Η στρατηγική της Κομιντέρν
Στη σημερινή ανάρτηση παρουσιάζονται αποσπάσματα από το άρθρο του μάκη μαΐλη στο τρέχον τεύχος της κομεπ για τη στρατηγική του κκε στα χρόνια που γραμματέας του ήταν ο ζαχαριάδης. Παράλληλα εξετάζεται κριτικά κι η πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στο βαθμό που επηρέαζε τη στρατηγική του κκε ως οργανικό τμήμα της και ελληνικό τμήμα της κομιντέρν. Σε αυτό το τελευταίο εστιάζουν και τα αποσπάσματα που παρουσιάζονται παρακάτω.
-.-.-
Η στρατηγική του κκε αυτή την περίοδο και βεβαίως ως το 1943 (δηλαδή μέχρι τότε που υπήρχε η κδ, κρίνεται σε συνδυασμό με τη στρατηγική που κατά διαστήματα διαμόρφωνε το διεθνές κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος και την επίδραση που αυτή ασκούσε στη διαμόρφωση της στρατηγικής του κκε. Και αυτό, δίχως ν’ αποσείονται οι όποιες ευθύνες είχαν οι εκάστοτε καθοδηγήσεις του κόμματος. Ωστόσο αποτελεί καθήκον η περαιτέρω διερεύνηση της στρατηγικής της κδ, συνυπολογίζοντας τη διαπάλη που διεξαγόταν στο εσωτερικό της.
Με άλλα λόγια, η ιστορική έρευνα του κκε παίρνει υπόψη της ότι η κδ αποτελούσε επί της ουσίας κόμμα και η λειτουργία της διεπόταν από την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ωστόσο αυτό δε σήμαινε ότι κάθε κκ –τμήμα της στερούνταν της υποχρέωσης ν’ αναλύει επιστημονικά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στο εθνικό πεδίο δράσης του, να καθορίζει τη στρατηγική του και να επιδιώκει να πείσει για την ορθότητά της και τα άλλα τμήματα της κδ. Στο δοκίμιο ιστορίας 1949-1968 υπογραμμίζεται το καθήκον κάθε κομμουνιστικού κόμματος, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, να συμβάλλει στον εμπλουτισμό και στη διαμόρφωση της γραμμής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, συνεισφέροντας έτσι στην επίτευξη ή την αποκατάσταση της επαναστατικής του ενότητας. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές πλευρές για την ενδυνάμωση του προλεταριακού διεθνισμού.
Επιπλέον η συγκεκριμένη έρευνα δεν αποστασιοποιείται από το γεγονός ότι στις γραμμές της κδ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, διεξαγόταν διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα τμήματά της για την κατεύθυνση της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
(…)
Το 6ο συνέδριο της κδ (1928) περιελάμβανε τον προβληματικό καθορισμό δύο τύπων επαναστάσεων για τις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου κατέτασσε και την ελλάδα. Συγκεκριμένα όριζε: «σε μερικές απ’ αυτές τις χώρες είναι δυνατό ένα λίγο-πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική. Σε άλλες χώρες είναι δυνατοί τύποι προλεταριακών επαναστάσεων, που έχουν όμως να εκπληρώσουνε καθήκοντα αστικο-δημοκρατικού χαρακτήρα σε μεγάλη έκταση […] Εκεί όπου αναπτύσσεται άμεσα η επανάσταση σαν προλεταριακή επανάσταση προϋποθέτει την καθοδήγηση του πλατιού αγροτικού κινήματος από το προλεταριάτο».
(…)
Το δεκέμβρη του 1932 συνήλθε στην χαλκίδα η 5η ολομέλεια της κε, μερικούς μήνες μετά από τη 12η ολομέλεια της εεκδ (αύγουστος-σεπτέμβρης 1932). Η τελευταία είχε καθορίσει ως εξής τα καθήκοντα της πάλης των κκ: «… 1) ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου 2) ενάντια στο φασισμό και την αντίδραση 3) ενάντια στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ενάντια στην επέμβαση κατά της σοβιετικής ένωσης».
