Στο προηγούμενο ένθετο του «Ριζοσπάστη» «Ιστορία», δημοσιεύσαμε από το έργο του Ενγκελς «Αντι-Ντίρινγκ» την κριτική του Ενγκελς στον Ντίρινγκ για την παραγωγή στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Σήμερα δημοσιεύουμε από το ίδιο έργο το κεφάλαιο για την κατανομή, την οποία ο Ντίρινγκ αποσπούσε από την παραγωγή. Εδώ ο Ενγκελς μέσα από την κριτική στον Ντίρινγκ αναλύει εκλαϊκευτικά την κατανομή και στο σοσιαλισμό.
***
Ηδη είδαμε προηγουμένως ότι η οικονομία του Ντίρινγκ κατάληξε στην εξής θέση: Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι πολύ καλός και μπορεί να μείνει, αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος κατανομής είναι κακός και πρέπει να εξαφανιστεί. Τώρα, διαπιστώνουμε ότι η «κοινότητα» του κυρίου Ντίρινγκ δεν είναι τίποτα παραπάνω από την πραγματικότητα αυτής της θέσης στη φαντασία. Πράγματι, αποδείχτηκε ότι ο κύριος Ντίρινγκ δεν είχε σχεδόν τίποτα να παρατηρήσει σχετικά με τον τρόπο παραγωγής -καθεαυτό- της καπιταλιστικής κοινωνίας, ότι θέλει να διατηρήσει τον παλαιό καταμερισμό εργασίας σ' όλες τις ουσιώδεις σχέσεις του και, γι' αυτό, δεν ξέρει να πει λέξη σχεδόν για την παραγωγή μέσα στην οικονομική του κομμούνα. Η παραγωγή, ωστόσο, είναι ένας τομέας, που αφορά χειροπιαστά γεγονότα, στον οποίο δηλαδή η «ορθολογική φαντασία» δεν επιτρέπεται παρά να δώσει λίγο χώρο στο φτερούγισμα της ελεύθερης ψυχής της1, διότι ο κίνδυνος να ρεζιλευτεί παραείναι ορατός. Η κατανομή, αντίθετα, η οποία, κατά τον κύριο Ντίρινγκ, δεν έχει καμιά σχέση με την παραγωγή και που, σύμφωνα μ' αυτό, δεν καθορίζεται από την παραγωγή, αλλά από μια καθαρή πράξη βούλησης - η κατανομή αυτή είναι αυτό που προορίζεται για την «κοινωνική αλχημεία» του.
Στο καθήκον της ίσης παραγωγής, αντιστοιχεί το δικαίωμα ίσης κατανάλωσης, που οργανώνεται στην οικονομική κομμούνα, καθώς και στην εμπορική κομμούνα που περιλαμβάνει ένα μεγαλύτερο αριθμό των τελευταίων. Εδώ «ανταλλάσσεται εργασία... έναντι άλλης εργασίας στη βάση της ίσης εκτίμησης... Απόδοση και ανταπόδοση παρουσιάζουν εδώ την πραγματική ισότητα των μεγεθών εργασίας». Και, μάλιστα, αυτή η «εξίσωση των ανθρώπινων δυνάμεων» ισχύει «ακόμα και αν ξεχωριστά άτομα έχουν αποδώσει λιγότερα ή περισσότερα ή κατά τύχη καθόλου, τίποτα». Διότι μπορούμε να βλέπουμε όλες τις πράξεις σαν παροχές εργασίας, στο βαθμό που απαιτούν χρόνο και δυνάμεις - δηλαδή το να παίζεις κώνους και να πηγαίνεις περίπατο είναι εργασία. Η ανταλλαγή αυτή δεν πραγματοποιείται, όμως, ανάμεσα σε μεμονωμένα άτομα, επειδή το σύνολο είναι ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής, αλλά, αφ' ενός, ανάμεσα σε κάθε οικονομική κομμούνα και τα ξεχωριστά μέλη της και, αφ' ετέρου, ανάμεσα στις ίδιες τις διάφορες οικονομικές και εμπορικές κομμούνες.
«Ιδίως οι ξεχωριστές οικονομικές κομμούνες θα αντικαταστήσουν μέσα στα δικά τους πλαίσια το μικρεμπόριο με ένα ολότελα σχεδιασμένο εμπόριο».
Με τον ίδιο τρόπο, οργανώνεται και το μεγάλων διαστάσεων εμπόριο:
«Το σύστημα της ελεύθερης οικονομικής κοινωνίας... παραμένει γι' αυτό ένας θεσμός μεγάλης ανταλλαγής, οι επιχειρήσεις του οποίου διεξάγονται μέσω των βάσεων που δόθηκαν από τα ευγενή μέταλλα. Το δικό μας σχέδιο ξεχωρίζει -επειδή κατανοεί την αναπόφευκτη αναγκαιότητα αυτής της βασικής ιδιότητας- από όλα εκείνα τα νεφελώματα, που κολλάνε ακόμα στις πιο ορθολογικές μορφές των σοσιαλιστικών αντιλήψεων, που κυκλοφορούν σήμερα».
Η οικονομική κομμούνα, σαν πρώτη που ιδιοποιείται τα κοινωνικά προϊόντα, πρέπει, για χάρη αυτής της ανταλλαγής, να καθορίσει «μια ενιαία τιμή για κάθε κλάδο εμπορευμάτων» σύμφωνα με τα κατά μέσον όρο έξοδα παραγωγής.
«Αυτό που σήμερα σημαίνουν τα λεγόμενα έξοδα της παραγωγής... για την αξία και την τιμή, αυτό θα το αναλάβουν (στην κοινότητα)... οι υπολογισμοί για την ποσότητα εργασίας, που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Οι υπολογισμοί αυτοί, οι οποίοι ανάγονται τελικά, σύμφωνα με την αρχή του ίσου δικαιώματος της κάθε προσωπικότητας, που ισχύει και για την οικονομία, στο να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των προσώπων, που συμμετέχουν, θα δώσουν την αναλογία των τιμών, που αντιστοιχεί ταυτόχρονα στις φυσικές συνθήκες της παραγωγής, καθώς και στο κοινωνικό δικαίωμα αξιοποίησης. Η παραγωγή των ευγενών μετάλλων θα παραμείνει, όπως και σήμερα, το κριτήριο για τον καθορισμό της αξίας του χρήματος... Απ' αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι, στο αλλαγμένο κοινωνικό σύστημα, πρώτα για τις αξίες και, επομένως, και για τις συνθήκες στις οποίες τα προϊόντα ανταλλάσσονται, δε χάνονται ούτε η βάση για τον καθορισμό ούτε το μέτρο, αλλά για πρώτη φορά κερδίζονται, όπως αρμόζει».
Ετσι, η περίφημη «απόλυτη αξία» έχει επιτέλους πραγματοποιηθεί.
Η κομμούνα, όμως, από την άλλη μεριά, θα πρέπει να δημιουργήσει τη δυνατότητα για το κάθε άτομο ξεχωριστά να αγοράζει απ' αυτήν τα παραχθέντα αγαθά, πληρώνοντας στον καθένα ένα ορισμένο καθημερινό, εβδομαδιαίο ή μηνιαίο ποσό, που πρέπει να είναι ίσο για όλους, σαν αντάλλαγμα για την εργασία τους.
«Γι' αυτό το λόγο, είναι αδιάφορο από την άποψη της κοινότητας να πει κανείς ότι ο μισθός εργασίας θα έπρεπε να εξαφανιστεί ή ότι θα έπρεπε να πάρει την αποκλειστική μορφή των οικονομικών εσόδων».
Οι ίσοι μισθοί και οι ίσες τιμές, όμως, δημιουργούν την «ποσοτική, αν όχι και την ποιοτική ισότητα της κατανάλωσης» και, μ' αυτόν τον τρόπο, έχει οικονομικά πραγματοποιηθεί η «καθολική αρχή της δικαιοσύνης».
