23 Ιουλ 2012

Από την συγκέντρωση των Χαλυβουργών στην Ομόνοια (23-07-2012)


Από την συγκέντρωση των Χαλυβουργών στην Ομόνοια (23-07-2012)


Δυστυχώς λείπει η αρχή της εισήγησης.
 Από την απευθείας μετάδοση του zougla.gr

Κράτος, βία και ταξική πάλη


Κράτος, βία και ταξική πάλη



Τ
ο Ισραήλ, με τη συνδρομή των ΗΠΑ, διεξάγει πόλεμο ενάντια στον παλαιστινιακό λαό. Οι ΗΠΑ έχουν κηρύξει και διεξάγουν δεκαετή πόλεμο στο όνομα της πάταξης της «τρομοκρατίας», σήμερα στο Αφγανιστάν, αύριο στο Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού. Πρόσφατο είναι το ανεπιτυχές αμερικανόπνευστο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Ούγο Τσάβες. Σ' όλα αυτά τα παραδείγματα, αν ρωτηθεί κάποιος ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο, η απάντηση είναι η βία. Η βία όμως είναι αυτό που φαίνεται. Αλλά τι γεννά τον πόλεμο, τη βία;




«Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» (Κλάουζεβιτς, «Περί του πολέμου»).


Πίσω λοιπόν από το φαινόμενο του πολέμου και της βίας, φαινόμενο των ταξικών κοινωνιών, κρύβονται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Σήμερα η ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων με μοχλούς την κρατική βία (άλλωστε το κράτος είναι ο μοχλός κυριαρχίας της άρχουσας τάξης πάνω στην εκμεταλλευόμενη, άρα μοχλός βίας), τον πόλεμο, επιτίθεται καθολικά ενάντια στην εργατική τάξη, τους λαούς, βαφτίζοντάς τους «τρομοκράτες», προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της από τη δράση των λαών για τα δικά τους συμφέροντα. Δράση που έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων σε κάθε χώρα και διεθνώς. Ταξική πάλη διεξάγει και η άρχουσα τάξη. Ας δούμε λοιπόν το φαινόμενο της βίας και τη σχέση του με την ταξική πάλη.


«




Τ
ο κράτος και η βία του, στη μακρόχρονη ιστορία των ταξικών κοινωνιών, πάντοτε ορθώνανε την απειλή της φυσικής εξόντωσης στις καταπιεζόμενες τάξεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους... 




Το κράτος δεν υπήρχε πάντα στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά εμφανίστηκε όταν ο καταμερισμός της εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής διέσπασαν την πρωτόγονη κοινωνία των γενών σε τάξεις. Για το μαρξισμό η δημιουργία των τάξεων γέννησε το κράτος σαν μηχανισμό κυριαρχίας και επιβολής των εκμεταλλευτών στους εκμεταλλευόμενους, η αδικία και η εκμετάλλευση της εργασίας γέννησαν τη βία σαν μέθοδο επιβολής της θέλησης της άρχουσας τάξης.


Η βία σαν υλική δύναμη της κρατικής εξουσίας των καπιταλιστών ορθώνεται απειλητικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για να αποτινάξει τα δεσμά της καταπίεσης. Το κράτος και η αστική δημοκρατία μαζί με τις μορφές της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης, που με τη βία, πότε καλυμμένη και πότε ανοιχτή επιβάλλει την κυριαρχία του συστήματος. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, το κεφάλαιο και το κράτος του περνάνε την αντίδραση σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας, η αστική τάξη υπερφαλαγγίζει τις τυπικές δημοκρατικές μεθόδους και επιβάλλει συχνά βίαιες στρατιωτικές - φασιστικές δικτατορίες.


Στον τομέα της ιδεολογίας, η αστική τάξη μαζί με την κοινωνική δημαγωγία καλλιεργεί την απροκάλυπτη εξύμνηση της βίας σαν νόμιμο δικαίωμα αποκλειστικά της κρατικής πολιτικής για να εξασφαλίσει την "ασφάλεια" των πολιτών και τα "συμφέροντα των εθνών".


Ο
ι κομμουνιστές δεν είναι θιασώτες της βίας και του πολέμου. Ο μαρξισμός - λενινισμός απορρίπτει τις θεωρίες που αποδίδουν στη βία καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αρνιέται καθόλου το ρόλο της βίας στον ένα ή στον άλλο μηχανισμό πραγματοποίησης της ιστορικής αναγκαιότητας, γιατί, όπως έγραφε ο Μαρξ, αναφερόμενος στο προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό, που επιταχύνθηκε με την κρατική βία: "Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας όταν αυτή εγκυμονεί τη νέα. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη". Οι κομμουνιστές είναι αντίθετοι και πολέμιοι κάθε μορφής ατομικής "τρομοκρατίας" και τυχοδιωκτισμού, υπερασπίζονται όμως το δικαίωμα της εργατικής τάξης και του λαού να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή πάλης για να καμφθεί η εκδήλωση κρατικής βίας που στρέφεται ενάντια στο λαϊκό κίνημα.




Ο Λένιν στην αντιπαράθεσή του με τους οπαδούς της ατομικής τρομοκρατίας δήλωνε ότι: "Η σοσιαλδημοκρατία θα συνιστά πάντα την αποφυγή του τυχοδιωκτισμού και θα ξεσκεπάζει αλύπητα τις αυταπάτες που καταλήγουν αναπόφευκτα στην πλήρη απογοήτευση. Πρέπει να θυμούμαστε ότι το επαναστατικό κόμμα τότε μονάχα είναι άξιο του ονόματός του, όταν καθοδηγεί στην πράξη το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Πρέπει να θυμούμαστε πως κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατελείωτη ποικιλία μορφών, επεξεργαζόμενο συνεχώς νέες, απορρίπτοντας τις παλιές, τροποποιώντας είτε συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές. Και χρέος μας είναι να παίρνουμε ενεργό μέρος σ' αυτό το προτσές της επεξεργασίας των μεθόδων και των μέσων πάλης".


Η ιστορία των κοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, που πραγματοποιείται με άλματα τη στιγμή της κορύφωσης της πάλης όταν εκδηλώνεται η κοινωνική επανάσταση. Τότε ακριβώς το κράτος των εκμεταλλευτών, σαν υλική δύναμη που ενσαρκώνει τη θέλησή τους, με τη βία στρέφει όλη τη δύναμή του για να τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις. Το επαναστατικό κίνημα σ' αυτή την τεράστια δύναμη καταστολής και κατάπνιξης είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με τη δική του δύναμη αντίστασης και απελευθέρωσης.


Η ιστορία έχει δείξει ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν πραγματοποιείται δίχως μαζική πολιτική δράση, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, ακόμη και ένοπλης λαϊκής πάλης, όταν το κράτος των εκμεταλλευτών στρέφει όλους τους μηχανισμούς του, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, για την καταστολή της θέλησης του λαού. Ο βαθμός και οι μορφές της βίας όμως πάντα καθορίζονται κυρίως από το βαθμό και τις μορφές επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων.


Η
 πάλη της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στην πολιτική κυριαρχία των μονοπωλίων, για να στεφθεί με επιτυχία, πρέπει να θέσει το ζήτημα της εξουσίας, που είναι και η καρδιά της πολιτικής πάλης. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι πολιτική που δε θίγει την κρατική τους εξουσία κινείται στα όρια του συστήματος, δεν μπορεί να τους ανατρέψει. Δεν αρκεί η αποδοχή της πάλης των τάξεων, αλλά χρειάζεται αγώνας για την τελική της κατάληξη που είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Η ανατροπή της πολιτικής εξουσίας των μονοπωλίων απαιτεί μια νέα εξουσία που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει τη βία, όμως εδώ πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η ιστορία, την ήττα τους και επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η κύρια λειτουργία της λαϊκής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση, αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού και με την ολόπλευρη συμμετοχή τους.




Χωρίς επαναστατική βία, έλεγε ο Λένιν για την Οχτωβριανή Επανάσταση, το προλεταριάτο δεν μπορούσε να νικήσει. Αποτελούσε όμως απαραίτητη και δικαιολογημένη μέθοδο σε ορισμένες μόνο στιγμές της, μόνο όταν υπήρχαν ορισμένες και ειδικές συνθήκες, "... ενώ η οργάνωση των προλεταριακών μαζών, η οργάνωση των εργαζομένων ήταν και παραμένει η πολύ πιο βαθιά, μόνιμη ιδιότητα αυτής της επανάστασης και όρος της νίκης της... η πιο βαθιά πηγή των νικών της".


Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναδεικνύει σαν ένα ποιοτικό γνώρισμα για το ρόλο και την προοπτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης σε μια ανοδική πορεία ανάπτυξης - που φυσικά προϋποθέτει και ανάλογες αντικειμενικές εξελίξεις - τη συμμετοχή των μαζών: "Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού λαϊκού μετώπου, οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες.


Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά κινήματα και τις οργανώσεις τους. Τα όργανα αυτού του Μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων. Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς.


Κινητοποιούν το λαό, ώστε να ματαιώνει αντιλαϊκές επιλογές, να μην πειθαρχεί στους επάνω. Διαμορφώνουν μέσα στην πάλη νέους λαϊκούς θεσμούς, σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς που νομιμοποιούν τη δικτατορία των μονοπωλίων. Διαπαιδαγωγούν και προετοιμάζουν το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές της πάλης και να είναι σε θέση να τις εναλλάσσει γρήγορα και ανάλογα με τις εξελίξεις. Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της"»

Το μαρς των σκλάβων


Το μαρς των σκλάβων


Μια πραγματικά συγκλονιστική ανάρτηση, μέχρι ανατριχίλας για όσους ξέρουν από όπερα, από το σύντροφο μπλόγκερ Λευτέρη Παπαδέα.
Απολαύστε αυτή τη μοναδική καλλιτεχνική εκδήλωση και σκεφτείτε ότι η τέχνη που έχει σαν αφετηρία το λαό, μπορεί να ξεσηκώνει, να συγκινεί, να διδάσκει το λαό. Μπορεί να γίνει η σπίθα που χρειάεται στο μπαρούτι της λαϊκής οργής.
Ιδιαίτερα ανατριχιαστικά συγκλονιστική είναι η σκηνή που όλο το θέατρο τραγουδαέι το εμβατήριο των σκλάβων  με τη διεύθυνση του μαέστρου.
Μην παραλέιψετε όμως πριν δείτε το βιντεάκι να διαβάσετε το κείμενο που ακολουθεί, αλλά και το κείμενο που υπάρχει στην ανάρτηση τπυ σύντροφου το οποίο θα βρείτε αν ακολουθήσετε το λινκ.

