Σήμερα η κε του μπλοκ έχει την τιμή να φιλοξενεί μια δουλειά του
Άναυδου, που συνδέεται με τη δεκαετία του 30', τις Δίκες της Μόσχας και
την εκκαθάριση στον Κόκκινο Στρατό για την οποία έχουν γραφτεί τόσα από
αστική και μικροαστική σκοπιά. Η εργασία του Άναυδου είναι εκτενής, αλλά
προτίμησα να δημοσιευτεί ενιαία, παρά να σπάσει σε δύο και τρεις
συνέχειες, και να χαθεί ο ειρμός. Καλή ανάγνωση-μελέτη.
Άναυδος - Ιούνιος 2017
Άναυδος - Ιούνιος 2017
1.
Εισαγωγή
Στις
11 Ιουνίου συμπληρώνονται 80 χρόνια από
τη δίκη στο Ανώτατο Στρατοδικείο στη
Μόσχα όπου 8 υψηλόβαθμοι αξιωματικοί
του Κόκκινου Στρατού καταδικάστηκαν
σε θάνατο για τη συμμετοχή τους σε μια
αντισοβιετική συνωμοσία που είχε στόχο
την ανατροπή της κυβέρνησης σε συνεργασία
με τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Σε
αυτό το ιστολόγιο έχουμε ασχοληθεί
πολλές φορές με τις εκκαθαρίσεις στην
ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1930. Ορισμένα κείμενα
μπορείτε να διαβάσετε εδώ,
εδώ
κι εδώ.
Η άποψη μας είναι οι εκκαθαρίσεις εκείνης
της δεκαετίας είχαν σκοπό να:
- Καταστείλουν τις υπονομευτικές δραστηριότητες της αντισοβιετικής αντιπολίτευσης.
- Να βελτιώσουν τις επιδόσεις του κρατικού μηχανισμού και να εκκαθαρίσουν κράτος και κόμμα από ασταθή και διαβρωμένα στοιχεία που δεν τίμησαν την εμπιστοσύνη του κόμματος και του λαού.
- Και να περιορίσουν το χώρο δράσης των παλιών καπιταλιστικών στρωμάτων αλλά και εθνοτήτων που η θέση τους στη μελλοντική εμπλοκή ήταν τουλάχιστον αμφισβητούμενη.
Τα
παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι
τη δεκαετία του 1930 η Σοβιετική εξουσία
απολάμβανε τη στήριξη της ευρείας
πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων. Η
υποστήριξη αυτή βασιζόταν κυρίως σε 2
πυλώνες
- Στη ριζική κοινωνικοοικονομική μεταμόρφωση της χώρας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού σα συνέπεια των πολιτικών του ΠΚΚ(μπ) δηλ. της κολεκτιβοποίησης, της εκβιομηχάνισης των 5χρονων σχεδίων αλλά και της πολιτιστικής επανάστασης.
- Στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών τόσο του κόμματος όσο του κράτους και της οικονομίας είχαν ταπεινή εργατική και αγροτική καταγωγή προέρχονταν δηλαδή από τις φτωχές λαϊκές μάζες.
Η
βίαιη σύγκρουση στα μέσα της δεκαετίας
του 1930 οφειλόταν στο γεγονός ότι τα
εχθρικά στην υπόθεση του σοσιαλισμού
στρώματα και απομεινάρια των παλιών
εκμεταλλευτικών τάξεων συνειδητοποιούσαν
ότι η μεταμόρφωση της χώρας ήταν οριστική
και η επιστροφή στο παρελθόν αδύνατη
εκτός κι αν αντιδρούσαν άμεσα και βίαια.
Αναφορικά
με τις εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό
(ΚΣ) η αστική αλλά και η αριστερή
αντικομουνιστική ιστοριογραφία
προσφέρουν τρεις ερμηνείες:
- δεν υπήρξε συνωμοσία αλλά σχέδιο του Στάλιν για να αποκτήσει την απόλυτη εξουσία, οπότε θεωρούν τις καταθέσεις και τις ομολογίες των πρωταίτιων της αντισοβιετικής συνομωσίας σαν ψεύτικες και αποτέλεσμα βίας και εκβιασμού ενώ οι αποδείξεις των υπηρεσιών ασφαλείας του σοβιετικού κράτους σαν επινοήσεις και χαλκεύματαi.
- Άλλοι αποδίδουν την καταδίκη των αξιωματικών σε χαλκευμένα στοιχεία που διοχέτευσαν οι μυστικές υπηρεσίες της ναζιστικής Γερμανίας στον Στάλιν εκμεταλλευόμενη την παράνοια του. Ο Χρουστσόφ έδωσε επιπλέον αξιοπιστία στην εκδοχή αυτή όταν την αποδέχτηκε σαν αληθινή στο 21ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1961ii
- Τέλος ορισμένοι αστοί ιστορικοί αλλά και πολιτικοί αποδέχονται ότι υπήρχε συνομωσία στα ψιλά κλιμάκια του ΚΣ και η ανακάλυψη της οδήγησε στο χαμό των πρωταίτιωνiii.
Είναι
φανερό ότι οι δύο πρώτες εκδοχές πέρα
από τα προπαγανδιστικά τους προτερήματα
έχουν κι ένα ακόμη. Κάθε στοιχείο ή
απόδειξη είτε προέρχεται από τις
υπηρεσίες ασφαλείας της ΕΣΣΔ είτε από
αυτές της ναζιστικής Γερμανίας
απορρίπτεται εκ προοιμίου σαν πλαστό.
Έτσι η μόνη απόλυτη αλήθεια είναι τα
έργα και τα απομνημονεύματα κάθε
αντικομουνιστή.
Σε
αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε
-
με τη διαπάλη για τα ζητήματα τριβής
αναφορικά με τη φύση, την οργάνωση και
τον εξοπλισμό του Κόκκινου Στρατού στα
χρόνια πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
-
την υπονομευτική δραστηριότητα στο
εσωτερικό του Κόκκινου Στρατού
-
το ξετύλιγμα του κουβαριού της
αντισοβιετικής συνωμοσίας.
-
με την ιδιαίτερη περίπτωση του Γκένρικ
Λιουσκόφ υψηλόβαθμου αξιωματικού του
Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων
(ΛΕΕΥ - NKVD)
που αυτομόλησε στην ιμπεριαλιστική
Ιαπωνία τον Ιούνιο του 1938 και που ελάχιστη
κάλυψη έχει βρει από την αστική
ιστοριογραφία. Ο λόγος είναι ότι δυστυχώς
για το αντικομουνιστικό υπόδειγμα η
περίπτωση του δίνει ισχυρές ενδείξεις
τόσο για την ύπαρξη συνωμοσίας εντός
του ΚΣ όσο και για τη στενή σχέση των
συνωμοτών με την Ιαπωνία.
2.
Ζητήματα τριβής στον Κόκκινο Στρατό
Η
ίδια η ύπαρξη ενός μόνιμου στρατού ήταν
μια αντίφαση εν τοις όροις για τους
μπολσεβίκους και την ιδεολογία τους
σχετικά με το προλεταριακό κράτος. Ο
στρατός θα έπρεπε να αποτελείται από
την πολιτοφυλακή των προλετάριων και
θα είχε εθελοντικό και όχι μόνιμο
χαρακτήρα. Η προσαρμογή όμως στις νέες
συνθήκες τόσο του εμφυλίου πολέμου και
της ξένης επέμβασης όσο και της
καπιταλιστικής περικύκλωσης υποχρέωσε
τους μπολσεβίκους να αποδεχτούν την
αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας μόνιμης
κάστας αξιωματικών. Τα βασικότερα
ζητήματα τριβής που δημιούργησε η ύπαρξη
μόνιμου στρατού σε ένα σοσιαλιστικό
κράτος αναλύονται εν συντομία παρακάτω.
2.1.
Οι ειδικοί της στρατιωτικής τέχνης.
Η
τέχνη του πολέμου είναι περίπου μία
επιστήμη. Τα στελέχη του αστικού στρατού
περνούν μέσα από μια τετραετή εντατική
φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές ενώ
σε όλη τους τη ζωή ασχολούνται με τα
στρατιωτικά ζητήματα συσσωρεύοντας
συνεχώς εμπειρία. Η επανάσταση του
Οκτώβρη επικράτησε με την ένοπλή συνδρομή
των εθελοντών Ερυθροφρουρών και των
εργατικών φρουρών. Οι διοικητές αυτών
των ένοπλων σωμάτων (οι Κόκκινοι
διοικητές) εκλέγονταν από τους ίδιους
τους στρατιώτες. Όταν όμως η επανάσταση
βρέθηκε αντιμέτωπη με τους οργανωμένους
στρατούς αρχικά της Γερμανίας και μετά
το 1918 με τους στρατούς των λευκών
υποχρεώθηκε να καλύψει το κενό της
γνώσης και της πείρας με την χρησιμοποίηση
στον Κόκκινο Στρατό των αστών ειδικών
δηλ. αξιωματικών του διαλυμένου πλέον
τσαρικού στρατού. Οι περισσότεροι από
αυτούς δεν έτρεφαν καμία συμπάθεια για
τους Μπολσεβίκους και το σκοπό τους.
