Οταν δημιουργήθηκε το ΕAM, στις 27 Σεπτέμβρη 1941, όπως επίσης και το Εργατικό ΕΑΜ (ΕΕΑΜ) λίγο νωρίτερα, ως πρόδρομος και ραχοκοκαλιά του, τα αστικά κόμματα είχαν πάψει να ηγεμονεύουν στο πολιτικό σκηνικό, βρισκόντουσαν ήδη σε κατάσταση κρίσης, που άγγιζε την αποσύνθεση. Επρόκειτο για μια φυσιολογική εξέλιξη, κυρίως εξαιτίας των συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα από τον Απρίλη του 1941, αλλά και της πολιτικής στάσης των ηγετικών παραγόντων τους από την πρώτη στιγμή της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής εισβολής και κατοχής.
Ωστόσο, η βαθιά κρίση τους είχε αρχίσει νωρίτερα, από την εγκαθίδρυση της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936. Και βεβαίως, σχετίζεται άμεσα τόσο με τις ευθύνες τους στην επιβολή της όσο και με τη μετέπειτα γραμμή τους στον οδοστρωτήρα της 4ης Αυγούστου. Η πορεία των γεγονότων το επιβεβαιώνει απολύτως.
Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Γενάρη 1936, που έγιναν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, πρώτευσε η αντιβενιζελική παράταξη (Λαϊκό Κόμμα - Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις - Ελευθερόφρονες (Ιωάννης Μεταξάς) - Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα), που συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και εξέλεξε 143 βουλευτές. Δεύτερη ήρθε η βενιζελική παράταξη (Κόμμα Φιλελευθέρων - Δημοκρατικός Συνασπισμός - Παλαιοδημοκρατική Ενωσις Κρήτης - Αγροτικό Κόμμα Σοφιανόπουλου - Νεοφιλελεύθεροι) με 574.655 ψήφους και 142 έδρες. Τα παραπάνω κόμματα είχαν πάρει μέρος στις εκλογές αυτόνομα. Εδώ κατατάσσονται με βάση το διαχωρισμό τους, όπως έχει υιοθετηθεί. Το Παλλαϊκό Μέτωπο [(ΚΚΕ - Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρατή Σωμερίτη) - Αγροτιστές (Α. Βογιατζή - ορισμένες ανένταχτες προσωπικότητες)] συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και 15 βουλευτικές έδρες. Βουλευτές του εκλέχτηκαν οι: Βασίλης Νεφελούδης και Δημήτρης Γληνός (Αθήνα), Μανώλης Μανωλέας (Πειραιάς), Στέλιος Σκλάβαινας και Μιχάλης Σινάκος (Θεσσαλονίκη), Γιώργος Σιάντος (Τρίκαλα), Γιάννης Ιωαννίδης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης (Λάρισα), Φίλιππος Παπαδόπουλος (Κοζάνη), Ανδρέας Τζήμας - αργότερα Σαμαρινιώτης - (Φλώρινα), Διονύσης Μενύχτας (Σέρρες), Μήτσος Παρτσαλίδης (Καβάλα), Κώστας Θέος (Δράμα), Βασίλης Βερβέρης (Ροδόπη), Μιχάλης Τυρίμος (Μυτιλήνη).
Αμέσως μετά τις εκλογές, ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης (ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι, όπου και πέθανε περίπου δύο μήνες αργότερα) άρχισε επαφές με το Λαϊκό Κόμμα (Παναγή Τσαλδάρη) για το σχηματισμό κυβέρνησης. Είχε προηγηθεί δημόσια δήλωσή του, με την οποία χαρακτήριζε το πολιτειακό λήξαν, αν και ο βασιλιάς είχε γυρίσει στην Ελλάδα με νόθο δημοψήφισμα (αρχικώς υπέρ με 105%, για να το μειώσουν στη συνέχεια σε 97,8%!).
Η συνεργασία τελικά ναυάγησε, εξαιτίας της άρνησης του Λαϊκού Κόμματος να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μάρτη 1935. Αν και στη συνέχεια ο Θ. Σοφούλης υπαναχώρησε στο θέμα της επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, ο σχηματισμός κυβέρνησης φιλελευθέρων - Λαϊκού Κόμματος δεν έγινε δυνατός, καθώς ο Π. Τσαλδάρης πιεζόταν από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, να μην προχωρήσει σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους.
Στο μεταξύ, συνεχίζονταν οι προετοιμασίες στρατιωτικού πραξικοπήματος, στις οποίες πρωτοστατούσε ο Γεώργιος Κονδύλης (Κεραυνός) και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε επικεφαλής τον στρατηγό Πλατή, στην ουσία όμως τον Κονδύλη, ο οποίος, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, πέθανε ξαφνικά (31 Γενάρη 1936).
Μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί, όπου άλλοι ζητούσαν νέες εκλογές και άλλοι προσπαθούσαν να σχηματιστεί κυβέρνηση, ο I. Μεταξάς, σε συνεργασία με τον εκπρόσωπο της βρετανικής κυβέρνησης, πρεσβευτή στην Ελλάδα Ουάτερλοου, με τα Ανάκτορα, με αστούς πολιτικούς (των Λαϊκών και των Φιλελευθέρων), καθώς και με τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» Δημήτρη Λαμπράκη, προετοίμαζαν την επιβολή δικτατορίας. Οι διάφορες προτάσεις που γίνονταν για το σχηματισμό κυβέρνησης και γενικά οι διεργασίες έστρωναν το έδαφος στη δικτατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια από τις προτάσεις του Κόμματος Φιλελευθέρων για την πρωθυπουργία ήταν να την αναλάβει (στο πλαίσιο συμμαχίας κομμάτων) ο Ιωάννης Μεταξάς! Από την άλλη, ο Τσαλδάρης ζητούσε από το ΚΚΕ την υποστήριξή του στη Βουλή για να σχηματίσει αυτός κυβέρνηση και όχι ο Σοφούλης! Είχαν κάνει και σχετικές κρούσεις που δεν απέδωσαν. Αντιθέτως, οι σχετικές διαπραγματεύσεις ΚΚΕ (Παλλαϊκού Μετώπου) και Κόμματος Φιλελευθέρων απέδωσαν και κατέληξαν στο Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα. Αλλά το Σύμφωνο δεν τηρήθηκε από τους Φιλελεύθερους και δημοσιοποιήθηκε από το Παλλαϊκό Μέτωπο.
Οι μέρες, μετά τις εκλογές, περνούσαν και στην αρχή συνέχιζε να βρίσκεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, που στις αρχές Μάρτη 1936 αντικατέστησε τον Παπάγο στο υπουργείο Στρατιωτικών με τον I. Μεταξά. Ιδιαίτερος στην υπουργοποίηση ήταν ο ρόλος του Δημ. Λαμπράκη.
Τελικά, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε από τον Γεώργιο τον Β' στον Δεμερτζή, που στις 14 Μάρτη σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή του. Σε αυτήν την κυβέρνηση ο Μεταξάς έγινε αντιπρόεδρος, ενώ παρέμεινε και υπουργός των Στρατιωτικών και της Αεροπορίας.
Θα μπορούσε να είχε σχηματίσει κυβέρνηση ο Σοφούλης (Κόμμα Φιλελευθέρων) έχοντας την ψήφο ανοχής του Παλλαϊκού Μετώπου, που στο κάτω της γραφής είχε συνάψει μαζί του Σύμφωνο. Ομως ο Σοφούλης δε δέχτηκε και κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο βασιλιά. Ηταν μάλιστα εκείνος που πρότεινε στον Γεώργιο να ανατεθεί η νέα κυβέρνηση στον Δεμερτζή, με τον όρο να παραμείνει υπουργός των Στρατιωτικών ο I. Μεταξάς! Αργότερα, όταν κατέληξαν σε συμφωνία οι Σοφούλης - Θεοτόκης, δέχτηκαν τη θέση του βασιλιά να αναλάβει η νέα κυβέρνηση την 1η Οκτώβρη 1936! Δηλαδή, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, μετά την κήρυξη της δικτατορίας...
Αυτές οι εξελίξεις λάβαιναν χώρα τη στιγμή που είχαν αρχίσει να φουντώνουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, που αντιμετωπίζονταν από τις κυβερνήσεις με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις, ακόμη και με ένοπλες επιθέσεις. Στις 4 Μάρτη δολοφονήθηκε σε επίθεση της αστυνομίας, ο φοιτητής της Ιατρικής Αλ. Σωτηριάδης.
