Associated Press
|
Οι
επικεφαλής των διαπραγματευτών ΕΕ - ΗΠΑ για τη Διατλαντική Συμφωνία
Εμπορίου και Επενδύσεων. Ο Ignacio Garcia Bercero της ΕΕ (δεξιά)
καλωσορίζει τον Αμερικανό Dan Mullaney (αριστερά)
|
«Καθώς
το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί από την ΕΕ, έχω ορίσει ως φιλοδοξία μας να
γίνουμε παγκόσμιος ηγέτης στο ελεύθερο εμπόριο», δήλωσε η Μέι σε
δημοσιογράφους αμέσως μετά τη σύνοδο του G20 στην Κίνα. Η Μέι είπε ότι
δεν θα υπάρξουν υποχωρήσεις προς τον προστατευτισμό.
Οι
δηλώσεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού έγιναν με δεδομένο ότι το ΔΝΤ,
παραμονές της Συνόδου, σε ενημερωτικό του σημείωμα καλούσε τους ηγέτες
του G20 να ενισχύσουν τη ζήτηση, να αναθερμάνουν το εμπόριο, να
υλοποιήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις οικονομίες τους για να
υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη, εκτιμώντας ότι ο ρυθμός αύξησης του όγκου
του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών έχει επιβραδυνθεί στις περισσότερες
χώρες από το 2012, στο μισό του αντίστοιχου ρυθμού στην 20ετία πριν από
το 2007.
Η προτροπή του ΔΝΤ για αύξηση της ζήτησης ως μέσου
καπιταλιστικής ανάπτυξης διεθνώς έρχεται και επανέρχεται σε συνθήκες
επιβράδυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η επιβράδυνση μειώνει τη
ζήτηση, η τόνωση της ζήτησης ενισχύει την ανάκαμψη. Η δε εκτίμηση για
επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του εμπορίου διεθνώς αποκαλύπτει
υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, το ίδιο μιλά για πτώση επενδύσεων, που
σημαίνει αδυναμία αύξησης της παραγωγής. Φαύλος κύκλος. Είναι ο κύκλος
της κρίσης. Που απαιτεί μεγάλη καταστροφή κεφαλαίου ώστε να γίνουν
καπιταλιστικές επενδύσεις και να περάσει η οικονομία σε ανάπτυξη.
Φαίνεται ότι τέτοιες συνθήκες δεν έχουν δημιουργηθεί. Το ΔΝΤ εξέφρασε
μάλιστα φόβους για προστατευτισμό στο διεθνές εμπόριο.
Η ειδική σχέση ΗΠΑ - Βρετανίας και οι αμερικανικές ανησυχίες
Στις αρχές Ιούλη, είδαν το φως της δημοσιότητας ρεπορτάζ όπως:
«Ο
Αμερικανός Πρόεδρος είχε προειδοποιήσει τη Βρετανία ότι θα
υποβαθμιζόταν στις προτεραιότητες των ΗΠΑ σε περίπτωση Brexit και θα
προηγείτο η πολύ μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία με την Ευρώπη.
Βλέποντας
την έντονη αντίδραση των αγορών στην έκβαση του δημοψηφίσματος,
Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν τώρα τη στήριξή τους στην ειδική σχέση
ΗΠΑ - Βρετανίας και υπογραμμίζουν ότι θα αναλύσουν τον αντίκτυπο του
Brexit στις εμπορικές συνομιλίες με την ΕΕ.
Η Ουάσιγκτον ανησυχεί.
Αν η Βρετανία φτωχύνει, ίσως δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη δέσμευσή
της να δαπανά για την άμυνα το 2% του ΑΕΠ της ενώ κλιμακώνονται οι
απειλές από τη Ρωσία, ούτε και να συνεισφέρει στον νέο στόλο πυρηνικών
υποβρυχίων που αποτελούν καίριο στοιχείο της αποτρεπτικής πυρηνικής
δύναμης της Δύσης. Οι εκτιμήσεις αυτές ανήκουν στον Νίκολας Μπερνς,
πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, που εκφράζει την ανησυχία της υπερδύναμης
τονίζοντας πως "η Βρετανία ήταν ο ισχυρότερος εταίρος της Αμερικής
εντός της ΕΕ". Αξιωματούχοι στον τομέα του εμπορίου υποστηρίζουν,
άλλωστε, πως η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων ΤΤΙΡ είναι
απίθανο να συναφθεί τώρα με την Ευρώπη όταν η Βρετανία δεν θα είναι στο
τραπέζι των συνομιλιών, που ωστόσο δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για
μια ανεξάρτητη συμφωνία μόνο με τη Βρετανία.
