«Ποταμοί»
μελάνης χύνονται και ατέρμονες λογομαχίες λαμβάνουν χώρα μεταξύ
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου με αφορμή τις
τηλεοπτικές άδειες. Τις άδειες αυτές τις διεκδίκησαν μια χούφτα ανθρώπων
που ελέγχουν ήδη τηλεοπτικά κανάλια ασφαλιστικές, εφοπλιστικές και
κατασκευαστικές εταιρείες, ποδοσφαιρικές ομάδες, τα δικαιώματα για
αναμεταδόσεις αθλητικών αγώνων και μέσω διασταυρωμένων συμμαχιών το
μεγαλύτερο μέρος του έντυπου τύπου, τράπεζες, χρηματιστηριακές
εταιρείες, γενικά, σχεδόν όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής.
Οι
ενδιαφερόμενοι για της τηλεοπτικές άδειες παρά τον μεταξύ τους
ανταγωνισμό και τις διαφοροποιήσεις τους, ομονοούν επί της ουσίας όταν
πρόκειται να μιλήσουν για οικονομία της αγοράς, για τις ανεμπόδιστες από
θεσμικές παρεμβάσεις αληλοσυνδεόμενες δραστηριότητες τους, για το
κοινοβουλευτικό καθεστώς, ή την αστική δημοκρατία. Στον αντίποδα, τους
διακρίνει μια ασίγαστη εχθρότητα απέναντι σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε
δεν ανήκει στην κυρίαρχη τάξη τους, και μίσος απέναντι σε ό,τι
περιλαμβάνεται κάτω από τους γενολογικούς όρους αριστερά, κομμουνισμός,
εργατικά δικαιώματα, σωματία, συλλογικότητες κ.λ.π.
Η
κυβέρνηση του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν επιχείρησε έστω μια
συμβαντική ρήξη με το άντρο της κατευθυνόμενης μηντιακής εξουσίας αλλά
προσπάθησε να ρυθμίσει προς όφελος τής τις διαχρονικές σχέσεις
αλληλεξάρτησης, σχέσεις δηλαδή υποταγής και κυριαρχίας, μεταξύ κρατικών
μηχανισμών και του κεφαλαίου που ελέγχει και την τηλεοπτική αγορά.
Αυτό
ενδιέφερε την κυβέρνηση με αποτέλεσμα να απουσιάζουν ουσιώδεις κανόνες
διαχείρισης των δημοσιών συχνοτήτων από τους «υπερθεματιστές» πλην της
τυπικής υποχρέωσης για την απασχόληση ενός ορισμένου αριθμού εργαζομένων
που έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα ελεγχθεί.
Καλό
θα ήταν όμως στον απόηχο του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες να
αναρωτηθούμε: ποιος ήταν ο ισχυρός κανόνας αμοιβαιότητας μεταξύ της
κυβέρνησης και καμιάς δεκαριάς επιχειρηματιών που επέτρεψε στην
πλειοδοσία των αδειών να ανεβάσει τις τιμές από τρία τέσσερα εκατομμύρια
στα εξωπραγματικά 70 ή 60 εκατομμύρια ευρώ ανά άδεια;
Γιατί
οι πρώην συνεταίροι στον ΣΚΑΪ Αλαφούζος και Μαρινάκης, μα και όλοι οι
άλλοι ευυπόληπτοι επενδυτές αποτίμησαν με αυτά τα μυθικά ποσά το
κατεστραμμένο τηλεοπτικό προϊών;
Τόσο αποτίμησε η αριστοκρατία του κεφαλαίου την εξουσία της στην διαμόρφωση της συνείδησης της «κοινής γνώμης»;
Μήπως υπάρχουν άλλα παράπλευρα οφέλη, άρα μια τηλεοπτική άδεια δεν χρησιμεύει σε τίποτα άλλο πέρα από ένα προπέτασμα;
Μήπως η όλη διαδικασία προσφέρεται ως βήμα εξαφάνισης των στοιχειών προέλευσης του αντιτίμου;
Μήπως όμως οι ερωτήσεις δεν οδηγούν πουθενά γιατί πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις;
Θα απαντήσουμε πως παρακάτω η αφήγηση μας χρησιμοποιεί δρόμους υπαρκτούς. Σε αυτούς τους δρόμους παίζονται τα πάντα.