Στις 28 Μάρτη 1936, το ΚΚΕ με μανιφέστο που δημοσίευσε τόνιζε: «Εργαζόμενοι! Μπρος στα μάτια σας, κάτω από τη σκέπη της μοναρχίας, εξυφαίνεται η πιο αντιλαϊκή, η πιο άτιμη, η πιο εγκληματική συνωμοσία. Αρχηγός της συνωμοσίας αυτής είναι ο Μεταξας. Συνεργάτες του και συνένοχοί του είναι όλα τα πλουτοκρατικά κόμματα, από τα αντιβενιζελικά που πλειοδοτούν στα αντιλαϊκά μέτρα και σχέδια της κυβέρνησης, ίσαμε τα βενιζελικά, που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της».1
Στο μεταξύ, στις 13 Απρίλη πέθανε ξαφνικά και ο πρωθυπουργός Δεμερτζής. Και ο βασιλιάς έκανε πρωθυπουργό τον I. Μεταξά. Τον όρκισε το ίδιο απόγευμα, δίχως να πάρει τη γνώμη της Βουλής! Το σχέδιο προχωρούσε... Στις 26 Απρίλη 1936 ο Δημ. Λαμπράκης έγραφε στο κύριο άρθρο του Ελεύθερου Βήματος:
«Τα εν τη Βουλή κόμματα είναι σχεδόν ασφαλές ότι δε θα περιορίσουν την ευμένειάν των εις τα χειροκροτήματα (σ.σ.: πλην των βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου, που φυσικά δεν είχαν χειροκροτήσει) με τα οποία υπεδέχθησαν χθες το απόγευμα τας προγραμματικάς δηλώσεις του κ. Πρωθυπουργού, αλλά θα περιβάλουν την κυβέρνησιν ταύτην και διά της θετικής ψήφου εμπιστοσύνης των».2
Και πράγματι. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων (των Βενιζέλου - Σοφούλη) έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά! Το ίδιο και ο Γεώργιος Καφαντάρης! Το Λαϊκό Κόμμα έδωσε ψήφο ανοχής. Το ίδιο και ο I. Θεοτόκης. Την καταψήφισαν οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου και οι Γ. Παπανδρέου, Κ. Βλαχοθανάσης και Ανδρ. Δενδρινός. Υπήρξαν και 4 αποχές. Τα «υπέρ» ήταν 241 ψήφοι. Αρα, όλα τα αστικά κόμματα άνοιξαν το δρόμο στη δικτατορία ανοιχτά και επισήμως... Εδωσαν στον Μεταξά την εξουσία!!
Ταυτόχρονα, εντεινόταν ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός. Στην πρώτη γραμμή των λάβρων αρθρογράφων αντικομμουνιστικού μένους βρίσκονταν οι Γ. Παπανδρέου και Αλ. Παπαναστασίου.
To KKΕ επέμενε να προειδοποιεί για την επερχόμενη δικτατορία και να καλεί σε δράση για τη ματαίωσή της. Να τι υπογράμμιζε η απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ τον Ιούνη του 1936:
«6. Μπροστά στο λυσσασμένο φασιστικό ξεφάντωμα και τις μαζικές εκτελέσεις εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο από τη μοναρχοπλουτοκρατική κυβέρνηση και τον άμεσο κίνδυνο εγκαθίδρυσης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα καλεί όλες τις οργανώσεις και όλο τον εργαζόμενο λαό στην πιο ανειρήνευτη πάλη για τη ματαίωση των καθημερινών φασιστικών μέτρων, για το χάλασμα των φασιστικών δικτατορικών σχεδίων των Μεταξά - Σκυλακάκη, εκπρόσωπων της μοναρχίας, της ντόπιας πλουτοκρατίας και των ξένων ληστών. Η 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ δίνει εντολή σε όλες τις κομματικές καθοδηγήσεις και στο Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής να πάρουν όλα τα μέτρα για την αποφασιστική αντιμετώπιση των εγκληματικών φασιστικών σχεδίων των εχθρών του λαού. Για την απόκρουση των φασιστών δολοφόνων του της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, που αντί για ψωμί τού χαρίζουν σφαίρες, ο λαός, σε αδελφική συνεργασία με το στρατό, έχει υποχρέωση και καθήκον, κατά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα της μαζικής πάλης. Κάθε μέσο μαζικής λαϊκής πάλης που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του ψωμιού, της λευτεριάς, της ζωής και της ειρήνης του λαού ενάντια στην πλουτοκρατική φασιστική ολιγαρχία, είναι νόμιμο, αναγκαίο και επιβεβλημένο».3
Ομως, τα αστικά κόμματα είχαν αποφασίσει να παραδώσουν την εξουσία. Και είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι εκείνη n Βουλή ενέκρινε στις 30 Απρίλη ψήφισμα, με το οποίο διέκοπτε τις εργασίες της για πέντε μήνες (!), μέχρι τις 30 Σεπτέμβρη! Τις διέκοψε για πολλά χρόνια, αφού στις 4 Αυγούστου 1936 κηρύχτηκε η βασιλομεταξική δικτατορία.
Τα πράγματα εξελίχτηκαν έτσι, που, δίχως καμιά υπερβολή, πρέπει να πούμε ότι η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία του 1936 ήταν δημιούργημα της εγχώριας πλουτοκρατίας (Μποδοσάκης, Κανελλόπουλος κ.ά.), του Παλατιού, του Κόμματος των Φιλελευθέρων και των Εγγλέζων. Και, βεβαίως, του Λαϊκού Κόμματος. Με άλλα λόγια, του συνόλου του αστικού κόσμου και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία διατηρούσε στην Ελλάδα και ενίσχυε (σχεδόν προνομιακά) μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα. Ηταν αυτή που είχε το πάνω χέρι από την πλευρά του ξένου παράγοντα, λήστευε το λαϊκό ιδρώτα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας.
Η όλη προετοιμασία της δικτατορίας αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε εκείνους που επικρίνουν το ΚΚΕ, επειδή δεν μπόρεσε να την αποτρέψει! Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι, που ακόμη και σήμερα ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ θα είχε συμβάλει στην αποτροπή της, αν είχε επιμείνει περισσότερο στη σύμπραξη με αντιφασιστικές δυνάμεις! Και μάλιστα υπάρχουν τέτοιοι ισχυρισμοί, όταν, στις 7 Ιούνη 1936, τότε που ο Μεταξάς όρισε υπουργό Εσωτερικών τον υποστηρικτή δικτατορικών λύσεων Θ. Σκυλακάκη και στον Τύπο υπήρχαν δημοσιεύματα για επικείμενη δικτατορία, ο Θ. Σοφούλης έλεγε:
«Ο κ. Πρωθυπουργός δεν σκέπτεται τοιούτον τι. Περί αυτού είμαι πεπεισμένος και ο κόσμος πρέπει να ησυχάση και να μη δίδη πίστιν εις τοιαύτας σκοπίμους διαδόσεις».4 Και τη στιγμή που ο Σοφ. Βενιζέλος διαπραγματευόταν με τον Μεταξά την εγκαθίδρυση δικτατορικής διακυβέρνησης, όπου ο ίδιος θα ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης!
Πρέπει να σημειωθεί το εξής ζήτημα, που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της 20ετίας που προηγήθηκε της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας: Την επιβολή των στρατιωτικών δικτατορικών «λύσεων» δεν την επιχειρούσαν και πραγματοποιούσαν μόνο οι λεγόμενες δεξιές ή ακροδεξιές δυνάμεις, αλλά και οι φιλελεύθερες. Η δικτατορία που εγκαθίδρυσε ο στρατηγός Θεόδ. Πάγκαλος τον Ιούνη του 1925 ήταν δημιούργημα του «κεντρώου» χώρου. Ο ίδιος ο Πάγκαλος είχε πρωτοστατήσει στην εκτέλεση των «6». Αλλά και την 1η Μάρτη 1935, το κίνημα στρατιωτικών μονάδων που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη είχε την καθοδήγηση των Ελευθ. Βενιζέλου και Ν. Πλαστήρα.
Ως προς τις δικτατορικές διαθέσεις και αντιδράσεις των «κεντρώων» πολιτικών κομμάτων είναι χαρακτηριστικό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και το εξής γεγονός: Ενώ έβγαιναν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 5ης Μάρτη 1933, ο Πλαστήρας είπε στον Βενιζέλο:
«Χάνουμε τας Αθήνας! Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τι άλλο! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάμουμε ό,τι και στην Ιταλία, που, χάρις στο φασισμό, προοδεύει».5 Και ο Βενιζέλος του απάντησε:
«Η Ιταλία επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ δε νομίζω, αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο Μουσολίνι. Οχι μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσολίνι!».6 Ο Πλαστήρας, ωστόσο, προχώρησε στο εγχείρημά του, αλλά το πραξικόπημά του απέτυχε...
