16 Απρ 2012

Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία (ΙΙΙ): Η ιστοριογραφία στην Ελλάδα Γ


Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία (ΙΙΙ): Η ιστοριογραφία στην Ελλάδα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ



Με ένα γενικό τρόπο, η κάθε κοινωνία έχει την τάση να θεωρεί ότι οι θεσμοί που την κυβερνούν είναι προορισμένοι να διαρκέσουν αιώνια. Αυτή τουλάχιστον η αντίληψη αναπαράγεται συχνά από τους ιδεολόγους κάθε κοινωνίας και το ίδιο συνέβαινε παντού και πάντα στο παρελθόν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι δοσμένες ιστορικά κοινωνίες να βρίσκονται ή να έχουν βρεθεί, και τώρα και στο παρελθόν, πολύ πίσω από τις αντικειμενικές συνθήκες που εμφανίζονται κάθε τόσο. Απέναντι στο νέο, που απειλεί τις παλιές δομές και τους παλιούς θεσμούς, κάθε κοινωνία έχει την τάση να αμύνεται, να δημιουργεί μύθους που κατοχυρώνουν μιαν αέναη μακροημέρευσή της και -όταν η πίεση των νέων αναγκών γίνεται πολύ έντονη- η κοινωνία που απειλείται καταφεύγει στο παρελθόν, σε καθυστερημένες, παρωχημένες καταστάσεις που τις αποκαλεί πολλές φορές «μεταρρυθμίσεις», χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό με έναν τελείως λανθασμένο τρόπο, διαστρεβλώνοντας δηλαδή το ιστορικό παρελθόν, καθώς «μεταρρυθμίσεις» σήμαιναν πάντα μετατροπές προς την πρόοδο.


Ως επιστήμη η Ιστορία πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποτυπώσει και να αναφέρει το τι έχει συμβεί στο παρελθόν, καθώς και το πώς έχει συμβεί. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Από την ίδια την ιστορική διήγηση πρέπει να προκύπτει για ποιο λόγο τα πράγματα συνέβησαν έτσι και όχι διαφορετικά. Τα γεγονότα που συμβαίνουν σε κάθε κοινωνία δεν είναι μια σειρά από ασυντόνιστα και άσχετα μεταξύ τους επεισόδια. Αν ήταν έτσι, τότε η Ιστορία δε θα ήταν επιστήμη, αλλά μια συνεχής ανεκδοτολογία. Αντίθετα, το πρόβλημα της λογικής συνέχειας μέσα στη διαδοχή των γεγονότων απασχόλησε σχεδόν όλους τους ιστορικούς, από την εποχή του Θουκυδίδη έως σήμερα. Η προσπάθεια αιτιολόγησης των διαδοχικών γεγονότων, έτσι ώστε αυτά να καταλήγουν ως εντελώς φυσικό συμπέρασμα της Ιστορίας1 και παρά τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις πολλές ιδεαλιστικές θεωρίες, κορυφώνεται στη διαλεκτική της Ιστορίας του Εγελου (G. W. F. Hegel)2. Οπως παρατήρησε ο Ενγκελς3, ο Μαρξ ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αναλάβει το έργο να αποσπάσει από την Εγελιανή λογική τον πυρήνα που περιέχει τις πραγματικές ανακαλύψεις του Εγελου, καθώς και τη διαλεκτική μέθοδο, απογυμνωμένη από το ιδεαλιστικό της περιτύλιγμα. Με τη μαρξιστική διαλεκτική εγκαθιδρύθηκε ένας απόλυτα στέρεος και κατανοητός τρόπος ερμηνείας της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας.


Ηταν πολύ φυσικό για την αστική τάξη των μέσων του 19ου αιώνα, την αστική τάξη που μόλις είχε στερεώσει οριστικά την εξουσία της στην Ευρώπη και απολάμβανε την καταλήστευση των αποικιών της, για την τότε αστική τάξη της υπερεκμετάλλευσης των προλεταριοποιημένων ακτημόνων αγροτών, δηλαδή για την αστική τάξη του ελεύθερου ανταγωνισμού και των μεγάλων κερδών, να εντοπίσει αμέσως τον εχθρό στη μαρξιστική ερμηνεία της παγκόσμιας Ιστορίας (κοσμοθεωρία) και να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την άμεση καταπολέμησή της με έναν αληθινό καταιγισμό από διαφόρων τύπων ιδεολογήματα, για να σταθεί κανείς αποκλειστικά σε αυτά, χωρίς να μνημονεύσει καθόλου τα δραστικά, αστυνομικού και καταπιεστικού τύπου μέτρα που πάρθηκαν ενάντια στην προσωπική ελευθερία και τη σωματική ακεραιότητα των οπαδών της μαρξιστικής θεωρίας, που ονομάστηκαν κομμουνιστές από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, χάρη στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ και Ενγκελς.


Οπως συμβαίνει συνήθως, μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ελλάδα είναι φυσικό να προσαρμόζει στο επίπεδό της και στις συνήθειές της τις τακτικές αντιμετώπισης αυτών των «καινών δαιμονίων», δηλαδή την ικανότητα, όπως έγραψαν οι Μαρξ και Ενγκελς, του να συλλαμβάνει κανείς την πραγματική διαδικασία παραγωγής, αρχίζοντας από την απλή υλική παραγωγή της ζωής και να κατανοεί ως βάση κάθε ιστορίας τη μορφή της αμοιβαίας σχέσης που συνδέεται με αυτήν (την υλική παραγωγή της ζωής) και δημιουργήθηκε από την κοινωνία στα διάφορα στάδια εξέλιξής της4. Ενάντια στην επιστημονική αυτή αλήθεια που αποκλήθηκε «υλιστική» (καθώς οι ρίζες της βρίσκονται στη γήινη πραγματικότητα και όχι στα ουράνια ιδεολογικά νεφελώματα), ξεχωρίζοντας πια οριστικά από τις προηγούμενες ίδιας υλιστικής κατεύθυνσης, αλλά γενικής χρήσης θεωρίες5, επιστρατεύθηκαν όλες οι παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τις πιο ανορθολογικές, θρησκευτικές, πλατωνικές κλπ., έως τις νεοεγελιανές που -με την αξιόλογη πέννα του Κ. Παπαρρηγόπουλου- κατέληγαν στον έπαινο του νεοελληνικού αστικού κράτους που έβλεπε στη διακήρυξη της Α΄Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου την πράξη χειραφέτησής του από τη φεουδαρχική καθυστέρηση. Οπως ο Εγελος σχετικά με το αυστηρό και αδέκαστο πρωσικό κράτος, έτσι και ο Παπαρρηγόπουλος (ίσως όχι και τόσο άδικα τότε) έβλεπε στις νεοελληνικές αστικές δυνάμεις την κορύφωση των προσπαθειών του έθνους. Οχι τυχαία ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θεωρείται από τους αστούς ιστορικούς ο πιο έγκυρος ειδικός στην έρευνα της πορείας του ελληνισμού διαμέσου των αιώνων και το πολύτομο έργο του εκδίδεται ακόμα και σήμερα.


Από την άλλη πλευρά, ο ορθόδοξος κλήρος που στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε διευρύνει τόσο τα προνόμιά του, έτσι ώστε τα αντίστοιχα προνόμια που είχε επί βυζαντινών αυτοκρατόρων να φαίνονται ασήμαντα, σύμφωνα με το Μαρξ6, έσπευσε να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση στη διδασκαλία της Ιστορίας ήδη από την εποχή του υπερορθόδοξου Ι. Καποδίστρια, θέση που, mutatis mutandis7, διατηρεί και έως σήμερα. Στη Βυζαντινή Ιστορία της Μέσης Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο) π.χ. τα σχετικά με την Εικονομαχία κεφάλαια συνήθως παραλείπονται και διδάσκονται αντίστοιχα θεολογικού περιεχομένου κεφάλαια από το βιβλίο των Θρησκευτικών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι τα κεφάλαια σχετικά με την Εικονομαχία στον Παπαρρηγόπουλο, όπου εξαίρονται οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων αυτοκρατόρων που χτύπησαν τον κλήρο, θεωρούνται διεθνώς από τα καλύτερα της Ιστορίας του. Η καθυστέρηση του ελληνορθόδοξου ιδεολογικού εποικοδομήματος απέναντι στην ελληνική αστική αντίληψη της Ιστορίας δεν έχει χρεία άλλων μαρτύρων μετά από αυτό.


Το κύριο ιδεολόγημα που διδάσκεται ως κατευθυντήριο νήμα της ελληνικής Ιστορίας -άλλοτε βροντερά και άλλοτε υποβολιμαία, ανάλογα με τις πολιτικές συγκυρίες- είναι ο λεγόμενος «ελληνοχριστιανικός» ή, ακόμα χειρότερα, «ελληνορθόδοξος πολιτισμός», μια δοξασία που θα είχε όλες τις προϋποθέσεις να προκαλέσει τη γενική ιλαρότητα εφόσον συνεχίζει να διατυπώνεται σοβαρά, αν οι ποικίλοι και αλλεπάλληλοι διωγμοί ενάντια σε όσους δεν την αποδέχονταν, δε διακρίνονταν από το μεγάλο αριθμό τους διαχρονικά, καθώς και από την εφευρετικότητα αυτών που τους εξαπέλυαν κάθε φορά. Οσο και αν μπορεί να φαίνεται απίστευτο σε μια εποχή, οπότε ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά σήψη και παρακμή και συντηρείται σε σημαντικό βαθμό από το βαρβαρικό και χυδαίο στοιχείο η στριγκή σε εποχές ανοιχτής δικτατορίας και υπόκωφα απειλητική σε εποχές κοινοβουλευτισμού θεωρία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού8, διδάσκεται ακόμα στις Φιλοσοφικές σχολές, ιδιαίτερα σε αυτές των δυο αρχαιότερων ελληνικών πανεπιστημίων, όπου κατακεραυνώνονται ex ca-thedra οι εχθροί της, μαρξιστές.


Η μακρόπνοη αυτή προσπάθεια της ελληνικής άρχουσας τάξης να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου την περίπου τραγελαφική θεωρία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» έχει την εξήγησή της. Αν από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. η τότε ιστορικά δρώσα άρχουσα τάξη, δηλαδή η δουλοκτητικής προέλευσης αρχαιοπρεπής συγκλητική αριστοκρατία που μιλάει ελληνικά στη μεγάλη πλειοψηφία της, επιχειρεί με τη βοήθεια του ανώτερου κλήρου των επισκόπων να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου την Ορθοδοξία στους αιρετικούς φτωχούς πληθυσμούς των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος), που είναι αιρετικοί επειδή ο επίσημος ορθόδοξος χριστιανισμός δεν άλλαξε περίπου την άθλια επιβίωσή τους, τότε η μεταφορά της στείρας αυτής ιδεολογίας στις ανάγκες της ελληνικής αστικής τάξης του 19ου και του 20ού αιώνα αντανακλά μια προσπάθεια της τάξης αυτής για υπεροχή και πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους λαούς των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Παρόλο που οι αστικές τάξεις συνηθίζουν να προβάλλουν ανεδαφικά εθνικιστικά ιδεολογήματα, από ό,τι είναι σήμερα γνωστό, κανείς δε θεώρησε τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και την περιβόητη «Μεγάλη ιδέα» σαν συμπληρωματικά στοιχεία μιας ενιαίας πολιτικής ιδεολογίας μιας άρχουσας τάξης που προσπαθούσε να κατοχυρώσει την ύπαρξη και ηγεμονία της, χτυπώντας όχι τα φεουδαρχικά κατάλοιπα στη χώρα της, αλλά το λαϊκό κίνημα και για το λόγο αυτό, καλλιεργούσε μια μεσσιανική αποστολή για τον εαυτό της, κάποιο δήθεν λαμπρό πεπρωμένο στο εξωτερικό.


Για ολόκληρο το μεγάλο χρονικό διάστημα έως το 1974, οπότε η ανοιχτή δικτατορία μεταλλάχθηκε σε αστικό κοινοβουλευτισμό και το ΚΚΕ βγήκε από την παρανομία, μαρξιστική ιστοριογραφία στην Ελλάδα περίπου δεν υπήρχε, παρά τις πολύ αξιόλογες εξαιρέσεις του Γιάννη Κορδάτου και του Γιάννη Ζέβγου, που όμως, πέρα από το ότι ήταν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, βρίσκονταν κυριολεκτικά καταποντισμένες ανάμεσα σε ένα πλήθος επίσημων εγχειριδίων, σχολικών βιβλίων, άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά κάθε είδους, διαλέξεων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, εκκλησιαστικών κηρυγμάτων και ειδικών εκδόσεων για την καταπολέμηση του «μισητού», του «βδελυρού» κλπ., κομμουνισμού. Η γενικότερη όμως λαϊκή αγανάκτηση τότε προκαλούσε στην αστική τάξη την επείγουσα ανάγκη να αλλάξει τακτική, εγκαταλείποντας τον υπερβολικά άκαμπτο και μάλιστα βάναυσο μερικές φορές τρόπο, με τον οποίο προπαγάνδιζε ως τότε τις αντιδραστικές της απόψεις. Καθώς δεν απολάμβανε πια την απόλυτη ασυδοσία που διέθετε προηγούμενα, η αστική τάξη υποχρεώθηκε να αφήσει κάποιες διεξόδους, ελεγχόμενες βέβαια. Ετσι, στην ελληνική «αριστερίζουσα» ιστοριογραφία εμφανίζονται δυο τάσεις που και οι δυο τους έχουν σαν κύρια πηγή προέλευσης τη σοσιαλδημοκρατία. Εμφανιζόμενη ως μαζικό κίνημα στην Ελλάδα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε εμφανιστεί και η αστική τάξη, δηλαδή καθυστερημένα (επειδή οι παλιότερες απόπειρές της να ριζώσει στην Ελλάδα είχαν αποτύχει), η σοσιαλδημοκρατία έφερνε μαζί της όλα τα παρακμιακά, εκφυλιστικά συμπτώματα των δυτικοευρωπαίων ομογάλακτών της και, στη φάση συμπαιγνίας με την αστική τάξη όπου βρισκόταν, ήταν φυσικό να συντελέσει, με τον τρόπο της, στη διατήρηση της μαρξιστικής θεωρίας σε απόσταση από τις λαϊκές μάζες και κύρια, από τη νεολαία.