Το
ξέπλυμα των κεφαλαίων που σχετίζονται με σκοτεινές πλευρές της
«νόμιμης» επιχειρηματικής δραστηριότητας συμβάλει στην αναγκαία ανάκαμψη
της οικονομίας. Το πιστεύουν και οι επενδυτές και οι κυβερνήσεις. Γι
αυτό στο χειρισμό της νομιμοποίησης τέτοιων εγκληματικών δραστηριοτήτων,
βρίσκουμε απλούστατα το κράτος— όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις, που με
απανωτές νομοθετικές ρυθμίσεις επιτρέπουν την νομιμοποίηση αυτών των
χρημάτων. Όπως το νομοσχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τον τίτλο «Πρόγραμμα Εθελοντικής Αποκάλυψης Κεφαλαίων και Επενδύσεων και Φορολογικής Συμμόρφωσης»
Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης μεταξύ άλλων προβλέπει:
- «Για τα κεφάλαια ή/και τις
επενδύσεις αυτές δεν ερευνάται, προκειμένου για την εφαρμογή των
ισχυουσών φορολογικών διατάξεων, ο τρόπος απόκτησής τους».
- «Η δήλωση κεφαλαίων ή/και επενδύσεων συνεπάγεται την εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του δηλούντος».
Σε
μεγάλη κλίμακα, στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο δηλαδή, το μαύρο χρήμα,
που προέρχεται από λαθρεμπόριο πετρελαίου όπλων και ναρκωτικών ή από το
τράφικινγκ γυναικών και από πλείστες άλλες, ακόμα και «νόμιμες»
δραστηριότητες έχει καταντήσει σύνηθες εισόδημα πολιτικών, μετατρέποντας
το αστικό πολιτικό σύστημα σε μαφιόζικο πολιτικό σύστημα.
Άλλωστε
ο κόσμος, με την «ελεύθερη» κυκλοφορία κεφαλαίων και την
φιλελευθεροποίηση των «αγορών» γέμισε πλυντήρια ξεπλύματος κερδών. Από
το Μονακό και το Λιχτεστάιν στον Παναμά και την Ανδόρα, από την Ελβετία,
το Γιβραλτάρ ως το Σίτυ του Λονδίνου, οι κυβερνήσεις προσφέρουν τα μέσα
στην «αγορά» ώστε να διαφεύγουν κεφάλαια άγνωστης προέλευσης και
επίσης, κυρίως μάλιστα, να τα απορρυπένουν αφενός στις τράπεζες έναντι
παχυλών προμηθειών αφετέρου από τα δίκτυα των «θεσμικών επενδυτών» ώστε
καθαρά να επανα-επενδυθούν στο επίσημο οικονομικό σύστημα. Ο κρυμμένος
πλούτος στους διάφορους φορολογικούς παραδείσους φθάνει τα 12,4 τρισ.
Δολάρια με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 6,8% (Το Βήμα 26 Ιουν 2016)
Η
απορρύθμιση των θεσμικών κανόνων των Κρατών και του διεθνούς εμπορίου, η
διεθνοποίηση της οικονομίας και της διεθνούς χρηματαγοράς, οι μαζικές
ιδιωτικοποιήσεις, το πάγωμα των κρατικών επενδύσεων, ο «φορολογικός
ανταγωνισμός» μεταξύ των κρατών, μα και τα παραθυράκια των νομοθεσιών,
-όπως ο νόμος «Big Bang» της ιέρειας του φιλελευθερισμού Μάργκαρετ
Θάτσερ εξασφαλίζουν την κάλυψη μαύρων κεφαλαίων (ο συνολικός, ετήσιος
τζίρος αυτών των κεφαλαίων αγγίζει τα 140 δισ. ευρώ μόνο στην ΕΕ) και
την συσσώρευση τους σε επενδύσεις κυρίως στους τομείς του τουρισμού, της
διασκέδασης, των εμπορικών κέντρων, και βέβαια των ΜΜΕ. Τα συμφέροντα
είναι τεράστια και φτάνουν ως τις ανώτερες βαθμίδες της κρατικής
μηχανής.
Η
διαφθορά αυτή είναι δομικό στοιχειό του καπιταλιστικού συστήματος και
αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της κερδοφορίας των «επενδυτών».
Σύμφωνα με την Credit Suisse, το 0,7% του παγκόσμιου πληθυσμού, ελέγχει
το 45,2% του παγκόσμιου πλούτου, ο οποίος εκτιμάται σε 263 τρισ.
δολάρια, ξεπερνώντας δηλαδή το παγκόσμιο χρέος (ιδιωτικό και κρατικό),
το οποίο σύμφωνα με τη McKinsey αγγίζει πλέον τα 200 τρισ. δολάρια.