Παρ' όλα αυτά, και σήμερα που έχουν συμπληρωθεί δυο τρίτα ενός αιώνα, συνεχίζονται να γράφονται ανάλογες επικριτικές απόψεις, όπως η παρακάτω:
«Η στιγμή της αλήθειας για το ΚΚΕ ήρθε με το πραξικόπημα των βενιζελικών αξιωματικών την 1η Μάρτη 1935. Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στο κίνημα ήταν σαφέστατα εχθρική και όλες οι οργανωμένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος στράφηκαν εναντίον του πραξικοπήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ριζοσπάστης προκάλεσε τεράστια ζημιά στους οπαδούς του Βενιζέλου και του Πλαστήρα δημοσιεύοντας σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση και το χρονοδιάγραμμα του πραξικοπήματος λίγες μέρες πριν αυτό εκραγεί»!7...
Το ΚΚΕ έκανε πολύ σωστά που κατήγγειλε κάθε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, απ' όποια πλευρά κι αν προερχόταν. Αυτή τη στάση κράτησε και στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μάρτη 1935. Και επικρίθηκε στη συνέχεια, από διάφορες πλευρές, επειδή ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε πληροφορίες για το πραξικόπημα, προτού αυτό εκδηλωθεί! Επρεπε, σύμφωνα με τους επικριτές, να το υποστηρίξει επειδή προερχόταν από το «κέντρο» και στρεφόταν κατά της «δεξιάς»!
Στρεφόταν κατά του λαού! Κατά της «δεξιάς» στρεφόταν μόνο στη βάση του ποιος θα διαχειρίζεται την εξουσία. Και, βεβαίως, ο καυγάς για τη διαχείριση της εξουσίας ουδέποτε απετέλεσε αντικειμενικό κριτήριο για τις προθέσεις και το φιλολαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής κάθε κόμματος.
Επιβεβαιώνεται αυτό από την πολιτική των «κεντρώων» κυβερνήσεων, που συναγωνίστηκαν και πολλές φορές ξεπέρασαν τις «δεξιές» στην επίδειξη αγριότητας κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. «Και δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα για τη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών το έδωσε ο μεγαλύτερος ηγέτης του ελληνικού αστισμού, ο Βενιζέλος (...). Επί κυβερνήσεως Βενιζέλου, μεταξύ 1929 και 1932, έγιναν 11.400 συλλήψεις και 2.130 καταδίκες, ενώ από τις επιτροπές ασφαλείας εκτοπίστηκαν πάνω από 200 άτομα. Στο ίδιο διάστημα κακοποιήθηκαν 1.355 άτομα, και 120 φαντάροι πέρασαν τη στρατιωτική τους θητεία στον πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου. Δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 28 Νοεμβρίου 1930. Πρόκειται για τα στελέχη της ΟΚΝΕ Μαρκοβίτη και Πανούση, που η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια ύστερα από τεράστια λαϊκή κινητοποίηση. Στην ίδια δίκη καταδικάστηκαν σε ισόβια οι Κ. Γαμβέτας και Δ. Βλαντάς, σε 7 χρόνια φυλακή οι Αδαμόπουλος και Τσακίρης και σε δύο χρόνια ο Κορδέλης».8
Ακόμα: Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε στη Βουλή το Νόμο 4229/1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ηταν το περιβόητο «Ιδιώνυμο», με το οποίο:
«Οστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν, τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις, επιβάλλεται διά της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός έως δύο ετών, εις τόπον εν αυτή οριζόμενον».
Η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία κηρύχτηκε στο διάστημα που οι δημοκρατικές ιμπεριαλιστικές χώρες έδιναν τα πάντα στη Γερμανία του Χίτλερ, προσπαθώντας να την στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Οι χώρες των Βαλκανίων - ιδιαίτερα η Ελλάδα, που είναι και μεσογειακή χώρα - τους ήταν απαραίτητο ελεγχόμενο στήριγμα στα σχέδιά τους.
Ηθελαν ένα λαό αλυσοδεμένο. Και βεβαίως η προώθηση του στηρίγματος προϋπέθετε έντονο αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, παράνομο ΚΚΕ, πλήρως ελεγχόμενα συνδικάτα και Τύπο. Αυτή η επιδίωξη και οι εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, με τις οποίες ήταν στενά δεμένη, αποτέλεσαν τους λόγους που επιβλήθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Με άλλα λόγια, η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν η πολιτική έκφραση των συμφερόντων της αστικής τάξης στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Ηταν η αναγκαία δύναμη στήριξης και ενίσχυσης του ελληνικού καπιταλισμού - στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος - σε συνθήκες προετοιμασίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτά αποδεικνύονται ανάγλυφα τόσο από την εσωτερική όσο και από την εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε. Και ακριβώς επειδή αποτελούσε την πιο ακραία έκφραση του αντικομμουνισμού, ήταν υποχρεωμένη να αντιπαρατάξει μια «νέα» ιδεολογία, η οποία θα αντικαθιστούσε την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που από τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής και της Συνθήκης της Λοζάνης είχε συντριβεί και μάλιστα με τον πιο επονείδιστο για την αστική τάξη τρόπο. Αυτόν το ρόλο επιδίωξε να παίξει με το μανδύα της ιδεολογίας του «Γ' Ελληνικού Πολιτισμού». Και ενίσχυσε το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του σε τέτοιο βαθμό, που καμιά κοινοβουλευτική δικτατορία δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει.
Το γιατί επιβλήθηκε η δικτατορία το έχει πει με δωρική σαφήνεια ο ίδιος ο Μεταξάς:
«Η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις».9
Βεβαίως, αποτελεί υπερβολή ο παραπάνω ισχυρισμός του Μεταξά, αφού η οργάνωση και η συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δε βρισκόταν σε τέτοιο επίπεδο που να κινδυνεύει το αστικό καθεστώς. Ωστόσο, υπήρξαν σημαντικά γεγονότα, τα οποία δυσκόλευαν τις κινήσεις και τους χειρισμούς της αστικής τάξης μπροστά στα νέα διεθνή δεδομένα. Στα γεγονότα αυτά σημαντική, αν όχι την πρώτη θέση, κατέχουν εκείνα της 9ης Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου τμήματα του στρατού ενώθηκαν με τους απεργούς καπνεργάτες και άλλους εργάτες και υπήρξαν συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν 9 νεκροί10, 32 βαριά τραυματισμένοι και 250 τραυματισμένοι ελαφρά. Στην ουσία, η λαϊκή κινητοποίηση πήρε τέτοιες διαστάσεις, που η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους διαδηλωτές. Αλλά και στις 3 Ιούνη 1936 η χωροφυλακή στο Βόλο, προκειμένου να διαλύσει συγκέντρωση των απεργών κλωστοϋφαντουργών, δολοφόνησε έναν και τραυμάτισε εφτά.