"Ο ισχυρισμός πως η
Βρετανία θα υποβαθμιστεί στις προτεραιότητες των ΗΠΑ θα ξεχαστεί αμέσως
από τη νέα κυβέρνηση, αν όχι και νωρίτερα", σχολιάζει ο Γκάρι
Χουφμπάουερ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Peterson, που εκτιμά πως "έτσι
κι αλλιώς η συμφωνία ΤΤΙΡ ήταν εν υπνώσει ή νεκρή μόλις προέκυψε το
Brexit".
Ο υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου δήλωσε στο CNBC ότι
παραμένει προτεραιότητα των ΗΠΑ η εμπορική συμφωνία με την ΕΕ. Δεν
απέκλεισε, όμως, να υπάρξουν ανεξάρτητες συνομιλίες με τη Βρετανία από
τη στιγμή που θα συμφωνήσει με την ΕΕ τους όρους της απόσχισής της.
Εξάλλου, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Ερικ Σουλτζ προσέθεσε πως η
κυβέρνηση "μελετά" το πώς θα επηρεάσει το Brexit τις συνομιλίες για τη
συμφωνία ΤΤΙΡ. Τόνισε, άλλωστε, πως οι οικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στις
δύο χώρες "παραμένουν ισχυροί και η ειδική σχέση δεν επηρεάζεται από το
δημοψήφισμα"» («Ρόιτερς», «Καθημερινή», 3/7/2016).
Διπλωματική
γλώσσα για ένα τεράστιο και σύνθετο πρόβλημα για τις ΗΠΑ, τις σχέσεις
τους με Ευρωζώνη - ΕΕ, σχέσεις με επίκεντρο την ηγεμονία στην ευρωπαϊκή
ήπειρο, απέναντι στη Γερμανία αλλά και στη Ρωσία, με δοσμένους τους
οξύτατους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, που επηρεάζουν και τις διμερείς
σχέσεις τους, σε όφελος των συμφερόντων των μονοπωλίων τους, κόντρα
στους ανταγωνιστές τους. Σύνθετη πραγματικότητα που εξελίσσεται σε
ρευστές συνθήκες.
Και η Βρετανία βρίσκεται σε ανάλογες συνθήκες,
αναζητώντας τη διαμόρφωση ωφέλιμων για τα μονοπώλιά της σχέσεων τόσο με
την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ.
Οι δυσκολίες αμερικανικών τραπεζικών ομίλων στη Βρετανία
Μετά
τη Σύνοδο Κορυφής του G20, ήρθε άλλη μια διπλωματική παρέμβαση του Μπ.
Ομπάμα, που μιλώντας σε δημοσιογράφους, επανέλαβε την παλαιότερη
προειδοποίησή του ότι δεν ανήκει στις προτεραιότητες της Ουάσιγκτον να
συνάψει διμερή εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία. Διευκρινίζοντας όμως τη
δήλωσή του, τόνισε ότι ποτέ δεν εξέφρασε την πρόθεση «να τιμωρήσει τη
Βρετανία». Υπενθύμισε, όμως, ότι οι ΗΠΑ έχουν θέσει σε προτεραιότητα τις
πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες και «δεν έχει νόημα για εμάς να αφήσουμε
κατά μέρος αυτήν την προσπάθεια». Λέμε διπλωματική τοποθέτηση γιατί
ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ΤΤΙΡ με την ΕΕ, αλλά έχει ως πιστό
σύμμαχο τη Βρετανία, η οποία όμως προκαλεί προβλήματα με τις
καθυστερήσεις υλοποίησης του Brexit, ιδιαίτερα στους χρηματοπιστωτικούς
ομίλους των ΗΠΑ.
