31 Ιουλ 2013

H Επανάσταση των Αβασσιδών

 H Επανάσταση των Αβασσιδών

του Neil Faulkner (μτφ. Proletariates)

Οι κατακτήσεις που ξεκίνησαν το 632 μΧ χάρισαν στους άραβες στρατηλάτες και τα στρατεύματα τους μια περιοχή που απλωνόταν από τον Ατλαντικό ως το Αφγανιστάν. Και πέρασε στα χέρια τους όλο ο πλούτος της βυζαντινής Συρίας, του Ιράκ των Σασσανιδών και της Ισπανία των Βησιγότθων. Τέτοια αύξηση πλούτου και ισχύος δεν ήταν δυνατό να συμβαδίσει με μια κοινωνική τάξη που βασιζόταν σε φυλές της ερήμου και στο εμπόριο των καραβανιών. 


Μετά το θάνατο του Μωάμεθ, η ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου πέρασε στο χαλίφη Αμπού Μπάκρ (Abu Bakr) για σύντομο χρονικό διάστημα (632-634) και στη συνέχεια σε άλλους δύο χαλίφηδες, Ομάρ (634 - 646) και Οσμάν (646 - 656), όλοι τους σύντροφοι του Μωάμεθ. Ακολούθησε ο Αλή (656 - 661), γαμπρός και εξάδελφος του Μωάμεθ.

Η κρίση των ετών 658-661 ήταν καθοριστική.Με την εξέγερση του Μωαβίγια (συγγενούς του δολοφονημένου χαλίφη Οσμάν), ξέσπασε ένας ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος, ο Αλή δολοφονείται (όπως κι ο γιος του Χουσεΐν 19 χρόνια περίπου αργότερα) και η εξουσία περνάει στα χέρια του Μωαβίγια. Ο τελευταίος ιδρύει την δυναστεία των Ομεϋαδών με έδρα τη Δαμασκό που διατηρήθηκε έναν περίπου αιώνα.




Η ισλαμική πολιτικο-θρησκευτική ελίτ αυτό-διασπάστηκε. Και η διάσπαση αυτή θα γίνει η αιτία να διασπαστεί ο μουσουλμανικός κόσμος αργότερα σε δύο εχθρικά μέτωπα : τους Σιίτες και τους Σουνίτες. Η σχέση μεταξύ Οσμάν και Μωαβίγια με τους Σουνίτες και Αλή και Χουσεΐν με τους Σιίτες είναι άμεση.

Οι Ομεϋάδες ήθελαν γενική εκμετάλλευση της αυτοκρατορίας. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν ήθελαν να διατηρήσουν την καθαρότητα του Ισλάμ. Οι Ομεϋάδες θεωρούν ότι η διαδοχή του Μωάμεθ δεν χρειάζεται να είναι κληρονομική, αναγνωρίζοντας ως νόμιμους διαδόχους του Μωάμεθ τους τρεις πρώτους μετά από εκείνον χαλίφηδες, δηλαδή τον Αμπού Μπακρ, τον Ομάρ και τον Οσμάν. Δίνουν έμφαση στην σούνα (παράδοση) που προϋποθέτει την πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου, που θεωρείται θεμέλιο του Ισλάμ. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν πίστευαν ότι χαλίφης, δηλαδή θρησκευτικός ηγέτης, μπορεί να γίνει μόνο κάποιος άνθρωπος που κατάγεται από την οικογένεια του προφήτη. Ονομάστηκαν σιίτες, (Σι'ατ Αλί, δηλαδή το «κόμμα του Αλί»).



Κατά τον αιώνα της κυριαρχίας τους οι Ομεϋάδες κράτησαν την αυτοκρατορία ενωμένη και εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο και τις δυνάμεις των παλιών πολιτισμών. Ο αραβικός κόσμος ανέπτυξε μια πλούσια αγροτική οικονομία, περίτεχνα αστικά κέντρα, δυναμικό τραπεζικό σύστημα και εξαιρετική παράδοση φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος ζούσε μέσα στο έρεβος των Σκοτεινών Αιώνων.

Δυο ήταν οι αντιφάσεις που χαρακτήριζαν την αυτοκρατορία των Ομεϋαδών και προκάλεσαν την κατάρρευσή της. Πρώτον, η γεωγραφία του αραβικού κόσμου εμπεριείχε διάφορες φυσικές οικονομικές περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκαν διαφορετικές άρχουσες τάξεις με διαφορετικά η καθεμία συμφέροντα. Οι μεγάλες αποστάσεις δυσχέραιναν τον έλεγχο από τους Ομεϋάδες. Πώς μπορούσε ένας στρατός να ελέγξει τη Βαγδάτη, το Κάιρο, την Τύνιδα και τη Φεζ;

Δεύτερο, οι Ομεϋάδες αντιπροσώπευαν την στρατιωτική αραβική αριστοκρατία που είχε κάνει τις κατακτήσεις και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις αρχαίες πάλεις της Συρίας. Η ελίτ αυτή έκτιζε παλάτια και ξόδευε αφειδώς σε περίλαμπρη αρχιτεκτονική, σε καλές τέχνες και σε προϊόντα πολυτελείας. Υποστηρίζονταν από στρατιωτικές ομάδες που ζούσαν σε ξεχωριστές πόλεις – στρατόπεδα, απαλλαγμένες από τη φορολογία και συντηρούμενες από λάφυρα και φόρους που πλήρωναν άλλοι. Η άρχουσα τάξη των Ομεϋαδών ήταν μικρή και παρασιτική και βασιζόταν στην υποστήριξη μιας μικρής στρατιωτικής κάστας, εξίσου παρασιτικής.




Αλλά η οικονομία ευημερούσε. Οι πόλεμοι μεταξύ των παλιών αυτοκρατοριών είχαν καταστρέψει τη γη, αποδιοργανώσει το εμπόριο, εξαντλήσει τη φοροδοτική ικανότητα και το ανθρώπινο δυναμικό. Η Pax Islamica έδωσε τεράστια ώθηση στη γεωργία και το εμπόριο, οι αρχαίες πόλεις που βυθισμένες μέσα την παρακμή και την εξαθλίωση μεταμορφώθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι έμποροι και οι τεχνίτες έγιναν μια πολυπληθής, πλούσια και δυναμική κοινωνική ομάδα. Εδώ βρίσκονται και οι κοινωνικές ρίζες της νέας επανάστασης.

Πολλοί προσηλυτίστηκαν στον Ισλάμ. Αλλά για να περιορίσουν το αριθμό αυτών που δικαιούνταν φοροαπαλλαγή, οι Ομεϋάδες δημιούργησαν μια νέα κατηγορία μουσουλμάνων δευτέρας κατηγορίας: οι νεοπροσήλυτοι χαρακτηρίζονταν mawali (μη άραβες μουσουλμάνοι) και εξαιρούνταν των αραβικών προνομίων.





Στα μέσα του 8ου μΧ αιώνα, οι Άραβες ήταν μια μικρή στρατιωτική αριστοκρατία που ζούσε από τους φόρους που απέδιδε μια ολοένα και αυξανόμενη μάζα από μουσουλμάνους έμπορους και τεχνίτες των πόλεων. Όλοι αυτοί αποτελούσαν το κοινό προς το οποίο απευθύνθηκαν διάφοροι ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί όπως οι Σιίτες, οι ακόμη πιο ριζοσπαστικοί Kharijites και διάφοροι μεσσιανικοί mahdis (πεφωτισμένοι).

Κανένα από τα κινήματα αυτά δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να απειλήσει το κράτος των Ομεϋαδών. Εξέφραζαν απλώς την κοινωνική δυσαρέσκεια και έδειχναν την αστάθεια του κράτους. Η κρίσιμη κίνηση ήταν μια καιροσκοπική διάσπαση που έλαβε χώρα εντός της αραβικής άρχουσας τάξης.

Ο Αμπού ελ Αμπάς, ένας απόγονος της οικογένειας του Μωάμεθ, δημιούργησε ένα υπόγειο δίκτυο υποστηρικτών του στο Ιράκ, μπήκε επικεφαλής διαφόρων αντικαθεστωτικών ομάδων και καθοδήγησε μια εξέγερση κατά της δυναστείας των Ομεϋαδών.