NABUCCO στη Ρώμη
Στις 12 Μαρτίου, ο Silvio Berlusconi κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdiυπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero» τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 —όταν και γράφτηκε η όπερα— ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.
Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.
Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, θα προκαλέσει ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία.
Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, «…ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης».
«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού. Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε «Oh ma patrie, si belle et perdue!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη).
Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis». Το κοινό άρχισε να φωνάζει «Vive l’Italie!» και «Vive Verdi!». Άνθρωποι από τα θεωρεία άρχισαν να πετούν χαρτιά συμπληρωμένα με πατριωτικά μηνύματα —κάποια έγραφαν «Muti, sénateur à vie».
Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά ένα encore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».
Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:
[Αφού οι εκκλήσεις του κοινού για ένα bis έχουν σταματήσει, από το κοινό ακούγεται «Ζήτω η Ιταλία»].
«Ναι συμφωνώ με αυτό "Ζήτω η Ιταλία", αλλά» [χειροκροτήματα] «δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε "Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη" σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά "όμορφη και χαμένη"».
[Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή].
«Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».
Έτσι προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί με τη χορωδία των σκλάβων. «Είδα ομάδες ανθρώπων να σηκώνονται. Όλη η Όπερα της Ρώμης σηκώθηκε. Η χορωδία επίσης σηκώθηκε. Ήταν μια μαγική στιγμή μέσα στην όπερα. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν μόνο μια συναυλία του Nabucco, αλλά επίσης ήταν μια δήλωση (statement) του θεάτρου της πρωτεύουσας υπ’ όψη των πολιτικών».
(Μπείτε και απολαύστε ό,τι συνέβη…)

Να ερευνηθεί η σχέση της Χρυσής Αυγής με την Αστυνομία


Να ερευνηθεί η σχέση της Χρυσής Αυγής με την Αστυνομία 






 Στην Αθήνα ο Μούιζνιεκς για να συζητήσει με τις Αρχές την αύξηση κρουσμάτων


 Υπό στενή παρακολούθηση έχει την Ελλάδα ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης γιατί στο γραφείο του πέφτουν βροχή οι καταγγελίες για ξυλοδαρμό μεταναστών και για απειλές κατά δημοσιογράφων από μέλη της Χρυσής Αυγής. 


 Ο Νιλς Μούιζνιεκς σχεδιάζει να επισκεφθεί σύντομα την Αθήνα για να συζητήσει με τις Αρχές την αύξηση των κρουσμάτων αυτών που τον ανησυχούν ιδιαίτερα. 
 «Παρακολουθούμε την κατάσταση στην Ελλάδα πολύ προσεκτικά και συλλέγουμε πληροφορίες» 
 μας λέει τηλεφωνικά από το Στρασβούργο όπου βρίσκεται η έδρα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 


 Ο κ. Μούιζνιεκς, 48 ετών, γόνος λετονών μεταναστών στις ΗΠΑ, ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές Απριλίου και αμέσως του τράβηξαν την προσοχή οι καταγγελίες για τη Χρυσή Αυγή,
  «αν και η ύπαρξη της οργάνωσης αυτής υπήρχε στο “ραντάρ” μας για αρκετό καιρό, ιδίως αφότου εξέλεξε έναν δημοτικό σύμβουλο πριν από δύο χρόνια».


 Για τις περισσότερες από τις καταγγελίες που δέχεται το γραφείο του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  
«είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι δράστες είναι μέλη της Χρυσής Αυγής».


 Ο κ. Μούιζνιεκς χαρακτηρίζει «μοναδική στην Ευρώπη» τη Χρυσή Αυγή. Και εξηγεί:  
«Κατά μία έννοια ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των ακροδεξιών κομμάτων, αλλά κατά μία άλλη αποτελεί κάτι καινούργιο. Δεν υπάρχουν άλλοι βουλευτές στην Ευρώπη που να χαιρετούν ναζιστικά. Η Χρυσή Αυγή έχει ομοιότητες με άλλα κόμματα, αλλά είναι πιο ανοιχτά εξτρεμιστική και ναζιστική στις απόψεις της απ' οποιοδήποτε άλλο κόμμα στην Ευρώπη».


 Υπάρχει πρόβλημα νομιμότητας με τη Χρυσή Αυγή; τον ρωτάμε.
  «Πιστεύω ότι η ελευθερία ίδρυσης και λειτουργίας ενός κόμματος δεν είναι απεριόριστη» απαντάει. «Η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει με σαφήνεια την πιθανότητα απαγόρευσης ενός κόμματος. Αλλά το άρθρο 29 παράγραφος 1 του ελληνικού Συντάγματος αναφέρει ότι "οι Ελληνες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος". Με άλλα λόγια, εγείρεται το ερώτημα: Εξυπηρετεί η Χρυσή Αυγή την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος;».


 Ο κ. Μούιζνιεκς πιστεύει ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να βάλουν στο μικροσκόπιο τη νομιμότητα της Χρυσής Αυγής με βάση το παραπάνω άρθρο του Συντάγματος, καθώς και το Αρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (που αναφέρει ότι καμία ομάδα ή άτομο δεν έχει το δικαίωμα να επιδίδεται σε δραστηριότητα που οδηγεί στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών άλλων ατόμων). Προσθέτει όμως:  
«Αλλο πράγμα είναι να απαγορεύσεις ένα κόμμα και άλλο να αντιμετωπίσεις τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία του - λ.χ. μέσω της Παιδείας, αλλά και της κατηγορηματικής στάσης άλλων πολιτικών παικτών ότι ρατσιστικές πράξεις και λόγια είναι απαράδεκτα σε μια δημοκρατία».


 Ο Επίτροπος έχει 20ετή θητεία στην υπηρεσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από διάφορες θέσεις- διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), θέση από την οποία εργάστηκε εντατικά για την καταπολέμηση του ρατσισμού στην Αστυνομία.
  «Εχουμε λάβει πληροφορίες ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν κάνει σωστά τη δουλειά της όσον αφορά τα ρατσιστικά εγκλήματα» λέει. 
«Πρέπει να ερευνηθούν εξονυχιστικά τυχόν διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με αστυνομικούς, όπως επίσης και ο τρόπος αντιμετώπισης της ρατσιστικής βίας από την Αστυνομία».


 Θεωρεί ότι ένα σαφές μήνυμα από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και τους πολιτικούς είναι απολύτως απαραίτητο, όπως και η σύσταση μιας ανεξάρτητης επιτροπής που δεν θα περιλαμβάνει αστυνομικούς για να εξετάζει τις καταγγελίες εναντίον αστυνομικών.


 Ο κ. Μούιζνιεκς εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις επιθέσεις εναντίον μεταναστών από μέλη της Χρυσής Αυγής στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, αλλά και για τις απειλές εναντίον δημοσιογράφων τις οποίες χαρακτηρίζει «απειλές εναντίον της Δημοκρατίας».


«Οι επιθέσεις αυτές συνδέονται με τον ρατσιστικό λόγο που διαδίδει η Χρυσή Αυγή» λέει. «Ο σοβαρότερος κίνδυνος είναι ο λόγος αυτός και οι επιθέσεις αυτές να θεωρηθούν "κανονικά" φαινόμενα. Τότε ο κόσμος θα πάψει να τα αντιμετωπίζει σαν κάτι εκτός νόρμας και οι δράστες θα αισθάνονται δικαιωμένοι, ότι έχουν κοινωνική αποδοχή».


Συστάσεις προς τα μέσα ενημέρωσης
 Οι δημοσιογράφοι πρέπει να τηρούν αποστάσεις
 Τι είναι προτιμότερο, τα μέσα ενημέρωσης να αγνοούν τη Χρυσή Αυγή για να μην της χαρίζουν τζάμπα διαφήμιση ή να δημοσιοποιούν τις ακρότητες των μελών της για να «ξεσκεπάσουν» το πραγματικό τους πρόσωπο;


 «Το δίλημμα αυτό δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Δημοσιογράφοι σε ολόκληρη την Ευρώπη πασχίζουν να βρουν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς και άλλων ακραίων κομμάτων και κινημάτων. Πρέπει να είναι προσεκτικοί για να μην τους παρέχουν τη διαφήμιση που τόσο αποζητούν και υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να το πετύχουν αυτό. Πρώτον, να μη δημοσιεύουν μεγάλες φωτογραφίες των μελών της στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων - αυτό ακριβώς επιζητούν οι ακροδεξιοί. Δεύτερον, να διπλοτσεκάρουν όποιο στοιχείο αναφέρουν σχετικά με μετανάστες, Ρομά, πρόσφυγες, διότι οι ακροδεξιοί έχουν την τάση να χειραγωγούν τα στοιχεία αυτά για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα. Τρίτον, αν ένα ρεπορτάζ αναφέρεται σε κάποιο κόμμα όπως η Χρυσή Αυγή πρέπει να καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα κανονικό δημοκρατικό κόμμα».


 Η τέταρτη σύσταση του κ. Μούιζνιεκς πάει κόντρα στον καταιγισμό διαμαρτυριών που κατακλύζουν όποιο μέσο ενημέρωσης τονίζει την ιδιότητα του «Xρυσαυγίτη» για τον δράστη ενός εγκλήματος (λ.χ. το vima.gr έλαβε περισσότερα από 350 τέτοια σχόλια για την είδηση ότι 45χρονος Xρυσαυγίτης βίασε 15χρονη Αλβανίδα), καθώς και στις διαμαρτυρίες των ίδιων των μελών της Χρυσής Αυγής όταν γίνονται αναφορές σε τυχόν καταδίκες ή επικείμενες δίκες τους (λ.χ. ο Ηλ. Κασιδιάρης πέταξε ένα ποτήρι νερό στη Ρένα Δούρου του ΣΥΡΙΖΑ επειδή αναφέρθηκε στο έγκλημα για το οποίο κατηγορείται):
  «Αν κάποιος από τους ηγέτες ή τα μέλη των κομμάτων αυτών κατηγορούνται για ρατσιστικό λόγο ή βία ή οποιοδήποτε άλλο έγκλημα - καθώς πολύ συχνά τα μέλη τους διαπράττουν εγκλήματα - αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρεται, καθώς και το ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο κόμμα. Εν κατακλείδι, χρειάζεται προσοχή και υπευθυνότητα. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να τηρούν απόσταση: να μην προσφέρουν βήμα σε τέτοια κινήματα και να τα παρατηρούν επικριτικά». 
Πηγή: Το "Βήμα" / Ελληνοφρένεια 
 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  TRASH