Για να ισοφαρίσουν την επιρροή τους το
ΠΚΚ(μπ) θεσμοθέτησε το θεσμό του Πολιτικού
Επιτρόπου σε κάθε μεγάλη και μικρή
μονάδα του ΚΣ. Ο πολιτικός επίτροπος
ήταν η σκιά του στρατιωτικού ειδικού
με αρμοδιότητες τον πολιτικοϊδεολογικό
εξοπλισμό των στρατιωτών αλλά συνυπέγραφε
επίσης τις εντολές του στρατιωτικού
διοικητή ενώ είχε και τη δυνατότητα
βέτο. Η στρατολόγηση των τσαρικών
αξιωματικών και η παραμονή τους στο
στράτευμα για πολλά χρόνια μετά την
οριστική επικράτηση της επανάστασης
αποτέλεσε θέμα διαφωνίας μέσα στο
ΠΚΚ(μπ). Πέρα από τις πολλές περιπτώσεις
προδοσίας μεγάλη αναταραχή προκαλούσε
η αυταρχική συμπεριφορά αυτών των
ειδικών στους στρατιώτες. Το στρατιωτικό
ζήτημα αποτέλεσε θέμα στο 8ο
συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) με την αριστερή
αντιπολίτευση να επιμένει στον
αποκλειστικά εθελοντικό χαρακτήρα του
στρατού χωρίς όμως να πείσει την
πλειοψηφία. Από την άλλη ο θεσμός του
πολιτικού επιτρόπου δημιούργησε μεγάλες
τριβές με τους στρατιωτικούς διοικητές.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 με την
αύξηση των κομματικών μελλών στον ΚΣ η
θέση του πολιτικού επιτρόπου συγχωνεύθηκε
με αυτή του στρατιωτικού διοικητή ενώ
διατηρήθηκε στις περιπτώσεις των
μη-κομματικών στρατιωτικών διοικητών.
Ο
Μ. Φρούνζε που διαδέχτηκε τον Τρότσκι
σαν Λαϊκός Επίτροπος Στρατιωτικών το
Γενάρη του 1925 σχεδίαζε την ολική
αντικατάσταση των τσαρικών αξιωματικών
με κόκκινους διοικητές. Αν και ο αριθμός
τους από 75,000 είχε μειωθεί περίπου στους
2,000, οι πρώην τσαρικοί αξιωματικοί
κυριαρχούσαν στις στρατιωτικές σχολές
ακόμη και στην Ακαδημία του Γενικού
επιτελείουiv.
Το ζήτημα των αστών ειδικών λύθηκε
οριστικά το 1931 με την επιχείρηση ‘άνοιξη’
της OGPU
(πιο αναλυτικά παρακάτω).
2.2.
Ο τρόπος οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού
Η
συζήτηση για τον χαρακτήρα και τον τρόπο
οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού εντάθηκε
στη διάρκεια της μεταρρύθμισης του Μ.
Φρούνζε το 1924. Ο Φρουνζε χώρισε το Γενικό
Επιτελείο σε 3 τμήματα τη Διοίκηση του
ΚΣ (υπεύθυνη για την καθημερινή διοίκηση
του ΚΣ), τη Στρατιωτική Επιθεώρηση
(υπεύθυνη για την επαλήθευση της
ετοιμότητας αλλά και της εκπαίδευσης
του στρατεύματος) και το Επιτελείο
(υπεύθυνο για τη διοίκηση των στρατιωτικών
επιχειρήσεων και την προετοιμασία των
επιχειρησιακών σχεδίων και της
επιστράτευσης). Ο Φρούνζε αποτέλεσε τον
θεωρητικό του ενιαίου στρατιωτικού
δόγματος ενώ οι ιδέες του που συνοψίζονται
στο έργο του ‘Μέτωπο και Μετόπισθεν
στο μελλοντικό πόλεμο’v
είχαν μεγάλη απήχηση στο ΠΚΚ(μπ).
Βασικός
στόχος της οργανωτικής δομής αυτής ήταν
η αποφυγή της υπερβολικής συγκέντρωσης
της εξουσίας αν και δημιουργούσε
προβλήματα στην αποτελεσματική λειτουργία
του στρατούvi.
Για τον Φρούνζε ήταν ξεκάθαρο ότι οι
ένοπλες δυνάμεις σε καμία περίπτωση
δεν έπρεπε να αυτονομηθούν από την
πολιτική καθοδήγηση, το κόμμα και την
κοινωνία Ο στρατός θα ήταν βασικό όργανο
της επανάστασης ακόμη κι αν αυτό ήταν
σε βάρος της ποιοτικής-επαγγελματικής
επάρκειας των στελεχών του. Στον αντίποδα
αυτής της πολιτικής στεκόταν ο Τουχατσέφκι
που υποστήριζε την τη μέγιστη δυνατή
αποτελεσματικότητα που μόνο μια ενιαία
διοίκηση και ένα σώμα επαγγελματικών
στελεχών μπορούσε να υπηρετήσει. Για
τον Φρούνζε ο τυχόν πόλεμος της ΕΣΣΔ
ενάντια στη όποια καπιταλιστική δύναμη
δεν θα ήταν μία κλασσική πολεμική
αναμέτρηση αλλά μια επαναστατική
διαδικασία. Η επικράτηση σε έναν τέτοιο
πόλεμο δεν εξαρτιόταν μόνο από την
πολεμική ισχύ της ΕΣΣΔ αλλά και από το
επαναστατικό κίνημα στη ενδοχώρα του
εχθρού. Ο επαγγελματισμός δεν είχε νόημα
χωρίς τον επαναστατικό ζήλοvii.
Από
την άλλη οι ιδέες του Τουχατσέφσκι περί
ενός επαγγελματικού και τεχνολογικά
σύγχρονου στρατού είχαν τη δική τους
απήχηση στον Κόκκινο Στρατό, απήχηση
που ενισχυόταν από τις στενές σχέσεις
που είχαν τα στελέχη του με αυτά του
Γερμανικού στρατού καθ’ όλη τη διάρκεια
της συνθήκης του Ράπαλοviii.
Η στενή συνεργασία μέχρι και το 1934 των
σοβιετικών και γερμανών στρατιωτικών
μπορεί να υποθέσει κανείς ότι επηρέασε
ένα μέρος των στελεχών του ΚΣ να ξεχάσουν
τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους
του στρατιωτικού προβλήματοςix.
Το
1928 ο Τουχατσέφσκι κατέθεσε εκ νέου
πρόταση για την ενοποίηση της διοίκησης
του ΚΣ και επιπλέον ζήτησε ο στρατός να
έχει ηγετικό ρόλος στον καθορισμό της
βιομηχανικής πολιτικής. Η πρόταση του
απορρίφθηκε από το Επαναστατικό
Στρατιωτικό Συμβούλιο του ΚΣ μετά από
τις σφοδρές αντιδράσεις των μελών του
που κατηγόρησαν τον Τουχατσέφκι για
βοναπαρτισμό. Στις 5/5/1928 ο Τουχατσέφκι
κατέθεσε την παραίτηση του από επικεφαλής
του επιτελείου και μετατέθηκε σαν
διοικητής στη Στρατιωτική Περιοχή του
Λένινγκραντ. Η άποψη του για ένα ενιαίο
γενικό επιτελείο θεωρήθηκε ελιτίστικη
και ασύμβατη με τα ιδανικά ενός
σοσιαλιστικού κράτους. Τη θέση του
Τουχατσέφσκι ανέλαβε ο Μπ. Σαπόσνικοφ
ο οποίος ωστόσο το 1930 κατάφερε αυξήσει
σημαντικά τις εξουσίας του Γενικού
Επιτελείουx.
2.3.
Το πρόγραμμα εξοπλισμού του Κόκκινου
Στρατού
Μέχρι
τον τερματισμό της ΝΕΠ και την έναρξη
του πρώτου πεντάχρονου ο εξοπλισμός
του ΚΣ συμβάδιζε με τις χαμηλές επιδόσεις
της σοβιετικής οικονομίας. Η έναρξη
όμως της ραγδαίας εκβιομηχάνισης
δημιούργησε νέες προοπτικές. Από την
νέα του θέση στο Λένινγκραντ ο Τουχατσέφκι
βομβάρδιζε την ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) με
προτάσεις κατασκευής εξωπραγματικού
αριθμού αρμάτων και αεροπλάνων. Η ηγεσία
του ΠΚΚ(μπ) και ειδικότερα οι Βοροσίλοφ
και Στάλιν αντέδρασαν με σφοδρότητα
στις προτάσεις αυτές κατηγορώντας τον
Τουχατσέφσκι για ‘κόκκινο μιλιταρισμό’
και ενσυνείδητη προσπάθεια υπονόμευσης
της εκβιομηχάνισηςxi.
Ο Στάλιν έγραφε στο Βοροσίλοφ ‘‘ η
πραγματοποίηση τέτοιου σχέδιο θα
κατάστρεφε πιθανότητα την οικονομία
της χώρας μας όπως επίσης και το στρατό,
Αυτό θα ήταν χειρότερο από κάθε
αντεπανάσταση’’xii.