Για τον καθορισμό του ύψους αυτού του μελλοντικού μισθού, ο κύριος Ντίρινγκ μάς λέει μονάχα, ότι και εδώ, όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ανταλλάσσεται «ίση εργασία με ίση εργασία». Γι' αυτό το λόγο, πρέπει να πληρώνεται για εξάωρη εργασία ένα χρηματικό ποσό, στο οποίο ενσωματώνονται επίσης έξι ώρες εργασίας.
Εντούτοις, η «καθολική αρχή της δικαιοσύνης» δεν πρέπει καθόλου να μπερδευτεί με κείνο το χοντροκομμένο εξισωτισμό, που τόσο πολύ ξεσηκώνει τον πολίτη ενάντια σε κάθε κομμουνισμό, ιδίως ενάντια στον πρωτόγονο εργατικό κομμουνισμό.
«Η ισότητα των οικονομικών δικαιωμάτων σαν αρχή δεν αποκλείει να προστεθεί εθελοντικά σε κείνο που απαιτεί η δικαιοσύνη, ακόμα και η εκδήλωση της ιδιαίτερης αναγνώρισης και τιμής... Η κοινωνία τιμά τον εαυτό της αμείβοντας την αύξηση της απόδοσης με μια μέτρια πριμοδότηση για την κατανάλωση».
Και ο κύριος Ντίρινγκ τιμά τον εαυτό του με μια τέτοια συγκινητική έγνοια για τη μέτρια επιπρόσθετη κατανάλωση των μελλοντικών Ντίρινγκ, συγχωνεύοντας την αθωότητα της περιστεράς με την πονηριά του φιδιού.
Ετσι, λοιπόν, ο καπιταλιστικός τρόπος κατανομής έχει οριστικά παραμεριστεί. Διότι «αν υποθέσουμε ότι κάποιος, με την προϋπόθεση μιας τέτοιας κατάστασης, είχε πράγματι ένα περίσσευμα από ιδιωτικά μέσα στη διάθεσή του, τότε δε θα μπορούσε να βρει γι' αυτό το περίσσευμα κανέναν τρόπο καπιταλιστικής αξιοποίησής του. Κανένα άτομο ούτε καμιά ομάδα θα του έπαιρνε αυτό το περίσσευμα για την παραγωγή μ' άλλο τρόπο εκτός από την ανταλλαγή ή την αγορά. Κανείς, όμως, δε θα ερχόταν στην ανάγκη να του πληρώσει τόκους ή κέρδος». Γι' αυτό γίνεται επιτρεπτή «μια κληρονομιά που ανταποκρίνεται στη βασική αρχή της ισότητας». Αυτή είναι αναπόφευκτη, διότι «μια κάποια κληρονομιά θα συνοδεύει πάντα αναγκαστικά το θεσμό της οικογένειας». Και το δικαίωμα κληρονομιάς δε θα «μπορέσει να οδηγήσει σε καμιά συσσώρευση ογκώδους περιουσίας, επειδή εδώ η διαμόρφωση ιδιοκτησίας... δεν μπορεί να έχει ποτέ πια σαν στόχο τη δημιουργία μέσων παραγωγής και καθαρών προσόδων».
Ετσι, η οικονομική κομμούνα είναι, με το καλό, έτοιμη. Ας δούμε τώρα, λοιπόν, πώς λειτουργεί.
Ας δεχτούμε ότι όλες οι υποθέσεις του κυρίου Ντίρινγκ έχουν πραγματοποιηθεί πλήρως. Επομένως, ξεκινάμε από την προϋπόθεση ότι η οικονομική κομμούνα πληρώνει σε κάθε μέλος της για καθημερινή εξάωρη εργασία ένα χρηματικό ποσό, στο οποίο ενσωματώνονται επίσης έξι ώρες εργασίας, ας πούμε δώδεκα μάρκα. Επίσης υποθέτουμε ότι οι τιμές αντιστοιχούν ακριβώς στις αξίες, δηλαδή, κάτω από τις δικές μας προϋποθέσεις, περιλαμβάνουν μόνο το κόστος των πρώτων υλών, τη φθορά των μηχανών, τη χρήση μέσων εργασίας και τον πληρωμένο μισθό εργασίας. Μια οικονομική κομμούνα με εκατό εργαζόμενα μέλη παράγει τότε κάθε μέρα εμπορεύματα αξίας 1.200 μάρκων το χρόνο, με τριακόσιες μέρες εργασίας 360.000 μάρκα δηλαδή, και πληρώνει το ίδιο αυτό το ποσό στα μέλη της, το καθένα των οποίων κάνει ό,τι θέλει με το μερίδιο των 12 μάρκων κάθε μέρα ή των 3.600 μάρκων κάθε χρόνο. Στο τέλος του έτους και στο τέλος εκατό ετών, η κομμούνα δεν είναι πιο πλούσια απ' ό,τι στην αρχή. Στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, δε θα είναι ούτε μια φορά σε θέση να αποδώσει τη μέτρια επιπρόσθετη πριμοδότηση για την κατανάλωση του κυρίου Ντίρινγκ, αν δε θέλει να πειράξει τον κορμό των μέσων παραγωγής. Ακόμα χειρότερα: Αφού η συσσώρευση αποτελεί κοινωνική ανάγκη και η αποταμίευση του χρήματος είναι μια βολική μορφή συσσώρευσης, η οργάνωση της οικονομικής κομμούνας καλεί τα μέλη της άμεσα στην ιδιωτική συσσώρευση και, μαζί μ' αυτό, και στην ίδια τη δική της καταστροφή. Πώς να αποφευχθεί αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας της οικονομικής κομμούνας; Θα μπορούσε να προσφύγει στην προσφιλή της «φορολόγηση», στην ανατίμηση και στην πώληση της ετήσιας παραγωγής της για 480.000 μάρκα και όχι 360.000. Επειδή, όμως, όλες οι άλλες οικονομικές κομμούνες βρίσκονται στην ίδια θέση, θα έπρεπε, σαν συνέπεια, να κάνουν το ίδιο πράγμα, η καθεμιά σε ανταλλαγή με τις άλλες θα έπρεπε να πληρώνει τόση «φορολόγηση» όση και εισπράττει και, συνεπώς, ο «φόρος» θα επιβάρυνε μόνο τα δικά της μέλη.
'Η μπορεί να ρυθμίζει την υπόθεση σύντομα και απλά πληρώνοντας σε κάθε μέλος για την εξάωρη εργασία του το προϊόν λιγότερων από έξι ωρών εργασίας, ας πούμε τεσσάρων ωρών, δηλαδή μόνο οκτώ μάρκα την ημέρα και όχι δώδεκα, αφήνοντας, όμως, τις τιμές των εμπορευμάτων στο παλαιό τους ύψος. Σ' αυτή την περίπτωση, κάνει άμεσα και ανοιχτά ό,τι έκανε στην προηγούμενη περίπτωση κρυφά και έμμεσα: Σχηματίζει την υπεραξία του Μαρξ με το ετήσιο ποσό των 120.000 μάρκων πληρώνοντας τα μέλη της με εντελώς καπιταλιστικό τρόπο κάτω από την αξία της απόδοσής τους και, επιπλέον, υπολογίζοντας τα προϊόντα, που μπορούν να τα αγοράζουν μόνο σ' αυτήν, στην πλήρη αξία τους. Η οικονομική κομμούνα μπορεί, συνεπώς, μόνο να σχηματίσει ένα εφεδρικό απόθεμα ξεσκεπάζοντας τον εαυτό της σαν το «εξευγενισμένο» σύστημα Truck2 πάνω στην πιο πλατιά κομμουνιστική βάση.
Επομένως, ένα από τα δύο πρέπει να γίνει:
'Η η οικονομική κομμούνα ανταλλάσσει «ίση εργασία έναντι ίσης εργασίας» και, τότε, δεν μπορεί η ίδια, αλλά μονάχα οι ιδιώτες να συσσωρεύσουν ένα απόθεμα για τη διατήρηση και την επέκταση της παραγωγής.
'Η σχηματίζει ένα τέτοιο απόθεμα και τότε δεν ανταλλάσσει «ίση εργασία έναντι ίσης εργασίας».
