Όταν παραδόθηκε το 1886, ο Τζερόνιμο ήταν 57 χρονών. Στις φωτογραφίες
εκείνων των ηλεκτρισμένων ημερών, που φρόντισαν να αποκτήσουν οι
διαπραγματευτές της κυβέρνησης των ΗΠΑ και ο στρατηγός Μάιλς, κοιτάζει
βλοσυρά το κέντρο του φακού, και στο έντονο βλέμμα του μοιάζει να λάμπει
η πρόκληση απέναντι στον ναρκισσισμό του δυτικού πολιτισμού.
Το στόμα του μια στενή γραμμή, η δυσπιστία του αποτυπωμένη στην
αποφασιστική του έκφραση, η υπερηφάνεια της ψυχής του, ακλόνητη. Και μια
λεπτομέρεια: τα χέρια του, νευρώδη και πολύ λεπτοκαμωμένα.
Ηταν ο «αρχηγός πολέμου» όλων των φυλών Απάτσι και δεν γνώριζε
ακόμα ότι από κυνηγός θα εξαναγκαζόταν να γίνει αγρότης, ότι στο εξής η
ασχολία του θα ήταν να καλλιεργεί καρπούζια και να εκτρέφει γουρούνια
(που δεν τα έτρωγε η φυλή του), κότες ή αγελάδες κι ότι δεν θα επέστρεφε
ποτέ στην ορεινή και δασώδη γη των προγόνων του, την Αριζόνα.
Δεν γνώριζε ότι μέχρι τον θάνατό του (1909) θα ήταν εκπατρισμένος
στην άνυδρη και ανοίκεια Οκλαχόμα, σε μια περιοχή υποχρεωτικής
εγκατάστασης, σαν καρικατούρα του λευκού ανθρώπου χωρίς να έχει τη
δυνατότητα να μοιράζεται την κουλτούρα του.
Ηξερε όμως καλά ότι δεν είχε απομείνει τίποτα από την αλλοτινή ακμή
των Ινδιάνων. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι πολυπληθείς φυλές τους είχαν
αποδεκατιστεί, τόσο στις απέραντες κεντροανατολικές πεδιάδες νότια του
Καναδά όσο και δυτικά, στην Καλιφόρνια.
Ο πολιτισμός τους είχε συντριβεί από τον τεχνολογικά ανώτερο
πολιτισμό «της προόδου». Οι πόροι διαβίωσής τους είχαν αφανιστεί με την
οργανωμένη σφαγή των βισόνων και την πυρπόληση των λιβαδιών. Και ο
λευκός άνθρωπος είχε αθετήσει όλες του τις υποσχέσεις προς τους
αυτόχθονες. Δεν υπήρχε σπιθαμή γης που δεν ήταν έτοιμος να αρπάξει…
Είκοσι χρόνια αργότερα, o πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ αγνόησε
τις αρνητικές συστάσεις των στρατιωτικών αρχών και έδωσε άδεια στον
επιθεωρητή Εκπαίδευσης της Οκλαχόμα S.M.Barrett να καταγράψει την
κριτική εκδοχή του Τζερόνιμο για την «κατάκτηση της άγριας Δύσης» και
για τις αιματηρές συγκρούσεις των Απάτσι με τον μεξικανικό και τον
αμερικανικό στρατό.
Εδωσε μάλιστα εγγυήσεις ότι η δημοσίευση της μαρτυρίας του δεν θα
έχει αρνητικές συνέπειες για τους Απάτσι αιχμάλωτους πολέμου, όπως
εκείνος, που είχαν λευκούς επόπτες στις ειδικές περιοχές όπου διέμεναν.
Προφορική Ιστορία
Η εξαιρετική ελληνική έκδοση της Αυτοβιογραφίας του Τζερόνιμο σε
επιμέλεια του Μπάρετ, με γλαφυρή εισαγωγή 60 σελίδων του Frederick W.
Turner III και φάκελο σπάνιων φωτογραφιών (Αγρα, μτφρ. Παλμύρα
Ισμυρίδου), είναι ένα πολύτιμο τεκμήριο προφορικής Ιστορίας. Σκάβει το
προσωπικό βίωμα μιας θρυλικής μορφής της αντίστασης των Ινδιάνων,
δίνοντας φωνή σε έναν κόσμο που δημοσίως δεν είχε δικαίωμα λόγου.
Οπως συμβαίνει πάντα με τις μαρτυρίες, η ματιά του Τζερόνιμο είναι
επικαθορισμένη από τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε. Ωστόσο οι
κρυφές πτυχές της διαδρομής του και τα όσα αρνείται να πει στον ανιψιό
του Εϊσα Ντακλούτζι (ο οποίος μετέφραζε επί τόπου τα λεγόμενά του στον
Μπάρετ), φωτίζονται στο κείμενο και στις σημειώσεις του Τέρνερ.
Ο Τέρνερ κάνει μια ανθρωπολογική προσέγγιση της Ιστορίας των Ινδιάνων
και της σχέσης τους με τους αποικιστές, και σχολιάζει τη μεγάλη εικόνα
από τη σκοπιά του 1970 και της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του
«αμερικανικού ονείρου».