Η 12η ολομέλεια της εεκδ σωστά εκτίμησε ότι η άνοδος του φασισμού αποτελούσε συγκέντρωση δυνάμεων της αστικής τάξης στον αγώνα της κατά των επαναστατικών δυνάμεων και υπέδειξε στο κκ γερμανίας να προβάλει το σύνθημα της πάλης για τη σοβιετική σοσιαλιστική γερμανία σε αντιπαράθεση με την επιδίωξη του κεφαλαίου να εγκαθιδρύσει φασιστική δικτατορία.
Ωστόσο, μέσα στο 1933 παρουσιάστηκαν σαφή δείγματα στροφής στη στρατηγική της κδ κι εκφράστηκαν στη 13η ολομέλεια της εεκδ (νοέμβρης-δεκέμβρης 1933).
Η πρώτη διαφοροποίηση σε σχέση με τις αλλαγές που έγιναν στην πορεία εκφράστηκε με τον ορισμό του φασισμού, ο οποίος για πρώτη φορά χαρακτηρίστηκε ως «…η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Ταυτόχρονα στη 13η ολομέλεια της εεκδ, δίχως ακόμα ν’ αποτελέσουν περιεχόμενο των αποφάσεών της, εκφράστηκαν σκέψεις ότι η πτώση του φασισμού δε θα συνοδευτεί από την άμεση εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ότι ο αγώνας ενάντια στο φασισμό θα είναι πανδημοκρατικός. Αυτές οι σκέψεις έγιναν λίγο αργότερα στρατηγική της κδ.
(…)
Με το 7ο συνέδριο η κδ αποσπούσε το φασιστικό φαινόμενο από την οικονομική βάση του καπιταλισμού συνολικά που το γεννά, δηλαδή από το στρατηγικό ζήτημα λύσης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Ωστόσο θεωρούσε το φασιστικό ρεύμα τέκνο του καπιταλισμού.
(…) είναι φανερή η διαπάλη που γινόταν και μέσα στην κδ, όπου εκφραζόταν αντιτιθέμενες απόψεις. Συγκρουόμενες τοποθετήσεις είχαν εκφραστεί και πριν το 1934, όπως συνάγεται από έγγραφα (πρακτικά συνεδριάσεων) της κδ.
Για παράδειγμα είχαν εκφραστεί αντίθετες απόψεις σχετικά με το χαρακτήρα της αστικής τάξης στην ελλάδα και σε άλλες χώρες του ίδιου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, αν αυτή ήταν υποτελής και υποχείριο του ξένου κεφαλαίου ή όχι.
(…)
Όλα αυτά βεβαιώνουν ότι το κκε, και ως τμήμα της κδ, πορευόταν προς τις συνθήκες του β’ παγκόσμιου πολέμου με αδυναμία μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης κι επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής.
(…)
Λίγους μήνες αργότερα (11 ιούλη 1934) στάλθηκε στα κκ «γράμμα της κδ», στο οποίο αναφερόταν ότι οι κομμουνιστές «είναι ανάγκη να θέσουν τέρμα στις δηλώσεις από τον κομματικό τύπο ή στις ομιλίες, που λέγαν ότι το κόμμα παλαίβει δήθεν για τη συντριβή της αστικής δημοκρατίας, γιατί τέτοιες δηλώσεις είναι «πολιτικά λαθεμένες». Και υπογραμμιζόταν «το καθήκον της πάλης με όλες τις δυνάμεις όχι μόνο ενάντια στις προσπάθειες του φασισμού και γενικά της αστικής τάξης να συντρίψουν ή να περιορίσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά και της πάλης για τη διεύρυνσή τους».
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε μπει στη φάση της προετοιμασίας του 7ου συνεδρίου της κδ και στο εσωτερικό της διεξαγόταν συνεχείς συζητήσεις με στόχο την επανεξέταση θέσεων που θεωρούνταν ότι είχαν παλιώσει. Έτσι: «…Στις 14 του ιούνη 1934 στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής προετοιμασίας […] ο αντιπρόσωπος του πκκ (μπ) δ. μανουήλσκι εξέφρασε τη γνώμη ότι το σύνθημα της άμεσης πάλης για τη διχτατορία του προλεταριάτου δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη δοσμένη στιγμή σε πολλές καπιταλιστικές χώρες. Ο σοσιαλισμός παραμένει ο τελικός σκοπός του κινήματος. Αλλά “χρειάζεται” –είπε- “να έχουμε πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης: όχι την προλεταριακή διχτατορία, όχι το σοσιαλισμό, αλλά ένα πρόγραμμα που οδηγεί τις μάζες στην πάλη για την προλεταριακή διχτατορία και το σοσιαλισμό”.