Αναφερόμενος τότε ο Θ. Σοφούλης στην επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, από τη μια τον απέρριπτε ως μη πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα έκανε μια ειλικρινή ταξική τοποθέτηση. Στο υπόμνημά του προς τον βασιλιά Γεώργιο Β' (Δεκέμβρης 1936) έγραψε:
«Αλλ' εάν ο κ. Πρωθυπουργός είχε στοιχεία, πείθοντα αυτόν, ότι ευρισκόμεθα προ ενός πραγματικού κινδύνου ανατροπής του καθεστώτος, είχε όλην την ευχέρειαν να αποτρέψει τον κίνδυνον διά μόνης της κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου, παρεχομένης αναντιρρήτως και υπό της εθνικής αντιπροσωπείας της εγκρίσεως αυτής. Και λέγω αναντιρρήτως, διότι κατά τας συνεδριάσεις της συνταγματικής επιτροπής είχε διατυπωθή η γνώμη, ότι συμφέρει να κατοχυρωθή και υπό του Συντάγματος το πολίτευμα της Χώρας διά παντός μέτρου ασφαλείας κατά του κομμουνισμού, τιθεμένου εν ανάγκη εκτός νόμου».11
Στη σύμπλεξη εσωτερικών και εξωτερικών λόγων που επέβαλαν τη φασιστικού τύπου δικτατορία, μπορεί ίσως κανείς να δώσει μεγαλύτερο βάρος στους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έχει σχετικώς υπογραμμιστεί, «εκρίθη, δηλαδή, ότι, ενόψει πολέμου, θα απετέλη υπερβολικήν πολυτέλειαν διά την Ελλάδα η δημοκρατική διακυβέρνησίς της, η οποία, κατά τον Μεταξάν, θα παρημπόδιζε την πολεμικήν προπαρασκευήν.Αλλά και οι εσωτερικοί δεν είναι αμελητέοι. Γιατί; "Η στάσις αυτή των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων δεν ήτο ανεξήγητος. Ησθάνοντο, κατά βάθος, ότι ο Μεταξάς είχε δώσει την μόνην δυνατήν λύσιν διά την ένωσιν του αστικού κόσμου. Ησθάνοντο ότι το αστικόν καθεστώς, διά να υπερπηδήση την κρίσιν που είχε προκαλέσει ο από του 1916 μέχρι 1936 εμφύλιος πόλεμος, είχε ανάγκην να αναστείλη, επί τι χρονικόν διάστημα, τας δημοκρατικάς ελευθερίας"».3
Η παραπάνω άποψη συμπίπτει με την ερμηνεία που έχουν δώσει και μια σειρά άλλοι Ελληνες συγγραφείς, ως προς τις αιτίες που προκάλεσαν την τόσο οξυμένη (αιματηρή) σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις (βενιζελικών - αντιβενιζελικών) και που τελικά, όπως υποστηρίζουν, τα πράγματα στη μεταξύ τους σχέση έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε, για να μη συνεχιστεί ο καταστροφικός αγώνας αλληλοεξόντωσης, αποδέχτηκαν συναινετικά, ως μόνη λύση, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Στο πλαίσιο της παραπάνω εκτίμησης έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η σύγκρουση αυτών των δύο παρατάξεων ήταν σύγκρουση ταξική, επειδή στην αντιπαράθεση έπαιρνε μέρος και η μεγάλη μάζα των μικροαστικών στρωμάτων!
Δεν επρόκειτο για σύγκρουση ταξική. Η υποτιθέμενη ταξική σύγκρουση έχει τόση βάση όση έχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι, επειδή τα αστικά κόμματα ακολουθούνται από τα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων είναι κόμματα του λαού! (Εξάλλου και στο μεσοπόλεμο τα αστικά κόμματα τα ακολουθούσε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης). Οπως, επίσης, με την άποψη που υποστηρίζει ότι τα μικροαστικά στρώματα αποτελούν κάποια ιδιαίτερη τάξη. Γι' αυτό και το σωστό είναι να κάνουμε λόγο για ενδοαστικές αντιθέσεις, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού.
Αρχικώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τις μεταξύ τους αντιθέσεις τα αστικά κόμματα τις πυροδοτούσαν παραπέρα τα ίδια, ώστε, μέσω της τεχνητής πόλωσης, να κρατούν εγκλωβισμένο το λαό. Ωστόσο, αυτές οι αντιθέσεις είχαν και αντικειμενική βάση.
Τις οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις συνέχιζε εκείνα τα χρόνια να πυροδοτεί η συντριβή από την ήττα και η καταστροφή στη Μικρά Ασία, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν. Η εγκατάσταση στην Ελλάδα ενάμισι εκατομμυρίου ξεριζωμένων από τη Μικρασία, που προστέθηκαν στα υπόλοιπα εκατομμύρια των εγχώριων εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών, όξυνε τις αντιθέσεις. Και οι δύο βασικές πολιτικές παρατάξεις της αστικής τάξης υπόσχονταν λύση στα προβλήματα, δίχως βεβαίως να την πραγματοποιούν. Ετσι, ο παραπλανημένος αυτός κόσμος στρεφόταν πότε στη μία και πότε στην άλλη παράταξη, που, για να τον εγκλωβίζει σε βάρος της αντίπαλης, κατέφευγε στη δημιουργία κλίματος οξύτητας και δημαγωγίας δίχως φιλολαϊκό περιεχόμενο. Βεβαίως, το ίδιο γινόταν και πριν το 1922, όμως σε συνέχεια απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις. Επιπλέον, η νίλα από την εκστρατεία στη Μικρασία είχε οδηγήσει στην εκτέλεση των έξι επιφανών παραγόντων του «Λαϊκού Κόμματος» (Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζηανέστης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης). Αυτοί, ναι μεν είχαν μεγάλες ευθύνες για ό,τι συνέβη, αλλά σε τελευταία ανάλυση ήταν τα εξιλαστήρια θύματα της πολιτικής που εφάρμοσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις («δεξιές» και «κεντρώες»), με ιδεολογικό μανδύα και σημαία τη «Μεγάλη Ιδέα», που κάλυπτε την επιδίωξη της αστικής τάξης να πάρει μεγάλο κομμάτι από την «πίτα» που λεγόταν Τουρκία. Αυτή η επιδίωξη συνέπεσε κατ' αρχήν με τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους τα Στενά και τα πετρέλαια της περιοχής. Οταν αυτόν το στόχο μπόρεσαν να τον πραγματοποιήσουν «πουλώντας» την ελληνική αστική τάξη και πηγαίνοντας με την τουρκική, τότε επήλθε η καταστροφή: Στράφηκαν κατά της Ελλάδας...
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Και όπως τηλεγραφούσε ο Ελληνας πρεσβευτής στη Ρώμη:
«Οι κυβερνώντες την Ιταλίαν ελπίζουν ότι, ηττωμένης της Γερμανίας, θα επιστή η ώρα του διαμελισμού της Μικράς Ασίας, θα εγκατασταθή δε και η Ιταλία εν αυτή. Υποθέτουν ευλόγως ότι η Ρωσσία διά των αρμενικών επαρχιών της Τουρκίας, θα κατέλθη εις Μεσόγειον αντίκρυ της Κύπρου. Η Γαλλία θα λάβη την Συρίαν και η Αγγλία την Αραβίαν. Θα απομείνη ικανός διά την Ιταλίαν χώρος προς δυσμάς των ρωσσικών κτήσεων. Μετά δυσφορίας μεγάλης προβλέπουν οι Ιταλοί ότι είναι αδύνατον να μη ληφθή υπ' όψιν η Ελλάς. Επειδή η Σμύρνη και η κοιλάς του Μαιάνδρου είναι περιζήτητοι, δε φαντάζονται οι Ιταλοί ότι θα δοθή εις ημάς. Θα καταβάλουν δ' άλλως πάσαν προσπάθειαν όπως ελάχιστα κληρονομήσωμεν εν Μικρά Ασία».14
Και φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι και η ελληνική αστική τάξη της Μικρασίας, που εκμεταλλευόταν Ελληνες και Τούρκους εργάτες, πίεζε για την κατάκτηση της περιοχής από τον ελληνικό στρατό και σε συνέχεια για την προσάρτηση της Μικρασίας από το ελληνικό κράτος (ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που τελικά σφαγιάστηκε από τους Τούρκους, ήταν από τους πιο ένθερμους κήρυκες της «Μεγάλης Ιδέας»).
Αργότερα, μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1935, οι αντιβενιζελικοί εκτέλεσαν τους βενιζελικούς στρατηγούς Παπούλα και Κοιμήση και τον επίλαρχο Βολάνη, γεγονός που έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις και οι εκατέρωθεν αιματοχυσίες ήταν καθημερινό φαινόμενο στην εικοσαετία που είχε προηγηθεί του 1936 και είχαν διχάσει το λαό σε δύο αντιμαχόμενες μερίδες (βενιζελικούς - αντιβενιζελικούς), που βρίσκονταν κυριολεκτικά στα μαχαίρια. Επρόκειτο για την ενσωμάτωση των λαϊκών δυνάμεων στις δύο βασικές δυνάμεις του αστικού πολιτικού κόσμου, που και τις δύο χαρακτήριζε, όπως ήταν φυσικό, ο αντικομμουνισμός και η επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα και στις λαϊκές ελευθερίες. Η κατάσταση, από την άποψη της χειραφέτησης τμήματος των λαϊκών δυνάμεων, άρχισε, σ' ένα μικρό βαθμό, ν' αλλάζει μετά την έλευση στην Ελλάδα των προσφύγων της Μικρασίας. Και αυτό, μόνο όταν οι υποσχέσεις των βενιζελικών κυβερνήσεων, που είχαν πάρει τους πρόσφυγες υπό την ...προστασία τους, ότι θα λύσουν τα προβλήματά τους, άρχισαν να εξανεμίζονται και ορισμένοι κατάλαβαν τον εμπαιγμό.
