ΑΠΛΟΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κι εν μέσω ειδήσεων για επιλογές του κυρίαρχου συστήματος
που εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους και αυξάνουν τις απειλές για επέκταση
πολεμικών συρράξεων, όπως η δήλωση του επικεφαλής της Cosco, Xu Lirong στον έλληνα
πρωθυπουργό πως «καλό θα ήταν να μην γίνονται τόσες απεργίες», καθώς αυτές
συνεχίζονται στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ για τις ιδιωτικοποιήσεις,
όπως οι απειλές, εν είδει προειδοποιήσεων, του ΔΝΤ να μην θιγούν οι μεταρρυθμίσεις
που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και ειδικότερα εκείνες που
αφορούν στον κατώτατο μισθό, τον οποίο θεωρεί ως υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε σχέση
με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως οι αποφάσεις στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Βαρσοβία για
περαιτέρω αναβάθμιση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, η
κυβέρνηση και οι συν αυτώ, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, αναλώνονται στις περιγραφές
και σχολιασμούς για τον αγώνα της κυβέρνησης να εξασφαλίσει τις 200 ψήφους που θα οδηγήσουν στην εφαρμογή του νέου
εκλογικού νόμου για την απλή αναλογική
στις αμέσως επόμενες εκλογές.
Κι
αναρωτιέται κανείς ποιον και γιατί μπορεί, πέραν των επαγγελματιών της κυρίαρχης
πολιτικής, να απασχολεί η εκλογική αριθμητική και γιατί αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις στις μέρες μας.
Παλιότερα
βέβαια, ο εκλογικός νόμος αποτελούσε ένα από τα κύρια πεδία σύγκρουσης των
πολιτικών δυνάμεων, όταν, μεταπολεμικά, στα πλαίσια του δικομματισμού αυτό το
θέμα αντιμετωπιζόταν από τη λεγόμενη συντηρητική παράταξη αυταρχικά, για να
εξασφαλίσει με ακροβατικές ρυθμίσεις του
εκλογικού νόμου τη διαιώνιση στην εξουσία. Τα χρόνια που ο εκδημοκρατισμός ήταν
αίτημα και των κομμουνιστών, μετά την ήττα στον εμφύλιο, ο εκλογικός νόμος ήταν
ένα από τα μέσα παραμόρφωσης της βούλησης του εκλογικού σώματος, υπήρχαν κι
άλλα πιο …άμεσα, να θυμηθούμε τις εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961. Αυτές
οι άμεσες μορφές χειραγώγησης του
εκλογικού σώματος και χειρισμού του εκλογικού πεδίου, όπου κατ’ εξοχήν
συντελείται η καθεστωτική νομιμοποίηση, ήταν πραγματικά άμεσες και εμφανείς στα
χρόνια κατά τα οποία η λειτουργία των θεσμών,
που ουσιαστικά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, χρησιμοποιούνταν
σαν βιτρίνα της ύπαρξης ενός συνταγματικά οριοθετημένου κοινοβουλευτικού
τύπου πολιτεύματος. Όταν όμως αυτοί οι χειρισμοί σε εκλογικό και νομότυπο
επίπεδο στην πολιτική διαδικασία φαίνονταν πως δεν μπορούσαν να ανακόψουν την έκφραση
εκδημοκρατισμού στη βούληση του εκλογικού σώματος η προσφυγή στη δικτατορική
διακυβέρνηση έμοιαζε μονόδρομος για την κυρίαρχη τάξη που ακόμη φοβόταν την
εργατική τάξη που επαναστάτησε.
Μετά τη μεταπολίτευση,
επειδή αυτού του είδους οι χειρισμοί δεν
άντεχαν πια στην κοινωνική δυναμική που αναπτύχτηκε, χρειάστηκε να αλλάξουν τα
πλαίσια θεσμικής διαμόρφωσης της εκλογικής
βούλησης, που επέτρεψαν να έρθουν στην εξουσία οι λεγόμενες δημοκρατικές
δυνάμεις, ακόμα και με την ονομασία σοσιαλιστικές, ώστε να υπάρξει εξισορρόπηση
με την προσαρμογή των αστικών πολιτικών θεσμών στους μεταλλασσόμενους συσχετισμούς
κοινωνικών δυνάμεων. Η αυταρχικότητα και ανελαστικότητα που διέκρινε την
πολιτική συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου, αφού έφερε εις πέραν το έργο του –την
κατάπνιξη κάθε επαναστατικότητας για μετασχηματισμό της κοινωνίας- έμοιαζε
παρωχημένη πια.
