28 Αυγ 2018

ΒΟΗΘΕΙΑ! Έρχονται οι ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ και η ΑΝΑΠΤΥΞΗ




Η ανά­πτυ­ξη της Ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας είναι προ των πυλών.
Αλή­θεια με ποιόν τρόπο μπο­ρεί να έρθει η ανά­πτυ­ξη; Ποιοι είναι οι μη­χα­νι­σμοί της; Γιατί δεν μπο­ρού­με να την έχου­με συ­νε­χώς; Και τε­λι­κά, εί­μα­στε σί­γου­ροι ότι την θέ­λου­με;

Σε προη­γού­με­νο άρθρο  εί­χα­με μι­λή­σει για την κρίση. Στο άρθρο εκεί­νο λέ­γα­με ότι Κρίση και Ανά­πτυ­ξη είναι οι δύο πλευ­ρές του ίδιου νο­μί­σμα­τος και ότι η μία φάση στον οι­κο­νο­μι­κό κύκλο, ακο­λου­θεί υπο­χρε­ω­τι­κά την άλλη (πράγ­μα που το πα­ρα­δέ­χο­νται όλοι οι αστοί οι­κο­νο­μο­λό­γοι). Μά­λι­στα εί­χα­με απο­δεί­ξει ότι η Υπε­ρα­ξία η οποία πα­ρα­μέ­νει στα χέρια των κα­πι­τα­λι­στών, είναι και η αιτία για να μειω­θεί η ζή­τη­ση των αγα­θών που πα­ρά­γει η οι­κο­νο­μία, και στο τέλος να μπού­με στην φάση της οι­κο­νο­μι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης.

Στο άρθρο αυτό θα δούμε, το πώς λει­τουρ­γεί η Ανά­πτυ­ξη και συ­γκε­κρι­μέ­να η δια­δι­κα­σία της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, η οποία ανα­γκα­στι­κά και νο­μο­τε­λεια­κά θα οδη­γή­σει σε κρίση.



Θα πρέ­πει να θυ­μί­σου­με ότι, Οι­κο­νο­μι­κή Κρίση είναι η μεί­ω­ση της πα­ρα­γω­γής από τους επι­χει­ρη­μα­τί­ες-κα­πι­τα­λι­στές (τους ιδιο­κτή­τες των μέσων πα­ρα­γω­γής) επει­δή δεν μπο­ρούν να που­λή­σουν την πα­ρα­γω­γή τους, ενώ Οι­κο­νο­μι­κή Ανά­πτυ­ξη είναι η επεν­δύ­σεις και η αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γής. Επί­σης θα πρέ­πει να λά­βου­με υπόψη μας ότι μόνο στον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής δη­μιουρ­γού­νται οι­κο­νο­μι­κές κρί­σεις και σε κα­νέ­να άλλο οι­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα. Οι­κο­νο­μι­κές Κρί­σεις δεν εί­χα­με ούτε στο Δου­λο­κτη­τι­κό, ούτε στο Φε­ου­δαρ­χι­κό, αλλά ούτε και στο Σο­σια­λι­στι­κό σύ­στη­μα που γνω­ρί­σα­με. Γιατί όμως δεν εί­χα­με σε αυτά τα συ­στή­μα­τα; Ας το εξε­τά­σου­με.

Κατά αρχής στο Σο­σια­λι­σμό δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει Οι­κο­νο­μι­κή Κρίση (δη­λα­δή να μειώ­νε­ται η πα­ρα­γω­γή λόγω αδυ­να­μί­ας διά­θε­σης των προ­ϊ­ό­ντων) επει­δή υπάρ­χει κε­ντρι­κός σχε­δια­σμός όπου προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται η πα­ρα­γω­γή βάσει των κα­τα­με­τρη­μέ­νων ανα­γκών. Επί­σης τα αγαθά που πα­ρά­γο­νται ΔΕΝ είναι εμπο­ρεύ­μα­τα, δη­λα­δή δεν προ­ο­ρί­ζο­νται για πώ­λη­ση, αλλά είναι αγαθά για χρήση και τα οποία προ­ο­ρί­ζο­νται για δια­νο­μή στο λαό. Στο Σο­σια­λι­σμό υπάρ­χει συ­νε­χής ανά­γκη για αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γής (για να ικα­νο­ποι­η­θούν οι συ­νε­χώς διευ­ρυ­νό­με­νες ανά­γκες των πο­λι­τών) και συ­νε­πώς μόνο με αυτό το σύ­στη­μα υπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα συ­νε­χούς οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης! (Για αυτό στο Σο­σια­λι­σμό δεν υπάρ­χει και ανερ­γία).

Στο Δου­λο­κτη­τι­κό και στο Φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα έχου­με Απλή Εμπο­ρευ­μα­τι­κή Πα­ρα­γω­γή αγα­θών. Δη­λα­δή οι πα­ρα­γω­γοί προ­σπα­θούν να πα­ρά­γουν αγαθά, από τα οποία με­ρι­κά θα κα­τα­να­λώ­σουν οι ίδιοι, ενώ όσα πε­ρισ­σέ­ψουν, θα τα ανταλ­λά­ξουν (σαν εμπο­ρεύ­μα­τα) με αγαθά που πα­ρά­γουν άλλοι πα­ρα­γω­γοί. Ακόμα και στην πε­ρί­πτω­ση όπου όλη η πα­ρα­γω­γή του κάθε με­μο­νω­μέ­νου πα­ρα­γω­γού είναι εμπό­ρευ­μα (δη­λα­δή προ­ο­ρί­ζε­ται να πάει στην αγορά για ανταλ­λα­γή), ακόμα και τότε μι­λά­με για απλή εμπο­ρευ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή (ΑΕΠ). Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα της ΑΕΠ είναι ότι τα πα­ρα­γό­με­να αγαθά προ­ο­ρί­ζο­νται για την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών του πα­ρα­γω­γού, προ­ο­ρί­ζο­νται για κα­τα­νά­λω­ση και όχι για δη­μιουρ­γία πε­ριου­σί­ας και θη­σαυ­ρού. Για πα­ρά­δειγ­μα ο σι­δε­ράς φτιά­χνει πέ­τα­λα και με­ντε­σέ­δες για να τα πάει στην αγορά και να τα ανταλ­λά­ξει με τρό­φι­μα, ρούχα και άλλα αγαθά (που δεν μπο­ρεί ή δεν προ­λα­βαί­νει να φτιά­ξει ο ίδιος), τα οποία θα τα κα­τα­να­λώ­σει.

Ακόμα και σή­με­ρα, ο μι­κρο­α­γρό­της που πα­ρά­γει καρ­πού­ζια ή κα­λα­μπό­κι, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ένα μικρό μέρος της πα­ρα­γω­γής του για να το κα­τα­να­λώ­σει ο ίδιος και το υπό­λοι­πο θα το πάει στην αγορά για να το ανταλ­λά­ξει με άλλα αγαθά, τα οποία και πάλι θα τα κα­τα­να­λώ­σει αυτός και η οι­κο­γέ­νειά του.

Πα­ρα­τη­ρεί­στε ότι στην πε­ρί­πτω­ση της ΑΕΠ (μι­λά­με για την εποχή της Δου­λο­κτη­σί­ας και της Φε­ου­δαρ­χί­ας), δεν υπάρ­χουν πε­ρι­θώ­ρια για οι­κο­νο­μι­κές κρί­σεις. Δεν υπάρ­χει πε­ρί­πτω­ση οι πα­ρα­γω­γοί να μην μπο­ρούν να δια­θέ­σουν τα προ­ϊ­ό­ντα τους και έτσι να στα­μα­τή­σουν την πα­ρα­γω­γή. Ακόμα κι αν σε με­ρι­κούς από αυ­τούς συμ­βεί κάτι τέ­τοιο, αμέ­σως οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι πα­ρα­γω­γοί θα στρα­φούν σε άλλον τομέα και θα αρ­χί­σουν να πα­ρά­γουν κά­ποιο άλλο είδος και έτσι ποτέ ολό­κλη­ρη η οι­κο­νο­μία δεν θα μπει σε Κρίση.

Αν θέ­λα­με να εμ­φα­νί­σου­με την δια­δι­κα­σία της ανταλ­λα­γής στην αγορά με σύμ­βο­λα, θα μπο­ρού­σα­με να το γρά­ψου­με ως εξής: { Ε = Ε }.
Δη­λα­δή το εμπό­ρευ­μα που δίνει ο πα­ρα­γω­γός στην αγορά, ισού­ται με το εμπό­ρευ­μα ή τα εμπο­ρεύ­μα­τα, που παίρ­νει.

Από την εποχή όπου εμ­φα­νί­στη­κε η ανταλ­λα­γή των πλε­ο­να­σμά­των που είχε η κοι­νω­νία ή ο κάθε πα­ρα­γω­γός, εμ­φα­νί­σθη­κε και η ανά­γκη για να βρε­θεί κι ένα αγαθό το οποίο θα το δε­χό­ντου­σαν όλοι και θα με­σο­λα­βού­σε ανά­με­σα στις ανταλ­λα­γές. Γιατί ήταν δύ­σκο­λο να βρει ο κάθε πα­ρα­γω­γός τον αντί­στοι­χο πα­ρα­γω­γό που να χρειά­ζε­ται το δικό του αγαθό. Δη­λα­δή ο τσα­γκά­ρης που χρεια­ζό­ταν καρ­φιά, δυ­σκο­λευό­ταν να βρει τον σι­δε­ρά που θα είχε ανά­γκη πα­πού­τσια για να κά­νουν ανταλ­λα­γή. Έτσι, με τον καιρό, βρέ­θη­καν εμπο­ρεύ­μα­τα που τα δε­χό­ντου­σαν όλοι στις ανταλ­λα­γές, όπως ήταν το αλάτι, τα κα­τσί­κια κλπ. Μετά από χι­λιά­δες χρό­νια ανταλ­λα­γών, τα με­ταλ­λι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα (ασήμι, χρυ­σός) έγι­ναν το γε­νι­κό ισο­δύ­να­μο στις ανταλ­λα­γές και έτσι στα­δια­κά εμ­φα­νί­σθη­κε το χρήμα.