Η πρώτη τάση τής -υπό σοσιαλδημοκρατική πνευματική ηγεσία- ελληνικής ιστοριογραφίας μετά το 1974, με αλλεπάλληλες αναπροσαρμογές που όλες τους ήταν ενταγμένες κάτω από το βαρύγδουπο όνομα των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», αποβλέπει στην υποβάθμιση του Μαρξισμού: Ο Μαρξισμός εμφανίζεται βραχυλογικά στον αναγνώστη, που είναι πιθανό να γνωρίζει ελάχιστα γι’ αυτόν, εμφανίζεται ως μια από τις πολλές υπάρχουσες θεωρίες για την Ιστορία, από τον Croce, τον Hume, τον Burke, τον Guizot, τον Vico.9 Ο Μαρξισμός εμφανίζεται παράλληλα με το φιλελευθερισμό, τον ουμανισμό, το ρομαντισμό, τη διαλεκτική (εδώ αναφέρονται οι Maistre, Hegel, Holderlin), ως απλό τμήμα της υλιστικής αντίληψης στην Ιστορία, παράλληλα με τους D. F. Strauss και L. Feuerbach, μερικές φορές μάλιστα, ως συμπέρασμα αναφέρονται με σκεπτικισμό οι φοβερές περιπέτειες που υπέστη η ανθρωπότητα εξ αιτίας του ουτοπικού ζήλου των Μαρξιστών. Ως σύγχρονες τέλος θεωρίες για την Ιστορία αναφέρονται διάφοροι, όπως οι A. Comte, O. Spengler, M. Weber και άλλοι πολλοί «κριτικοί» του Μαρξισμού. Η εντύπωση που απομένει στον αναγνώστη είναι ότι ο Μαρξισμός αποτελεί μια από τις πάμπολλες αλληλοσυμπληρούμενες θεωρίες που έχει και καλά, αλλά βεβαίως περισσότερα κακά, ακραία και επικίνδυνα στοιχεία, και, βεβαίως επίσης καταδικαστέα, αν κρίνει κανείς από το πλήθος εκείνων που του άσκησαν κριτική και τον «αναίρεσαν». Ετσι, και με πολύ πιο πολιτισμένο τρόπο από τους εκκλησιαστικούς και εθνικιστικούς κρωγμούς, «εξορκίζεται» το φάντασμα που δε λέει να σταματήσει να πλανάται πάνω από την Ευρώπη εδώ και δυο αιώνες. Αξιοσημείωτο προς την κατεύθυνση αυτή είναι το παράδειγμα του κ. Π. Τζερμιά.


Το βιβλίο του αποκαλείται: «”Karl Marx redivivus10″. Από τον “Υπαρκτό σοσιαλισμό” στην “Παγκοσμιοποίηση”», 2002, εκδ. οίκος «Ι. Σιδέρης», γνωστός από πολλές εκδόσεις του σχετικά με «τους κομμουνιστοσυμμορίτας». Η συγγραφική επίδοση του κ. Τζερμιά θα μπορούσε να συνοψιστεί έτσι: Μια «εκσυγχρονισμένη» προσπάθεια της αστικής τάξης να «αντιπαρατεθεί ιδεολογικά» στο Μαρξισμό, όχι απλά εγκαταλείποντας την ευτελέστατη χυδαιότητα των προηγούμενων προσπαθειών, αλλά -πολύ περισσότερο- επιρρίπτοντας ακριβώς κατηγορίες «φτηνών» επιχειρημάτων στους Μαρξιστές (όπως π.χ. στο Δ. Γληνό σ. 61, παίρνοντας το μέρος του Γ. Παπανδρέου του πρεσβύτερου. «Tempora non mutaverunt mores»11 θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε). Δια του κ. Τζερμιά, η ελληνική αστική τάξη επιστρατεύει τη γερμανόφωνη μαρξολογία και όχι τα χιλιάδες γερμανόφωνα μαρξιστικά πονήματα που έχουν δει το φως ως σήμερα. Οι γενικές γραμμές του πονήματος: Ο Μαρξισμός είναι ένα Προκρούστειο δόγμα: Ο Προκρούστης ήταν ένας δίκαιος που απλούστατα δεν καταλάβαινε ότι βασανίζει τους ανθρώπους. Ετσι κακοποιείται, αλλά και πλαστογραφείται σε κάποιο βαθμό, όχι πολύ ο Μαρξ (λατινικά Marx a domino Tzermia vitiatus, ή, γερμανικά, Marx von Herrn Tzermias verfalscht)12. Για να αποδείξει ότι είναι δόγμα ο Μαρξισμός, παραπέμπει στα πλείστα όσα μαρξολογικά πονήματα και ανάμεσα σε ετερόκλητους, όπως Κ. Popper, Β. Brecht, Α. Koestler κ.ά., έχουμε και τους Κ. Καραμανλή τον πρεσβύτερο, το ζεύγος Ιωάννα Τσάτσου και Κωνσταντίνο Τσάτσο, Α. Ανδριανόπουλο (που καταχειροκροτείται, σ. 267), Θ. Πάγκαλο, G. Soros, Γ. Πανταγιά και πλείστους όσους, τελείως επίπεδα. Κάποια στιγμή, σε συνδυασμό με το Φρέντυ Γερμανό (!) δεν αποφεύγει, όπως και πολλοί προηγούμενοι μαρξολόγοι, να εκπέσει σε χυδαιότητες (σ. 282). «Das ist Deine Welt, so heisst eine Welt»13, όπως έλεγε και ο Φάουστ στον πρώτο μονόλογό του. Ετσι όλες οι μαρτυρίες έχουν την ίδια βαρύτητα, εκτός από εκείνες που ο κ. Τζερμιάς θεωρεί «μονοδιάστατες», «μονόχνωτες», «απολυτοποιημένες», «φτηνές», «μανιχαϊκές» και «δογματικές», δηλαδή τις μαρτυρίες των μαρξιστών που δε συνθηκολόγησαν σε ολόκληρη τη ζωή τους και διώχθηκαν γι’ αυτό. Αυτό λοιπόν αποτελεί ολοκάθαρα πολιτική προσφορά του κ. Τζερμιά στο υπάρχον καθεστώς (που ανδρώθηκε χτυπώντας το λαϊκό κίνημα). Από εκεί και πέρα, ο εκδοτικός του οίκος τον αποκαλεί στο οπισθόφυλλο «διεθνούς φήμης επιστήμονα», χωρίς να μνημονεύει τι είδους επιστημονικά πτυχία διαθέτει. Γενικά, οι επιστήμονες δε συνηθίζουν να γράφουν «δεκάδες αυτοτελή έργα, εκατοντάδες επιστημονικών μελετών και χιλιάδες άρθρα», όπως διαφημίζεται στο εξώφυλλο. Ισως κάποιες εκατοντάδες και πάλι πολύ είναι. Ισως όμως ο κ. Τζερμιάς να αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση του άχαρου κανόνα.


Ως συγγραφέας ο κ. Τζερμιάς είναι σχοινοτενής (prolixe) και κουραστικός. Οι διαδοχικές «αναπτύξεις» του, όπως συνηθίζει να λέει (στα γερμανικά Ausfuhrungen), πολλές φορές επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια. Κάπου (σ. 386) ομολογεί ότι ο Μαρξ «πουλάει» (λεπτότατη έκφραση ειρωνείας και ταυτόχρονα αγανάκτησης με προσπάθεια υποβάθμισης ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος), ενώ κάπου άλλού (σ. 104 κ.ε.) επιχειρεί μια υποβολιμαία προσπάθεια μέσα από την προσωπική ζωή του Μαρξ να φανεί ότι ήταν άτομο ευτελές και αναξιόπιστο. Παράλληλα με την «προκρούστεια» λογική, όχι μικρή θέση έχουν οι «αντιφάσεις», όπου ο Μαρξ «μπλέκεται». 
Γενικό συμπέρασμα: Ας δεχτούμε να κατατάξουμε το Μαρξ ανάμεσα στους σπουδαίους διανοητές (όπως π.χ. ο E. Bernstein), παρ’ όλες τις ελλείψεις του (sic), αρκεί να εξοβελίσουμε την επαναστατική διδασκαλία του. Ενας άλλος μεγάλος Γερμανός (όπως πολύ μεγάλος Γερμανός ήταν ο Μαρξ), έγραψε κάποτε «Vernunft wird Unsinn»14. Πρέπει αυτό να το γνωρίζει και ο κ. Τζερμιάς. Συμπερασματικά: Από επιστημονική σκοπιά, το βιβλίο δεν ήταν δημοσιεύσιμο, καθώς δεν εμβαθύνει σε κανένα απολύτως από τα πολλά θέματα, τα οποία υποτίθεται ότι πραγματεύεται πάνω στη βάση της βιβλιογραφίας. Απανωτές παραπομπές και αλλεπάλληλα γεγονότα όχι και τόσο σχετικά μεταξύ τους έχουν σαν σκοπό να παραδοθεί άνευ όρων ο όχι και τόσο εμβριθής αναγνώστης. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια επιπλέον καθαρή αντικομμουνιστική πολεμική, έστω και «εκσυγχρονισμένη», που έχει όμως τη θέση της μόνο σε εφημερίδες.


Αυτό όμως που η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε να προσπεράσει αδιάφορα, αλλά ούτε και να το τοποθετήσει σε κάποιο ενδιάμεσο σκαλοπάτι κάποιας ιεραρχικής κατάταξης -όπως είχε επιχειρήσει να τοποθετήσει το Μαρξισμό ανάμεσα σε φυσιοδίφες, τεχνοτροπίες, φιλολογική κριτική κ.ά.- ήταν η ακτινοβολία του γιγαντιαίου Κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στην περίοδο της χιτλεροφασιστικής κατοχής, στο οποίο είχαν συμμετάσχει και σοσιαλδημοκράτες ιδεολόγοι μαζί με την τότε σχετικά μικρή λαϊκή τους βάση. Ως το 1974 εξ άλλου η επίσημη ιστοριογραφία του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της εθνικοφροσύνης έπαιρνε -ίσως όχι πάντα άμεσα, αλλά με αρκετή σαφήνεια- το μέρος του δοσιλογισμού και της εθνοπροδοσίας. Ετσι, η σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ από το 1974 και εξής άρχισε να καλλιεργεί σε όλο και μεγαλύτερη έκταση τη δεύτερη ιστοριογραφική τάση που στηρίζεται στη «λαθολογία» και το «δογματισμό» του ΚΚΕ, που οδήγησε το Κίνημα στην ήττα. Η εκδοχή αυτή, με αριστερίστικες και κονφορμιστικές μικροαστικές καταβολές, υιοθετήθηκε αμέσως από τους κάθε είδους οπορτουνιστές που έβρισκαν έτσι μια θαυμάσια ευκαιρία να περάσουν στην πλευρά της άρχουσας τάξης διατηρώντας το φωτοστέφανο του «αριστερού». Η θεωρία της «λαθολογίας» και του «δογματισμού» (πολλές φορές «σταλινικού δογματισμού») του ΚΚΕ αποσκοπούσε, στο επίπεδο της ιστοριογραφίας, να διδάξει είτε ότι ο Μαρξισμός δεν ήταν η κατάλληλη θεωρία για να επιτευχθούν οι στόχοι του κινήματος είτε ότι ο Μαρξισμός δεν οδηγούσε σε κατάλληλη πολιτική για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Το τι εννοούσαν οι σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί και οι σύμμαχοί τους από το 1974 και εξής λέγοντας «σοσιαλισμός», έμελλε να φανεί στη συνέχεια.


Η σοσιαλδημοκρατία σε εκφυλισμένη μορφή αντανακλούσε με έναν εξαιρετικά εύστοχο τρόπο τη μικροαστικοποίηση της ιδεολογίας μιας σημαντικής μερίδας που θεωρούσε ότι επιτέλους «τώρα, ένας ολόκληρος ΕΑΜογενής κόσμος συμμετέχει χάρη στο ΠΑΣΟΚ σε κοινωνικές διαδικασίες από τις οποίες ήταν προηγουμένως αποκλεισμένος». Αρα, τα ΕΑΜικά ιδεώδη πραγματοποιήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ. Οταν ο μικροαστικός εγωισμός αρχίζει να γράφει Ιστορία, τότε μπορεί κανείς να εκτιμήσει τις αρετές των συντηρητικών ιστορικών.
 Η μικροαστική ιστοριογραφία της σοσιαλδημοκρατίας με τις δυο της τάσεις κυριάρχησε στην επίσημη εκφορά για περίπου δυο δεκαετίες, ίσως και κάτι παραπάνω, ένα τέταρτο αιώνα, ίσως μέχρι λίγο αργότερα από τις ανατροπές του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Αφήνοντας τελείως άθικτο το περιεχόμενο της Αρχαίας και της Μεσαιωνικής Ιστορίας (τι θα είχε να προσθέσει η ελληνική σοσιαλδημοκρατία στους βαρύγδουπους Δυτικοευρωπαίους, κύρια συντηρητικούς ιστορικούς που κυριαρχούσαν απόλυτα στις κλασικές και μεσαιωνικές σπουδές;), εισέβαλε βιαστικά στον εικοστό αιώνα για να χαρακτηρίσει το ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ, σαν ένα κόμμα δογματικό και μονολιθικό με την κακή απόχρωση των όρων αυτών, που, υπακούοντας σε ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα συμφέροντα (αυτό υπονοείται), δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κοινωνίας, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί του, που είχαν διαχρονικά μια ηρωική συμπεριφορά, θυσιάστηκαν περίπου άδικα.