Ο σημερινός αναγνώστης βουτάει λοιπόν στην περιπέτεια του 19ου αιώνα,
ακούει τα συμπεράσματα του 20ού αιώνα και προβληματίζεται με όσα βλέπει
στον 21ο αιώνα: με τον επιθετικό καπιταλισμό που καταστρέφει τα ζωογόνα
δάση της Ινδίας, της Ν. Αμερικής κ.ά., με τις εκκαθαρίσεις, τις
εκτοπίσεις, τη μαζική φυγή ασιατικών ή αφρικανικών πληθυσμών και, πιο
ειδικά, με τους καταυλισμούς των μεταναστευτικών μουσουλμανικών
πληθυσμών, τα στρατόπεδα ή τα «κέντρα φιλοξενίας», που δοκιμάζουν τις
αρχές των Δυτικών Δημοκρατιών.
Η αφήγηση του Τζερόνιμο εστιάζει στους Απάτσι Τσιρικάουα, τη
δυσκολότερη να δαμαστεί φυλή των Απάτσι, που ήταν και η πιο επιθετική σε
σχέση με τις άλλες μεγάλες ινδιάνικες φυλές των Σαϊέν, των Νάβαχο ή των
Σιου.
Παρουσιάζει την κοσμογονία, τις παραδόσεις, τα έθιμα, τις αξίες και
την καθημερινότητά τους. Κορυφώνεται με έναν καταιγισμό από σκηνές
δράσης στις αιφνιδιαστικές επιδρομές που μετά το 1858 οργάνωνε σε
μεξικανικό κυρίως έδαφος (ο Τσε μελέτησε την τακτική του). Και
συνεχίζεται με την πεισματική αντίστασή του στη στρατηγική της εξόντωσης
των «αγρίων» που ανέπτυξαν οι «πολιτισμένοι» λευκοί, κλείνοντας με
επεισόδια από τα γεράματά του.
Τότε πια είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τους εκμεταλλευτές του, και
όταν πήγε (με φρουρούς!) στην Παγκόσμια Εκθεση του Σεντ Λούις το 1904,
πουλούσε προς 25 σεντς την υπογραφή του.
Τι ακριβώς σημαίνει πρόοδος;
«Κρυβόμαστε στα περάσματα του βουνού και κάθε φορά που Μεξικανοί
έμποροι περνούσαν από εκεί, τους σκοτώναμε, παίρναμε όσα εφόδια
χρειαζόμασταν και τα υπόλοιπα τα καταστρέφαμε.
»Αδιαφορούσαμε για τη ζωή μας επειδή νιώθαμε ότι όλοι ήταν εναντίον
μας. Αν επιστρέφαμε στον καταυλισμό του φυλακίου θα μας φυλάκιζαν και θα
μας σκότωναν. Αν μέναμε στο Μεξικό, θα συνέχιζαν να στέλνουν
στρατιώτες. Ετσι δεν σπλαχνιζόμασταν κανέναν…».
Αυτή την ολοκληρωτική επέκταση της λευκής κυριαρχίας είχε βιώσει ο
Τζερόνιμο πριν συναντήσει τον Μάιλς στο Σκέλετον Κάνιον το 1886: μια
σαρωτική ορμή που την είχε ενθαρρύνει ο νόμος του 1830 «για τη
μετατόπιση των Ινδιάνων δυτικά του ποταμού Μισισιπή». Είχε βιώσει μια
κατάργηση των κωδίκων συμβίωσης, μια σειρά από προδοσίες.
Η μεγάλη νίκη των Σιου στο Λιτλ Μπιγκ Χορν το 1876, όπως και οι
μικρές νίκες του «αντάρτικου» των Απάτσι που καθυστέρησαν την υποταγή
τους για μια δεκαετία, δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν τίποτα. Ο
σιδηρόδρομος του δυτικού πολιτισμού που ένωσε τα δυο άκρα της ηπείρου,
ήταν αυτός που τους απομάκρυνε από τη γη τους σαν να ήταν απόβλητα.
«Σήμερα δεν αντιλαμβανόμαστε τόσο καθαρά τι σήμαινε η κατάκτηση της
Δύσης, επειδή δεν είναι πια σαφές τι σημαίνει πρόοδος», σχολιάζει στην
Εισαγωγή του ο Τέρνερ.
Οι Ινδιάνοι, γράφει, «είχαν να μας διδάξουν ένα μάθημα σημαντικό για
την απαραίτητη συνάφεια του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, του οποίου
αποτελεί κομμάτι στον πελώριο κύκλο της ζωής». Και παρότι εκείνοι έχουν
πια σχεδόν εξαφανιστεί, οι ιστορίες τους είναι σημαντικές.
Ομως όχι επειδή μιλούν για βασανιστικές δοκιμασίες αντοχής, ούτε
επειδή δικαιολογούν τις ζωοκλοπές ή εξαίρουν τη νομαδική ζωή και την
αδιαφορία για το χρυσάφι. Αλλά επειδή μας καλούν «να ξαναμάθουμε τα όριά
μας» και να διεκδικήσουμε ένα διαφορετικό είδος προόδου.
Μικέλα Χαρτουλάρη