Με την εμ­φά­νι­ση του χρή­μα­τος, η ανταλ­λα­γή των αγα­θών στην αγορά άλ­λα­ξε και ο τύπος που γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω, έγινε ως εξής:
{ Ε = Χ = Ε }.
(Εμπό­ρευ­μα = Χρήμα = Εμπό­ρευ­μα).
Η δια­δι­κα­σία της ανταλ­λα­γής χω­ρί­σθη­κε σε δύο τμή­μα­τα, στην αγορά και την πώ­λη­ση. Στην πώ­λη­ση ο πα­ρα­γω­γός που­λά­ει τα αγαθά του και παίρ­νει το χρήμα {Ε = Χ } και στη συ­νέ­χεια με το χρήμα στο χέρι πη­γαί­νει στην αγορά και αγο­ρά­ζει αυτά που θέλει { Χ = Ε }.

Και στην πε­ρί­πτω­ση αυτή, το αρ­χι­κό εμπό­ρευ­μα που πού­λη­σε ο πα­ρα­γω­γός, ισού­ται με το τε­λι­κό εμπό­ρευ­μα που απέ­κτη­σε κατά την αγορά. Δεν έχει ση­μα­σία εάν ο πω­λη­τής κρα­τή­σει τα χρή­μα­τα για με­ρι­κές μέρες ή μήνες στο σπίτι του και πάει αρ­γό­τε­ρα να κάνει τις αγο­ρές του. Το ζή­τη­μα είναι ότι όταν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τε­λι­κά τις αγο­ρές του, θα έχει ανταλ­λά­ξει την αρ­χι­κή πο­σό­τη­τα εμπο­ρευ­μά­των που κα­τεί­χε με άλλα εμπο­ρεύ­μα­τα ίσης αξίας.

Επο­μέ­νως, στην Απλή Εμπο­ρευ­μα­τι­κή Πα­ρα­γω­γή, το αρ­χι­κό εμπό­ρευ­μα που που­λά­ει ο πα­ρα­γω­γός, ισού­ται με τον τε­λι­κό εμπό­ρευ­μα που αγο­ρά­ζει. Είναι ση­μα­ντι­κό να ση­μειώ­σου­με ότι στην πε­ρί­πτω­ση της ΑΕΠ το χρήμα είναι απλά ένα μέσο που βοη­θά­ει την κυ­κλο­φο­ρία των εμπο­ρευ­μά­των.
Εμπό­ρευ­μα => Χρήμα => Εμπό­ρευ­μα
{ Ε => Χ => Ε }

Τι δια­φο­ρε­τι­κό συμ­βαί­νει όμως στον κα­πι­τα­λι­σμό; Αφού κι εδώ, εμπο­ρεύ­μα­τα που­λά­με και εμπο­ρεύ­μα­τα αγο­ρά­ζου­με. Τι στο καλό συμ­βαί­νει και η Ανά­πτυ­ξη κα­τα­λή­γει σε Οι­κο­νο­μι­κή Κρίση;

Θ α πρέ­πει να πούμε από την αρχή ότι ο κα­πι­τα­λι­σμός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την ΑΝΕ­ΠΤΥΓ­ΜΕ­ΝΗ ΕΜΠΟ­ΡΕΥ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ ΠΑ­ΡΑ­ΓΩ­ΓΗ. Βέ­βαια συ­νυ­πάρ­χει και κά­ποιο είδος Απλής Εμπο­ρευ­μα­τι­κής Πα­ρα­γω­γής , η οποία όμως επι­σκιά­ζε­ται από την Κα­πι­τα­λι­στι­κή Πα­ρα­γω­γή, που είναι ασύ­γκρι­τα με­γα­λύ­τε­ρη. Έτσι, όταν επέρ­χε­ται η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή κρίση, συ­μπα­ρα­σύ­ρει μαζί της και τους μι­κρούς πα­ρα­γω­γούς που κά­νουν κά­ποια μικρή εμπο­ρευ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή (μι­κρούς βιο­τέ­χνες, μι­κρο­α­γρό­τες, μι­κρο­ε­παγ­γελ­μα­τί­ες κλπ.).

Επί­σης στον Κα­πι­τα­λι­σμό, η με­γα­λύ­τε­ρη πλειο­ψη­φία των πα­ρα­γω­γών δεν έχουν δικά τους μέσα πα­ρα­γω­γής, αλλά είναι ερ­γά­τες και υπάλ­λη­λοι, ανα­γκα­σμέ­νοι να που­λά­νε το μο­να­δι­κό εμπό­ρευ­μα που έχουν (την ερ­γα­τι­κή τους δύ­να­μη) στους κε­φα­λαιού­χους, τους κα­πι­τα­λι­στές.

Το χρήμα από μόνο του ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ. Τα χρή­μα­τα που έχει κά­ποιος στο σε­ντού­κι του ή στο χρη­μα­το­κι­βώ­τιο δεν είναι κε­φά­λαιο. Θα γίνει κε­φά­λαιο, μόνο όταν θα μπει στην δια­δι­κα­σία της πα­ρα­γω­γής με σκοπό να αυ­ξη­θεί και να απο­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο χρήμα στον κά­το­χό του.

Ο κα­πι­τα­λι­στής απο­φα­σί­ζει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το χρήμα σαν κε­φά­λαιο με μο­να­δι­κό σκοπό να το αυ­ξή­σει. Για το λόγο αυτό θα κάνει μια επέν­δυ­ση και θα αρ­χί­σει την πα­ρα­γω­γή αγα­θών, τα οποία στη συ­νέ­χεια θα τα που­λή­σει σε με­γα­λύ­τε­ρη τιμή (ει­σπράτ­το­ντας χρήμα) και έτσι θα αυ­ξή­σει το αρ­χι­κό του κε­φά­λαιό.
Ας υπο­θέ­σου­με ότι ο κα­πι­τα­λι­στής μας, επεν­δύ­ει στην πα­ρα­γω­γή επί­πλων. Με το χρήμα που δια­θέ­τει και το βάζει στην επι­χεί­ρη­ση ως κε­φά­λαιο, θα αγο­ρά­σει ξυ­λεία, χρώ­μα­τα, μη­χα­νή­μα­τα, κτή­ρια, ερ­γα­λεία, ηλε­κτρι­κή ενέρ­γεια, με­τα­φο­ρι­κά μέσα κλπ. Με άλλα λόγια θα με­τα­τρέ­ψει το χρήμα που δια­θέ­τει σε εμπο­ρεύ­μα­τα. Επί­σης με το χρήμα θα αγο­ρά­σει ένα επι­πλέ­ον εμπό­ρευ­μα, την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη που κα­τέ­χουν οι ερ­γά­τες (χει­ρι­στές μη­χα­νών, οδη­γοί, λο­γι­στές, διευ­θυ­ντές, κα­θα­ρί­στριες, πω­λη­τές κλπ).

Με άλλα λόγια, ο κα­πι­τα­λι­στής με­τέ­τρε­ψε το χρήμα σε εμπο­ρεύ­μα­τα.
Ισχύ­ει λοι­πόν ο τύπος { Χ = Ε }
(Χρήμα ίσον με Εμπό­ρευ­μα).
Στη συ­νέ­χεια, αφού οι ερ­γά­τες επε­ξερ­γα­σθούν με τα μη­χα­νή­μα­τα και τα ερ­γα­λεία τις πρώ­τες ύλες που έχουν, θα ετοι­μά­σουν τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα (τα έπι­πλα) στα οποία θα βρί­σκε­ται εν­σω­μα­τω­μέ­νη η ερ­γα­σία που πρό­σθε­σαν οι ερ­γά­τες με την ερ­γα­τι­κή τους δύ­να­μη.
Τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα θα τα που­λή­σει ο κα­πι­τα­λι­στής στην αγορά και θα τα με­τα­τρέ­ψει ξανά σε χρήμα.
Θα ισχύ­ει λοι­πόν ο τύπος { Ε = Χ }
(Εμπο­ρεύ­μα­τα ίσον με Χρήμα).

Για να σκε­φτού­με όμως. Ο κα­πι­τα­λι­στής έβαλε χρήμα Χ και κα­τέ­λη­ξε να ξα­να­πά­ρει χρήμα Χ. Αυτό όμως έρ­χε­ται σε αντί­θε­ση με τον αρ­χι­κό του σκοπό που ήταν το κέρ­δος. Εάν το χρήμα που έβαλε είναι το ίδιο με αυτό που πήρε, τότε δεν είχε νόημα να δη­μιουρ­γή­σει αυτή την επι­χεί­ρη­ση επί­πλων, αφού ο σκο­πός του εξ αρχής ήταν να αυ­ξή­σει τα χρή­μα­τά του. Συ­νε­πώς κα­τα­λα­βαί­νου­με ότι το τε­λι­κό χρήμα Χ που ει­σέ­πρα­ξε, θα είναι αυ­ξη­μέ­νο σε σχέση με το αρ­χι­κό χρήμα. Θα πρέ­πει λοι­πόν να το ονο­μά­σου­με κάπως δια­φο­ρε­τι­κά για να ξε­χω­ρί­ζει από το αρ­χι­κό χρήμα. Ας του βά­λου­με έναν τόνο για να το δια­κρί­νου­με και να το ονο­μά­σου­με {Χ’}.

Οι δύο ισό­τη­τες λοι­πόν που ισχύ­ουν στην πε­ρί­πτω­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής θα γί­νουν ως εξής:
{ Χ = Ε } στην αρ­χι­κή φάση και
{ Ε = Χ’ } στην τε­λι­κή φάση.

