Το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στη μακρά αλυσίδα των συζητήσεων γύρω από τις καταγγελίες για κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης μέσα από την πρωτοβουλία «#MeToo» («κι εγώ επίσης»).
Το έναυσμα για το κύμα καταγγελιών, που πυροδότησε και τη σχετική συζήτηση, δόθηκε πριν από έναν σχεδόν χρόνο, τον Οκτώβρη του 2017, όταν γνωστή ηθοποιός κατήγγειλε πως παρενοχλήθηκε από μεγαλοπαραγωγό του Hollywood, πριν από δύο περίπου δεκαετίες. Ακολούθησε χιονοστιβάδα ανάλογων καταγγελιών για λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατα περιστατικά και κρούσματα, τόσο στη λεγόμενη «βιομηχανία του θεάματος» όσο και σε άλλους εργασιακούς χώρους.
Μέσα σε σύντομο διάστημα το «#MeToo», μια διαδικτυακή πρωτοβουλία που υπάρχει για περισσότερα από δέκα χρόνια, έγινε παγκόσμια γνωστό. Μάλιστα, το περιοδικό «Time» ανακήρυξε «Πρόσωπο της Χρονιάς» για το 2017 τις γυναίκες, κυρίως ηθοποιούς του Χόλιγουντ, που «έσπασαν τη σιωπή τους» και μίλησαν για την εμπειρία τους μέσα από την εν λόγω πρωτοβουλία.
Ακολούθησε η πρωτοβουλία «Time's Up», που υποστηρίζεται επίσης από γνωστές ηθοποιούς, με στόχο να προσφέρει νομική υποστήριξη στις γυναίκες που δέχτηκαν σεξουαλική επίθεση ή παρενόχληση στο χώρο εργασίας τους.
Η σχετική συζήτηση, εδώ και έναν σχεδόν χρόνο, βρίσκεται σταθερά στην ατζέντα της επικαιρότητας, συχνά στις πρώτες της θέσεις. Ωστόσο, στους μήνες που προηγήθηκαν, δεν έλειψαν οι αιχμές που εντόπιζαν οικονομικές και άλλες σκοπιμότητες πίσω από τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος μιας σειράς προσώπων.
Δεν έλειψαν επίσης τα ερωτήματα για το αν η πρωτοβουλία έχει πάρει τα χαρακτηριστικά μιας «μόδας» και οι αμφιβολίες για το αν αποκλίνει ή όχι από το σκοπό της. Την εμφάνισή τους έκαναν «σκιές» και «σύννεφα» σε βάρος «πρωταγωνιστικών» προσώπων, οι κατηγορίες των οποίων φαίνεται να γύρισαν μπούμερανγκ, μετατρέποντας τα «θύματα» της μίας μέρας στους «θύτες» της επόμενης.
Σύγχρονο περιτύλιγμα στο αστικό φεμινιστικό ρεύμα
Ανεξάρτητα
από το πώς εξελίσσεται η συζήτηση και τις αιχμές που υπερισχύουν κάθε
φορά, το βέβαιο είναι αξιοποιείται ως «εργαλείο» πολλαπλά χρήσιμο στα
χέρια αυτών που προσανατολίζουν το περιεχόμενό της και δίνουν σε αυτήν
τον τόνο.Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι στο επίκεντρο των ρεπορτάζ στα αστικά ΜΜΕ βρίσκονται η μορφή της συγκεκριμένης «διαμαρτυρίας» και ο «σεισμός» που προκαλεί στους κύκλους της «βιομηχανίας» του αμερικανικού κυρίως θεάματος, αφήνοντας στο περιθώριο την πολύμορφη βία που υφίστανται πολλαπλάσια οι γυναίκες της εργατικής τάξης, του λαού στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο.
Στη συζήτηση παρεισφρέουν ζητήματα που αναδεικνύουν σύγχρονες πλευρές της γυναικείας ανισοτιμίας, υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα και διακρίσεις που βιώνουν οι γυναίκες στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική τους ζωή, αποκομμένα όμως από την ταξική τους ρίζα, από τις πραγματικές αιτίες των πολλαπλών διακρίσεων που βιώνουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης, του λαού.
Αποκομμένα όμως και από τους υλικούς όρους ζωής και εργασίας, τους εκμεταλλευτικούς μηχανισμούς χειραγώγησης και ενσωμάτωσης (μέσω των κρατικών μηχανισμών, της Εκπαίδευσης, των τηλεοπτικών εκπομπών, παιχνιδιών, σειρών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κ.ά.), που αναπαράγουν μια σειρά από αντιδραστικές κοινωνικές απόψεις, αντιλήψεις και προκαταλήψεις για την κοινωνική θέση της γυναίκας.