Οι Ομεϋάδες ηττήθηκαν και το 750 μΧ εγκαθιδρύθηκε μια νέα δυναστεία, αυτή των Αββασιδών, με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη.

Η εξουσία πέρασε σε μια ευρύτερη βάση που συμπεριελάμβανε και την αστική ελίτ των κρατικών αξιωματούχων, των εμπόρων, των διανοουμένων και των κληρικών. Η αραβική εθνικότητα και το κύρος των πολεμάρχων υπέστησαν καίριο πλήγμα αλλά η αγροτική οικονομία, το εμπόριο και οι πόλεις συνέχισαν να αναπτύσσονται. Αλλά οι δυο αντιφάσεις που διαπερνούσαν την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία επανεμφανίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Οι πόλεις ήταν το επίκεντρο της ισλαμικής ζωής ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούμενες και ανεξάρτητες και οι ανά πόλη ελίτ ήλεγχε την αγροτική οικονομία, το εμπόριο, τις οικοδομικές κατασκευές, την τήρηση των θρησκευτικών υποχρεώσεων και την ασφάλεια των πόλεων. Τα συμφέροντά τους ήταν γεωγραφικώς περιορισμένα.




Οι κοινωνικές διαφορές ήταν έντονες. Τα χαλιφάτα των Αβασσίδων κινδύνευαν από τις αποσκιρτήσεις των μεθοριακών περιοχών, από πραξικοπήματα δυσαρεστημένων τμημάτων της ελίτ και εξεγέρσεις από τα κάτω που υποκινούσαν είτε διάφοροι σχισματικοί είτε οι μάζες της υπαίθρου που υφίσταντο σκληρή εκμετάλλευση. Το ισλαμικό κράτος υπήρχε και συντηρούνταν πέρα και πάνω από την κοινωνία. Ήταν κάτι παραπάνω από ένας μηχανισμός συσσώρευσης των απαραίτητων στρατιωτικών πόρων που ήταν αναγκαίοι για τη διαιώνιση της δυναστείας.

 Οι Ομεϋάδες είχαν ήδη αποκοπεί από την κοινωνία κτίζοντας πολυτελή παλάτια και ζώντας μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Οι Αβασσίδες πήγαν ακόμη πιο πέρα.




Για να ξεφύγουν από την εκμετάλλευση της ελίτ της Βαγδάτης έκτισαν μια νέα πόλη στον ποταμό Τίγρη, τη Σαμάρρα. Το πρώτο παλάτι χτίστηκε μεταξύ 836 και 842 μΧ και ήταν μεγαλύτερο από του Λουδοβίκου του 14ου στις Βερσαλλίες. Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, χτίστηκαν δύο ακόμη παρόμοια παλάτια.

Το κράτος των Αβασσίδων αποκόπηκε περαιτέρω από την κοινωνική βάση όταν αντικατέστησε το στράτευμα με μισθοφόρους-κυρίως Τούρκους από την κεντρική Ασία που εγκαταστάθηκαν στη Σαμάρρα.

Η διοίκηση και ο στρατός συντηρούνταν με τη άτεγκτη φορολόγηση, ειδικά των μη μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις και οι φυλές ανέπτυξαν ισχυρές τοπικές ταυτότητες και ιδεολογίες. Αν και το Ισλάμ είχε δημιουργήσει μια ισχυρή πίστη εντός του αραβικού κόσμου, δεν υπήρχαν ισχυροί συνδετικοί κρίκοι στο κράτος και την κοινωνία.


Κατά τη διάρκεια του 9ου και του 10 ου μΧ αιώνα, η ισλαμική αυτοκρατοτία κατακερματίστηκε: στο χαλιφάτο των Αβασσίδων εξεγέρθηκαν οι Φατιμίδες του Καΐρου, οι Ομεϋάδες στην Κόρδοβα και διάφοροι άλλοι μικρότεροι ανεξάρτητοι και ημι-ανεξάρτητοι τοπικοί άρχοντες. Οι συγκρούσεις εντός και μεταξύ αυτών των περιοχών αύξησε το κόστος διατήρησης της κρατικής εξουσίας, άδειασε τα κρατικά θησαυροφυλάκια και αποδυνάμωσε περαιτέρω την αυτοκρατορία.

Μέσα στον 11ο μΧ αιώνα, το χαλιφάτο των Αβασσίδων κατέρρευσε. Το χαλιφάτο των Σελτζούκων Τούρκων μισθοφόρων, ενισχυμένο από νέα μεταναστευτικά ρεύματα από την κεντρική Ασία που προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ, έγινε η κυρίαρχη δύναμη.




Η έλλειψη κοινωνικών δεσμών κράτους και λαού και η ανάθεση της στρατιωτικής εξουσίας σε μισθοφόρους, έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Ο λαός, εξουθενωμένος από τη φορολογία που πλήρωνε για τη συντήρηση των παλατιών, του στρατού και του κρατικού μηχανισμού ήταν αδιάφορος για το ποιόν των αρχόντων. Περαιτέρω, η όλη περιοχή παρέμενε ένα μωσαϊκό μειονοτήτων, με αποτέλεσμα η όποια πολιτική πίεση να μεταμορφώνεται σε αντίσταση με κριτήριο τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές.

 Στα τέλη του 11ου αιώνα ο κόσμος της Μέση Ανατολής ήταν διαιρεμένος σε πολλά ανίσχυρα και χωρίς λαϊκή υποστήριξη κρατίδια. Το τίμημα που θα πλήρωνε για τη διάσπαση του θα ήταν πολύ βαρύ.




Το Νοέμβριο του 1095, ο πάπας Ουρβανός ο Β’ σε ένα λόγο του στη Κλερμόν της Γαλλίας, κάλεσε την δυτική φεουδαρχική ελίτ υπό τα όπλα για ένα Ιερό Πόλεμο κατά του Ισλάμ για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Η εποχή των σταυροφοριών ξεκινούσε.

Στη μνήμη της Αλίντας Δημητρίου

Στη μνήμη της Αλίντας Δημητρίου

Η κε του μπλοκ αναδημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από μια παλιότερή της ανάρτηση  με τίτλο "τα κορίτσια της βροχής" για το ομώνυμο ντοκιμαντέρ της αλίντας δημητρίου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη της σκηνοθέτη που απεβίωσε χθες σε ηλικία 80 ετών.

Πριν από μερικούς μήνες η κε του μπλοκ βρέθηκε σε μια εκδήλωση στον όμορφο χώρο της λαμπηδόνας, όπου παρακολούθησε το τρίτο ντοκιμαντέρ της αλίντας δημητρίου, που κλείνει την τριλογία της για τη συμβολή των γυναικών στους αγώνες του λαϊκού κινήματος, κατά τον εικοστό αιώνα.

Σε αυτό το ντοκιμαντέρ η αλίντα μας παρουσιάζει τις γυναίκες που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και αντιστάθηκαν στην χούντα των συνταγματαρχών και της «ελλάδος ελλήνων χριστιανών», και στέκεται κυρίως στο κεφάλαιο της οδού μπουμπουλίνας και των βασανιστηρίων της ασφάλειας. Οι πιο πολλές μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές, γροθιά στο στομάχι του ανυποψίαστου θεατή, ακόμα και του υποψιασμένου.

Το ντοκιμαντέρ βασίζεται στη δύναμη των γυμνών αφηγήσεων. Απαλλαγμένες από κάθε είδους «καλλιτεχνικές αρετές», παρατίθενται χωρίς ανάσα και δημιουργούν μία αίσθηση «ασφυξίας» στο θεατή, πετυχαίνοντας έτσι να αποδώσουν πιστά τα συναισθήματα των γυναικών που τα έζησαν κι ένιωθαν να μην έχουν καμία διέξοδο, πέραν της λιποθυμίας.