Όμως πάλι κάτι δεν πάει καλά με τις ισό­τη­τές μας. Δεν μπο­ρεί το εμπό­ρευ­μα { Ε } να είναι ίσο και με το αρ­χι­κό { Χ } και με το αυ­ξη­μέ­νο { Χ’ }. Λο­γι­κά, για να ισχύ­ουν οι ισό­τη­τες, αφού το χρήμα στην δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση είναι αυ­ξη­μέ­νο, ανα­γκα­στι­κά και η αξία των εμπο­ρευ­μά­των θα είναι αυ­ξη­μέ­νη. Την αυ­ξη­μέ­νη αξία εμπο­ρευ­μά­των της βά­ζου­με έναν τόνο και θα την ονο­μά­σου­με { Ε’ }.
Οι τε­λι­κές μας λοι­πόν ισό­τη­τες παίρ­νουν ορι­στι­κά την πα­ρα­κά­τω μορφή:
{ Χ = Ε } ο κα­πι­τα­λι­στής έκανε το χρήμα εμπο­ρεύ­μα­τα, στην αρ­χι­κή φάση και
{ Ε’ – Χ’ } ο κα­πι­τα­λι­στής έκανε τα εμπο­ρεύ­μα­τα χρήμα, στην τε­λι­κή φάση
Ο κα­πι­τα­λι­στής μας λοι­πόν, έβαλε χρήμα (ας υπο­θέ­σου­με 1.000.000 ευρώ), κι αγό­ρα­σε εμπο­ρεύ­μα­τα και την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη των υπαλ­λή­λων του. Οι ερ­γά­τες, αφού πλη­ρώ­θη­καν την αξία της ερ­γα­τι­κής τους δύ­να­μης, δου­λεύ­ο­ντας για τον κε­φα­λαιού­χο, δη­μιούρ­γη­σαν τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα, τα οποία είχαν με­γα­λύ­τε­ρη αξία από τα αρ­χι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα (ας υπο­θέ­σου­με 1.200.000 ευρώ). Αυτά στη συ­νέ­χεια που­λή­θη­καν στην αγορά στην αξία τους για 1.200.000 ευρώ και ο κα­πι­τα­λι­στής έβαλε στην τσέπη του, πε­ρισ­σό­τε­ρο χρήμα από το αρ­χι­κό. Αυτό το πε­ρισ­σό­τε­ρο χρήμα (το «κέρ­δος» των 200.000 ευρώ) είναι ίσο με την δια­φο­ρά που έχει η αξία των τε­λι­κών εμπο­ρευ­μά­των με την αξία των αρ­χι­κών εμπο­ρευ­μά­των.

Μα πώς είναι δυ­να­τόν να αυ­ξη­θεί το χρήμα; Αφού ο κα­πι­τα­λι­στής αγό­ρα­σε όλα τα εμπο­ρεύ­μα­τα (μαζί και το εμπό­ρευ­μα ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη) ακρι­βώς στην αξία τους και στο τέλος πού­λη­σε τα και­νούρ­για εμπο­ρεύ­μα­τα, πάλι στην αξία τους. Σε ποιο ση­μείο της δια­δι­κα­σί­ας βρέ­θη­κε αυτή η πρό­σθε­τη αξία (π.χ. των 200.000 ευρώ);
Η πρό­σθε­τη αξία δη­μιουρ­γή­θη­κε στην σφαί­ρα της πα­ρα­γω­γής. Δη­λα­δή στο ση­μείο που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ της αρ­χι­κής αγο­ράς των εμπο­ρευ­μά­των από τον κα­πι­τα­λι­στή και στην τε­λι­κή πώ­λη­ση των και­νούρ­γιων εμπο­ρευ­μά­των.
Οι ερ­γά­τες, οι υπάλ­λη­λοι, πλη­ρώ­θη­καν για την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη που πού­λη­σαν στον κα­πι­τα­λι­στή, αλλά τα εμπο­ρεύ­μα­τα που πα­ρή­γα­γαν είχαν με­γα­λύ­τε­ρη αξία από αυτήν που πλη­ρώ­θη­καν. Εάν για πα­ρά­δειγ­μα οι μι­σθοί όλων των αρ­γα­τών ήταν 300.000 ευρώ, τότε η αξία που πρό­σθε­σαν με την ερ­γα­σία τους στα και­νούρ­για εμπο­ρεύ­μα­τα ήταν 500.000 ευρώ. Οι ερ­γα­ζό­με­νοι δεν πλη­ρώ­θη­καν για την ερ­γα­σία των 500.000 ευρώ, αλλά για την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη 300.000 ευρώ, που πού­λη­σαν στον ερ­γο­δό­τη. Η δια­φο­ρά των 200.000 ευρώ απο­τε­λεί την Υπε­ρα­ξία, (το «κέρ­δος») την οποία ο κα­πι­τα­λι­στής κλέ­βει από τον ιδρώ­τα των ερ­γα­τών του.

Η δια­φο­ρά με­τα­ξύ της Απλής Εμπο­ρευ­μα­τι­κής Πα­ρα­γω­γής και της Κα­πι­τα­λι­στι­κής Πα­ρα­γω­γής είναι ότι, στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση οι πα­ρα­γω­γοί πα­ρά­γουν στα δικά τους ερ­γα­στή­ριά εμπο­ρεύ­μα­τα τα οποία είναι δικά τους και τα που­λά­νε οι ίδιοι στην αγορά, ενώ στην δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση οι πα­ρα­γω­γοί δεν κα­τέ­χουν τα ερ­γο­στά­σια και είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να ερ­γά­ζο­νται και να πα­ρά­γουν στις επι­χει­ρή­σεις των κα­πι­τα­λι­στών. Έτσι στον κα­πι­τα­λι­σμό οι ερ­γά­τες είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να «χα­ρί­ζουν» ένα μέρος της πα­ρα­γω­γής τους στα αφε­ντι­κά.

Στον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής η μορφή της πα­ρα­γω­γής αλ­λά­ζει και γί­νε­ται:
ΧΡΗΜΑ => ΕΜΠΟ­ΡΕΥ­ΜΑ => ΧΡΗΜΑ αυ­ξη­μέ­νο,
{ Χ => Ε => Χ’ }
Το χρήμα μπαί­νει στην πα­ρα­γω­γή ως κε­φά­λαιο και με­τα­τρέ­πε­ται σε εμπό­ρευ­μα με μο­να­δι­κό σκοπό να αυ­ξη­θεί. Δη­λα­δή στην αρχή ο κα­πι­τα­λι­στής ρί­χνει χρήμα στην αγορά και κάνει επεν­δύ­σεις, με μο­να­δι­κό σκοπό, στο τέλος της δια­δι­κα­σί­ας να ΑΠΟ­ΣΥ­ΡΕΙ από την αγορά πε­ρισ­σό­τε­ρο χρήμα!

Ενώ στην ΑΕΠ το χρήμα έπαι­ζε απλά με­σο­λα­βη­τι­κό ρόλο στην κυ­κλο­φο­ρία των εμπο­ρευ­μά­των, στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή, η αύ­ξη­ση του χρή­μα­τος γί­νε­ται αυ­το­σκο­πός και σε πε­ρί­πτω­ση που δεν μπο­ρεί να το κα­τα­φέ­ρει αυτό, απλά ο κα­πι­τα­λι­στής στα­μα­τά­ει την δια­δι­κα­σία της πα­ρα­γω­γής.

Ας δούμε όμως τι ση­μαί­νουν όλα αυτά στην πράξη. Να δούμε πώς μπο­ρεί να επη­ρε­ά­ζουν την Ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία στην ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία.
Η κυ­βέρ­νη­σή μας (αλλά και οι προη­γού­με­νες ή και οι επό­με­νες) για να μπο­ρέ­σουν να ανα­πτύ­ξουν την οι­κο­νο­μία (δη­λα­δή για να αυ­ξή­σουν την πα­ρα­γω­γή) προ­σπα­θούν με κάθε τρόπο να προ­σελ­κύ­σουν επεν­δυ­τές οι οποί­οι θα φέ­ρουν κε­φά­λαια να τα επεν­δύ­σουν στην Ελ­λά­δα. Αυτό, με μια πρώτη ματιά, φαί­νε­ται καλό και συ­νε­τό. Ας δούμε όμως το πώς θα λει­τουρ­γή­σει.

Ας υπο­θέ­σου­με ότι ένας επεν­δυ­τής (Έλ­λη­νας ή αλ­λο­δα­πός) επεν­δύ­ει στον τομέα των κα­τα­σκευών και ρί­χνει στην αγορά ένα κε­φά­λαιο των 5.​000.​000.​000 ευρώ (πέντε δις). Όπως είναι φυ­σι­κό, αφού ει­σήλ­θε στην αγορά «φρέ­σκο» χρήμα, ολό­κλη­ρη η αγορά θα «κι­νη­θεί». Θα δου­λέ­ψουν ένα σωρό επι­χει­ρή­σεις και θα βρουν δου­λειά χι­λιά­δες άν­θρω­ποι (λα­το­μεία, τσι­με­ντά­δι­κα, μπε­το­νιέ­ρες, μη­χα­νι­κοί, ηλε­κτρο­λό­γοι, χτί­στες, μπε­τα­τζή­δες, λο­γι­στές κλπ).
Ο επεν­δυ­τής όμως έριξε το χρήμα του (το κε­φά­λαιό του) στην αγορά, με σκοπό να το πάρει πίσω αυ­ξη­μέ­νο. Μετά από ένα διά­στη­μα, ας πούμε πέντε χρό­νια, θα πρέ­πει να έχει βγά­λει, όχι μόνο το αρ­χι­κό κε­φά­λαιο των 5 δις, αλλά και κέρ­δος. Ας υπο­θέ­σου­με ότι το κέρ­δος του θα είναι 1.​000.​000.​000 ευρώ (ένα δις). Δη­λα­δή μέσα σε πέντε χρό­νια ο επεν­δυ­τής θα ΑΠΟ­ΣΥ­ΡΕΙ από την Ελ­λη­νι­κή Οι­κο­νο­μία 6.​000.​000.​000 ευρώ (έξη δις). Συ­νε­πώς η οι­κο­νο­μία θα βρε­θεί με λι­γό­τε­ρα κε­φά­λαια και σε χει­ρό­τε­ρη θέση από ότι ήταν πριν την επέν­δυ­ση. Όσα χρή­μα­τα και να ρί­ξουν οι επεν­δυ­τές στην οι­κο­νο­μία, στο τέλος θα απο­σύ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυτήν. Για ένα μικρό διά­στη­μα μετά από κάθε επέν­δυ­ση, δη­μιουρ­γεί­ται ένα κά­ποιο θε­τι­κό κλίμα στην οι­κο­νο­μία, στη συ­νέ­χεια όμως αυτό αντι­στρέ­φε­ται και η κα­τά­στα­ση γί­νε­ται χει­ρό­τε­ρη.

Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο, παρά την με­γά­λη οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη που εί­χα­με στην Ελ­λά­δα επί μια δε­κα­ε­τία, στο τέλος βρε­θή­κα­με το 2009 να αντι­με­τω­πί­ζει η χώρα την με­γα­λύ­τε­ρη οι­κο­νο­μι­κή κρίση που γνώ­ρι­σε τα τε­λευ­ταία 40 χρό­νια.

ΑΝΑ­ΠΤΥ­ΞΗ στον ΚΑ­ΠΙ­ΤΑ­ΛΙ­ΣΜΟ, ση­μαί­νει κρί­σεις και δυ­στυ­χία για το λαό.
Τε­λι­κά μήπως πρέ­πει να φο­βό­μα­στε τις κα­πι­τα­λι­στι­κές επεν­δύ­σεις;
Μήπως ήρθε ο και­ρός να σκε­φτού­με σο­βα­ρά την πε­ρί­πτω­ση της ορ­γά­νω­σης της Οι­κο­νο­μί­ας σε Σο­σια­λι­στι­κή βάση;


Γιατί οι αστυνομικοί δέρνουν διαδηλωτές…

       


Η εγκληματικότητα δεν οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί αστυνομικοί φυλάνε τους πολιτικούς αντί να ασχολούνται με την εγκληματικότητα. Η εγκληματικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι η αστυνομία είναι στοχοπροσηλωμένη στο κυνήγι του εχθρού λαού! Την αστυνομία δεν την ενδιαφέρει η πάταξη της εγκληματικότητας αλλά η υπεράσπιση του σάπιου συστήματος. Η εγκληματικότητα οφείλεται στο ότι η αστυνομία κυνηγάει διαδηλωτές κι όχι εγκληματίες. Η εγκληματικότητα άλλωστε είναι συνυφασμένη με το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν θα σταματήσει η εγκληματικότητα εάν πάψουν οι αστυνομικοί να φυλάνε πολιτικούς. Θα σταματήσει αν αυτή η κοινωνία απαλλαγεί από τον καπιταλισμό, το πολιτικό του προσωπικό και την αστυνομία του, θα σταματήσει μόνο εάν την εξουσία την πάρει ο λαός.
Αυτά γιατί με αφορμή ένα έγκλημα ακούσαμε ξανά ότι η εγκληματικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι η αστυνομία φυλάει τους πολιτικούς.

Τάκης Φ.

Βγαίνουν οι βάσεις που μπαίνουν

Ανέβηκαν, έπεσαν, πάνω, κάτω, καταπάνω σου, τόσα μόρια, τόσα κύτταρα, τόσα επιρρήματα, αναλόγως το πεδίο και την κατεύθυνση και πού ακριβώς -σε ποια κατεύθυνση- θέλεις να πας.
Και πού είναι καλύτερα να περάσεις; Υπάρχουν διάφορες απόψεις.
Σημασία έχει να περάσεις στη σχολή που θέλεις. Να καλλιεργήσεις τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά σου, να γίνεις επιστήμονας, χρήσιμος για την κοινωνία, να κάνεις αυτό που σου αρέσει, γιατί τίποτα δε γίνεται σωστά όταν γίνεται ως αγγαρεία και δεν υπάρχει μεράκι.
Σημασία έχει να περάσεις κάπου που θα σου εξασφαλίσει οικονομική αποκατάσταση. Έτσι κι αλλιώς κανείς κλάδος δεν είναι όπως τον έχεις στη φαντασία σου, εξιδανικευμένο, και θα απογοητευτείς όταν βγεις στην αγορά εργασίας, σε αυτό το σύστημα. Καλύτερα να βρεις λοιπόν κάτι που να μπορεί να σε θρέψει, να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην. Και τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά σου μπορείς να τα αναπτύξεις στον ελεύθερό σου χρόνο.
Σημασία έχει να περάσεις σε μια ωραία πόλη, μακριά από τους γονείς σου, να απογαλακτιστείς από τον έλεγχό τους, να περάσεις ωραία φοιτητική ζωή, τα μόνα “ανέμελα” χρόνια που ίσως έχεις μπροστά σου. Αυτά θα σου μείνουν και θα έχεις να θυμάσαι στην τελική.
Σημασία έχει να μην πας κάπου, όπου να ‘ναι, απλά και μόνο για να φύγεις μακριά από εκεί που είσαι. Να μείνεις κάπου στην πόλη σου, γιατί η οικογένεια δε βγαίνει για τόσα έξοδα, τα νοίκια με τα RBNB έχουν φτάσει στα ύψη κι αν πας αλλού, θα ντρέπεσαι τους συμφοιτητές σου, όταν κανονίζουν έξοδο κι εσύ θα πρέπει να βρίσκεις ένα άλλοθι.
Σημασία βασικά έχει να γίνεις άνθρωπος κι όχι χελώνα στο καβούκι σου. Να ανοίξεις τα μάτια και τους ορίζοντές σου, κλείνοντας τα αυτιά στις ασώματες κεφαλές των πάνελ που κλίνουν σε όλες τις πτώσεις το “έξω τα κόμματα απ’ τα Πανεπιστήμια”, για να το φέρουν στα μέτρα τους, να το κάνουν ιδιωτικό. Εδώ είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να μάθεις πράγματα, φιλοσοφία, πολιτική θεωρία, αντικείμενα που ο μέσος εργαζόμενος δεν έχει χρόνο και δυνάμεις να καταπιαστεί μαζί τους, όταν βγει στην παραγωγή.
Σημασία έχει να μη σκύβεις το κεφάλι, με πρόσχημα πως διαβάζεις (αυτά τα έλεγε ο Χριστόδουλος) και πως είναι πολλή η ύλη για την εξεταστική. Να μάθεις να αγωνίζεσαι για έναν κόσμο και μια παιδεία, που δε θα συνδέει το μέλλον σου με το βαθμό σου, που δε θα δίνει πτυχία με αξία λαδόκολλας, δε θα αγωνιάς για το νοίκι μιας τρώγλης κοκ.
Κι αυτό είναι το καλύτερο μάθημα που μπορείς να πάρεις στο Πανεπιστήμιο. Κι είναι στο χέρι σου μετά πώς θα το αξιοποιήσεις.

“Με το κεφάλι κάτω” – Ο σεβάσμιος Φρίντριχ Χέγκελ και η φιλοσοφική πατροκτονία του Καρλ Μαρξ