(…)
Αυτή η πολιτική αποτελούσε τη στρατηγική κατεύθυνση που μετά από λίγο καιρό επισφράγισε το 7ο συνέδριο της κδ (ιούλης-αύγουστος 1935). Με αυτή τη γραμμή πορεύτηκε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που όριζε πως «…το επαναστατικό προτσές δε θα πάει μπροστά άμεσα και κατ’ ευθείαν μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά θα πλησιάσει σ’ αυτήν μέσω της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης».
Ακόμα «οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες είναι υποχρεωμένες σήμερα να διαλέξουν συγκεκριμένα όχι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την αστική δημοκρατία αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».
Αυτή η γραμμή ήταν τροποποιημένη ως προς τις αντιθέσεις και το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου, όπως τον προσδιόριζε η εεκδ το δεκέμβρη του 1922: «Η χρεοκοπία της ειρήνης των βερσαλλιών δείχνεται ολοένα πιο καθαρά και ολοένα σε μεγαλύτερα στρώματα εργατών. Είνε φανερό ότι ένας νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ή και πολλοί παρόμοιοι πόλεμοι είνε πράγμα αναπόφευκτο, αν το διεθνές προλεταριάτο δεν γκρεμίσει το αστικό καθεστώς».
Το κκε στο 18ο συνέδριό του (2009) και στην πανελλαδική συνδιάσκεψη για την ιστορία του (2011) στάθηκε κριτικά και αυτοκριτικά.
{παραθέτω και τις δύο υποσημειώσεις αυτού του σημείου που παραπέμπουν στην απόφαση του 18ου συνεδρίου για το σοσιαλισμό και το δοκίμιο ιστορίας αντίστοιχα.
*Η στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό-απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
*Τα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών δεν έθεταν στα προγράμματά τους το σοσιαλισμό ως επίκαιρο, άρα ως στρατηγικό στόχο. Γενικά διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Όμως στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν κυβερνητικούς στόχους που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων, με στόχο τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στην χώρα τους.}
Το δεκέμβρη του 1935 συνήλθε το 6ο συνέδριο του κκε, το οποίο, στηριζόμενο στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της κδ, καθόρισε ως στρατηγική του:
Για να καταστεί αδύνατη η νίκη του φασισμού και να συντριφτούν οι προσπάθειες των κυρίαρχων τάξεων να εξαθλιώσουν ακόμα περισσότερο τον ελληνικό λαό και για να γίνει δυνατή η κατάχτηση μιας λεύτερης δημοκρατικής ζωής, απαιτείται η συνένωση όλων των λαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων σ’ ένα παλλαϊκό μέτωπο πάλης. Στο παρελθόν το κομμουνιστικό κόμμα προσέφερε όλες του τις δυνάμεις γι’ αυτό το σκοπό και πέτυχε τη συγκρότηση των δημοκρατικών-αντιφασιστικών συνασπισμών σ’ όλη τη χώρα […] Εξακολουθεί να πιστεύει ότι και τώρα είνε απαραίτητη η συνεργασία των δημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων που έχουν για αρχή τους το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας και είνε εχθροί του φασισμού και της αντίδρασης».
Οκτώ μήνες ύστερα από το συνέδριο του κκε ακολούθησε η εγκαθίδρυση της δικτατορίας των γλύξμπουργκ-μεταξά (4η αυγούστου). Με αυτή βρήκε τον ελληνικό λαό ο πόλεμος με την ιταλία. Στη διάρκειά του ο ν. ζαχαριάδης έγραψε από τη φυλακή τρία γράμματα που καθόριζαν τη στάση του κόμματος απέναντι στον πόλεμο. Τα γράμματα, αντανακλούσαν τις αντιφάσεις στη γραμμή της κδ σχετικά με το χαρακτήρα του β’ παγκόσμιου πολέμου.