Η όξυνση των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων είχε ως βάση την πορεία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, που σε μια φάση της συνέπεσε με το γεγονός ότι η διαμόρφωση των ορίων του ελληνικού κράτους, που κατέληξε να αποκρυσταλλωθούν οριστικά με τη Συνθήκη της Λοζάνης, πραγματοποιούνταν, όταν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες οδηγούσαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ελλάδα βρισκόταν ήδη ενσωματωμένη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, συμμετέχοντας στη συνέχεια και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και που στη διάρκειά του η βενιζελική παράταξη πήρε το μέρος της Αντάντ (Γαλλία κ.ά.), ενώ τότε τα Ανάκτορα ήθελαν η Ελλάδα ν' ακολουθήσει την πλευρά της Γερμανίας, μέσω της «ουδετερότητας». Το παραπάνω θέμα κατανοείται καλύτερα, αν το δει κανείς σε συνδυασμό με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συντελούνταν εκείνα τα χρόνια, αλλά και με την αντίστοιχη προσπάθεια της τουρκικής αστικής τάξης να ανατρέψει το φεουδαρχικό οικοδόμημα και να έρθει αυτή στην εξουσία. Αρα και με το γεγονός ότι και την Τουρκία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες προσπαθούσαν (η καθεμιά για λογαριασμό της) να την προσεταιριστούν, αξιοποιώντας και τα αστικά κινήματα που έφεραν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ίδιο, βεβαίως, συνέβαινε με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις άλλων βαλκανικών χωρών, που επιδίωκαν κι αυτές τη διαμόρφωση του δικού τους εθνικού χώρου. Αυτό ακριβώς τις έφερνε, μεταξύ τους και την καθεμιά χωριστά, σε σύγκρουση με άλλες.
Βεβαίως, σημαντικό ρόλο έπαιζε ο λαϊκός παράγοντας. Ο εμπαιγμός που υφίστατο ο λαός είχε οδηγήσει σε μαχητικές διεκδικήσεις, ενώ είχε προωθηθεί και η συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά και της φτωχής αγροτιάς. Ιδιαίτερα, όμως, είχε δημιουργηθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (1918 - ΣΕΚΕ), που το 1924, στο 3ο έκτακτο Συνέδριο του, μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Κατά συνέπεια, η ανάγκη του ελληνικού καπιταλισμού να αναπτυχθεί, προχωρούσε μέσα σε συνθήκες όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και μιας ορισμένης ανάπτυξης της ταξικής πάλης, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού, καθώς και με την υποδεέστερη θέση που είχε η Ελλάδα στο καπιταλιστικό σύστημα, που βεβαίως περιλάμβανε και το χαρακτηριστικό της εξάρτησής της από μεγάλες καπιταλιστικές χώρες.
Στο θέμα της όξυνσης που πήραν οι αντιθέσεις, πρέπει να υπογραμμιστεί και ο ρόλος της μοναρχίας. Η μοναρχία εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα μερικά χρόνια μετά το τέλος της επανάστασης του 1821 και η εμφύτευσή της ήταν προϊόν της σύμπραξης των ελληνικών κυβερνήσεων, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και ξένων κυβερνήσεων, με στόχο να αποτελέσει έναν ισχυρό μοχλό κατά των λαϊκών δυνάμεων, που διεκδικούσαν ελευθερίες και δικαιώματα, που ήθελαν δηλαδή η επανάσταση του 1821 ν' αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος ως προς τα αποτελέσματά της (μοίρασμα της γης στο λαό κ.ά.). Η μοναρχία έπαιξε από τότε και σε συνέχεια τον κατασταλτικό ρόλο της, συνέβαλε στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στα χρόνια της 4ης Αυγούστου, που η μοναρχία απετέλεσε τον έναν πυλώνα της, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ενισχύθηκε ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, καθώς και η στενότερη σύνδεση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, όπως έχουν αποδείξει οικονομικοί μελετητές αυτής της περιόδου.
Ταυτόχρονα, η μοναρχία προσπαθούσε να ενισχύει τα πολιτικοστρατιωτικά της στηρίγματα και να διαμορφώνει επιρροή και μηχανισμούς που θα αναβαθμίζουν το δικό της ρόλο. Αυτό την έφερνε σε σύγκρουση με τμήματα του κοινοβουλευτικού αστικού πολιτικού κόσμου. Οξυνε τις υπάρχουσες αντιθέσεις. (Μήπως δεν έγινε κάτι παρόμοιο και στη μεταπολεμική Ελλάδα, ιδιαίτερα στα χρόνια 1963-1967, κάτω βεβαίως από αλλαγμένες, αλλά σε πολλά παρόμοιες, καπιταλιστικές συνθήκες;).
Από την άλλη, στην όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα συνέβαλε και η νέα διεθνής κατάσταση, το γεγονός, δηλαδή, ότι τα σύννεφα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει προ πολλού να συσσωρεύονται, ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού κόσμου. Ετσι, το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος) προσανατολιζόταν προς την Ιταλία του Μουσολίνι, άλλες μερίδες της αστικής τάξης (π.χ. η εφημερίδα «Εστία») προς τη Γερμανία και άλλες (π.χ. Λαμπράκης) παρέμεναν σταθερά με το μέρος της Μ. Βρετανίας. (Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Ελευθ. Βενιζέλος αντιτάχτηκε στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, όταν έγινε γνωστό το μυστικό πρωτόκολλο που το συνόδευε και το οποίο υποχρέωνε τις 4 χώρες που το υπέγραψαν [Ελλάδα - Γιουγκοσλαβία - Τουρκία - Ρουμανία] να αποκρούσουν από κοινού και με τα όπλα ενδεχόμενη επίθεση από την πλευρά της Ιταλίας και της Γερμανίας!). Ταυτόχρονα, είχε πραγματοποιηθεί και νικήσει η μεγάλη Οωτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η Σοβιετική Ενωση ήταν μια πραγματικότητα παγκόσμιας σημασίας και ρόλου.
Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, καθώς και τα όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, είναι από εκείνα που αποδεικνύουν ανάγλυφα πόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις είναι ασήμαντες για τα λαϊκά συμφέροντα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1909) οι κυβερνήσεις Βενιζέλου πήραν μέτρα εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού συστήματος, μέτρα εδραίωσης και ισχυροποίησής του. Το κοινοβουλευτικό σύστημα απαλλάχτηκε από τις απαρχαιωμένες δομές του, θεσπίστηκε η Εργατική Νομοθεσία και αναγνωρίστηκε νομικά ο συνδικαλισμός, ένα μέρος της γης μοιράστηκε σε ακτήμονες, ενώ προχώρησε η φορολογική και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις και επεκτάθηκαν τα ελληνικά σύνορα με νικηφόρους πολέμους. Για τις μεταρρυθμίσεις αυτές - και άλλες - γράφτηκε πολύ σωστά:
«Βέβαιον είναι ότι η φιλεργατική εκείνη πρόνοια απέτρεψε την απειλήν βίαιων εξεγέρσεων και επροστάτευσε την αστικήν τάξιν ασφαλέστερον από κάθε αστυνομικήν ή στρατιωτικήν εκ των υστέρων περιφρούρησιν».15
Βέβαιο είναι, επίσης, ότι από ένα χρονικό σημείο και έπειτα τα όρια αυτής της πολιτικής των Φιλελευθέρων είχαν εξαντληθεί (τέλη της δεκαετίας του '20). Μειώθηκαν κατά πολύ οι διαφορές τους ως προς τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Κι όμως, αυτές οι ασήμαντες για το λαό διαφορές (π.χ. δεξιών - κεντρώων κομμάτων, τότε βενιζελικών - αντιβενιζελικών) κυριάρχησαν για πολλές δεκαετίες, κρύβοντας τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις. Το ότι αυτές οι αντιθέσεις ήταν για το λαό ασήμαντες, το αποδεικνύει και ο ενθουσιασμός του Ελευθέριου Βενιζέλου για την υπουργοποίηση του Ι. Μεταξά:
«Στις 7 Μαρτίου συνέχαιρε τον Σοφούλη για την εκλογή του ως προέδρου (με τις ψήφους του Παλλαϊκού Μετώπου) της Βουλής, "ήτις εν συνδυασμώ προς την αντικατάστασιν του υπουργού Στρατιωτικών (σ.σ.: του Παπάγου από τον Μεταξά), παρουσιάζει ευτυχή εξέλιξιν αποκαταστάσεως ομαλού πολιτικού βίου"»16!!! Και στις 9 Μάρτη 1936 ο Βενιζέλος έγραφε στον Λουκά Ρούφο:
«Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσο ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξει επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν και αναθέσας το υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Λαού και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»17!!!