Πρόσφατα εμφανίστηκαν στον αστικό Τύπο ρεπορτάζ
που ανέφεραν πάνω - κάτω τα εξής: «Σοβαρούς τριγμούς δημιουργεί στις
μεγάλες αμερικανικές τράπεζες η αβέβαιη προοπτική για τις δραστηριότητές
τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσει η
χώρα τους από αυτήν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν καλά πληροφορημένες
πηγές σε τηλεοπτικά δίκτυα στις ΗΠΑ, οι τράπεζες προετοιμάζονται για
έναν "χειμώνα ολέθρου", εξαιτίας του εντελώς θολού τοπίου μετά το Brexit
και της διάχυτης σύγχυσης σχετικά με τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα
κατατείνουν στην επισημοποίηση του διαζυγίου μεταξύ Λονδίνου και
Βρυξελλών. Ουδείς γνωρίζει τις άμεσες συνέπειες του Brexit και την τυχόν
απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του Σίτι του Λονδίνου, ως του
χρηματοπιστωτικού κόμβου της Γηραιάς Ηπείρου, επειδή η Βρετανία χάνει το
αποκαλούμενο "τραπεζικό διαβατήριο" που έδινε πρόσβαση στις αγορές
κεφαλαίου των υπόλοιπων κρατών - μελών της ΕΕ». Ηδη οι τράπεζες «JP
Morgan» και «Morgan Stanley» εξέφρασαν την πρόθεσή τους να μεταφερθούν
σε άλλο κράτος της ΕΕ.
Οξυνση ανταγωνισμών με επίκεντρο την ΤΤΙΡ
Την
ίδια ώρα, οξύνονται οι ανταγωνισμοί με Ευρωζώνη - ΕΕ, και σε σχέση με
την υπόθεση της ΤΤΙΡ, όπως φάνηκε και με την υπόθεση φοροδιαφυγής της
«Apple» (βλέπε «Ριζοσπάστη» 4/9/2016).
Πρόσφατα, ο Γάλλος υπουργός
Εμπορίου, Ματίας Φεκλ, δήλωσε ότι το Παρίσι θα ζητήσει επίσημα από την
Κομισιόν τη διακοπή των διαπραγματεύσεων κατά την υπουργική σύνοδο της
Μπρατισλάβας, στις 22 Σεπτέμβρη. «Οι Αμερικανοί δεν μας δίνουν τίποτε, ή
ψίχουλα στην καλύτερη περίπτωση».
Επίσης, σε πρόσφατη ομιλία του
σε Γάλλους πρεσβευτές, ο Πρόεδρος Φρ. Ολάντ είπε: «Οι διαπραγματεύσεις
έχουν βαλτώσει, δεν έχουν γίνει σεβαστές οι θέσεις μας, η συμφωνία είναι
σαφώς μη ισορροπημένη».
Την ίδια ώρα, ο Γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο είπε:
«Πιστεύω
ότι οι Αμερικανοί έφεραν στην πραγματικότητα το τέλος στην TTIP. Δεν
βλέπω οποιαδήποτε επιθυμία να συμβιβαστούν με τους Ευρωπαίους. Δεν
υπάρχει καμία πιθανότητα να επιτευχθεί μια συμφωνία για την TTIP πριν
από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Δεν θα υπάρξει μια
επίσημη δήλωση ότι οι διαπραγματεύσεις τερματίστηκαν χωρίς την επίτευξη
συμφωνίας, μολονότι οι συνομιλίες έχουν ντε φάκτο αποτύχει. Αν οι
Αμερικανοί δεν μετακινηθούν προς τους Ευρωπαίους, τότε η Ευρώπη δεν
μπορεί να συμφωνήσει να δώσει ένα "φως για την TTIP". Κατόπιν τούτου, το
σχέδιο - τουλάχιστον όπως ήταν προγραμματισμένο για φέτος - έχει
αποτύχει».
Η καγκελαρία της Γερμανίας, όμως, ζήτησε να προχωρήσουν
οι διαπραγματεύσεις. Ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν
Ζάιμπερτ, παραδέχτηκε ότι υπάρχουν διιστάμενες απόψεις σε πολλά θέματα,
αλλά τόνισε ότι μόνο στο τέλος της διαπραγμάτευσης διαφαίνονται τα
περιθώρια συμβιβασμού.
Ο Μαργαρίτης Σχοινάς, εκπρόσωπος της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δήλωσε: «Αν και οι εμπορικές συνομιλίες παίρνουν
χρόνο, η μπίλια γυρίζει αυτή τη στιγμή και η Επιτροπή πραγματοποιεί
σταθερή πρόοδο στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για την TTIP».
Διπλωματικές πηγές, όμως, θεωρούν ότι οι συνομιλίες θα «παγώσουν»
τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία το 2017.