Πολλές φορές γίνεται δύσκολο να τ’ ακούς, να τα αναπαριστάς νοερά στην οθόνη του μυαλού σου, πόσο μάλλον να τα ζεις δια ζώσης και να τα διηγείσαι. Κάποιες από τις γυναίκες που δέχτηκαν να μιλήσουν, σταμάτησαν την αφήγηση σε μερικά σημεία και τους ήταν δύσκολο να συνεχίσουν γιατί ένιωθαν πως τα ξαναζούσαν. Ή γιατί ακόμα και σήμερα, από τέτοια χρονική απόσταση, δε θέλουν να αποκαλύψουν όλες τις λεπτομέρειες, ντρέπονται να μιλήσουν δημόσια για τις ταπεινώσεις που υπέστησαν.

Μια δυσφορία που αυξάνεται απ’ τη μετέπειτα ατιμωρησία των βασανιστών, λυτρώνεται όμως απ’ την μεγαλοψυχία και την δύναμη των γυναικών, που δε στοχοποιούν προσωπικά τους βασανιστές τους, αλλά το σύστημα που επέβαλε τα βασανιστήρια –και τέτοια υπάρχουν πολλά ακόμα ανά την υφήλιο. Καθώς επίσης κι από τη βεβαιότητα ότι αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα ξανάκαναν τα ίδια ακριβώς και θα ακολουθούσαν απαρέγκλιτα τον ίδιο δρόμο.

Κάποιες άλλες γυναίκες είχαν ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία να μιλήσουν, για να μην ταυτιστούν με το στερεότυπο για τη γενιά του πολυτεχνείου που βολεύτηκε στην αμφισβήτηση κι εξαργύρωσε τους αγώνες του παρελθόντος με μια θέση στο σύστημα εξουσίας που αντιπάλεψε. Όπως η φωνή του πολυτεχνείου, που έγινε φερέφωνο του συστήματος.

Η αλίντα αναδεικνύει την μέθοδο των βασανιστηρίων, που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη στον χρόνο. Η εξουσία απέναντι στο άτομο και την ιδεολογία του. Και το σώμα του, που γίνεται αγνώριστο, για να σπάσει μαζί με το φρόνημα, να το απαρνηθείς μαζί με τη συνείδηση και να καταλήξεις ένα πράγμα χωρίς υπόσταση, δίχως ταυτότητα, δικαιώματα, αξιοπρέπεια. Χωρίς αίσθηση του χρόνου και του χρόνου, απλά έρμαιο των βασανιστών σου.

Κάνει μια «ψυχολογική διατριβή» για τα όρια και τις αντοχές του ανθρώπου, τη δύναμη της ψυχής του, που την οπλίζουν τα ιδανικά και η συλλογικότητα. Φώναζα δυνατά στους φύλακες ότι δεν θα υπογράψω δήλωση, για να το ακούσουν οι σύντροφοί μου, να εκτεθώ μπροστά τους και να μην το πάρω πίσω. Να βρω δύναμη να αντέξω για να μην τους προδώσω, έλεγε μια από τις κρατούμενες που μίλησαν στη δημητρίου.

Η οποία παρεμβάλλει πλάνα με εικόνες από σύγχρονα περιστατικά καταστολής, για να δείξει ότι οι καταστάσεις που περιγράφουν στις μαρτυρίες τους οι γυναίκες, δεν είναι και τόσο μακρινές, όσο νομίζουμε. Απευθύνεται στη νέα γενιά και τον δικό της αγώνα, θέλει να αφυπνίσει συνειδήσεις, να μην αφήσει να τις σκεπάσει η λήθη. Γιατί λαός που δεν έχει ιστορική μνήμη, είναι καταδικασμένος να ζήσει τα ίδια δεινά, επαναλαμβάνοντας τα λάθη του –που ετυμολογικά έχουν την ίδια ακριβώς ρίζα με τη λήθη, που είναι ακριβώς το αντίθετο της ιστορικής α-λήθειας.

Κι αυτή είναι η αναντικατάστατη προσφορά της δουλειάς της αλίντας: η ιστορική αλήθεια. Αυτό το ντοκιμαντέρ ανασκευάζει τον διαδεδομένο μύθο ότι η χούντα ήταν ήπια και σχετικά αναίμακτη. Κι αναπληρώνει με τη δύναμη της εικόνας και της προφορικής μαρτυρίας ένα πολύ μεγάλο κενό στην καταγραφή της ιστορικής μνήμης, για τις επόμενες γενιές.

Μια προσφορά ανιδιοτελής, για μια δουλειά που έμεινε συνειδητά εκτός εμπορίου, αλλά η κόπια της μοιράζεται δωρεάν στους φορείς και τις συλλογικότητες που επιθυμούν να την προβάλλουν (πολιτικές, πολιτιστικές, συνδικαλιστικές κτλ). Κι η οποία παρά την ελάχιστη προβολή κατάφερε να κερδίσει ευρεία αναγνώριση από το κοινό κι ένα βραβείο από το φεστιβάλ θεσσαλονίκης, αν δε κάνω λάθος (τη δεύτερη φορά είχαν πάρει τα μέτρα τους και δεν πήραμε κανένα βραβείο, είπε στην εκδήλωση η αλίντα).

Ποιο είναι λοιπόν το επιμύθιο; Να μη μείνουμε στη θλίψη και το παράπονο για όσα πέρασε αυτή η γενιά αγωνιστών (τα ίδια θα έλεγαν κι αυτοί εξάλλου για την προηγούμενη γενιά της αντίστασης), αλλά το σφίξιμο να γίνει οργή που θα πιάσει το νήμα της ιστορίας και θα τροφοδοτήσει το εξεγερσιακό πνεύμα σήμερα.


Το θέμα είναι πως η έγνοια της αλίντας ήταν να αποτυπώσει στο φακό το χνάρι της πάλης και της ζωής των άλλων γυναικών που αγωνίστηκαν αλλά δεν αποτύπωσε κανείς το δικό της με αντίστοιχο τρόπο.

Υγ: η αρχική ανάρτηση είχε γίνει με αφορμή την επέτειο της... εθνοσωτήριου 21ης απριλίου και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

Η καρδιά της δασκάλας

Η καρδιά της δασκάλας

Στο τραγούδι του Βίρβου «ο δάσκαλος», ο τσιφλικάς ζητάει να του φέρουνε το δάσκαλο στο στρώμα για να σταματήσει πια να δασκαλεύει με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς, πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει θα ζει και θα πεθαίνει σαν ραγιάς... Το τραγούδι αφορούσε τον Αντύπα και την οργάνωση των κολίγων στον κάμπο της Θεσσαλίας.

Μοίρα παράξενη έναν αιώνα μετά στον ίδιο κάμπο μια δασκάλα, η συντρόφισσά μας Κλαίρη Καψαχάτη, άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από το βάρος μιας αξίωσης: Να πάψει να 'ναι δασκάλα, να πάψει να οργανώνει εργαστήρια νοσηλευτικής, να πάψει να παλεύει για να μη λείπει τίποτα από την εκπαίδευση των παιδιών. Να πάψει να διδάσκει στα παιδιά αλληλεγγύη, να πάψει να τους μαθαίνει να νοιάζονται για τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων. Να πάψει να φροντίζει να γίνουν άνθρωποι σωστοί τα παιδιά για να γίνουν μετά νοσηλευτές, που ήταν η σπουδή τους. Να πάψει να αφιερώνει ώρες και ώρες μετά το ωράριο της δουλειάς για να γίνεται και η ίδια όλο και περισσότερο ολοκληρωμένος άνθρωπος, διευρύνοντας τις γνώσεις της για να μπορεί να 'ναι κάθε μέρα και καλύτερη μπροστά στα παιδιά, τα παιδιά της του ΕΠΑΛ της Λάρισας.