Ενα έκτρωμα που διδάσκει υποταγή


Ενα έκτρωμα που διδάσκει υποταγή
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης έχει βρεθεί το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ τάξης του Δημοτικού, που όχι μόνο αναπαράγει τα ιδεολογικά και πολιτικά στερεότυπα με τα οποία ανέκαθεν παρουσιαζόταν η ιστορία στα σχολικά βιβλία, αλλά προχωρά παραπέρα, σε μία πιο ανοιχτή ιδεολογική παρέμβαση.
Το νέο σχολικό βιβλίο, στην πεπατημένη που ακολουθούσαν και τα αντίστοιχα προηγούμενα, δεν μπαίνει στη διαδικασία να εξετάσει την κοινωνική εξέλιξη από το ένα στο άλλο στάδιο, να κάνει τους μαθητές να κατανοήσουν την πραγματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, τις αντιθέσεις και την πάλη των τάξεων. Χαρακτηρίζεται από μια αντίληψη ότι ηιστορία είναι υποκειμενική - τοπική κλπ. και δεν είναι αντικειμενική, αλλά θέμα οπτικής γωνίας. «Στόχος μας εδώ δεν είναι να δικαιώσουμε κάποιες από τις μνήμες και να περιθωριοποιήσουμε κάποιες άλλες. Είναι να λειτουργήσουμε εισαγωγικά στα ιστορικά θέματα που έχουν διχαστική δυναμική, δίνοντας μια εικόνα που δεν είναι πολωτική». Ετσι περιγράφουν στο βιβλίο εκπαιδευτικού (σελ. 13) οι συγγραφείς το στρογγύλεμα των γεγονότων και την απόκρυψη της πραγματικής ιστορίας.
Μία πρώτη ανάγνωση του βιβλίου δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτό που τελικά επιτυγχάνεται είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας προς όφελος όσων δεν επιθυμούν τις λαϊκές διεκδικήσεις, η ιδεολογική χειραγώγηση και η σύγχυση στα μυαλά των μαθητών.
Ενα παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος που παρουσιάζεται η Γαλλική Επανάσταση. Η μία από τις τρεις όλες κι όλες σελίδες που αναφέρονται σε αυτό το γεγονός, που σηματοδότησε το ποιοτικό άλμα από τη φεουδαρχία, αφιερώνεται στη ζωή της Ολυμπία Ντε Γκουζ, η οποία φέρεται να εκτελέστηκε από τους επαναστάτες λόγω των θέσεων που διατύπωσε για την ισότητα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, αιτία για την εκτέλεσή της ήταν η δημοσίευση δοκιμίου το οποίο έμμεσα υποστήριζε το μοναρχικό καθεστώς, κάτι που αν αναφερόταν στο βιβλίο δε θα οδηγούσε σε μία στρεβλή εικόνα στην οποία εμφανίζονται οι επαναστάτες να εξολοθρεύουν όσους είχαν προοδευτικές απόψεις.
Η επιλογή λοιπόν να παρουσιαστεί με αυτόν τον τρόπο το θέμα, έρχεται να δείξει την εχθρότητα με την οποία το περιεχόμενο του σχολείου αντιμετωπίζει τις επαναστάσεις και διεκδικήσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, σε ό,τι αφορά την ελληνική επανάσταση του 1821, συνοπτικά αναφέρονται διάφορα γεγονότα και μία παράθεση πηγών (πίνακες, επιστολές, διηγήσεις) χωρίς ο μαθητής να μαθαίνει τελικά βασικές πλευρές αυτού του κομματιού της ιστορίας, που χαρακτηρίζεται από προοδευτικές πλευρές της δράσης του λαού, την αντίσταση και βοηθά στην κατανόηση της έννοιας του δίκαιου πολέμου ενάντια στους κατακτητές.
Τα καταΐφια του '21
Ετσι, η αναφορά σε μορφές όπως ο Κουντουριώτης, o Παπαφλέσσας κλπ. καταλαμβάνει μισή μόλις σελίδα, ενώ στο πνεύμα της απάλειψης των πολιτικών εκείνων στοιχείων που μπορεί - σύμφωνα με όσα διατείνονται οι συγγραφείς - να προκαλέσουν εχθρότητες, παρατηρείται μια προσπάθεια οι αναφορές σε ιστορικά γεγονότα να αντικατασταθούν από μία στροφή προς την περιγραφή της καθημερινότητας: Τη στιγμή, λοιπόν, που η αναφορά στον Θ. Κολοκοτρώνη καταλαμβάνει μια κειμενολεζάντα που με τη βία φτάνει τις 40 λέξεις, μία σελίδα αφιερώνεται αφειδώς στα «αθηναϊκά καφενεία κατά το 19ο αιώνα» (σελ. 84) ή - σε άλλο σημείο - παρατίθεται αναλυτικά το τι έφτιαχναν οι φούρνοι στην Κωνσταντινούπολη:«Τσουρέκια, καταΐφια, γαλέτες, παξιμάδια, πίτες, καρβέλια, φραντζόλες, μπουρέκια και πίτες του Χαλεπιού και της Δαμασκού, πλακούντια, φρέσκους τραγανιστούς λουκουμάδες» (σελ. 31).
Παρά τα παραπάνω, οι υπεύθυνοι για τη συγγραφή των νέων βιβλίων επιμένουν ότι στόχος του νέου βιβλίου και των διαφόρων νέων απόψεων, για την ιστορία που υπηρετεί, είναι η ανάπτυξη ιστορικής κρίσης από το μαθητή, ο οποίος στην πρώτη του επαφή με αυτή την περίοδο της ιστορίας, στην ηλικία των 12 χρόνων, γίνεται δέκτης ενός βομβαρδισμού πηγών χωρίς να έχει γνωρίσει τα γεγονότα της ιστορίας.
Τι γεννά τις δικτατορίες;
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα στο οποίο αποφεύγεται η αναφορά στις έννοιες της αντίστασης και της διεκδίκησης της ελευθερίας, έρχεται στη σελίδα 106 η αναφορά στην άνοδο των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και την Ελλάδα στην εποχή του Μεσοπολέμου.
«Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει και την κοινωνία. Μεγάλος αριθμός εργατών και υπαλλήλων μένει άνεργος και οι περισσότεροι πολίτες αντιδρούν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες. Πολλά δημοκρατικά πολιτεύματα, κάτω απ' αυτήν την πίεση, σταδιακά καταρρέουν. Τα διαδέχονται δικτατορίες».
Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη περίοδος περιγράφεται ως εξής: «Οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι δύσκολες. Η ανεργία, τα χαμηλά ημερομίσθια, οι ανυπόφορες συνθήκες εργασίας και η έλλειψη ασφάλισης έχουν ως αποτέλεσμα απεργιακές κινητοποιήσεις από τους εργαζόμενους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ξεσπούν κυβερνητικές κρίσεις και εκδηλώνονται στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς καταλύει το Σύνταγμα και επιβάλλει δικτατορία».
Τελικά, δηλαδή, η εντύπωση που σχηματίζεται στο μαθητή είναι ότι οι διαδηλώσεις και οι διεκδικήσεις του δίκιου των εργατών είναι που φέρνουν τις δικτατορίες και η άρχουσα τάξη, όταν δυσκολεύεται να κυβερνά κοινοβουλευτικά. Και το μήνυμα που λαμβάνει τελικά είναι να προσέξουν να μη διαδηλώνουν γιατί η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να γίνει φασισμός. Καμία αναφορά στο γεγονός ότι και τα δύο είναι μορφές πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. Σ' αυτή τη γραμμή πλεύσης στη σελίδα που αφορά την ιστορία του εργατικού κινήματος εξαφανίζεται παντελώς το ΚΚΕ, όταν η ίδια η αστική ιστοριογραφία καταγράφει, έστω και με αρνητική κριτική, την ίδρυσή του ως σημαντικό ιστορικό γεγονός.
Στις επόμενες σελίδες, το βιβλίο αναφέρεται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο, από όπου και εδώ απουσιάζει κάθε αναφορά στον αδιαμφισβήτητο ρόλο του ΚΚΕ στην οργάνωση της αντίστασης. Εξαφανισμένοι είναι και οι χιλιάδες εξόριστοι και εκτελεσμένοι αγωνιστές, όπως φυσικά και ο ρόλος των ΗΠΑ και Αγγλίας στον εμφύλιο.
Αντίθετα στο πλαίσιο μιας νέας προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία ιστορία είναι και αυτό που συνέβη μόλις χτες, στο κεφάλαιο αθλητισμός (σελ. 130) ιδιαίτερη θέση κατέχουν μέσα από τις εικόνες οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 στην Αθήνα, με το όλο θέμα να προσεγγίζεται πληροφοριακά.
Μετά την εξάλειψη κάθε μορφής αντίστασης, της ισοπέδωσης των γεγονότων της ιστορίαςκαι της σύγχυσης που δημιουργεί ο αχταρμάς που προηγήθηκε σε όλο το βιβλίο, οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στην ΕΕ. «Οι χώρες μέλη της ΕΕ προσπαθούν να χαράξουν ενιαία εξωτερική πολιτική και να λειτουργούν συλλογικά σε μια σειρά θέματα όπως η Ειρήνη, ο Πολιτισμός, το περιβάλλον» αναφέρεται στη σελ. 124 του βιβλίου, χωρίς περαιτέρω αναφορές στον οικονομικό και πολιτικό της ρόλο. Προηγουμένως έχει αξιοποιηθεί κάθε επικοινωνιακό - σημειολογικό τέχνασμα για τον εγκλωβισμό της σκέψης των μαθητών να αποδεχτούν σαν αναγκαιότητα την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση.
Το βιβλίο της Στ' Δημοτικού, λόγω και του ότι αναφέρεται σε ζητήματα νεότερης Ιστορίας, δηλαδή σχετικά πρόσφατα, έχει προκαλέσει αντιδράσεις για το περιεχόμενό του, ενώ ζήτημα έχει δημιουργήσει και η μεθοδολογική προσέγγιση της διδασκαλίας της κυρίως μέσα από πηγές, καθώς ο εκπαιδευτικός και τελικά ο γονιός καλείται να καλύψει τα κενά.
Κι ενώ το βιβλίο πρέπει να αποσυρθεί ολόκληρο ως εξόφθαλμη αντεπιστημονική θεώρηση, η σχετική συζήτηση επιχειρείται να εγκλωβιστεί σε μια ψευδεπίγραφη αντίθεση που κεντρώνει σε εθνικιστικού - εκκλησιαστικού τύπου ενστάσεις. Αυτό εξυπηρετεί ακριβώς τους υπερασπιστές του βιβλίου, γιατί η αντίθεσή τους σε μια από τις αντιδραστικές θεωρήσεις της ιστορίας, τους δίνει το κάλυμμα για να ντύσουν τις άλλες αντιδραστικές θεωρήσεις της με δήθεν προοδευτική προβιά. Ο κεντρικός στόχος τους αποκαλύπτεται, όταν, ταυτόχρονα, στο όνομα της εξάλειψης της εχθρότητας μεταξύ των λαών με το ξαναγράψιμο της ιστορίας, οι ίδιοι έφτασαν να υπερασπίζονται και την - αναλόγου πνεύματος - τετράτομη έκδοση για εναλλακτική διδασκαλία της ιστορίας, που χρηματοδοτήθηκε από τα υπουργεία Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Γερμανίας, το ίδρυμα Σόρος και διάφορους άλλους χορηγούς, που αποτελεί ξεκάθαρη παρέμβαση των ιμπεριαλιστών στα σχολεία, στο όνομα της καλλιέργειας «της δημοκρατίας και της συμφιλίωσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», όπως επονομάζεται το ίδρυμα που έχει την ευθύνη για την έκδοση.
Με τις δυο πλευρές της αστικής σκέψης (κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου από τη μία, εθνικισμός από την άλλη) για την ιστορία να αλληλοσυμπληρώνονται, η αντίληψη που εκφράζουν οι κομμουνιστές δε χαρίζει τον πατριωτισμό σε κανέναν, αλλά αντίθετα πρεσβεύει την άποψη ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν την πραγματική ιστορία των λαών, την ταξική πάλη που κινεί την ιστορία, αναδεικνύει την ουσία των πολέμων και έτσι συνδέει διαλεκτικά τον προλεταριακό διεθνισμό με τον πατριωτισμό.
Το να μη μαθαίνουν τα παιδιά ιστορία, η απόκρυψη γεγονότων που σχετίζονται με την αντίσταση στην αδικία, δεν οδηγεί στην καλλιέργεια της φιλίας μεταξύ των λαών. Αντίθετα, η διδασκαλία της πραγματικής ιστορίας, η αναζήτηση των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, η ανάδειξη του ρόλου της δύναμης που πραγματικά κινεί την ιστορία, η προσέγγιση της γνώσης με επιστημονικό τρόπο αποτελεί όρο για την ανάπτυξη προσωπικοτήτων ικανών να κρίνουν και να βγάζουν σωστά συμπεράσματα.
Αλλωστε, η στρεβλή αντιεπιστημονική «μόρφωση» ή καλύτερα το να «μορφώνουν» μαθητές δηλητηριάζοντάς τους με την αντιδραστική ιδεολογία αποτελεί το καλύτερο υπέδαφος για την καλλιέργεια του μίσους, της χειραγώγησης και της εκμετάλλευσης, που είναι και ο υπέρτατος στόχος του συστήματος για τους σημερινούς μαθητές και αυριανούς απασχολήσιμους.

Το ρολόι του καπετάν Μανόλη


Το ρολόι του καπετάν Μανόλη





Στο σύντροφο και φίλο Τάκη Ρούλη


Γρηγοριάδης Κώστας

Ενα ρολόι δείχνει τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Υπάρχουν ρολόγια ακριβά από χρυσό ή φτηνά από κάποιο εξευγενισμένο μέταλλο, ρολόγια αντίκες και ρολόγια μοντέρνα. Μερικά, ίσως, να έχουν κάποια ιστορική αξία, ανήκανε σε κάποιον ευεργέτη του Εθνους, καθώς λένε, σε κάποιον από τζάκι, δηλαδή πλούσια οικογένεια, ή να ήταν κάποιου πολιτικού. Μερικά τα βλέπουμε στα μουσεία, άλλα τα έχουν κρυμμένα φανατικοί συλλέκτες.