Βεβαίως στα χρόνια της κατοχής, μετά από την αυτοδιάλυση της κδ, κυρίως μετά από συγκρότηση συμμαχίας της εσσδ με ηπα, μ. βρετανία ύστερα από την κατοχή μέρους της από τη γερμανία, η πολιτική γραμμή συμμαχιών του 7ου συνεδρίου διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της «εθνικής ενότητας».
Ακριβώς αυτό το πεδίο, των εθνικών μετώπων, άνοιγε η αυτοδιάλυση της κδ, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του προεδρείου της εε. Υλοποίησή της αποτελούσε η απόφασης της κε του κκε, η οποία, όπως και όλα τα κκ –τμήματα της κδ, ενέκρινε την αυτοδιάλυση της κδ.
Η στρατηγική του κκε, όταν ήταν γγ της κε ο νίκος ζαχαριάδης συμπυκνώνει τις αντιφάσεις που υπήρχαν στη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όρια που ο ζαχαριάδης δεν μπορούσε να ξεπεράσει και μετά από τον πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, ο ν. ζαχαριάδης παρέμεινε αφοσιωμένος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στον προλεταριακό διεθνισμό.
Η ιστορία επιβεβαίωσε πολλές φορές ότι οι λαθεμένες στρατηγικές που διαμορφώθηκαν στο κκε και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν οφείλονταν πάντα σε διάθεση συμβιβασμού των κομματικών ηγεσιών με τον αντίπαλο, αλλά σε διαφορετικούς λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς (βαθμός ωρίμανσης, ικανότητα αντικειμενικής ανάλυσης των εξελίξεων στον καπιταλισμό, πίεση από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων ή λαθεμένη εκτίμησή του κ.ά). Στην περίπτωση του ν. ζαχαριάδη η διαπίστωση για την αδιάλλακτη στάση του απέναντι στον ταξικό αντίπαλο είναι αναμφισβήτητη.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Στη σημερινή ανάρτηση παρουσιάζονται αποσπάσματα από το άρθρο του μάκη μαΐλη στο τρέχον τεύχος της κομεπ για τη στρατηγική του κκε στα χρόνια που γραμματέας του ήταν ο ζαχαριάδης. Παράλληλα εξετάζεται κριτικά κι η πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στο βαθμό που επηρέαζε τη στρατηγική του κκε ως οργανικό τμήμα της και ελληνικό τμήμα της κομιντέρν. Σε αυτό το τελευταίο εστιάζουν και τα αποσπάσματα που παρουσιάζονται παρακάτω.
-.-.-
Η στρατηγική του κκε αυτή την περίοδο και βεβαίως ως το 1943 (δηλαδή μέχρι τότε που υπήρχε η κδ, κρίνεται σε συνδυασμό με τη στρατηγική που κατά διαστήματα διαμόρφωνε το διεθνές κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος και την επίδραση που αυτή ασκούσε στη διαμόρφωση της στρατηγικής του κκε. Και αυτό, δίχως ν’ αποσείονται οι όποιες ευθύνες είχαν οι εκάστοτε καθοδηγήσεις του κόμματος. Ωστόσο αποτελεί καθήκον η περαιτέρω διερεύνηση της στρατηγικής της κδ, συνυπολογίζοντας τη διαπάλη που διεξαγόταν στο εσωτερικό της.
Με άλλα λόγια, η ιστορική έρευνα του κκε παίρνει υπόψη της ότι η κδ αποτελούσε επί της ουσίας κόμμα και η λειτουργία της διεπόταν από την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ωστόσο αυτό δε σήμαινε ότι κάθε κκ –τμήμα της στερούνταν της υποχρέωσης ν’ αναλύει επιστημονικά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στο εθνικό πεδίο δράσης του, να καθορίζει τη στρατηγική του και να επιδιώκει να πείσει για την ορθότητά της και τα άλλα τμήματα της κδ. Στο δοκίμιο ιστορίας 1949-1968 υπογραμμίζεται το καθήκον κάθε κομμουνιστικού κόμματος, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, να συμβάλλει στον εμπλουτισμό και στη διαμόρφωση της γραμμής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, συνεισφέροντας έτσι στην επίτευξη ή την αποκατάσταση της επαναστατικής του ενότητας. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές πλευρές για την ενδυνάμωση του προλεταριακού διεθνισμού.
