Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ εξετάζει το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής αυτό καθεαυτό, ως άμεσο προτσές παραγωγής.
Στην πραγματικότητα αυτό το προτσές συμπληρώνεται με το προτσές της κυκλοφορίας, που είναι αντικείμενο μελέτης στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου».
Εξετάζοντας και τα δύο προτσές στην ενότητά τους, ο Μαρξ γράφει: «Χρειάζεται να βρεθούν και να περιγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που προκύπτουν από το προτσές κίνησης του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν σύνολο».1
Η ουσία του μισθού εργασίας
στον καπιταλισμό
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, και πριν απ' όλα του εργάτη και του καπιταλιστή, προβάλλουν με διάφορες μορφές που συγκαλύπτουν και κρύβουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη. Μια από αυτές τις μορφές είναι και ο μισθός εργασίας.
Γύρω από το πρόβλημα αυτό, όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, ολόκληρη η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, η σοσιαλδημοκρατία, οι ρεφορμιστές και άλλοι υμνητές του καπιταλιστικού συστήματος ξεσήκωσαν ολόκληρο σάλο και κατηγορούν την εργατική τάξη ότι με τους ταξικούς διεκδικητικούς της αγώνες απαιτεί μεγάλες αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων και ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί δήθεν την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό.
Ποια είναι η πραγματικότητα
Η θεωρία του μισθού εργασίας στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι οργανικό συστατικό στοιχείο της δημιουργημένης από τον Κ. Μαρξ διδασκαλίας για την υπεραξία, που έχει θεμελιωθεί επιστημονικά στο «Κεφάλαιο» και όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο το μυστικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά και η μετατροπή της αξίας και της τιμής, αντίστοιχα της εργατικής δύναμης σε μισθό εργασίας.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η εργατική δύναμη (ΕΔ) του εργάτη είναι εμπόρευμα και όπως κάθε εμπόρευμα έχει αξία και αξία χρήσης. Η αξία της ΕΔ εκφρασμένη σε χρήμα, είναι η τιμή της ΕΔ.
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας ο μισθός εργασίας του εργάτη εμφανίζεται σαν τιμή της εργασίας, σαν ένα ορισμένο ποσό χρήματος, που πληρώνεται για μια ορισμένη ποσότητα εργασίας.
Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην τιμή της ΕΔ και στην τιμή των άλλων εμπορευμάτων, π.χ. όταν ένας εμπορευματοπαραγωγός πουλάει το εμπόρευμά του (λόγου χάρη το ύφασμα), το χρηματικό ποσό που παίρνει σε αντάλλαγμα, δεν είναι παρά η τιμή του πουλημένου εμπορεύματος. Οταν, όμως, ο εργάτης παίρνει ένα ορισμένο χρηματικό ποσό σαν μισθό εργασίας, το χρηματικό αυτό ποσό δεν παρουσιάζεται σαν τιμή της ΕΔ, αλλά σαν τιμή της εργασίας.
Γιατί συμβαίνει αυτό και «τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα»;
Αυτό γίνεται για τους εξής λόγους:
Πρώτον. Ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη το μισθό εργασίας του, όταν πια ο εργάτης έχει ξοδέψει την εργασία του.
Δεύτερον: Ο μισθός εργασίας καθορίζεται ανάλογα με τη διάρκεια του δουλεμένου χρόνου εργασίας (ώρες, μέρες, βδομάδες) είτε ανάλογα με την ποσότητα του παραχθέντος προϊόντος.
Ομως, όπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, γι' αυτό και ο μισθός εργασίας δεν είναι η αξία ή η τιμή της εργασίας. Η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία, η ίδια όμως δεν είναι αξία. Αρα, η εργασία δεν είναι εμπόρευμα.
Η εργασία του ανθρώπου γίνεται αξία σε πηγμένη κατάσταση, όταν αυτή ενσωματωθεί στο προϊόν που παράχθηκε και έχει αποκτήσει αντικειμενική μορφή.
Στην πραγματικότητα, η εργασία από την ίδια της τη φύση δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα:
Πρώτο: Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας. Για να μπορεί να πουληθεί στην αγορά σαν εμπόρευμα η εργασία πρέπει να υπάρχει μέχρι τη στιγμή της πούλησής της, να έχει αυτοτέλεια.
Ταυτόχρονα, αν ο εργάτης μπορούσε να προσδώσει στην εργασία του αυτοτελή ύπαρξη, τότε θα πουλούσε το δημιουργημένο από την εργασία του εμπόρευμα και όχι την εργασία.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο εργάτης δε θα ήταν πια μισθωτός, αλλά ένας ατομικός εμπορευματοπαραγωγός.