Το ρολόι του καπετάν Μανόλη δεν είναι από χρυσό, ούτε από ασήμι. Ενα απλό ρολόι που το έφερε από την Πέργαμο της Μικρασίας. Ισως να του το χάρισε ο πεθερός του, όταν παντρεύτηκε την Ελευθερία. Τ' όνομα είναι σημαδιακό, όπως και το ρολόι. Είναι στενά συνδεδεμένα. Εχουν μια κοινή ιστορία.


Η ιστορία αρχίζει με αίμα και δεν έχει τέλος.


Την πρώτη φορά αποχωρίστηκε το ρολόι του ο καπετάν Μανόλης, όταν ήταν φυλακή στην Καβάλα μαζί με πολλούς άλλους συναγωνιστές. Το έδωσε σ' έναν κοντοχωριανό του, το Μιχάλη, να το παραδώσει στη γυναίκα του, γιατί δε γνώριζε αν θα επέστρεφε ποτέ στο σπίτι του, στο χωριό Εκάλη, γι' αυτό είχε και το ψευδώνυμο Εκαλιώτης, έναν οικισμό της Ζαρκαδιάς και στην οικογένειά του.


Αυτός, ο Μιχάλης, απολύθηκε ύστερα από μερικές μέρες, δεν πέρασε καν από το χωριό του καπετάν Μανόλη, μα βγήκε στο βουνό, στην περιοχή του Γκοτζιά Ορμάν, κι έτσι το ρολόι έμεινε στα χέρια του. Αργότερα, ήταν αρχές του φθινοπώρου του σαράντα έξι, χωρίς να περάσει από δίκη, άφησαν και τον καπετάν Μανόλη ελεύθερο. Μα κι αυτός δε γύρισε στο σπίτι του. Πήρε τα γνωστά μονοπάτια κι ανέβηκε στο παλιό λημέρι που γνώριζε ακόμα από την κατοχή κι έδρασε σε τούτη την περιφέρεια επί δυο χρόνια. Είχε καλό όνομα στην περιοχή κι όταν ακούστηκε πως είχε πάρει το όπλο, είχε βγει στο βουνό, τον ακολούθησαν κι άλλοι αγωνιστές που ως τότε δίσταζαν. Εκεί συνάντησε πάλι τον Μιχάλη και κείνος του παρέδωσε το ρολόι.


Το αντάρτικο στην περιοχή της Καβάλας και της Δράμας ήταν αδύναμο. Και ο τόπος ήταν δύσκολος: Ψηλά, κακοτράχαλα βουνά, απότομες βαθιές χαράδρες, λιγοστό νερό, τα χωριά μακριά και μεγάλη η πεδιάδα που κανείς δεν τη διέσχιζε απαρατήρητος. Υστερα στην περιοχή δρούσαν και οι Τσαούς Αντώνηδες, οι περισσότεροι Παφραλήδες που ήταν έμπειροι πολεμιστές και κάθε σπίτι τους είχε ακόμα και μυδράλιο. Μάχες δίνανε οι αντάρτες, στήνανε ενέδρες σ' αποσπάσματα, ανατίναζαν γέφυρες, χτυπούσαν σταθμούς χωροφυλακής.


Μια μέρα πορεύονταν κατηφορίζοντας το τμήμα του καπετάν Μανόλη από το Γκοτζιά Ορμάν για να χτυπήσουν τη νύχτα κάποιο χωριό, όπου στρατοπέδευσε ένα απόσπασμα Μάυδων, όπως είχαν μάθει από συνδέσμους.


Το μονοπάτι ήταν χορταριασμένο κείνη την εποχή και τα λιγοστά δέντρα και πουρνάρια είχαν φουντώσει. Οπως συνήθιζε, ο Μανόλης βάδιζε στην κεφαλή του αντάρτικου τμήματος που αποτελούνταν από καμιά σαρανταριά αντάρτες. Ανάμεσά τους και λιγοστές αντάρτισσες. Βάδιζαν σιωπηλοί, ένας πίσω από τον άλλο σε απόσταση τριών, τεσσάρων μέτρων. Κάποια στιγμή ο καπετάν Μανόλης στάθηκε στην άκρη για να παρακολουθήσει το τμήμα. Μήπως κάποιος είχε κουραστεί και χρειαζόταν βοήθεια, μήπως καμιά από τις κοπέλες δεν μπορούσε ν' ακολουθήσει. Να, όπως εκείνες, η Μαρία και η Κατερίνα, που μόλις είχαν έρθει από τα έμπεδα στο τμήμα και ήταν ασυνήθιστες στις πορείες. Τα ντουφέκια τους τα κρατούσαν κάπως αδέξια στους ώμους.


Ο καπετάν Μανόλης έβγαλε από την τσέπη του χιτωνίου το ρολόι, άνοιξε το καπάκι. Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Ακόμα πέντε ώρες ως την επίθεση. Τώρα θα κατέβαιναν σε μια χαράδρα και θα αναπαύονταν, θα έτρωγαν το ξερό ψωμί, πρώτα όμως θα το βουτούσαν στο νερό, έτσι γινόταν πολύ πιο νόστιμο.


Οταν διάβηκε και ο τελευταίος άντρας μπροστά του, έτρεξε ως την μπροστέλα, σήκωσε το χέρι και τράβηξε προς τη χαράδρα. Το μονοπάτι ήταν απότομο. Μόνο τα γίδια σκαρφάλωναν σε τούτα τα μέρη.


Η χαράδρα βαθιά, ήλιος δεν τη χτυπούσε. Οι άντρες σιγομιλούσαν μεταξύ τους. Κανένας τους όμως δεν έκανε σκέψεις πως κάποιος απ' αυτούς θα λαβωνόταν, κάποιος δε θα γύριζε στο λημέρι, θα επέστρεφε στο σπίτι μετά τη νίκη.


Η Μαρία και η Κατερίνα πλένανε και δροσίζανε τα πρησμένα πόδια τους λίγο πιο κάτω από την πηγή. Ηταν ασυνήθιστες στις βαριές και πολύ μεγάλες αρβύλες. Τη μάχη δεν τη φοβόνταν γιατί δε γνώριζαν από μάχες. Για πρώτη φορά έπαιρναν μέρος. Και κάτι που σου είναι άγνωστο δεν το φοβάσαι.


Ο καπετάν Μανόλης πήγαινε από ομάδα σε ομάδα, από παρέα σε παρέα. Σ' ένα νεαρό αντάρτη, Κωστάκη τον φώναζαν όλοι, που έστριβε επιδέξια τσιγάρο, είπε πατρικά: «Δε φοβόμαστε, συναγωνιστή! Ετσι δεν είναι;» Εκείνος κορδώθηκε: «Μπα, συναγωνιστή καπετάνιο! Εχω συνηθίσει! Δεν είναι η πρώτη».


«Ετσι, μπράβο! Για νίκη πάμε!»


Πήγε ακόμα στις κοπέλες, τις συμβούλεψε χαμογελώντας: «Στεγνώστε καλά τα ποδαράκια σας, αλλιώς θα τρίβονται στις αρβύλες».


Εσβησε πάνω στις ράχες το κοκκινωπό φως του ήλιου. Μαύρη σαν πίσσα η νύχτα στη χαράδρα. Μόνο ψηλά, πολύ ψηλά άναψαν στον βαθύ, μακρινό ουρανό τ' αστέρια.


Πριν συνεχίσουν την πορεία ο καπετάνιος κοίταξε το ρολόι του, ανάβοντας για λίγο το φακό. Οι δείχτες διακρίνονταν καλά. Εδειχναν ώρα εννιά.


Οι αντάρτες συμπτύχθηκαν, ο καπετάνιος μπήκε πάλι επικεφαλής. Στο τέλος της χαράδρας απλωνόταν ο κάμπος και στους πρόποδες τούτου του βουνού βρισκόταν το χωριό.


Χώρισαν οι ομάδες, κύκλωσαν το χωριό με τα χαμόσπιτα, τα στενά σοκάκια, την πλατειούλα με τα δυο καφενεία. Σ' αυτά θα είχαν οι περισσότεροι Μάυδες συγκεντρωθεί. Από μακριά ακούγονταν οι φωνές τους.


Οταν πλησίασαν στα τριάντα μέτρα την πλατειούλα, κοίταξε πάλι ο καπετάν Μανόλης το ρολόι του.


Ηταν η τελευταία φορά. Οταν έτρεχε πρώτος προς τα καφενεία μια ριπή τον γάζωσε στο στήθος. Χτυπήθηκε και το ρολόι. Οι δείχτες σταμάτησαν δέκα η ώρα και τριάντα πέντε λεπτά.


Τον θάψανε σε μια βουνοπλαγιά. Εδώ για χρόνια θα το βαρούσαν οι αγέρηδες το μνήμα, θα το πότιζαν οι βροχές, θα το σκέπαζαν τα χιόνια. Και όταν θα ερχόταν πάλι με το καλό η Ανοιξη θα σκεπάζονταν με χορτάρια και αγριολούλουδα.


Το ρολόι του καπετάνιου το πήρε κάποιος συγχωριανός του, ονόματι Κέντερης Φώτης. Αυτός όμως σκοτώθηκε σε μια ενέδρα κοντά στη Δράμα και το ρολόι ήρθε στα χέρια του Ιορδάνη Βασιλειάδη από το χωριό Νικηφόρος της Δράμας. Μα κι αυτός σκοτώθηκε και το ρολόι ήρθε στα χέρια του Γιάννη Καλογιάννη, μα κι αυτός δεν το κράτησε για πολύ. Οταν αρχές σαράντα εννιά πέρασαν από δω οι δυο ταξιαρχίες του Εβρου, πήγαιναν για ενίσχυση στο Γράμμο, τις ακολούθησε με δυο λόχους. Παρέδωσε το ρολόι σε κείνο τον νεαρό αντάρτη που δε φοβόταν τη μάχη. Αυτός τραυματίστηκε βαριά στο πόδι και τον μεταφέρανε στη Βουλγαρία, στην πόλη Μπερκόβιτσα. Του κόψανε το πόδι ως πάνω από το γόνα.


Οταν άρχισε να βαδίζει έκανε το γύρο του στρατοπέδου και ρωτούσε: «Μήπως γνωρίζεις την Ελευθερία...; Είναι από το χωριό Εκάλη της Χρυσούπολης, της Καβάλας».


Μα κανείς δε γνώριζε ή είχε ακούσει για την Ελευθερία.


Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο νεαρός Κώστας έβαλε το ρολόι σε ένα ξύλινο κουτί και το φύλαγε, μήπως συναντούσε κάποτε την Ελευθερία. Οταν άρχισε να χάνει τις ελπίδες, πήγε στην κομματική οργάνωση, βρήκε το γραμματέα. «Το και το», του λέει, «είναι του καπετάν Μανόλη, του Εκαλιώτη. Να βρούμε τη γυναίκα του, να της το δώσουμε». Τυχαία τη βρήκανε. Το πήρε. Εκλαψε. Το χάρισε αργότερα στο γιο της, τον Τάκη.


Με τον Τάκη συναντιόμαστε συχνά στις διαδηλώσεις, στις συγκεντρώσεις. Για πρώτη φορά μου έδειξε το ρολόι όταν είδα στην τηλεόραση να πέφτει το Τείχος του Βερολίνου. Η ΓΛΔ δεν υπήρχε πια. Ο Τάκης κι εγώ σ' αυτήν μεγαλώσαμε.


