.
Με αφορμή την επέτειο από το τέλος του Συνεδρίου του Λιβάνου σαν σήμερα το 1944, που κατέληξε στην ομώνυμη συμφωνία, η οποία συνιστούσε απαράδεκτο συμβιβασμό των εαμικών δυνάμεων με τα αστικά πολιτικά κόμματα και τους Βρετανούς, μεταγράφουμε ένα απόσπασμα, από τον τρίτο τόμο του έργου του Θανάση Χατζή “Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε”. Είναι γνωστό πως ο ίδιος αντικαταστάθηκε από το Μήτσο Παρτσαλίδη στη θέση του γ.γ της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, λόγω της διαφωνίας του με το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής. Χωρίς να χρειάζεται κανείς να υιοθετήσει κάθε σημείο από τις διατυπώσεις και αξιολογήσεις του συγγραφέα, που φέρουν πέραν του ούτως ή άλλως εγγενούς υποκειμενισμού τέτοιων κειμένων και τις επιρροές από τη μετέπειτα πολιτική του πορεία. δεν παύει να μεταδίδει γλαφυρά το σφόδρα αντιεαμικό κλίμα που επικρατούσε στη διάρκεια του συνεδρίου, καθώς και τη σε γενικές γραμμές εφεκτική στάση της εαμικής αντιπροσωπείας απέναντι στην προσχεδιασμένη επίθεση του Γεωργίου Παπανδρέου και όσων εκπροσωπούσε.Η διάσκεψη στο Λίβανο
Η διάσκεψη άρχισε στις 15 του Μάη 1944. […] Γενικά κείνο που χαρακτηρίζει τη διάσκεψη του Λίβανου είναι το μίσος και η εχθρότητα ενάντια στον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό και το στρατό του ΕΛΑΣ και της Μέσης Ανατολής. Αρχίζοντας από τον Παπανδρέου, ποιος περισσότερο και ποιός λιγότερο λυσσασμένα, συκοφαντουσαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Διαστρέφοντας γεγονότα, κατηγορούσαν εκείνους που με το αίμα τους έγραφαν τις ωραιότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Εξυμνούσαν το ραγιαδισμό και την υποτέλεια. Δικαίωναν την προδοσία. Όλοι τους απαιτούσαν την αυτοδιάλυση του μοναδικού ελληνικού στρατού που υπήρχε τότε, μετά την επαίσχυντη διάλυση του στρατού της Μέσης Ανατολής και απειλούσαν πως σε αντίθετη περίπτωση θα διέλυαν αυτοί τον ΕΛΑΣ με τις γερμανοοπλισμένες προδοτικές δυνάμεις και κυρίως με τον αγγλικό στρατό.
Η αντιπροσωπεία του λαϊκού κινήματος, που είχε μουδιάσει, πριν ν’αρχίσει η διάσκεψη πέρασε σε μια χλιαρή άμυνα. Αυτό επιδίωκαν και πέτυχαν οι αντίπαλοι. Να χάσουν οι εκπρόσωποι του κινήματος την πίστη στη δύναμη που αντιπροσώπευαν και από κατήγοροι που έπρεπε να είναι, να γίνουν κατηγορούμενοι. Εξαίρεση αποτέλεσε ο υπέροχος Σαράφης. Από τεχνικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας έγινε ο υπέρμαχος του αγωνιζόμενου λαού και ο Εισαγγελέας ενάντια στους απόντες και τους συνεργάτες του εχθρού, που όλοι τους αντιπροσωπεύονταν στην αίθουσα της διάσκεψης. Ήταν τόσο αμείλιχτο το “Κατηγορώ” του ηγέτη στρατηγού του Λαϊκού στρατού, που ακόμα και αντιπρόσωπο της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ (Σβώλος και Πορφυρογένης) ζήτησαν να μαλακώσει τον τόνο του. Με στοιχεία χειροπιαστά, φωτοτυπίες χειρογράφων και ημερολόγια στελεχών του ΕΔΕΣ, που αποκάλυπταν συνεργασία με τους Αρβανίτες μπαλίστες (σ.τ.Ε, Εννοεί τα μέλη του εθνικιστικού Μπάλι Κόμπεταρ, που συνεργάστηκε με τις ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής στην Αλβανία) και τους Γερμανούς ενάντια στον ΕΛΑΣ
ο Σαράφης υπεχρέωσε τον αντιπρόσωπο του ΕΔΕΣ Πυρομάγλου να δηλώσει πως υπάρχουν και τέτοιες εκδηλώσεις αλλά γίνονται ανακρίσεις και θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.