Η συντρόφισσά μας, παρότι με τσακισμένη ήδη την καρδιά (ενάμιση χρόνο πριν είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς), αρνήθηκε να «κάτσει στα αυγά της», να βολευτεί, να αποδεχτεί τη μετατροπή της από δασκάλα παιδιών σε «αενάως μετακινούμενο υπάλληλο», όπως διέτασσε η ηγεσία του υπουργείου παραγωγής των σύγχρονων σκλάβων. Έχοντας περάσει και η ίδια από τα θρανία του αγώνα επέμενε ό,τι έμαθε να το μεταδώσει και μάλιστα ενισχυμένο. Όταν την Πέμπτη ήρθε η απάντηση από την «Υπηρεσία» (τι άχαρη λέξη όταν αναφέρεται στο χώρο της εκπαίδευσης) ότι απορρίφθηκε η αίτησή της να παραμείνει στη θέση της, να μη μετακινηθεί, να συνεχίσει να διδάσκει τα παιδιά της, δεν το 'βαλε κάτω. Παρασκευή βράδυ ήταν στα γραφεία της ΕΛΜΕ. Να ενημερώσει τους συναδέλφους της και να οργανώσουν μαζί τα επόμενα βήματα. Η πίεση μεγάλη. Και μια καρδιά που το πάλευε δεν άντεξε. Το Σάββατο το απόγευμα την ώρα που κουβέντιαζε με το σύντροφο της ζωής της τον Νίκο και τα κορίτσια της... έσπασε. Την Κυριακή οι σύντροφοι την αποχαιρέτησαν σε πρώτο πρόσωπο, λέγοντας πως την κρατάνε στις καρδιές τους έτσι όπως ήτανε, «Λεβέντισσα, γνήσια, μ' αυτό το χαμόγελο στα μάτια σου»...

Δεν της είπανε ότι έβαλαν πλάνο: να μην υπάρξει κενό. Όρκος στα παιδιά που περιμένουν μια δασκάλα που μόνο στο όνομα θα διαφέρει από την Κλαίρη.

Βank of England- Πως βοήθησε τους Ναζί να πουλήσουν τον κλεμμένο χρυσό από Τσεχία!

Βank of England- Πως βοήθησε τους Ναζί να πουλήσουν τον κλεμμένο χρυσό από Τσεχία!


Ο διοικητής της τράπεζας, Montagu Norman

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Επίσημη αναφορα γι αυτο που πολλοί πιστεύουν ότι ήταν το πιο επαίσχυντο επεισόδιο της βρετανικής κεντρικής Τράπεζας πανω από 70 χρόνια μετά το συμβαν! 

Τα αρχεία της Τράπεζας της Αγγλίας που καταγράφουν λεπτομερώς τη συμμετοχή της στη μεταφορά και την πώληση του χρυσού που κλαπηκε από τους Ναζί μετά την εισβολή τους στην Τσεχοσλοβακία, αποκαλύφθηκαν online την Τρίτη.

Ο χρυσός είχε κατατεθεί κατά τη δεκαετία του 1930 απο την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), την επονομαζομενη  κεντρική τράπεζα των Τραπεζιτων, το διαστημα που η Τσεχοσλοβακικη κυβέρνηση αντιμετώπιζε αυξανόμενη απειλή από τη Γερμανία .

Το έγγραφο περιγράφει λεπτομερώς τον τροπο που ξεκινησε η διαδικασια τον Μάρτιο του 1939 μέχρι την μεταφορά του χρυσού, τό οποιο τοτε αξιζε £ 5,6 εκατ., από λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Τσεχίας στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) σε λογαριασμό που ανηκε στη Reichsbank της Γερμανίας. Μερικά απο τα £ 4 εκατομμυρια του χρυσού πήγαν σε τράπεζες στην Ολλανδία και το Βέλγιο, ενώ το υπόλοιπο πωλήθηκε στο Λονδίνο.

Το έγγραφο αναφερει οτι ο καγκελάριος, Sir John Simon, είχε ρωτησει τον διοικητή της τράπεζας, Montagu Norman, αν ειχε οποιαδήποτε ποσοτητα του χρυσου της Τσεχίας τον Μάη του 1939, δύο μήνες μετά τη ναζιστική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.



Γραφει:''Ο Διοικητής στην απάντησή του (30 Μάη) δεν απάντησε στην ερώτηση, αλλά επεσήμανε ότι η Τράπεζα κατείχε τον χρυσό από καιρό σε καιρό για την BIS και δεν γνώριζε αν ήταν ιδιοκτησία τους, ή των πελατών τους. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να πουν αν ο χρυσος φυλασσοταν για λογαριασμο της Εθνικής Τράπεζας της Τσεχοσλοβακίας. " Μια άλλη συναλλαγή έγινε εκείνο τον Ιούνιο που - παρά την ανησυχια που εξεφρασε ο Sir Simon. Με την ευκαιρία αυτή, εγιναν πωλήσεις του χρυσού αξίας £ 440.000 και ενα ποσο £ 420.000 σταλθηκε στη Νέα Υόρκη. 

Σύμφωνα με τα έγγραφα: "Αυτό αντιπροσώπευε χρυσό, ο οποίος είχε αποσταλεί στο Λονδίνο από τη Reichsbank. Αυτή τη φορά, πριν να ενεργήσει, η Τράπεζα της Αγγλίας παρέπεμψε το θέμα στον καγκελάριο, ο οποίος ειπε οτι θα ήθελε τη γνώμη των Νομικων Συμβουλων του στεμματος''.

 
Ο λογαριασμός της Τραπεζας της Αγγλιας, εκείνου που ορισμένοι θεωρούν ως ένα από τα πιο σκοτεινά επεισόδια της Threadneedle Street, γράφτηκε στα 1950 και δημοσιεύτηκε οnline την Τρίτη, ακολουθωντας το πρώτο στάδιο της ψηφιοποίησης του αρχείου της Τράπεζας. Παραδέχεται ότι το περιστατικό αφορά τον χρυσό της Τσεχίας "ενα φλεγον, ακόμα, θεμα" στο ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου "και για κάποιο χρονικό διάστημα μετά."

Η θεση της Τράπεζας δεν έχει ίσως πλήρως εκτιμηθεί και η δράση της την εποχή εκείνη ήταν ευρέως παρεξηγημένη," προσθέτει.

"Από την ερευνα  της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), όμως, αυτό που προκαλουσε καθυστέρηση και λέγοντας ότι η ταλαιπωρία θα μπορούσε να προκληθεί λόγω των πληρωμών την επόμενη μέρα, η Τράπεζα της Αγγλίας, ενήργησε σύμφωνα με τις οδηγίες, χωρίς αναφορά στους Νομικους Συμβουλους του στεμματος, οι οποίοι, ωστόσο, στη συνέχεια σταματησαν τη δράση τους".

Ο καθηγητής Neville Wylie, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, που ερευνησε το χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο της έρευνας του για τον λεηλατημενο χρυσό της ναζιστικής Γερμανίας και το ρόλο της Βρετανίας και της Ελβετίας, δήλωσε την Τριτη ότι η της επίσημη ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας της περιοδου εκεινης ήταν κατι νεο ​​για αυτον και εριξε νέο φως σε μια σειρά ζητηματων.

Ο Wylie ειπε οτι η στάση που επιδεικνύει η Τραπεζα της Αγγλιας στην ιστορία ήταν σύμφωνη  με αυτό που προέκυψε από τη δική του έρευνα στη βρετανική θέση για τις εν καιρώ πολέμου οικονομικες δραστηριότητες της Γερμανίας, τις οποίες περιέγραψε ως "επιθυμουσες".

Και πρόσθεσε: "Η τράπεζα ήταν προσκολλημένη στο στόχο των διεθνών οικονομικών και της συνεργασίας των κεντρικών τραπεζών. Ήταν υπερβολικη ανήσυχη σχετικα με τη διατήρηση του καθεστώς του Λονδίνου ως διεθνούς χρηματοοικονομικού κέντρου - και επέμενε στην ανάγκη να διατηρηθεί η μετατρεψιμότητα της στερλίνας πολυ καιρό μετά αφ οτου σταματησε να ειναι συνετο το να συνεχίσει την πολιτική αυτή. "

Πηγές απο τη Τράπεζα της Αγγλίας, την Τρίτη επέστησαν την προσοχή σε ενα κομματι της επίσημης ιστορίας, που περιέχει τις παρατηρήσεις του καγκελαριου, Sir John Simon, στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Ιούνιο του 1939, όταν αυτος δήλωσε ότι οι Νομικοι Συμβουλοι του στεμματος τον συμβουλεψαν οτι η βρετανική κυβέρνηση εμποδιζοταν, απο πρωτόκολλα, να αποτρεπει την Τραπεζα της Αγγλιας να υπακουει τις οδηγίες που της ειχαν ανατεθεί από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS),  για τη μεταφορά του χρυσού.



