Τα τελευταία χρόνια, σε εκδηλώσεις αθλητικών σωματείων, ομοσπονδιών και ενώσεων, οι αντίστοιχοι υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές διαχρονικά όλων των κυβερνήσεων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) «ευλογούσαν» τα γένια τους για «τα έργα και τις ημέρες τους» στο χώρο του αθλητισμού, προβάλλοντας ιδιαίτερα την… ιδιαίτερη μέριμνα του κράτους για τους αθλητές και τους προπονητές, την καλή συνεργασία και σχέση που είχαν χτίσει με τις ομοσπονδίες σε σχέση με τους προκατόχους τους και πάει λέγοντας. Ιδιαίτερα για το τελευταίο δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού στην πλειοψηφία τους τα στελέχη των διοικήσεων των ομοσπονδιών προέρχονταν από τα ίδια τα κόμματα που κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια.
Οταν όμως η συζήτηση έφτανε στην κρατική χρηματοδότηση στις αθλητικές ομοσπονδίες, η στάση των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και των αθλητικών παραγόντων, αποκτούσε… μεγάλο ενδιαφέρον. Εκεί ξεχώριζε η ήρα από το στάρι. Ορισμένοι αντιδρούσαν στις περικοπές των κονδυλίων για τις αθλητικές ομοσπονδίες, άλλοι αποδέχονταν τα ψίχουλα. Εφταναν να υποκλίνονται στην πλήρη εξάρτηση του αθλητισμού από χορηγούς, που παρουσιάζονταν ως ευεργέτες και σωτήρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το πρόγραμμα «Υιοθετήστε έναν αθλητή», που εγκαινίασε ο Λ. Αυγενάκης – σημερινός υφυπουργός Αθλητισμού – σε εκδήλωση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, απευθυνόμενος σε εταιρείες και μεγαλοεπιχειρηματίες ώστε να χρηματοδοτήσουν την προετοιμασία αθλητών για τις διεθνείς διοργανώσεις. Οι χορηγοί από τη μεριά τους, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα, πόνταραν βέβαια σε αθλητές με κριτήριο τις επιδόσεις τους, που θα εξασφάλιζαν την «πρωτιά», άρα και τη διαφήμιση των χορηγών τους. Αυτό ήταν το κίνητρο της «ευαισθησίας» τους και όχι οι σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας στον αθλητισμό, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι.
Με αυτόν τον τρόπο, οι κυβερνήσεις διαχρονικά δικαιολογούν τις περικοπές στην κρατική χρηματοδότηση των αθλητικών ομοσπονδιών και υποδομών. Καθιστούν υπεύθυνους τους αθλητές, τους προπονητές και κυρίως τους παράγοντες για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από χορηγούς για την προετοιμασία πριν από τους αγώνες. Σε αυτό το «κυνήγι χορηγών», όποιος παράγοντας ή προπονητής εξασφαλίζει πρώτος τη χρηματοδότηση δεσμεύει με τις αποφάσεις του και τους υπόλοιπους, έχοντας τον πρώτο λόγο, ιδιαίτερα για τη σταδιοδρομία των αθλητών σε μικρή ηλικία, που δεν γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις, πράγμα σύνηθες στον πρωταθλητισμό.
Είναι όλοι ίδιοι;
Οχι, δεν είναι όλοι όσοι εμπλέκονται με τον αθλητισμό το ίδιο, όπως σκόπιμα καλλιεργεί ο νυν υφυπουργός Αθλητισμού Αυγενάκης με αφορμή τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου. Καλύτερα θα ήταν να κάνει μεταβολή και να κοιτάξει στο κόμμα της ΝΔ πρώτα. Αξιοποιώντας το αποτρόπαιο αυτό γεγονός, τσουβαλιάζει τους πάντες και προσπαθεί να βγει και δικαιωμένος για τον νόμο που ψήφισε πρόσφατα.