Ο αντιλαϊκός φιλοδικτατορικός ρόλος των αστικών κομμάτων δε σταμάτησε στην παράδοση της εξουσίας στον Μεταξά και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Συνεχίστηκε και μετά την 4η Αυγούστου. Η «αντίδρασή» τους περιοριζόταν να κάνουν διαβήματα στο βασιλιά και να του ζητούν να πάρει πρωτοβουλίες κατά της δικτατορίας! Και ένα μήνα αργότερα, τα αστικά πολιτικά κόμματα έκαναν συμφωνία στο πρόγραμμα που θα εφάρμοζαν, εφόσον εκαλούντο να διαδεχτούν τη δικτατορία! Τη συμφωνία υπέγραψαν όλοι οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων (στο μεταξύ χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες βρισκόντουσαν στις φυλακές, στις εξορίες, στην παρανομία)! Σε ποιες αρχές στηρίχτηκε το πρόγραμμα των αστικών κομμάτων; Διαβάζουμε:
«Βασιλεύς, Βουλή, Κυβέρνησις: Ο Βασιλεύς θα έχει το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής και της αρνησικυρίας των νόμων. Ο Βασιλεύς θα είχεν αποφασιστικήν γνώμην διά την σύνθεσιν των ενόπλων δυνάμεων.
Αμυνα κατά της βίας: Ο κομμουνισμός και ο φασισμός θα ετίθεντο εκτός νόμου.
Κοινωνική ειρήνη: Προς παγίωσιν της κοινωνικής ειρήνης και προστασίαν της οικουμενικής ευημερίας, θα απηγορεύοντο η απεργία και το "λοκ-άουτ" και θα καθιερούτο η υποχρεωτική διαιτησία».18
Πολύ αργότερα άρχισαν να οργανώνουν ομάδες αντιδικτατορικής δράσης, «αλλά απέκλειαν την δυναμικήν ανατροπήν της δικτατορίας»19! (Μοναδική εξαίρεση υπήρξε το ένοπλο κίνημα της Κρήτης, το καλοκαίρι [τέλη Ιούνη] του 1938, που απέτυχε, αφού χτυπήθηκε με τη συγκατάθεση και του βασιλιά, στον οποίον οι επικεφαλής του κινήματος είχαν απευθυνθεί, για να συμβάλει στην ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά!). Πέρασε αρκετός χρόνος από την κήρυξη της δικτατορίας, μέχρι που η κυβέρνηση Μεταξά συνέλαβε και πολλούς από αυτούς...
Τελικά, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ενώ προσέφερε πολλά στην αστική τάξη, από την άλλη προκάλεσε εξ αντικειμένου σημαντική ζημιά στα αστικά πολιτικά κόμματα. Αποτέλεσε μια από τις αιτίες - όχι την πιο σημαντική, αλλά ωστόσο μία από τις αιτίες - παραπέρα όξυνσης της κρίσης στην οποία περιήλθαν και της δυσκολίας να ανασυγκροτηθούν, γεγονός που επιδεινώθηκε στη συνέχεια, όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό το καθεστώς της γερμανοϊταλικής κατοχής. Γιατί, όπως σωστά έχει επισημανθεί, με την οκταετία που ακολούθησε (μεταξική δικτατορία - γερμανική κατοχή) διακόπηκε η συνέχεια. «Η έλλειψις συνεχείας, εξ άλλου, ωδήγησεν εις εξάρθρωσιν των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, υποβοηθήσασα παραλλήλως την άνδρωσιν του Κομμουνιστικού Κόμματος».20
Αυτό το τελευταίο, βεβαίως, δεν είναι καθόλου σωστό. Η έλλειψη συνέχειας έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η κρίση των αστικών κομμάτων προκλήθηκε από το ρόλο τους στα χρόνια της Κατοχής, τότε που ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και οι κρατικοί μηχανισμοί σμπαραλιάστηκαν. Γιατί και το ΚΚΕ βγήκε από τη δικτατορία βαρύτατα χτυπημένο, υπέφερε και έζησε σε φοβερές συνθήκες και μάλιστα τέτοιες που δε γνώρισε κανένα αστικό κόμμα. Ομως το ΚΚΕ έπαιξε άλλο ρόλο, ηγήθηκε της λαϊκής πάλης. Αντίθετα, τα αστικά κόμματα έκαναν ό,τι μπορούσαν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας και άλλες δυνάμεις τους με τους Γερμανούς, για να τσακίσουν το λαό...
Ενα ζήτημα, σχετικά με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που ανάμεσα σε άλλα βρίσκεται στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ως στοιχείο της ταξικής πάλης σήμερα, έχει σχέση με την προοπτική της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης γενικά και τη διέξοδό της. Ζήτημα το οποίο βασίζεται στην αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, καπιταλισμού - σοσιαλισμού, γενικά στην προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης, το αναπόφευκτο της κοινωνικής επανάστασης. Θεμέλιό τους είναι η εξουσία και ο χαρακτήρας της, ζήτημα το οποίο δεν εξαφανίζεται ποτέ ακόμη και στην περίοδο του πολέμου. Βεβαίως, τα «σύγχρονα αστικά ρεύματα» στη μελέτη της Ιστορίας επιδιώκουν να αφαιρέσουν το ταξικό στοιχείο από την αντιφασιστική πάλη, προκειμένου να πείσουν τις λαϊκές μάζες πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τη διαιώνιση του καπιταλισμού. Αποσιωπώντας το γεγονός πως στην απελευθερωτική πάλη κατά του άξονα, σε διάφορες χώρες η αστική τάξη δεν πήρε μέρος, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ ταυτόχρονα πάσχιζε εν μέσω πολέμου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις διατήρησης της εξουσίας της μετά το τέλος του. Αυτή η στρατηγική της επιδίωξη καθόρισε τη συγκεκριμένη στάση της στον πόλεμο. Ας το δούμε μέσα από το παράδειγμα της Ελλάδας.
Με την εισβολή των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα στις 28 Οκτώβρη 1940 και την ήττα τους στον απελευθερωτικό πόλεμο του λαού μας, τη σκυτάλη πήρε η ναζιστική Γερμανία που εισέβαλε στις 6 Απρίλη του 1941 και κατέλαβε τη χώρα. Ετσι ξεκινά η κατοχή της Ελλάδας από την ιμπεριαλιστική Γερμανία. Αποφασιστική, ως προς το χαρακτήρα της λαϊκής πάλης, ήταν η συμβολή του πρώτου ιστορικού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που ήταν απομονωμένος στα κρατητήρια της Κρατικής Ασφάλειας, που καλούσε το λαό να αντιπαλέψει σύσσωμος με τ' όπλο στο χέρι τον ντόπιο φασισμό και τους εισβολείς, σ' έναν αγώνα που σαν αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχει μια Ελλάδα του λαού της. Με βάση το πολιτικό στίγμα αυτού του γράμματος, τον Ιούλη του 1941, συνήλθε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που αποφάσισε την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τη συσπείρωση όλων των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που ήταν διατεθειμένες να αγωνιστούν γι' αυτό το σκοπό. Ετσι τις 16 Ιούλη του '41 η εργατική τάξη δημιούργησε το Εργατικό ΕΑΜ, που ήταν προπομπός του ΕΑΜ, ενώ στη συνέχεια ιδρύεται το ΕΑΜ (συνασπισμός κομμάτων), ο ΕΛΑΣ, το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, ως ενιαία οργάνωση της νεολαίας, το ΕΛΑΝ (λαϊκό πολεμικό ναυτικό) κλπ. Δημιουργήθηκαν δηλαδή οι προϋποθέσεις για το μεγάλο έπος της Αντίστασης και του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα.
Ηταν μια περίοδος της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας και του λαϊκού της κινήματος, το οποίο βρέθηκε πρωταγωνιστής των εξελίξεων όταν η άρχουσα τάξη συμβιβαζόταν με την πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, ακόμη και με τη μορφή του φασισμού και του ναζισμού, «της τότε νέας τάξης πραγμάτων». Και συνδέεται με μια από τις πιο σημαντικές, ένδοξες και ηρωικές εποχές της λαϊκοδημοκρατικής και επαναστατικής δράσης.
