J.V. Stalin-Διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός Ι
Ι. Β. Στάλιν
Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός
(1938)
Μτφρ από την αγγλική: Επαγρύπνηση
Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η κοσμοθεωρία του μαρξιστικού-λενινιστικού
κόμματος. Ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός επειδή ο τρόπος προσέγγισης των
φυσικών φαινομένων, η μέθοδος με την οποία τα μελετά και τα κατανοεί,
είναι η διαλεκτική, ενώ η ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, η σύλληψη
αυτών των φαινομένων, η θεωρία του, είναι υλιστική.
Ο ιστορικός υλισμός είναι η προέκταση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού
στη μελέτη της κοινωνικής ζωής, η εφαρμογή των αρχών του διαλεκτικού
υλισμού στα φαινόμενα της ζωής της κοινωνίας, στη μελέτη της κοινωνίας
και της ιστορίας της.
Περιγράφοντας τη διαλεκτική τους μέθοδο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνήθως
αναφέρονται στον Χέγκελ ως τον φιλόσοφο που διατύπωσε τα κύρια
χαρακτηριστικά της διαλεκτικής. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως η διαλεκτική
του Μαρξ και του Ένγκελς ταυτίζεται με τη διαλεκτική του Χέγκελ. Για
την ακρίβεια, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πήραν από την εγελιανή διαλεκτική
μόνο τον ‘ορθολογικό της πυρήνα’, αφήνοντας κατά μέρους το ιδεαλιστικό
της περίβλημα, και ανέπτυξαν τη διαλεκτική παραπέρα ώσπου της έδωσαν
σύγχρονη επιστημονική μορφή.
‘Η διαλεκτική μου μέθοδος’, λέει ο Μαρξ, ‘δεν είναι μόνο διαφορετική της
εγελιανής, αλλά το ακριβές αντίθετό της. Για το Χέγκελ, η διαδικασία
του σκέπτεσθαι, την οποία, κάτω από την ονομασία ‘Ιδέα’, δε διστάζει να
μεταμορφωθεί σε ανεξάρτητο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του αληθινού
κόσμου, και ο αληθινός κόσμος είναι μονάχα η εξωτερική, φαινομενική
μορφή της ‘Ιδέας’. Για μένα, αντίθετα, το ιδεατό δεν είναι τίποτα άλλο
από τον υλικό κόσμο όπως αντανακλάται από τον ανθρώπινο νου και
μεταφράζεται σε μορφές σκέψης’.
Περιγράφοντας τον υλισμό τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, συνήθως αναφέρονται
στον Φόιερμπαχ ως τον φιλόσοφο που αποκατέστησε τον υλισμό στη θέση
του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ο υλισμός του Μαρξ και του Ένγκελς
ταυτίζεται με τον υλισμό του Φόιερμπαχ. Για την ακρίβεια, ο Μαρξ και ο
Ένγκελς πήραν από τον υλισμό του Φόιερμπαχ τον ‘εσωτερικό του πυρήνα’,
και τον ανέπτυξαν σε μια επιστημονικο-φιλοσοφική θεωρία του υλισμού,
αφήνοντας κατά μέρους τα ιδεαλιστικά και θρησκευτικο-ηθικά του φορτία.
Γνωρίζουμε πως ο Φόιερμπαχ, αν και ήταν βαθύτατα υλιστής, είχε
αντιρρήσεις για το όνομα υλισμός. Ο Ένγκελς είχε επανειλημμένα δηλώσει
πως ‘παρά την υλιστική βάση’ ο Φόιερμπαχ ‘παρέμενε προσδεμένος στα
παραδοσιακά ιδεαλιστικά δεσμά’, και πως ‘ο αληθινός ιδεαλισμός του
Φόιερμπαχ γίνεται φανερός μόλις φτάσουμε στη φιλοσοφία της θρησκείας και
της ηθικής του’.
Η λέξη διαλεκτική έχει της ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη
διαλέγομαι, που σημαίνει συζητώ, συνομιλώ. Στην αρχαία εποχή η
διαλεκτική ήταν η τέχνη του να φτάνει κανείς στην αλήθεια, φανερώνοντας
τις αντιθέσεις στο επιχείρημα του αντιπάλου, και ξεπερνώντας αυτές τις
αντιθέσεις. Υπήρχαν φιλόσοφοι στην αρχαία εποχή που πίστευαν πως η
φανέρωση των αντιθέσεων στη σκέψη και η σύγκρουση των αντιθέτων ήταν η
καλύτερη μέθοδος για να φτάσει κανείς στην αλήθεια. Η διαλεκτική μέθοδος
σκέψης, αφού αργότερα προεκτάθηκε στα φυσικά φαινόμενα, εξελίχθηκε σε
διαλεκτική μέθοδο αντίληψης της φύσης, η οποία παρατηρεί τα φυσικά
φαινόμενα να είναι σε διαρκή κίνηση και να υποβάλλονται σε συνεχή
αλλαγή, και την εξέλιξη της φύσης ως το αποτέλεσμα της ξεδίπλωσης των
εγγενών αντιθέσεων της φύσης, ως το αποτέλεσμα της διάδρασης των
αντιθετικών δυνάμεων στη φύση.