Πάνω εκεί βρίσκει γόνιμο έδαφος και η εκδήλωση παρενοχλητικών και βίαιων συμπεριφορών σε βάρος των γυναικών, άλλων παθογόνων φαινομένων στις κοινωνικές σχέσεις, στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, φαινόμενα που οξύνονται όσο βαθαίνει η σήψη του καπιταλισμού.
Ατομική υπόθεση η προστασία των γυναικών
Η
ανάδειξη εξάλλου της συγκεκριμένης μορφής καταγγελίας και διαμαρτυρίας
για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα αξιοποιείται για να περιβάλει με μανδύα
προοδευτισμού τις σύγχρονες αστικές επιδιώξεις γύρω από τη «συμμετοχή
των γυναικών».Ετσι, πίσω από τα μεγάλα λόγια για το «κοινωνικό κίνημα» του «#MeToo» αναπαράγεται η προβολή των γυναικών ως του «κοινωνικού υποκειμένου» που εναντιώνεται και αντιστέκεται στην επέλαση του «συντηρητισμού», του σεξισμού, της «πατριαρχίας», της παρενόχλησης και της βίας, με σβησμένες τις ταξικές διαφοροποιήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, οι καμπάνιες και οι «εκστρατείες» ευαισθητοποίησης δεν μπορούν να δώσουν από μόνες τους λύση στα οξυμένα προβλήματα των κακοποιημένων γυναικών. Η προτροπή στις γυναίκες να «κοινοποιήσουν» στη διαδικτυακή πλατφόρμα τη βίαιη συμπεριφορά σε βάρος τους, δεν εξασφαλίζει ούτε κατά διάνοια την ουσιαστική στήριξή τους, τη στιγμή που έρχονται αντιμέτωπες με ένα αποσπασματικό, υποβαθμισμένο κρατικό δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών.
Ουσιαστικά, καθίσταται αποκλειστικά ατομική υπόθεση της γυναίκας η εξασφάλιση εκείνων των οικονομικών, κοινωνικών παραγόντων για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, αφήνοντας ορθάνοιχτη την πόρτα για την παρέμβαση διαφόρων ειδών ΜΚΟ, αλλά και μονοπωλιακών ομίλων, που παρέχουν νομική, συμβουλευτική υποστήριξη με «ημερομηνία λήξης». Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε και η κατεύθυνση των ευρωπαϊκών και κρατικών χρηματοδοτήσεων σε ΜΚΟ.
Σε τελική ανάλυση, η όλη συζήτηση συμβάλλει στην «αναθέρμανση» του αστικού φεμινιστικού ρεύματος στο γυναικείο κίνημα, με σύγχρονο περιτύλιγμα, ώστε πιο αποτελεσματικά να προσανατολιστούν η σκέψη και η δράση εργαζόμενων και άνεργων γυναικών, ιδιαίτερα νεότερης ηλικίας, σε ανώδυνα κανάλια για την εκμεταλλευτική κοινωνία, ως στρόφιγγα εκτόνωσης και διαχείρισης της αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Κομμάτι στο παζλ ενδοαστικών αντιπαραθέσεων
Στο
ερώτημα αν το «#MeToo» μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός για να κινηθούν
προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση πολιτικές εξελίξεις, κάποιοι απαντούν
καταφατικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα από την «εκστρατεία» έχει
ξεκινήσει για τα καλά η συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα να αναδειχθούν
περισσότερες γυναίκες σε πολιτειακά αξιώματα στις ΗΠΑ, ακόμα και στην
Προεδρία της χώρας.Ο επόμενος σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια είναι οι ενδιάμεσες εκλογές για τα σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου που πρόκειται να διεξαχθούν στις 6 Νοέμβρη, με τους Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους να κοντράρονται για την πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία. Ηδη οι γυναικείες υποψηφιότητες στις εκλογές αυτές καταγράφονται αυξημένες, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για αριθμούς ρεκόρ, πράγμα που αποδίδεται εν πολλοίς στο «#MeToo».
Εξάλλου, η ανάληψη της Προεδρίας από τον Ντ. Τραμπ είχε συνοδευτεί από διαδηλώσεις με σημαντική συμμετοχή γυναικών, που πυροδοτήθηκε από σεξιστικές και προσβλητικές δηλώσεις του Προέδρου. Ομως, η κατεύθυνση που έδωσαν οι οργανωτές στις κινητοποιήσεις, επιδίωξε να εντάξει τις δικαιολογημένες αντιδράσεις στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης που εξελίσσεται και δυναμώνει στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής τάξης για στρατηγικές επιλογές και προσανατολισμούς στην οικονομία και στην κρατική εξωτερική πολιτική.