Ωστόσο η επιτυχία της εκβιομηχάνισης
οδήγησε την ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) να
αναθεωρήσει την αρχική της αντίδραση
στις προτάσεις Τουχατσέφσκι. Το 1931 ο
Τουχατσέφσκι επανέρχεται σαν επικεφαλής
του προγράμματος εξοπλισμού του ΚΣ ενώ
το 1934 επιστρέφει στη θέση του αρχηγού
του Γενικού Επιτελείου. Οι αριθμοί
παραγωγής τανκς και αεροπλάνων αυξήθηκαν
σημαντικά μετά το 1933 σαν αντίδραση τόσο
της απειλής της Ιαπωνίας στην Άπω Ανατολή
όσο και της ανάδυσης της απειλής της
ναζιστικής πλέον Γερμανίας. Η αύξηση
αυτή των στρατιωτικών εξοπλισμών έγινε
σε βάρος της υπόλοιπης οικονομίας αλλά
και της λαϊκής κατανάλωσης. Ακόμη πιο
σημαντικό το 1941 η ΕΣΣΔ βρέθηκε με μεγάλος
αριθμό αρμάτων και αεροπλάνων που ήταν
πλέον παρωχημένα, γερασμένα και άρα
ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν το Γερμανό
εισβολέα. Η στρατιωτική ιεραρχία άρχισε
να αυτονομείται από την εξουσία του
ΠΚΚ(μπ) και να διεκδικεί για τον εαυτό
της μεγαλύτερο κομμάτι της εξουσίας
αλλά και του πλεονάσματος (διαμέσου των
αυξήσεων μισθών και άλλων απολαβών). Το
πνεύμα της κάστας είχε επανέλθει στο
σώμα των αξιωματικώνxiii.
3.
Η υπονομευτική δραστηριότητα στον
Κόκκινο Στρατό.
Ήδη
από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ο ΚΣ
θεωρήθηκε από το ΠΚΚ(μπ) σαν βασικός
στόχος διάβρωσης τόσο από τους εσωτερικούς
όσο και από τους εξωτερικούς εχθρούς
της ΕΣΣΔ. Η χρήση αξιωματικών του τσαρικού
στρατού ήδη την περίοδο του εμφυλίου
λόγω έλλειψης έμπειρων στελεχών (το
1918 το 75% των αξιωματικών του ΚΣ προέρχονταν
από τον τσαρικό στρατό) οδήγησε στην
καθιέρωση του θεσμού του Πολιτικού
Επιτρόπου κα τη δημιουργία ειδικού
τμήματος της Τσεκά (Έκτακτη Επιτροπή
Ενάντια στην Αντεπανάσταση και τη
Δολιοφθορά - η πρώτη υπηρεσία ασφαλείας
του σοβιετικού κράτους) με σκοπό την
παρακολούθηση αντεπαναστατικών ενεργειών
στις τάξεις του ΚΣ. Η πιο γνωστή περίπτωση
στρατιωτικών ειδικών που πρόδωσαν την
επανάσταση εκείνη την εποχή ήταν η
ανταρσία του διοικητή του Αν. Μετώπου
Μ.Α Μουράβιεβ τον Ιούλιο του 1918xiv.
Μετά
το τέλος του εμφυλίου οι Λευκοί ενέτειναν
τις προσπάθειες τους να αποκτήσουν
επαφές στον ΚΣ. Η δεξαμενή υποψηφίων
δεν ήταν άλλη από τους αξιωματικούς του
παλιού τσαρικού στρατού που ειδικά μετά
τις μεταπολεμικές αμνηστίες του
σοβιετικού κράτους είχαν τη δυνατότητα
να υπηρετήσουν ξανά αυτή τη φορά στον
ΚΣ. . Η μυστική υπηρεσία της Πανρώσικης
Στρατιωτικής Ένωσης (ROVS)
οργάνωσης των λευκοφρουρών ανέλαβε το
έργο της διείσδυσης ενώ με τη σειρά της
η Τσεκά και η διάδοχος της η Γκε-Πε-Ου
(Κρατική Πολιτική Διεύθυνση - GPU)
ανέλαβε να εντοπίσει τους λογής λογής
κατασκόπους. Εκτός από τους λευκοφρουρούς
ο ΚΣ αποτέλεσε στόχο των μυστικών
υπηρεσιών των καπιταλιστικών κρατών.
Έτσι το 1924 η Γκε-Πε-Ου συλλαμβάνει στο
Κίεβο ομάδα αξιωματικών του ΚΣ που
κατασκόπευε για λογαριασμό της Πολωνίας
ενώ η υπονομευτική δραστηριότητα των
Πολωνών εντάθηκε με την άνοδο την εξουσία
του Πιλσούδσκι το 1926xv.
Μια
επιπλέον απειλή για τον ΚΣ αποτέλεσε η
τροτσκιστική αντιπολίτευση μετά την
απομάκρυνση του Τρότσκι από τη θέση του
Επίτροπου Άμυνας και τη δημιουργία της
Αριστερής Αντιπολίτευσης το 1923. Ο
σύμμαχος του Τρότσκι Βλ. Αντόνοφ-Οβσεενκο
απομακρύνεται από τη θέση του επικεφαλής
των πολιτικών επιτρόπων του ΚΣ γιατί
επιχείρησε να στρέψει τους στρατιωτικούς
ενάντια στα πολιτικά στελέχη του ΠΚΚ(μπ)
ενώ μέχρι το τέλος του 1927 211 υποστηρικτές
του Τρότσκι απομακρύνθηκαν από το
στράτευμα ανάμεσα τους οι Πούτνα και
Πριμακόφ που στάλθηκαν σε διπλωματικές
αποστολές στο εξωτερικό. Είναι ανάμεσα
σε αυτούς που καταδικάστηκαν σε θάνατο
δέκα χρόνια μετά μαζί με τον Τουχατσέφκσι
το 1937xvi.
Το
Νοέμβριο του 1927 η ένοπλή πτέρυγα της
ενωμένης αντιπολίτευσης σχεδίαζε ένα
πραξικόπημα σκοπεύοντας στη βίαιη
κατάληψη του Κρεμλίνου, του αρχηγείου
της OGPU
στη Μόσχα και παρόμοιες επιχειρήσεις
στο Λένινγκραντ και το Χάρκοβο. Η απόπειρα
κατεστάλη στη γέννηση της από τον
επικεφαλή της OGPU
Β. Μενζινσκιxvii.
Το 1928 συλλαμβάνεται στη Μόσχα ο Σ.
Μραχκοβσκι σαν επικεφαλής της παράνομης
στρατιωτικής οργάνωσης των τροτσκιστών
στη Μόσχα.xviii
Το
1928 η OGPU
έλαβε πληροφορίες για προετοιμασία
εξέγερσης στην Ουκρανία με την υποστήριξη
της Πολωνίας και της Μ. Βρετανίας. Στην
εξέγερση θα λάμβαναν μέρος και ορισμένες
μονάδες του ΚΣ. Η OGPU
έδρασε γρήγορα και ανάμεσα στους
συλληφθέντες ήταν και πρώην τσαρικοί
αξιωματικοί που είχαν σχέσεις με νυν
αξιωματικούς του ΚΣ. Το 1930 η επιχείρηση
‘άνοιξη’ είχε σαν αποτέλεσμα το ξερίζωμα
μιας αντεπαναστατικής οργάνωσης που
δρούσε κυρίως στις στρατιωτικές σχολές.
Δύο από τους συλληφθέντες στις καταθέσεις
του κατονόμασαν τον Τουχατσέφκι σαν
συμπαθών στη δεξιά αντιπολίτευση και
σαν επικεφαλή μιας δεξιάς συνωμοτικής
οργάνωσης. Ωστόσο ο Στάλιν μαζί με το
Βοροσίλοφ και τον Ορντονικίτζε έφερε
σε αντιπαράθεση τον Τουχατσέφσκι με
τους 2 κατήγορους του και κατέληξαν ότι
ο ‘Τουχατσέφσκι ήταν 100% καθαρός’ όπως
έγραψε στον Μολότοφ στις 23/10/1930. Η
επιχείρηση ‘άνοιξη’ έληξε το Φεβρουάριο
του 1931 με χιλιάδες συλλήψεις και αποτάξεις
ενώ οι κατηγορίες ήταν η κατασκοπία, το
σαμποτάζ και η συνωμοσία για την ανατροπή
της σοβιετικής εξουσίαςxix.
Στις
αρχές της δεκαετίας του 1930 πολλοί
τροτσκιστές επέστρεψαν στο στράτευμα
έχοντας αποκηρύξει τις προηγούμενες
θέσεις τους. Η δολοφονία του Κιρόφ το
Δεκέμβριο του 1934 από τους υποστηρικτές
του Ζηνόβιεφ οδήγησε σε ένα επιπλέον
κύμα συλλήψεων αντισοβιετικών στοιχείων
στις τάξεις του ΚΣ. Τον Αύγουστο του
1934 ο Α. Νακάεβ αξιωματικός πυροβολικού
της Πολιτοφυλακής (Osoaviakhim) αποπειράθηκε
να οργανώσει εξέγερση κατά της σοβιετικής
εξουσίας χωρίς επιτυχίαxx.