Για τη σοσιαλδημοκρατία, αντίθετα, τι εξαιρετικά λαμπρή ιστορική προσωπικότητα ο στρατηγός Πλαστήρας, στον οποίο αφιερώθηκαν τιμητικές εκδηλώσεις, τηλεοπτικές εκπομπές και διάλογοι! Για να είναι κανείς δίκαιος πρέπει να ομολογήσει ότι η σχετική βιβλιογραφία είχε την τύχη να μην αυξηθεί αντίστοιχα. Μόλις ένα βήμα από την προσωπικότητα του Ν. Πλαστήρα βρίσκεται η επίσης πολυ-υμνημένη προσωπικότητα του Γ. Παπανδρέου του πρεσβύτερου, του αποκαλούμενου μερικές φορές και «γέρου της Δημοκρατίας». Εδώ η κουτοπονηρία του μικροαστού διανοούμενου εντοπίζεται κύρια στο ότι, ενώ προσποιείται ότι υμνεί άσπονδους εχθρούς της μοναρχίας (μόνο όταν αυτό τους ήταν χρήσιμο), στην πραγματικότητα κάνει άνοιγμα στην αντίδραση, υμνώντας αυτούς που με τα όπλα του R. Scobie «έσωσαν» το αστικό καθεστώς από το λαϊκό κίνημα συμμαχώντας με τους ξένους ιμπεριαλιστές. Στο επίπεδο συνεπώς της Ιστορίας που αποτελεί και ερμηνεία της πολιτικής, η σοσιαλδημοκρατική διανόηση επιχειρεί προσέγγιση με την παραδοσιακή αντίδραση.


Το κομβικό σημείο όμως που η ιστορική αντίληψη της σοσιαλδημοκρατικής μικροαστικής διανόησης συνέπεσε απόλυτα με τη συντηρητική ιστορική αντίληψη -και αυτό το τελευταίο σημαίνει καθαρά ότι η κορυφή τουλάχιστον της σοσιαλδημοκρατίας έχει κατορθώσει επιτέλους να ενσωματωθεί στην ελληνική άρχουσα τάξη, αδιάφορο αν αυτό το πέτυχε ως «νέα τζάκια» ή με κάποια άλλου τύπου προσχώρηση- είναι η ιστορική προσωπικότητα και η πολιτική του Ε. Βενιζέλου, που δεν είναι τυχαίο ότι ανακηρύχθηκε «εθνάρχης» σε ειδική για το σκοπό αυτό συνεδρίαση της Βουλής, μειοψηφούντος του ΚΚΕ. Δεν υπάρχει ούτε ένα σχεδόν βιβλίο Ιστορίας, όπου ο Βενιζέλος να μην αίρεται στα ύψη, τις περισσότερες φορές εντελώς άκριτα ή με τελείως επιφανειακές κριτικές (π.χ. οποία συμφορά το ότι προκάλεσε τις εκλογές του 1920 και τις έχασε15, οποίον λάθος το αποτυχημένο κίνημα του 193516 και άλλα τέτοια). Το πράγμα όμως έχει και κάποια βαθύτερη πτυχή: Οταν τόσο οι αντιδραστικοί όσο και οι σοσιαλδημοκράτες δε διακρίνουν ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά στοιχεία στην άσκηση πολιτικής από κάποιον, ανάλογα με τις συγκυρίες σε κάθε χρονική περίοδο και -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ανάμεσα στην πολιτική του Βενιζέλου την εποχή 1910-1915 (συλλογικός εκφραστής της αστικής τάξης για εθνική ολοκλήρωση), στη συνέχεια την εποχή 1915-1920 (πιστός δορυφόρος ενός από τους δυο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που αιματοκύλισαν τον κόσμο, με μόνο στόχο να αποσπάσει η Ελλάδα εδαφικά οφέλη) και τέλος την εποχή 1928-1935 (προσέγγιση με το Μουσολινικό φασισμό που ενέπνεε τον Πλαστήρα, σύμφωνο με το Μουσολίνι το 1934/5, ιδιώνυμο, φασιστικής έμπνευσης πραξικοπήματα βενιζελικών αξιωματικών, προσπάθεια του ίδιου του Βενιζέλου να ηγηθεί της αστικής τάξης ενάντια στο λαϊκό κίνημα), τότε είναι φανερό ότι οι σοσιαλδημοκράτες είναι εκείνοι που παίρνουν το μέρος της Αντίδρασης και όχι το αντίστροφο. Ιδιαίτερα αντιδραστικοί και σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να «περάσουν» στη νεολαία την τελευταία και αντιδραστικότατη περίοδο του Βενιζέλου ως θετική.


Η σύμπλευση αυτή συντήρησης και σοσιαλδημοκρατίας στο ιδεολογικό εποικοδόμημα της ερμηνείας της Ιστορίας είναι φυσικά απότοκος της γενικότερης προσέγγισης, με την πάροδο του χρόνου, της σοσιαλδημοκρατίας με την παραδοσιακή συντηρητική παράταξη σε διεθνές επίπεδο. Οταν προετοιμάζεται μια συντριπτική επίθεση σε έναν εχθρό πολύ επικίνδυνο, όπως φαινόταν να είναι ο υπαρκτός σοσιαλισμός ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, απαιτείται ανάμεσα στα τόσα άλλα που επιτάσσει η συγκέντρωση δυνάμεων και μια ιδεολογική προσέγγιση -αν όχι πλήρης ταύτιση- ανάμεσα σε όλους όσοι είναι αρχικά σύμφωνοι για τη διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
 Οι απίστευτες για πάρα πολύ κόσμο ανατροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού από το 1989 ως το 1991, πέρα από το ότι προκαλούν ακόμα και σήμερα τεράστια σύγχυση και κρίση συνείδησης σε τρόπο ώστε το λαϊκό και εργατικό κίνημα να έχει υποχωρήσει άτακτα διεθνώς, έφεραν και μια νέου τύπου αντιδραστική ιδεολογική επίθεση: Από ό,τι είναι ως σήμερα γνωστό, ο κύριος εκφραστής της νέας αυτής θεωρητικής κατασκευής ονομάζεται Francis Fukuyama και η θεωρία του ονομάζεται «το τέλος της Ιστορίας» (ούτε λίγο ούτε πολύ). Σύμφωνα με τον κ. Φουκουγιάμα, η Ιστορία ως επιστήμη υπήρχε -ή είχε λόγο ή δικαίωμα να υπάρχει- όσον καιρό υπήρχε αυτός ο παγκόσμιας κλίμακας οικονομικός, πολιτικός, κοινωνικός και ιδεολογικός ανταγωνισμός. Με τη νίκη της «δυτικού τύπου δημοκρατίας» και του «δυτικού τρόπου ζωής» που κυριάρχησαν σε σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη (πλανητοποίηση ή παγκοσμιοποίηση, από όπου και ο κάθε φορά πρόεδρος των ΗΠΑ αποκαλείται και «πλανητάρχης»), οτιδήποτε αποκαλούσαμε προηγούμενα «Ιστορία» έχει πάψει να υπάρχει μπροστά στον ενιαίο τρόπο ζωής που θα ακολουθήσουμε στο εξής όλοι μαζί οι κάτοικοι του πλανήτη.


Παραμένει άγνωστο το πόσοι από όσους διάβασαν κάπου τις απόψεις του κ. Φουκουγιάμα μπόρεσαν να δουν σε αυτό το κήρυγμα υποταγής και εθελοδουλείας μια μεταφορά στον εικοστό και στον εικοστό πρώτο αιώνα του γνωστού «Urbs aeterna orbem imperat»17. Το βέβαιο είναι ότι, στην Ελλάδα τουλάχιστον, έσπευσε να επιδοκιμάσει, να επαινέσει και να συστήσει θερμά προς ανάγνωση τις απόψεις του κ. Φουκουγιάμα όχι κανένας άλλος αλλά ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου ο νεότερος, με μακροσκελές άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» και ο κ. Παπανδρέου ο νεότερος δε συνηθίζει να αρθρογραφεί συχνά. Φυσικά, στη χώρα όπου τόσες δικτατορίες δεν κατάφεραν να εξοντώσουν το Μαρξισμό, θα ήταν παράδοξο να βρουν κάποια απήχηση οι απόψεις περί της Ιστορίας των κ.κ. Φουκουγιάμα – Παπανδρέου. Η έλλειψη απήχησης όμως μιας θεωρίας που δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να επαληθευτεί, καθώς το λαϊκό κίνημα έδειχνε ήδη κάποιες σποραδικές τάσεις να σηκώσει δειλά-δειλά το κεφάλι και ο ιμπεριαλισμός βυσσοδομούσε ήδη με νέους τυχοδιωκτικούς κατακτητικούς πολέμους, δεν ελαχιστοποιεί τη σημασία μιας φιλότιμης, πραγματικά, προσπάθειας να «ριζώσει» στην Ελλάδα μια θεωρία αντίστοιχη με εκείνη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, για την ανασφάλιστη εργασία των νέων μέχρι τα 30 χρόνια, για τα δημιουργικά χρόνια εργασίας μετά τα 70 χρόνια, με τη διατήρηση χασίς στα μπαλκόνια και τις ταράτσες των πολυκατοικιών, για την έλλειψη taboo σε ό,τι αφορά την αλλαγή των συνόρων και την απεμπόληση κάποιου τμήματος της εθνικής κυριαρχίας. Χωρίς αμφιβολία, αν πιστοποιεί κάποιο τέλος η σημερινή ελληνική σοσιαλδημοκρατία δια του τότε μελλοντικού προέδρου της, αυτό δεν αποκλείεται καθόλου να είναι της δικής της ιστορίας το τέλος.


Ισως επειδή έμοιαζε πολύ με κάλεσμα «προς κάμψιν του αυχένος» στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ίσως πάλι για κάποιους άλλους λόγους, η θεωρία του λεγόμενου «τέλους της Ιστορίας» ή εγκαταλείφθηκε αμέσως ή έπεσε μόνη της στο κενό ή αποσύρθηκε για να χρησιμοποιηθεί και πάλι σε μια ευνοϊκότερη συγκυρία, αδιάφορο το τι της συνέβη πραγματικά. Στο προσκήνιο μετά τις ανατροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού αρχίζει να προβάλλει όλο και περισσότερο η θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (clashes of civilizations) του γνωστού και μη εξαιρετέου κ. Samuel Huntington. Εχοντας ως σημείο εκκίνησης τις παλιότερες απόψεις του Arnold Toynbee σχετικά με τους λεγόμενους «ανταγωνισμούς ανάμεσα σε πολιτισμούς» (encounters between civilizations), o Huntington σπεύδει να προβάλει στις σημερινές συνθήκες την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ που ηγούνται του πιο προηγμένου και ανεπτυγμένου πολιτισμού, ο οποίος υφίσταται το φθόνο, την υπονόμευση και την εχθρότητα των υπόλοιπων κατώτερών του πολιτισμών. Επιχειρώντας να κινητοποιήσει τις «δυτικές κοινωνίες» ενάντια στους κατώτερους πολιτισμούς, ο συγγραφέας εξοπλίζει τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη απέναντι στην ταξική πάλη. Οπως προηγούμενα ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσε με πυραύλους και στρατούς να σώσει την οικουμένη από τον κομμουνισμό, έτσι και τώρα είναι έτοιμος να κάνει το ίδιο ενάντια στους «κατώτερους πολιτισμούς» που τον απειλούν, τσακίζοντας με όποιον τρόπο μπορεί -αλλά χωρίς να το ομολογεί σε κάθε περίπτωση- το λαϊκό και εργατικό κίνημα. Τα συμπεράσματα είναι βεβαίως προφανή και αφορούν την ίδια τη βάρβαρη φύση του ιμπεριαλισμού που παραμένει πάντα η ίδια.