Συναντηθήκαμε στην πλατεία Κάνιγγος. Ηταν κάποια διαδήλωση. Ημασταν λίγοι. Κατσουφιασμένος έστεκα κοντά στη στάση των λεωφορείων.


«Πικραμένος» με ρώτησε.


«Πολύ».

«Αδύναμος;»


«Οχι, αντέχω».


Ο Τάκης έβγαλε το ρολόι από τη μικρή τσέπη του σακακιού. Μου το έδειξε: «Το βλέπεις; Γι' αυτό αντέχω».


«Εγώ αντέχω γιατί έχω το παλτό του πατέρα μου. Στο στήθος έχει μια μικρή τρύπα».

Στο διάσελο του Σντρόλια


Στο διάσελο του Σντρόλια







Παπαγεωργίου Βασίλης


Ε
ίχαμε καθίσει στο διάσελο του Ζντρόλια, σε κάτι κοτρωνάκια, να ξεκουραστούμε. Καλά πήγε το κυνήγι σήμερα, αλλά στο τέλος, εκείνος ο Γκέκας του μπαρμπα-Γιαννούλη μας τα χάλασε. Κάπου ξέκοψε, απάνω στο Πετροβούνι, κυνηγώντας μια αλεπού, και ακόμα να φανεί... Και, περιμένοντας τον Γκέκα, ευκαιρία να μας διηγηθεί ο μπαρμπα-Γιαννούλης, ο γεροντότερος της παρέας μας, τη θλιβερή ιστορία του Ζντρόλια.




- Το Ζντρόλια τον δίκασαν για κακούργημα, στη Λάρισα. Παμψηφεί εις θάνατον, δίχως κανένα ελαφρυντικό.


Κίνησε πρωρί πρωί εκείνη τη μέρα - Τετάρτη ήταν - για το παζάρι της Καρδίτσας. Είχε πλέξει καμιά δεκαριά γαλίκια, όλη τη βδομάδα, να πάει να τα πουλήσει, μπας και πιάσει καμιά δεκάρα. Σταυρώθηκαν στην αναπαραδιά εκίνη τη χρονιά. Κάτι σταράκια που είχε σπαρμένα, τα έκαψε ο λίβας, τα τσουρούφλισε. Ούτε το ψωμί της χρονιάς δεν έβγαλε. Είχε και καμιά δεκαριά γιδούλες, οι μισές απόριξαν, με κάτι παγωνιές που πλάκωσαν εκείνον τον χειμώνα, μία φιδιάστηκε, πάει καλιά της, μια άλλη, χάλασε το μαστάρι της, απόμεινε με μια ρόγα, χαΐρι και προκοπή ντιπ κι αυτές.


Εκανε τα γαλίκια δυο στοίβες, και τα φόρτωσε στη γαϊδούρα του, για το παζάρι. Η γυναίκα του κρέμασε τον άδειο τροβά στο κολτσάκι του σαμαριού, και του θύμισε πάλι την παραγγελία.


- Και τα παπούτσια του κοριτσιού. Να μην αστοχήσεις, τα παπούτσια... Είχαν μια κόρη, κόντευε δεκαπέντε χρονών. Να της πάρει, τουλάχιστον, ένα ζευγάρι παπούτσια, που πήγαινε ακόμα στην εκκλησιά με τα τσόκαρα.


Ολη μερούλα ο Ζντρόλιας όρθιος πίσω απ' τα γαλίκια του, περίμενε την πελατεία. Οι καραγκούννηδες, οι καμπίσιοι, περνούσαν από μπροστά του, ρωτούσαν χωρίς πολύ ενδιαφέρον για την τιμή, αλλά κανένας δεν αγόραζε.


Το δειλινό απελπίστηκε. Δεν πούλησε ούτε ένα γαλίκι. Τα μάζεψε πάλι μια στοίβα, το ένα μέσα στο άλλο, και τα έδεσε με σύρμα όλα μαζί, πίσω απ' τη μάντρα του Αϊ-Γιώργη, για την άλλη Τετάρτη. Καβαλίκεψε τη γαϊδούρα του, και έφυγε φουρτουνιασμένος, χωρίς να περάσει καθόλου απ' την αγορά.


Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος όταν γύρισε στο χωριό. Ξεπέζεψε αμίλητος, και έδεσε τη γαϊδούρα στο παλούκι της, στην αυλή του του σπιτιού. Η γυναίκα ξεκρέμασε το ταγάρι, το πασπάτεψε απέξω με τα χέρια της, ήταν άδειο.


- Δεν έφερες τίποτα; Είπε, και τα χείλια της σφίχτηκαν μικρές μικρές σουφρίτσες, όλο παράπονο.


- Με τι να το φέρω το τίποτα;


- Δεν πούλησε κανένα;...


- Οχι, απάντησε βαριεστημένα.


Δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση η Ζντρόλιαινα.


- Κα τι θα βάλει το κορίτσι, να βγει ταχιά στον κόσμο,δεκαπέντε χρονώ κορίτσι;


Ο Σντρόλιας τη λοξοκοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια.


- Τι θέλεις τώρα; Καμιά φασκιά απ' το πετσί μου να κόψω, να του φκιάσω παπούτσια;


- Ρεζίλι στον κόσμο τα κατάντησες τα παιδιά σου, χειρότερα κι από...


- Θα το βουλώσεις τώρα;...


- Να το βουλώσω... Σου κακοφαίνεται κιόλας, ξέσπασε η γυναίκα, και την πήραν τα κλάματα. Και τα παιδιά σου να γυρνάν σαν τα γυφτούλια, με την κοιλιά απόξω. Ανεπρό...


Δεν πρόφτασε ν' αποσώσεις τη λέξη. Σήκωσε το χέρι του και της τίναξε μια με το γρόθο του, σφιγμένον σα σφυρί. Χούφτιασε με τα δυο της χέρια το σαγόνι που γιόμισε αίματα, βγάζοντας με τα ρουθούνια ένα συρτό, παραπονιάρικο σκούξιμο. Εμεινε για μια στιγμή να τον κοιτάζει λοξά, κάτω απ' το τσεμπέρι της. Το ένα μάτι της, το γερό, τον κάρφωσε αυστηρό και ακίνητο, σα να έλεγε: «Μωρέ μπράβο, παλικαρά...».


Ο Ζντρόλιας δεν μπόρεσε ν' αντέξει εκείνο το βλέμμα, που τον τρυπούσε σα στιλέτο. Ελυσε πάλι τη γαϊδούρα απ' το παλούκι της, τύλιξε σφιχτά στο σαμάρι το σκοινί του καπιστριού, και άρχισε να την κλωτσάει φουρκισμένος στα καπούλια. Το ζωντανό ξαφνιάστηκε. Τινάχτηκε μπροστά, και βγήκε έξω, στο δρόμο. Κοντοστάθηκε δισταχτικό, και μισογύρισε το κεφάλι του, κοιτάζοντας το Ζντρόλια, σα να τον ρωτούσε: «Πού θέλεις να πάμε, αφεντικό, τέτοια ώρα;».


- Πού στο διάλολο να πάω, τέτοια ώρα, αναρωτήθηκε και κείνος.


Πήραν το δρόμο, μπροστά η γαϊδούρα, πίσω ο Ζντρόλιας. Στάθηκαν για λίγο στο μαντρί του, στην άκρη του χωριού. Τράβηξε ένα κλαδευτήρι που είχε χωμένο στην τσοπανοκάλυβα, κάτω απ' τις φτέρες. Πήρε μαζί του μια φορτωτήρα, καβαλίκεψε, και τράβηξαν κατά την ποταμιά.


Βάλθηκε να κόβει με βιασύνη κάτι πλατανίσιες κλάρες, να σκεπάσει μια θημωνιά κλαρί, που είχε στο μαντρί, για τις γίδες. Εκανε τέσσερα δεμάτια, τα έδεσε σφιχτά με στριμμένες λυγαρόβεργες, έτοιμα για φόρτωμα. Εκατσε απάνω σ' ένα δεμάτι, να πάρει ανάσα. Εστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τραβούσε απανωτά τις ρουφιξιές, με τα μάτια στυλωμένα χαμηλά, να κοιτάζουν τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του.


- Σκατένια ζωή!... Σαν τα σκυλιά. Χειρότερα κι απ' τα σκυλιά...


Το βραδινό αγιάζι ερχόταν σφυρίζοντας μέσα απ' την ποταμιά, και ο μπουχός απ' τα πλατανόφυλλα τον έπνιγε στο λαιμό. Εβηξε και φταρνίστηκε δυο τρεις φορές. Ενα ρίγος του πέρασε, από πάνω ως κάτω, τη ραχοκοκαλιά. Εβαλε την παλάμη στο μαλλιαρό του στήθος, στο λαιμό. Ηταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Πέταξε πέρα το αποτσίγαρο, και έφτυσε με σιχασιά. Το σάλιο του ήταν πικρό, φαρμάκι.


- Α σιχτήρ! Βλαστήμησε φωναχτά. Θα πάρω και καμιά πούντα, να ψοφήσω, να πάω στο διάολο...


Φόρτωσε τα δεμάτια στη γαϊδούρα, τράβηξε τη φορτωτήρα, την έμπηξε πανωσάμαρα, και το ζώο, πρόθυμο, ξεκίνησε πάλι για το μαντρί. Ο Ζντρόλιας θυμήθηκε, ότι και οι δυο τους ήταν νηστικοί και διψασμένοι από χτες το βράδυ.


Την ώρα που κόντευε στο διάσελο, με τις κλάρες φορτωμένες στη γαϊδούρα, ο Ζντρόλιας είδε πίσω του να τον πλησιάζει ο κυρ-Στέλιος, ο δασικός. Είχε βγει εκείνο το απόγιομα ψηλά στα βράχια, στα ξεκόμματα, να κυνηγήσει αγριοπερίστερα. Ο Ζντρόλιας τον είδε από μακριά, και προσπάθησε ν' αποφύγει το κακό συναπάντημα. Κέντησε τη γαϊδούρα του, να ξεμακρύνει. Ο άλλος του φώναξε από πίσω.


- Ε, συ! Για κράτησε εκεί το ζώο.


- Τι είναι, ωρέ παλικάρι; Μισογύρισε το κεφάλι, ενώ περπατούσε ο Ζντρόλιας.


- Να σταματήσεις αμέσως εκεί που βρίσκεται. Αυτό είναι! Ο δασικός άνοιξε το βήμα του και τον πλησίασε, γεμάτος τουπέ και επιθετικότητα.


- Ξεφόρτωσέ τα!


- Τι να ξεφορτώσω, βρε παιδί; Κλάρες άχρηστες απ' την ποταμιά είναι. Να σκεπάσω τη θημωνιά...


- Ξεφόρτωσέ τα αμέσως είπα! Απ' την ποταμιά, ε; Αλλά ποιανού είναι η ποταμιά; Μήπως είναι του πατέρα σου τσιφλίκι;


Τα ρουθούνια του Ζντρόλια ανοιγόκλεισαν, σαν το φυσερό του Γύφτου. Ενα κωλόπαιδο εκεί πέρα, ένα τσουτσέκι είκοσι χρονώ, και να του μιλάει έτσι...


- Αϊντε, ωρέ, λεβέντη, να χαρείς. Αϊντε στο καλό. Δεν τα ξεφορτώνω. Στάθηκε ανάμεσα στο φόρτωμα και στο δασικό, και έβαλε το χέρι του ασπίδα. Ο άλλος τον έσπρωξε πέρα, με δύναμη. Σήκωσε ένα τσεκουράκι, που το κουβαλούσε πάντα μαζί του, για να σημαδεύει τα δέντρα που ήταν για υλοτόμηση, και μ' ένα χτύπημα έκοψε από τη μια μπάντα τις τριχιές, ακριβώς απάνω στη σταύρωση. Τα δυο δεμάτια κύλησαν στο χώμα. Το άλλο μισό φόρτωμα έγειρε, μαζί με το σαμάρι, απ' την άλλη μεριά.