Επιπλέον η συγκεκριμένη έρευνα δεν αποστασιοποιείται από το γεγονός ότι στις γραμμές της κδ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, διεξαγόταν διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα τμήματά της για την κατεύθυνση της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
(…)
Το 6ο συνέδριο της κδ (1928) περιελάμβανε τον προβληματικό καθορισμό δύο τύπων επαναστάσεων για τις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου κατέτασσε και την ελλάδα. Συγκεκριμένα όριζε: «σε μερικές απ’ αυτές τις χώρες είναι δυνατό ένα λίγο-πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική. Σε άλλες χώρες είναι δυνατοί τύποι προλεταριακών επαναστάσεων, που έχουν όμως να εκπληρώσουνε καθήκοντα αστικο-δημοκρατικού χαρακτήρα σε μεγάλη έκταση […] Εκεί όπου αναπτύσσεται άμεσα η επανάσταση σαν προλεταριακή επανάσταση προϋποθέτει την καθοδήγηση του πλατιού αγροτικού κινήματος από το προλεταριάτο».
(…)
Το δεκέμβρη του 1932 συνήλθε στην χαλκίδα η 5η ολομέλεια της κε, μερικούς μήνες μετά από τη 12η ολομέλεια της εεκδ (αύγουστος-σεπτέμβρης 1932). Η τελευταία είχε καθορίσει ως εξής τα καθήκοντα της πάλης των κκ: «… 1) ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου 2) ενάντια στο φασισμό και την αντίδραση 3) ενάντια στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ενάντια στην επέμβαση κατά της σοβιετικής ένωσης».
Η 12η ολομέλεια της εεκδ σωστά εκτίμησε ότι η άνοδος του φασισμού αποτελούσε συγκέντρωση δυνάμεων της αστικής τάξης στον αγώνα της κατά των επαναστατικών δυνάμεων και υπέδειξε στο κκ γερμανίας να προβάλει το σύνθημα της πάλης για τη σοβιετική σοσιαλιστική γερμανία σε αντιπαράθεση με την επιδίωξη του κεφαλαίου να εγκαθιδρύσει φασιστική δικτατορία.
Ωστόσο, μέσα στο 1933 παρουσιάστηκαν σαφή δείγματα στροφής στη στρατηγική της κδ κι εκφράστηκαν στη 13η ολομέλεια της εεκδ (νοέμβρης-δεκέμβρης 1933).
Η πρώτη διαφοροποίηση σε σχέση με τις αλλαγές που έγιναν στην πορεία εκφράστηκε με τον ορισμό του φασισμού, ο οποίος για πρώτη φορά χαρακτηρίστηκε ως «…η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Ταυτόχρονα στη 13η ολομέλεια της εεκδ, δίχως ακόμα ν’ αποτελέσουν περιεχόμενο των αποφάσεών της, εκφράστηκαν σκέψεις ότι η πτώση του φασισμού δε θα συνοδευτεί από την άμεση εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ότι ο αγώνας ενάντια στο φασισμό θα είναι πανδημοκρατικός. Αυτές οι σκέψεις έγιναν λίγο αργότερα στρατηγική της κδ.
(…)
Με το 7ο συνέδριο η κδ αποσπούσε το φασιστικό φαινόμενο από την οικονομική βάση του καπιταλισμού συνολικά που το γεννά, δηλαδή από το στρατηγικό ζήτημα λύσης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Ωστόσο θεωρούσε το φασιστικό ρεύμα τέκνο του καπιταλισμού.
(…) είναι φανερή η διαπάλη που γινόταν και μέσα στην κδ, όπου εκφραζόταν αντιτιθέμενες απόψεις. Συγκρουόμενες τοποθετήσεις είχαν εκφραστεί και πριν το 1934, όπως συνάγεται από έγγραφα (πρακτικά συνεδριάσεων) της κδ.