Ετσι έχουν τα πράγματα σ' ό,τι αφορά το περιεχόμενο της ανταλλαγής στην οικονομική κομμούνα. Τι γίνεται, όμως, με τη μορφή; Η ανταλλαγή γίνεται μέσω του μεταλλικού νομίσματος και ο κύριος Ντίρινγκ δε χορταίνει την «εμβέλεια» αυτής της βελτίωσης «από την άποψη της ιστορίας της ανθρωπότητας». Στις σχέσεις, όμως, ανάμεσα στην κομμούνα και τα μέλη της, το χρήμα δεν είναι καθόλου χρήμα, δε λειτουργεί καθόλου σαν χρήμα. Χρησιμεύει σαν καθαρό πιστοποιητικό εργασίας, πιστοποιεί, για να μιλήσουμε με τον Μαρξ, «μόνο το ατομικό μερίδιο του παραγωγού στην κοινή εργασία και την ατομική αξίωσή του στο μέρος του κοινού προϊόντος, που προορίζεται για την κατανάλωση», και σ' αυτή του τη λειτουργία είναι «τόσο λίγο χρήμα όσο είναι και ένα εισιτήριο θεάτρου». Ετσι, μπορεί να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε σημάδι θέλει κανείς, όπως το αντικαθιστά ο Βάιτλινγκ (Weitling), π.χ., με ένα «εμπορικό βιβλίο», στο οποίο στη μία σελίδα αναγράφονται οι ώρες εργασίας και στην άλλη οι απολαβές, που εισπράχθηκαν γι' αυτές3. Με λίγα λόγια, στις σχέσεις της οικονομικής κομμούνας με τα μέλη της λειτουργεί απλώς σαν το ωριαίο «χρήμα εργασίας» του Οουεν (Owen), αυτή η «χίμαιρα» δηλαδή, την οποία ο κύριος Ντίρινγκ κοιτάζει σαν άρχοντας αφ' υψηλού και την οποία, ωστόσο, αναγκάζεται να εισαγάγει ο ίδιος στη δική του οικονομία του μέλλοντος. Αν τα μάρκα, που χαρακτηρίζουν το μέτρο του εκπληρωμένου «παραγωγικού χρέους», καθώς και του δικαιώματος στην κατανάλωση, που έχει αποκτηθεί μ' αυτό τον τρόπο, είναι ένα κουρελόχαρτο, μια λογιστική μονάδα ή ένα χρυσό νόμισμα, είναι τελείως αδιάφορο γι' αυτό το σκοπό. Καθόλου, όμως, γι' άλλους σκοπούς, όπως θα γίνει φανερό.
Αν, λοιπόν, το μεταλλικό χρήμα δε λειτουργεί σαν χρήμα ήδη στις σχέσεις της οικονομικής κομμούνας με τα μέλη της, αλλά σαν μεταμφιεσμένη ένδειξη εργασίας, ακόμα λιγότερο μπορεί να λειτουργεί σαν χρήμα στην ανταλλαγή ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές κομμούνες. Στις ανταλλαγές αυτές, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του κυρίου Ντίρινγκ, το μεταλλικό χρήμα είναι εντελώς περιττό. Πράγματι, θα αρκούσε η απλή λογιστική, με την οποία διεξάγεται πολύ πιο απλά η ανταλλαγή προϊόντων ίσης εργασίας έναντι προϊόντων ίσης εργασίας, αν έκανε τους υπολογισμούς με το φυσικό μέτρο της εργασίας - το χρόνο, την ώρα εργασίας σαν μονάδα - παρά αν μετέτρεπε πρώτα τις ώρες εργασίας σε χρήμα. Η ανταλλαγή είναι, στην πραγματικότητα, μια καθαρή ανταλλαγή σε είδος. Ολες οι επιπλέον απαιτήσεις αντισταθμίζονται εύκολα και απλά με εντολές συμψηφισμού σε άλλες κομμούνες. Αν, όμως, μια κομμούνα έχει πράγματι έλλειμμα απέναντι σ' άλλες κομμούνες, τότε «όλο το χρυσάφι του κόσμου», όσο κι αν «από τη φύση» του είναι «χρήμα», δεν μπορεί να απαλλάξει την κομμούνα αυτή από τη μοίρα να αναπληρώσει το έλλειμμα αυτό με επιπλέον δική της εργασία, αν δε θέλει να καταλήξει χρεώστρια απέναντι στις άλλες κομμούνες. Αλλωστε, ας έχει ο αναγνώστης συνεχώς στο νου του, ότι εδώ δε φτιάχνουμε καθόλου ένα μελλοντικό κατασκεύασμα. Απλώς αποδεχόμαστε τις προϋποθέσεις του κυρίου Ντίρινγκ και βγάζουμε μόνο τα αναπόφευκτα συμπεράσματα.
Επομένως, ούτε στις ανταλλαγές ανάμεσα στην οικονομική κομμούνα και τα μέλη της ούτε στις ανταλλαγές ανάμεσα στις διάφορες κομμούνες το χρυσάφι, το οποίο «είναι χρήμα από τη φύση του», δεν μπορεί να πραγματοποιήσει αυτή του τη φύση. Παρ' όλα αυτά, ο κύριος Ντίρινγκ τού προδιαγράφει να λειτουργεί σαν χρήμα και στην «κοινότητα». Πρέπει, λοιπόν, να ψάξουμε να βρούμε ένα άλλο πεδίο δράσης γι' αυτή τη χρηματική λειτουργία. Και αυτό το πεδίο δράσης υπάρχει. Ο κύριος Ντίρινγκ καθιστά μεν τον καθένα ικανό για «ποσοτικά ίση κατανάλωση», αλλά δεν μπορεί να εξαναγκάσει κανέναν σ' αυτό. Αντίθετα, περηφανεύεται ότι, στο δικό του κόσμο, ο καθένας μπορεί να κάνει με τα χρήματά του ό,τι θέλει. Συνεπώς, δεν μπορεί να εμποδίσει τους μεν να βάζουν στην άκρη ένα μικρό χρηματικό θησαυρό, ενώ οι δε δεν τα βγάζουν πέρα με το μισθό που τους πληρώνεται. Το κάνει ακόμα αναπόφευκτο, αναγνωρίζοντας ρητά την κοινοκτημοσύνη της οικογένειας στο κληρονομικό δίκαιο, από το οποίο προκύπτει, από κει και πέρα, η υποχρέωση των γονιών να συντηρούν τα παιδιά τους.