Μτφ απο the Guardian


Ινδουϊστές, Βουδιστές και η Αυτοκρατορία των Γκούπτα

 Ινδουϊστές, Βουδιστές και η Αυτοκρατορία των Γκούπτα




Η γεωργία αναπτύχθηκε κάνοντας χρήση μεγαλύτερης ποικιλίας σπόρων, με συστηματική άρδευση και με υψηλού επιπέδου οργάνωση και ρύθμιση της κοινοτικής ζωής στα χωριά.

Το χωριό ήταν η διοικητική μονάδα «κλειδί». Συμπεριελάμβανε τα σπίτια των χωρικών, τους κήπους τους, τα αρδευτικά τους έργα (δεξαμενές και πηγάδια), τους στάβλους τους, τα μέρη που έθαβαν τα απόβλητά τους, τα μέρη συνάθροισης, την ξυλεία της γύρω περιοχής, τα ποτάμια που το διέσχιζαν, τους ναούς και τα εδάφη αυτών, τους χώρους αποτέφρωσης και φυσικά τους καλλιεργήσιμους αγρούς, τόσο τους αρδευόμενους όσο και τους μη.

Τις τοπικές υποθέσεις τις διαχειρίζονταν το συμβούλιο και το δικαστήριο του χωριού και τις περιπτώσεις σημαντικότατων ζητημάτων ολόκληρος ο πληθυσμός του χωριού.

Στο ινδικό χωριό υπήρχε μια αίσθηση ακινησίας του χρόνου. Ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούμενα, οι εισαγωγές από τον έξω κόσμο ήταν ελάχιστες και η ρουτίνα της εργασίας και της ζωής, έτσι όπως ήταν συνδεδεμένες με τους αιώνιους κύκλους της Φύσης, άλλαξε ελάχιστα, αν άλλαξε καθόλου κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων. Στο επίπεδο αυτό, η άνοδος και η πτώση μιας αυτοκρατορίας ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο.

Το εμπόριο, επίσης, ανθούσε. Οι Ινδοί έμποροι δρούσαν και στο εσωτερικό της χώρας αλλά και εκτός των ορίων της, έχοντας αναπτύξει ένα δίκτυο που απλωνόταν από την Αραβία, τη δυτική Ασία και τη Μεσόγειο από τη μια πλευρά ως την Κίνα και την νοτιοανατολική Ασία από την άλλη. Τα εμπορεύματά τους αποτελούνταν απ΄π υφάσματα, μέταλλα, πολύτιμους λίθους, μπαχαρικά αλάτι και εξωτικά ζώα.

Οι εργασίες των αγγειοπλαστών, των υφαντουργών, των μεταλλωρύχων, των αρχιτεκτόνων, των μηχανικών και των χτιστών όπως και το εμπόριο ο,τιδήποτε του εμπορεύσιμου – από δημητριακά μέχρι ελεφαντοστό – ήκμαζαν. Τα νομισματοκοπεία δούλευαν συνεχώς κόβοντας τεράστιες ποσότητες νομίσματος. Οι τραπεζικές υπηρεσίες και ο δανεισμός ήταν σε αφθονία. Τα λιμάνια και οι πόλεις πλούτιζαν.


Όπως και οι χωρικοί, έτσι και οι έμποροι και οι τεχνίτες ήταν οργανωμένοι σε μεγάλο βαθμό. Συντεχνίες, εταιρίες και συνεταιριστικοί κανόνες καθόριζαν την ποιότητα και τις τιμές των αγαθών και εξασφάλιζαν δικαιοσύνη και ασφάλεια στα μέλη τους. Η ανάπτυξη του εμπορίου βοήθησε τη διάδοση του Βουδισμού παρέχοντας τεράστιες μάζες πληθυσμού στους αποστόλους του.

Η ινδουιστική θρησκεία της ελίτ – άρχοντες, γαιοκτήμονες, ιερείς και στρατιωτικοί που είχαν σχέση με τις δυναστείες – στηριζόταν σε στατική, παραδοσιακή τάξη που είχε ως βάση της την κάστα και το κράτος. Ήταν η θρησκεία μιας ακραία ταξικής και στρατοκρατικής κοινωνίας που ήταν διαιρεμένη σε αντίπαλα κρατίδια.




Το εμπόριο διαπέρασε τα κοινωνικά όρια, διέλυσε τις κοινωνικές διακρίσεις και δημιούργησε νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Οι ανάγκες του εμπορίου ήταν αντίθετες νε αυτές της κάστας, του κράτους και του πολέμου. Το πνεύμα του εμπορίου βρήκε την απόλυτη ιδεολογική του έκφραση στο Βουδισμό.

 Ο Βούδας ή Μπούντχα (ο Φωτισμένος) ήταν ένας ινδουιστής πρίγκιπας που λεγόταν Σιντάρτα Γκαουτάμα (563-483 πΧ) ο οποίος βίωσε μια έντονη θρησκευτική εμπειρία, ήρθε σε ρήξη με την τάξη του και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κηρύσσοντας μια καινούργια φιλοσοφία.

Η ουσία της διδασκαλίας του ήταν ότι η πραγματική ευτυχία και ολοκλήρωση έρχονται όταν κάποιος αποδεχτεί τη φυσική και κοινωνική τάξη, αναγνωρίσει ότι τα πάντα είναι σε μια κατάσταση ρευστότητας και φτάσει σε μια ανώτερη πνευματική κατάσταση πάνω από την τετριμμένη καθημερινότητα.

Η ριζοσπαστικότητα του Βουδισμού έγκειται στην παγκοσμιότητά του και στη σχετική περιφρόνηση των ουσιωδών χαρακτηριστικών του στάτους κβο, δηλ., της ιδιοκτησίας, της κοινωνικής αναβάθμισης και του κύρους. Ευνοούσε μια στάση ζωής με ιδιαίτερο σκοπό, έντιμη και εξίσου ανοιχτή στα πάντα. Όπως με όλες τις μεγάλες θρησκείες, η αγνότητα του μηνύματος του πρώιμου Βουδισμού αλλοιώθηκε από την ανελέητη κοινωνική πραγματικότητα. Διατήρησε πάντως τη γοητεία του, και όχι μόνο στους εμπόρους, τους τεχνίτες και τον κόσμο των πόλεων αλλά σε πολλά από τα θύματα της καταπιεστικής κοινωνίας της αρχαίας και μεσαιωνικής Ινδίας που εξουσίασε η ινδουιστική ελίτ.





Ιδρύθηκε από το Μαχαραγιά Σρι Γκούπτα, αποτελώντας μοντέλο κλασικού πολιτισμού. Στα χρόνια της, η ειρήνη και ευημερία δημιούργησαν τις συνθήκες για την επιδίωξη επιστημονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Η περίοδος αυτή καλείται ως Χρυσή Εποχή της Ινδίας και σημαδεύτηκε από εκτεταμένες ανακαλύψεις στην Επιστήμη, την Τεχνολογία, τη Μηχανική, την Τέχνη, τη Διαλεκτική, τη Λογοτεχνία, τη Λογική, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία που αποκρυστάλλωσαν τα στοιχεία που είναι γνωστά γενικώς ως ινδουιστική κουλτούρα. Ο Τσάντρα Γκούπτα Α', ο Σαμούντρα Γκούπτα ο Μέγας και ο Τσάντρα Γκούπτα Β' ο Μέγας ήταν οι πιο αξιοσημείωτοι ηγέτες της δυναστείας των Γκούπτα. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο σανσκριτικός ποιητής Καλιντάσα, πιστώνει στους Γκούπτα την κατάκτηση περίπου 20 βασιλείων, τόσο εντός όσο και εκτός της ινδικής υποηπείρου, όπως το Βασίλειο των Σακών, των Χιονιτών Ούννων, τα βασίλεια των καμποτζιανών φυλών στα δυτικά και ανατολικά της κοιλάδας του ποταμού Ώξου, των Κιννάρας και Κιράτας κλπ

Η Δυναστεία των Γκούπτα μπόρεσε να κυριαρχήσει στην απέραντη αυτή περιοχή για ένα αιώνα περίπου. Στη συνέχεια, κατέρρευσε σχετικά γρήγορα μέσα στο 6ο μΧ αιώνα. Η δεύτερη προσπάθεια ενοποίησης της Ινδίας υπό μια αυτοκρατορική δυναστεία αποδείχτηκε τόσο εύθραυστη και βραχύπνοη όσο και η πρώτη. Καταλύτης της κατάρρευσης ήταν νέες επιδρομές από τις νομαδικές φυλές της στέπας. Οι Ούννοι εισήλθαν στη βορειοδυτική Ινδία από την κεντρική Ασία και από Χίντου Κους πέρασαν στην κοιλάδα του Ινδού. Η τόσο γρήγορη κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Γκούπτα δείχνει την έλλειψη συνεκτικότητας και ουσιαστικής εξουσίας. 