«Τι είναι κοινωνία, οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή της;», έγραφε ο Μαρξ στον Πάβελ Βασίλιεβιτς Αννένκοφ στις 28 Δεκέμβρη του 1846. «Είναι το προϊόν των αμοιβαίων πράξεων των ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να επιλέξουν αυτήν ή την άλλη μορφή κοινωνίας; Σε καμιά περίπτωση. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων των ανθρώπων και θα έχεις μια συγκεκριμένη μορφή εμπορίου και κατανάλωσης. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης της παραγωγής και θα έχεις ένα αντίστοιχο κοινωνικό σύστημα, μια αντίστοιχη οργάνωση της οικογένειας, των κοινωνικών ομάδων ή τάξεων, με μια λέξη μια αντίστοιχη κοινωνία πολιτών. Φαντάσου μια τέτοια κοινωνία πολιτών και θα έχεις ένα αντίστοιχο με αυτήν πολιτικό σύστημα, ένα σύστημα που δεν είναι παρά η επίσημη απεικόνιση της δοσμένης αυτής κοινωνίας πολιτών».
 Το απόσπασμα παρατέθηκε ολόκληρο για να φανεί το πόσο χονδροειδής είναι η θεωρία του Huntington που αντιπαραθέτει τις υποτιθέμενες κατώτερες πολιτιστικά κοινωνίες (το ότι είναι κατώτερες δεν λέγεται απερίφραστα, αλλά υπονοείται, καθώς δεν είναι «ελεύθερες» με τον τρόπο που εννοούν την ελευθερία οι ΗΠΑ, αλλά προέρχονται από μια ανελεύθερη ιστορική εξέλιξη) στις ανώτερες που -εκ των πραγμάτων πια- πρέπει να «αμυνθούν» απέναντι στη βίαιη επιθετικότητα αυτών των «κατώτερων» κοινωνιών και να τους επιβάλουν «εκ των άνω» ελευθερία και δημοκρατία, κατά το υπόδειγμα του «ελεύθερου κόσμου». Mutatis mutandis, πρόκειται για την ίδια περίπου επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούνταν και απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό («κομμουνιστική τυραννία», «σιδηρούν παραπέτασμα» κλπ.). Ετσι, με τελείως αντιεπιστημονικό τρόπο (ό,τι φαίνεται μερικές φορές, αυτό είναι) η ιστορική εξέλιξη διαιρείται σε ελεύθερη και ανελεύθερη!!!


Παρόλο που η θεωρία της λεγόμενης «σύγκρουσης των πολιτισμών» επισημαίνεται άλλοτε με περιδεή και άλλοτε με υποβολιμαίο τρόπο σε σποραδικά άρθρα σοβαροφανών αναλυτών, σε εφημερίδες μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων Τύπου και σε «παράθυρα» ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, στην Ελλάδα τουλάχιστον δεν είχε καλύτερη τύχη από την ελαφρά προγενέστερη «αδελφή εν όπλοις» θεωρία του δήθεν «τέλους της Ιστορίας». Τη σύγκρουση των πολιτισμών, του κατώτερου με τον «ανώτερο και ελεύθερο» αμερικανικό, δε βγήκε ακόμα να τη διατυμπανίσει κανένα επίλεκτο στέλεχος κάποιας μεγάλης πολιτικής Οικογένειας, ούτε γέρος της Δημοκρατίας (που τον χώριζε από τον κομμουνισμό «το μέγα θέμα της ελευθερίας», όπως έλεγε ο ίδιος) ούτε νεότερος πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όπως έγινε με τη θεωρία του Φουκουγιάμα και ο λόγος δεν πρέπει να οφείλεται αποκλειστικά στο ότι οι Ελληνες -εξ αιτίας της μακρόχρονης πείρας τους- μπορούν άνετα να ξεχωρίσουν τι είναι Ιστορία και τι ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Χωρίς δισταγμό θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό της απόρριψης των αντιεπιστημονικών αυτών (και τόσο εύκολων στη σύλληψή τους, ώστε να φαίνεται αμέσως για ποιο λόγο επινοήθηκαν) θεωριών στην Ελλάδα οφείλεται στο ότι, με κύρια πρωτοβουλία του ΚΚΕ, εκδόθηκαν μια σειρά μαρξιστικά βιβλία που διαβάστηκαν πολύ, ιδιαίτερα από τη νεολαία, από την Αγνωστη Ιστορία του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ, μέχρι ορισμένα άλλα, σχετικά με διάφορες περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Ετσι, η διαχρονική προσπάθεια της καθυστερημένης και παρακμασμένης σοσιαλδημοκρατίας να διδάξει αμερικανόπνευστη Ιστορία στην Ελλάδα πρέπει να περιμένει -στην καλύτερη περίπτωση γι’ αυτήν- κάποια καλύτερη ευκαιρία στο μέλλον.


Η ύπαρξη όμως του επίσης αμερικανόπνευστου (ή καλύτερα αγγλοσαξωνικού τύπου) δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος, όπου και τα δυο κόμματα υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο και διαφέρουν μεταξύ τους μόνο σε επουσιώδη σημεία, όπως ήδη έγραφε ο Ενγκελς για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ στις 18 Μάρτη του 1891,18 οδηγεί σε εναλλαγή στους ίδιους ρόλους ή σε αλλαγές στη σκυτάλη, πολύ περισσότερο εφόσον υπάρχουν ιδεολογικά κέντρα ως συλλογικοί εκφραστές της αστικής τάξης που μοιράζουν κάθε φορά τους ρόλους (συντηρητικοί – νεοφιλελεύθεροι ή, εναλλακτικά, σοσιαλδημοκράτες που εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη πολιτική) και τις τακτικές (συναίνεση ή ανούσια αντιπαράθεση στα τελείως δευτερεύοντα). Ετσι, δε θα αργούσε να εμφανιστεί και μια νέα «εξ Αμερικής» διαπρεπής πρόταση γραψίματος της Ιστορίας.
 Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η νέα θεωρία που προβάλλεται τελευταία στην Ελλάδα -από τους συντηρητικούς της εφημερίδας «Το Βήμα» και αυτή τη φορά- έχει σχέση: α) με το ότι η Ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί και πάλι, με διαφορετικό τρόπο τώρα και β) με το ότι οι απαρχές αυτής της κίνησης συνδέονται με το πανεπιστήμιο Yale, δηλαδή με ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, όπου διδάσκουν και Ελληνοαμερικανοί που διευθύνουν το εγχείρημα. Το πόσο διαπρεπής και αξιόπιστη είναι η νέα αυτή πρόταση ή θεωρία εξαρτάται φυσικά από το βάθος και την ποιότητα των επιστημονικών ερευνών που οδηγούν σε αυτήν.


Το σάλπισμα για τη νέα αυτή ιδεολογική επίθεση δίνεται και πάλι από το «Βήμα»: «Πώς είναι δυνατόν στην Ελλάδα η Ιστορία να γράφεται από τους ηττημένους (του Εμφύλιου Πολέμου) που γράφουν τόσα βιβλία και όχι από τους νικητές;», θα διερωτηθεί με την ιερή αγανάκτηση που διακρίνει όχι σπάνια τα άρθρα του ο κ. Γ. Μαρίνος, πρώην διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου». Εδώ η «sancta simplicitas»19 του αυτοδίδακτου μόλις που καταφέρνει να κρύψει τις προθέσεις του ιεροεξεταστή. Με το θέμα θα ασχοληθεί δια βραχέων και ο κ. Γ. Πρετεντέρης στο γνωστό απαράμιλλο στυλ του «οι ηττημένοι που ζητάνε και τα ρέστα», αλλά αμφότεροι οι ανωτέρω εμβριθείς αναλυτές δεν εκφράζουν παρά μόνο την αρχή μιας νέας προσπάθειας της Αντίδρασης να επιβάλει έναν τρόπο ιστορικής σκέψης και έρευνας, αντίστοιχο του επιπέδου που κυριαρχεί σήμερα εκεί όπου βασιλεύει ο ιμπεριαλισμός.


Σε μια εποχή όπως η σημερινή, όταν η επιστημονική έρευνα, συνεχώς ιδιωτικοποιούμενη, τείνει όλο και περισσότερο να περάσει ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης, ο κοσμοπολιτισμός της τελευταίας προωθεί τα πάσης φύσεως συνέδρια, «συμπόσια» ή «επιστημονικές συναντήσεις» που οφείλονται κύρια στη γενναιοδωρία ιδιωτικών ιδρυμάτων και οργανισμών, κάποτε και με κρατική επιχορήγηση και τα συνέδρια αυτά έχουν στο στενό και ευρύ κοινό πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα από τις μελέτες που δημοσιεύονται στα γνωστά επιστημονικά περιοδικά, εφόσον οι διοργανωτές τους τα παρουσιάζουν στον ημερήσιο τύπο και στα τηλεοπτικά κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αντίθετα, οι μελέτες στα επιστημονικά περιοδικά γίνονται γνωστές μόνο σε έναν πολύ στενό κύκλο επιστημόνων, ενώ τα συνέδρια αυτά χρηματοδοτούνται πολλές φορές με προφανείς σκοπιμότητες. Τα συνέδρια, στα οποία προωθείται αυτό το λεγόμενο «ξαναγράψιμο της νεότερης Ιστορίας» σύμφωνα με το πρωτότυπο «επί μέρους» υλικό (δηλ. τις δευτερεύουσας σημασίας ιστορικές πηγές) και στα οποία πρωτοστατεί ο κ. Σ. Καλύβας (καθηγητής, όχι Ιστορίας αλλά Πολιτικής Επιστήμης, nota bene), απολαμβάνουν ευρύτατης δημοσιότητας που αναλαμβάνει η εφημερίδα «το Βήμα» (βλ. π.χ. 9.7.06), η οποία, μάλλον όχι τυχαία όπως αρχίζει να προκύπτει, διαμαρτυρόταν για τις ιστορικές δραστηριότητες και τις ιστορικές διεκδικήσεις των ηττημένων του Εμφύλιου Πολέμου.


Επειδή -για να μην παρασυρόμαστε από το βαθυστόχαστο του κ. Μαρίνου- είναι γνωστό ότι την εξουσία την έχουν οι νικητές, ίσως όχι του 1946-1949, αλλά εκείνοι του 1989-1991, αρκεί ίσως ένα και μόνο παράδειγμα για το πώς επιχειρείται σύμφωνα με τη νέα αυτή θεωρία του «ξαναγραψίματος της Ιστορίας από δευτερεύουσες πηγές» να εξουδετερωθεί και να κατασυκοφαντηθεί και πάλι ο θρύλος της Εθνικής Αντίστασης: Με χρησιμοποιούμενες πηγές τα πρακτικά τοπικών δικαστηρίων (για την αιμοσταγή μεροληψία των οποίων πολλά από αυτά αποκλήθηκαν τότε «θανατοδικεία») που καταδίκαζαν μαζικά τους αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, οι ερευνητές υπό την αιγίδα του κ. Καλύβα καταλήγουν στο ότι αυτοί που καταδικάστηκαν, καταδικάστηκαν κύρια εξ αιτίας προσωπικών ζηλοφθονιών, μίσους και εκδικητικής μανίας (μια οικογένεια «εθνικοφρόνων» π.χ. αρνείται να δώσει την κόρη της σε γάμο σε κάποιον, οπότε αυτός για να τους εκδικηθεί οργανώνεται στο ΕΑΜ και τους σφάζει. Το επίπεδο είναι το ίδιο με εκείνο των serials που παίζονται τα απογεύματα στην τηλεόραση του Kansas City). Το παράδειγμα αυτό που χρησιμοποιείται ως pars pro toto20 είναι το ίδιο σοβαρό, όσο κάτι άλλες περιβόητα γνωστές παλιότερες πλαστογραφίες, για δήθεν εθνοπροδοσίες του ΚΚΕ που μόνο πολύ ελάχιστοι (ανάμεσα στους οποίους και ο κ. Μαρίνος) δε γνώριζαν επίσημα ότι ήταν πλαστογραφίες, αλλά που κυκλοφορούσαν υποβολιμαία για πολλά χρόνια, όπως εξ άλλου και η ολόπλευρη κατασυκοφάντηση της Εθνικής Αντίστασης από κράτος, εκκλησία, ραδιόφωνο, σχολείο, πανεπιστήμιο, τύπο (όχι ολόκληρο), επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ότι και μόνο η εμφάνιση ορισμένων βιβλίων από την αντίθετη πλευρά προκάλεσαν ρίγη αποτροπιασμού και κρωγμούς για τους ηττημένους που γράφουν μαζικά Ιστορία.


Επειδή αυτό το τελευταίο εγχείρημα του «ξαναγραψίματος της Ιστορίας» προς όφελος των νικητών βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, τα οποιαδήποτε συμπεράσματα θα ήταν επισφαλή. Κρίνοντας από το τι γίνεται ως τώρα, φαίνεται ότι η προσπάθεια βρίσκεται στο στάδιο της συσπείρωσης και εκπαίδευσης ενός όσο γίνεται μεγαλύτερου αριθμού νέων ιστορικών – που πιθανότατα η εξαρτημένη από την άρχουσα τάξη πανεπιστημιακή intelligencia θα επιχειρήσει σε λίγο καιρό να παρουσιάσει ως «αυθεντίες», όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, ώστε να καταλάβουν πανεπιστημιακές έδρες όπου ως τώρα δεσπόζουν οι προπαγανδιστές του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», για την προώθηση των «ερευνών» αυτού του είδους. Ετσι ανακυκλώνεται καρκινοβατώντας επί τόπου επιστημονικά και το ανθρώπινο δυναμικό των ιστορικών της πλευράς των νικητών που αποτελούν παμψηφία, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, στους πανεπιστημιακούς χώρους. Σε ό,τι αφορά τη Μέση Εκπαίδευση, η κατάσταση θα μπορούσε να είναι αρκετά καλύτερη αλλά -πέρα από το αληθινό γεγονός ότι η Ιστορία όλο και λιγότερο αποτελεί πεδίο ενδιαφέροντος για τους σημερινούς μαθητές που πιέζονται αφόρητα και από παντού μπροστά στις Πανελλήνιες εξετάσεις, έτσι, ώστε τα όσα θα διδάξει κάποιος προοδευτικός καθηγητής να περάσουν σχεδόν απαρατήρητα- ο προοδευτικός δάσκαλος ή καθηγητής θα πρέπει να προσέχει πολύ το τι θα πει και πώς θα το πει, και στα δημόσια, αλλά ιδιαίτερα στα περιζήτητα «ιδιωτικά» σχολεία που -σύμφωνα με το αντιηρωικό πνεύμα της εποχής μας- προσελκύουν τα βαλάντια και των «μη προνομιούχων».