Δεύτερο: Αν η εργασία ήταν εμπόρευμα τότε αυτή, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, θα πρέπει να έχει αξία. Τότε στην περίπτωση αυτή πώς θα μετριόταν η αξία της εργασίας, όταν η εργασία είναι η πηγή και το μέτρο της αξίας; Θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο: Η εργασία να μετριέται με την εργασία.
Τρίτο: Στην περίπτωση αυτή, αν ο καπιταλιστής δεν αγοράζει την ΕΔ, αλλά την εργασία και την πληρώνει στο ακέραιο, τότε δε θα πάρει υπεραξία. Με άλλα λόγια, δε θα μπορεί να υπάρξει και ο καπιταλισμός. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία. Η αγορά και η κατανάλωση ενός εμπορεύματος είναι διαφορετικά πράγματα. Η κατανάλωση της εργασίας δεν ανήκει στον εργάτη, αλλά στον καπιταλιστή από τη στιγμή που αγοράστηκε η ΕΔ. Γι' αυτό δεν μπορεί να την πουλήσει ο εργάτης.
Τι πουλάνε οι εργάτες
Οι εργάτες εκείνο που μπορούν να πουλήσουν στους καπιταλιστές είναι μόνο η εργατική τους δύναμη. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία, αλλά ένα ειδικό εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη και είναι το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα του ανθρώπου.
Η χρήση της εργατικής δύναμης, δηλαδή το ξόδεμα της μυικής νευρικής και της εγκεφαλικής ενέργειας του εργάτη, είναι το προτσές εργασίας.
Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ τεκμηρίωσε επιστημονικά τη θέση του ότι η αξία της εργατικής δύναμης στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι πάντα μικρότερη από τη νέα αξία που δημιουργεί ο εργάτης με την εργασία του.
Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιούνται στην αγορά εργασίας τουλάχιστον τυπικά, σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων, που διακρίνονται ο ένας από τον άλλο, μόνο κατά το ότι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πωλητής. Ο καπιταλιστής γνωρίζει από τα πριν την ιδιότητα της εργατικής δύναμης να παράγει αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτή που έχει η ίδια. Γι' αυτό και η συμφωνία που κάνει με τον εργάτη στην αγορά εργασίας, είναι ότι για το μεροκάματο που θα πάρει, υποχρεώνεται να εργαστεί σε όλη τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας (π.χ. το 8ωρο). Η εργατική δύναμη, όμως, σαν αξία χρήσης έχει την ικανότητα και παράγει το ισοδύναμο της αξίας της (το μεροκάματο), στα πλαίσια μόνο ενός μέρους της εργάσιμης μέρας (π.χ. για 4 ώρες, που είναι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας) και στον υπόλοιπο χρόνο (4 ώρες είναι ο πρόσθετος χρόνος εργασίας) συνεχίζει να εργάζεται και να παράγει υπεραξία, την οποία και ιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εργάτης παράγει μια αξία που ισούται με τις ώρες της εργάσιμης ημέρας του, και η αξία (το μεροκάματο) της εργατικής του δύναμης δεν είναι μεγαλύτερη από τις 4 ώρες του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Είναι φανερό ότι η αξία της εργατικής δύναμης και η αξία που δημιουργεί η ίδια (νεοδημιουργημένη αξία), είναι δύο τελείως διαφορετικά μεγέθη.
Η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας στη χώρα μας είναι περίπου 3:5. Αυτό απλά σημαίνει ότι το μέσο ποσοστό υπεραξίας την περίοδο 1958-1981 ήταν 152,4%, δηλαδή κάθε χρόνο για 24 χρόνια, κάθε οκτάωρο για τα 300 οκτάωρα το χρόνο και κάθε εργάτης από τους 270.000 εργάτες περίπου της βιομηχανίας (μεταποίησης) δούλευε 3,2 ώρες για τον εαυτό του (αναγκαίος χρόνος) και 4,8 ώρες χωρίς πληρωμή (πρόσθετος χρόνος) για τον εργοδότη του.2 Και επειδή ο μισθός εργασίας παρουσιάζεται με τη μορφή της πληρωμής της εργασίας, δημιουργείται η απατηλή εντύπωση πως τάχα όλη η εργάσιμη μέρα πληρώνεται στο ακέραιο. Να γιατί ο Κ. Μαρξ ονομάζει το μισθό εργασίας στον καπιταλισμό παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. «Ο μισθός εργασίας δεν είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι, δηλαδή η αξία, με άλλα λόγια η τιμή της εργασίας, μα μονάχα μια μασκαρεμένη μορφή για την αξία ή την τιμή της εργατικής δύναμης».3
Οπως βλέπουμε ο μισθός εργασίας κρύβει κάθε ίχνος διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 3, σελ. 39.
2. «Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα». Μελέτες ΚΜΕ. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984, σελ. 245.
3. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1979, σελ. 245.