«Εσύ, Σόλων, έφτιαξες έναν νόμο για όλους τους άντρες. Όπως λένε, μα το Δία, ήσουν ο πρώτος που καθιέρωσε αυτό το δημοκρατικό και σωτήριο μέτρο! Βλέποντας τις φυσικές παρορμήσεις πολλών νέων της πόλης μας να τους οδηγούν σε κακούς δρόμους, αγόρασες γυναίκες και τις τοποθέτησες σε διάφορα μέρη, έτοιμες και διαθέσιμες για τον καθένα» (Φιλήμων, Δελφοί (Αθήναιος, ΧΙΙΙ, 569)).
Τα πρώτα πορνεία, του ευρωπαϊκού τουλάχιστον χώρου, και μάλιστα δημόσια, θα πρέπει να εμφανίστηκαν στην Αρχαία Αθήνα. Ιδρυτής τους, σύμφωνα με τον κωμωδιογράφο Φιλήμονα, ήταν ο ενάρετος Σόλωνας. Ανάμεσα στις πολλές τροποποιήσεις που επιβάλλει στις κοινωνικές δομές της Αθήνας, είναι και η διαίρεση των πολιτών σε τάξεις ανάλογα με το εισόδημά τους. Ωστόσο, για τις γυναίκες η ταξινόμηση δε στηρίζεται σε περουσιακά στοιχεία αλλά σε μια ιεραρχία σεξουαλικών «καθηκόντων». Αυτή η κατανομή δηλώνεται εξαιρετικά από τη γνωστή διατύπωση:
«Τις πόρνες τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και τις συζύγους για τους γνήσιους απογόνους και τη φύλαξη του σπιτικού»
Η σολώνεια νομοθεσία για την πορνεία είναι αρχικά ένα μέτρο δημόσια υγιεινής με στόχο τη διαφύλαξη της καθαρότητας της φυλής:
«Οι νέοι της πόλης μας μπορούν να βρουν στο πορνείο όμορφες κοπέλες στη σειρά, να λιάζονται με γυμνωμένα τα στήθη. Ο καθένας μπορεί να διαλέξει εκείνη που ταιριάζει στα γούστα του: λεπτή ή χοντρή, παχουλή, ψηλή, ξερακιανή, νέα, γριά, φρέσκια ή ακόμα πολύ σιτεμένη… Σε καλούν να μπεις και σε φωνάζουν «παππούλη» αν είσαι γέρος, «πατερούλη» αν είσαι νέος. Μπορείς να πας να δεις την καθεμιά τους άφοβα, χωρίς να ξοδέψεις πολλά λεφτά, μέρα ή νύχτα, κατά πώς θέλεις» (Ξέναρχος, Το Πένταθλον (Αθήναιος, ΧΙΙΙ, 568)).
Μια και θεσπίστηκαν για το κοινό όφελος, τα δημόσια σπίτια είναι υπό κρατικό έλεγχο. Διευθύνονταν από τον «πορνοβοσκό». Τους επιβάλλεται ειδικός φόρος, το «πορνικόν», που όπως κι άλλοι φόροι εκμισθώνεται κάθε χόνο από τη Βουλή σε ειδικά επιφορτισμένους εισπράκτορες, οι «πορνοτελώνες». Με τα κέρδη από την εμπορία αυτών των γυναικών, ο Σόλων έκτισε ένα ναό αφιερωμένο στην Πάνδημο Αφροδίτη, δηλαδή την «κοινή σε όλους» Αφροδίτη, προστάτιδα του αγοραίου έρωτα.
Αλλά, ως γνωστόν, η ιδιωτική πρωτοβουλία, αν μυρίσει κέρδη, δεν κρατιέται. Έτσι δίνεται και σε ιδιώτες το δικαίωμα να διαχειρίζονται πορνεία. Ο Ευκτήμων, ένας πλούσιος Αθηναίος, έχει στον Πειραιά ένα κτίριο στο οποίο εκπαιδεύονται μικρές πόρνες. Μια από αυτές, που μεγάλωσε αρκετά ώστε να αρέσει στους πελάτες, τοποθετείται από τον Ευκρήμονα διαχειρίστρια ενός σπιτιού στον Κεραμεικό, κοντά στην αγορά των κρασιών. Έτσι η νεαρή γυναίκα μπόρεσε να στρώσει μια καλή πελατεία από αμπελουργους της Αττικής που έρχονταν να πουλήσουν τη τρύγημα τους στην Αθήνα. Δεν είναι τίποτε το ταπεινωτικό για έναν ευηπόληπτο πολίτη να συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στις πολλές πηγές εσόδων του και τα κέρδη από οίκους ανοχής. Πρόκειται για μια δουλική εργασία κι ο ιδιοκτήτης ,πορεί να καρπώνεται από τους σκλαβους την υπεραξία που θέλει, με όποιον τρόπο θέλει.