Ετσι, όμως, η ποσοτικά ίση κατανάλωση αποκτάει ένα τεράστιο ρήγμα. Ο εργένης ζει ωραία και χαρούμενα με τα οκτώ ή δώδεκά του μάρκα καθημερινά, ενώ ο χήρος με οκτώ ανήλικα παιδιά τα βγάζει πέρα μίζερα μ' ένα τέτοιο ποσό. Από την άλλη μεριά, η κομμούνα, που δέχεται χωρίς άλλο το χρήμα σαν μέσο πληρωμής, αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα αυτό το χρήμα να αποκτηθεί με άλλον τρόπο εκτός από τη δική της εργασία. Δε βρωμάει το χρήμα (pecunia non olet). Δε γνωρίζει από πού προέρχεται. Με αυτό τον τρόπο, όμως, υπάρχουν πια όλες οι προϋποθέσεις, ώστε το μεταλλικό χρήμα, το οποίο μέχρι τώρα έπαιζε μονάχα το ρόλο ενός κουπονιού εργασίας, να αναλάβει τη λειτουργία πραγματικού χρήματος. Υφίστανται η ευκαιρία και το κίνητρο για την αποθησαύριση, αφενός, και για να γίνει κανείς οφειλέτης, αφετέρου. Οποιος βρίσκεται σε ανάγκη δανείζεται από εκείνον που αποθησαυρίζει. Το δανεισμένο χρήμα, το οποίο δέχεται η κομμούνα σαν πληρωμή για μέσα συντήρησης, γίνεται με αυτό τον τρόπο πάλι αυτό που είναι στη σημερινή κοινωνία: Η κοινωνική ενσάρκωση της ανθρώπινης εργασίας, το πραγματικό μέτρο της εργασίας, το γενικό μέσο κυκλοφορίας. Ολοι οι «νόμοι και οι διοικητικοί κανονισμοί» του κόσμου δεν μπορούν να κάνουν τίποτα ενάντια σ' αυτό, όπως δεν μπορούν να ανατρέψουν το ένα και ένα κάνουν δύο ή τη χημική σύνθεση του νερού. Και αφού ο αποθησαυριστής είναι σε θέση να επιβάλει με το ζόρι σ' αυτόν που έχει ανάγκη την πληρωμή τόκων, αποκαθίσταται και η τοκογλυφία μαζί με τη λειτουργία του μεταλλικού χρήματος ως χρήματος. Μέχρι εδώ, εξετάσαμε μόνο τις επιπτώσεις της διατήρησης του μεταλλικού χρήματος μέσα στα πλαίσια της ισχύος της ντιρινγκικής οικονομικής κομμούνας. Ωστόσο, πέρα απ' αυτά τα πλαίσια, ο υπόλοιπος κόσμος, που τον απορρίπτει ο κύριος Ντίρινγκ, συνεχίζει για την ώρα ήσυχα την παλαιά του πορεία. Ο χρυσός και ο άργυρος παραμένουν στην παγκόσμια αγορά, παγκόσμιο χρήμα, γενικό μέσο αγοράς και πληρωμής, η απόλυτα κοινωνική ενσάρκωση του πλούτου. Μαζί μ' αυτή την ιδιότητα του ευγενούς μετάλλου, εμφανίζεται μπροστά στους ατομικούς οικονομικούς κομμουνιστές ένα νέο κίνητρο για αποθησαυρισμό, για εμπλουτισμό, για τοκογλυφία. Είναι το κίνητρο να κινείται ελεύθερα και ανεξάρτητα απέναντι στην κομμούνα και πέρα από τα όριά της και να αξιοποιεί στην παγκόσμια αγορά το συσσωρευμένο ατομικό πλούτο. Οι τοκογλύφοι μεταβάλλουν τον εαυτό τους σε εμπόρους στα μέσα κυκλοφορίας, σε τραπεζίτες, σε κυρίαρχους των μέσων κυκλοφορίας και του παγκόσμιου χρήματος και, μ' αυτό τον τρόπο, σε κυρίαρχους της παραγωγής, δηλαδή και των μέσων παραγωγής, κι ας εμφανίζονται τα μέσα αυτά για χρόνια ακόμα ονομαστικά σαν ιδιοκτησία της οικονομικής και εμπορικής κομμούνας. Ετσι, όμως, οι αποθησαυριστές και τοκογλύφοι, που έγιναν τραπεζίτες, είναι πλέον και οι κύριοι της ίδιας της οικονομικής και εμπορικής κομμούνας. Η «κοινότητα» του κυρίου Ντίρινγκ ξεχωρίζει, πράγματι, πολύ ουσιωδώς από τις «νεφελώδεις αντιλήψεις» των υπόλοιπων σοσιαλιστών. Δεν έχει άλλο στόχο από την επαναφορά της χρηματιστικής αφρόκρεμας, κάτω από τον έλεγχο της οποίας και για το βαλάντιο της οποίας θα σκοτώνεται στη δουλειά, αν, τελικά, συγκροτηθεί και εμπεδωθεί. Η μόνη της σωτηρία θα ήταν οι αποθησαυριστές να προτιμήσουν να το σκάσουν το γρηγορότερο δυνατό από την κομμούνα μέσω του παγκόσμιου χρήματός τους. Με την πλατιά εξαπλωμένη άγνοια που επικρατεί στη Γερμανία σχετικά με τον παλαιότερο σοσιαλισμό, μόνο ένας αθώος νεαρός θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα, αν, για παράδειγμα, τα κουπόνια εργασίας του Οουεν (Owen) δε θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή σε μια παρόμοια κατάχρηση. Παρόλο που εδώ δεν πρέπει να αναπτύξουμε τη σημασία αυτών των κουπονιών εργασίας, ωστόσο θα πούμε τα εξής πράγματα για να συγκριθεί ο «περιεκτικός σχηματισμός» του Ντίρινγκ με τις «άξεστες, άχρωμες και πενιχρές ιδέες» του Οουεν: Πρώτον, για να γίνει μια παρόμοια κατάχρηση των κουπονιών εργασίας του Οουεν, θα χρειαζόταν η μετατροπή τους σε πραγματικό χρήμα, ενώ ο κύριος Ντίρινγκ βάζει σαν προϋπόθεση πραγματικό χρήμα, αλλά θέλει να του απαγορέψει να λειτουργεί με άλλον τρόπο εκτός από σκέτα κουπόνια εργασίας. Ενώ, στη μία περίπτωση (του Οουεν), θα γινόταν πραγματική κατάχρηση, στην περίπτωση του Ντίρινγκ επιβάλλεται η εγγενής, η ανεξάρτητη από την ανθρώπινη θέληση φύση του χρήματος, επιβάλλει το χρήμα τη χαρακτηριστική δική του σωστή χρήση απέναντι στην κατάχρηση, που θέλει να του επιβάλει ο κύριος Ντίρινγκ λόγω της δικής του άγνοιας σ' ό,τι αφορά τη φύση του χρήματος. Δεύτερον: Για τον Οουεν (Owen), τα κουπόνια εργασίας είναι μόνο μια μεταβατική μορφή προς την πλήρη κοινότητα και ελεύθερη αξιοποίηση των κοινωνικών πόρων και, επιπλέον, το πολύ ένα μέσο για να κάνει τον κομμουνισμό αποδεκτό από το βρετανικό κοινό. Αν, λοιπόν, μια οποιαδήποτε κατάχρηση της κοινωνίας του Οουεν (Owen) θα ασκούσε πίεση προς την κατάργηση των κουπονιών εργασίας, τότε αυτή η κοινωνία κάνει ένα βήμα μπροστά προς το σκοπό της και μπαίνει σε μια πιο τέλεια φάση ανάπτυξής της. Αν, αντιθέτως, η οικονομική κομμούνα του Ντίρινγκ καταργήσει το χρήμα, τότε καταστρέφει μεμιάς την «εμβέλεια από άποψη ανθρώπινης ιστορίας», παραμερίζει την ιδιαίτερη δική της ομορφιά, παύει να είναι μια ντιρινγκική οικονομική κομμούνα και ξεπέφτει στα νεφελώματα, από τα οποία η ορθολογική φαντασία του κυρίου Ντίρινγκ έχει κάνει τόσο σκληρή δουλειά για να τη βγάλει4.
Από πού, όμως, πηγάζουν όλες οι πλάνες και συγχύσεις, στις οποίες βολοδέρνει η οικονομική κομμούνα του Ντίρινγκ; Απλώς από τα νεφελώματα, που, μέσα στο κεφάλι του κυρίου Ντίρινγκ, περιβάλλουν τις έννοιες «αξία» και «χρήμα» και που, στο τέλος, τον ωθούν να θέλει να ανακαλύψει την αξία της εργασίας. Επειδή, όμως, ο κύριος Ντίρινγκ δεν έχει καθόλου το μονοπώλιο τέτοιας νεφελώδους κατάστασης για τη Γερμανία, αλλά, αντιθέτως, βρίσκει αναρίθμητους ανταγωνιστές, θέλουμε, «για μια στιγμή, να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας και να ξεμπλέξουμε το κουβάρι», το οποίο ο ίδιος έχει μπερδέψει.