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ ή Έγελος, κατά την εξελληνισμένη του εκδοχή, είναι ένα όνομα που προκαλεί δέος ακόμα και σχεδόν 200 χρόνια μετά το θάνατό του. Όχι άδικα, διότι δεν είναι μόνο ο “μεγάλος μάγιστρος” του γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά και γενάρχης διαφορετικών μεταξύ τους φιλοσοφικών ρευμάτων, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εντάσσονται στην κληρονομιά του. Συντηρητικοί κι επαναστάτες, με πρώτο και γνωστότερο φυσικά το μαθητή του Καρλ Μαρξ, δε θα νοούνταν με τον τρόπο που γνωρίζουμε δίχως αυτή την κοινή πηγή αναφοράς, που καθένας αξιοποίησε είτε “δουλικά” είτε δημιουργικά σε νέες κατευθύνσεις.
Ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1770 στη Σουηβία, μια περιοχή που με αυτοσαρκασμό και περηφάνια ταυτόχρονα έχει το ρητό “Ξέρουμε τα πάντα, εκτός από επίσημα Γερμανικά”. Ο ίδιος ο Χέγκελ διατήρησε τη ντοπιολαλιά της πατρίδας του, πολύ καιρό αφότου είχε αναδειχθεί σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους καθηγητές του πανεπιστημίου του Βερολίνου. Γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο του ρομαντισμού Φρίντριχ Σέλινγκ και τον ποιητή Φρίντριχ Χαίλντερλιν στη διάρκεια των σπουδών του στο Τύμπιγκεν, ενώ αργότερα γνώρισε τους μεγάλους ποιητές Γκαίτε και Σίλερ.
Κατά κύριο λόγο ο Χέγκελ υπήρξε κατά βάση φιλόσοφος της ιστορίας. “Καθένας είναι ένα τυφλό μέλος της αλυσίδας της απόλυτης αναγκαιότητας, με την οποία συνεχίζει ο κόσμος να αναπτύσσεται. Καθένας μπορεί να εγερθεί ως κυρίαρχος ένας μεγαλύτερου τμήματος αυτής της αλυσίδας μόνο όταν αναγνωρίσει πού θέλει να πάει αυτή η αναγκαιότητα”.
Κεντρική ιδέα του φιλοσοφικού του συστήματος ήταν η έννοια του “παγκόσμιου πνεύματος”, το οποίο διαπνέει την ιστορία, προωθώντας τη σε μια εξελικτική διαδικασία με όχημα σπουδαίες και δραστήριες προσωπικότητες. Πάνω στον άξονα θέση-αντίθεση-σύνθεση η ιστορική πορεία ανεβαίνει επίπεδα με τελικό στόχο έναν ιδεατό κόσμο. Στο πρώτο επίπεδο του παγκόσμιου πνεύματος βρισκόταν η λογική, στη δεύτερη η έννοια η φυσική επιστήμη και στην τρίτη η φιλοσοφία του πνεύματος.
Μέσα από ένα ομολογουμένως περίπλοκο θεωρητικό σύστημα, ο Χέγκελ αποτέλεσε το βασικό απολογητή του κράτους της Πρωσίας, που αργότερα έμελε να πρωταγωνιστήσει στη γερμανική ενοποίηση. Είναι γεγονός πως και η φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, κατά την εποχή του Φρειδερίκου του Μέγα το 18ο αιώνα είχε όλα τα χαρακτηριτικά μιας κρατικής φιλοσοφίας ταιριαστής στο πρωσικό μόρφωμα, ωστόσο ο διάδοχος του Φρειδερίκου, Γουλιέλμος Β’ θεωρούσε πως κριτική φιλοσοφία του Καντ υπονόμευε τα θεμέλια της χριστιανικής πίστης, κάτι που δε συνέβαινε στην περίπτωση του Χέγκελ. Η θρησκεία, και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του Χέγκελ ο προτεσταντισμός ήταν πολύ σημαντικός για το ίδιο το πνεύμα καθώς αυτό “μέσα στη θρσηκεία βρήκε την απελευθέρωσή του και το αίσθημα της θείας ελευθερίας, μόνο το ελεύθερο πνεύμα έχει και μπορεί να έχει θρησκεία”.
Πράγματι το παγκόσμιο πνεύμα στο Χέγκελ εμφορείται από κάτι το θείο. Και εφόσον το παγκόσμιο πνεύμα χρησιμοποιεί ιδιοτελή άτομα για τους δικούς του υπερκείμενους στόχους, ο Χέγκελ καταλήγει στο συμπέρασμα πως “Ό,τι είναι λογικό, είναι αληθινό, κι ό,τι είναι αληθινό είναι λογικό”. Με τον τρόπο αυτό δε νομιμοποιούνταν φιλοσοφικά μόνο το πρωσικό κράτος, αλλά συνολικά ο υφιστάμενος κόσμος, κι ως εκ τούτου η καθεστυκυΐα τάξη. Μια άλλη φράση του φιλοσόφου που θα έβρισκε εύκολα τη συγκατάθεση των κυριάρχων, παρά των θυμάτων του ήταν πως “Η παγκόσμια ιστορία δεν είναι το έδαφος της ευτυχίας. Οι περίοδοι ευτυχίας είναι άδεια φύλλα μέσα της”.
Ο ίδιος πάντως τον καιρό που είχε κατακτήσει το προσωνύμιο “ο καθηγητής των καθηγητών” είχε αφήσει πίσω του τις δύσκολες περιόδους, όταν εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος, διευθυντής γυμνασίου, συντάκτης εφημερίδας. Στο Βερολίνο ζούσε με την 22 χρόνια νεαρότερη σύζυγό του και τους δυο γιους του (είχε επίσης ένα τέκνο εκτός γάμου, που υποστήριξε οικονομικά) υπό την εύνοια του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ’.
Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή λόγω χολέρας στις 14 Νοέμβρη 1831, παραμένοντας για δεκαετίες ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της γερμανικής φιλοσοφίας. Οι μαθητές του διακρίθηκαν σε δυο κυρίως τάσεις, τους “δεξιούς” και τους “αριστερούς εγελιανούς”. Οι πρώτοι, πιστοί στο γράμμα του δασκάλου τους, υπερασπίζονταν το δίκαιο κάθε υφιστάμενης πολιτικής, φιλοσοφικής και θεολογικής κατάστασης. Η αριστερή πτέρυγα, κρατώντας το πρωτοποριακό απόσταγμα της σκέψης του, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη διαλεκτική μέθοδο, μεταθέτοντας της από όργανο του παγκόσμιου πνεύματος σε επαναστατική αρχή. Εκείνος βέβαια που εντόπισε και ανέπτυξε όσο κανείς τη βασική αντίθεση του εγελιανού στοχασμού, δηλαδή εκείνη ανάμεσα στο ιδεαλιστικό σύστημα που υπερασπιζόταν και τη διαλεκτική μέθοδο που επικαλούνταν δεν ήταν άλλος από τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος στην περίφημη σχετική του διατύπωση στον επίλογο της β’ έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου σημείωνε για την αντίθεση αυτή: ” Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν αναιρεί διόλου το γεγονός ότι πρώτος αυτός έχει εκθέσει τις γενικές της μορφές κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Στο Χέγκελ η διαλεκτική βρίσκεται με το κεφάλι κάτω. Χρειάζεται να την αναποδογυρίσουμε και να τη στηρίξουμε στα πόδια της για να αποκαλύψουμε τον ορθολογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα”. Προερχόμενος από τους κόλπους των αριστερών εγελιανών, ο Μαρξ υπερέβη τα τελευταία ιδεαλιστικά τους κατάλοιπα, οδηγώντας στην αποκρυστάλλωση του διαλεκτικού υλισμού, του πραγματικού “νεκροθάφτη” του πανίσχυρου ως τότε ιδεαλισμού.
Ο ίδιος ο Μαρξ δεν παρέλειπε να τονίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τις διαφορές της δικής του διαλεκτικής μεθόδου από την εγελιανή:
“Η διαλεκτική μου μέθοδος δεν είναι μόνο ριζικά διαφορετική από τη εγελιανή, μα είναι το κατευθείαν αντίθετό της. Για τον Χέγκελ το προτσές της νόησης, που με το όνομα Ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού, που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα, αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφρασμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι”.
Ο Λένιν με τη σειρά του, αν και κατά μία έννοια πιο αυστηρός στην αποτίμησή του για το φιλόσοφο, καθώς θεωρούσε πως “μάντεψε με μεγαλοφυή τρόπο τη διαλεκτική των πραγμάτων, τίποτε όμως περισσότερο απ’ αυτό”, από την άλλη υπογράμμιζε πως δεν ήταν δυνατή η κατανόηση του κεφαλαίου για κάποιον που δεν είχε διαβάσει την “Επιστήμη της Λογικής” του Χέγκελ.