Αν και το Κράτος παρεμβαίνει για να ρυθμίσει την όλη δραστηριότητα με ειδικούς αστυνόμους που επιβλέπουν και παραπέμπουν στη δικαιοσύνη όσους δεν τηρούν τις ταρίφες που αυτό θέτει, εμφανίζεται, παράλληλα μια άγρια, παράνομη πορνεία. Νεαρά αγόρια και κορίτσια τριγυρνούν στους δρόμους κατά μήκος των οχυρωμάτων, ψάχνοντας κάποιον να τους δώσει λίγα χρήματα με αντάλλαγμα ερωτικές συνερεύσεις. Η περιπέτεια του Σοφοκλή είναι χαρακτηριστική:
Κάποια μέρα ο μεγάλος τραγικός, υποκύπτει στα καλέσματα ενός όμορφου αγοριού που τον διπλάρωσε και το ζευγάρι βρίσκει ένα πρόχειρο κρησφύγετο στη σκιά των οχυρωμάτων της πόλης. Μα, μετά τη σύντομη συνάντηση, το αγόρι αρπάζει τον ακριβό μανδύα του Σοφοκλή και το σκάει αφήνοντας τον ποιητή με τον παιδικό μανδύα. Ο διάσημος συγγραφέας αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι του αξιολύπητος, φορώντας τον κοντούτσικο μανδύα του αγοριού και γινόμενος ρόμπα.
Οι γυναίκες αυτές χαρακτηρίζονται με τον όρο «πόρνη», που σημαίνει «πουλημένη» (από το πέρνημι = πουλώ) ή «προς πώληση», υπαινιγμός όχι για το επάγγελμά τους αλλά για το ότι πουλήθηκαν σε κάποια αγορά, καθώς στην πλειοψηφία τους ήταν σκλάβες. Αντίθετα, για την πλειοψηφία των γυναικών που προσφέρουν τιςυπηρεσίες τους προτιμάται ο όρος εταίρα ή σύντροφος. Ο όρος αποκτά πολύ γρήγορα υποτημιτική σημασία και αναφέρεται αποκλειστικά στην ευτελέστερη κατηγορία γυναικών. Και η ελληνική γλώσσα διαθέτει με ιδιαίτερο πλούτο συνώνυμα:
«βιζιτού, ελευθεριάζουσα, εταίρα, ιερόδουλη, καλντεριμιτζού, καμπαρετζού, καριόλα, κικαρού, κοινή, κοκότα, κουβεντιασμένη, κούρβα, κουρκουλετζού, κουρτεζάνα, κουρτιζάνα, κόφα, μαγδαληνή, νυχτολουλούδα, νυχτοπόρτισα, ξέκωλο, ξετσίπωτη, ξεψώλι, παρδαλή, παστρικιά, πηδιόλα, πουτάνα, πρόστυχη, ρεπατζού, ρουσπού, σκρόφα, τροτέζα, τσούλα, χαμαίτυπη…»
Και άλλες, όρεξη να’ χει κανείς…
Πηγές:
[2] Catherine Salles, Η άλλη όψη της αρχαιότητας. Ο υπόκοσμος.Μτφ. Κ. Τσιταράκης, εκδ. Παπαδήμα, 1998.
[3] GEM de Ste. Croix, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την αρχαϊκή εποχή ως την αραβική κατάκτηση. Μτφ. Γ. Κρητικός, εκδ. Ράππα, 1997.
[4] Josiah Ober, Μάζες και ελίτ στη δημοκρατική Αθήνα. Ρητορική, ιδεολογία και ισχύς του λαού. Μτφ. ΒΓ Σερέτη, εκδ. Πολύτροπον, 2003.