Ένα καλό
παράδειγμα (αν και όχι το πιο χαρακτηριστικό) του πώς εννοεί η αστική τάξη και
οι δημοσιολόγοι της ότι η κρίση δημιουργεί νέες ευκαιρίες (σσ: για κερδοφορία)
είναι και ο χώρος του βιβλίου. Όπου, πέρα από την υπόθεση που έχει προκύψει για
το σπάσιμο της ενιαίας τιμής και την ενίσχυση των μονοπωλίων, έχει ανοίξει τα
τελευταία χρόνια μια φάμπρικα παραγωγής βιβλίων για την τρέχουσα καπιταλιστική
κρίση (ο χάρτης της κρίσης, το λεξικό της κρίσης, ο μινώταυρος του χρέους,
κοκ), με μπεστ σέλερ που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού κι
αποφέρουν ζεστό χρήμα στους εκδοτικούς οίκους –χώρια το προφίλ των «ανήσυχων
εκδόσεων» με κοινωνικό προβληματισμό, που τους χαρίζουν.
Είναι
επίσης αξιοσημείωτο ότι μες σε αυτή την πλουραλιστική πολυφωνία, μπορεί να βρει
κανείς πολλά κι ενδιαφέροντα στοιχεία και να διαβάσει σχεδόν τα πάντα για την
κρίση και τα βασικά της χαρακτηριστικά, εκτός από την ουσία (εξαιρούνται οι
συνήθεις λακεδαιμόνιοι που επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα): ότι πρόκειται δηλ
για μια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Κι όπου τελικά
συναντάται αυτός ο όρος, αναφέρεται μάλλον τυχαία, ως ίσος μεταξύ άλλων, που
τον ακυρώνουν και αναιρούν την ουσία του.
Ο δραγασάκης
για παράδειγμα σε ένα άρθρο του (στο συλλογικό «κυβέρνηση της αριστεράς» από τις
εκδόσεις τόπος), αναφέρει κάπου την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων μαζί με την
κρίση του ευρωσυστήματος και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κι έτσι είναι
καλυμμένος από κάθε πλευρά. Αν του ασκήσουμε κριτική ότι συσκοτίζει τον
πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, θα μας παραπέμψει στο σχετικό απόσπασμα όπου
αναφέρει την κρίση υπερσυσσώρευσης. Κι αν απευθύνεται σε άλλο κοινό με
διαφορετικές αναφορές κι απαιτήσεις, θα προτάξει την εκδοχή της κρίσης του
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κλείνοντας το μάτι σε πιο κεϊνσιανές συνταγές
διαχείρισης. Αλλά «και στην υπερσυσσώρευση πιστεύομεν», όπως θα ‘λεγε και μια
ψυχή.
Μια άλλη
εκδοχή αυτής της λογικής, μπορούμε να συναντήσουμε σε διάφορες αναλύσεις περί
κρίσης χρέους, που περιορίζουν τη διέξοδο απ’ αυτήν σε μερικά αιτήματα γύρω από
τη διαχείριση-εξάλειψή του και κάποια συναφή μέτρα, που απορρέουν άμεσα από αυτή
την κίνηση. Τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να κυμαίνονται από την παύση
πληρωμών ως τη συνολική διαγράφη του χρέους και από την υιοθέτηση εθνικού
νομίσματος ως την πλήρη ρήξη-αποδέσμευση από την εε -ανάλογα και με την
πολιτική ένταξη του αναλυτή-οικονομολόγου. Όσοι εξ αυτών μάλιστα δεν έχουν
πετάξει στον κάδο της αναθεώρησης το μαρξ και την ανάλυση του κεφαλαίου για τις
κρίσεις, νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν ένα διαχωρισμό με βάση τις διαλεκτικές
κατηγορίες της Λογικής του χέγκελ (φαινόμενο-ουσία), για να καταλήξουν στο
συμπέρασμα ότι ναι μεν υπάρχει κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, αλλά
εκδηλώνεται με τη μορφή της κρίσης χρέους.