Η μόνη αξία που γνωρίζει η οικονομία, είναι η αξία εμπορεύματος. Τι είναι τα εμπορεύματα; Είναι προϊόντα που παράγονται σε μια κοινωνία λίγο - πολύ μεμονωμένων ατομικών παραγωγών, δηλαδή, πρώτα πρώτα, ατομικά προϊόντα. Τα ατομικά αυτά προϊόντα, όμως, γίνονται εμπορεύματα μόνο από τη στιγμή που παράγονται όχι για την αυτοκατανάλωση, αλλά για την κατανάλωση από άλλους, δηλαδή για την κοινωνική κατανάλωση. Μπαίνουν στην κοινωνική κατανάλωση με την ανταλλαγή. Επομένως, οι ατομικοί παραγωγοί βρίσκονται σε μια κοινωνική συνάρτηση, σχηματίζουν μια κοινωνία. Τα προϊόντα τους, αν και ατομικά προϊόντα του μεμονωμένου ατόμου, είναι, γι' αυτό το λόγο, ταυτόχρονα, αλλά χωρίς πρόθεση και, κατά κάποιον τρόπο, παρά τη θέλησή τους, και κοινωνικά προϊόντα. Σε τι συνίσταται τώρα ο κοινωνικός χαρακτήρας αυτών των ατομικών προϊόντων; Προφανώς, σε δύο ιδιότητες: Πρώτον, στο ότι όλα ικανοποιούν μια κάποια ανθρώπινη ανάγκη, όλα έχουν μια αξία χρήσης όχι μόνο για τον παραγωγό, αλλά και για άλλους. Δεύτερον, στο ότι είναι προϊόντα απλής ανθρώπινης εργασίας, γενικής ανθρώπινης εργασίας, παρόλο που είναι προϊόντα των πιο διαφορετικών ατομικών εργασιών. Στο βαθμό που έχουν μια αξία χρήσης και για άλλους, μπορούν να μπουν στην ανταλλαγή, αλλιώς, είναι αδύνατο. Στο βαθμό που, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει ενσωματωμένη γενική ανθρώπινη εργασία, απλή χρήση ανθρώπινης εργατικής δύναμης, μπορούν να συγκριθούν το ένα με το άλλο στην ανταλλαγή με βάση την ποσότητα αυτής της εργασίας, που έχει ενσωματωθεί σ' αυτά, και να θεωρηθούν ίσα ή άνισα. Σε δύο ίσα ατομικά προϊόντα μπορεί να εμπεριέχεται μια άνιση ποσότητα ατομικής εργασίας, εφόσον οι κοινωνικές συνθήκες παραμένουν ίδιες, αλλά η γενική ανθρώπινη εργασία μέσα στα προϊόντα αυτά παραμένει ίση. Ενας αδέξιος σιδηρουργός μπορεί να φτιάχνει πέντε πέταλα στον ίδιο χρόνο που ένας επιδέξιος σιδηρουργός φτιάχνει δέκα. Η κοινωνία, όμως, δεν αξιολογεί την τυχαία αδεξιότητα του ενός, αλλά αναγνωρίζει σαν γενική ανθρώπινη εργασία μόνο την εργασία της κανονικής, κάθε φορά, επιδεξιότητας του μέσου όρου. Συνεπώς, το ένα από τα πέντε πέταλα του πρώτου σιδηρουργού δεν έχει στην ανταλλαγή περισσότερη αξία από ένα των δέκα πετάλων, που έφτιαξε ο άλλος στον ίδιο χρόνο εργασίας. Η ατομική εργασία εμπεριέχει γενική ανθρώπινη εργασία μόνο στο βαθμό που είναι κοινωνικά αναγκαία.
Λέγοντας, λοιπόν, ότι ένα εμπόρευμα έχει μια συγκεκριμένη αξία εννοώ: 1. Οτι είναι ένα κοινωνικά χρήσιμο προϊόν. 2. Οτι έχει παραχθεί από ένα άτομο για ατομικό λογαριασμό. 3. Οτι, παρόλο που είναι το προϊόν ατομικής εργασίας, εντούτοις είναι, ταυτόχρονα και, κατά κάποιον τρόπο, χωρίς να το ξέρει ή να το θέλει ο παραγωγός, και προϊόν κοινωνικής εργασίας και, μάλιστα, μιας καθοριστικής ποσότητας που έχει διαπιστωθεί μέσω του κοινωνικού δρόμου, με την ανταλλαγή δηλαδή. 4. Οτι δεν εκφράζει αυτή την ποσότητα με την ίδια την εργασία, δηλαδή σε τόσες ώρες εργασίας, αλλά μ' ένα άλλο εμπόρευμα. Οταν λέω, λοιπόν, πως αυτό το ρολόι έχει την ίδια αξία μ' αυτό το κομμάτι ύφασμα και το καθένα απ' αυτά αξίζει πενήντα μάρκα, τότε εννοώ: Στο ρολόι, στο ύφασμα και στο χρήμα εμπεριέχεται η ίδια ποσότητα κοινωνικής εργασίας. Διαπιστώνω, επομένως, ότι ο χρόνος κοινωνικής εργασίας που έχει ενσωματωθεί σ' αυτά, έχει μετρηθεί κοινωνικά και έχει βρεθεί ίσος. Ομως, όχι άμεσα, απόλυτα, όπως μετριέται συνήθως ο χρόνος εργασίας, σε ώρες εργασίας ή σε μέρες κ.λπ., αλλά έμμεσα, μέσω της ανταλλαγής, σχετικά. Γι' αυτό το λόγο, δεν μπορώ να εκφράσω αυτή τη διαπιστωμένη ποσότητα χρόνου εργασίας σε ώρες εργασίας, ο αριθμός των οποίων εξακολουθεί να μου είναι άγνωστος. Κι αυτό μονάχα έμμεσα μπορώ να το κάνω, σχετικά, δηλαδή, μ' ένα άλλο εμπόρευμα, που περιέχει την ίδια ποσότητα κοινωνικού χρόνου εργασίας. Το ρολόι αξίζει όσο και το κομμάτι ύφασμα.
Εφόσον, όμως, η παραγωγή και η ανταλλαγή εμπορευμάτων αναγκάζουν την κοινωνία, η οποία στηρίζεται σ' αυτές, σ' αυτό τον έμμεσο δρόμο, την αναγκάζουν επίσης να κάνει αυτό το δρόμο όσο το δυνατό συντομότερο. Ξεχωρίζουν από το σωρό των εμπορευμάτων ένα βασιλικό εμπόρευμα, στο οποίο μπορεί να εκφράζεται μια και καλή η αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων, ένα εμπόρευμα, το οποίο μπορεί να θεωρείται η άμεση ενσάρκωση της κοινωνικής εργασίας και, γι' αυτό, γίνεται άμεσα και άνευ όρων ανταλλάξιμο μ' όλα τα εμπορεύματα: το χρήμα. Το χρήμα ήδη εμπεριέχεται σε εμβρυακή μορφή στην έννοια της αξίας, δεν είναι παρά η αναπτυγμένη αξία. Ομως, αφού η εμπορευματική αξία ανεξαρτητοποιείται απέναντι στα ίδια τα εμπορεύματα, και γίνεται χρήμα, μπαίνει ένας νέος παράγοντας στην κοινωνία που παράγει και ανταλλάσσει εμπορεύματα, ένας παράγοντας με καινούριες κοινωνικές λειτουργίες και επιδράσεις. Προς το παρόν, αρκεί αυτή η διαπίστωση και δε θα σταθούμε περισσότερο σ' αυτή.
Η οικονομία της παραγωγής εμπορευμάτων δεν είναι καθόλου η μόνη επιστήμη, η οποία πρέπει να κινείται με βάση όχι εντελώς γνωστούς παράγοντες. Ούτε στη φυσική ξέρουμε πόσα μεμονωμένα μόρια αερίου ενυπάρχουν σ' ένα δοσμένο όγκο αερίου, αν είναι δοσμένες επίσης η πίεση και η θερμοκρασία. Γνωρίζουμε, όμως, ότι, στο βαθμό που είναι σωστός ο νόμος του Μπόιλ (Boyle), ένας τέτοιος δοσμένος όγκος οποιουδήποτε αερίου εμπεριέχει την ίδια ποσότητα μορίων μ' έναν ίδιο όγκο ενός οποιουδήποτε άλλου αερίου κάτω από την ίδια πίεση και την ίδια θερμοκρασία. Γι' αυτό το λόγο, μπορούμε να συγκρίνουμε, σ' ό,τι αφορά την περιεκτικότητά τους σε μόρια, τους πιο διαφορετικούς όγκους των πιο διαφορετικών αερίων κάτω από τους πιο διαφορετικούς όρους πίεσης και θερμοκρασίας.