Το κράτος των Γκούπτα ήταν εξ ολοκλήρου παρασιτικό. Ήταν ένα υβρίδιο φοροσυλλεκτικού-φεουδαρχικού συστήματος. Πολλοί αξιωματούχοι πληρώνονταν σε γη: ασκούσαν τις διοικητικές ή στρατιωτικές τους υπηρεσίες με αντάλλαγμα έγγειο αμοιβή η οποία τις περισσότερες φορές ήταν απαλλαγμένη από την υποχρέωση απόδοσης φόρου. Τα χωριά από την άλλη μεριά απέδιδαν φόρο ίσο με ο 1/10 ή και 1/6 της παραγωγής τους. Τα πλεονάσματα αυτά επέτρεπαν τη συντήρηση της αυτοκρατορίας. Αλλά για τους χωρικούς ήταν ένα αβάσταχτο έξοδο. 




Η διοίκηση των Γκούπτα ήταν ατελής. Ολόκληρη η υποδομή ήταν σαθρή. Το σύστημα έπασχε από αρτηριοσκλήρωση. Και οι αρτηρίες συσσώρευσης δεν άργησαν να φράξουν. Και το κέλυφος της στρατοκρατίας των Γκούπτα θρυμματίστηκε.

Η Ινδία για άλλη μια φορά διασπάστηκε σε αναρίθμητα κρατίδια. Για μια χιλιετία παρέμεινε ένα μωσαϊκό ανταγωνιζόμενων δυνάμεων, μονίμως υπό την ηγεσία ηλιθίων, και συχνά σε εμπόλεμη κατάσταση.

Και κατά την περίοδο αυτή, η απόσταση μεταξύ των ηγεσιών των δυναστικών κρατιδίων και των πληθυσμών στα χωριά ήταν αγεφύρωτη. Από τη μια μεριά ο παρασιτισμός και η πολυτέλεια, από την άλλη η παραγωγή και το εμπόριο. Από τη μια μεριά η εργασία, από την άλλη η καταλήστευση των παραγόμενων πλεονασμάτων.

Ο στρατιωτικός ανταγωνισμός εξανάγκαζα τα κρατίδια να συσσωρεύουν πλούτο και να είναι καταπιεστικά. Κανένα τους όμως δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την κρίσιμη μάσα στρατιωτικής ισχύος ώστε να καταφέρει να υποτάξει τους αντιπάλους του και να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία. Η αντίσταση των γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των χωρικών ήταν πολύ μεγάλη.

Ταυτόχρονα, τα βάρη της στρατιωτικής υποδομής λύγισαν την κοινωνία. Το εμπόριο παρήκμασε και η πρόοδος μειώθηκε. Η κοινωνική έγινε φεουδαλική. Το σύστημα των καστών έγινε πιο σκληρό. Η κουλτούρα των ελίτ έγινε μυστικιστική και σχολαστική. Τα χωριά έγιναν εσωστρεφή και συντηρητικά.

Οι θεωρίες περί κυκλικότητας του χρόνου που αποδέχονταν και μοιράζονταν οι σημαντικές θρησκείες της Ινδίας, εξέφραζαν μια κοινωνική πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας και τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους, παγίδευσαν την ινδική ενδοχώρα μέσα σε ένα πολιτικό αδιέξοδο.

Η ιστορία μπορούσε μόνο να επαναλάβει τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να προχωρήσει προς τα εμπρός.





Η ιστορία της Κίνας ως περιστρεφόμενης πόρτας

Η ιστορία της Κίνας ως περιστρεφόμενης πόρτας


του Neil Faulkner (μτφ. Proletariates)
Η δημιουργία της αυτοκρατορίας των Τσιν, της πρώτης αυτοκρατορίας στην ιστορία της Κίνας, ήταν ένα επαναστατικό γεγονός. Η δυναστεία των Σανγκ της εποχής του μπρούτζου (1523-1027 πΧ) κυβέρνησε μόνο στην περιοχή του Κίτρινου Ποταμού στη βορειοδυτική Κίνα. Η δυναστεία των Τσου της εποχής του σιδήρου (1027-221 πΧ) δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει μια αποτελεσματικά συγκεντρωτική αυτοκρατορία. Κατά την περίοδο των αντιμαχόμενων κρατιδίων (403-221 πΧ), κάθε προσπάθεια για ενοποίηση πνιγόταν στις διαμάχες 9 ή δέκα κρατιδίων για κατίσχυση.

Αυτός που κατάφερε να επιβάλλει την εθνική ενότητα ήταν ο βασιλιάς των Τσιν Σι Χουάνγκ-τι, ένας από τους μεγαλύτερος και πιο βάναυσους κατακτητές της ιστορίας. Η δυναστεία που δημιούργησε δεν επιβίωσε μετά τον θάνατό του το 210 πΧ, αλλά η αυτοκρατορία, υπό την ηγεσία της μιας ή της άλλης δυναστείας, κατάφερε να διαρκέσει.

Ενώ στην Ινδία η αυτοκρατορική ενότητα ήταν η εξαίρεση, στην Κίνα ήταν ο κανόνας. Γιατί συνέβαινε αυτό;

Και η Κίνα και η Ινδία ήταν υβριδικά φοροσυλλεκτικά-φεουδαρχικοά συστήματα αλλά οι ισορροπίες ήταν διαφορετικές. Στην Ινδία, το αυτοκρατορικό κράτος ήταν αδύναμο σε σύγκριση με τους τοπικούς άρχοντες, τους γαιοκτήμονες και τους εμπόρους και όταν δεχόταν πιέσεις πολύ εύκολα κατέρρεε.

Οι αυτοκρατορίες των Μορύα )320-180 πΧ), των Γκούπτα (320-550 μΧ) και των Μογγόλων (1526-1707 μΧ) ήταν απλά ιντερλούδια πολύχρονων περιόδων αντιμαχόμενων κρατιδίων.

Στην ιστορία της Κίνας, αντίθετα, κυρίαρχη ήταν η αλληλοδιαδοχή αυτοκρατορικών δυανστειών: Χαν (206-220 μΧ), Σούι (581-618 μΧ), Τανγ (618-907 μΧ), Σουνγκ (960-1126 μΧ), Γουάν (1279-1368 μΧ), Μινγκ (1368-1644 μΧ) και Μαντσού (1644-1912 μΧ).

Κατά τα 2000 χρόνια πριν το 1800, η Ινδία ήταν ενωμένη μόνο κατά το ¼ του χρόνου σε αντίθεση με την Κίνα που ήταν ενωμένη κατά τα ¾ του χρόνου. Πρόκειται για μια αποφασιστική διαφορά.


Στην Κίνα, το αυτοκρατορικό κράτος ήταν σκληρό, ισχυρό και εκμεταλλευόταν συστηματικά τις μάζες. Τρεις ήταν οι συνέπειες αυτού.
 
Πρώτον, περισσότερη ασφάλεια και λιγότερο στρατιωτικοποιημένη δομή.