Κι έτσι
ανοίγει μια παλιά ενδιαφέρουσα συζήτηση μεθοδολογικού χαρακτήρα γύρω από την
ουσία και το φαίνεσθαι, τη μορφή και το περιεχόμενο, την αιτία και το σύμπτωμα·
σε τελική ανάλυση για το δίπολο τακτική-στρατηγική και τη μεταξύ τους σύνδεση. Οι
όψιμοι εραστές της τακτικής θεωρούν μεθοδολογικά λάθος να αγνοούμε την ειδική
μορφή εκδήλωσης του φαινομένου, με σωστές αλλά αφηρημένες εκτιμήσεις για το
γενικό του χαρακτήρα και να μην καθορίζουμε την τακτική μας στη συγκυρία,
συνυπολογίζοντας κι αυτή την παράμετρο.
Μεθοδολογικά
μιλώντας βέβαια, όταν το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η κρίση
και ζητούμενο η διέξοδος προς όφελος του λαού, η λύση που προτείνουμε δεν
μπορεί να περιοριστεί στην παράμετρο του χρέους και στην καταπολέμηση ενός συμπτώματος.
Είναι δηλ τηρουμένων των αναλογιών, σα να προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε ένα
μικρόβιο ή μια ασθένεια με αντιπυρετικά, που αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα,
αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο τη γενεσιουργό του αιτία. Ή σε ένα άλλο επίπεδο, να
αναποδογυρίζουμε τη βασική αιτιακή σχέση, θεωρώντας πχ πως το μνημόνιο έφερε
την κρίση –κι όχι αντίστροφα. Ενώ, όπως είχε πει σε μια ομιλία του και ο
γόντικας, ο σεισμός φέρνει το τσουνάμι κι όχι το τσουνάμι το σεισμό.
Με άλλα
λόγια η βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος –εν προκειμένω της
κρίσης- είναι να συμφωνήσουμε πρώτα στον εντοπισμό της ουσίας του. Επανερχόμαστε
έτσι στον αρχικό προβληματισμό και την πληθώρα προσεγγίσεων, που σκεπάζουν σα
σωρός από σκουπίδια και συσκοτίζουν το πραγματικό ερώτημα: ποιος έχει κρίση και
τι είδους είναι αυτή;
Προτού
σταχυολογήσουμε μερικές πιθανές κι απίθανες απαντήσεις, που έχουν δοθεί κατά
καιρούς σε αυτό, θέλω να σταθώ σε δύο ακόμα προσεγγίσεις, που εκκινούν από τη
θεωρία της υπερσυσσώρευσης, για να διαφοροποιηθούν στα σημεία, όχι τόσο απ’
αυτό καθαυτό το θεωρητικό σχήμα, αλλά από την πρόταση του κκε.
Έχω καταρχάς
υπόψη μου μια προσέγγιση του μ-λ χώρου (που δεν έχω καταλάβει ακόμα τι στάση θα
κρατήσει στις ευρωεκλογές, αν και λογικά οι πισωμουλούδες θα επιμείνουν στην
αποχή), που έχει μαοϊκή προέλευση, ήδη από τα χρόνια του σινοσοβιετικού
σχίσματος, με τους κινέζους να έχουν την πολιτική στο τιμόνι και να κατηγορούν τους
σοβιετικούς για στείρο οικονομισμό και υποτίμηση της πολιτικής διάστασης. Τα ίδια
περίπου πολιτικά κουσούρια, αν έχω καταλάβει καλά, αποδίδουν και τα μ-λ στο
κόμμα, γιατί τάχα μιλάει για στενά οικονομική κρίση κι όχι συνολικά για κρίση
του καπιταλισμού.
Την ίδια
κατηγορία περί οικονομισμού χρεώνουν στο κκε διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες,
επειδή αρνείται να θέσει μεταβατικούς πολιτικούς στόχους στα πλαίσια του
συστήματος και περιορίζεται σε άμεσες, οικονομικές διεκδικήσεις στο σήμερα. Εκκινούν
ωστόσο από τελείως διαφορετική αφετηρία σε σχέση με τα μ-λ. που απορρίπτουν επίσης
ως ρεφορμιστικό το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά σχεδόν και κάθε άλλη
άμεση διεκδίκηση.