Στην
πρώτη εικοσαετία της μεταπολίτευσης ο δικομματισμός φαινόταν να στέκεται καλά
στα πόδια του ως έκφραση κοινωνικών συσχετισμών, που η δικτατορία είχε
συνεισφέρει τα μέγιστα για τη σχηματοποίησή τους –δημοκρατικός και συντηρητικός
κόσμος. Μόνο που σιγά –σιγά οι έχθρες ανάμεσα στα δυο αστικά κόμματα είχαν αρχίσει να χάνουν ένα ένα τα
πέπλα της όποιας επί της ουσίας
διαφοροποίησης. Από τη δεκαετία του ΄90 άρχισε
να φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα ότι η διαφοροποίηση των δυο κομμάτων μάλλον
στηριζόταν σε άτυπους συνασπισμούς ανάμεσα σε ομάδες ποικίλων προελεύσεων που τις
συγκρατούσαν κοινά συμφέροντα και βέβαια η πραγματικότητα της εξουσίας. Κι όλα
αυτά τα χρόνια η απλή αναλογική ήταν πάγιο αίτημα των δημοκρατικών δυνάμεων –από
ΠΑΣΟΚ μέχρι κομμουνιστές- για την αναλογική αντιπροσώπευση του εκλογικού
σώματος και την εξασφάλιση της διακυβέρνησης από συστέγαση ή συνεργασία περισσότερων
κοινωνικών δυνάμεων στην κυβέρνηση, σαν αποτέλεσμα συσχετισμών που θα επέφερε η
κοινωνική δυναμική. Ήταν τότε που θεωρούνταν εφικτό πως η διαχείριση της αστικής
εξουσίας από «προοδευτικές δυνάμεις» θα μπορούσε να γίνει προς όφελος των
λαϊκών στρωμάτων προωθώντας αιτήματά τους,
διευρύνοντας δικαιώματά τους.
Με την
καπιταλιστική κρίση, βιώνουμε πια το ανέφικτο μέσα από θεσμούς του αστικού
πολιτεύματος έστω της προστασίας των
δικαιωμάτων μας που παλαιότερες αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν εξασφαλίσει. Καμιά
από τις αλλεπάλληλες εκλογές αυτής της εξαετίας
δεν επηρέασε τις επιλογές της άρχουσας
τάξης. Κι εξάλλου, φτάνοντας στο οριακό σημείο πια όπου γίνεται αντιληπτό ότι
πηγή αυτής της κρίσης είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν υπάρχουν
και πολλές αυταπάτες ότι το ξεπέρασμά της δεν θα στηριχτεί στην εξόντωση των
εργαζομένων. Και δεν είναι οι εκλογές με όποιο εκλογικό σύστημα που θα την
ανακόψουν.
Η ενασχόληση της κυβέρνησης με το
εκλογικό σύστημα φαίνεται να κινείται
στη διελκυνστίνδα ανάμεσα στην
προσπάθειά της να δείξει ένα αριστερό προφίλ σ’ ένα παλιό αριστερό αίτημα
(δηλώσεις Γ.Γ του ΚΚΕ Κουτσούμμπα για Α. Τσίπρα ότι σκέφτεται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και το Σύνταγμα, για να
αφήσει κάτι ως Αριστερά) και στη διασφάλιση της παραμονής της στην εξουσία.
Κι αν για την κυβέρνηση η απλή
αναλογική γίνεται μέσο άσκησης μιας απλοϊκής πολιτικής, για το εργατικό κίνημα η εφαρμογή της απλής
αναλογικής μπορεί να έχει θετικό πρόσημο, γιατί αποκαλύπτει αδυναμίες και
διαμάχες της πολιτικής εκπροσώπησης της κυρίαρχης τάξης, ευνοώντας συναλλαγές
πολιτικών, ξεσκεπάζοντας αντιθέσεις συμφερόντων στους κόλπους της εξουσίας που
εντείνουν τη φθορά και την αξιοπιστία των θεσμών και δυσκολεύοντας τη δημιουργία
ισχυρής κυβέρνησης Για να εκλείψει και η αυταπάτη μας για τις εκλογές και το
ρόλο τους.