Δεύτερον, μεγαλύτερη διανομή του διαθέσιμου πλεονάσματος και μέτριες στρατιωτικές ανάγκες με αποτέλεσμα μεγαλύτερες επενδύσεις σε δημόσια έργα, αύξηση της παραγωγικότητας και διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Και τρίτον, η εξουσία του, χωρίς τον έλεγχο άλλων κοινωνικών δυνάμεων, έτεινε να γίνεται υπερ-εκμεταλλευτική.  


Η Κίνα ποτίζεται από μεγάλο αριθμό πλωτών ποταμών. Το συνολικό ποτάμιο δίκτυο μαζί με τα κανάλια διασύνδεσης ξεπερνούσε τα 80000 km. Το δίκτυο αυτό εξασφάλιζε στους εμπόρους εύκολη πρόσβαση σε τεράστιες αγορές, τόσο στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό. Και το γεγονός αυτό αποτελούσε κίνητρο για περαιτέρω εμπορικές δραστηριότητες.

Η ναυπηγική, βοηθούμενη από μια σειρά καινοτομιών, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα. Οι Κινέζοι ήταν σε θέση να ναυπηγούν πλοία χωρητικότητας 1000 ατόμων. Η παραγωγή σιδήρου κατά τον 11ο αιώνα ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Βρετανίας κατά τον 17ο αιώνα. Η πυρίτιδα είχε ανακαλυφθεί 240 χρόνια πριν το ανακαλύψουν οι ευρωπαίοι. Τα τυπωμένα βιβλία υπήρχαν 500 χρόνια πριν την Ευρώπη. Και η πορσελάνη 700 χρόνια πριν. 


Στη μεσαιωνική Κίνα γεννήθηκαν κι οι μεγαλουπόλεις. Η πρωτεύουσα της δυναστείας Σουνγκ, Καϊφένγκ, κάλυπτε μια περιοχή 12 φορές το μέγεθος του σημερινού Παρισιού. Η πόλη Χανγκ-Τσου είχε πληθυσμό 1,5 – 5 εκατομ. όταν το Λονδίνο δεν έφτανε ούτε τους 100000 κατοίκους.

Αν και μεγάλες οι πόλεις, δεν εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα κέντρα ισχύος αλλά παρέμειναν υπό την κυριαρχία του κεντρικού κράτους. Η πρωτεύουσα της δυναστείας των Τανγκ, Τσάνγκαν, ήταν το οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Αλλά επισκιαζόταν από το αυτοκρατορικό παλάτι και κυβερνητικά κτίρια, τα οποία ήταν αποκομμένα από την υπόλοιπη πόλη και μη προσβάσιμα το βράδυ.

Οι έμποροι δεν αναζητούσαν ισχύ ως κοινωνική τάξη. Η φιλοδοξία τους αφορούσε στην ατομική πρόοδο των γιών τους οι οποίοι μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης είχαν τη δυνατότητα να μπουν στην εκλεκτή τάξη των μανδαρίνων (οι εγγράμματοι κρατικοί αξιωματούχοι).



Οι μανδαρίνοι με τη σειρά τους διεκδικούσαν την ιδιοκτησία της κρατικής γης. Η ελίτ Κίνα ήταν πάντα γαικτημονοκεντρική και ποτέ εμποροαστικοκεντρική. Κι αυτό είναι ένα μέτρο της κυριαρχίας του κεντρικού αυτοκρατορικού κράτους επί της κοινωνίας.

Η ιδεολογική κυριαρχία του Νομικισμού (Legalism) και του Κομφουκιανισμού επέβαλε την απόλυτη εξουσία του κράτους. Ο Νομικισμός υποστήριζε ότι η άψογη λειτουργία του κράτους ήταν η βάση του γενικού καλού και οι κρατικοί αξιωματούχοι ήταν η ενσάρκωση αυτού του καλού.


Για πολλούς αυτό ήταν χονδροειδές και ύποπτο. Ποιος εξασφάλιζε ότι αυτοί όλοι οι αξιωματούχοι ήταν κατάλληλοι και μη διεφθαρμένοι; Ο Κομφούκιος (551-479 πΧ) ήταν γιος ενός ευγενούς που έγινε ο βασικός αξιωματούχος και φιλόσοφος του κράτους των Λου κατά τη Περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών. Δίδασκε το σεβασμό στην παράδοση και την κοινωνική τάξη αλλά σημείωνε τη σημασία της τιμιότητας, της ηθικής τελειότητας και της αυτοκυριαρχίας.



Η κινέζικη φιλοσοφία είχε και πιο ριζοσπαστικές τάσεις. Ο ταοϊσμός υποστήριζε την απόσυρση από έναν κόσμο όπου κυριαρχούσε η απληστία, η βία και η πολυτέλεια. Η αρμονία και η χάρη επιτυγχάνονται με τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των αντίθετων δυνάμεων (το γιν και το γιανγκ).

Ο βουδισμός είχε τελικά πιο πολλούς πιστούς στην Κίνα παρά στην Ινδία. Προσέφερε στις καταπιεσμένες κοινωνικές τάξεις πιο πλούσιο πνευματικό περιεχόμενο και υποστήριξη από τις συντηρητικές και εγωκεντρικές ιδεολογίες των κρατικών αξιωματούχων.

Η κατάσταση στην Κίνα κάθε άλλο παρά αρμονική ήταν. Η ζωή των αγροτών ήταν ένα συνεχής μόχθος στους σιτοβολώνες της βόρειας Κίνας ή στους ορυζώνες της κεντρικής πεδιάδας. Οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι τοπικοί άρχοντες τους αποσπούσαν τη μισή παραγωγή. Τα περιθώρια ασφαλείας ήταν σχεδόν μηδενικά. Μια κακή σοδειά ισοδυναμούσε με λιμό για εκατομμύρια ανθρώπους.


Το Μεγάλο Τείχος, τα χιλιάδων χιλιομέτρων κανάλια, τα αυτοκρατορικά παλάτια, οι μεγάλες πόλεις: όλα βασίστηκαν στην εκμετάλλευση των αγροτών από το κράτος. Καθότι οι εκμεταλλευόμενοι δεν ήταν οργανωμένοι, οι φωνές τους πήγαιναν στο βρόντο με αποτέλεσμα η πίκρα και το μίσος να συσσωρεύονται στα σκοτεινά βάθη της κινεζικής επαρχίας.

Η ιστορία της Κίνας είναι σημαδεμένη από μια σειρά γιγαντιαίων αγροτικών εξεγέρσεων. Οι δυναστείες των Τσιν, των Χαν, των Τανγκ, των Γουάν, των Μινγκ και των Μαντσού κατέρρευσαν υπό την πίεση λαϊκών εξεγέρσεων.




Αλλά οι εξεγέρσεις δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η πτώση μιας δυναστείας ήταν μέρος μιας γενικότερης κρίσης, μερικές φορές λόγω ξένων επεμβάσεων αλλά πάντα λόγω δυναμικής αντιπολίτευσης από ομάδες αξιωματούχων, γαιοκτημόνων ή εμπόρων. Οι αγροτικές εξεγέρσεις παρείχαν την βασική καταστρεπτική δύναμη.

Δύναμη καταστρεπτική αλλά όχι εποικοδομητική. Οι αγρότες, οδηγημένοι από την απελπισία και τη φτώχεια, μπορούσαν να σχηματίζουν στρατούς που εκδίωκε του φορο-συλλέκτες. Αλλά στη συνέχεια επέστρεφαν στα χωριά τους. Ως κοινωνική τάξη, διασπαρμένη στα πλάτη και στα μήκη της κινεζικής ενδοχώρας, ήταν επικεντρωμένη στην οικογένεια και τα αγροκτήματά της και μη ενήμερη και απομονωμένη από τον ευρύτερο κόσμο. Δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό κράτος, αντιπροσωπευτικό των συμφερόντων τους.