Διαφορετική
αφετηρία –εφόσον απαρνείται συνολικά κάθε έννοια πολιτικής- αλλά σχετικά
παρόμοιο σκεπτικό, με υπερτίμηση-αποθέωση του υποκειμενικού παράγοντα,
ακολουθεί και ένα κομμάτι της αναρχίας, που θεωρεί την κρίση αποτέλεσμα όχι
κάποιων οικονομικών νόμων, αλλά αποκλειστικά καρπό των αυξημένων εργατικών
αντιστάσεων και των μικρών παραγωγικών σαμποτάζ στους χώρους δουλειάς.
Η δεύτερη
προσέγγιση προέρχεται κι αυτή από το εξωκοινοβούλιο και κάνει λόγο για δομική
κρίση του καπιταλισμού –που δεν ξέρω αν απαντάται ως όρος στους κλασικούς ή αν
έχει αλτουσεριανή προέλευση, αλλά δε μου φαίνεται εντελώς λάθος, εφόσον εννοεί
ότι η κρίση αφορά κι απορρέει από τη φύση και την εσωτερική λογική του
συστήματος κι όχι από κάποια τυχαία εξωτερικά χαρακτηριστικά του, που
επιδέχονται διορθώσεων. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν αντιπαρατίθεται το σχήμα της δομικής
κρίσης, στην εκτίμηση του κόμματος περί κυκλικής καπιταλιστικής κρίσης, που
υποτιμά –λέει- το βάθος της και την αντιμετωπίζει ως ‘μία από τα ίδια’ και όχι
ως το μεγαλύτερο κλονισμό του συστήματος μετά το παγκόσμιο κραχ του 29’.
Κάτι τέτοιο
όμως αφενός δεν προκύπτει από μια στοιχειωδώς σοβαρή εξέταση επίσημων θέσεων
και ντοκουμέντων του κκε. Αφετέρου καταλήγει σε κάπως προβληματικά συμπεράσματα
– διαπιστώσεις. Γιατί αν απορρίψουμε τον κυκλικό και επαναλαμβανόμενο κύκλο των
καπιταλιστικών κρίσεων ως νομοτέλεια του συστήματος και ως στιγμή που
εμπεριέχεται διαλεκτικά στις φάσεις ανάπτυξής του, είναι σα να υποκύπτουμε στον
πειρασμό της εσχατολογίας, προσδίδοντας στην παρούσα συγκυρία χαρακτήρα τελικής
κρίσης –μετανοείτε- και επιθανάτιου ρόγχου του καπιταλισμού. Αυτό ωστόσο απέχει
πολύ από την πραγματικότητα και καταλήγει στο άλλο άκρο, να υποτιμά δηλ τις αντιφατικές
δυνατότητες της κεφαλαιοκρατίας για σχετική υπέρβαση της κρίσης εις βάρος του
εργαζόμενου λαού –όσο αυτός δεν οργανώνει τις αντιστάσεις του- οι οποίες
[δυνατότητες] συμβαδίζουν χέρι-χέρι με τα αδιέξοδα και τις εγγενείς της αντιφάσεις.