Για παράδειγμα είχαν εκφραστεί αντίθετες απόψεις σχετικά με το χαρακτήρα της αστικής τάξης στην ελλάδα και σε άλλες χώρες του ίδιου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, αν αυτή ήταν υποτελής και υποχείριο του ξένου κεφαλαίου ή όχι.
(…)
Όλα αυτά βεβαιώνουν ότι το κκε, και ως τμήμα της κδ, πορευόταν προς τις συνθήκες του β’ παγκόσμιου πολέμου με αδυναμία μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης κι επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής.
(…)
Λίγους μήνες αργότερα (11 ιούλη 1934) στάλθηκε στα κκ «γράμμα της κδ», στο οποίο αναφερόταν ότι οι κομμουνιστές «είναι ανάγκη να θέσουν τέρμα στις δηλώσεις από τον κομματικό τύπο ή στις ομιλίες, που λέγαν ότι το κόμμα παλαίβει δήθεν για τη συντριβή της αστικής δημοκρατίας, γιατί τέτοιες δηλώσεις είναι «πολιτικά λαθεμένες». Και υπογραμμιζόταν «το καθήκον της πάλης με όλες τις δυνάμεις όχι μόνο ενάντια στις προσπάθειες του φασισμού και γενικά της αστικής τάξης να συντρίψουν ή να περιορίσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά και της πάλης για τη διεύρυνσή τους».
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε μπει στη φάση της προετοιμασίας του 7ου συνεδρίου της κδ και στο εσωτερικό της διεξαγόταν συνεχείς συζητήσεις με στόχο την επανεξέταση θέσεων που θεωρούνταν ότι είχαν παλιώσει. Έτσι: «…Στις 14 του ιούνη 1934 στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής προετοιμασίας […] ο αντιπρόσωπος του πκκ (μπ) δ. μανουήλσκι εξέφρασε τη γνώμη ότι το σύνθημα της άμεσης πάλης για τη διχτατορία του προλεταριάτου δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη δοσμένη στιγμή σε πολλές καπιταλιστικές χώρες. Ο σοσιαλισμός παραμένει ο τελικός σκοπός του κινήματος. Αλλά “χρειάζεται” –είπε- “να έχουμε πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης: όχι την προλεταριακή διχτατορία, όχι το σοσιαλισμό, αλλά ένα πρόγραμμα που οδηγεί τις μάζες στην πάλη για την προλεταριακή διχτατορία και το σοσιαλισμό”.
(…)
Αυτή η πολιτική αποτελούσε τη στρατηγική κατεύθυνση που μετά από λίγο καιρό επισφράγισε το 7ο συνέδριο της κδ (ιούλης-αύγουστος 1935). Με αυτή τη γραμμή πορεύτηκε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που όριζε πως «…το επαναστατικό προτσές δε θα πάει μπροστά άμεσα και κατ’ ευθείαν μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά θα πλησιάσει σ’ αυτήν μέσω της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης».
Ακόμα «οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες είναι υποχρεωμένες σήμερα να διαλέξουν συγκεκριμένα όχι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την αστική δημοκρατία αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».
Αυτή η γραμμή ήταν τροποποιημένη ως προς τις αντιθέσεις και το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου, όπως τον προσδιόριζε η εεκδ το δεκέμβρη του 1922: «Η χρεοκοπία της ειρήνης των βερσαλλιών δείχνεται ολοένα πιο καθαρά και ολοένα σε μεγαλύτερα στρώματα εργατών. Είνε φανερό ότι ένας νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ή και πολλοί παρόμοιοι πόλεμοι είνε πράγμα αναπόφευκτο, αν το διεθνές προλεταριάτο δεν γκρεμίσει το αστικό καθεστώς».
Το κκε στο 18ο συνέδριό του (2009) και στην πανελλαδική συνδιάσκεψη για την ιστορία του (2011) στάθηκε κριτικά και αυτοκριτικά.
{παραθέτω και τις δύο υποσημειώσεις αυτού του σημείου που παραπέμπουν στην απόφαση του 18ου συνεδρίου για το σοσιαλισμό και το δοκίμιο ιστορίας αντίστοιχα.