Τα μάτια του Ζντρόλια θόλωσαν, κουρκούτι. Τράβηξε απ' το δεμάτι τη φορτωτήρα. Τη σήκωσε, και την κατέβασε σαν αστραπόβολο στο κεφάλι του δασικού, μια φορά όλη κι όλη. Το ξύλο σκιζολάλησε παραπονιάρικα και κόπηκε στη μέση. Μια βαθιά κοκκινόμαυρη χαρακιά χώρισε στα δυο το ένα φρύδι του δασικού, και το αίμα κύλησε ζεστό, αυλακώνοντας κάθετα το πρόσωπό του. Το πηλήκιο έκανε μια φούρλα στον αέρα και έπεσε πέρα στο μονοπάτι. Εκανε να σηκώσει και κείνος το τσεκουράκι του, να χτυπήσει, μα το χέρι του τρεμόπαιξε στον αέρα, σαν φτερούγα λαβωμένου πουλιού. Το κορμί του τεντώθηκε πίσω, και έπεσε μονοκόμματο ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά.


Με σφιγμένα σα μέγκενη τα χοντροκόκαλα σαγόνια του, έμεινε ο Ζντρόλια να κοιτάζει αυτό το αθλητικό κορμί που σπάραζε καταγής, σκάβοντας με τα καλιγωμένα τακούνια του τα χαλίκια του διάσελου. Πέταξε πέρα τη μισή φορτωτήρα που απόμεινε στο χέρι του. Υστερα γύρισε και τα δυο του χέρια, με τις παλάμες ανοιχτές, και μούντζωσε κατά τον ουρανό, που άρχισε να σκοτεινιάζει.


- Να, ρε πούστη! Να, ρε ξεβράκωτε, αυτού στο θρόνο σου που κάθεσαι!... Τράβηξε με το χέρι του και έκοψε τη ζώστρα απ' το σαμάρι της γαϊδούρας, για να μην παιδεύεται το ζώο, με το μισό φορτίο κρεμασμένο μονόπαντα. Υστερα κίνησε βαριοπατώντας, για το χωριό. Τράβηξε ίσια στο Σταθμό. Ανοιξε την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει και με φωνή αγνώριστη είπε στο νοματάρχη, που τον κοίταζε γεμάτος απορία.


- Πες να με δέσουν: Σκότωσα εκείνο το τσογλάνι, το δασικό.


Με τα χέρια κλειδωμένα στις χειροπέδες, οδήγησαν το Ζντρόλια πίσω στο κελί του, δικασμένον σε θάνατο. Βάρεσαν, πήραν οι χωριανοί, παρακάλεσαν να του δώσουν μια χάρη, να τον κατεβάσουν, τουλάχιστον, στα ισόβια, τίποτα...


- Δε γίνεται τίποτα! Σήκωσε χέρι στην εξουσία. Δε σκότωσε όποιον κι όποιον.


Το τρίτο βράδυ, ήρθε ο παπάς στη φυλακή, να τον κοινωνήσει. Αφησε στο γραφείο του διευθυντή το πετραχείλι και το δισκοπότηρο, και μπήκε πρώτα στο νεκροθάλαμο, να τον βολιδοσκοπήσει.


- Καλησπέρα, τέκνον μου. Ο θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Μια μέρα, όλοι... Δεν τον άφησε να προχωρήσει.


- Δε χρειάζομαι συχώρια, παπά. Αϊ στο καλό.


- Μα τέκνο μου, πρέπει να σε μεταλάβω. Οι αμαρτίες σου, πρέπει να... Οι αμαρτίες του... Φούσκωσαν πάλι σαν φυσερό τα ρουθούνια του Ζντρόλια, και τα μουστάκια του τρεμοσάλεψαν οργισμένα.


- Παπά, μου κάνεις τη χάρη να μ' αφήσεις ήσυχο; Οι αμαρτίες μου, δικές μου είναι. Τις παίρνω μαζί μου. Αϊντε, βραδιάτικα!...


Ο παπάς βγήκε απ' το κελί, και ξαναγύρισε στο γραφείο, μουρμουρίζοντας.


- Αμαρτωλός, αμαρτωλός... Δεν θέλει να σώσει, τουλάχιστον, ούτε την ψυχή του. Αμετανόητος...


(Από το βιβλίο «Κουβέντες του κυνηγιού» Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»)


Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Εκτός εργασίας χρόνος και κατάσταση της εργατικής τάξης


Εκτός εργασίας χρόνος και κατάσταση της εργατικής τάξης





Ε
ίναι γεγονός ότι η μείωση του εργάσιμου χρόνου, είναι ένα από τα μέσα που μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να συμβάλει στη μείωση της έντασης της εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, η μείωση του εργάσιμου χρόνου αυξάνει τον εκτός εργασίας χρόνο. Αυτό είναι επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που έχει άμεση σχέση με την κατάσταση της εργατικής τάξης. Σχετικά με το χρόνο, η ζωή του εργάτη χωρίζεται σε ομάδες διαφορετικών σε περιεχόμενο δραστηριοτήτων, όπως ο εργάσιμος χρόνος, ο χρόνος που δαπανάται για δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία, όπως είναι για παράδειγμα οι μετακινήσεις προς και από τον τόπο δουλιάς, ασχολίες που αφορούν άμεσα την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, όπως ο ύπνος, το νοικοκυριό και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, το μεγάλωμα των παιδιών και, τέλος, τον ελεύθερο χρόνο.




«Το περιεχόμενο του μη εργάσιμου χρόνου αποτελεί, με τη σειρά του, πεδίο ταξικής πάλης, στο βαθμό, που εκτός εργασίας ολοκληρώνονται όλες οι συνιστώσες του τρόπου ζωής των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων. Ετσι, ενώ για την αστική τάξη το σύνολο των δραστηριοτήτων της εντάσσεται, σε κάθε περίπτωση, στον ελεύθερο χρόνο, για την εργατική τάξη ο εκτός εργασίας χρόνος χαρακτηρίζεται, κατά κανόνα από την εναγώνια προσπάθεια ανάκτησης δυνάμεων και εξεύρεσης συμπληρωματικών πόρων, που θα επιτρέψουν την ομαλή συνέχιση βασικών βιολογικών και κοινωνικών λειτουργιών. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, για σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, η εναλλαγή εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου γίνεται με ακανόνιστο, από βιολογική και κοινωνική άποψη, τρόπο (βάρδιες, νυχτερινή εργασία, ευελιξία) με συνέπειες στην υγεία και τη δυνατότητα κοινωνικών επαφών. Στη διάρκεια του εκτός εργασίας χρόνου κάνει την εμφάνισή της η ομάδα σχέσεων παραγωγής, που αφορά την ανταλλαγή και ατομική κατανάλωση. Παράλληλα, διευρύνονται οι δυνατότητες πολιτικής οργάνωσης και ιδεολογικής χειραφέτησης. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος αφηρημένα για ελεύθερο χρόνο, αλλά για εκείνο το μέρος του χρόνου, που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έκανε δυνατό να αποσπαστεί από την εργατική τάξη και προς όφελός της».1


Η
 διάκριση μεταξύ μη εργάσιμου γενικά και ελεύθερου χρόνου είναι σημαντική. Γιατί όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ, στο έργο του «Μισθός, τιμή και κέρδος»), «Ενας άνθρωπος που δε διαθέτει ελεύθερο χρόνο, που όλος ο χρόνος της ζωής του -εκτός από τις καθαρά φυσικές διακοπές για τον ύπνο, για το φαγητό κλπ.- απορροφιέται από την εργασία του για τον κεφαλαιοκράτη, είναι κάτι λιγότερο από ένα φορτηγό ζώο. Είναι μια απλή μηχανή για την παραγωγή ξένου πλούτου, σωματικά τσακισμένος και πνευματικά αποκτηνωμένος. Κι ωστόσο όλη η ιστορία της σύγχρονης βιομηχανίας δείχνει ότι το κεφάλαιο, αν δεν του μπει φραγμός, τραβά χωρίς οίκτο και έλεος να ρίξει όλη την εργατική τάξη σ' αυτή την κατάσταση της άκρας κατάπτωσης».




Επομένως, ο ελεύθερος χρόνος χρειάζεται, για να μπορεί να αναπτύσσεται η προσωπικότητα του εργάτη και η κοινωνική του δραστηριότητα, ζητήματα που επίσης είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Αυτό, επίσης, ενδιαφέρει από την άποψη της ταξικής συνειδητοποίησης της θέσης και του ρόλου της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση της ιστορικής της αποστολής για κοινωνική απελευθέρωση με την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Είναι γεγονός ότι όσο λιγότερος είναι ο ελεύθερος χρόνος για τον εργάτη τόσο πιο δύσκολα μπορεί να συμμετέχει σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες και κυρίως στην ταξική πάλη. Αυτό ως γεγονός γίνεται φανερό στις γυναίκες εργαζόμενες που έχουν επιπλέον επιφορτιστεί με την άχαρη δουλιά του νοικοκυριού, αλλά τόσο αναγκαία και απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.


«




Η
 αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι μια σύνθετη κοινωνικοοικονομική διαδικασία, από την αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται η επιτυχία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Σχετικά μ' αυτό ο Κ. Μαρξ μάς λέει ότι: "Οταν ο κεφαλαιοκράτης μετατρέπει ένα μέρος του κεφαλαίου του σε εργατική δύναμη, αξιοποιεί το συνολικό του κεφάλαιο... Δεν κερδίζει μόνο απ' αυτό που παίρνει από τον εργάτη, μα κι απ' αυτό που του δίνει. Το κεφάλαιο που έχει ξοδευτεί στην ανταλλαγή με εργατική δύναμη μετατρέπεται σε μέσα συντήρησης, που η κατανάλωσή τους χρησιμεύει για να... παράγει καινούριους εργάτες... Η ατομική κατανάλωση του εργάτη παραμένει, λοιπόν, στοιχείο της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου...". Η δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου εδράζεται στη δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε ποσότητα και ποιότητα ικανή να το θέσει σε κίνηση, τόσο σαν φορέα αντικειμενοποιημένης αξίας όσο και σαν σχέση. Σε αυτήν τη διττή αποστολή της εργατικής δύναμης συμπυκνώνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, όταν γίνεται λόγος για τον εκτός εργασίας χρόνο».2




Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου και για την εργατική τάξη, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.


Τ
ο πώς διατίθεται ο εκτός εργασίας χρόνος είναι σημαντικό ζήτημα από την άποψη του προσδιορισμού του ελεύθερου χρόνου και της διάθεσής του επίσης από τους εργάτες. Για παράδειγμα μεγάλος χρόνος μετακίνησης προς και από την εργασία, μειώνει τον ελεύθερο χρόνο, άρα δρα επίσης ανασταλτικά στην αξιοποίηση ελεύθερου χρόνου για την ανάπτυξη της κοινωνικοπολιτικής δράσης, για την ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα και από άλλες δραστηριότητες, (π.χ. ανέβασμα του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου). Ταυτόχρονα, και το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου καθορίζεται από την κυρίαρχη τάξη και τις επιδιώξεις της, που επιδρά ταυτόχρονα ποικιλοτρόπως στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Η «προσφορά» του μορφωτικού ή του πολιτιστικού περιεχομένου στον καπιταλισμό, είναι βασικά υπόθεση της αστικής τάξης και βρίσκεται στην υπηρεσία της χειραγώγησης συνειδήσεων. Βασικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι η ανάδειξη εκείνων των μορφών αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, που θα επιτρέπουν την αυξανόμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πάλη για την απελευθέρωσή της.