Πρόκειται για έναν νόμο που δίνει το δικαίωμα στους χορηγούς μεγαλοεπιχειρηματίες να μετέχουν στις διοικήσεις των αθλητικών ομοσπονδιών, ενώ μέχρι τώρα ήταν απαγορευτικό. Εναν νόμο που έχει σαν στόχο να ξηλώσει από τις διοικήσεις όσους μπαίνουν εμπόδιο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για τον πλήρη έλεγχο του αθλητισμού. Η ψήφιση του νόμου είχε σαν αποτέλεσμα να βγουν τα μαχαίρια, ακόμα και στο κυβερνητικό κόμμα, για το ποιος θα ελέγξει την Ομοσπονδία Ιστιοπλοΐας, συνεπώς θα εμπλακεί περισσότερο στους σχεδιασμούς και για τις μαρίνες, και για τα επιχειρηματικά σχέδια σ’ αυτόν το χώρο.
Οσο σωστή είναι η αυτονόητη στήριξη σε κάθε Σοφία που έχει υποστεί πολύμορφη βία, άλλο τόσο λάθος είναι το τσουβάλιασμα όλων των ανθρώπων που συμμετέχουν στον αθλητισμό. Η ισοπεδωτική αντιμετώπιση αξιοποιείται και εξυπηρετεί τα κυβερνητικά σχέδια και επιχειρηματικά συμφέροντα στο χώρο του αθλητισμού, δημιουργεί εντυπώσεις μπροστά και στις προσεχείς εκλογές στις ομοσπονδίες.
Το βασικό πρόβλημα είναι σε ποιο πλαίσιο αναπτύσσεται η σεξουαλική παρενόχληση απέναντι σε αθλήτριες, όπως και σε άλλες γυναίκες. Είναι το ίδιο το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ο αθλητισμός και οι αξίες που αυτό καλλιεργεί. Δεν φταίει ο αθλητισμός σαν δραστηριότητα, δεν παράγει ο ίδιος την κακοποίηση. Ομως δεν λειτουργεί μέσα σε μια γυάλα, αλλά στο πλαίσιο ενός συστήματος που αναπαράγει τις αξίες του ανταγωνισμού, αποθεώνει την ατομικότητα σε βάρος της συλλογικότητας. Είναι οι αξίες που κυριαρχούν σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, στους χώρους εργασίας, εκπαίδευσης ή πολιτισμού. Και το σύστημα αυτό έχει όνομα, έχει θεσμούς και κόμματα, έχει και ανθρώπους που το υπηρετούν, ακόμα και στον αθλητισμό, που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη σήψη της εμπορευματοποίησης.
Οταν στον αθλητισμό καλλιεργείται το «όλα για το κέρδος… όλα για την επίδοση… ο πρώτος τα παίρνει όλα, ο δεύτερος τίποτα… χωρίς χορηγό χάνεσαι…», διαμορφώνονται ισχυρές οικονομικές – κοινωνικές πιέσεις στον αθλητή και την αθλήτρια. Ο φόβος μιας αθλήτριας ή ενός αθλητή να μιλήσει «για να μην αποκλειστεί από χορηγία, για να μη χάσει τα προνόμια, για να μη χάσει τη στήριξη και τη χρηματοδότηση» είναι η κορυφή του παγόβουνου των οικονομικών και κοινωνικών εκβιασμών.
Να λοιπόν γιατί είναι υποκρισία να εμφανίζονται σήμερα κυβερνητικά στελέχη ως «σωτήρες και πρεσβευτές της κάθαρσης», όταν υπηρετούν αυτό το σάπιο σύστημα και τις αξίες που αυτό παράγει. Περισσεύει, βέβαια, και η υποκρισία των αστικών κομμάτων των προηγούμενων κυβερνήσεων, που παρουσιάζουν ως ατομικό ζήτημα και ευθύνη την καταγγελία περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης, τη στιγμή που παραμένει το πλαίσιο που αφήνει τα νέα κορίτσια και αγόρια εκτεθειμένα σε κάθε είδους κίνδυνο, στις πιέσεις και τους εκβιασμούς από τους ποικιλώνυμους «ισχυρούς παράγοντες» σε διάφορους χώρους (Εκπαίδευση, Αθλητισμός, Πολιτισμός κ.λπ.).
«Σπάμε τη σιωπή» για τις αιτίες της πολύμορφης βίας σε βάρος των γυναικών και στον αθλητισμό
Είναι σημαντικό να ακουστούν σήμερα οι φωνές της κάθε Σοφίας, να πολλαπλασιαστούν τα παραδείγματα αθλητών, προπονητών, ανθρώπων του αθλητισμού από κάθε πόστο οι οποίοι αντιστέκονται σ’ αυτήν τη σαπίλα, στην οποία όλα θυσιάζονται για το χρήμα και το κέρδος.