«Ά πάενε ρε»…


Τι θα λέγατε αν κάναμε και σήμερα ό,τι και την προηγούμενη Παρασκευή; Αν αφήναμε, δηλαδή, κατά μέρος την σοβαρότητα των βαθυστόχαστων κειμένων και το ρίχναμε στις ιστορίες; Απ’ αυτές τις ιστορίες που μπορεί να τις έχουμε ήδη ακούσει αλλά που ποτέ δεν λέμε στον αφηγητή να σταματήσει την διήγηση; Υποθέτω ότι δεν υπάρχει αντίρρηση, οπότε… προσδεθείτε.
Για την Σωτηρία Μπέλλου έχουν γραφτεί πολλά αλλά λίγοι είναι αυτοί που τα γνωρίζουν. Για παράδειγμα, πόσοι ξέρουν ότι από μικρό παιδί ήταν σε σταθερή κόντρα με τους δικούς της; Μα τίποτε να μη κάνει σύμφωνα με τα χούγια τους! «Βρε Σωτηρία, κορίτσι είσαι και πρέπει να φέρνεσαι ανάλογα» εκείνοι, πέρα βρέχει η Σωτηρία. Και να πεις ότι το έκανε επίτηδες; Μπα. Απλώς έκανε ό,τι της άρεσε, χωρίς να νοιάζεται για την γνώμη των άλλων. Για παράδειγμα, αφού της άρεσε το τραγούδι, γιατί τις Κυριακές στην εκκλησία να μην ανεβαίνει κι αυτή στο ψαλτήρι; Και που ήταν θηλυκό, τί έγινε; Έψελνε κι αυτή με τους άντρες και, σαν τέλειωνε η λειτουργία, χύμα στις αλάνες με τα αγόρια για να παίξει κλέφτες κι αστυνόμους, ολεμάν-στακαμάν ή πετροπόλεμο.
Η Σωτηρία Μπέλλου στο πάλκο, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή
Όσο μεγάλωνε η μικρή Σωτηρία, τόσο πιο ατίθαση γινόταν. Κι όταν έφτασε δεκάξι, είπε να κάνει του πατέρα της το μεγαλύτερο χουνέρι: του έφερε για γαμπρό έναν από τους πελάτες του, έναν τύπο μερικές δεκαετίες μεγαλύτερό της. Έπεσαν όλοι πάνω της… βρε αμάν… βρε ζαμάν… τίποτα αυτή. Στα δεκαεφτά της τον παντρεύτηκε. Κι αν μέχρι τότε ήσαν οι δικοί της που βαράγαν το κεφάλι τους, από κει και πέρα άρχισε να βαράει η ίδια το δικό της. Βλέπετε, ο κυρ-Βαγγέλης ο Τριμούρας (ο περί ου ο λόγος, δηλαδή) όχι μόνο βγήκε τζαναμπέτης και μπεκρής κι όχι μόνο της τα φόραγε κανονικά με όποια ξέπεφτε μπροστά του αλλά σήκωνε και χέρι πάνω της. Σήκωσε μία… σήκωσε δύο… παίρνει ανάποδες η Σωτηρία, αρπάζει ένα μπουκάλι βιτριόλι και του κάνει τα μούτρα ντρίλινα. Τουθ’ όπερ,καλά του κάνατε μαντάμ αλλά περάστε και τρία χρονάκια από την ψειρού, ένεκα που έτσι λέει ο νόμος.
Κάνει την τριετία της η Σωτηρία και βγαίνει. Μόνο που για την μικρή κοινωνία της Χαλκίδας είναι πια στιγματισμένη, ένεκα που οι καθώς πρέπει κυρίες φοβούνται τον άνδρα και δεν τον λούζουν με βιτριόλι. Έτσι, με άκλειστα ακόμη τα 20 χρόνια της, το 1940 η ατίθαση πιτσιρίκα παίρνει το τραίνο και κατεβαίνει στην Αθήνα. Εκεί την βρίσκει η κατοχή. Κι όπως είναι φυσικό κι επόμενο, ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν θα μπορούσε παρά να οργανωθεί νωρίς-νωρίς στο ΕΑΜ. Ατίθαση, ανήσυχη και με μυαλό που δεν βολεύεται στα εύκολα, η Σωτηρία βοηθάει όπως μπορεί. Συμμετέχει στις διοργανώσεις συσσιτίων, μεταφέρει μηνύματα στους αντάρτες, επικοινωνεί με τις γιάφκες… Μόνο που δεν μένει σε τέτοια ψιλοπράματα. Γι’ αυτήν, το πιο σημαντικό είναι να ξεσηκώσει όσους φοβούνται, να ενθαρρύνει όσους δειλιάζουν. Σύντομα κερδίζει την αγάπη και τον θαυμασμό των συντρόφων της.
Έλα, όμως, που μαζί με τους συντρόφους της την παίρνουν χαμπάρι και τα σκουλήκια. Κι ένα τέτοιο σκουλήκι, απ’ αυτά που ντρέπονται για την φάτσα τους και κυκλοφορούν με κουκούλα στο κεφάλι, κάποια μέρα τού 1943, κάπου στην Καισαριανή, την δείχνει με το δάχτυλο: «Αυτή…». Η Σωτηρία συλλαμβάνεται από τους γερμανούς, μεταφέρεται στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν και βασανίζεται επί τρία εικοσιτετράωρα. Αντέχει. Οι βασανιστές της πείθονται ότι δεν έχει σημαντικές πληροφορίες να τους δώσει και την κλείνουν στα μπουντρούμια. Θα μείνει εκεί ίσαμε τον Οκτώβρη τού 1944, οπότε θα απελευθερωθεί μαζί με όλη την Αθήνα.
Τότε είναι που γνωρίζεται με τον Χαρίλαο Φλωράκη και μπαίνει με καινούργια ορμή στον αγώνα για λαϊκή κυριαρχία. Την περίοδο των Δεκεμβριανών βρίσκεται στην Καισαριανή, να μάχεται σαν άντρας μαζί με τους συντρόφους της. Κι όταν ξεσπάει ο εμφύλιος μπαίνει πάλι στην πρώτη γραμμή αλλά οι χωροφύλακες την συλλαμβάνουν, την σαπίζουν στο ξύλο και την φυλακίζουν μαζί με άλλους κομμουνιστές στο διαμορφωμένο σε φυλακή υπόγειο του καμπαρέ «Κιτ-Κατ», στην Βουκουρεστίου. Αποφυλακίζεται λίγο καιρό αργότερα.
Εκείνη την εποχή γνωρίζεται από σπόντα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος ενθουσιάζεται από την δύναμη της φωνής της και την ανεβάζει δίπλα του στο πάλκο, στου «Τζίμη του Χοντρού». Το μαγαζί γνωρίζει πιέννες αλλά η Σωτηρία δεν λέει να καθήσει ήσυχη. Ένα βράδυ του 1946 σηκώνεται κάποιος και της ζητάει να τραγουδήσει το γνωστό φασιστοτράγουδο «Του αετού ο γιος». Η μικροκαμωμένη χαλκιδαία δεν κωλώνει. «Ά πάενε, ρε Χίτη». Εκείνος αιφνιδιάζεται. «Τι είπες μωρή;». Πετιέται ο Τσιτσάνης να σβήσει την φλόγα. «Άστο ρε Σωτηρία». Τίποτα εκείνη. «Α πάενε ρε». Κι επειδή οι φασίστες είναι πολύ μάγκες, σηκώνεται όλη η παρέα τού χίτη, έξι νοματαίοι, και την κάνουν τουλούμι στο ξύλο. Χρόνια αργότερα, η Σωτηρία θα αφήσει το παράπονό της να ξεχειλίσει. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί»
Σαν να μην έφτανε το ξύλο που έφαγε, η Μπέλλου τα άκουσε κι από τον Τσιτσάνη επειδή αρπάχτηκε με τους πελάτες. Η Σωτηρία τα έσουρε κι αυτουνού κανονικά και κουβέντα την κουβέντα ξέσπασε ανάμεσά τους καυγάς που τρίξανε τα ντουβάρια. Το αποτέλεσμα ήταν να την διώξει ο Τσιτσάνης από το σχήμα και να πάρει στην θέση της την Μαρίκα Νίνου. Η Σωτηρία δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί να βρει αλλού δουλειά αλλά ο τσακωμός της με τον Τσιτσάνη δεν αποτελεί και την καλύτερη συστατική επιστολή.
Τάσος Φαληρέας, Διονύσης Σαββόπουλος, Σωτηρία Μπέλλου
Έτσι, αρχίζει η περίοδος της μεγάλης φτώχειας. Για να επιβιώσει, κάνει όποια δουλειά λαχαίνει. Ξεφορτώνει ζαρζαβατικά στην λαχαναγορά, ζαλώνεται έναν νταβά και πουλάει τσιγάρα στον δρόμο, πλένει σκάλες… Κοιμάται όπου βρίσκει: σε χαλάσματα, σε παγκάκια, σε παρατημένα βαγόνια στον σταθμό Λαρίσης… Αλλά ποτέ δεν κιότεψε. Συνέχισε να παλεύει κοντά τρεις δεκαετίες, ώσπου ήρθε η μεταπολίτευση και την έβγαλαν από την αφάνεια πρώτα ο Σαββόπουλος μ’ εκείνο το εκπληκτικό «Ζεϊμπέκικο» («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια…») από το «Βρόμικο ψωμί» κι από κοντά ο Δήμος Μούτσης με το διαχρονικό «Δε λες κουβέντα».
Η Σωτηρία Μπέλλου θα έφευγε πάμφτωχη από την ζωή στις 27 Αυγούστου 1997, δυο μέρες πριν κλείσει τα 76 της χρόνια. Έφυγε με το κεφάλι ψηλά, αφού ο μόνος που κατάφερε να την νικήσει ήταν ο καρκίνος. Ανάμεσα σ’ όσους της κράτησαν το χέρι εκείνες τις τελευταίες ώρες ήταν και ο καλύτερος φίλος που έκανε ποτέ. Ο Χαρίλαος Φλωράκης.

Στον Αλμυρό της Λευκής Τρομοκρατίας



Από το βιβλίο του Θανάση Τσαμπίρα: Ένα ανταρτόπουλο εξιστορεί, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1995, 20-

Τα ακόλουθα γεγονότα διαδραματίστηκαν στο χωριό Νταούτζια του Αλμυρού, τη σημερινή Πέρδικα.


Η δολοφονία στο αλώνι του Δρίζου


" Ήμουν τότε 12μιση χρονών και τα γεγονότα που θα σας αφηγηθώ σημάδεψαν πραγματικά τη ζωή μου. Το καλοκαίρι του 1945 ήμαστε στο χωριό οικογενειακώς. Ένα πρωί, μέσα στα βαθιά χαράματα κοιμόμαστε στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα- Γιωργάκη, η αδελφή μου η Ιφιγένεια, εγώ, η θεία μου η Γιώργαινα, τα τρία παιδιά της, Σοφία, Βασίλω και Κωστάκης, όλοι κουκουλωμένοι κάτω από μια κουβέρτα. Η αδερφή μου η Ανδρομάχη είχε παντρευτεί και πατέρας μου, που ήταν αγροφύλακας γύριζε όλη τη νύχτα στα χωράφια. Ξαφνικά μέσα τον ύπνο μας ακούσαμε στο πλακόστρωτο καλντερίμι της αυλής ποδοβολητά αλόγων. Ξυπνήσαμε τρομαγμένοι, πεταχτήκαμε όρθιοι και είδαμε κάτι αγριανθρώπους με γένια σαν παπάδες, που μόνο η σκιά τους έμοιαζε ανθρώπινη, όλα τα χαρακτηριστικά τους ήταν ζωώδικα. Δεν αργήσαμε να αναγνωρίσουμε τη συμμορία του Βαγγέλη Μπίσδα, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος και το συχωριανό μας Βασίλη Σαμουρέλη και τον Σπύρο Σιαμέτη και ακόμα 6-7 άτομα της συμμορίας.

Η πρώτη τους κουβέντα ήταν: "Που είναι μωρέ ο Θεόδωρος Τσαμπίρας;"

Πετάγεται η θεια μου και τους εξηγεί πως ο πατέρας μου είναι αγροφύλακας και είναι στα χωράφια όλη τη νύχτα. Κι αυτοί μας είπαν να ετοιμαστούμε να κατεβούμε στο αλώνι του Δρίζου, διότι ήθελε να μας μιλήσει ο καπετάν Βαγγέλης Μπίσδας. Στη συνέχεια πήγαν ακριβώς πίσω από το σπίτι της θείας μου, που ήταν το σπίτι της αδελφής μου της Μαρίας. Ο γαμπρός μου ο Κώστας ευτυχώς έλειπε στο διπλανό χωριό το Κουλόμπασι, καθάριζε με μια μηχανή που είχε, σιτάρι για το εμπόριο. Στο σπίτι ήταν η αδελφή μου με τα δύο της παιδιά, το Θοδωρή και το Γιώργο, ο αδελφός του γαμπρού μου, ο Θανάσης Πλαϊνός και η γυναίκα του και η μάνα του, η θεία Αγαθή, μια τραγική φιγούρα μάνας όπως θα δείτε στη συνέχεια.