Στην ουσία της, η διαλεκτική είναι το ακριβές αντίθετο της μεταφυσικής.
1) Μαρξιστική Διαλεκτική Μέθοδος
Τα κύρια χαρακτηριστικά της μαρξιστικής διαλεκτικής μεθόδου έχουν ως εξής:
α) Φύση συνδεδεμένη και καθορισμένη
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική, η διαλεκτική δε θεωρεί τη φύση ως μια
τυχαία συσσώρευση πραγμάτων, φαινομένων, ασύνδετων, απομονωμένων, και
ανεξάρτητων το ένα από το άλλο, αλλά ως συνδεδεμένο και ενιαίο όλον,
εντός του οποίου τα πράγματα, τα φαινόμενα είναι οργανικά συνδεδεμένα,
εξαρτημένα και καθορισμένα το ένα από το άλλο.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο, λοιπόν, κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να
κατανοηθεί μονάχο του, αποκομμένο από τα φαινόμενα που το περιβάλλουν,
καθώς οποιοδήποτε φαινόμενο σε οποιαδήποτε σφαίρα της φύσης μπορεί να
καταστεί χωρίς νόημα, αν ιδωθεί όχι σε σχέση με τις περιβάλλουσες
συνθήκες, αλλά χωρισμένο από αυτές. Και αντίθετα, οποιοδήποτε φαινόμενο
μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί αν θεωρηθεί σε αδιάσπαστη σύνδεση
με τα περιβάλλοντα φαινόμενα, ως καθορισμένο από τα φαινόμενα που το
περιβάλλουν.
β) Η φύση είναι σε κατάσταση αέναης κίνησης και αλλαγής
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί ότι η φύση δε
βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας και ακινησίας, στασιμότητας και
αμεταβλητότητας, αλλά σε κατάσταση συνεχούς κίνησης και αλλαγής,
διαρκούς ανανέωσης και εξέλιξης, όπου πάντα κάτι αναδύεται και
εξελίσσεται, και πάντα κάτι αποσυντίθεται και αργοπεθαίνει.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο, λοιπόν, τα φαινόμενα πρέπει να
εξετάζονται όχι μόνο από την άποψη της αλληλοσύνδεσης και αλληλεξάρτησής
τους, αλλά και από την άποψη της κίνησης, της αλλαγής, της εξέλιξης,
της εμφάνισης και της εξαφάνισής τους.
Η διαλεκτική μέθοδος θεωρεί ως πρωταρχικής σημασίας όχι αυτό που τη
δεδομένη στιγμή φαίνεται σταθερό και μόνιμο, ενώ έχει ήδη αρχίσει να
απογίνεται και να χάνεται, αλλά αυτό που αναδύεται και εξελίσσεται,
ακόμη και αν τη δεδομένη στιγμή δε φαίνεται να έχει αντοχή και
σταθερότητα, επειδή η διαλεκτική βλέπει ως ανίκητο μόνο αυτό που
αναδύεται και εξελίσσεται.
‘Ολόκληρη η φύση’, λέει ο Ένγκελς, ‘από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, από
τους κόκκους άμμου στα ηλιακά άστρα, από τους μονοκύτταρους οργανισμούς
ως τον άνθρωπο, υφίσταται μια ατελείωτη σειρά σταθμών εξέλιξης, ένα
αιώνιο προτσές εμφάνισης και εξαφάνισης, μέσα σε ακατάπαυστη ροή, μέσα
σε ατελείωτη κίνηση και αλλαγή’.
‘Γι αυτό το λόγο, η διαλεκτική’, λέει ο Ένγκελς, ‘συλλαμβάνει τα
πράγματα, και την αντανάκλασή τους στον ανθρώπινο νου, μέσα στην
αλληλοσύνδεσή τους, μέσα στην κίνησή τους, την εμφάνιση και την
εξαφάνισή τους’.