Η ιστορική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού μας κατά της ιμπεριαλιστικής χιτλεροφασιστικής κατοχής και υποδούλωσης. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, διεξάγονταν, όχι βεβαίως ανοιχτά, αλλά διεξάγονταν και σ' αυτή την περίοδο. Αλλωστε ο λαός μας την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να διατηρήσει για πολύ, αφού ο αστικός κόσμος, στηριγμένος στα ένοπλα τμήματα του καθεστώτος, που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές και στους Αγγλους ιμπεριαλιστές, χτυπά με τα όπλα το λαϊκό κίνημα προκειμένου να επανεγκαθιδρύσει αστική εξουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από τη διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό, συνέπιπταν και τα συμφέροντά τους μεταπολεμικά, αφού ο αστικός κόσμος της Ελλάδας χωρίς τους Αγγλους δε θα μπορούσε να επιβάλει τη δική του εξουσία γιατί δεν είχε λαϊκό έρεισμα, οι δε Αγγλοι έβλεπαν στη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας στη Μεσόγειο ως έδαφος χρήσιμο για τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Εδώ επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δικτατορική κυβέρνηση του Ι. Μεταξά και παρά το ότι ο ίδιος ιδεολογικά συμφωνούσε με τον Χίτλερ, στον πόλεμο συντασσόταν με τους Αγγλους, αφού όπως έχει ομολογήσει δημόσια μετά την επίθεση της Ιταλίας, τα συμφέροντα του κεφαλαίου της Ελλάδας υπηρετούνται από τη σχέση τους με το αγγλικό κεφάλαιο. Γι' αυτό και αντιτάχτηκε στην απαίτηση της φασιστικής Ιταλίας για στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας απ' αυτήν.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αστός «κεντρώος» πολιτικός, είχε πει για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ» (Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344).
Αλλά το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Στις 3 Μάρτη του 1934, για παράδειγμα, μιλώντας στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, έλεγε κατά λέξη: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» (Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ', σελ. 77).
Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα» (Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ. 25).
Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα, ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον - ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο - τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω: «Είμεθα ουδέτεροι εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» («Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76).
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός, ανάμεσα σε δυο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ από τη μια πλευρά και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία από την άλλη), για το εδαφικό ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, αλλά και με έναν κοινό σκοπό. Την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
H στρατιωτικοπολιτική δράση των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα για την εγκαθίδρυση αστικού κράτους, με το χτύπημα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ίσως και να μην ήταν χρειαζούμενη στους Ελληνες αστούς, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη, οπότε και θα θεωρούνταν νικήτρια, άρα θα συνέχιζε να ήταν ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα όμως εξελίχτηκε εντελώς διαφορετικά. Σ' αυτό τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του. Αποδείχτηκε με τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και τον εμφύλιο πόλεμο στον οποίο «έσπρωξαν» ο αστικός πολιτικός κόσμος της Ελλάδας με τους συμμάχους του Αγγλους, αφού δε φαινόταν διαφορετική λύση για το στέριωμα της εξουσίας του κεφαλαίου, με δεδομένο ότι το λαϊκό κίνημα, παρά την ήττα του στις μάχες του Δεκέμβρη και την υποχώρησή του, το λάθος του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και γενικότερα τον απαράδεκτο συμβιβασμό του με τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», δεν είχε οριστικά ηττηθεί.
Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ» στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί π.χ. η ένοπλη δράση του ΕΔΕΣ κατά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα;
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, προετοιμαζόταν και η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτή την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Και αυτό αντανακλάται και στις έξωθεν της χώρας συμμαχίες. Ενα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν το εξής: Το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς να μείνει στην Ελλάδα και να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό που θα αποτελέσει, όπως αποδείχτηκε μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του. Ενα μικρό τμήμα της έμεινε στην αδράνεια, ενώ μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα έδρασαν στην απελευθερωτική πάλη. Ενα μικρό επίσης τμήμα της ίδρυσε στρατιωτικοπολιτικές οργανώσεις με κυριότερη τον ΕΔΕΣ, που ουσιαστικά έκαναν αντιΕΑΜικό, αντικομμουνιστικό αγώνα.
Επίσης ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ, που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί βεβαίως να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού όπως την βάφτισε ο λαός, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Ας δούμε όμως τη στάση του αστικού πολιτικού κόσμου.
Το τμήμα του αστικού κόσμου που επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές ήταν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» (ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ.ά.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί. Βεβαίως, μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας» και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, πάρα το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες - συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Ο Θ. Σοφούλης, αρχηγός των «Φιλελευθέρων», ο Γ. Καφαντάρης, των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος, του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου, του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος, του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κ. Καραμανλής, του «Λαϊκού Κόμματος», απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλ. Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ι. Ράλλη. Ο Γ. Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Εγγλέζοι) (Π. Ρούσος, ο. π., σελ. 137). Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι» που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: Παραθέτουμε το σχετικό γράμμα του Ν. Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτέμβρη 1998). Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21η Απρίλη 1941 κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση.
Ο αστικός κόσμος που μετακόμισε στο εξωτερικό περνούσε τον καιρό του στην Αίγυπτο μέσα σε ατελείωτες αντιλαϊκές δράσεις που σκάρωνε με τους Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τα απομεινάρια του αστικού κράτους που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Την εκεί κατάσταση την περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ποιητής Γ. Σεφέρης, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των κυβερνήσεων του Καΐρου, που την παρομοίαζε μ' ένα «κουβάρι από σκουλήκια» (Γ. Σεφέρη: «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», τ. Α', σελ. 131, «Εκδόσεις Ικαρος»).
Ως προς το πώς έβλεπαν τις μεταπολεμικές εξελίξεις και το πώς προετοιμάζονταν ανάλογα έγραψε ο Πέτρος Ρούσος για τη συνάντησή του με τον γνωστό πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο στο Κάιρο, το καλοκαίρι του 1943: «Ο Κανελλόπουλος έβλεπε πως πλησιάζει και πάλι το "μέγα θέμα" της εξουσίας. Συγκράτησα δύο σκέψεις από τις συνομιλίες μας. Του περιέγραψα την αλγεινή εντύπωσή μας από τη φατριαστική και ηττοπαθή κατάσταση που επικρατεί στις κορυφές του Καΐρου σε αντίθεση με τις μαχητικές διαθέσεις που επικρατούν στους φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες υπέρ του συμμαχικού πολέμου. Είχαμε επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια και είχαμε μιλήσει με την παράνομη καθοδήγηση της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), με τον Σαλλά και με ναυτικούς, ιδιαίτερα του πολεμικού στόλου, επίσης με στελέχη της ΟΕΝΟ (Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) και τον γραμματέα των ναυτεργατών Νίκο Καραγιάννη, που καθοδηγούσαν το γεμάτο αυτοθυσία αγώνα των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο.
-- Κύριε Κανελλόπουλε, του λέω, είδαμε τα πολεμικά μας και τα πληρώματα έτοιμα για πόλεμο και θυσία και αυτά κρατούνται μακριά από τον αντιχιτλερικό πόλεμο, την ώρα που οι άλλοι θυσιάζονται στην πατρίδα και στους ωκεανούς. Ολοι, και οι Αγγλοι, ομολογούν πως χάρη στους αντιφασίστες είναι πρωτοφανής η πειθαρχία και η επίδοση των πληρωμάτων στα ελληνικά πολεμικά πλοία.
-- Μα αυτό είναι ακριβώς που με φοβίζει, μου λέει!» (Π. Ρούσου, «Η Μεγάλη Πενταετία», σελ. 418, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Ο φόβος του εκφράστηκε με την πρακτική αντίδραση των Εγγλέζων, των εκεί ελληνικών κομμάτων και των πραιτοριανών τους λίγους μήνες αργότερα (Απρίλης 1944), όταν τσάκισαν το αντιφασιστικό στρατιωτικό κίνημα της Μέσης Ανατολής ενόψει της απελευθέρωσης που πλησίαζε...
Η σύμπραξη των Εγγλέζων και των αστών πολιτικών έγινε πιο απροκάλυπτα φανερή εκείνα τα χρόνια. Το ίδιο και στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και στη Βάρκιζα, καθώς και μέχρι τις αρχές του 1947, όταν τους Βρετανούς αντικατέστησαν στην Ελλάδα οι Αμερικανοί. Φάνηκε και μετά. Αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η όποια στάση κράτησαν τα κόμματα της οικονομικής ολιγαρχίας (βασιλικά - φασιστικά, «φιλελεύθερα», κοινοβουλευτικά της «Δεξιάς», σοσιαλδημοκρατικά) δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σ' ένα και μόνο αποτέλεσμα: Στην απομαζικοποίησή τους (όσων βέβαια είχαν μαζική λαϊκή βάση), στη βαθιά κρίση τους και στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας στις γραμμές του ΕΑΜ. Γιατί ο λαός διαπίστωσε με την πείρα του ότι, φθάνοντας οι Γερμανοί στην Ελλάδα, δεν είχε ν' ακουμπήσει παρά μόνο σε ένα κόμμα: Στο ΚΚΕ. Μόνο το ΚΚΕ βρισκόταν δίπλα στις λαϊκές μάζες. «...το Κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα που αλλάζουν, να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας», υπογράμμιζε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ τον Ιούλη του 1941 («Το ΚΚΕ απ' το 1931 ως το 1952», σελ. 105, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ).