Εχοντας αποτύχει να προωθήσει τις όποιες αντιδραστικές θεωρίες για την Ιστορία που ήρθαν απ’ έξω, η επίσημα διδασκόμενη ακαδημαϊκή Ιστορία στην Ελλάδα αρχίζει να δείχνει κάπως σαν απομονωμένη από τη λαϊκή προσοχή και τα λαϊκά ενδιαφέροντα, ενώ οι προσπάθειες του «Βήματος» φτάνουν σε μάλλον λίγα «ευήκοα ώτα». Αναπαράγοντας μόνιμα αλλά και τμηματικά τη θεωρία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία προκαλεί την περιφρόνηση της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής νεολαίας που -αν προηγούμενα δεχόταν παθητικά αυτή την «εκ των άνω» επιστημονικά αστήρικτη και αυταρχική διδαχή- τώρα αρχίζει και πάλι να διεκδικεί τον παραδοσιακά (καθώς η νεολαία δεν αποτελεί κοινωνική τάξη) πρωτοποριακό της ρόλο σε μια κοινωνία όπου και το λαϊκό κίνημα δείχνει ότι αρχίζει να ξεπερνάει, έστω και με πολύ αργούς ρυθμούς, την κρίση διαρκείας από το 1989-1991. Κάποιοι αρχίζουν να βλέπουν ότι το οποιοδήποτε αντιδραστικό απόφθεγμα για την Ιστορία ταιριάζει με τις κραυγαλέα αντιδραστικές κατευθύνσεις της πολιτικής της άρχουσας τάξης και των κομμάτων που τη στηρίζουν. Παραδείγματα που προέρχονται από πολλές πλευρές συνοψίζουν παραστατικά την εικόνα. Οταν π.χ. σε μια συλλογική συμβολή διαφόρων πανεπιστημιακών καθηγητών να γραφτεί η ιστορία του Καρλομάγνου (που δημοσιεύθηκε στις «7 μέρες της Καθημερινής») διαβάζουμε στην εισαγωγή «για μας, που ανήκουμε στη Δύση», είναι επόμενο να μπορεί να σκεφθεί ο αναγνώστης ότι αν θεωρεί ότι δεν «ανήκει στη Δύση», μπορεί να επιληφθούν οι praetores urbani21 του κ. Υπουργού Δημόσιας Τάξης (κάποτε είχαν χαρακτηριστεί και «αρχάγγελοι»). Αν η Ιστορία αποτελείται από «τον τονισμό των μειζόνων και την αποσιώπηση των ελασσόνων», όπως έλεγε ένας συντηρητικός ιστορικός, καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών, τότε στο παράδειγμα που μόλις παρατέθηκε και αφορά τον Καρλομάγνο, το στοιχείο του ελαφρά γελοίου που γράφεται στην εισαγωγή προκαλεί το συνειρμό μιας όχι και τόσο μακρινής αστυνομικής απειλής και δείχνει με σαφήνεια ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της Ιστορίας που η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία επιδιώκει να προβάλει και να τονίσει. Από ό,τι προηγήθηκε πιο πάνω, μάλλον οι καιροί δεν είναι τόσο ευνοϊκοί γι’ αυτήν, γι’ αυτό και μια από τις μείζονες πρόσφατες προσπάθειές της ήταν να «τελειώσει» την Ιστορία.


*Ο Τηλέμαχος Λουγγής είναι Διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 1. Οπως λέει ο Μαρξ (K. Marx, «A Contribution to the Critique of Political Economy», Moscow 1977, 215): Η σχέση της υπάρχουσας έως τώρα ιδεαλιστικής ιστοριογραφίας με τη ρεαλιστική ιστοριογραφία. Ειδικότερα, το τι είναι γνωστό ως ιστορία του πολιτισμού, η παλιά ιστορία της θρησκείας και των κρατών.
2. G. W. F. Hegel: «Vorlesungen uber die Philosophie der Geschichte». Einfuhrung von Th. Litt, Stuttgart 1961, 39, 100-101, 105 passim (Διαλέξεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας. Εισαγωγή του Τ. Λιτ).
 3. F. Engels: «Critical Review of Karl Marx», (έργο σημ. 1), Collected Works 16, Moscow 1980, 474-475.
 4. K. Marx – F. Engels: «The German Ideology», (b) History, Collected Works 5, Moscow 1976, 43-45, 50-62.
 5. F. Engels, στον Conrad Schmidt, 5 Αυγούστου 1890.
 6. K. Marx, στον F. Engels, 3 Μαΐου 1854, Collected Works 39, Moscow 1983, 447.
7. Σημ. Σύντ. Τηρουμένων των αναλογιών.
 8. Για το λεγόμενο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και τι μπορεί να σημαίνει από μαρξιστική σκοπιά, πρβλ. Τ. Λουγγής: «Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας (324-1204)», β΄ έκδοση «Σύγχρονη Εποχή» 1998, σελ. 110. 
9. Βλ. π.χ. C. Antoni: «L’ Historisme», Geneve 1963, passim. Ορισμένοι από τους αναφερόμενους (Burke, Guizot) είναι ιδιαίτερα αντιδραστικοί.
10. Redivivus = Μεταχειρισμένος ή από δεύτερο χέρι (The Oxford Latin Dictionary, Oxford 1984, s.v.: re-used, second-hand).
 11. Σημ. Σύντ. «Οι καιροί δεν έχουν αλλάξει τα ήθη».
 12. Σημ. Σύντ. Ο Μαρξ πλαστογραφημένος από τον κύριο Τζερμιά.
 13. Σημ. Σύντ. «Να ο κόσμος σου, κι αυτό κόσμος θα πει».
 14. Σημ. Σύντ. «Η λογική γίνεται παράλογο».
 15. Το Δεκέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές από τη βασιλόφρονα Δεξιά που είχε σαν βασικό της σύνθημα το περιβόητο «οίκαδε» (να επιστρέψουν οι στρατιώτες μας από τη Μικρά Ασία). Φυσικά, όταν κέρδισαν τις εκλογές, οι βασιλικοί συνέχισαν με μεγαλύτερη προσήλωση την τυχοδιωκτική Μικρασιατική εκστρατεία, ως το μοιραίο τέλος της.
 16. Το Μάρτιο του 1935 επιχειρήθηκε κίνημα από βενιζελικούς αξιωματικούς (Σ. Σαράφης, Ι. Στεφανάκος Χρ. Τσιγάντες κ.ά.) που απέτυχε και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος στον Γ. Κονδύλη να επαναφέρει ως πολίτευμα τη Βασιλεία με ένα κραυγαλέα νόθο δημοψήφισμα.
17. Σημ. Σύντ. «Η αιώνια πόλη εξουσιάζει τον κόσμο».
18. F. Engels: «Preface to the “Civil War in France”of Karl Marx», 18.3.1891: «βρίσκουμε εκεί (στις ΗΠΑ) δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους που παίρνουν εναλλάξ την κατοχή της κρατικής εξουσίας και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, και το έθνος είναι ανίσχυρο απέναντι σε αυτά τα δυο μεγάλα καρτέλ πολιτικών, που για το ειδέσθαι είναι υπηρέτες του, αλλά στην πραγματικότητα κυριαρχούν πάνω του και το λεηλατούν».
 19. Σημ. Σύντ. «Αγία απλοϊκότητα».
 20. Σημ. Σύντ. Μέρος αντί όλου.
 21. Σημ. Σύντ. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί.

Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία (ΙΙ): Κατίν B


Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία (ΙΙ): Κατίν

Κατίν: Από τον Γκαίμπελς στους κινηματογράφους

Η διαχρονικότητα ενός ψέματος




«Εδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια-δυο βδομάδες» (Τζ. Γκαίμπελς για το Κατίν, «Απομνημονεύματα», 14 Απριλίου 1943)1.


«Αισθήματα έκπληξης και μετάνοιας θα νιώσουν εκείνοι οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν τόσο καλά την υπουλότητα και ιδιοφυΐα της προπαγανδιστικής μηχανής του Γκαίμπελς, πέφτουν θύματα της παγίδας που η ίδια έστησε» («The Times», 28 Απριλίου 1943, αντιδρώντας στην αβίαστη και άμεση υιοθέτηση της ναζιστικής προπαγάνδας από την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου).


«Υπολογίζουμε το ενδεχόμενο να πάμε την αντισοβιετική καμπάνια πολύ μακριά, αλλά αισθανόμαστε ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τη Γενική Συνέλευση (του ΟΗΕ) για ένα τόσο πολύτιμο προπαγανδιστικό σκοπό. Μπορούμε να αναδείξουμε τη σφαγή στο Κατίν…» (Ντοκουμέντα του US Department of State / Foreign Relations of the United States, «Σχέσεις ΗΠΑ-ΟΗΕ», τόμος ΙΙΙ, 1952-1954, σελ. 13).


«Η σφαγή στο δάσος του Κατίν υπήρξε μια εγκληματική πράξη ιστορικής εμβέλειας με μακρόχρονες πολιτικές συνέπειες» (Benjamin B. Fisher, Τμήμα Ιστορίας του Κέντρου Ερευνας Πληροφοριών της CIA, 14 Απριλίου 2007).


«Πολιτικοί και συγγενείς θυμάτων στην Πολωνία υπήρξαν οι πρώτοι που παρακολούθησαν την παγκόσμια πρεμιέρα του “Κατίν”, μιας ταινίας για τη σοβιετική σφαγή 22.000 Πολωνών στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (United Press International, 18 Σεπτεμβρίου 2007).


«Οι Πολωνοί ξαναζούν τη σφαγή στο Κατίν»! Με αυτό τον τίτλο η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» αναδημοσίευσε (στο φύλλο της 22-23 Σεπτεμβρίου 2007) το σχετικό άρθρο της γαλλικής «LE MONDE», βάζοντας υπέρτιτλο: «Τον Μάιο του 1940 η μυστική αστυνομία του Στάλιν εκτέλεσε εν ψυχρώ 22.000 Πολωνούς. Η νέα ταινία του κορυφαίου σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα ρίχνει αλάτι σε μια ανοιχτή πληγή».


Οπως διαβάζουμε στη συνέχεια, η εν λόγω ταινία, η οποία προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες της Πολωνίας – προσεχώς και στην Ελλάδα – «φωτίζει ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια της ιστορίας της χώρας».


Πράγματι φωτίζει; ΄Η μήπως προάγει την ιστορική τύφλωση ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης, αναπαράγοντας με όρους μεγάλης οθόνης ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα το οποίο αξιοποιήθηκε διαχρονικά εξίσου από όλες τις πολιτικές εκφάνσεις του αντικομμουνισμού, από το φασισμό ως την αστική «δημοκρατία», τις αντεπαναστατικές δυνάμεις στην Ανατολική Ευρώπη κλπ.;


Για να απαντήσουμε όμως επί της ουσίας στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν, εκεί που ξεκίνησαν όλα.


Ενας τελευταίος προπαγανδιστικός άσος στο μανίκι του Γκαίμπελς


Βρισκόμαστε στις 13 Απριλίου 1943. Περίπου δύο μήνες μετά τη συντριβή της φασιστικής στρατιωτικής μηχανής στο Στάλινγκραντ – που σηματοδότησε τη ριζική στροφή στον ρου του πολέμου – ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου ανακοίνωσε την «ανακάλυψη» από την Wehrmacht (Βέρμαχτ) ενός μαζικού τάφου 3.000 Πολωνών αξιωματικών σε μια περιοχή στο δάσος του Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ (στη συνέχεια ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 15.000 με 22.000-25.700, σύμφωνα με τη «Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού»!). Ενοχος αυτού του εγκλήματος: Ο εβραιομπολσεβικισμός. Το μήνυμα της ανακάλυψης που διατρανώθηκε σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα: Ο κίνδυνος του προελαύνοντος κομμουνιστικού τέρατος, το οποίο απειλούσε πλέον να πατήσει το πόδι του στις περιοχές του δυτικού πολιτισμού.


Η σοβιετική «Πράβντα» απάντησε άμεσα και στις 19 του ίδιου μήνα έγραψε: «Εχοντας συνείδηση της οργής ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας για τις σφαγές που διέπραξαν σε βάρος ειρηνικών (σ.σ. φιλήσυχων) πολιτών και ιδιαίτερα Εβραίων, οι Γερμανοί προσπαθούν τώρα να εγείρουν το μίσος ευκολόπιστων ανθρώπων ενάντια στους Εβραίους. Γι’ αυτό τον λόγο εφηύραν μια ολόκληρη συλλογή από “Εβραίους κομισάριους”, οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, συμμετείχαν στη δολοφονία των 10.000 Πολωνών αξιωματικών. Για τόσο έμπειρους παραχαράκτες δεν ήταν και δύσκολο να εφεύρουν ονόματα ανθρώπων, που ποτέ δεν υπήρξαν – Λεβ Ρίμπακ, Αβραάμ Μπορίσοβιτς, Πάουλ Μπροντνίσκι, Χάιμ Φίνμπεργκ. Αυτά τα πρόσωπα δεν υπήρξαν ποτέ, είτε στο “Παράρτημα Σμολένσκ της OGPU” είτε σε κανένα άλλο τμήμα της NKVD (σ.σ. όργανα του σοβιετικού κράτους που κατηγορήθηκαν για το έγκλημα)». Ακόμα και αναλύσεις της CIA αναγνώρισαν το «ελάττωμα» στην επιχειρηματολογία των Ναζί περί «εβραιομπολσεβικικών σφαγών», παραδεχόμενοι το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα των θυμάτων ήταν Πολωνοί εβραϊκής καταγωγής2. Και δεν ήταν μόνο αυτό.


Οπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος ο Γκαίμπελς, σε καταχώριση στο ημερολόγιό του (14 Απριλίου 1943), εξέφρασε την πεποίθηση ότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης για τουλάχιστον «μια-δυο βδομάδες». Σε μια άλλη καταχώριση με ημερομηνία 8 Μαΐου 1943 ανέφερε πως «δυστυχώς στους τάφους του Κατίν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες… Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατίν θα κατέρρεε». Και όμως, έξι δεκαετίες και πλέον μετά, η προπαγάνδα του Γκαίμπελς καλά κρατεί…


«Διεθνής διάσταση»


Επιδιώκοντας να προσδώσουν διεθνή διάσταση και «αντικειμενικότητα» στα αποτελέσματα της «έρευνας», οι ναζιστικές αρχές ενσωμάτωσαν στο εγχείρημα τον Πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (ο ίδιος ο Ερυθρός Σταυρός, αν και εκλήθη, αρνήθηκε να συμμετάσχει), καθώς και μια 12μελή «Διεθνή Επιτροπή», οι οποίοι και επικύρωσαν τα πορίσματα αυτής. Αξίζει να σημειωθεί πως η πολυεθνική σύνθεση της Επιτροπής αποτελεί ακόμα και σήμερα επιχείρημα στο οπλοστάσιο του ιστορικού αναθεωρητισμού κατά των Σοβιετικών. Επιχείρημα που σημειωτέον διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα υπεράσπισης των Ναζί στις Δίκες της Νυρεμβέργης.


Προφανώς το γεγονός ότι όλα τα μέλη της προέρχονταν από κράτη – δορυφόρους του Γ΄ Ράιχ (πλην της Ελβετίας) δε θεωρήθηκε ούτε τότε, ούτε και σήμερα, άξιο προβληματισμού. Ούτε το ότι η Επιτροπή παρέμεινε στο χώρο μόλις δύο μέρες εξετάζοντας 9 (!) προεπιλεγμένα από τους Ναζί πτώματα προτού συντάξει την έκθεσή της. ΄Η το γεγονός ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες στη λεγόμενη «Διεθνή Επιτροπή», όπως ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής της ιατροδικαστικής F. Hajek ή ο Βούλγαρος ιατροδικαστής M. Markov ανακάλεσαν αργότερα, καταθέτοντας ότι τα πορίσματα ήταν προκατασκευασμένα και υπεγράφησαν υπό καθεστώς πίεσης και φόβου (ο τελευταίος μάλιστα κατέθεσε σχετικά ως μάρτυρας κατηγορίας στις Δίκες της Νυρεμβέργης). Ακόμα και ο Τσόρτσιλ είχε δηλώσει στις 24 Απριλίου 1943 πως «είμαστε οπωσδήποτε αντίθετοι σε κάθε υποτιθέμενη “έρευνα” που θα διεξαγόταν από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ή οιονδήποτε άλλο οργανισμό από οιαδήποτε άλλη περιοχή υπό γερμανική κυριαρχία. Μια τέτοια έρευνα θα ήταν απάτη και τα συμπεράσματά της προϊόν τρομοκρατίας»3. Αυτά βέβαια ειπώθηκαν τότε. Ωστόσο, δε θα περάσει πολύς χρόνος ωσότου το Κατίν μεταφερθεί από το προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των Ναζί σε εκείνο του «ελεύθερου κόσμου».


Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση υιοθετεί τη ναζιστική εκδοχή – Η αντίδραση των Σοβιετικών


Ηδη από την επομένη κιόλας της ανακοίνωσης του Ραδιοφώνου του Βερολίνου, η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του στρατηγού Σικόρσκι είχε αποδεχτεί πλήρως τα συμπεράσματα των Ναζί αναφορικά με τη σοβιετική ενοχή. Το ίδιο έτος δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο από τον Πολωνό κόμη Geoffrey Potocki de Montalk το «Μανιφέστο του Κατίν», που επίσης κατηγορούσε τους Σοβιετικούς για τη σφαγή. Η στάση αυτή των Πολωνών εμιγκρέδων να αποδεχτούν τόσο αβίαστα τη γερμανική προπαγάνδα προκάλεσε ακόμα και την αντίδραση του αστικού Τύπου της Αγγλίας (βλέπε απόφθεγμα των «Times» στην εισαγωγή). Ο Αμερικανός καθηγητής G. Furr είναι πιο κατηγορηματικός: «Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι Ναζί έσφαζαν τους Πολωνούς σε τεράστιους αριθμούς, επέλεξανε να πιστέψουν την εκδοχή των Ναζί!


Ουδέποτε έθεσαν ερωτήματα γύρω από την ιστορία των Ναζί. Απλά την αποδέχτηκαν. Αν πραγματικά νοιάζονταν για αυτούς τους ανθρώπους, γιατί να το κάνουν αυτό;


Επραξαν κατ’ αυτό τον τρόπο γιατί υπήρξαν πολύ πιο εχθρικοί έναντι των Σοβιετικών απ’ ό,τι υπήρξαν ποτέ για τους Γερμανούς. Η πολωνική κυβέρνηση ήταν οι ίδιοι φασίστες»4.


Η σοβιετική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και στις 25 Απρίλιου 1943 ο λαϊκός επίτροπος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων Β. Μολότοφ επέδωσε στον Πολωνό απεσταλμένο Ρόμερ κείμενο, στο οποίο τόνιζε μεταξύ άλλων: «Η εχθρική προς τη Σοβιετική Κυβέρνηση συκοφαντική εκστρατεία που άρχισαν οι Γερμανοί φασίστες με το ζήτημα των από τους ίδιους διαπραχθέντων φόνων Πολωνών αξιωματικών στην περιοχή Σμολένσκ στο κατεχόμενο από τα γερμανικά στρατεύματα έδαφος, υποστηρίχθη εξ αρχής από την Πολωνική Κυβέρνηση και με κάθε τρόπο υποδαυλίζεται από τον πολωνικό Τύπο. Η Πολωνική Κυβέρνηση όχι μόνο δεν απέκρουσε την ελεεινή συκοφαντία κατά της ΕΣΣΔ, μα ούτε καν θεώρησε αναγκαίο να απευθύνει προς τη Σοβιετική Κυβέρνηση μια οιαδήποτε ερώτηση ή διευκρίνιση για το ζήτημα αυτό…


…Την εποχή που οι λαοί της Σοβιετικής Ενωσης χύνουν το αίμα τους σε τραχείς αγώνες με τη χιτλερική Γερμανία και με σκληρές μάχες κατορθώνουν τη συντριβή και την ήττα του κοινού εχθρού του ρωσικού και του πολωνικού λαού και την απελευθέρωση όλων των φιλελεύθερων δημοκρατικών χωρών, η Πολωνική Κυβέρνηση για να εξευμενίσει την τυραννία του Χίτλερ καταφέρνει το προδοτικό χτύπημα κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Η Σοβιετική Κυβέρνηση γνωρίζει πως η εχθρική αυτή εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ενωσης διεξάγεται από την Πολωνική Κυβέρνηση η οποία αποβλέπει με τη χρησιμοποίηση της χιτλερικής συκοφαντίας να ασκήσει πίεση κατά της Σοβιετικής Κυβέρνησης με σκοπό να της αποσπάσει εδαφικές παραχωρήσεις και να σφετεριστεί μέρος της σοβιετικής Ουκρανίας, της σοβιετικής Λευκορωσίας και της σοβιετικής Λετονίας»5.


Η Επιτροπή Burdenko και η αποδόμηση του ναζιστικού ψέματος


Με την απελευθέρωση της περιοχής από τον Κόκκινο Στρατό το Σεπτέμβριο του 1943 συστάθηκε μια ειδική επιτροπή υπό τον ακαδημαϊκό N. Burdenko προκειμένου να ερευνήσει το ζήτημα. Το πόρισμα της Επιτροπής ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1944 και αντέκρουε ένα προς ένα όλα τα σημεία της γερμανικής έρευνας. Ενδεικτικά, μπορούμε να σταθούμε στα εξής6:


·Αναφορικά με τη θέση των μαζικών τάφων: Οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι το δάσος του Κατίν ήταν μια απομονωμένη περιοχή που χρησίμευε ως τόπος εκτελέσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα, όμως, το Κατίν υπήρξε ένας πολυσύχναστος χώρος, τον οποίο οι ντόπιοι κάτοικοι επισκέπτονταν συχνά ως τόπο αναψυχής και διακοπών. Ειδικότερα, η ακριβής περιοχή όπου ανακαλύφθηκαν οι τάφοι αποτελούσε δημοφιλή προορισμό για τους Πιονιέρους για θερινές κατασκηνώσεις. Βρισκόταν δε μόλις λίγα μέτρα από την εθνική οδό Σμολένσκ – Βιτέμπσκ, την οποία διέσχιζαν χιλιάδες άνθρωποι σε καθημερινή βάση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν μια τέτοια περιοχή να αποτελεί τόπο μαζικών εκτελέσεων και τάφων; Ηταν δυνατό να μην το αντιληφθεί κανείς; Τουναντίον, με την έλευση των γερμανικών στρατευμάτων, το δάσος του Κατίν έκλεισε για τον κόσμο προκειμένου να «φιλοξενήσει» τις στρατιωτικές μονάδες που φρουρούσαν την περιοχή.


·Οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο των εκτελέσεων είχαν παραχθεί στη Γερμανία (γεγονός που επιβεβαιώνεται, όπως είδαμε νωρίτερα, και από τις ημερολογιακές καταχωρίσεις του Γκαίμπελς).


Το δε διαμέτρημά τους δεν ανταποκρινόταν σε κανέναν τύπο όπλου που παρήγε η Σοβιετική Ενωση. Τα χέρια των εκτελεσθέντων ήταν δεμένα με σκοινί που επίσης δεν παραγόταν τότε στην ΕΣΣΔ.


·Στα πτώματα βρέθηκαν έγγραφα, επιστολές, αποδείξεις, κ.ά. με ημερομηνίες που έπονταν της γερμανικής εισβολής (οι Γερμανοί είχαν ισχυριστεί πως οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς την Ανοιξη του 1940). Αξίζει να σημειωθεί και πως στην ίδια τη Γερμανική Εκθεση Amtliches Material zum Massenmord von Katyn (Berlin: Zentralverlag der NSDAP, Franz Eher Nachf. G. m.b. H., 1943) αναπαράγεται στη σελίδα 330 ένα έγγραφο από πτώμα στο Κατίν με καταχωρημένη ημερομηνία «20 Οκτωβρίου 1941», όταν δηλαδή η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή εδώ και μήνες.7


·Επιπλέον, η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε πως ο βαθμός αποσύνθεσης των θυμάτων δε δικαιολογούσε τους γερμανικούς ισχυρισμούς. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν και από την αμερικανική αποστολή (από την Πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα) που παρευρίσκονταν στην έρευνα. Ο Βρετανός ιστορικός G. Roberts παραθέτει στο έργο του «Stalin’s Wars» ορισμένα αποσπάσματα από τα ιδιωτικά έγγραφα του Πρέσβη Harriman. Στην υποσημείωση αρ. 29, σελ. 400 ο Roberts καταγράφει τον Harriman να συνοψίζει τα συμπεράσματα της κόρης του (που μετείχε στην αποστολή) ως εξής: «Από τα αποδεικτικά στοιχεία γενικά και από την κατάθεση, η Kathleen και το μέλος της Πρεσβείας πιστεύουν ότι σε κάθε περίπτωση η σφαγή πραγματοποιήθηκε από τους Γερμανούς». Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι παρατηρήσεις της Kathleen Harriman αναφορικά με το πόσο «φρέσκα» φαίνονταν τα πτώματα, στοιχείο που αποτέλεσε μείζον ζήτημα και για την Επιτροπή Burdenko. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Γερμανών τα πτώματα βρίσκονταν θαμμένα επί τρία ολόκληρα καλοκαίρια, όταν το υπέδαφος ήταν ζεστό και η αποσύνθεση θα υπήρξε ραγδαία. Αντίθετα, οι Σοβιετικοί συμπέραναν πως οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς το Φθινόπωρο του 1941, οπότε βρίσκονταν θαμμένοι μόνο ένα καλοκαίρι (1942)8.


Δεκάδες μάρτυρες κατέθεσαν στην Επιτροπή, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι οι οποίοι είχαν καταναγκαστεί από την Γκεστάπο να υπογράψουν ως «μάρτυρες» στη Γερμανική έκθεση. Ωστόσο, η Εκθεση Burdenko θα απορριφθεί εν συνεχεία στο σύνολό της από την αστική ιστοριογραφία ως «σοβιετικό προπαγανδιστικό κατασκεύασμα», ενώ αντίστοιχα τα συμπεράσματα του ναζιστικού πορίσματος θα υιοθετηθούν ασυζητητί.


Από το οπλοστάσιο των ναζί στο οπλοστάσιο της «δημοκρατίας»…


Μέχρι και το 1945 διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ αναφέρονταν στην υπόθεση Κατίν ως «προπαγάνδα των Ναζί»9.