Αν δεχτούμε σαν μονάδα 1 λίτρο αερίου με 0 Κελσίου θερμοκρασία και 760 mm (χιλιοστόμετρα) πίεση, μπορούμε να μετρήσουμε μ' αυτή τη μονάδα εκείνη την περιεκτικότητα σε μόρια. Στη χημεία, επίσης, δε γνωρίζουμε ούτε τα απόλυτα ατομικά βάρη των μεμονωμένων στοιχείων. Τα γνωρίζουμε, ωστόσο, σχετικά γνωρίζοντας τις αμοιβαίες σχέσεις τους. Επομένως, όπως η παραγωγή εμπορευμάτων και η οικονομία εμπορευμάτων αποκτούν μια σχετική έκφραση για τις ενσωματωμένες στα επιμέρους εμπορεύματα άγνωστες ποσότητες εργασίας, συγκρίνοντας τα εμπορεύματα αυτά με κριτήριο τη σχετική περιεκτικότητά τους σε εργασία, έτσι και η χημεία αποκτάει μια σχετική έκφραση για το μέγεθος των, άγνωστων σ' αυτήν, ατομικών βαρών, συγκρίνοντας τα μεμονωμένα στοιχεία με κριτήριο το ατομικό τους βάρος και εκφράζοντας το ατομικό βάρος του ενός σε πολλαπλάσια ή σε κλάσματα του άλλου (θειάφι, οξυγόνο, υδρογόνο). Και, όπως η παραγωγή εμπορευμάτων ανεβάζει το χρυσό σε απόλυτο εμπόρευμα, σε γενικό ισοδύναμο των υπόλοιπων εμπορευμάτων, σε μέτρο όλων των αξιών, έτσι και η χημεία ανεβάζει το υδρογόνο σε χημικό νόμισμα, ορίζοντας το ατομικό του βάρος = 1, ανάγοντας τα ατομικά βάρη όλων των υπόλοιπων στοιχείων σε υδρογόνο και εκφράζοντάς τα σε πολλαπλάσια του ατομικού του βάρους.
Εντούτοις, η παραγωγή εμπορευμάτων δεν είναι καθόλου η αποκλειστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής. Στην παλαιά ινδική κοινότητα, στη νοτιοσλαβική οικογενειακή κοινότητα, τα προϊόντα δε μεταβάλλονται σε εμπορεύματα. Τα μέλη της κοινότητας είναι άμεσα κοινωνικοποιημένα για την παραγωγή, η εργασία καταμερίζεται ανάλογα με τα έθιμα και τις ανάγκες. Το ίδιο ισχύει για τα προϊόντα, εφόσον πάνε για την κατανάλωση. Η άμεση κοινωνική παραγωγή, όπως και ο άμεσος καταμερισμός αποκλείουν κάθε ανταλλαγή εμπορευμάτων, επομένως και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα (τουλάχιστο μέσα στην κοινότητα) και, μαζί μ' αυτή, και τη μετατροπή τους σε αξίες.
Μόλις η κοινωνία γίνει κάτοχος των μέσων παραγωγής και τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή κοινωνικοποιώντας τα άμεσα, η εργασία του καθενός, όσο διαφορετικός κι αν είναι ο ιδιαίτερα χρήσιμος χαρακτήρας της, γίνεται ευθύς εξαρχής και άμεσα κοινωνική εργασία. Τότε, η ποσότητα κοινωνικής εργασίας, που είναι ενσωματωμένη σ' ένα προϊόν, δε χρειάζεται να διαπιστωθεί έμμεσα: Η καθημερινή πείρα δείχνει άμεσα πόση απ' αυτή την ποσότητα χρειάζεται κατά μέσον όρο. Η κοινωνία μπορεί απλά να υπολογίζει πόσες ώρες εργασίας είναι ενσωματωμένες σε μια ατμομηχανή, σ' ένα εκατόλιτρο σιταριού της τελευταίας συγκομιδής, σε εκατό τετραγωνικά μέτρα υφάσματος μιας ορισμένης ποιότητας. Επομένως, δεν μπορεί να της περάσει από το μυαλό να εκφράσει τις ποσότητες εργασίας, που βρίσκονται μέσα στα προϊόντα και που τώρα τις γνωρίζει άμεσα και απόλυτα, σ' ένα μέτρο που είναι μόνο σχετικό, ταλαντευόμενο, ανεπαρκές και πρωτύτερα αναπόφευκτο σαν βοηθητικό, σ' ένα τρίτο προϊόν, δηλαδή, και όχι στο φυσικό, επαρκές, απόλυτο μέτρο της, το χρόνο. Ετσι, επίσης, δε θα περνούσε από το μυαλό των χημικών να εκφράσουν τότε τα ατομικά βάρη μέσω του πλαγίου δρόμου του ατόμου του υδρογόνου με τρόπο σχετικό, από τη στιγμή που θα ήταν σε θέση να τα εκφράσουν με τρόπο απόλυτο, στο επαρκές τους μέτρο, δηλαδή στο πραγματικό τους βάρος, σε δισεκατομμυριοστά ή τετρακισεκατομμυριοστά του γραμμαρίου. Επομένως, η κοινωνία, κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αποδίδει αξία στα προϊόντα. Δε θα εκφράσει το απλό γεγονός ότι, για την παραγωγή των εκατό τετραγωνικών μέτρων υφάσματος, χρειάστηκαν, ας πούμε, χίλιες ώρες εργασίας, με τον αλλήθωρο και ανόητο τρόπο, πως αξίζουν χίλιες ώρες εργασίας. Βέβαια, και τότε η κοινωνία θα πρέπει να γνωρίζει, πόση εργασία χρειάζεται το κάθε αντικείμενο χρήσης για να κατασκευαστεί. Θα πρέπει να οργανώσει το πρόγραμμα παραγωγής ανάλογα με τα μέσα παραγωγής και σ' αυτά υπάγονται και οι εργατικές δυνάμεις. Τελικά, η ωφελιμότητα των διαφόρων αντικειμένων χρήσης, ζυγισμένων μεταξύ τους και σε σχέση με τις ποσότητες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, θα καθορίζει το πλάνο. Οι άνθρωποι τα κανονίζουν όλα πολύ απλά χωρίς να μεσολαβήσει η πολυφημισμένη «αξία».5
Η έννοια της αξίας είναι η πιο γενική και, γι' αυτό το λόγο, η πιο περιεκτική έκφραση των οικονομικών όρων της παραγωγής εμπορευμάτων. Γι' αυτό το λόγο, στην έννοια της αξίας εμπεριέχεται το σπέρμα όχι μόνο του χρήματος, αλλά και όλων των άλλων περαιτέρω αναπτυγμένων μορφών της παραγωγής και της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Στο γεγονός ότι η αξία αποτελεί την έκφραση της ενσωματωμένης στα ατομικά προϊόντα κοινωνικής εργασίας, ενυπάρχει ήδη η δυνατότητα να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στην κοινωνική εργασία και την ενσωματωμένη στο ίδιο προϊόν ατομική εργασία. Επομένως, αν ένας ατομικός παραγωγός εξακολουθεί να παράγει με τον παλαιό τρόπο, ενώ προχωρεί ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής, τότε η διαφορά αυτή θα γίνει έντονα αισθητή. Το ίδιο συμβαίνει μόλις το σύνολο των ατομικών κατασκευαστών παραγάγει μια ποσότητα ενός συγκεκριμένου είδους εμπορευμάτων, η οποία ξεπερνάει την κοινωνική ανάγκη. Στο γεγονός ότι η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να εκφραστεί μονάχα σ' ένα άλλο εμπόρευμα και να πραγματώνεται μονάχα στην ανταλλαγή μ' αυτό, ενυπάρχει μια δυνατότητα να μη γίνει καθόλου η ανταλλαγή ή να μη πραγματοποιήσει την ορθή αξία του. Τελικά, όταν μπει το ειδικό εμπόρευμα εργατική δύναμη στην αγορά, καθορίζεται η αξία του, όπως η αξία του κάθε άλλου εμπορεύματος, σύμφωνα με το χρόνο εργασίας, που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή του. Γι' αυτό το λόγο, στη μορφή αξίας των προϊόντων ενυπάρχει ήδη σε εμβρυακή μορφή ολόκληρη η καπιταλιστική μορφή παραγωγής, η αντίθεση καπιταλιστών και μισθωτών εργατών, η βιομηχανική εφεδρική στρατιά και οι κρίσεις. Το να θέλει κανείς να καταργήσει την καπιταλιστική μορφή παραγωγής αποκαθιστώντας την «αληθινή αξία», είναι σαν να θέλει να καταργήσει τον καθολικισμό εγκαθιστώντας τον «αληθινό» πάπα ή να θέλει να αποκαταστήσει μια κοινωνία, στην οποία οι παραγωγοί, επιτέλους, είναι οι κυρίαρχοι των προϊόντων τους, με τη συνεπή εφαρμογή μιας οικονομικής κατηγορίας, η οποία εκφράζει πιο ολοκληρωτικά την υποδούλωση των παραγωγών από το ίδιο το προϊόν τους.