Ο Θανάσης είχε πάρει μέρος στην αντίσταση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, σαν υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού μας, με περιορισμένη δράση, γιατί το χωριό ήταν πολύ μικρό. Αυτή την εποχή ήταν βαριά άρρωστος, περίπου πέντε μήνες. Έπασχε από μια αρρώστια, που εκείνη την εποχή ήταν δύσκολη στη διάγνωσή της. Παρόλα αυτά, τον Θανάση τον σήκωσαν τρικλίζοντας και κρατώντας τον από τη μια μεριά η γυναίκα του και από την άλλη η μάνα του και τον κατέβασαν στο αλώνι, που απείχε από το σπίτι μας 150 μέτρα. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι του θείου μου του Χαράλαμπου και τους μάζεψαν όλους κι αυτούς. Έλειπε μόνο ο εξάδερφός μου ο Στέργιος, ο οποίος κοιμόταν έξω στα χωράφια τα βράδια γιατί επανειλημμένα προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, διότι κι αυτός είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και να είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού του. 

Η αδερφή μου η Ιφιγένεια, σε κάποια στιγμή ξέφυγε από την προσοχή τους, έφυγε τρέχοντας προς το ποτάμι. Στα 18 της χρόνια είχε γερά ποδάρια και γενναία καρδιά κι έτσι τους γλίτωσε. Στο χωριό γινόταν πανζουρλισμός. Η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη χτυπούσε δυνατά και καλούσε τους χωριανούς, που όλοι λίγο-πολύ είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση, να μαζευτούν στο αλώνι του Δρίζου, για να τους απονείμουν οι σύμμαχοί μας οι Αγγλοι μέσω των εκπροσώπων τους - τη συμμορία του Μπίσδα - τα παράσημα για την προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα!...

Εκεί που ήμουν σκεπασμένος και σίγουρος ότι τη γλίτωσα, να σου ο Σπύρος ο Σιαμέτης, συγχωριανός μας. Τραβάει την κουβέρτα απότομα, με βλέπει από κάτω και με άγρια φωνή μου λέει: «Σήκω γρήγορα και κατεβείτε όλοι στο αλώνι». Σηκώθηκα γρήγορα, αλλά αντί να κατέβω στο αλώνι, πήγα στην αυλή του σπιτιού του μπαρμπα-Χαράλαμπου. Πίσω από το κοτέτσι είχε κάτι ξερά πουρνάρια και χώθηκα μέσα σ' αυτά. Δεν πέρασαν περισσότερα από 20 λεπτά της ώρας και στο αλώνι, όπου ήδη είχαν μαζέψει όλους τους χωριανούς, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, άρχισε το αλώνισμα, με τη διαφορά ότι τώρα το αλώνι δεν ήταν στρωμένο με δεμάτια από σιτάρι ή κριθάρι, αλλά με ανθρώπινα κορμιά.

Βλέπετε, οι άνθρωποι εάν μπορεί κανείς να τους αποκαλεί ανθρώπους αυτούς που αποτελούσαν τη συμμορία, το καθήκον προς τα αφεντικά τους εκτελούσαν. Πρώτα αρπάξανε τον μπάρμπα μου το Χαράλαμπο. Κρατούσαν όλοι από ένα παλούκι στο χέρι, που στο μεταξύ είχαν βγάλει από το φράχτη, κι άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα σ' όλα τα μέρη του σώματός του από τα νύχια μέχρι το κεφάλι αδιακρίτως, με πρωτοπαλίκαρα το Βασίλη Σαμορέλη, τον «μπόγια», όπως τον έλεγε η αδελφή μου η Μαρία, και το Βαγγέλη τον Μπίσδα.

Χαρακτηριστικό δε της όλης θηριωδίας αυτών των ανθρωποφάγων ήταν όταν, σε κάποια στιγμή που ο μπάρμπας μου έπεσε ανάσκελα αναίσθητος και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα διάφορα μέρη του σώματός του, ο Μπίσδας με το τακούνι της μπότας του τον πάτησε στο μάτι και αυτό χύθηκε στο ματωμένο χώμα. Οπως χύνεται το ασπράδι και ο κροκός του αυγού άμα σου πέσει από τα χέρια. Ο δε μπάρμπας μου έβαλε με το ζόρι το τελευταίο βογκητό της ζωής του και μαζί μ' αυτό έφυγε και η ψυχή του. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Θανάση του Πλαϊνού, του ετοιμοθάνατου από την πολύμηνη ανίατη αρρώστια του.

Χωρίς καθυστέρηση τον ξαπλώνουν κάτω και του βάζουν τα πόδια στη λεγόμενη φάλαγγα. Ο Σαμορέλης βγάζει ένα καινούριο παλούκι από το φράχτη του αλωνιού, γιατί το προηγούμενο το είχε σπάσει στο κορμί του μπάρμπα μου, κι άρχισε να χτυπάει με λύσσα τα ανήμπορα και αρρωστημένα πόδια του άτυχου Θανάση που ούρλιαζε από τον πόνο.

Παρ' όλες τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας του της κυρα-Αγαθής, που σαν ύαινα προσπαθεί να σώσει το παιδί της από το στόμα των λυσσασμένων λύκων, ορμώντας καταπάνω τους και αψηφώντας το θάνατο. Στο μεταξύ, ο καπετάν Βαγγέλης ο Μπίσδας στρέφει την κάννη του όπλου προς το μέρος της και την πυροβολεί τρεις φορές στα πόδια, σημαδεύοντας την τέταρτη από θέση επαφής πλέον την καρδιά της. Μπροστά στην κάννη του όπλου η μάνα γονάτισε και λιποθύμησε. Ο δε γιος, αναίσθητος από τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορούσε πλέον όχι να ουρλιάξει αλλά ούτε καν ν' ανασάνει. Το μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι το δέχτηκε ο Θανάσης όταν κάποια στιγμή που οι βασανιστές του κουράστηκαν να χτυπούν τα πόδια του του έβγαλαν τη φάλαγγα κι ο Σαμορέλης (Μπόγιας) του είπε: «Ελα σήκω και φύγε για να μη σε ξαναβάλω στη φάλαγγα». Φαίνεται πως ο Θανάσης μέσα στην αφασία του κάτι θα άκουσε και πήγε λίγο να σαλέψει.

Βλέποντας ο «Μπόγιας» πως ζει ακόμα σήκωσε το παλούκι με όλη του τη δύναμη και το κατέβασε καταμεσής στο κεφάλι και το άνοιξε σχεδόν στα δύο. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη και ο Θανάσης, ο αντιστασιακός ΕΑΜίτης, άφησε την τελευταία του πνοή στο αλώνι που έπαιζε τσίλικα και κρυφτούλι στα μικρά και μαθητικά του χρόνια. Τυχερός που δεν τον βρήκε κάποιο βόλι πολεμώντας τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας το 1940 αλλά ούτε και σε κάποια άλλη στιγμή της αντιστασιακής του δράσης 1941-1944. Ατυχος όμως που δεν κατάφερε να γλιτώσει από τα καθάρματα που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί και τα στρατολόγησαν οι Αγγλοι. Το τι γινόταν στο αλώνι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι κραυγές των γυναικών και τα ουρλιαχτά των ξυλοκοπημένων (Νίκου και Γιάννη Ξερομερίσιου, Κώστα Καζορούντζου, Αλέκου Νάκου και άλλων χωριανών) ακούγονταν στα διπλανά χωριά. Το αίμα έρεε ποτάμι και έβαψε κατακόκκινο το αλώνι. Οταν οι λυκάνθρωποι φονιάδες ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους εξολοθρεύοντας έναν έναν τους αντιστασιακούς αγωνιστές και μεθυσμένοι από το πολύ αίμα που ήπιαν οι βρικόλακες καβάλησαν τα άλογά τους κι εξαφανίστηκαν."


Ο Χαράλαμπος Τσαμπίρας που δολοφονήθηκε από τη συμμορία του Μπίσδα, το 1945. Εικονίζονται τα τρία του εγγόνια.



Ο βασανισμός του πατέρα 
"Δεύτερο γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο είναι το εξής: Ένα φθινοπωριάτικο απόγευμα του 1946, περιμέναμε τον πατέρα μας να γυρίσει από το Τσακερλί, ένα διπλανό χωριό προσφύγων, όπου ήταν αγροφύλακας. Αγναντεύαμε στα Ίτσια όταν κάποια στιγμή βλέπουμε μια γυναίκα με ένα φορτωμένο ζώο. Το φορτίο δεν φαινόταν συνηθισμένο, κάτι σαν κουβέρτες μαζεμένες επάνω στο σαμάρι. Όσο η γυναίκα ζύγωνε, τόσο η ανησυχία μας μεγάλωνε, διότι αναγνωρίσαμε το μουλάρι το δικό μας, τη Μαρίκα, όπως το λέγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε με τι ήταν φορτωμένο. Όταν πλησίασε στα 300 μέτρα σχεδόν από το κονάκι μας, τρέξαμε προς το μέρος της γυναίκας και του ζώου και τότε αναγνωρίσαμε την Παρασκευή, μια γνωστή μας προσφυγοπούλα. Το δε παράξενο φορτίο ήταν ο πατέρα μας, ριγμένος με την κοιλιά πάνω στο σαμάρι. Για μια στιγμή νομίσαμε ότι επρόκειτο για δυστύχημα κι οτι ο πατέρας μας ήταν πεθαμένος. Αλλά η Παρασκευή, βλέποντας τη λαχτάρα μας, μας καθησύχασε και μας είπε ότι ο πατέρας μας ζει, αλλά είναι σε αφασία από το πολύ ξύλο και φυσικά, από κάποια ληστοσυμμορία του Σούρλα ή του Μπίσδα.