Στις 19 Ιουνίου του 1945, οι «New York Times», δημοσίευσαν μια ανταπόκριση από τη Στοκχόλμη με τίτλο «Η ιστορία με τους τάφους του Κατίν χαρακτηρίστηκε μαύρη απάτη». Το άρθρο βασιζόταν στις καταθέσεις του τελευταίου επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών (κατασκοπίας) των SS, Walter Schellenberg, σε ανακρίσεις των Συμμάχων, και συγκεκριμένα έγραφε:


«Στοκχόλμη, Σουηδία, Ιούνιος 28 – Η ιστορία με τους μαζικούς τάφους στο Κατίν, που προκάλεσε το παγκόσμιο αίσθημα πριν δύο χρόνια, υπήρξε μια προπαγανδιστική παράσταση που έστησαν οι Γκαίμπελς και Ρίμπεντροπ ώστε να προκληθεί ρήγμα μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών Συμμάχων, αναφέρει μια έκθεση που λάβαμε μέσω ειδικών καναλιών και επιβεβαιώνεται από ένα μήνυμα από το Οσλο απόψε. Ανακοινώθηκε πως ένας στενός συνεργάτης του Χίμλερ, ο αρχηγός μονάδας των SS Schellenberg, κατέθεσε αυτή την απίστευτη πληροφορία κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης στο Αρχηγείο των Συμμάχων στη Γερμανία την περασμένη Τρίτη…


…Απόψε, λάβαμε από το Οσλο μια έκθεση που επιβεβαιώνει τα παραπάνω, κατά την οποία ο Eric Johansen – ένας φυλακισμένος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sachsenhausen της Γερμανίας που πρόσφατα επαναπατρίστηκε – καταθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορία αναφορικά με τη γερμανική παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν.» Στον ίδιο τόνο και η γερμανική εφημερίδα «Nordwest – Nachrichten», που εκδιδόταν στη βρετανική ζώνη κατοχής, η οποία δημοσίευσε στο φύλλο της 4ης Ιανουαρίου 1946 (έτος 2ο, αρ. φύλλου 1) πρωτοσέλιδο με τίτλο: «Ετσι ήταν το Κατίν. Μαζική δολοφονία στην Πολωνία αποκαλύφθηκε ως ναζιστικό έγκλημα». Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα λάμβαναν άλλη τροπή… Το 1946, ο επικεφαλής της Σοβιετικής Εισαγγελίας στις Δίκες της Νυρεμβέργης, Roman A. Rudenko, πρότεινε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η υπόθεση του Κατίν, με το σκεπτικό πως αποτελούσε «μια από τις σημαντικότερες εγκληματικές πράξεις για την οποία ευθύνονται εγκληματίες πολέμου…». Ωστόσο, η αμερικανική και βρετανική πλευρά αρνήθηκαν να στηρίξουν το αίτημα, περιορίζοντας τη διαδικασία της ανάκρισης σε έξι μόλις καταθέσεις (3 υπέρ της σοβιετικής ενοχής και 3 υπέρ της ναζιστικής) μπλοκάροντας ουσιαστικά την εκδίκαση της υπόθεσης10.


Για ποιο λόγο η Σοβιετική Ενωση να θέσει την υπόθεση στην αρμοδιότητα ενός διεθνούς δικαστηρίου τη στιγμή που υποτίθεται ότι πάσχιζε να συγκαλύψει την «ενοχή» της, διεξάγοντας έρευνες που χαρακτηρίστηκαν παρωδία και κατασκευάζοντας Εκθέσεις που απορρίφθηκαν ως χαλκευμένες; Γιατί να μπλοκάρουν οι «Σύμμαχοι» τη διαδικασία;


Οι Δίκες της Νυρεμβέργης μπορεί να μην κατέληξαν σε απόφαση για το Κατίν αυτό καθαυτό, ανέδειξαν, ωστόσο, ορισμένα επιμέρους στοιχεία που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση: Πρώτον, έφεραν στο φως έγγραφα που αποτύπωναν την πολιτική των ναζί έναντι των Πολωνών και έκαναν λόγο για προσχεδιασμένες «εκτελέσεις χιλιάδων» αντιπροσώπων της πολωνικής ελίτ (γιατρών, διανοούμενων, κλπ. – οι αξιωματικοί του πολωνικού στρατού, όπως αυτοί που εκτελέστηκαν στο Κατίν, προέρχονταν αποκλειστικά από τέτοια στρώματα) με σκοπό τη μετατροπή της Πολωνίας σε αγροτική αποικία «σκλάβων της Μεγάλης Γερμανικής Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας»11.


Το δεύτερο έχει να κάνει με την εκδίκαση της υπόθεσης του «Γκέτο της Βαρσοβίας». Τον Απρίλη του 1943 οι ναζιστικές αρχές αποφάσισαν να «ξεμπερδέψουν» με τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης. Στο εγχείρημα αυτό, προσπάθησαν να παρασύρουν και Πολωνούς από τις λεγόμενες «Αριες συνοικίες», προβάλλοντας ως «κίνητρο» τις «τρομοκρατικές ενέργειες» των αντιστασιακών της Βαρσοβίας και τα «εγκλήματα του εβραιομπολσεβικισμού» στο Κατίν. Ωστόσο, η προπαγάνδα δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εκπληκτος, ο Γερμανός διοικητής των SS στην έκθεσή του στο Βερολίνο, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του γκέτο, «οι μονάδες μας δέχτηκαν πυρά ξανά και ξανά απ’ έξω από το γκέτο, από το Αριο τμήμα της Βαρσοβίας. Ομάδες εφόδου επιτέθηκαν αμέσως στις εν λόγω περιοχές πετυχαίνοντας τη σύλληψη 35 Πολωνών συμμοριτών, κομμουνιστών, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν χωρίς αναβολή. Σήμερα επαναλήφθηκε το ίδιο και θεωρήσαμε απαραίτητο να εκτελέσουμε και άλλους συμμορίτες, οι οποίοι πέφτοντας από τις σφαίρες ζητωκραύγαζαν «Ζήτω η Πολωνία!», «Ζήτω η Σοβιετική Ενωση!»12 Αυτούς τους πραγματικούς ήρωες επιχειρούν σήμερα οι ποικιλόμορφοι θιασώτες του ιστορικού αναθεωρητισμού να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου…


Το 1951 – 1952, με αφορμή τον πόλεμο της Κορέας, συστάθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ η Επιτροπή Madden (υπό τον Ρεπουμπλικανό R. J. Madden), η οποία κατέληξε στο «συμπέρασμα» πως οι Πολωνοί αξιωματικοί δολοφονήθηκαν από τους Σοβιετικούς και πρότεινε την παραπομπή της ΕΣΣΔ στο Διεθνές Δικαστήριο. Ανάμεσα σε εκείνους που κατέθεσαν στην Επιτροπή ήταν και ο Dr. Otto Stahmer, σύμβουλος του Γκέρινγκ (του νο. 2 στην ιεραρχία των ναζί) στις Δίκες της Νυρεμβέργης! Η όλη υπόθεση θεωρήθηκε μεταξύ άλλων και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για προπαγανδιστική δουλειά στους Αμερικανούς πολίτες πολωνικής ή άλλης ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής που έως τότε στήριζαν παραδοσιακά το κόμμα των Δημοκρατικών.13


Το Κατίν καταλαμβάνει από τότε περίοπτη θέση στο οπλοστάσιο του ιμπεριαλισμού. Σε έκθεση του υπουργείου των Εσωτερικών των ΗΠΑ (State Department) με την ένδειξη «Απόρρητος» και ημερομηνία 7 Ιουλίου 1952, ξεδιπλώνονται συνοπτικά οι συνομιλίες ΗΠΑ – Βρετανίας για τη χάραξη κοινής στρατηγικής στον ΟΗΕ. Στο κείμενο αυτό, εκτός από τη σημασία της χρησιμοποίησης της «ομπρέλας του ΟΗΕ» προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ΝΑΤΟ, αναφέρεται και η ανάγκη αξιοποίησης του Οργανισμού για αντισοβιετική προπαγάνδα. Ενα από τα δύο ζητήματα που «προσφέρονται» για το σκοπό αυτό δεν είναι άλλο από το Κατίν. Η πρόταση για «χρήση διαφόρων οργάνων του ΟΗΕ ως πλατφόρμες προπαγάνδας για τη Δύση», με την προώθηση «προβλημάτων» όπως η «σφαγή στο Κατίν», επαναλαμβάνεται και σε εμπιστευτικό έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.14


Ο αντίλογος στην αντικομμουνιστική αυτή πολεμική προερχόταν πολλές φορές από φωνές που δε θα περίμενε κανείς. Οπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Alexander Werth (1901 – 1969), γόνου εξόριστων τσαρικών εμιγκρέδων του Λονδίνου, ο οποίος διατέλεσε πολεμικός ανταποκριτής του BBC και των London Sunday Times στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρξε ανταποκριτής της Guardian στη Μόσχα. Στο έργο του «Russia at War: 1941 – 1945» (Η Ρωσία σε πόλεμο: 1941 – 1945) που εκδόθηκε το 1964 (και επανακυκλοφόρησε το 1984 και το 2000 – Caroll & Graf edition, New York), ο Werth, κάθε άλλο παρά κομμουνιστής, διατύπωσε ξεκάθαρες ενστάσεις και προβληματισμούς αναφορικά με την εκδοχή της σοβιετικής ενοχής για το Κατίν. Ταυτόχρονα, επισήμανε την ομοιότητα της τεχνικής των μαζικών δολοφονιών στο Κατίν με τις αναρίθμητές άλλες περιπτώσεις που έλαβαν χώρα από την Γκεστάπο στις κατεχόμενες από τους ναζί περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας πρώην Γερμανός στρατιώτης που ζούσε στην περιοχή του Surrey της Αγγλίας, παρενέβη με επιστολή του σε συζήτηση που είχε ανοίξει μέσα από τις στήλες των «The Times» το 1971 σχετικά με το Κατίν, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ως Γερμανός στρατιώτης, πεπεισμένος εκείνη την περίοδο για το δίκαιο της υπόθεσής μας, έλαβα μέρος σε πολλές μάχες και επιχειρήσεις κατά την εκστρατεία στη Ρωσία… Θυμάμαι καλά το θόρυβο όταν ξέσπασαν τα νέα το 1943 γύρω από την ανακάλυψη ενός αποτρόπαιου μαζικού τάφου κοντά στο Κατίν, μιας περιοχής που τότε απειλούνταν από τον Κόκκινο Στρατό.


Ο Τζόζεφ Γκαίμπελς, όπως δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία, είχε εξαπατήσει πολλούς ανθρώπους. Αλλωστε, αυτή ήταν η δουλειά του, και λίγοι θα αμφισβητήσουν τη σχεδόν απόλυτη ικανότητά του σ’ αυτή. Αυτό που πραγματικά προκαλεί έκπληξη, ωστόσο, είναι ότι (σ.σ. η ικανότητα του Γκαίμπελς στην εξαπάτηση) μπορεί να εμφανίζεται ακόμα στις σελίδες των Times 30 χρόνια αργότερα. Γράφοντας εκ πείρας δε νομίζω ότι εκείνη την ύστατη στιγμή του πολέμου ο Γκαίμπελς κατάφερε να ξεγελάσει και πολλούς Γερμανούς στρατιώτες στη Ρωσία για το ζήτημα του Κατίν…Οι Γερμανοί στρατιώτες γνώριζαν πολύ καλά για τις εκτελέσεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού… εμείς, οι Γερμανοί στρατιώτες, γνωρίζαμε πως οι Πολωνοί αξιωματικοί δεν εξολοθρεύτηκαν από κανέναν άλλο παρά από τους δικούς μας».15


…στο οπλοστάσιο της αντεπανάστασης


Τη δεκαετία του 1980, το Κατίν αποτέλεσε ιδεολογικοπολιτικό επιχείρημα των δυνάμεων της αντεπανάστασης, τόσο στην Πολωνία όσο και στη Σοβιετική Ενωση. Τα γεγονότα και οι προβοκάτσιες προμήνυαν τα όσα θα επακολουθούσαν μετά τις ανατροπές. Ας σταθούμε ενδεικτικά μόνο σε ένα: Στις 30 του Οκτώβρη 1989, μετέβη στο Κατίν – με την άδεια και τις ευλογίες του Γκορμπατσόφ – πολυάριθμη αντιπροσωπεία Πολωνών, μελών μιας οργάνωσης με την επωνυμία «Οικογένειες των Θυμάτων του Κατίν», προκειμένου να επισκεφτεί το μνημείο που είχαν στήσει εκεί οι Σοβιετικοί. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Zbigniew Brzezinski (Μπρεζίνσκι), ο πρώην σύμβουλος για ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, μέλος τότε της Συμβουλευτικής Επιτροπής Διεθνών Πληροφοριών του Προέδρου Μπους (πατρός) και πρωταγωνιστικός παράγοντας στην αντικομμουνιστική εκστρατεία των Ηνωμένων Πολιτειών (με «πλούσιο» βιογραφικό που εκτείνεται από την πολύμορφη και ολομέτωπη υποστήριξη των Μουζαχεντίν στο Αφγανιστάν ως την ενεργό διαβρωτική – διαλυτική δουλειά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Πολωνίας).


Οι συγκεντρωμένοι τέλεσαν λειτουργία και ανάρτησαν πανό με συνθήματα υπέρ της αντικομμουνιστικής πολωνικής οργάνωσης «Αλληλεγγύη». Ενας από τους «πενθούντες» τοποθέτησε μια πινακίδα που έγραφε «NKVD» καλύπτοντας τη λέξη «Ναζί», ώστε η επιγραφή στο μνημείο να φαίνεται ως εξής: «Στη μνήμη των Πολωνών αξιωματικών που δολοφονήθηκαν από τη NKVD το 1941». Στη συνέχεια, ο Μπρεζίνσκι έκανε δηλώσεις, οι οποίες μεταδόθηκαν με έμφαση και από τη σοβιετική τηλεόραση. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «Είναι πολύ σημαντικό για μένα να ειπωθεί η αλήθεια (!) για το τι πραγματικά συνέβη, γιατί μόνο μέσω της αλήθειας μπορεί η νέα σοβιετική ηγεσία να αποστασιοποιηθεί από τα εγκλήματα του Στάλιν και της NKVD… Το γεγονός ότι η σοβιετική κυβέρνηση μου έδωσε τη δυνατότητα να βρίσκομαι εδώ – και οι Σοβιετικοί γνωρίζουν τις απόψεις μου – συμβολίζει τη ρήξη με το σταλινισμό που αντιπροσωπεύει η περεστρόικα»16.