«Οι δραστηριότητες των εργαζομένων, κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, διαφοροποιούνται υπό το κράτος των αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας, στην οποία συμμετέχουν. Ο διευρυνόμενος καταμερισμός και η εξειδίκευση της εργασίας απαιτούν τόσο διαφοροποιημένη προσφορά εργατικής δύναμης όσο και διαφοροποιημένες μορφές αναπαραγωγής της.


Ο εργαζόμενος που δαπανά τον ελεύθερο χρόνο του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λειτουργεί έχοντας πάντα υπόψη αυτό από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει, τον καταναγκασμό του αυριανού μεροκάματου, είτε αυτό υπάρχει είτε όχι. Εάν εξέλιπε αυτή η πλευρά, τότε η ίδια, εξωτερικά, δραστηριότητα θα αποκτούσε άλλη σημασία για εκείνον που ισχύει ότι: "Η ζωή αρχίζει γι' αυτόν εκεί που σταματά αυτή η δράση (η δουλιά), στο τραπέζι, στον μπάγκο της ταβέρνας, στο κρεβάτι". (Κ. Μαρξ, "Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο"). Ο προβληματισμός σχετικά με το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου της εργατικής τάξης λίγο μόνο νόημα έχει, όταν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά των διάφορων δραστηριοτήτων... Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα αποτελούν αντικειμενικά το δημιουργό, τον πομπό αλλά και το δέκτη του λαϊκού πολιτισμού, με την ευρύτερή του έννοια, γεγονός που εδράζεται στους υλικούς όρους της ζωής τους. Δεν είναι διόλου τυχαία η συνεχής και εντεινόμενη προσπάθεια χειραγώγησης του τρόπου ζωής του λαού, με την αξιοποίηση εξειδικευμένων, κατά πληθυσμιακό και ταξικό στόχο, μέσων.


Σε αυτό το πεδίο ταξικής πάλης ύψιστη κατάκτηση για την εργατική τάξη αποτελεί η έμπρακτη αναγνώριση του γεγονότος ότι ανώτερη μορφή αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου είναι η συλλογική δράση, που οδηγεί τελικά στην επαναστατική πάλη...».3


1. Μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, (ΚΜΕ), «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 199.


2. Στο ίδιο σελ. 200


3. Στο ίδιο σελ.203-204


Σ.Κ.

Ο μύθος της αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης της «παγκοσμιοποίησης»


Ο μύθος της αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης της «παγκοσμιοποίησης»





Ε
ίναι δεδομένο ότι όλοι όσοι υποστηρίζουν ή αποδέχονται τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», τη συνδέουν με την εξασφάλιση της δυνατότητας των οικονομιών των εθνικών κρατών να αντεπεξέρχονται στο διεθνή ανταγωνισμό και μέσω αυτού να κατακτούν μεγαλύτερα μερίδια στη διεθνή αγορά. Επιδιώκουν ανταγωνιστική «εθνική οικονομία» στη διεθνή αγορά, γιατί έτσι θα ενισχύεται αυτή η «εθνική οικονομία», αλλά και ενισχυμένη «εθνική οικονομία», για να αντεπεξέρχεται στον οξύτατο διεθνή ανταγωνισμό. Στη βάση αυτή παρουσιάζουν και τις διάφορες παραλλαγές στην πολιτική διαχείρισης, παίρνοντας επίσης υπ' όψιν την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την αντιμετώπισή τους, προκειμένου να προστατέψουν το σύστημα.




Γιατί, όμως, συνδέουν την «παγκοσμιοποίηση» με τον ανταγωνισμό; Εχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα ότι η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών των διαφορετικών εθνών - κρατών, ως αντικειμενική τάση υπάρχει από τότε που ο καπιταλισμός εδραιώνεται ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού εντείνεται ολοένα και πιο πολύ. Αυτό εκφράζεται και στις σύγχρονες συνθήκες. Σε αυτόν, λοιπόν, τον αντικειμενικά αλληλεξαρτημένο και διαπλεκόμενο κόσμο, με δεδομένο τον ανταγωνισμό, αν θέλει ένα κράτος να διεκδικήσει μια θέση στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο που χαράζουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.


Στην Ελλάδα, η ντόπια χρηματιστική ολιγαρχία και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και άλλα κόμματα που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του κεφαλαίου, αποδεχόμενα τη λογική της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης προβάλλουν το «μονόδρομο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, (ΕΕ), και του κοινού νομίσματος, φέρνοντας ως αντεπιχείρημα ότι έξω απ' αυτή την καπιταλιστική περιφερειακή ένωση η οικονομία απομονώνεται, γεγονός που όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο για την κοινωνία γενικά, για όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, αλλά καταστροφικό. Δηλαδή, έξω από τους διεθνείς ή περιφερειακούς διακρατικούς οργανισμούς, δεν υπάρχουν ωφέλιμες διακρατικές σχέσεις, ιδιαίτερα στο επίπεδο της οικονομίας.


Επομένως, αποδέχονται, συμμετέχοντας ενεργητικά και δραστήρια, όλες τις κατευθύνσεις αυτών των οργανισμών και ενώσεων όπως είναι ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ κλπ.


Μ
ε τα ίδια επιχειρήματα αιτιολογείται και η συμμετοχή σε στρατιωτικοπολιτικούς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, αναγκαία υποτίθεται για τη διεθνή ή συλλογική ασφάλεια, άρα και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους.




«Στη λογική της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, ως νομοτελειακής διαδικασίας σε προοδευτική κατεύθυνση, "τεκμηριώνεται" η κυβερνητική -και όχι μόνον- πολιτική για ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους πάσης φύσης διακρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (π.χ. της "Σένγκεν", της συνοριακής αστυνομίας, γενικότερα των ειδικών υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής, της εναρμόνισης του νέου "τρομονόμου" στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές ανάγκες). Τεκμηριώνεται η ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους οικονομικο - πολιτικούς και στρατιωτικο - πολιτικούς σχεδιασμούς και στις στρατηγικές επιδιώξεις που αφορούν τη ΝΑ Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο, την Παρευξείνια ζώνη. Απώτερος στόχος για το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είναι η κατάκτηση μιας καλύτερης θέσης στο συγκεκριμένο περιφερειακό κόμβο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, υπό το δόγμα "η Ελλάδα χώρα επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου"». (ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3, 2001, σελ.10).


Στο επίπεδο της οικονομίας, αντικειμενικά η όξυνση του ανταγωνισμού και η κρίση, η δράση του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, απαιτούν συνεχώς την ολοένα και μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας, την ολοένα και μεγαλύτερη πραγματοποίηση των κερδών, προκειμένου να μεγεθύνονται οι διαστάσεις των κεφαλαίων των ξεχωριστών καπιταλιστών ή ομάδων καπιταλιστών, (μονοπώλια, όμιλοι κλπ.). Αυτή ακριβώς η απαίτηση αντιμετωπίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη διευκόλυνση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, τη μείωση της τιμής και της αξίας της εργατικής δύναμης. Είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης, την οποία εφαρμόζουν όλα τα αστικά κόμματα, συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά, ανεξάρτητα από επιμέρους μικροδιαφορές. Ετσι, προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών παραγωγικών τομέων της οικονομίας, η εναρμόνιση των εργασιακών σχέσεων με τα νέα δεδομένα της οικονομίας, με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και την ευέλικτη αγορά εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις τομέων όπως η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Πρόνοια, οι αντιδραστικές αλλαγές στο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Επιδίωξη το λεγόμενο μικρότερο κόστος εργασίας, για πιο ανταγωνιστικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Τα δεινά, βεβαίως, για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της γίνονται αβάσταχτα.


Α
πέναντι σ' αυτή την πραγματικότητα εμφανίζονται δυνάμεις που αποδέχονται την παγκοσμιοποίηση, αλλά προτείνουν διαφορετική, τη λεγόμενη αντινεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης της «παγκοσμιοποίησης», γιατί αποδίδουν στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, όπως τη διεύρυνση της ανισότητας μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας, κυρίως ανάμεσα σε κράτη, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο στο εσωτερικό κρατών. Ο ΣΥΝ κάνει σημαία του αυτή την πολιτική, αποδεχόμενος την «παγκοσμιοποίηση» και προτείνει πολιτική ρυθμίσεων και αναδιανομής του πλούτου τόσο ανάμεσα στα κράτη, εντός της ΕΕ, όσο και ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.




«Γενικότερα αποδίδουν ως περιεχόμενο και αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής την αυτονόμηση των κινήσεων του χρηματικού (το χαρακτηρίζουν κυρίως ως χρηματιστηριακό, ενίοτε και ως χρηματιστικό) κεφαλαίου από το βιομηχανικό κεφάλαιο και την κυριαρχία των δικών του θεσμών και διακρατικών δομών επί της πραγματικής (παραγωγικής) οικονομίας και των κρατικών δομών. Θεωρούν ως οικονομική βάση αυτής της εξουσίας (του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΕΚΤ, του ΠΟΕ κλπ. αλλά και των πλέον ισχυρών κρατών - ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως των ΗΠΑ) την οικονομική κυριαρχία της πολυεθνικής εταιρίας επί της παγκόσμιας παραγωγής». (ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3, 2001, σελ. 16).


Διαμορφώνουν, λοιπόν, εναλλακτική πολιτική διαχείρισης, την οποία προωθούν μέσα στο κίνημα, με προοπτική την κατάχτηση κυβερνητικής εξουσίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τόσο το φόρουμ της Γένοβας, με κατεύθυνση «ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», ή το δίκτυο ΑΤΤΑC, που ξεκίνησε από τη Γαλλία με κύριο εκφραστή την εφημερίδα «Μοντ Ντιπλοματίκ» και προωθεί την επιβολή του «φόρου Τόμπιν», (φόρος στο χρηματικό κεφάλαιο, μέσω χρηματιστηρίων), τη συγκρότηση της ΕΕ όχι στη λογική των Συνθηκών των Μάαστριχτ - Αμστερνταμ, της ονομαστικής σύγκλισης, αλλά στη λογική της πραγματικής οικονομικής σύγκλισης με ενιαία ευρωενωσιακή κοινωνική πολιτική κλπ.


Μ
πορεί να εφαρμοστεί τέτοια πολιτική διαχείρισης για τη ρύθμιση της αγοράς, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που γεννά η «παγκοσμιοποίηση»; Είναι σαν να μπορεί να υπάρξει εφαρμόσιμη πολιτική συνύπαρξης κερδών και ευημερίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της χωρίς ανεργία και φτώχεια. Αλλά τέτοιος καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει και πολύ περισσότερο στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Είναι σαν να αρνούνται οι καπιταλιστές τον ίδιο τους τον εαυτό. Η αναδιανομή σημαίνει λιγότερα κέρδη. Γιατί έτσι ενισχύονται οι ανταγωνιστές τους τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στην καπιταλιστική οικονομία κάθε έθνους - κράτους.




Αυτές οι αντιλήψεις δεν προέρχονται ούτε από απλά λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις, ούτε προωθούν απλά λαθεμένες ή ουτοπικές πολιτικές. Πρόκειται για απόψεις αντικειμενικά αποπροσανατολιστικές, χειραγώγησης των εργατικών και λαϊκών μαζών, των κινημάτων τους στα συμφέροντα του κεφαλαίου, στη διατήρηση και ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε κάθε κράτος και διεθνώς. Δεν υπερβαίνουν τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας, ούτε ανατρέπουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δε θίγουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πολύ περισσότερο δεν κάνουν καν λόγο για κοινωνικοποίησή τους που είναι μονόδρομος, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που γεννά στα λαϊκά στρώματα η λεγόμενη γι' αυτούς παγκοσμιοποίηση.