Ο παλικαράς αυτή τη φορά ήταν ο Θανάσης αδελφός του Γρηγόρη του Σούρλα. 

Το μουλάρι τράβηξε κατευθείαν στην πόρτα της καλύβας μας κι εκεί κατεβάσαμε αναίσθητο τον πατέρα μας και τον ξαπλώσαμε πάνω σε μια χοντρή φλοκάτη βελέντζα, διότι δεν υπήρχε κρεβάτι. Οι αδελφές μου άρχισαν να του βγάζουν τα καταματωμένα ρούχα του και τότε είδαμε ότι όλο του το κορμί ήταν πιο μαύρο από τα ρούχα του. Του έδωσαν λίγο νερό και όταν συνήλθε κάπως, άνοιξε τα μάτια του κι αφού μας είδε όλους γύρω του, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια του και ψιθύρισε: "Τι να του κάνω του κερατά που είχε έτοιμο το όπλο να μου ρίξει και θα σου τον βόλευα εγώ!"

Οι αδελφές μου τον καθησύχασαν και του είπαν ότι να δοξάζει το θεό που δεν τον σκότωσαν, διότι αυτοί δεν έχουν ίχνος ανθρωπιάς. Η συνέχεια ήταν δραματικά. Αμέσως σφάξαμε δύο πρόβατα, πήραμε τα τομάρια τους ζεστά, όπως ήταν και τυλίξαμε μ' αυτά όλο το σώμα του πατέρα μου, για να ανακουφιστεί και να του τραβήξουν τη μαυρίλα, δηλαδή το σκοτωμένο αίμα. Έτσι συνηθιζόταν τότε για κάποιον που είχε πολλούς μώλωπες. Αυτό συνεχίστηκε έναν μήνα. Σιγά σιγά του έφευγαν οι μελανιές και ο πατέρας μου άρχισε να βρίσκει πάλι τη δύναμή του και τον εαυτό του. Είχε πάθει όμως τέτοιο ψυχικό κλονισμό, που δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει με τίποτε."


Από αριστερά προς τα δεξιά: Οι παρακρατικοί συμμορίτες που λυμαίνονταν τη Θεσσαλία, Θανάσης Σούρλας, Γρηγόρης Σούρλας και Βαγγέλης Μπίσδας.


Δακτυλίδια





Ενόψει της τριμερούς συνάντησης των ΥΠΕΞ Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, στα μέσα Σεπτέμβρη στην Ιερουσαλήμ, βλέπουν το φως της δημοσιότητας αναλύσεις για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο και το ρόλο που διεκδικεί να παίξει η Ελλάδα. Σε μία απ' αυτές, το Ισραήλ εμφανίζεται να παίρνει οριστικά το «δακτυλίδι» από τις ΗΠΑ ως ο «εγγυητής» των συμφερόντων τους στην ευρύτερη περιοχή, αντί της Τουρκίας που έπαιζε αυτόν το ρόλο μέχρι την κρίση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με αρθρογραφία στον Τύπο, διευρύνει τις δυνατότητες της ελληνικής αστικής τάξης να αναβαθμίσει το ρόλο της στην Ανατ. Μεσόγειο, σε βάρος της Τουρκίας, επεκτείνοντας «χωρίς αγκυλώσεις και αναστολές» τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με το Ισραήλ. Μάλιστα, κατά τους ίδιους αναλυτές, αυτό είναι το διακύβευμα της επικείμενης τριμερούς στο Ισραήλ, αλλά και των πολυμερών με την Αίγυπτο, η οποία αναδεικνύεται επίσης σε «πυλώνα» των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και ανεξάρτητα από την «ακρίβεια» των αναλύσεών τους, αυτό που περιγράφουν όλοι είναι η βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και κατ' επέκταση στις αντιθέσεις που προκύπτουν από τα ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, ως προϋπόθεση για την «αναβάθμιση» της Ελλάδας, δηλαδή της αστικής τάξης, στην περιοχή. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, βέβαια, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας, αλλά και για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, που στενάζουν κυριολεκτικά από τις κατοχικές δυνάμεις και την επιθετικότητα του Ισραήλ.

Απατηλή προπαγάνδα


Στην απατηλή κυβερνητική προπαγάνδα για τη «νέα εποχή» που τάχα φέρνει στο λαό το «τέλος των μνημονίων», κεντρική θέση κατέχουν τα Εργασιακά, με αιχμή τις συνεχείς αναφορές στις Συλλογικές Συμβάσεις και τον κατώτατο μισθό.
Η κυβέρνηση που επί 3,5 χρόνια, πάνω στο ήδη γονατισμένο εργατικό - λαϊκό εισόδημα από τα χτυπήματα των προκατόχων της, πρόσθεσε αλλεπάλληλες μειώσεις του αφορολόγητου ορίου και νέα χαράτσια, η κυβέρνηση που έχει ήδη ψηφίσει νέα μείωση του αφορολόγητου ώστε η δαγκάνα να «πιάνει» ακόμα και τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού, λέει προκλητικά ότι «βασικό μέλημά μας είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων»!
Η κυβέρνηση που πρόσθεσε ένα σωρό νέα αντεργατικά χτυπήματα, στο απεργιακό δικαίωμα, στην κυριακάτικη αργία, στο χρόνο εργασίας, στο θέμα των ομαδικών απολύσεων κ.ά., μιλάει για... «υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων».
Η κυβέρνηση που απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες ως «ευχολόγιο» και ως «αντισυνταγματική» την πρόταση νόμου 530 συνδικαλιστικών οργανώσεων που έφερε το ΚΚΕ στη Βουλή, για κατώτερο μισθό 751 ευρώ και κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, μιλά για «επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων» τη στιγμή που απογειώνεται η «ευελιξία» και θέτει σε εφαρμογή μηχανισμούς που βάζουν μόνιμα στην πρέσα της «ανταγωνιστικότητας» και της «παραγωγικότητας» τους μισθούς των εργαζομένων.
Κομβική θέση στην κυβερνητική προπαγάνδα έχει το θέμα των Συλλογικών Συμβάσεων, με τα κυβερνητικά στελέχη να επαναλαμβάνουν ότι «οι δύο βασικές αρχές, η αρχή της επεκτασιμότητας και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, επανισχύουν ήδη μετά την 21η Αυγούστου», όπως και ότι αυτό θα οδηγήσει σε «άμεσες και γενναίες αυξήσεις σε χιλιάδες εργαζόμενους».
Πρόκειται βέβαια για συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας:
-- Στους «πανηγυρικούς» της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει κουβέντα για το μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα των εργαζομένων που είναι και θα παραμείνουν ξεκρέμαστοι, με την τεράστια αύξηση της «ευελιξίας». Αποκρύπτουν ότι το αντεργατικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις διασφαλίζει στη μεγαλοεργοδοσία τη δυνατότητα να παρακάμπτει Συμβάσεις, να εντείνει την εκμετάλλευση, διατηρώντας εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων ακόμα και μέσα στην ίδια επιχείρηση. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που αναφέρουν τα κυβερνητικά στελέχη ως κλάδους στους οποίους κινούνται διαδικασίες για την επέκταση των κλαδικών ΣΣΕ και την κήρυξή τους ως υποχρεωτικών για όλο τον κλάδο. Μεταξύ αυτών φιγουράρουν ο Τουρισμός, οι τράπεζες, τα Πετρέλαια κ.ά., κλάδοι όπου η «ευελιξία» τσακίζει κόκαλα. Δεν μας λένε: Τι θα γίνει με τους χιλιάδες ενοικιαζόμενους εργαζόμενους; Τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στις εργολαβικές εταιρείες; Τι θα γίνει με τους εργαζόμενους σε θυγατρικές των ομίλων, οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται καν ως εργαζόμενοι του κλάδου στον οποίο εργάζονται;
-- Μιλά η κυβέρνηση για «επαναφορά των ΣΣΕ», όταν έχει ήδη νομοθετήσει μέτρο που δίνει στις εργοδοτικές ενώσεις τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ. Με εγκύκλιο που ψήφισε τον Ιούνη, η κυβέρνηση ενεργοποίησε μια ανενεργή διάταξη νόμου του 1990 για τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών ΣΣΕ και διασφάλισε στις εργοδοτικές ενώσεις τη δυνατότητα να «μπλοκάρουν», αν το επιθυμούν, όλη τη διαδικασία επέκτασής τους στο σύνολο του κλάδου, με το να μην καταθέτουν το μητρώο μελών τους στο μηχανισμό ελέγχου της «αντιπροσωπευτικότητας» της Σύμβασης.
-- Είναι, εξάλλου, κοροϊδία να μιλούν για «επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων» και «γενναίες αυξήσεις», όταν ο κατώτατος μισθός, που αξιοποιείται από την εργοδοσία ως βάση και στις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, με τον μνημονιακό νόμο Σαμαρά - Βρούτση που ετοιμάζεται να βάλει για πρώτη φορά σε εφαρμογή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, θα ορίζεται με κρατική απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» του κεφαλαίου.
Απέναντι στην απατηλή κυβερνητική προπαγάνδα, η προετοιμασία των συλλαλητηρίων του ΠΑΜΕ σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα στις 8 και 13 Σεπτέμβρη, η πλατιά συζήτηση μέσα στους χώρους δουλειάς σε όλη τη χώρα, η συμβολή στην ανάπτυξη αγώνων μπορεί να φέρει στο προσκήνιο το σύνθημα «Μπροστά οι δικές μας ανάγκες!», να ενισχύσει την πάλη για πραγματική ανάκτηση των τεράστιων λαϊκών απωλειών, για κατώτατο μισθό 751 ευρώ, πλήρη και σταθερή εργασία, ΣΣΕ με αυξήσεις μισθών και δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους, χωρίς «παραθυράκια» και «εξαιρέσεις».

TOP READ