Ας επανέλθουμε
λοιπόν στο ερώτημα που θέσαμε πριν και να δούμε τι έχουμε ακούσει τα τελευταία
χρόνια γι’ αυτό. Ποιος έχει κρίση και τι είδους είναι αυτή στον πυρήνα της;
Είναι
μια κρίση ηθική, πνευματική, αξιών και προτύπων; Είναι κρίση της ευρωζώνης (που
το 08’ θα μας προστάτευε λέει με τα τείχη της από την κρίση, στο απάνεμο λιμάνι της), του
ευρωσυστήματος ή της παρούσα δομής-αρχιτεκτονικής της εε; Είναι κρίση του
παραγωγικού μοντέλου που είχαμε, όπου καταναλώναμε περισσότερα από όσα
παράγουμε; Είναι κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του καζινοκαπιταλισμού που
εκτόπισε την πραγματική οικονομία; Και πόσο πλασματική είναι άραγε η ένταση της
εκμετάλλευσης, η κεροδοφορία και η συγχώνευση του χρηματιστικού και
βιομηχανικού κεφαλαίου που σημείωσε ο βλαδίμηρος έναν αιώνα πριν; Είναι μήπως
κρίση χρέους, δημοσιονομική; Και ποιος πάσχει τελικά από κρίση; Το κράτος; Οι τράπεζες;
Η οικολογία; Η εθνική μας οικονομία, γενικά κι αόριστα; Λες δηλ να έχουμε κρίση
ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, όπως λέει ο λαπαβίτσας, από «αριστερή
σκοπιά», υιοθετώντας πλήρως τις έννοιες και τα αναλυτικά εργαλεία των αστών
οικονομολόγων; Μήπως είναι κρίση πολιτική, του δικομματισμού, λανθασμένης
διαχείρισης κι αποφάσεων; Μην είναι κρίση της αριστεράς, που δεν έχει αξιόπιστη
πρόταση και πάσχει από τακτικό και στρατηγικό έλλειμμα; Μην είναι όλα αυτά μαζί
και τίποτα συνάμα; Μήπως είναι τελικά θέμα ψυχολογίας, που λέει ο σαμαράς; Ή
μια οφθαλμαπάτη, που αφήνουμε πίσω μας τώρα που θα φορέσουμε τα καλά μας για να
ξαναβγούμε στις αγορές και έρχεται η ανάπτυξη;
Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Μία μου φωνάζει χρέος, μία μου φωνάζει spreads,
τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Όχι
σφε αναγνώστη, δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η κρίση δεν ήρθε γιατί τάχα
δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά ή κεφάλαια και πρέπει να γίνουμε φτηνοί κι
ανταγωνιστικοί για να τα προσεγγίσουμε ή να κάνουμε το απαυτό μας παξιμάδι για
να τα βγάλουμε πέρα και να μεγαλώσουμε την πίτα. Και να μείνει ολόκληρη για τα
αφεντικά και τα σκυλιά που τα φυλάνε, για να μας δώσουν τα ψίχουλα που θα
περισσέψουν. Η κρίση είναι η ομολογία ότι έχει συγκεντρωθεί τόσος πλούτος, ότι
έχουν συσσωρευτεί τόσα κεφάλαια, που δεν μπορούν να είναι το ίδιο κερδοφόρα με
πριν. Κι ότι πρέπει να βγουν από το παιχνίδι κάποιοι ανταγωνιστές –κατά κανόνα
οι μικρότεροι παίκτες- για να μείνει αρκετός χώρος για τους υπόλοιπους. Και εκτός
από τα κεφάλαια να απαξιωθεί κι η εργατική δύναμη, που τους πλουτίζει, για να
αυγατίζουν τα κέρδη τους και να διασφαλίσουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή τους.
Η ουσία
της κρίσης είναι τόσο απλή, όσο την είχε περιγράψει ένας παλιός κομμουνιστής στις
αρχές του αιώνα. Ένα μεγάλο παλούκι που έχουν στον πισινό τους οι αστοί και
θέλουν να το χώσουνε στο δικό μας. Κι η λύση δε θα έρθει για όλους μαζί από
κοινού, ούτε με διαπραγματεύσεις γύρω από την επιμήκυνσή του ή τη διαγραφή του
μεγαλύτερου μέρους του.
Σίγουρα
μένουν ανοιχτά προς μελέτη κι έρευνα αρκετά ζητήματα για την κρίση, πχ για την
πορεία εξέλιξής της, το συγχρονισμένο χαρακτήρα της, τη μετατροπή της σε
πολιτική, επαναστατική κρίση, την αναιμική ανάκαμψη της οικονομίας, κτλ. Αυτά όμως
έρχονται επιπρόσθετα ως εξειδίκευση κι όχι για να συσκοτίσουν το βασικό πυρήνα.