Τέλος σύμφωνα πάντα με το Βήμα, στις λίστες ελβετικών τραπεζών εμφανίζονται 576 Έλληνες επιχειρηματίες που διαθέτουν περιουσία 88 δισ. δολαρίων. Όλος αυτός ο πακτωλός πλούτου αποκτήθηκε από τις λαμπρές τους επενδύσεις;
Παράνομες
και «νόμιμες» μπίζνες αλληλοσυνδέονται με αυξανόμενο ρυθμό γιατί το
επέτρεψε η θεμελιώδη και δομική αλλαγή του ελεγχόμενου καπιταλισμού σε
μονεταριστικό αχαλίνωτο καπιταλισμό με την στήριξη βέβαια των εκλεγμένων
εκπροσώπων του λαού που νομοθέτησαν και άλλαξαν την φύση του κράτους
και τις κοινωνικές δομές του. Ένα αποτέλεσμα αυτής πολιτικής είναι η
αύξηση των δημοσιών ελλειμμάτων, συνέπεια της μεγάλης νόμιμης
φορολογικής διαφυγής που οδηγεί σε συγκέντρωση κεφαλαίων στους
φορολογικούς παραδείσους.
Θεωρούμε
ότι το κείμενο αυτό απηχεί μόνο όσα μας απειλούνε. Αν λοιπόν δεν
θέλουμε να είμαστε πιόνια στην σκακιέρα τους πρέπει να αναρωτηθούμε
γιατί πανίσχυροι ιδιοκτήτες των πάντων στην χώρα αφέθηκαν να συρθούν σε
μια παράσταση κλειστή για όλους που δεν μπορούσαν να διαφύγουν ούτε
αυτοί που ανέβασαν το έργο, να πληρώσουν αστρονομικά ποσά για να
εξασφαλίσουν μια τηλεοπτική άδεια και μάλιστα να επιτρέψουν στην
κυβέρνηση να εμφανιστεί ότι τα βάζει με τα μεγάλα συμφέροντα;
Την
ίδια ώρα που η κυβέρνηση της πρώτης φοράς αριστεράς αρνήθηκε την
πρόταση του ΚΚΕ, το οποίο ζήτησε οι εταιρείες που θα πάρουν τα κανάλια
να είναι με ονομαστικοποιημένες μετοχές, μέχρι φυσικού προσώπου, για να
είναι γνωστό ποιος έχει τι.
Ίσως
όμως να μην επιθυμούμε να δούμε, να αντικρίσουμε την πραγματικότητα,
και όλα αυτά να τα θεωρούμε ανυπόφορα μιας και το μόνο που μας νοιάζει
είναι το πως θα την βολέψουμε. Να θεωρούμε αποδεκτό το 25% της ανεργίας
και τα 580 ευρώ μικτά ως μηνιάτικο. Να χαιρόμαστε που η κυβέρνηση πήρε
245 εκατομμύρια ευρώ τα οποία, σύμφωνα με δήλωση της, θα διατεθούν για
την ανακούφιση του λαού. Μάλλον σε αντιδιαστολή για την καταστροφή των
δημοσίων υποδομών και σε όσα δις ευρώ του έκλεψε για να πληρωθούν οι
εταίροι- δανειστές.
Έτσι κι αλλιώς σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτη Σχοινάς: «Είναι
μνημονιακή υποχρέωση η συγκέντρωση εσόδων από την πώληση των αδειών των
τηλεοπτικών καναλιών, τονίζοντας «ότι τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για
την εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων.» Δήλωση που έκανε στις 11 Φεβ 2016.
Είμαστε
παιδευμένοι σε έναν ερεβώδη κόσμο, που η μιζέρια δεν διαφέρει από τον
θάνατο. Γι αυτό δεν φτάνει πλέον η κραυγή αγανάκτησης. Επομένως ή θα
αποτινάξουμε από πάνω μας τον καπιταλισμό ή θα αποδεχτούμε το εχθρικό
περιβάλλον που μας επιβάλλουν και που μας καταδικάζει σε μια σκληρή πάλη
και σύγκρουση, στο όνομα του ανταγωνισμού, με τους συνανθρώπους μας.
Πρέπει να απαντήσουμε στην ύβρη με ύβρη και εκατό χτυπήματα να
ανταποδώσουμε. Εμείς! Εμείς που είμαστε το παρόν μα και ότι δεν έχει
έρθει ακόμη…