείς να την εκτιμήσεις και να την χαρείς καλύτερα αν ανέβεις
στο εσωτερικό μέρος του θόλου και μετά στην οροφή του, εξωτερικά, σκαρφαλώνοντας
500 και βάλε σκαλοπάτια (μισό παλαμήδι, που λέει κι ο redfly), που σου προσφέρουν
μια καλή ευκαιρία να ιδρώσεις και αρκετά καλές πιθανότητες πνευμονίας, καθώς
βγαίνεις στον καθαρό αέρα να θαυμάσεις την επιβλητική θέα. Μη φυσάς δεν είναι
απαραίτητο, μη φυσάς, θα κάτσω ένα τέταρτο.
Την
περιγραφή του μουσείου του βατικανού και της καπέλα σιξτίνα, λέω να την αφήσω
στο redfly, που περιηγήθηκε κάνα τετράωρο, αλλά πέρασε λέει σχεδόν
τρέχοντας κάποια κομμάτια, δεν είδε τίποτα από την πτέρυγα των ετρούσκων, και
αν τον αφήναμε μονάχο, ακόμα μέσα θα ήτανε.
Ανακεφαλαιώνοντας
στον επίλογο, δε μπορεί να μη σημειώσει κανείς την απίστευτη βιομηχανία
θρησκευτικού τουρισμού που έχει στηθεί από το βατικανό. Και δεν είναι κάτι
καινούριο, που δεν το γνώριζες και δεν το είχες δει στην χώρα σου, αλλά φτάνει
πραγματικά σε επίπεδα γραφικότητας, όταν πρέπει πχ να βάλεις μία μονέδα (κέρμα)
για να ανάψεις ένα ηλεκτρονικό κεράκι (!) ή να φωτίσεις τη σκοτεινή γωνιά μιας εκκλησίας,
που κρύβει κάποιο σπουδαίο έργο του καραβάτζιο ή κάποιου άλλου ζωγράφου (για δύο
λεπτά και μετά πάλι από την αρχή, άλλο νόμισμα).
Χώρια
η απίστευτη σειρά προϊόντων με τον πάπα-φρανσίσκο (και τους προηγούμενους). Πάπας
σε μπλουζάκια, σε κούπες, σε κονκάρδες, ημερολόγια, σημειωματάρια και καρτ ποστάλ,
πάπας-καρικατούρα, έξω από καντίνες, σε κάθε τουριστική γωνιά, σε πάγκους πλανόδιων,
σε διάφορες πόζες, να χαμογελά, να χαιρετά, να ευλογεί, να σκέφτεται, κτλ. Μόνο
πάπα σε εσώρουχο δε βρήκαμε κι αυτό επειδή δεν το ψάξαμε, ίσως.
Ντάξει ρε φίλε, ποιος
νομίζεις ότι είσαι δηλ, ο τόττι;
Πού
κι αυτός είναι κάτι σαν παπικό είδωλο για την πόλη.
Στην τελική όμως αυτός
έχεις την μπλάζι. Εσύ τι έχεις;
Εσύ,
θα μου πεις, έχεις εκατομμύρια πιστούς με την ευφυΐα του τόττι. Και είναι ό,τι
ακριβώς χρειάζεσαι για να διαιωνίζεις την κυριαρχία σου στην αιώνια πόλη και
την οικουμένη.