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειαζόταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και, κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 30 Οκτώβρη στις 2 μ.μ. τα τμήματα της ΧΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη μακεδονική πρωτεύουσα.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξαγάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες και αίμα. Μα ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα», (απόρροια της Συμφωνίας της Καζέρτας με τους Αγγλους), στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας στο Συνέδριο του Λιβάνου το Σεπτέμβρη του 1944 ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και το ΕΑΜ με το ΚΚΕ για την «εθνική ενότητα»), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του, μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10ην Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσιλόγων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας. Ηδη, ο αστικός πολιτικός κόσμος και οι Αγγλοι σύμμαχοί του άναβαν το φιτίλι του Εμφυλίου. Βεβαίως, η κατάληξη του Δεκέμβρη ήταν η συμφωνία για κατάπαυση του πυρός ως συμβιβασμός ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και τους αστούς που στη συνέχεια οδήγησε στην απαράδεκτη από άποψη αρχών της ταξικής πάλης Συμφωνία της Βάρκιζας για την παράδοση των όπλων στους αστούς από τον ΕΛΑΣ.
Η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων, να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, υπηρετήθηκε απαρέγκλιτα και βάσει σχεδίου. Προς το σκοπό αυτό, ο Τσόρτσιλ δεν είχε κανένα δισταγμό να έρθει σε συνεννόηση και με τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολυνθούν στο στόχο του. Συμφώνησαν ν' αφεθούν ανενόχλητα τα γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα να παραχωρήσουν οι Γερμανοί στους Εγγλέζους τη Θεσσαλονίκη αμαχητί!
Το γεγονός αυτό περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Αλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», σελ. 36, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Βάσει σχεδίου χαράχτηκε η πολιτική τους στο Λίβανο και στην Καζέρτα, καθώς και αργότερα, το Δεκέμβρη του 1944, αλλά και στη Βάρκιζα. Και ο Λίβανος και η Καζέρτα είναι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, που οδήγησε στο Δεκέμβρη και σε συνέχεια στη Βάρκιζα. Το ομολογεί αυτό ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 2 Μάρτη 1948. Παραθέτουμε ένα μεγάλο μέρος της επιστολής:
«Φίλε κ. Διευθυντά,
(...) Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: "Ο Υψιστος μάς έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; Διά να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι, θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά σιγά θα τους παραδίδαμεν - για να μη γίνει Επανάστασις - και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα".
Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε "δώρον του Υψίστου" ο Δεκέμβρης... Αλλά ότι "θα τους τα εδίναμε όλα...". Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: "Τους τα επαίρναμε όλα...". Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν...
(...) Θα επικαλεστώ κείμενα:
"Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός.
Εις το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των εκπροσωπών του ΚΚΕ. είπα: "Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕAM έχει την πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την τυραννίαν...".
Εάν όμως το ΕAM έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς και αν, κατά συνέπειαν, δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, τότε η συμμετοχή και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ενωσιν θα ημπορή να θεωρήται γεγονός.
Την 6η Ιουλίου 1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καΐρου προς την Επιτροπήν των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα: "Αποδοχή των νέων όρων σημαίνει κατ' ουσία: Στρατός ΕΑΜ. Ελεγχoν της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕAM. Και έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!".
Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: "Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ".
(...) Και συνεπής προς την σταθεράν επαγγελίαν επηκολούθησε η εφαρμογή...
Η κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως ανεσχηματίσθη εν Αθήναις την 23ην Οκτωβρίου. Και μετά δέκα ημέρας, την 3ην Νοεμβρίου 1944, προέβην εις τας ακολούθους ανακοινώσεις:
"Μετά την συντελεσθείσαν πλήρην Απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η Αντίστασις. Είναι επομένως φυσικόν ότι επακολουθεί η αποστράτευσις των Ανταρτικών Ομάδων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία ωρίσθη διά την 10ην Δεκεμβρίου...".
(...) Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβαν την Κυβέρνησιν.
Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.
Διά να έλθωμεν εις τας Αθήνας - ως αντίπαλοι του ΚΚΕ - δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕAM. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχαν απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα, τα οποία, κατά τους κρίσιμους εκείνους μήνας - Σεπτέμβριον και Οκτώβριον 1944 - επιέζοντο σφοδρώς από τον Χίτλερ, αποβλέποντα εις τον εξαναγκασμόν χωριστής ειρήνης... Και είχε μάλιστα φθάσει εις τόσον βαθμόν η έλλειψις διαθεσίμων βρετανικών δυνάμεων, ώστε να αναγκασθώ μίαν ημέραν, εις τον πρεσβευτήν της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος μου ωμίλει περί αποστολής εις την Ελλάδα "εκατοντάδων" ή και "δεκάδων" ανδρών, να δώσω την απάντησιν, ότι "έχω την εντύπωσιν, ότι ομιλώ με αντιπρόσωπον του Λουξεμβούργου...".
(...) Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και διά τούτο την επεδίωξα - και ευτυχώς κατωρθώθη... Καθώς επίσης, μόνον το σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ, διά του Αρχηγού του, υπέγραψε την υποταγήν του εις το Βρετανικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρετανούς εις την Ελλάδα, καθίστα Συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των...
Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Διότι εφ' όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς "η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους...".
Αλλά πότε θα έπρεπε ν' αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν' αποφασισθή αμέσως, ή να αναβληθή δι' αργότερον; Το ζήτημα του χρόνου ήτο κρισιμώτατον. Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν. Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την ηυνόουν. Εφόσον εξηκολουθεί ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως. Και δι' αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη...
Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.
Και εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν - όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Και εξωτερικώς, διότι τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της. Και διά τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ' όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον - και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ήν Δεκεμβρίου, την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας...
Και διά τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος...
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή "δώρον του Υψίστου". Αλλά, διά να ύπαρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να μη γίνη η Στάσις - "το δώρον του Υψίστου" - έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
Μετ' εξαίρετου τιμής
Γ. Παπανδρέου
1/3/48».
Ο αστικός κόσμος στην ολομέτωπη επίθεσή του περιέλαβε και τη μεθόδευση βουλευτικών εκλογών σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές ο Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Οι εκλογές έγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667». (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%! («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100 - 120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. «Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και ταυτόχρονα προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν από τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Παραπομπές:
1. Σπύρου Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 201, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».
2. Σπύρου Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 219, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».
3. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 4, σελ. 390, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».
4. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 430, εκδ. «Ικαρος».
5. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β' , σελ. 183, εκδ. «Ικαρος».
6. Ο.π., σελ. 183.
7. ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ελευθεροτυπίας, 3 Αυγούστου 2000, σελ. 19.
8. Αγγέλου Ελεφάντη, «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», σελ. 281, εκδ. «Θεμέλιο».
9. Σπύρου Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», σελ. 112, εκδ. «Θεμέλιο».
10. Πηγές της εποχής ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε πάνω από 20. (Βλ. Εκκληση της Εργατικής Βοήθειας της Ελλάδος): Γιώργη Πικρού, «Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος». 1912 - 1936, σελ. 224, τόμ. 9, εκδ. Καρανάσης.
11. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του», τόμ. Α', σελ. 107, εκδ. «Ιστορική Ερευνα», 1965.
12. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 423, εκδ. «Ικαρος».
13. Ο.π., σελ. 467.
14. Τηλεγράφημα ελληνικής πρεσβείας Ρώμης, της 14/27 Δεκέμβρη 1914. Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών, από Γεωργίου Βεντήρη, «Η Ελλάς του 1910 - 1920», σελ. 267 - 268, εκδ. «Ικαρος».
15. Γεωργίου Βεντήρη, «Η Ελλάς του 1910 - 1920», σελ. 81, εκδ. «Ικαρος».
16. Σπύρου Λιναρδάχου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».
17. Σπ. Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194 - 195, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».
18. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 441, εκδ. «Ικαρος».
19. Ο.π., σελ. 443.
20. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 476, εκδ. «Ικαρος».