*Η στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό-απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
*Τα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών δεν έθεταν στα προγράμματά τους το σοσιαλισμό ως επίκαιρο, άρα ως στρατηγικό στόχο. Γενικά διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Όμως στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν κυβερνητικούς στόχους που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων, με στόχο τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στην χώρα τους.}
Το δεκέμβρη του 1935 συνήλθε το 6ο συνέδριο του κκε, το οποίο, στηριζόμενο στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της κδ, καθόρισε ως στρατηγική του:
Για να καταστεί αδύνατη η νίκη του φασισμού και να συντριφτούν οι προσπάθειες των κυρίαρχων τάξεων να εξαθλιώσουν ακόμα περισσότερο τον ελληνικό λαό και για να γίνει δυνατή η κατάχτηση μιας λεύτερης δημοκρατικής ζωής, απαιτείται η συνένωση όλων των λαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων σ’ ένα παλλαϊκό μέτωπο πάλης. Στο παρελθόν το κομμουνιστικό κόμμα προσέφερε όλες του τις δυνάμεις γι’ αυτό το σκοπό και πέτυχε τη συγκρότηση των δημοκρατικών-αντιφασιστικών συνασπισμών σ’ όλη τη χώρα […] Εξακολουθεί να πιστεύει ότι και τώρα είνε απαραίτητη η συνεργασία των δημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων που έχουν για αρχή τους το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας και είνε εχθροί του φασισμού και της αντίδρασης».
Οκτώ μήνες ύστερα από το συνέδριο του κκε ακολούθησε η εγκαθίδρυση της δικτατορίας των γλύξμπουργκ-μεταξά (4η αυγούστου). Με αυτή βρήκε τον ελληνικό λαό ο πόλεμος με την ιταλία. Στη διάρκειά του ο ν. ζαχαριάδης έγραψε από τη φυλακή τρία γράμματα που καθόριζαν τη στάση του κόμματος απέναντι στον πόλεμο. Τα γράμματα, αντανακλούσαν τις αντιφάσεις στη γραμμή της κδ σχετικά με το χαρακτήρα του β’ παγκόσμιου πολέμου.
Βεβαίως στα χρόνια της κατοχής, μετά από την αυτοδιάλυση της κδ, κυρίως μετά από συγκρότηση συμμαχίας της εσσδ με ηπα, μ. βρετανία ύστερα από την κατοχή μέρους της από τη γερμανία, η πολιτική γραμμή συμμαχιών του 7ου συνεδρίου διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της «εθνικής ενότητας».
Ακριβώς αυτό το πεδίο, των εθνικών μετώπων, άνοιγε η αυτοδιάλυση της κδ, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του προεδρείου της εε. Υλοποίησή της αποτελούσε η απόφασης της κε του κκε, η οποία, όπως και όλα τα κκ –τμήματα της κδ, ενέκρινε την αυτοδιάλυση της κδ.
Η στρατηγική του κκε, όταν ήταν γγ της κε ο νίκος ζαχαριάδης συμπυκνώνει τις αντιφάσεις που υπήρχαν στη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όρια που ο ζαχαριάδης δεν μπορούσε να ξεπεράσει και μετά από τον πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, ο ν. ζαχαριάδης παρέμεινε αφοσιωμένος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στον προλεταριακό διεθνισμό.
Η ιστορία επιβεβαίωσε πολλές φορές ότι οι λαθεμένες στρατηγικές που διαμορφώθηκαν στο κκε και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν οφείλονταν πάντα σε διάθεση συμβιβασμού των κομματικών ηγεσιών με τον αντίπαλο, αλλά σε διαφορετικούς λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς (βαθμός ωρίμανσης, ικανότητα αντικειμενικής ανάλυσης των εξελίξεων στον καπιταλισμό, πίεση από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων ή λαθεμένη εκτίμησή του κ.ά). Στην περίπτωση του ν. ζαχαριάδη η διαπίστωση για την αδιάλλακτη στάση του απέναντι στον ταξικό αντίπαλο είναι αναμφισβήτητη.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα