0
Χρήστος Τσαντής Δεκέμβρης 2009
Αν θέλεις να ζήσεις την ιστορία, ανακάλυψε το χθες και την προϊστορία. Πέτα την σκουριά, κάνε να λάμψει η αλήθεια και το δίκιο. Το μέλλον μοιάζει με την Ανατολή. Έρχεται πάντα μετά από το πιο βαθύ σκοτάδι της νύχτας. Ο κόσμος μας γεννήθηκε, μεγάλωσε μεταναστεύοντας! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Τα παλιά χρόνια, οι άνθρωποι ζούσαν εκεί που γεννηθήκαν, σε μεγάλα δάση γεμάτα με άγρια θηρία, μεγάλα και ικανά να τους κάνουν μια χαψιά. Άλλοι κρύβονταν σε σπηλιές κι άλλοι σκαρφάλωναν και μένανε για καιρό πάνω σε θεόρατα δέντρα. Έτσι γλίτωναν από τα μεγάλα ζώα και με τον καιρό-διάστημα που κράτησε αμέτρητα χρόνια, τόσα που για να τα περιγράψουμε θα χρειαστούμε ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια-κατέβαιναν από τα δέντρα, μάζευαν ρίζες και φρούτα, πλησίαζαν για νερό στους ποταμούς κι άλλες πάλι φορές περπατούσαν για μέρες ακολουθώντας τις όχθες τους.
Για να επιβιώσει, ένα τόσο μικρό και άοπλο πλάσμα, έπρεπε να ενώσει τις δυνάμεις του και να συνεργαστεί με άλλους ανθρώπους, να δράσει συλλογικά για να τραφεί, να ντυθεί και να προστατεύσει ο ένας των άλλον και όλοι τον καθέναν. Η ανάγκη της επιβίωσης έφερε τη συνεργασία κι από κει γεννήθηκε η επικοινωνία κι έπειτα από κοπιαστική προσπάθεια διαμορφώθηκε η γλώσσα κι άρχισαν κατά κάποιο τρόπο να συνεννοούνται μεταξύ τους. Η μεγάλη αλλαγή όμως ήρθε όταν πετύχανε με την τριβή ν’ ανακαλύψουν τη φωτιά. Τα θρεπτικά στοιχεία που έπαιρναν με το φαγητό, χρησιμοποιώντας τη φωτιά, ψήνοντας το κρέας, τα ψάρια και διάφορα τμήματα και είδη φυτών, βοηθούσαν τον εγκέφαλο τους να εξελιχθεί, να μεγαλώσει και να μπορεί να κάνει πολύ πιο σύνθετες σκέψεις από αυτές που κατάφερναν πρωτύτερα. Μαζί με τη προσπάθειά τους να γνωρίσουνε καλύτερα τον κόσμο, άρχισαν σιγά-σιγά να ορίζουν σ’ ένα βαθμό τη ζωή τους. Τώρα πλέον, κατέχοντας το μυστικό της φωτιάς μπορούσαν να ζήσουν παντού ή σχεδόν παντού. Έτσι ξεκίνησαν ταξίδια μακρινά, πολύ μακριά απ’ τον τόπο που γεννήθηκαν, ανακαλύπτοντας τι κρύβεται πίσω από ψηλά βουνά κι ατέλειωτα δάση, ψάχνοντας κι ερευνώντας. Εξασκώντας το μυαλό και το χέρι τους, άρχισαν να εργάζονται για να φτιάξουν όπλα και ρόπαλα, πέτρινα στην αρχή κι αργότερα πιο πολύπλοκα εργαλεία όπως το τόξο και το βέλος που τους βοηθούσαν στο κυνήγι. Εργαλεία με τα οποία μπορούσαν να κυνηγούν και να πιάνουν πολύ περισσότερα ζώα μειώνοντας παράλληλα τους κινδύνους που τους απειλούσαν.
Μπουλούκια οι οικογένειες ερευνούσαν το άγνωστο. Γιατί τότε κάθε μπουλούκι ήταν μια οικογένεια-πολύ διαφορετική όμως από αυτή που ξέρουμε εμείς σήμερα-και δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους. Η γη ήταν γεμάτη από δάση, ζώα και πουλιά, οι θάλασσες κι οι ποταμοί δεν γνώριζαν από λύματα και βιομηχανικά απόβλητα κι όλα τα μέλη της φαμίλιας συνεργάζονταν αρμονικά και μοίραζαν δίκαια το βιός, ισάξια σε όλους. Στη μοιρασιά που έκαναν ανάμεσα τους, στα τρόφιμα, στα δέρματα κι όλα τα αναγκαία για τη ζωή, έδειχναν ξεχωριστή φροντίδα για όσους ήταν ανήμποροι να πάρουν μέρος στο κυνήγι και τη δουλειά, στους γέροντες, στους αρρώστους και προπαντός στα παιδιά. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν εμπορεύματα, παρά μόνο προϊόντα κι αγαθά, κι όλα ανήκαν σε όλους χωρίς διακρίσεις. Για αυτό οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τότε τι θα πει ζήλια κι εγωισμός, δικό μου και δικό σου. Δεν είχαν ακόμα δημιουργηθεί οι αιτίες που γέννησαν αργότερα αυτές τις «λέξεις».
Οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια ήταν μοιρασμένοι. Ο άντρας ήταν ο πολεμιστής κι ο προστάτης. Αυτός κυνηγάει, ψαρεύει, φέρνει τα απαραίτητα για τη διατροφή και φτιάχνει τα κατάλληλα εργαλεία. Η γυναίκα φροντίζει το σπίτι, μαγειρεύει, φτιάχνει με τα πρωτόγονα τότε μέσα τα ρούχα τους. Ότι φτιάχνει ο καθένας πλέον είναι δικό του κι ότι φτιάχνουν μαζί είναι κοινό και για τους δυο. Στον άντρα ανήκουν τα εργαλεία και τα μέσα για τη συντήρησή τους και στη γυναίκα τα μέσα τα οικιακά. Αυτή όμως είναι ο αρχηγός απ’ την αρχή του κόσμου γιατί μοναχά εκείνη ξέρει ποιος ανήκει στην οικογένεια, γιατί εκείνη είναι η αναγνωρίσιμη μάνα που γνωρίζει τα παιδιά. Ο πατέρας μπορεί να αλλάζει μια που ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί η ανάγκη για μια πιο σταθερή σχέση ζευγαριού. Οι μορφές της οικογένειας στο διάβα των αιώνων αλλάζουν όπως αλλάζουν και οι συνθήκες στη ζωή των ανθρώπων, με οδηγό τους κάθε φορά και την δημιουργία των απαραίτητων προϊόντων για την αναπαραγωγή και την συντήρηση της ανθρώπινης ζωής. Με οδηγό αυτό που ονομάζουμε παραγωγή. Κι αυτή έχει τους δικούς της κανόνες κι επηρεάζει άμεσα τις σχέσεις των ανθρώπων σε όλα, μα όλα τα επίπεδα.
Εκείνους τους αιώνες πολλά από τα φυσικά φαινόμενα που σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι φυσικά, δεν μπορούσαν να τα εξηγήσουν κι έτσι πιστεύανε ότι κάποια άλλη ανώτερη δύναμη, πάνω κι έξω από τη φύση και τον άνθρωπο διαφεντεύει τις τύχες του κόσμου. Ο φόβος τους όμως δεν τους έκανε στιγμή να δειλιάσουν κι απτόητοι συνέχιζαν το ταξίδι τους ώσπου να βρουν το κατάλληλο μέρος για να ζήσουν. Κι όταν το έβρισκαν πάλευαν σκληρά να χτίσουν τα σπιτικά τους όλοι μαζί. Οι οικογένειες άρχισαν να μεγαλώνουν κι ήταν πολύ προτιμότερο να ρίξουν άγκυρα σε ένα τόπο απ’ το να μεταναστεύουν συνεχώς. Μα η ζωή δεν τραβάει μπροστά μόνο με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Έχει δικούς της νόμους, όπως και η φύση, που δεν ακολουθούν πάντα τη δική μας θέληση, ειδικά όταν δεν τους κατέχουμε.
Τότε λοιπόν ζούσαν ακόμα μοναχά από προϊόντα που προσφέρει έτοιμα η φύση. Έπειτα όμως από κάποιο καιρό εξημερώνοντας τα ζώα από όπου έπαιρναν γάλα, αλλά και κρέας, και ρούχα, σχηματίζουν κοπάδια ψάχνοντας πεδιάδες και μεγάλες τέτοιες εκτάσεις για βοσκοτόπια. Τα κοπάδια τους χρειάζονται τροφή κι έτσι μαθαίνουν να καλλιεργούν φυτά όχι μόνο για τη δική τους διατροφή, αλλά για τα ζώα, η ζωή τους καλυτερεύει αισθητά κι έτσι κανείς πλέον δεν νοσταλγεί την επιστροφή στα δάση όπου κατοικούσαν οι μακρινοί πρόγονοι τους.
Τώρα ολάκερος ο κόσμος-ότι δηλαδή βλέπουν-ξανοίγεται μπροστά τους. Κάποιοι πληθυσμοί που μπορούν να τραφούν καλύτερα, με άφθονο γάλα, με κρέας και με ψάρια, αναπτύσσονται πιο γοργά από άλλους που είναι αναγκασμένοι να τρέφονται κυρίως με χόρτα. Αυτοί πηγαίνουν πιο γοργά μπροστά. Χρησιμοποιούν διάφορα μέταλλα που τα λιώνουν και του δίνουν τη μορφή που θέλουνε με τη φωτιά, τα δένουν με δέρματα πάνω στα ζώα κι αρχίζουν να οργώνουνε τη γη, κάνοντας σε πολύ λιγότερο χρόνο πολύ περισσότερη δουλειά. Δάση ολόκληρα γίνονται λιβάδια και δημιουργούνται αποθέματα τροφής, ενδυμάτων και άλλων ειδών, τα εργαλεία τους γίνονται πολύ πιο αιχμηρά, κοφτερά, ανθεκτικά κι αποδοτικά.
Παλιά τα μόνα τους υπάρχοντα ήταν τα εργαλεία με τα οποία μπορούσαν να προμηθευτούν τη τροφή και το σπίτι τους, κι αν περίσσευε και κάτι προσωρινά, γρήγορα το χρησιμοποιούσαν. Η ζωή ήταν αγώνας καθημερινός για να προμηθευτούν τα αναγκαία για την διατροφή τους. Στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε η πρόοδος που έφερε η γεωργία τους έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσουν πολύ, περισσότερο απ’ ότι κι οι ίδιοι χρειάζονταν καθημερινά, τα τρόφιμα κι όλα τα μέσα για τη διατροφή τους. Τα κοπάδια με τα πρόβατα, τις κατσίκες, τα μοσχάρια, τ’ άλογα και τα γαϊδούρια, χρειάζονταν περιποίηση και φροντίδα κι όλο πολλαπλασιάζονταν και δίνανε άφθονη τροφή. Το κυνήγι πλέον δεν ήταν απαραίτητο όπως παλιότερα. Τα μέσα τους τώρα δεν ανήκαν όπως σε όλους αλλά ξεχωριστά σε κάθε οικογένεια. Ταυτόχρονα έφτιαχναν προϊόντα από τα ζώα, όπως τα δέρματα, το μαλλί κι έτσι μπορούσαν να έχουν πιο πολλά από αυτά που χρειαζόταν η οικογένειά τους για να συντηρηθεί.
Δημιουργήθηκαν αποθέματα και περισσεύματα που άρχισαν να τα ανταλλάσουν μεταξύ τους οι οικογένειες που ανήκαν στη φυλή. Μετά και με οικογένειες από άλλες φυλές και προμηθεύονταν διάφορα προϊόντα τα οποία οι ίδιοι δεν είχαν. Οι φυλές που διατηρούσαν κοπάδια πήγαιναν στους γείτονές τους, δίνανε ας πούμε μια κατσίκα και έπαιρναν λάδι που δεν είχαν οι ίδιοι, κάνανε δηλαδή ανταλλαγή.
Οι ανάγκες για δουλειά μεγάλωναν κι η κάθε οικογένεια δύσκολα μπορούσε να τα βγάλει πέρα και πολλές φορές εργάζονταν όλοι, σχεδόν ολόκληρη τη μέρα. Μάλιστα τώρα ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να ασχολείται την ίδια στιγμή και με τη γη και με τα ζώα και με τη κατασκευή των εργαλείων κι ήταν ολοφάνερο πως έπρεπε να ξεχωρίσει με τι θα καταπιαστεί. Πλέον είχαν ανάγκη πολύ περισσότερα χέρια. Οι οικογένειες δεν μπορούσαν να κάνουν τόσα πολλά παιδιά, σε τόσο γρήγορο διάστημα για να εξασφαλίσουν περισσότερα εργατικά χέρια κι έτσι άρχισαν να σκοτώνονται με άλλες φυλές, κάνοντας πόλεμο. Οι ηττημένοι πιάνονταν αιχμάλωτοι, μετανάστευαν με το ζόρι και μετατρέπονταν σε δούλοι χωρίς κανένα ανθρώπινο δικαίωμα. Έτσι ενώ πριν η ιδιοκτησία ήταν κοινή, γεννήθηκε η ιδιοκτησία των μεμονωμένων ατόμων πάνω στα ζώα και στη γη. Μαζί της εμφανίστηκε κι η δίδυμη αδερφή της, η εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο. Οι δούλοι ήταν οι πρώτοι στην προϊστορία του κόσμου μετανάστες, με την βία.
Από δω κι εμπρός δεν υπάρχει επιστροφή. Κάθε μετανάστευση από τότε μέχρι και τις μέρες μας έχει αιτία την εκμετάλλευση και την παρέα της, τον πόλεμο και την καταπίεση, άσχετα από το αν αυτό φαίνεται καθαρά με την πρώτη ματιά. Κι από τότε δεν έχει καμιά σχέση με την φυσική τάση του ανθρώπου για την έρευνα του κόσμου. Παύει να μοιάζει με ταξιδάκι αναψυχής και γίνεται μια ατέλειωτη διαδρομή κατακτήσεων χωρών, εδαφών, φυλών και λαών για να κερδίζουν χρήματα και πλούτη οι μεμονωμένοι ιδιοκτήτες, δηλαδή οι εκμεταλλευτές.
Σήμερα, στον 21ο αιώνα υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν τα προϊόντα αγαθά που θα επιστρέφουν σε αυτούς που τα παράγουν και όχι εμπορεύματα απ’ όπου κάποιοι λίγοι θα βγάζουν κέρδη. Και τα κέρδη δεν συμβιβάζονται πλέον με τις κοινωνίες των ανθρώπων, αλλά ταιριάζουν στην προϊστορία της ανθρωπότητας, τότε που οι νόμοι της φύσης και της κοινωνίας ήταν άγνωστοι σε μας και ταλάνιζαν τις ζωές των ανθρώπων. Τότε που οι προγονοί μας έμοιαζαν με φιγούρες σε θέατρο σκιών και κάποια αόρατα κι ακατανόητα νήματα κινούσαν τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Τότε κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει πως εξελισσόταν η ζωή κι όλοι έλεγαν πως υπεύθυνοι για τη μοίρα των ανθρώπων είναι οι Θεοί κι οι δαίμονες. Τώρα όμως οι άνθρωποι ξέρουμε ότι οδηγός της εξέλιξης είναι η ίδια η παραγωγή των προϊόντων κι αυτή έχει τους δικούς της κανόνες. Αυτή που κάποτε ξέφυγε από τον έλεγχο της κοινωνίας κι αντί να υπηρετεί της ανάγκες των πολλών, έγινε όπλο στα χέρια των λίγων, σε βάρος των ανθρώπων που εργάζονται για να δημιουργηθούν όλα αυτά τα προϊόντα. Κι αυτοί οι λίγοι σήμερα έχουν κάθε συμφέρον να μην αλλάξουν ποτέ τα πράγματα και να μην γίνει γνωστή η αλήθεια, γιατί φοβούνται ότι η κοινωνία τότε θα κάνει το βήμα για να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω στα αγαθά που παράγει, έτσι που να είναι για όλους κοινά όλα τα βασικά και αναγκαία για τη ζωή, για να λείψει μια για πάντα η φτώχεια κι η εκμετάλλευση.
Τότε θα αρχίσει η ιστορία των ανθρώπων κι αυτή θέλουμε και μπορούμε να τη ζήσουμε. Για αυτό ανακαλύπτουμε το χθες, πετάμε τη σκουριά, βοηθάμε να λάμψει το δίκιο κι η αλήθεια. Τότε η λέξη «μετανάστευση» θα χαθεί απ’ τα λεξικά. Θα χάσει οριστικά τη σημασία της και θα μείνει σαν μακρινή ανάμνηση ενός παράλογου κόσμου που πουλάει παιδιά για να βγάζει χρήματα. Θα χαθεί μαζί με τις αιτίες που τη γέννησαν. Την ιδιοκτησία μεμονωμένων ανθρώπων πάνω στη γη και τις μηχανές, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.