Και το 1992 επήλθε επιτέλους η «απόλυτη» και «πέραν πάσης αμφιβολίας» «δικαίωση» των υποστηρικτών της σοβιετικής ενοχής με την παρουσίαση από τον Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν στον Πολωνό ομόλογό του Λεχ Βαλέσα αντιγράφων μιας σειράς αρχειακών «ντοκουμέντων» που «επιβεβαίωναν» τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών από τις σοβιετικές αρχές (με την υπογραφή φυσικά του Ι. Β. Στάλιν). Περιλάμβαναν μεταξύ άλλων: α) Ενα κείμενο του Μπέρια στο οποίο πρότεινε την εκτέλεση 25.700 Πολωνών, β) ένα απόσπασμα από τη διαταγή του Πολιτικού Γραφείου για την εκτέλεση και γ) ένα σημείωμα του επικεφαλής της KGB Shelepin προς τον Χρουστσόφ σχετικά με την εκτέλεση 21.857 Πολωνών και την ανάγκη καταστροφής των σχετικών εγγράφων. Τα έγγραφα αυτά αποτέλεσαν έκτοτε το σημαντικότερο επιχείρημα του ιστορικού αναθεωρητισμού αναφορικά με το Κατίν. Το στοιχείο που παραλείπεται από όλες τις σχετικές προσεγγίσεις του θέματος είναι το εξής πολύ σημαντικό: Οτι η κύρια χρήση των εν λόγω εγγράφων ήταν άλλη. Πράγματι, τα συγκεκριμένα «ντοκουμέντα» είχαν προσκομιστεί (μόλις «εντοπισθέντα») από τη νομική ομάδα του Γιέλτσιν στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας προκειμένου να επισυναφθούν ως «πειστήρια» για την επιδιωκόμενη κήρυξη του ΚΚΣΕ ως «οργάνωσης αντισυνταγματικής».


Η υπεράσπιση εξέφρασε από την πρώτη στιγμή αμφιβολίες αναφορικά με την αυθεντικότητα των εγγράφων. Οι ενδείξεις που υποδείκνυαν πλαστογραφία ήταν πολλές: α) Η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών της αποστολής του κειμένου Μπέρια και της απόφασης του Πολιτικού Γραφείου (5 Μάρτη 1940). «Στην πρακτική των συνεδριάσεων του Πολιτικού Γραφείου δε συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο», αναφέρει ο Γιούρι Σλομπότκιν, ένας εκ των δύο μελών της υπεράσπισης που κλήθηκαν να δώσουν μια νομική εκτίμηση επί των εγγράφων. «Υπήρχε απόσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας της αποστολής του ενός ή του άλλου εγγράφου και της πρότασης να εξεταστεί κάποιο ζήτημα στη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου από την ίδια τη συνεδρίαση και δεν ήταν μικρότερη από 5-6 μέρες». β) Η απόφαση του ΠΓ είχε, μεταξύ άλλων, τις υπογραφές των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν, οι οποίοι ωστόσο ήταν απόντες από τη 13η Σύνοδο του οργάνου το Μάρτη του 1940! γ) Πολλές λεπτομέρειες που αφορούν την «τυπική» σύνταξη των εν λόγω κειμένων ή τη διαδικασία λήψης παρόμοιων αποφάσεων υπήρξαν περιέργως παράτυπες (θέση υπογραφών, το γεγονός ότι το μόνο σώμα με την αρμοδιότητα να εξουσιοδοτήσει την υψίστη των ποινών ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΣΣΔ – τέτοια αιτήματα δεν υποβάλλονταν ποτέ στο ΠΓ, κλπ.). δ) Τα έγγραφα που κατατέθηκαν ήταν φωτοαντίγραφα. Τόσο στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όσο και από την πολωνική πλευρά στη συνέχεια, ζητήθηκαν επίμονα τα πρωτότυπα. Ως τα σήμερα, τα κείμενα αυτά δεν έχουν κάνει την εμφάνισή τους. ε) Ο Shelepin αρνήθηκε γνώση του κειμένου που υποτίθεται πως φέρει την υπογραφή του. Τουναντίον, ερωτηθείς, δήλωσε πως οι γνώσεις του για το Κατίν την περίοδο που ήταν επικεφαλής της KGB περιορίζονταν στα εκάστοτε δημοσιεύματα του Τύπου…


Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι, χωρίς να αποδέχονται απαραίτητα τη σοβιετική εκδοχή των γεγονότων, παραδέχονται ταυτόχρονα πως «τέτοια έγγραφα δε θα γίνονταν ποτέ δεκτά σε ένα δικαστήριο» ως αποδεικτικά στοιχεία. Και όντως, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν τα συμπεριέλαβε στην απόφασή του στις 30 του Νοέμβρη 199217.


Κατίν: Όπλο του αντικομμουνισμού και του ιστορικού αναθεωρητισμού


Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν πτόησε την επιθετικότητα του ιστορικού αναθεωρητισμού. Οι υπέρμαχοι της «σοβιετικής ενοχής» συνεχίζουν την αντικομμουνιστική σταυροφορία τους, εξαπολύοντας μύδρους ακόμα και εναντίον όσων απλά τολμούν να ζητήσουν μια νηφαλιότερη, αντικειμενική και επιστημονική μελέτη των ιστορικών δεδομένων. Παραλληλίζονται με τους «αρνητές του Ολοκαυτώματος», χαρακτηρίζονται «λάτρεις του Στάλιν», κλπ. Υπάρχουν βέβαια και «όρια». Ετσι, όταν μια «νέα» μελέτη, βασισμένη σε αεροφωτογραφίες της Luftwaffe (Λουφτβάφε) και προηγούμενες «έρευνες» της CIA, βρέθηκε πρόσφατα σε τυπογραφείο της Πολωνίας, ο υπεύθυνος σύνταξης αρνήθηκε κατηγορηματικά να προχωρήσει στην εκτύπωση πλέον των 20 σελίδων με το αιτιολογικό – συν τοις άλλοις – ότι πρόδιδαν «σε απαράδεκτο βαθμό την υπογραφή της CIA»18.


Η ουσία του ζητήματος στην υπόθεση Κατίν δεν έχει να κάνει με την ιστορική έρευνα. Δεν έχει να κάνει με κάποια ανθρωπιστική ευαισθησία για περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου. Αλλωστε, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησε το 1998 από τον Πολωνό υπουργό Δικαιοσύνης να διενεργηθεί επίσημη έρευνα γύρω από το θάνατο 83.500 Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου (κατά τον σοβιετο-πολωνικό πόλεμο του 1919-1921), οι οποίοι πέθαναν σε άθλιες συνθήκες σε πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε. Καμιά ευαισθησία δεν επέδειξαν οι απανταχού αστοί «ανθρωπιστές», που αντιμετώπισαν το θέμα με χλευασμό και ειρωνεία.


Η ουσία είναι αλλού. Την περίοδο 1989-1991, όταν στη Σοβιετική Ενωση είχε ξεκινήσει ήδη η αποδόμηση του σοσιαλιστικού παρελθόντος μέσω της ταύτισης κομμουνισμού και φασισμού, Χίτλερ και Στάλιν, υπήρξαν φωνές που προειδοποιούσαν πως η επιμονή της Πολωνίας στο ζήτημα του Κατίν υπέκρυπτε ένα βαθύτερο νόημα: «Οτι η Σοβιετική Ενωση δεν ήταν καλύτερη – ή ακόμα ότι ήταν χειρότερη – απ’ ό,τι η ναζιστική Γερμανία» και πως η ΕΣΣΔ υπήρξε «εξίσου υπεύθυνη» για το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου19!


Η άποψη ενός μη κομμουνιστή Αμερικανού ακαδημαϊκού είναι χαρακτηριστική. Γράφει ο Grover Furr:


«Ορίστε η άποψή μου: Κανείς δε νοιάζεται για το τι συνέβη στους Πολωνούς αξιωματικούς! Κανείς, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των Πολωνών.


Ακόμα, κανείς δε νοιάστηκε ποτέ, ακόμα και την περίοδο που συνέβη!…


…από τότε, η “Σφαγή του Κατίν” αποτέλεσε ένα ραβδί για να χτυπούνε τους Σοβιετικούς. Ακόμα είναι μια επιπλέον “απόδειξη” ότι “ο κομμουνισμός είναι κακό πράγμα”…


…Ηδη με αποκαλούν έναν παλιο-λάτρη του Στάλιν επειδή επιμένω στα αποδεικτικά στοιχεία, επειδή δεν προσκυνώ τον ναό ανειλικρινών αντικομμουνιστών ιστορικών των οποίων τα έργα αποτελούν ντροπή για το επάγγελμα του ιστορικού…


…Η “Σφαγή του Κατίν” δεν αποτελεί ένα ιστορικό ζήτημα -αποτελεί ένα ΟΠΛΟ… Το χρησιμοποιείς για να κάνεις πόλεμο “στην άλλη πλευρά”, και μόνο αυτό»20.


Εν κατακλείδι. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει το εύρος της ιστορικής αποδόμησης στο οποίο προτίθεται να προβεί ο ιμπεριαλισμός στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της ιστορικής μνήμης. Οι κομμουνιστές δε φοβούνται την αλήθεια. Τουναντίον, την αποζητούν με το ίδιο πάθος και τόλμη, με τα οποία ρίχνονται στις καθημερινές και διαχρονικές μάχες για την προάσπιση των λαϊκών – εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αντίστοιχα, όμως, και με τον ίδιο ζήλο, καταπολεμούν τη συκοφαντία και το ψέμα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


1. Ολες οι αναφορές στα ημερολόγια του Τζ. Γκαίμπελς από την αγγλική μετάφραση: Goebbels J (1948) «The Goebbels Diaries (1942-1943)», μετάφραση Louis P. Lochner (New York: Doubleday & Company)


2. «Πράβντα» 19 Απρίλη 1943 και Fisher B «The Katyn Controversy: Stalin’s Killing Field»,


3. Ηλεκτρονικό άρθρο στον δικτυότοπο Κέντρου Μελέτης Πληροφοριών της CIA, 14 Απρίλη 2007 3. Βλέπε Fowler M (1985) «Winston S. Churchill. Philosopher and Statesman» (Lanham, MD: University Press of America) και Mukhin Y I (1995) «Katyn Detective» (Moskva: Firma Svetoton LTD)


4. Furr G. στο http://chss.montclair.edu/english/furr/pol/discuss-katyn041806r.html


5. Οπως αναδημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη», 10 Μάη 1943


6. Ολόκληρη η Εκθεση Burdenko μπορεί να βρεθεί εδώ: http://katyn.codis.ru/cccp054.htm


7. Οπως παρατίθεται στο Furr G., όπως πριν.


8. Roberts G «Stalin’s Wars» (New Haven: YaleUniversity Press) σελ.171-172 και 400


9. United States Department of State / Foreign relations of the United States: diplomatic papers: the Conference of Berlin (the Potsdam Conference), 1945, Volume II (1945), σελ. 803


10. Βλέπε Experts of Nuremberg Archives: Nikzor.org – 59ηΗμέρα, Πέμπτη, 14 Φλεβάρη 1946 και Conot R E (1984) «Justice at Nuremberg» (New York: Carol & Graf Publishers) σελ. 454


11. Ντοκουμέντο αρ. EC-344 (16), Πρακτικά Δικών Νυρεμβέργης, 14 Δεκέμβρη 1945, τόμος 3ος, σελ.576-581


12. Ντοκουμέντο αρ. 1061-PS, Πρακτικά Δικών Νυρεμβέργης, επισυναπτόμενο έγγραφο στον τόμο 3.


13. Fisher B, όπωςπρινκαι US Congress, House of Representatives, Select Committee on the Katyn Forest Massacre, 82d Congress, 1st and 2nd Session, 1951-1952, 7 parts (Washington, DC: US Government Printing Office, 1952)


14. Βλέπε United States Department of State / Foreign relations of the United States, 1952-1954. United Nations affairs, Volume III (1952-1954), σελ. 13 και 15


15. Οπωςπαρατίθεταιστο Rule E, «The Katyn Massacre», ηλεκτρονικήδημοσίευση (Ιούλης 2002), στο www.stalinsociety.org.uk/katyn.html


16. BBC News: Commemoration of Victims of Katyn Massacre, November 1, 1989και Associated Press: Brzezinski: Soviets Should Take Responsibility for Katyn Massacre, October 30, 1989


17. Βλέπε Γιούρι Σλομπότκιν «Κατίν: Πώς και γιατί οι χιτλερικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς», στο «Ριζοσπάστη», 29/5/2005, Mukhin Y I (1995) όπως πριν, και G Furr στο http://holocaustcontroversies.blogspot.com/2007/03/andnow-for-something-not-completely.html


18. Fisher B, όπωςπριν.


19. Βλέπε Nina Tumarkin (1994) «The Living and the Dead: The Rise and Fall of the Cult of World War II in Russia» (New York: Basic Books) σελ.140


20. Furr G. στο http://chss.montclair.edu/english/furr/pol/discuss-katyn041806r.html


Του
Αναστάση Γκίκα
 συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

TOP READ