Ο Στρατηγός Σαράφης, αφού έδωσε μια σύντομη εικόνα του εθνικοαπελευθερωτικού έργου και ταυτόχρονα των επιτευγμάτων του ΕΛΑΣ, τελείωσε την ομιλία του με τα παρακάτω λόγια:
“Κύριοι, αυτός είναι ο ΕΛΑΣ, αυτή είναι η δράση του. Είμαι περήφανος γιατί συνετέλεσα κι εγώ στη δημιουργία αυτού του στρατού, που τόσο συνέβαλε στο συμμαχικό αγώνα. Είμαι περήφανος γιατί διοίκησα αυτό το στρατό, ένα στρατό ηρώων. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι έκανα το καθήκον μου προς το έθνος και προς το λαό, όπως εγώ το αισθάνομαι και όπως ο λαός έχει αξίωση από τα παιδιά του και ιδιαίτερα από τους αξιωματικούς. Στον ενιαίο εθνικό στρατό θα προσφέρω τις υπηρεσίες μου σ’οποιαδήποτε θέση κι αν ταχθώ, χωρίς να προβάλω δικαιώματα και αξιώσεις από προηγούμενες υπηρεσίες, όπως έκανα πάντα έως σήμερα, γιατί νομίζω πως έτσι κάνοντας θα συντελέσω στη δημιουργία του ενιαίου εθνικού στρατού που θα εξακολουθήσει με την ίδια πίστη, μαχητικότητα και ορμή τον αγώνα κατά του κατακτητή για την απελευθέρωση της πατρίδας μας και την εξασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών.”
Δυο μέρες “καυγάδιζαν” και την τρίτη άρχισαν οι συζητήσεις για το πρόγραμμα της “Εθνικής Κυβέρνησης” που έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει, γιατί “αυτό θέλαν οι Άγγλοι”.
Στις συζητήσεις αυτές όλοι τους επιμένανε στη διάλυση του ΕΛΑΣ. ‘Ενα σήμα όμως από το ΣΜΑ (Σ.τ.Ε, Στρατηγείο Μέσης Ανατολής) τους υποχρέωσε “να ρίξουν νερό στο κρασί τους”. Αρνούνταν να αποκηρύξουν τα τάγματα του Ράλλη και τις γερμανοοπλισμένες συμμορίες αν προηγούμενα δεν παρθεί απόφαση για Εθνική Κυβέρνηση. Δεν ζητούσαν ξεκαθάρισμα του πολιτειακού, με καθαρή δήλωση του βασιλιά πως δε θα ξαναγυρίσει στην Ελλάδα πρίν από ένα ελεύθερο δημοψήφισμα. Έδιναν στην ΠΕΕΑ, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μόνο 25% συμμετοχή στην κυβέρνηση και δευτερεύοντα, για μεγάλη περίοδο υπουργεία. Δε δέχονταν να σταλεί υπουργικό κλιμάκιο στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Πρόβαλαν μεγαλοϊδεατικές αξιώσεις.
Η αντιπροσωπεία του λαϊκού κινήματος είχε κυριολεκτικά παραλύσει. Χωρίς ν’αντιδράσει δέχτηκε όλες τις θέσεις που διατύπωσε ο Παπανδρέου στον τελικό λόγο του. Έτσι κατάληξαν, με ομοφωνία, στη συμφωνία του Λιβάνου. Πρωτόκολλο δεν υπογράφηκε. Ο λόγος του Παπανδρέου, που συνόψιζε τα συμπεράσματα της διάσκεψης, υπογράφηκε σαν “Εθνικό Συμβόλαιο”, αφού βέβαια μείνανε όλα τα συκοφαντικά κατασκευάσματα και οι βρισιές ενάντια στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αφαιρέθηκαν όμως οι επιπλήξεις για “απουσία από τον εθνικό συναγερμό των αστικών πολιτικών κομμάτων, για να μη θιγούν οι “ευαίσθητοι” παραδοσιακή πολιτικοί ηγέτες.
Έτσι τελείωσε μια οργανωμένη παρασυναγωγή, παγίδα για το λαϊκό κίνημα και πρόδρομος όλων των κακών που θα ακολουθήσουν. Μετά τη συνθηκολόγηση της αντιπροσωπείας του λαϊκού κινήματος, η πολιορκία έληξε. Οι αντιπρόσωποι μεταφέρθηκαν στο Κάιρο. Εκεί είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με την Ελληνική παροικία, τους πρόσφυγες, το στρατό και με τους εκπροσώπους του ελληνικού και διεθνούς τύπου. Ακόμα και με διπλωμάτες και τις ίδιες τις Συμμαχικές περσβείες, φυσικά και με τη Σοβιετική. […]