Η κοινωνία που παράγει εμπορεύματα έχει αναπτύξει παραπέρα την εγγενή στα εμπορεύματα καθεαυτά μορφή σε μορφή χρήματος, αλλά ήδη βγαίνουν στην επιφάνεια μερικά από τα σπέρματα, τα οποία εξακολουθούν να είναι κρυμμένα μέσα στην αξία. Η επόμενη και πιο ουσιώδης επίπτωση είναι η γενίκευση της εμπορευματικής μορφής. Το χρήμα επιβάλλει την εμπορευματική μορφή ακόμα και στα αντικείμενα τα οποία μέχρι τώρα παράγονταν για άμεση ιδία χρήση και τα σύρει στην ανταλλαγή. Μ' αυτόν τον τρόπο, η εμπορευματική μορφή και το χρήμα διεισδύουν στα εσωτερικά οικονομικά των κοινοτήτων, που κοινωνικοποιήθηκαν άμεσα για την παραγωγή, σπάει τον ένα μετά τον άλλο δεσμό της κοινότητας και διαλύει το σύνολο των κοινοτήτων σ' ένα σωρό από ατομικούς παραγωγούς. Το χρήμα τοποθετεί πρώτα, όπως βλέπουμε στην Ινδία, την ατομική καλλιέργεια στη θέση της κοινής καλλιέργειας του εδάφους. Αργότερα, διαλύει την κοινοκτημοσύνη της καλλιεργήσιμης γης, η οποία βγαίνει στην επιφάνεια στις ανακατανομές που επαναλαμβάνονται περιοδικά και, μάλιστα, μέσω της οριστικής ανακατανομής (π.χ., στις αγροτικές κοινότητες στις όχθες του Μοζέλα, αρχίζει επίσης να εμφανίζεται στις ρωσικές κοινότητες). Τέλος, ωθεί στη διανομή και τις υπόλοιπες κοινές ιδιοκτησίες των δασών και των λιβαδιών. Οποιες κι αν είναι οι άλλες αιτίες που υπάρχουν στην ανάπτυξη της παραγωγής και συμβάλλουν κι εδώ, το χρήμα παραμένει πάντα το ισχυρότερο μέσο για την επενέργειά τους στις κοινότητες. Με την ίδια φυσική αναγκαιότητα, θα έπρεπε το χρήμα, παρ' όλους τους «νόμους και διοικητικούς κανονισμούς», να διαλύσει την ντιρινγκική οικονομική κομμούνα, αν ποτέ θα δημιουργιόταν.
Ηδη είδαμε παραπάνω ότι το να μιλάμε για αξία της εργασίας αποτελεί μια αντίφαση αυτή καθεαυτή. Επειδή η εργασία, κάτω από ορισμένες κοινωνικές συνθήκες, δεν παράγει μονάχα προϊόντα, αλλά και αξία, και επειδή η αξία αυτή μετριέται με την εργασία, δεν μπορεί να έχει μια ιδιαίτερη αξία, όπως δεν μπορεί η βαρύτητα σαν τέτοια να έχει ένα ιδιαίτερο βάρος ή η θερμότητα μια ιδιαίτερη θερμοκρασία. Είναι, όμως, χαρακτηριστική ιδιότητα όλης της κοινωνικής σύγχυσης σχετικά με την «αληθινή αξία» και όσων σπάνε το κεφάλι τους σχετικά μ' αυτή να νομίζουν ότι ο εργάτης στη σημερινή κοινωνία δεν παίρνει την πλήρη «αξία» της εργασίας του και ο σοσιαλισμός τάχα καλείται να διορθώσει το κακό. Πρώτα, πρέπει να βρεθεί τι είναι η αξία της εργασίας κι αυτή τη βρίσκει κανείς προσπαθώντας να μετρήσει την εργασία όχι με το επαρκές μέτρο, το χρόνο, αλλά με το προϊόν της. Ο εργάτης πρέπει να παίρνει τον «πλήρη καρπό της εργασίας του». Οχι μονάχα το προϊόν της εργασίας, αλλά η ίδια η εργασία πρέπει να είναι άμεσα ανταλλάξιμη με κάποιο προϊόν, μια ώρα εργασίας με το προϊόν μιας άλλης ώρας εργασίας. Αυτή η άποψη, όμως, έχει αμέσως μια πολύ «αμφισβητήσιμη» πλευρά. Ολο το προϊόν μοιράζεται. Η πιο σημαντική προοδευτική λειτουργία της κοινωνίας, η συσσώρευση, αφαιρείται από την κοινωνία και τοποθετείται στα χέρια και στην αυθαιρεσία του ατόμου. Τα άτομα ας κάνουν με τους «καρπούς» ό,τι θέλουν, αλλά η κοινωνία παραμένει, στην καλύτερη περίπτωση, όσο πλούσια ή φτωχή ήταν. Επομένως, όλα τα μέσα παραγωγής που συσσωρεύτηκαν στο παρελθόν συγκεντρώθηκαν στα χέρια της κοινωνίας μόνο για να κατακερματιστούν πάλι στα χέρια των ατόμων όλα τα μέσα παραγωγής, που θα συσσωρευτούν στο μέλλον. Ετσι, χαστουκίζοντας τις ίδιες τις προϋποθέσεις μας, φτάσαμε σ' ένα καθαρό παραλογισμό. Η ρευστή εργασία, η ενεργή εργατική δύναμη πρέπει να ανταλλάσσεται με προϊόντα εργασίας. Τότε, γίνεται εμπόρευμα, όπως και το προϊόν, με το οποίο πρέπει να ανταλλάσσεται. Τότε, η αξία αυτής της εργατικής δύναμης δεν καθορίζεται καθόλου με βάση το προϊόν της, αλλά με βάση την ενσωματωμένη σ' αυτή κοινωνική εργασία, δηλαδή το σημερινό νόμο του εργατικού μισθού.
Αυτό, όμως, ακριβώς δεν το θέλουν.