Η πολιτική για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της βρίσκεται στη συσπείρωση και πάλη κατά του μονοπωλιακού κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού, πάλη όχι μόνο κατά των συνεπειών, αλλά για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η πολιτική πάλη για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της πρέπει να στοχεύει στο κύριο, που είναι η ανατροπή του αστικού κράτους, η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής με την κοινωνική ιδιοκτησία, η λαϊκή εξουσία, δηλαδή ο σοσιαλισμός.


Στις σύγχρονες συνθήκες, η διεθνοποίηση της πάλης του εργατικού κινήματος, είναι μια βασική προϋπόθεση για την αντιπαράθεση στον ιμπεριαλισμό. Η επίθεσή του είναι διεθνής, η στρατηγική του ενιαία, διεθνής και ενιαία πρέπει να είναι και η απάντηση. Καμία, όμως, διεθνοποιημένη πάλη των λαών δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς να στηρίζεται στην ταξική πάλη σε εθνικό επίπεδο. Και αυτό το ζήτημα απαιτεί από το εργατικό κίνημα κάθε χώρας να αναπτύσσει την πάλη του για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου στη χώρα του, σε συνδυασμό με τη διεθνιστική δράση

Για την ταξική πάλη


Για την ταξική πάλη





«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους. Κάνουν αδιάκοπο αγώνα, πότε ανοιχτό, πότε σκεπασμένο, έναν αγώνα που τελειώνει κάθε φορά με τον μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων». (Κ. Μαρξ Φ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»)


Τ
ι είναι οι ταξικοί αγώνες, η ταξική πάλη; Ποια είναι η βάση εκδήλωσής της, ποιες οι βαθύτερες αιτίες εμφάνισης και ανάπτυξής της; Ολες οι ταξικές κοινωνίες μαστίζονται από ανειρήνευτες κοινωνικές αντιθέσεις, η βάση των οποίων βρίσκεται, σε τελευταία ανάλυση, στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Οι ταξικές κοινωνίες είναι διαιρεμένες σε τάξεις, εκ των οποίων μία, η κυρίαρχη, αυτή που έχει επιβάλει τις δικές της σχέσεις παραγωγής και βρίσκεται στην εξουσία, πραγματοποιεί τα δικά της συμφέροντα, εκμεταλλευόμενη βασικά την άλλη, την κυριαρχούμενη τάξη, αλλά και άλλα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα. Πίσω, λοιπόν, από την εκδήλωση των αντιθέσεων, υπάρχουν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Αντικειμενικά, λοιπόν, οι ταξικές αντιθέσεις είναι η βάση εκδήλωσης της ταξικής πάλης, ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους, που εκφράζει το ασυμβίβαστο των συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών τάξεων.




Τι είναι, όμως, τα ταξικά συμφέροντα και από τι καθορίζονται; Ορισμένοι κοινωνιολόγοι, άλλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι τα ταξικά συμφέροντα καθορίζονται από το επίπεδο της συνείδησης της δοσμένης τάξης. Αυτή η άποψη είναι πέρα για πέρα λαθεμένη. Αλλο ζήτημα είναι τα αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα και διαφορετικό το επίπεδο συνειδητοποίησής τους. Για παράδειγμα, η εργατική τάξη μιας καπιταλιστικής χώρας μπορεί να μην έχει συνειδητοποιήσει τα γενικά, τα θεμελιακά της συμφέροντα, που συνίστανται, σε τελευταία ανάλυση, στην κατάργηση της αιτίας της εκμετάλλευσης, η οποία βρίσκεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές. Ετσι, για μια περίοδο η πάλη της μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένα άμεσα επιμέρους ζητήματα, όπως η βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής της δύναμης, η βελτίωση των όρων ζωής της, του βιοτικού επιπέδου. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτά είναι τα ταξικά της συμφέροντα, τα οποία υπάρχουν αντικειμενικά και οφείλονται στη θέση της στο δοσμένο ιστορικά σύστημα παραγωγής, ως τάξη που την εκμεταλλεύονται, γιατί στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αντικειμενικά, λοιπόν, τα ταξικά της συμφέροντα συνίστανται στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εγκαθίδρυση κοινωνικής ιδιοκτησίας σ' αυτά, δηλαδή ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας. Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται αντικειμενικά για την κατάργηση του καπιταλισμού, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές που ενδιαφέρονται για τη διαιώνισή του.


Η κοσμοθεωρία του μαρξισμού, για πρώτη φορά, θεμελίωσε την επιστημονική αντίληψη της πάλης των τάξεων σαν κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης, σ' όλες τις ταξικές κοινωνίες. Απέδειξε ότι η έκβαση της ταξικής πάλης είναι το πέρασμα από έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό σε έναν άλλο, ανώτερο σε σχέση με τον προηγούμενο. Απέδειξε, επίσης, ότι στην καπιταλιστική κοινωνία, η ταξική πάλη οδηγεί αναπόφευκτα στη σοσιαλιστική επανάσταση και στη δικτατορία του προλεταριάτου, που οδηγεί στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, με προοπτική την εξάλειψη όλων των τάξεων και τη δημιουργία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.


«Οσο για μένα - γράφει ο Μαρξ - δε μου ανήκει η τιμή, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από μένα, αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ο,τι καινούριο έκανα εγώ, ήταν για να αποδείξω:


1. Οτι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής.


2. Οτι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου.


3. Οτι η ίδια αυτή η δικτατορία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία». (Πηγή: Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, «Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 530).


Ο
ι αστοί θεωρητικοί, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί κ.ά. υποστηρίζουν ότι η ταξική πάλη δεν είναι αποτέλεσμα των ολοκληρωτικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων, αλλά αποτέλεσμα μη αμοιβαίας κατανόησης των τάξεων μεταξύ τους, είτε λόγω προσωρινής διαταραχής από τη μη κατανόηση των εξελίξεων και των αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας, ή από την προσωρινή μη σωστή άσκηση πολιτικής, ή ακόμη και από τα κακώς εννοούμενα συμφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες τα διεκδικούν σε βάρος της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαία η αστική προπαγάνδα περί συντεχνιών και συντεχνιακών συμφερόντων. Αλλωστε, η αστική θεωρία, η αστική πολιτική και προπαγάνδα, δεν επιδιώκει απλά και μόνο να συσκοτίσει την ύπαρξη αντίθετων ταξικών συμφερόντων και την αντικειμενική τους βάση, τις αιτίες τους. Σκοπός της είναι η στήριξη και διαιώνιση του καπιταλισμού, συνεπώς και η αντιμετώπιση της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, των συμμάχων της. Ετσι, επιδιώκεται η προβολή και στήριξη της θεωρίας για τη συνεργασία των τάξεων και την ταξική ειρήνη. Γι' αυτό επιδιώκει, τόσο τη συγκάλυψη των αντίθετων ταξικών συμφερόντων, όσο και τη συσκότιση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής εξέλιξης.




Ο μαρξισμός - λενινισμός, με την επεξεργασία και ανάπτυξη της θεωρίας για την ταξική πάλη, το νομοτελειακό της χαρακτήρα και ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη, απάντησε, από επιστημονική άποψη για τις κοινωνικές επιστήμες, στις παραπάνω θεμελιακά λαθεμένες και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις.


«Ο μαρξισμός, λέει ο Λένιν, μας πρόσφερε το νήμα (μίτο), με τη βοήθεια του οποίου - μέσα απ' αυτόν το λαβύρινθο και το φαινομενικό χάος - θα ανακαλύψουμε και θα φέρουμε στο φως τους νόμους: Τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Μόνο η μελέτη του συνόλου των βλέψεων, των επιδιώξεων όλων των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας ατόμων μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με επιστημονική ακρίβεια το αποτέλεσμα αυτών των βλέψεων. Συνεπώς, οι αντιφατικές βλέψεις γεννιούνται από τη διαφορά θέσης και τις συνθήκες ζωής των τάξεων, από τις οποίες απαρτίζεται κάθε κοινωνία». («Λένιν: Μαρξ - Ενγκελς, Μαρξισμός»).


Η ιστορία όλων των κοινωνιών, αρχίζοντας από τη δουλοκτητική κοινωνία, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Διάφορες αντιεπιστημονικές αστικές θεωρίες, αλλά και μικροαστικές οπορτουνιστικές, προβάλλουν ότι η ταξική πάλη οδηγεί σε ανώφελες και επιζήμιες συγκρούσεις, ότι η επαναστατική πάλη του προλεταριάτου είναι αδιέξοδη, όπως, επίσης, και η παλιά θεωρία του Μπερνστάιν «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα». Μ' αυτές τις θεωρίες, η αστική τάξη επιδιώκει το σταμάτημα της ιστορικής εξέλιξης ως τον καπιταλισμό με τη διαιώνισή του. Αναπαλαιωμένες τέτοιες θεωρίες ενισχύθηκαν μετά την αντεπανάσταση στις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό, όπως το τέλος της ιστορίας, το τέλος των ιδεολογιών, αλλά και άλλες κοινωνικές θεωρίες, όπως της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, της κοινωνίας της γνώσης και της πληροφορίας κλπ., και επιδιώκουν να επιδράσουν στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, ότι μπορεί να υπάρξει άλλο κοινωνικό σύστημα, έξω από το σοσιαλισμό, που μπορεί να δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για ολόκληρη την κοινωνία, ότι ο καπιταλισμός μετεξελίσσεται κιόλας σ' αυτό το σύστημα. Οτι μειώνεται πλέον η εργατική τάξη και τείνει να εξαφανιστεί, ότι η ταξική πάλη είναι ουτοπία. Σ' αυτές τις θεωρίες, αφαιρούν το κύριο, που είναι οι σχέσεις παραγωγής, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν από το κύριο την πάλη της εργατικής τάξης, δηλαδή την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας για να καταργηθεί η εκμετάλλευση.


Βεβαίως οι τάξεις, αλλά και η ταξική πάλη ως νομοτέλεια, δεν υπάρχουν, όπως και δεν εξαφανίζονται, γιατί αυτό υπάρχει ως ιδέα στα μυαλά ορισμένων απολογητών του καπιταλισμού. Οσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός, οι αστοί και οι προλετάριοι, που διεξάγουν μια σκληρή ανειρήνευτη πάλη μεταξύ τους, θα εξακολουθούν να είναι ταυτόχρονα οικονομικά δεμένοι, σαν αναπόσπαστα μέρη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και αυτή η πραγματικότητα θα υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τη θέληση των αστών θεωρητικών. Και η ταξική πάλη, νομοτελειακά, θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου.


Η ταξική πάλη διεξάγεται σ' όλη τη σφαίρα της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πραγματικότητας, όλων των ταξικών κοινωνιών. Οι βασικές μορφές πάλης του προλεταριάτου είναι η οικονομική, η πολιτική και η ιδεολογική πάλη. Η πολιτική πάλη, που είναι η ανώτερη μορφή και έχει στο επίκεντρό της το κράτος, την εξουσία, ολοκληρώνεται με τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, που είναι ο πρωταρχικός όρος για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και ολόκληρης της κοινωνίας από την εκμετάλλευση. Η οικονομική και ιδεολογική πάλη είναι υποταγμένες στις επιδιώξεις της πολιτικής πάλης.


Η ταξική πάλη δε σταματάει με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά παίρνει νέες μορφές, γιατί συνεχίζεται η πάλη για την εξάλειψη της αντίστασης των εκμεταλλευτών που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αφού διεκδικούν να πάρουν πίσω την πολιτική εξουσία και την οικονομική βάση την οποία έχασαν. Εχουν δε και τη στήριξη του διεθνούς κεφαλαίου. Η πείρα της αντεπανάστασης αυτό αποδεικνύει.

TOP READ