Το έδαφος των ανταγωνισμών και η διέξοδος για το λαό μας
Ολες
οι πιο πάνω εξελίξεις αποκαλύπτουν όχι μόνο την όξυνση των
ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά και ότι αυτοί οι ανταγωνισμοί
γίνονται ολοένα και πιο μπερδεμένο κουβάρι. Για παράδειγμα, η απόφαση
του δημοψηφίσματος στη Βρετανία για έξοδο από την ΕΕ συνέβαλε στο να
επανεμφανιστούν ακόμη πιο οξείς σε σχέση με πριν οι ανταγωνισμοί γύρω
από την ΤΤΙΡ. Οι ΗΠΑ έχασαν ένα σύμμαχο μέσα από την ΕΕ, τη Βρετανία.
Ταυτόχρονα, οι παρεμβάσεις της γαλλικής κυβέρνησης με μεγάλη οξύτητα,
αλλά και του υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας, φαίνεται ότι προκαλούν
ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στις ΗΠΑ. Επίσης, οι ανταγωνισμοί
ενισχύονται και μέσα σε καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ, π.χ. στη Γερμανία, η
Μέρκελ δε συμφωνεί με τον Γκάμπριελ, κάτι που δείχνει διαπάλη
διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου. Το ίδιο συμβαίνει και εντός της ΕΕ.
Που φανερώνει επίσης ενίσχυση αντίρροπων τάσεων στην πορεία ενοποίησης.
Δεν φαίνεται μόνο με την υπόθεση της ΤΤΙΡ, αλλά και με τους τέσσερις
του Βίσεγκραντ που αντιδρούν στην ενίσχυση της ενοποίησης αναζητώντας
μεγαλύτερη αυτοτέλεια (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), όπως και
τις κόντρες γύρω από το μείγμα χαλάρωσης (Γαλλία, Ιταλία), σε σχέση με
την τήρηση ή την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, και όχι μόνο, αφού
έχουν ανοίξει γενικότερα ζητήματα διακυβέρνησης της ΕΕ.
Ολ' αυτά
«πατούν» στο έδαφος μιας ισχνής καπιταλιστικής ανάπτυξης των ΕΕ -
Ευρωζώνης, σε συνθήκες επιβράδυνσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής
ανάπτυξης, με κινδύνους για ισχυρές οικονομίες (Γαλλία, Ιταλία), αλλά
και μειούμενες επιδόσεις σε ΗΠΑ, Γερμανία και άλλες οικονομίες.
Αυτό
είναι το βασικό μέρος του πλαισίου μέσα στο οποίο πασχίζει η κυβέρνηση
να βρει το δρόμο προς την ανάκαμψη, που δε φαίνεται, αβεβαιότητες σε ΕΕ -
Ευρωζώνη, η διεθνής επιβράδυνση και οι δείκτες στην Ελλάδα που
φανερώνουν ακόμη κρίση. Αλλά ο δρόμος για την καπιταλιστική ανάκαμψη
είναι υπόθεση των καπιταλιστών, δική τους πρεμούρα, όπως και οι φόβοι
τους. Ολ' αυτά για την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα
είναι ξένα, εχθρικά. Ο δρόμος των καπιταλιστών για την ανάκαμψη, είτε τη
φέρει είτε όχι, είναι οδυνηρός για τους εργαζόμενους. Και δεν πρέπει να
συνταχτούν με την πολιτική που το επιδιώκει, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ που το υπόσχεται ως ρεαλιστική προοπτική πατώντας στις μειωμένες
απαιτήσεις που η ίδια τούς καλλιέργησε για να τους χειραγωγεί και να
τους καθηλώνει, ακόμη και να τους απωθεί από το δικό τους δρόμο, όπως
τους ζητάει η κυβέρνηση. Καμιά αναμονή, καμιά ανοχή. Εχουν συμφέρον να
οργανώσουν τη δική τους Λαϊκή Συμμαχία, που θα βάζει εμπόδια στην
αντεργατική - αντιλαϊκή πολιτική, παλεύοντας για ανάκτηση των απωλειών,
κατάργηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών νόμων, ικανοποίηση των
σύγχρονων λαϊκών αναγκών, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, την πολιτική που
το υπηρετεί, την ΕΕ, την εξουσία τους. Αγώνας που θα φτάνει μέχρι την
ανατροπή τους για την εργατική - λαϊκή εξουσία.