Τον Μάη του 1935 στη διάρκεια της επαλήθευσης
των κομματικών καρτών 7,783 άτομα διαγράφηκαν
από τις κομματικές οργανώσεις του ΚΣ
εκ των οποίων 261 για σχέσεις με την
τροτσκιστική-ζηνοβιεφικη αντιπολίτευση
και άλλοι 114 για κατασκοπίαxxi.
Ήδη
από το 1935 στη ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) έφταναν
φήμες για πιθανή συνεργασία στελεχών
του ΚΣ με το Γερμανικό επιτελείο (αναφορά
το Δεκέμβριο του 1935 από τον Σ. Ουριτσκι
επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών
του ΚΣ, άρθρο σε λευκοφρουρίτικη εφημερίδα
της Πράγας, αναφορά στις 17/5/1936 από την
υπηρεσία πληροφοριών του ΚΣ για δηλώσεις
του Γκέριγκ σχετικά με συνάντηση του
με τον Τουχατσέφκι στο Βερολίνο ). Παρ’
όλες τις φήμες αυτές ο Τουχατσέφκι
προήχθη σε Στρατάρχη της ΕΣΣΔ το 1935 και
σαν πρώτος αναπληρωτής του Βοροσίλοφ
τον Απρίλιο του 1936. Ανάλογες προαγωγές
δόθηκαν το 1936 και σε άλλους ,μελλοντικούς
συγκατηγορούμενους του, (Ουμπόρεβιτς
και Εϊντεμαν)xxii.
Παράλληλα
ο Βοροσίλοφ σε έκθεση του σε στρατιωτική
σύσκεψη στις 13/3/1937 αναφέρθηκε σε πυρκαγιές
και ατυχήματα στο στράτευμα που είχαν
σαν αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων
στρατιωτών καθώς και καταστροφές
πολεμικού υλικούxxiii.
Στην ίδια σύσκεψη ο αρχηγός του Γενικού
επιτελείου Α. Εγκόροφ αναφέρθηκε στο
γεγονός ότι ένας κολοσσιαίος αριθμός
απόρρητων εγγράφων έχει εξαφανιστεί
Ένας άλλος αξιωματικός παρατήρησε ότι
κάθε μήνα εξαφανίζονται απόρρητα έγγραφα
από κάποιο τμήμα του Επιτροπάτου Άμυνας.
Με βάση εκθέσεις της Πολωνικής υπηρεσίας
πληροφοριών το Νοέμβριο του 1936 ομάδα
αξιωματικών του ΚΣ αντέγραψε παράνομα
και διέρρευσε το σχέδιο κινητοποίησης
για τις δυτικές περιοχές ενώ οι επικεφαλής
της ομάδας αποστάτησαν στην Πολωνίαxxiv.
Το
ξετύλιγμα της αντισοβιετικής συνομωσίας
ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1936 με τη
σύλληψη του Β. Ολντμπεργκ που ταξίδεψε
στην ΕΣΣΔ με εντολή του Λ. Σεντόφ γιου
του Τρότσκι με σκοπό να συντονίσει και
να οργανώσει τις ενέργειες της
αντισοβιετικής αντιπολίτευσης. Ανάμεσα
σε αυτούς που συνελήφθηκαν για συμμετοχή
στη συνωμοσία ήταν οι Πούτνα και Πριμακόφ
αξιωματικοί του ΚΣ και μεταμελημένοι
τροτσκιστές. Τον Ιανουάριο του 1937 ο
ανταποκριτής της Πράβδα στο Βερολίνο
έστειλε την πληροφορία στον εκδότη της
ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του επιτελείου
του ΚΣ και των ναζί αναφέροντας
συγκεκριμένα τον Τουχατσέφσκι. Ο Πολωνός
κατάσκοπος και μέλος του ΚΚΠ Τ. Ντομπαλ
κατά την ανάκριση του ανέφερε ότι ήρθε
σε επαφή με τον Τουχατσέφκι . Ενώ ο πρώην
επικεφαλής του τμήματος εξωτερικού του
ΛΕΕΥ Α. Αρτούζοφ έστειλε γράμμα στον
επικεφαλή της ΛΕΕΥ Ν. Γιεζόφ το Γενάρη
της ίδιας χρονιάς αναφορικά με τη
συμμετοχή του Τουχατσέφσκι στη συνομωσία.
Το Μάρτιο του 1937 ο Ε. Νταλαντιέ υπουργός
άμυνας της Γαλλίας σε επίσημη συνάντηση
του με τον Σοβιετικό πρέσβη Β. Ποτέμκιν
αναφέρθηκε σε σχέδια κύκλων της Γερμανίας
για πραξικόπημα στην ΕΣΣΔ όπου θα
συμμετείχαν μέλη του επιτελείου του ΚΣ
που ήταν εχθρικά στη σοβιετική εξουσία.
Το
κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται ακόμη
περισσότερο με τη σύλληψη τον Απρίλιο
του 1937 και τις ομολογίες των Γκάι,
Προκόπιεφ και Βολοβιτς συνεργατών του
προηγούμενου επικεφαλή του ΛΕΕΥ Γκ.
Γιάγκοντα. Για πρώτη φορά αναφέρθηκε η
άμεση ανάμιξη των Τουχατσέφσκι, Κορκ,
Ουμπόρεβιτς, Γιακίρ και Εϊντεμαν στην
οργάνωση πραξικοπήματος. Το Μάιο του
1937 επαναφέρεται στον ΚΣ ο θεσμός του
πολιτικού επιτρόπου σε όλα τα επίπεδα.
Στις 10/5/1937 και μετά την επιβαρυντική
κατάθεση του Ι. Μεντβεντεφ ο Τουχατσέφσκι
απομακρύνεται από τη θέση του αναπληρωτή
επίτροπου άμυνας και μετατίθεται στη
στρατιωτική διοίκηση της περιοχής του
Βόλγα. Απομακρύνονται από τις θέσεις
ευθύνης τους οι Γιακίρ και Ουμπόρεβιτς
ενώ συλλαμβάνονται οι Κόρκ και Φέλτνμαν.
Η ομολογία του Φέλντμαν στις 19/5 οδηγεί
στη σύλληψη των Τουχατσέφσκι, Ουμπόρεβιτς,
Γιακίρ και Εϊντεμαν στις 22/5/1937. Στις
29/5 ο Τουχατσέφκι ομολογεί τη ενοχή του
ενώ στις 31/5 αυτοκτονεί ο Γκαμάρνικ λίγο
πριν τη σύλληψη του. Στις 11/6/1937 οι 8 από
τους συλληφθέντες (Τουχατσέφσκι,
Ουμπόρεβιτς, Γιακίρ , Εϊντεμαν, Κόρκ,
Φελντμαν, Εϊντεμαν, Πριμακόφ και Πουτνα
καταδικάζονται σε θάνατο από το ειδικό
στρατοδικείο και εκτελούνται την επόμενη
μέρα.
Στην
κατάθεσηxxv
του ο Τουχατσέφκι αναφέρει ότι:
(….)
η πρώτη φορά που στράφηκε στην αντιπολίτευση
ήταν το 1928 όταν απογοητευμένος με την
υποβάθμιση του από επικεφαλής του
Γενικού Επιτελείου σε διοικητή της
περιφέρειας του Λένινγκραντ ήρθε σε
επαφή με του οπαδούς του Τολμάτσεβ και
τους εξέφρασε τις διαφωνίες του σχετικά
με την κρατική πολιτική στην ύπαιθρο.
Το 1929 ο Ενουκίτζε του είπε ότι η πολιτική
του Στάλιν οδηγούσε σε ένα επικίνδυνο
ρήγμα μεταξύ των εργατών και αγροτών
ενώ ο Τουχατσέφκι του αποκάλυψε ότι ήδη
ήταν σε επαφή με στελέχη του ΚΣ που είχαν
τις ίδιες απόψεις. Το 1930 αγανακτισμένος
από την υποδοχή που είχαν οι προτάσεις
του για το πρόγραμμα εξοπλισμού του ΚΣ
συμφώνησε με τον Ενουκίτζε να προχωρήσουν
στη δημιουργία παράνομης οργάνωσης.
Το
1932 πηγαίνει στο Βερολίνο όπου ενημερώνεται
ότι ο Τρότσκι ανέλαβε και πάλι δράση
ενάντια στη Γ’ Διεθνή και την ΕΣΣΔ και
του ανέθεσε το συντονισμό των τροτσκιστών
που υπηρετούσαν στο στράτευμα. Σαν
συνέπεια ήρθε ο ίδιος σε επαφή με τους
μετανοημένους τροτσκιστές αξιωματικούς
Πούτνα και Πριμακόφ. Το 1933 ο Μπουχάριν
σε συνομιλία τους του είπε ότι γνωρίζει
ότι είναι μέλος της συνωμοτικής οργάνωσης
στο στρατό και επίσης ότι οι πολιτικές
του Κόμματος είναι καταστροφικές και
γι αυτό πρέπει να ξεφορτωθούν τον Στάλιν.
Το 1934 ενημερώνεται από τον Ρομ για τη
νέα πολιτική του Τρότσκι που προέβλεπε
τη συνεργασία με το γερμανικό και
ιαπωνικό επιτελείο στρατού και για την
προετοιμασία δολιοφθορών και τρομοκρατικών
ενεργειών. Το 1935 ενημερώνεται από τον
Απόγκα για τη διοχέτευση στοιχείων
αναφορικά με τις μεταφορικές δυνατότητες
του ΚΣ στο Γερμανικό και Ιαπωνικό Γενικό
επιτελείο.
Το
1936 ενημερώνεται από τον Πιατακόφ ότι ο
Τρότσκι ήθελε να εξασφαλίσει την ήττα
της ΕΣΣΔ σε μελλοντικό πόλεμο ακόμη κι
αν αυτό σήμαινε να παραχωρήσουν τη
Ουκρανία στους ναζί και την Σοβιετική
Άπω Ανατολή στους Ιάπωνες. Όπως ανέφερε
ο Τουχατσέφκι μια συνηθισμένη μέθοδος
δολιοφθοράς ήταν η παραλαβή ακατάλληλου
ή ελαττωματικού πολεμικού υλικού χωρίς
έλεγχο. Μέλη της συνωμοσίας εφοδίαζαν
με πληροφορίες σχετικά με τις οχυρώσεις
διαφόρων περιοχών τους Πολωνούς καθώς
και με στοιχεία σχετικά με τη δύναμη
του στρατού ξηράς και της αεροπορίας.
Τον Γενάρη του 1936 κι ενώ βρισκόταν στο
Λονδίνο ο Τουχατσέφκι συναντήθηκε με
τον στρατηγό Ρούντστεντ της Βερμαχτ
και συζήτησαν για τον τρόπο με τον οποίο
θα επιτύγχανε την ήττα του ΚΣ στην
Ουκρανία σε περίπτωση μελλοντικού
πολέμου. Τον Απρίλη του 1936 συζήτησε με
τους Γιακίρ και Ουμπόρεβιτς τρόπους
που θα διευκόλυναν το Γερμανικό Στρατό
να καταλάβει την Ουκρανία. Κατέληξαν
σε ένα σχέδιο που περιελάμβανε την
παράδοση στους Γερμανούς της οχυρής
θέσης του Λετιτσεφ (ο διοικητής της ήταν
μέλος της συνομωσίας) ενώ παράλληλα θα
ανατίναζαν τις σιδηροδρομικές γέφυρες
στα μετόπισθεν. Για το λόγο αυτό οι
Ουμπόρεβιτς και Απόγκα θα έπρεπε να
οργανώσουν παράνομες ομάδες στους
σιδηροδρομικούς. Επιπλέον οι συνωμότες
είχαν επέμβει στο επιχειρησιακό σχέδιο
του Λευκορωσικού Μετώπουxxvi
εξασφαλίζοντας ότι με βάση το σχέδιο
το Μέτωπο δεν θα είχε τις απαραίτητες
δυνάμεις για να ανταπεξέλθει σε μια
γερμανική επίθεση. Συμπληρωματικά
σχεδίαζαν δολιοφθορές έτσι ώστε να μην
υπάρχει αρκετή ποσότητα ζωοτροφών για
το ιππικό καθώς και καύσιμα για τις
μηχανοκίνητες μονάδες και την αεροπορία,
την αποκάλυψη των σταθμών επικοινωνίας
στον εχθρό κλπ. Ο Γκαμάρνικ είχε αναλάβει
την υπονομευτική δραστηριότητα στην
Άπω Ανατολή.
(…)
Η
στρατιωτική συνωμοσία είχε σαν αποτέλεσμα
24 τακτικά και 14 δόκιμα μέλη της ΚΕ του
ΠΚΚ(μπ) να αποπεμφθούν από το καθοδηγητικό
όργανο και να συλληφθούν όπως επίσης
και πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του
Κόκκινου στρατού. Ο Μπουχάριν αν και
υπό κράτηση από τον Μάρτιο του 1937 άρχισε
να ομολογεί στις 2/6/1937 όταν όλα πλέον
ήταν χαμένα. Η εκκαθάριση στον Κόκκινο
Στρατό είχε σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση
34,301 αξιωματικών των τριών όπλων τη
σύλληψη 11,500 από αυτούς. 11,596 από τους
προηγούμενους επανήλθαν στο στράτευμα
μέχρι τον Μάιο του 1940xxvii.
Δεν διώχθηκαν όλοι για αντεπαναστατική
δράση αλλά πολλοί για ανικανότητα,
κατάχρηση εξουσίας ή και χρημάτων,
αλκοολισμό κλπ.
Πολλοί
από τους στρατιωτικούς που συνελήφθησαν
το 1937 αλλά αποκαταστάθηκαν πριν από τον
πόλεμο αποτέλεσαν τον πυρήνα του
δοσιλογικού στρατού του Βλασόφ θέλοντας
να πάρουν τη ρεβάνς για τη χαμένη
ευκαιρία. Π.χ. ο στρατηγός Μαλίσιν
συνελήφθηκε το 1938 αλλά αποκαταστάθηκε
άμεσα για να αποτελέσει μέλος του
επιτελείου του Βλασόφ. Μάλιστα ο Στάλιν
ήθελε να μάθει ποιος εγγυήθηκε για την
απελευθέρωση του Μαλίσινxxviii.
Παρόμοια περίπτωση ο αντισυνταγματάρχης
Γ. Ζιλένκοφ που αφέθηκε ελεύθερος μετά
τη σύλληψη του το 1937xxix.
4.
Η κατάθεση ενός προδότηxxx.
Στις
13/6/1938 ο Γκέρνικ Σαμουήλοβιτς Λιουσκόφ
διέσχισε τα σύνορα της ΕΣΣΔ με την
Ματζουρία και παραδόθηκε σε μία Ιαπωνική
περίπολο. Ο Λιουσκόφ γεννήθηκε το 1900
στην Οδησσό και ήταν γιός ενός εβραίου
ράφτη. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο
με το μέρος των μπολσεβίκων. Το 1920
κατατάσσεται στην Τσεκά. Μιλώντας
άπταιστα γερμανικά στάλθηκε στη Γερμανία
στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να
συλλέξει πληροφορίες από τα εργοστάσια
Γιουγκερς. Τον Ιούλιο του 1937 επιλέχτηκε
από τον Ν. Γιεζόφ και στάλθηκε στην
Σοβιετική Άπω Ανατολή σαν επικεφαλής
του ΛΕΕΥ για να ερευνήσει της έκταση
της διάβρωσης του Κόκκινου Στρατού και
του ΛΕΕΥ της περιοχής. Είχε λάβει
συγκεκριμένα στοιχεία για πολλούς
αξιωματούχους της περιοχής. Τον Μάιο
του 1938 έλαβε εντολή από τα κεντρικά να
επιστρέψει στη Μόσχα. Ο πιθανότερος
λόγος της ανάκλησης του ήταν μάλλον ότι
διέπραξε κάποια παρανομία. Αντί να
υπακούσει αυτομολεί στους Ιάπωνες.
Ο
Λιουσκόφ ήταν ο πιο υψηλόβαθμος αποστάτης
μέχρι τότε. Έχοντας στο ΛΕΕΥ βαθμό
ισοδύναμο με αυτό του στρατηγού θεωρήθηκε
πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Μεταφέρθηκε
μυστικά στο Τόκιο όπου συνάντησε τον
ταγματάρχη του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού
στρατού Κοχτάνι ο οποίος ήταν βοηθός
στρατιωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία
της Ιαπωνίας στη Μόσχα το 1934. Ο Λιουσκόφ
ήταν υπεύθυνος ασφαλείας της πρεσβείας
εκείνη την εποχή και μάλιστα είχε
συνοδέψει τον στρατιωτικό ακόλουθο και
τη συνοδεία του σε ταξίδι τους στο
Βλαδιβοστόκ. Προφανώς η πρώτη επαφή του
Λιουσκόφ με τις Ιαπωνικές μυστικές
υπηρεσίες χρονολογείται από τότε. Ο Ρ.
Ζόργκε Σοβιετικός κατάσκοπος στη
Γερμανική πρεσβεία στο Τόκιο όταν
πληροφορήθηκε την αποστασία του Λιουσκόφ
μπόρεσε και απέκτησε πρόσβαση στις
καταθέσεις του κι έστελνε μικροφίλμ με
φωτογραφίες των καταθέσεων αυτών στην
ΕΣΣΔ. Επίσης ενημέρωσε τη Μόσχα ότι ο
Λιουσκοφ διενεργούσε κατασκοπία για
λογαριασμό των Ιαπώνων πολλά χρόνια
πριν την αποστασία του. Ο Ζόργκε στα
ραδιομηνύματα που έστελνε στη Μόσχα
ανέφερε:
-
Την αντικομουνιστική συμπεριφορά του
Λιουσκόφ και την κριτική που ασκούσε
στον Στάλιν και την ΚΕ του Κομμουνιστικού
Κόμματος.
-
Την άποψη του Λιουσκόφ για τον Κόκκινο
Στρατό της Σιβηρίας ότι η επιρροή της
αντισοβιετική ομάδας ήταν μεγάλη και
η δυσαρέσκεια υπόβοσκε στις τάξεις των
αξιωματικών, και άρα αν ο Ιαπωνικός
στρατός κτυπούσε ο Κόκκινος Στρατός θα
κατέρρεε σε ένα πρωί.
-
ότι ο Λιουσκόφ αποκάλυψε στους Ιάπωνες
τις θέσεις και τους στρατιωτικούς
κώδικες του Κόκκινου Στρατού της Άπω
Ανατολής
Ο
Λιουσκόφ ανακρίθηκε και από του Γερμανούς
που έφτασαν στο Τόκιο αλλά και από τους
Πολωνούς. Σε αυτούς ο Λιουσκόφ μετέδωσε
πληροφορίες για την κατάσταση του ΚΣ
στην Ουκρανία. ‘Έδωσε στους Ιάπωνες
πολλές πληροφορίες αναφορικά με τη
δύναμη και τις θέσεις του ΚΣ στην Άπω
Ανατολή όπως και για τις κατασκοπευτικές
δραστηριότητες των Σοβιετικών στην
Μαντζουρία και την Ιαπωνία. Έδωσε επίσης
πολλές πληροφορίες για την εσωτερική
κατάσταση γενικά στην ΕΣΣΔ. Στους Ιάπωνες
ο Λιουσκόφ δήλωσε ότι είναι τροτσκιστής
και ότι μόνο η τροτσκιστική ιδεολογία
μπορούσε να κάνει το σοβιετικό λαό να
χάσει το σεβασμό που έχει για τον Στάλιν.
Κατά τη γνώμη του το σταλινικό καθεστώς
δεν θα έπεφτε μόνο του αλλά έπρεπε να
ανατραπεί και για το λόγο αυτό η εξωτερική
παρέμβαση ήταν απαραίτητη.
Μεγάλο
μέρος των καταθέσεων του Λιουσκόφ οι
Ιάπωνες το μοιράστηκαν με τους συμμάχους
τους και ένα πιο μικρό μέρος τους
διέρρευσε στον τύπο Εκεί ο Λιουσκόφ
λέει ότι οι ανακρίσεις των Ντεριμπάς
Ζαπαντνι και Μπαρμινκσι (οι επικεφαλής
του ΛΕΕΥ της περιοχής) επιβεβαίωσαν ότι
στο ΛΕΕΥ και στις δυνάμεις της συνοριακής
φρουράς είχε δημιουργηθεί μία συνωμοσία
με επίκεντρο τον Γκαμάρνικ. Για μεγάλο
χρονικό διάστημα ο Ντεριμπάς ήταν σε
επαφή με τον Ρικόφ και ήταν ο μυστικός
του συνωμότης. Σε συνεργασία με τον Λ.
Λαβρέντιεφ (πρώην γραμματέα του
Περιφερειακής Επιτροπής του Κόμματος
μέχρι τον Ιανουάριο του 1937), και τον Γκ.
Κρούτοφ (εκτελέστηκε τον Απρίλιο του
1938), μαζί με τους συνωμότες στρατιωτικούς
Σανγκουρσκι, Αρονσταμ και άλλους, ο
Ντεριμπάς σκόπευε να πραγματοποιήσει
ένα πραξικόπημα στην Άπω Ανατολή και
με τη βοήθεια των Ιαπώνων να προχωρήσει
σε συνδυασμένες επιχειρήσεις κατά της
ΕΣΣΔ. Στο ΛΕΕΥ οι συνωμότες είχαν
στρατολογήσει το Τρανστοκ επικεφαλή
του 2ου Τμήματος και πολλούς άλλους. Ο
Λιουσκόφ έδωσε τα ονόματα περίπου 20
αξιωματούχων, κυρίως του ΛΕΕΥ, και δέκα
της συνοριοφυλακής που όλοι τους
υποστήριξε ότι συμμετείχαν στη συνωμοσία.
Μετά τη σύλληψη των Σανγκούρσκι και
Αρονσταμ οι Ντεριμπάς και Ζαπάντι
συνέχισαν να έχουν επαφή με τους συνωμότες
του στρατού διαμέσου του νέου επικεφαλής
του πολιτικού τμήματος της Άπω Ανατολής
Βάινερος. Στο ΛΕΕΥ, η σύνδεση των
συνωμοτών γινόταν διαμέσου του αρχηγού
του 7ου τμήματος, Μπογκντάνοφ και τον
Λικάτσεφ με τον αρχηγό της Ιαπωνική
στρατιωτικής αποστολής στην Προγρανιτσνάγια.
Ο Λιούσκοφ ανέφερε επίσης αυτούς
συμμετείχαν στη συνωμοτική δραστηριότητα
στον στόλο του Ειρηνικού, τον αρχηγό
του Επιτελείου του Στόλου Γκ. Κίρεγιεφ
και τον Βίκτωροφ και τον επικεφαλή του
Πολιτικού Τμήματος του Στόλου, Βλαντιμίροβ,
ο οποίος συνωμοτούσε και με το στολίσκο
του Αμούρ.
Κατά
το δεύτερο εξάμηνο του 1937 και το 1938 1.200
αξιωματικοί και επίτροποι και περίπου
3.000 από το μεσαία και κατώτατα στελέχη
συνελήφθησαν σαν αντισοβιετικά στοιχεία.
Η αντισοβιετική δραστηριότητα έπαιρνε
διάφορες μορφές, αλλά γενικά συνδεόταν
με την πιθανότητα του πολέμου που
μπορούσε να επιταχύνει τη γενική διάλυση.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η ομάδα
των συνωμοτών γύρω από τον Λεβαντόφσκι
που συμπεριλάμβανε τους διοικητές του
26ου και 39ου
Σώματος προσπάθησε να προκαλέσει
σύγκρουση με τα ιαπωνικά στρατεύματα,
ώστε να φέρει τον πόλεμο.
Αναφορικά
με τον στρατάρχη Β. Μπλιούχερxxxi
ο Λιουσκόφ κατέθεσε ότι μια ομάδα
προδοτών που ανήκουν στο προσωπικό του
στρατού της Άπω Ανατολικής βρίσκονται
κοντά Μπλιούχερ όπως οι Πόκους, Γκουλίν
Βεσεντσοφ Κορπάτσεφ και άλλοι και
προσπαθούν να τον προσελκύσουν σε
πολιτικά επικίνδυνες συνομιλίες. Ο
Μπλιούχερ χωρίς να έχει την εξουσία
τους έδειξε τις μυστικές ομολογίες των
συλληφθέντων συνωμοτών. Μετά τη σύλληψή
του, ο Γκουλίν του είπε ότι μετά την
ανάκληση του Πόκους στη Μόσχα, ο Μπλιούχερ
όταν πίνει μαζί τους καταριέται το
ΛΕΕΥ, τις πρόσφατες συλλήψεις, τον
Βοροσίλοφ τον Καγκάνοβιτς και άλλους.
Είπε επίσης στον Γκούλιν ότι πριν από
την απομάκρυνση του Ρικόφ ήταν σε επαφή
μαζί του και του είχε γράψει συχνά ότι
η δεξιά πτέρυγα θα ήθελε να τον δει
επικεφαλή των ενόπλων δυνάμεων της
χώρας.
Γενικά,
ο Μπλιούχερ είναι πολύ φιλόδοξος για
την εξουσία. Ο ρόλος του στην Άπω Ανατολή
δεν τον ικανοποιεί, θέλει περισσότερα.
Θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο του
Βοροσίλοφ. Πολιτικά είναι αμφίβολο αν
είναι ικανοποιημένος με τη γενική
κατάσταση, αν και είναι πολύ προσεκτικός.
Στον στρατό είναι περισσότερο δημοφιλής
από τον Βοροσίλοφ. Αντέδρασε έντονα στο
θεσμό του Πολιτικού Επιτρόπου και τη
σύσταση Στρατιωτικών Συμβουλίων που
και τα δύο περιορίζουν το δικαίωμά του
να δίνει προσωπικές εντολές.
Σε
επόμενες καταθέσεις του ο Λιουσκόφ
ανάμεσα σε άλλα ανέφερε το αποτυχημένο
πρόγραμμα δημιουργίας σιδηροδρομικού
δικτύου στην περιοχή που είχε σαν
αποτέλεσμα τη σύλληψη του επικεφαλής
Σαζόντζοφ. Άσχημη ήταν η κατάσταση και
στην αεροπορία με πολλά ατυχήματα και
πτώσεις αεροσκαφών όπως επίσης και
αστοχίες και καθυστερήσεις στη επισκευή
του υλικού. Μεγάλος αριθμός στελεχών
του ΚΣ ήταν εχθρικοί στο καθεστώς ενώ
ο Μπλιούχερ αρνιόταν να παραδεχτεί την
άσχημη κατάσταση για να μην παραδεχτεί
τη δική του ανικανότητα.
Αναφέρθηκε
επίσης σε μία σειρά από ενέργειες
δολιοφθοράς όπως σειρά εκρήξεων
πυρομαχικών του 85ου
και 86ου
συντάγματος. Ακατάλληλες οβίδες που
είχαν μεγαλύτερη διάμετρο από αυτή των
πυροβόλων. Χίλιοι τόνοι καλής ποιότητας
γκαζολίνης βρέθηκαν ανακατεμένοι με
ντίζελ ενώ ο επικεφαλής των προμηθειών
καυσίμων συνελήφθηκε και ομολόγησε ότι
αυτό έγινε επίτηδες Σε μία περίπτωση
στο Βλαδιβοστόκ πάνω από 300 αξιωματικοί
και στρατιώτες δηλητηριάστηκαν ενώ
ανέφερε και άλλες περιπτώσεις δηλητηρίασης
στην 8η
Στρατιά και στο Στόλο του ποταμού Αμούρ.
Οι υπεύθυνοι συνελήφθησαν και ομολόγησαν
ότι δρούσαν για λογαριασμό των Ιαπώνων.
Κατά τον Λιουσκόφ ευθύνη έφεραν επίσης
ορισμένοι γιατροί και προμηθευτές που
με τον τρόπο αυτό έδειχνα τη δυσαρέσκεια
τους για το καθεστώς. Υπήρχε επίσης
σοβαρή έλλειψη αλόγων ανάμεσα στα άλλα
επειδή υπήρχε έλλειψη τροφής. Σύμφωνα
με τον Λιουσκόφ η ευθύνη βάρυνε τον
επικεφαλής της περιοχής Βαρέικις ο
οποίος άφησε το σανό στα κολχόζ μια
καθαρή ενέργεια δολιοφθοράς. Οι δρόμοι
ήταν σε κακή κατάσταση ενώ το πρόγραμμα
οδοποιίας του 1937 είχε αποτύχει και ο
υπεύθυνος είχε συλληφθεί με την κατηγορία
της δολιοφθοράς. Ο Λιουσκόφ αναφέρθηκε
και σε άλλες ενέργειες δολιοφθοράς που
γίνονταν από ανθρώπους εχθρικούς στο
καθεστώς σα μορφή αντίστασης. Μηχανοδηγός
κατέστρεψε 25 τανκς οδηγώντας το συρμό
με υπερβολική ταχύτητα Ο καπετάνιος
εμπορικού σκάφους με στρατιωτικό φορτίο
εξόκειλε το σκάφος του σε ύφαλο και κατά
τη σύλληψη του είπε ότι ήθελε να εξοκείλει
στην Ιαπωνία.
Μέσα
στο στράτευμα υπήρχαν στοιχεία εχθρικά
στο καθεστώς και στο Στάλιν με διαφορετικούς
όμως στόχους. Μία ομάδα διοικητών ήταν
πιστοί στον Τρότσκι (Πούτνα, Πριμακόφ)
άλλοι που άνηκαν σε μειονότητες ήταν
απογοητευμένοι από την πορεία του
σοσιαλισμού (π.χ. Κόρκ και Ειντεμαν).
Άλλοι που είχαν υπηρετήσει στον τσαρικό
στρατό υποστήριζαν ένα πραξικόπημα και
ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με
οποιαδήποτε άλλη αντισοβιετική ομάδα
(Τουχατσέφκι, Ουμπόρεβιτς, Κσιριν, Ορλόβ
κλπ) Άλλοι που ήταν εχθρικοί στο καθεστώς
και ήταν έτοιμοι να εργαστούν με την
αντιπολίτευση ήταν οι Γκαμάρνικ, Γιακίρ,
Σανγκουρσκι, Αρονσταμ, Ντιμπενκο Μπελόφ,
Λεβαντοφκι κλπ. )Αυτοί είχαν ακολουθήσει
τον Στάλιν επί μακρόν αλλά τελικά είχαν
πειστεί για την καταστροφική πορεία
της πολιτικής του. Είχαν ρίζες στο
στράτευμα και τις απόψεις τους τις
μοιραζόταν η πλειοψηφία των ανώτατων
διοικητών και πολιτικών επιτρόπων και
στους στρατιώτες ιδιαίτερα αυτή με
αγροτική καταγωγή. Η επαναφορά του
θεσμού του Πολιτικού Επιτρόπου είχα σα
συνέπεια το Επιτελείο να απαντήσει με
σαμποτάζ.
Όσο
για το ποιοι θα στήριζαν μία πιθανή
επανάσταση στην Ανατολή αυτοί ήταν: οι
επιζήσαντες πρώην λευκοί, εξόριστοι
κοζάκοι, οι οικογένειες των συλληφθέντων,
αγρότες που ήταν παλιά γαιοκτήμονες,
αντισοβιετική διανόηση, εθνικιστικά
στοιχεία, πρώην κουλάκοι. Εκτός από την
ύπαιθρο η καλύτερη βάση για στρατολογία
ήταν οι εξόριστοι στις μακρινές περιοχές
που δούλευαν στην εξόρυξη χρυσού στα
δάση και στις ιχθυοκαλλιέργειες. Μάλιστα
μια παράνομη οργάνωση από το Γκροντέκοβο
κατάφερε να έρθει σε επαφή με την
οχυρωμένη ζώνη και μονάδες της 40ης
Μεραρχίας στο Μπαραμπας. Το μεγαλύτερο
σφάλμα τους κατά τον Λιουσκόφ ήταν ότι
ενημέρωσαν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων
για τις δραστηριότητες του με αποτέλεσμα
να αποτύχουν.
Στις
20 Αυγούστου του 1945 ο Λιουσκόφ που εν τω
μεταξύ είχε μεταφερθεί στη Μαντζουρία
για να βοηθήσει τον Ιαπωνικό στρατός
στις μάχες του με τον Κόκκινο Στρατό
δολοφονήθηκε από τους Ιάπωνες για να
μην πέσει στα χέρια των σοβιετικών.
Η
καλύτερη αξιολόγηση των πληροφοριών
που έδωσε ο Λιούσκοφ στους Ιάπωνες
συνοψίζεται από την κατακλείδα ενός
άρθρου των New
York
times
(4/7/1938) (…) ότι αν το ημερολόγιο είναι
αυθεντικό τότε βοηθά στο να τεκμηριωθεί
ο ισχυρισμός του Κρεμλίνου ότι ο στρατός
ήταν κυψέλη αξιωματικών στην υπηρεσία
ξένων δυνάμεων (…).
5.
Συμπερασματικά.
Ο
Κόκκινος Στρατός παρά τις αναπόφευκτες
παραχωρήσεις στη στρατιωτική και
πολιτική πραγματικότητα ήταν ένας
διαφορετικός στρατός συγκρινόμενος με
αυτούς των καπιταλιστικών χωρών. Καταρχήν
ήταν ένας επαναστατικός στρατός στην
υπηρεσία του μοναδικού σοσιαλιστικού
κράτους στον κόσμο. Το διπλό του καθήκον
ήταν η υπεράσπιση του σοσιαλιστικού
κράτους ενάντια στην καπιταλιστική
επιβολή αλλά ταυτόχρονο ήταν και βασικό
όπλο της παγκόσμιας επανάστασης .
Απόπειρες έγιναν στην Πολωνία το 1920 και
στη Φινλανδία το 1939, τσάκισε τον
ιμπεριαλισμό των ναζί το 1945 ενώ
απελευθέρωσε τη ανατολική Ευρώπη τόσο
από τους ναζί όσο και από τον καπιταλιστικό
ζυγό. Στελέχη μετέφεραν τις γνώσεις
τους και την πείρα τους τόσο στον Ισπανικό
εμφύλιο όσο και στην επαναστατημένη
Κίνα και το Βιετνάμ Υπερασπίστηκε το
σοσιαλισμό στη Ουγγαρία το 1956 στην
Τσεχοσλοβακία το 1968 και στο Αφγανιστάν
το 1979.
Ωστόσο
ο ΚΣ δεν ήταν απαλλαγμένος από τις
αντιφάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Οι διαμάχες αναφορικά με τον τρόπο
οργάνωσης και τον εξοπλισμό είχαν από
πίσω ένα ταξικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.
Η προσπάθεια αυτονόμησης του ΚΣ από την
πολιτική εξουσία και ιδεολογία συνάντησε
τη αντίδραση της καθοδήγησης του ΠΚΚ(μπ).
Όταν η αντίθεση πέρασε από τη φιλολογική
διαμάχη στην έμπρακτη αμφισβήτηση της
σοβιετικής εξουσίας ο πέλεκυς της
δικτατορίας του προλεταριάτου έπεσε
αμείλικτος. Η προσπάθεια ελέγχου του
στρατεύματος με το θεσμό του πολιτικού
επιτρόπου δεν είχε πάντα τα αναμενόμενα
αποτελέσματα κυρίως λόγω της ταύτισης
των πολιτικών επιτρόπων με τα στρατιωτικά
στελέχη. Ο θεσμός επανήλθε σε πλήρη
ανάπτυξη το 1937 καταργήθηκε το 1940, επανήλθε
το 1941 ενώ καταργήθηκε ξανά το 1942. Πολιτικοί
επίτροποι παρέμειναν στον ΚΣ στα υψηλά
μόνο κλιμάκια μέχρι το τέλος του. Όταν
ατόνησε ο κομματικός έλεγχος ο στρατός
έπαιξε αντιδραστικό ρόλο συντασσόμενος
με τον Χρουστσόφ το 1957 όταν το ΠΓ του
ΚΚΣΕ είχε αποφασίσει την αποπομπή από
τη θέση του ΓΓ.
Ο
Τουχατσέφσκι και οι συγκατηγορούμενοι
του αποκαταστάθηκαν επίσημα στο 22ο
Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1961. Η έκθεση της
επιτροπής Σβέρνικ που συστήθηκε για
την αναψηλάφηση της δίκης κατέληξε ότι
όλες οι ομολογίες ήταν προϊόν βασανιστηρίων
και τα αποδεικτικά στοιχεία επινοημένα
από τους Γερμανούς. Ωστόσο
όπως
μας
ενημερώνει
ο
Μολότοφxxxii:
(…)
Πάρε τον Τουχατσέφσκι για παράδειγμα.
Με ποια βάση αποκαταστάθηκε; Διάβασες
τα πρακτικά της δίκης του δεξιού και
τροτσκιστικού μπλοκ το 1938; Οι Μπουχάριν,
Κρεστίνσκι, Ροζενγκολτς και άλλοι ήταν
κατηγορούμενοι τότε. Δήλωσαν ξεκάθαρα
ότι τον Ιούνιο του 1937 ο Τουχατσέφσκι
πίεζε για πραξικόπημα. Άνθρωποι που δεν
έχουν διαβάσει τα πρακτικά συνεχίζουν
να λένε ότι η μαρτυρία δόθηκε κάτω από
την πίεση των Τσεκιστών. Αλλά εγώ λέω,
ότι εάν δεν κάναμε αυτές τις σαρωτικές
συλλήψεις τη δεκαετία του 1930, θα είχαμε
ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στον πόλεμο.
(…)
Ενώ
στην ερώτηση του Τσουεφ το 1982
(…)
Στο 22ο
Συνέδριο ο Χρουστσόφ ισχυρίστηκε ότι
οι Μολότοφ, Βοροσίλοφ και Καγκάνοβιτς
αναγνώριζαν ότι η απόφαση του δικαστηρίου
για τον Τουχατσέφκι ήταν λανθασμένη
και καλωσόρισαν την αποκατάσταση του
Τουχατσέφκι και των άλλων…
απάντησε
ο βετεράνος μπολσεβίκος Εμφατικά όχι
(…).
i
Ενδεικτικά
J.
A. Armstrong, The
Politics of Totalitarianism: The Communist Party of the Soviet Union
from 1934 to the Present (New
York 1961); J. Erickson, The
Soviet High Command: A Military-Political History, 1918–1941
(London
1962); P. W. Blackstock, ‘The Tukhachevsky Affair’, Russian
Review 28
(April 1969) pp. 171–190; R. Conquest, The
Great Terror: Stalin’s Purge of the Thirties (London
1973); A. Ulam, Stalin:
The Man and His Era (New
York 1974); V. Rapoportand Y. Alexeev, High
Treason: Essays on the History of the Red Army, 1918–1938 (Durham,
NC 1985);R. C. Tucker, Stalin
in Power: The Revolution from Above, 1928–1941 (New
York 1990); D. Volkogonov, Stalin:
Triumph and Tragedy (London
1991); S. J. Main, ‘The Arrest and ‘Testimony’ of Marshal of
the Soviet Union M. N. Tukhachevsky (May–June 1937)’ Journal
of Slavic Military Studies 10
(March1997) pp. 151–195; E. F. Ziemke, The
Red Army 1918–1941: From Vanguard of World Revolution to US Ally
(London
Portland, 2004).
ii
W.G. Krivitsky. In Stalin’s secret service. 1939 Harper
Publishers; Victor Alexandrov. The Tukhachevsky Affair
Prentice-Hall, Inc., 1964
iii
Winston S. Churchill, The Second World War: The Gathering Storm
(Boston: Houghton Mifflin, 1948), pp. 288—289; Edward Bennes.
Memoirs of Dr. Edward Benes. Arno Press 1972; Erich Wollenber The
Red Army. Indexreach Limited, 1938; I. Deutscher, Stalin: A
Political Biography, second edition (London: Oxford University
Press, 1967), p. 379
iv
Stephen Kotkin. Stalin: Paradoxes of Power, 1878-1928. Penguin 2015
v
M. V. Frunze Front and Rear in Future War," from "Front i
tyl v voine budushchego," Na novykh putiakh, 1925, as reprinted
in M. V. Frunze, Izbrannye proizvedeniia (Moscow, 1940) Translation
copyright David R. Stone 2006, 2012
viDavid
R. Stone. Tukhachevsky in Leningrad: Military Politics and Exile,
1928-31 EUROPE-ASIA STUDIES, Vol. 48, No. 8, 1996 1365-1386
vii
Γ. Μαργαρίτης Οι ‘εκκαθαρίσεις’ του
σώματος των αξιωματικών του Κόκκινου
Στρατού. 1937-1938. Οι Δίκες της Μόσχας
Ελευθεροτυπία Ιστορικά Φεβρουάριος
2011.
viii
Η συνθήκη του Ράπαλο υπογράφηκε το 1922
μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας σαν
αντίβαρο του αποκλεισμού των δυο χωρών
από τη διεθνή σκηνή
ix
Γ. Μαργαρίτης Οι ‘εκκαθαρίσεις’ του
σώματος των αξιωματικών του Κόκκινου
Στρατού. 1937-1938. Οι Δίκες της Μόσχας
Ελευθεροτυπία Ιστορικά Φεβρουάριος
2011.
x
David R. Stone.
Tukhachevsky in Leningrad: Military Politics and
Exile, 1928-31 EUROPE-ASIA STUDIES, Vol. 48, No. 8, 1996 1365-1386
xi
Γ. Μαργαρίτης Οι ‘εκκαθαρίσεις’ του
σώματος των αξιωματικών του Κόκκινου
Στρατού. 1937-1938. Οι
Δίκες της
Μόσχας Ελευθεροτυπία
Ιστορικά Φεβρουάριος
2011.
xii
Lennart Samuelson (1996) Mikhail Tukhachevsky and war‐economic
planning: Reconsiderations on the pre‐war
Soviet military build‐up,
The Journal of Slavic Military Studies, 9:4, 804-847
xiii
Γ. Μαργαρίτης Οι ‘εκκαθαρίσεις’ του
σώματος των αξιωματικών του Κόκκινου
Στρατού. 1937-1938. Οι
Δίκες της
Μόσχας Ελευθεροτυπία
Ιστορικά Φεβρουάριος
2011.
xiv
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1,
xv
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xvi
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xvii
M.Reiman. The Birth of Stalinism: The USSR on the Eve of the "Second
Revolution" 1987 Indiana University Press p. 124-126
xviii
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xix
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xx
Peter Whitewood Towards a New History of the Purge of the Military,
1937–1938 Journal of Slavic Military Studies, 24:605–620, 2011
xxi
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xxii
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xxiii
Peter Whitewood (2015) Subversion in the Red Army and the Military
Purge of 1937–1938, Europe-Asia Studies, 67:1
xxiv
Whitewood, Peter (2015) The Purge of the Red Army and the Soviet
Mass Operations 1937-1938. Slavonic and East European Review, 93
(2). pp. 286-314.
xxv
Steven J. Main (1997) The arrest and ‘testimony’ of marshal of
the Soviet Union M.N. Tukhachevsky (May–June 1937), The Journal of
Slavic Military Studies, 10:1, 151-195,
xxvi
Το ισοδύναμο της ομάδας στρατιών στον
Κόκκινο Στρατό
xxvii
Getty and Manning. Stalinist Terror.
Cambridge, NY: Cambridge University Press, 1993, p. 199
xxviii
Volkogonov, Dmitri. Stalin:
Triumph and Tragedy. New York: Grove Weidenfeld
xxix
E. H. Cookridge, Gehlen: Spy of the Century (New York: Random
House, 1972), pp. 57--58
xxx
Όλα τα
στοιχεία είναι
από τα
παρακάτω άρθρα:
Alvin D. Coox (1998) The lesser of two hells: ΛΕΕΥ general G.S.
Lyushkov's defection to Japan, 1938–1945, part I, The Journal of
Slavic Military Studies, 11:3, 145-186 και
Alvin D. Coox (1998) The lesser of two hells: ΛΕΕΥ general G.S.
Lyushkov's defection to Japan, 1938–1945, part II, The Journal of
Slavic Military Studies, 11:4, 72-110
xxxi
Ο Β. Μπλιούχερ ήταν μέλος του στρατοδικείου
που καταδίκασε τον Τουχατσέφσκι το
1937. Εκτελέστηκε το 1938. Το ακριβές
κατηγορητήριο παραμένει άγνωστο
xxxii
Chuev, Feliks. Molotov Remembers. Chicago: I. R. Dee, 1993, p. 285