Αν μια Ολυμπιονίκης δυσκολεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια να «σπάσει τη σιωπή της» και να καταγγείλει την κακοποίησή της, ας σκεφτούμε τις δυσκολίες που συναντά μια εργαζόμενη για να καταγγείλει την εργοδοτική βία, που φτάνει μέχρι τη σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη. Οπως αντίστοιχα μια φοιτήτρια δυσκολεύεται να καταγγείλει τέτοια περιστατικά στο χώρο σπουδών. Η σεξουαλική, σωματική, λεκτική, ψυχολογική ή όποιας άλλης μορφής βία υφίστανται οι γυναίκες καλλιεργείται στο έδαφος που διαμορφώνει ο οικονομικός και κοινωνικός καταναγκασμός. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση ενός τέτοιου κοινωνικού φαινομένου δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο ατομικό.
Αρα, το κύριο ζήτημα είναι πώς θα στηριχθεί ολόπλευρα κάθε αθλήτρια, κάθε γυναίκα ώστε να έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί, να αποκρούσει, να καταγγείλει τη βία κάθε μορφής, τις οικονομικές πιέσεις και εκβιασμούς. Χρειάζεται να εξασφαλιστούν όλοι εκείνοι οι παράγοντες ώστε μια γυναίκα να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να εξαρτάται οικονομικά και κοινωνικά.
Η καταγγελία των νέων γυναικών μπορεί να βρει διέξοδο στο δρόμο της συλλογικής διεκδίκησης. Τέτοια κοινωνικά φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται ριζικά με ατομικό τρόπο.
Χρειάζεται να οργανωθούν ενημερωτικά προγράμματα πρόληψης της βίας σε σχολεία και σχολές, σε αθλητικά σωματεία και χώρους αθλητισμού – πολιτισμού από επιστημονικούς, κρατικούς φορείς, ώστε να εξασφαλίζεται ένα ενιαίο πρόγραμμα που θα υπολογίζει τις ηλικίες των νέων, τη δραστηριότητά τους. Για παράδειγμα, χρειάζεται να υπολογίζεται ότι στο χώρο του αθλητισμού οι σχέσεις που αναπτύσσονται είναι αντικειμενικά έντονες και δυναμικές, με πολλές συγκινήσεις, η σωματική επαφή μοιραία. Οι αθλητές και οι αθλήτριες, για παράδειγμα, μπορεί να βλέπουν με δέος τον προπονητή τους ή και έναν άνθρωπο μιας ομοσπονδίας. Δένονται με αυτούς τους ανθρώπους, ιδιαίτερα με τον προπονητή τους σε φάσεις προετοιμασίας πριν από μια μεγάλη διοργάνωση, μοιράζονται σημαντικές στιγμές.
Τα συγκεκριμένα προγράμματα χρειάζεται να έχουν αναφορά στη γειτονιά, σε σύνδεση με τις αντίστοιχες κοινωνικές υπηρεσίες (Κέντρα Υγείας, συμβουλευτικά κέντρα κ.λπ.), με τους συλλόγους γονέων, εκπαιδευτικών και τα αθλητικά σωματεία, άλλους μαζικούς φορείς. Αντίστοιχα, η συνεχής επιμόρφωση προπονητών και διοικήσεων σε ζητήματα αθλητικής ψυχολογίας, διαχείρισης αθλητών μικρών ηλικιών οι οποίοι έχουν ταλέντο και προοδεύουν σε ένα άθλημα και των γονιών τους, μπορεί να αποτελέσει ασπίδα προστασίας.
Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ συνεχίζουμε να παλεύουμε για την ολόπλευρη προστασία των αθλητριών, συνολικά των γυναικών, από τη βία κάθε μορφής. Συνεχίζουμε την πάλη για να δημιουργηθούν εκείνες οι οικονομικές – κοινωνικές προϋποθέσεις ώστε ο αθλητισμός να αποτελεί στάση ζωής για την προαγωγή της υγείας, τη φυσική κατάσταση και την ψυχική ισορροπία του κάθε ατόμου, θα σμίγει όμορφα τους ανθρώπους τόσο στη νίκη όσο και στην ήττα, θα τους δυναμώνει να αντιμετωπίζουν τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής.
(υπεύθυνος του Τμήματος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της ΚΕ του ΚΚΕ)