Η ρευστή εργασία, η εργατική δύναμη πρέπει να είναι ανταλλάξιμη με το πλήρες προϊόν της. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι ανταλλάξιμη όχι με την αξία, αλλά με την αξία χρήσης της. Ο νόμος της αξίας πρέπει να ισχύει για όλα τα άλλα εμπορεύματα, αλλά να αρθεί για την εργατική δύναμη. Ακριβώς αυτή η αυτοαναιρούμενη σύγχυση κρύβεται πίσω από την «αξία της εργασίας». Η «ανταλλαγή της εργασίας με εργασία σύμφωνα με την αρχή της ισοτιμίας», στο βαθμό που έχει νόημα, δηλαδή η ανταλλαξιμότητα προϊόντων ίσης κοινωνικής εργασίας μεταξύ τους, δηλαδή ο νόμος της αξίας, αποτελεί ακριβώς το βασικό νόμο της παραγωγής εμπορευμάτων, επομένως και της υψηλότερης μορφής της, της καπιταλιστικής παραγωγής. Επιβάλλεται στη σημερινή κοινωνία με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο μόνο οικονομικοί νόμοι μπορούν να επιβληθούν σε μια κοινωνία ατομικών προϊόντων: Σαν τυφλός νόμος της φύσης, που ενυπάρχει μέσα στα πράγματα και τις συνθήκες, ανεξάρτητα από τη θέληση ή την πράξη των παραγωγών. Ο κύριος Ντίρινγκ, ανεβάζοντας αυτό το νόμο σε βασικό νόμο της οικονομικής του κομμούνας και απαιτώντας από αυτή να τον εφαρμόζει εν πλήρη συνειδήσει, κάνει το βασικό νόμο της υπαρκτής κοινωνίας βασικό νόμο της δικής του κατά φαντασίαν κοινωνίας. Θέλει την υπαρκτή κοινωνία, αλλά χωρίς τα κακώς κείμενα. Πατάει, δηλαδή, εντελώς στο ίδιο έδαφος με τον Προυντόν (Proudhon). Οπως και ο τελευταίος, θέλει να παραμερίσει τα κακώς κείμενα, που έχουν δημιουργηθεί με την εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής σε καπιταλιστική παραγωγή, επιβάλλοντας σ' αυτά το βασικό νόμο της εμπορευματικής παραγωγής, η ενεργοποίηση του οποίου ίσα ίσα έχει παραγάγει αυτά τα κακώς κείμενα.
Οπως και ο Προυντόν, θέλει να αναιρέσει τις πραγματικές συνέπειες του νόμου της αξίας με φανταστικές. Οσο περήφανα, όμως, κι αν καλπάζει ο σύγχρονός μας Δον Κιχώτης, πάνω στον ευγενικό του Ροσινάντη, δηλαδή την «καθολική αρχή της δικαιοσύνης», με συνοδεία το γενναίο Σάντσο Πάντσα, δηλαδή τον Αβραάμ Ενς (Abraham Enss), στην ιπποτική πορεία του προς την κατάκτηση του κρανίου του Μαμπρίνου, της «αξίας της εργασίας» στη δική του περίπτωση, δηλαδή, φοβούμαστε παρά πολύ ότι δε θα φέρει πίσω τίποτε άλλο εκτός από την παλαιά γνωστή λεκάνη του κουρέα.
Σημειώσεις:
1. Τα λόγια «Φτερούγισμα των ελεύθερων ψυχών τους» στηρίχθηκαν στο ποίημα του Γκέοργκ Χέρβεχ (Georg Herwegh) «Από τα βουνά» (Ποίημα ενός ζωντανού). Οι στίχοι έχουν ως εξής: «...Κάντε χώρο, κύριοι, για το φτερούγισμα μιας ελεύθερης ψυχής».
2. Trucksystem ονομάζουν στην Αγγλία το πολύ γνωστό και στη Γερμανία σύστημα, στο οποίο οι ίδιοι οι εργοστασιάρχες έχουν μαγαζιά και επιβάλλουν στους εργάτες να εφοδιάζονται από εκεί με εμπορεύματα.
3. Το «Εμπορικό Βιβλίο» περιγράφεται στο βιβλίο του Βίλχελμ Βάιτλινγκ (Wilhelm weitling), «Εγγυήσεις αρμονίας και ελευθερίας», Μέρος ΙΙ, Κεφάλαιο 10, Vivis, 1842, σελ. 155 κ.ε. (γερμανική έκδοση). Σύμφωνα με το ουτοπικό σχέδιο του Βάιτλινγκ, ο κάθε ικανός για εργασία άνθρωπος είναι υποχρεωμένος στη μελλοντική κοινωνία να εργάζεται ορισμένες ώρες την ημέρα για να αποκτήσει τα αναγκαία προϊόντα στη ζωή του. Πέρα απ' αυτό, δίδεται σε κάθε εργαζόμενο άνθρωπο η ελευθερία «να κάνει επιπλέον εμπορικές ώρες εκτός του καθορισμένου χρόνου εργασίας» για να «απολαμβάνει το ευχάριστο τούτων ή εκείνων των αγαθών». Οι εμπορικές αυτές ώρες και οι «απολαβές και προϊόντα του ευχάριστου», που έπαιρνε κανείς γι' αυτές, σημειώνονταν, σύμφωνα με το σχέδιο του Βάιτλινγκ, στο Εμπορικό Βιβλίο.
4. Είναι δευτερεύον το ότι ο κύριος Ντίρινγκ δε γνωρίζει καθόλου το ρόλο που παίζουν τα κουπόνια εργασίας στην κομμουνιστική κοινωνία του Οουεν. Τα κουπόνια αυτά τα ξέρει από τον Σαργκάν μόνο στο βαθμό που παρουσιάζονται στα Labour Exchange Bazaars (τα παζάρια ανταλλαγής εργασίας), που είναι προσπάθειες μετάβασης, μέσω της άμεσης ανταλλαγής εργασίας, από την υπαρκτή στην κομμουνιστική κοινωνία.
Ο Ουίλιαμ Λούκας Σάργκαντ (William Lucas Sargant) εξέδωσε το 1860 στο Λονδίνο το βιβλίο «Ο Ρόμπερτ Οουεν» και η κοινωνική του φιλοσοφία.
Οι κυριότερες εργασίες του Ρόμπερτ Οουεν σχετικά με το γάμο και τους κομμουνιστικούς θεσμούς είναι: «Το σύστημα γάμου του νέου ηθικού κόσμου»... (Λιντς, 1838), «Το βιβλίο του νέου ηθικού κόσμου... σε 7 μέρη» (Λονδίνο, 1836-1844) και «Η επανάσταση στο νου και την πράξη της ανθρώπινης φυλής...» (Λονδίνο, 1849).
5. Ηδη το 1844 έχω πει ότι ο συσχετισμός της ωφελιμότητας και της απαιτούμενης εργασίας είναι το μόνο που, σε μια κομμουνιστική κοινωνία, στην απόφαση σχετικά με την παραγωγή, απομένει από την έννοια της αξίας της πολιτικής οικονομίας. (Γερμανογαλλικά Χρονικά, σελ. 95). Οπως βλέπουμε, όμως, η θέση αυτή μπόρεσε να θεμελιωθεί επιστημονικά μόνο με το Κεφάλαιο του Μαρξ. Ο Ενγκελς παραπέμπει εδώ στην έκθεσή του «Σημειώσεις για μια κριτική της εθνικής οικονομίας» (βλ. MEW, τόμ. 1, σελ. 499-524, γερμανική έκδοση), που δημοσιεύτηκε στα Γερμανογαλλικά Χρονικά.Τα Γερμανογαλλικά Χρονικά εκδόθηκαν στο Παρίσι στη γερμανική γλώσσα κάτω από τη σύνταξη των Καρλ Μαρξ και Αρνολντ Ρούγκε. Δημοσιεύτηκε μόνο η πρώτη διπλή έκδοση το Φλεβάρη του 1844. Περιλάμβανε τις εργασίες του Μαρξ «Για το εβραϊκό ζήτημα» και το «Για την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Εισαγωγή», καθώς επίσης οι εργασίες του Ενγκελς: «Σημειώσεις για μια κριτική της εθνικής οικονομίας» και «Η κατάσταση της Αγγλίας. Παρελθόν και παρόν του Τόμας Κάρλαϊλ» (Thomas Carlyle), Λονδίνο, 1843 (βλ. MEW, τόμ. 1, σελ. 347-377, 370 μέχρι 391, 499-524, 525-549, γερμανική έκδοση). Οι εργασίες αυτές χαρακτηρίζουν το οριστικό πέρασμα των Μαρξ και Ενγκελς στον υλισμό και τον κομμουνισμό. Η κύρια αιτία που σταμάτησε το περιοδικό να κυκλοφορεί ήταν οι θεμελιακές διαφορές γνώμης ανάμεσα στον Μαρξ και τον αστό ριζοσπάστη Ρούγκε.