Οι φιλοδοξίες τους σταματούσαν στην αντικατάσταση ενός «κακού» αυτοκράτορα από έναν «καλό». Χωρίς την ύπαρξη μιας αστικής τάξης (ιντελιγκέντσια, μπουρζουαζία) ή ενός προλεταριάτου που θα μπορούσαν να παρέχουν την επαναστατική ηγεσία, οι εξεγέρσεις τους δεν προχωρούσαν παραπέρα.

Η πολιτική επανάσταση δεν οδηγούσε σε κοινωνικό μετασχηματισμό, απλά στην αντικατάσταση μιας δυναστείας από μια άλλη. Δεν ήταν αλλαγή καθεστώτος αλλά κλωνοποίησή του. Για δυο χιλιετίες, η κινεζική ιστορία ήταν μια περιστρεφόμενη πόρτα.

Και η κατάσταση παρέμενε έτσι ως τον 20ο αιώνα. Όπου η επαφή με τον έξω κόσμο που υφίστατο μια σειρά επαναστατικών αλλαγών, οδήγησε στην κατάρρευση του αυτοκρατορικού συστήματος.












Υπάρχουν φτωχοί στη Γερμανία;

Υπάρχουν φτωχοί στη Γερμανία;

Στις αρχές αυτού του μήνα,  ο κ. Τόμσεν με το θράσος που διακρίνει τους ανόητους και τους αμετροεπείς, απαίτησε περαιτέρω μείωση των συντάξεων για το λόγο ότι ένας Γερμανός συνταξιούχος δεν μπορεί να παίρνει λιγότερα από τον Έλληνα ομόλογό του. Και για του λόγου το αληθές μάς έτριψε στη μούρη και το αντίστοιχο αποδεικτικό: 830 ευρώ η μέση σύνταξη στη Γερμανία, 907 στην Ελλάδα.

Αν το χαρτί αυτό είχε ζωγραφισμένο πάνω του το πρόσωπο της Μέδουσας θα προκαλούσε λιγότερο τρόμο. Μαρμάρωσε θαρρείς το πανελλήνιο, τόσο, που κανένας δεν βρέθηκε να ψελλίσει ότι αντίθετα, αυτοί που θα ‘πρεπε να κοκκινίσουν από  ντροπή θα ήτανε οι Γερμανοί, μιας και  ένα τόσο πλούσιο κράτος-υπόδειγμα, δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει στους απόμαχούς του ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

Πού πάνε λοιπόν τα μασούρια που μαζεύει η Γερμανία από τις περιβόητες εξαγωγές της;


Τo Gini λέει την αλήθεια

Ο πιο αγαπητός και διαδεδομένος δείκτης-καθρέφτης της ευμάρειας μιας κοινωνίας είναι το γνωστό, ακόμα και στην κουτσή Μαρία, ΑΕΠ. Πόσο ανέβηκε το ΑΕΠ, με τι ταχύτητα ανέβηκε το ΑΕΠ, πόσο μουλάρωσε το ΑΕΠ, είναι μερικά απ’ τα λόγια που μας παίρνουν καθημερινά τα’ αφτιά στις παρέες και τις ειδήσεις. Στην πραγματικότητα όμως, το ΑΕΠ δεν μετρά τίποτε ουσιαστικό, απλώς είναι ένα τσουβάλι όπου εκεί μέσα αθροίζουμε ό,τι καταναλώνουμε, ό,τι επενδύουμε και ό,τι περίπου εξάγουμε σαν κράτος και ιδιώτες. Για παράδειγμα, το σιδηροδρομικό πολύνεκρο δυστύχημα που συνέβη τις προάλλες στην Ισπανία θα μετρήσει θετικά στο ΑΕΠ, γιατί θα κινηθούν ασθενοφόρα που θα καταναλώσουν παραπάνω βενζίνη, τα νοσοκομεία θα μετρήσουν περισσότερες εισπράξεις, το ίδιο και τα γραφεία κηδειών, κ.ο.κ.


Εκείνο όμως, που έχει μεγάλη σημασία είναι το πώς κατανέμεται αυτό το έρμο το ΑΕΠ στον πληθυσμό. Άλλο πράγμα είναι να το καρπούται ολόκληρο ένα άτομο, κι άλλο να μοιράζεται ισόποσα σε όλους. Η ανισοκατανομή του εισοδήματος σε μια χώρα αποτυπώνεται στον δείκτη Gini, ο οποίος κυμαίνεται ανάμεσα στο 0 (πλήρης ισοκατανομή) και το 1 (πλήρης ανισοκατανομή). Και η Γερμανία δεν έχει να επιδείξει καλή συμπεριφορά, μιας και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη ανισοκατανομή. Ο δείκτης Gini ( προ φόρων και χωρίς κοινωνικές μεταβιβάσεις) για τη Γερμανία το 2012 είναι ίσος με 0.42, ενώ οι χώρες με τους μεγαλύτερους δείκτες είναι οι συνήθεις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Την πρωτιά, παρεμπιπτόντως, την παίρνει η Χιλή, για τους λόγους που, ας είναι καλά η Ναόμι Κλάιν, όλοι πρέπει να γνωρίζουμε.


Χωρίς πολλή σκέψη, θα έλεγε κανείς ότι στη Γερμανία δεν υπάρχει φτώχεια. Κι όμως, ήδη από το 2009, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα το Spiegel, 1 εκ. περίπου άνθρωποι σιτίζονταν σε συσσίτια, χώρια τα 7 εκ. που ζούσαν με προνοιακά επιδόματα, ενώ ο αριθμός των τραπεζών τροφίμων (food banks) αυξάνεται  έκτοτε με γεωμετρική πρόοδο. Για παράδειγμα, το 2000 υπήρχαν σ’ ολόκληρη τη χώρα 260 τράπεζες, ενώ το 2012 έφταναν τις 906. Και σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα αυτοί που στέκονται με τις ώρες στην ουρά για ένα κεφάλι λάχανο κι ένα μπαστούνι σαλάμι δεν είναι πλέον οι άστεγοι, αλλά οι συνταξιούχοι και οι οικογένειες με παιδιά και μάλιστα με δουλειά, έτσι ώστε, μειώνοντας μέχρι εξαντλήσεως τους μισθούς και την ποιότητα των θέσεων εργασίας, να μπορεί η Γερμανία να επαίρεται ότι διαθέτει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας. Κι επιπλέον, να μπορεί να βάζει στο κάδρο τον όποιο έλληνα συνταξιούχο, που ανερυθρίαστα ξεκοκαλίζει, μέσω των δήθεν κοστοβόρων γερμανικών bail-out, τη σύνταξη του γερμανού ομηλίκου του.

Διευρυμένη κινητικότητα προς τα κάτω

Σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), στο διάστημα 1997-2010 πάνω από 5 εκ Γερμανοί κατρακύλησαν απ’ τη μεσαία τάξη προς τα χαμηλότερα πατώματα. Το 1997 η μεσαία τάξη συνιστούσε το 65% του πληθυσμού. Το 2010 δεν αποτελούσε παρά το 58%. Την ίδια περίοδο, το 1% αυγάτιζε κατά μισό εκ., ενώ τα πολύ χαμηλά εισοδήματα υποδέχονταν στις τάξεις τους άλλα 4 εκ. έκπτωτους και πεσόντες.

Πάντως η κρίση διόγκωσε την ανισότητα ακόμα παραπάνω, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Ο δείκτης Gini το διάστημα 2007-2011 αυξήθηκε κατά 1.3%, όσο είχε αυξηθεί τα προηγούμενα 12 χρόνια. Με λίγα λόγια το πλουσιότερο 10% δεν πολυκατάλαβε την κρίση σε αντίθεση με το φτωχότερο 10% του πληθυσμού, κυρίως στο Νότο, που είδε τα εισοδήματά του να καταποντίζονται. Σύμφωνα με δημοσκόπηση το 85% των ευρωπαίων συμφωνεί ότι τα τελευταία πέντε χρόνια η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και φτωχούς έχει αυξηθεί. Και έχουν δίκαιο. Αν δεν έχαναν οι φτωχοί τα εισοδήματά τους, πώς θα σώζονταν οι τράπεζες και πώς αλλιώς θα ανέκαμπτε η Wall Street;

TOP READ