γ) Η ποσοτική αλλαγή οδηγεί σε ποιοτική αλλαγή
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική, η διαλεκτική δε θεωρεί το προτσές (πορεία)
εξέλιξης σαν ένα απλό προτσές ανάπτυξης, όπου οι ποσοτικές αλλαγές δεν
οδηγούν σε ποιοτικές αλλαγές, αλλά ως μια εξέλιξη που περνά από
ασήμαντες και αδιόρατες αλλαγές σε ολοφάνερες, θεμελιώδεις, ποιοτικές
αλλαγές. Μια εξέλιξη στην οποία οι ποιοτικές αλλαγές δεν συμβαίνουν
σταδιακά, αλλά γρήγορα και απότομα, παίρνοντας τη μορφή άλματος από τη
μία κατάσταση στην άλλη. Συμβαίνουν όχι τυχαία, αλλά ως το φυσικό
αποτέλεσμα της συσσώρευσης αδιόρατων και σταδιακών ποσοτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο, λοιπόν, το προτσές της εξέλιξης πρέπει
να εξετάζεται όχι ως κυκλική κίνηση, όχι σαν απλή επανάληψη αυτού που
έχει ήδη συμβεί, αλλά ως μια προοδευτική κίνηση προς τα πάνω, ως
μετάβαση από μία παλιά ποιοτική κατάσταση σε μια καινούρια ποιοτική
κατάσταση, ως εξέλιξη από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο
ανώτερο.
‘Η φύση’, λέει ο Ένγκελς, ‘είναι η λυδία λίθος της διαλεκτικής. Και
πρέπει να ειπωθεί για τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες ότι έχουν
προσκομίσει πλούσιο και ολοένα αυξανόμενο υλικό για επαλήθευση, και
έχουν αποδείξει ότι σε τελευταία ανάλυση το προτσές της φύσης είναι
διαλεκτικό και όχι μεταφυσικό, ότι δεν κινείται σε αιώνια ομοιόμορφους
και διαρκώς επαναλαμβανόμενους κύκλους, αλλά ότι η φύση περνά μέσα από
την αληθινή ιστορία. Εδώ πρέπει να γίνει μνεία στο Δαρβίνο, που κατέφερε
αποφασιστικό χτύπημα στη μεταφυσική αντίληψη της φύσης, αποδεικνύοντας
ότι ο οργανικός κόσμος του σήμερα, η χλωρίδα, η πανίδα, αλλά και ο
άνθρωπος, είναι προϊόν ενός προτσές εξέλιξης, που διαρκεί εκατομμύρια
χρόνια’.
Περιγράφοντας τη διαλεκτική εξέλιξη ως μια μετάβαση από ποσοτικές αλλαγές σε ποιοτικές αλλαγές, ο Ένγκελς λέει:
‘Στη φυσική […] κάθε αλλαγή είναι ένα πέρασμα από την ποσότητα στην
ποιότητα, ως αποτέλεσμα της ποσοτικής αλλαγής κάποιας μορφής κίνησης,
είτε του ίδιου του σώματος είτε μεταδιδομένης στο σώμα. Για παράδειγμα, η
θερμοκρασία του νερού αρχικά δεν επηρεάζει την υγρή του κατάσταση. Αλλά
καθώς η θερμοκρασία του υγρού νερού ανεβαίνει ή πέφτει, έρχεται
στιγμή, όπου η κατάσταση του αλλάζει και το νερό μεταβάλλεται στην μια
περίπτωση σε ατμό και στην άλλη σε πάγο. Κατά τον ίδιο τρόπο, για να
γίνει φωτεινό ένα σύρμα από πλατίνα χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα μιας
ορισμένης δύναμης. Με ίδιο τρόπο, κάθε μέταλλο λιώνει σε ορισμένους
βαθμούς θερμοκρασίας. Κάθε υγρό, κάτω από μια ορισμένη πίεση, φτάνει στο
σημείο που πήζει ή πού βράζει, εφόσον τα μέσα μάς επιτρέπουνε να
πετύχουμε τις απαραίτητες θερμοκρασίες για κάθε περίπτωση. Τέλος, κάθε
αέριο έχει ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο, με την κατάλληλη πίεση μπορεί
να μετατραπεί σε υγρό. Οι γνωστές σταθερές στη φυσική (τα σημεία όπου
μία κατάσταση περνά σε μία άλλη) είναι ονομασίες για τα κομβικά σημεία
στα οποία μια ποσοτική αλλαγή (αύξηση ή μείωση της κίνησης) προκαλεί
ποιοτική αλλαγή στην κατάσταση ενός σώματος, και στα οποία, συνεπώς, η
ποσότητα μεταμορφώνεται σε ποιότητα’.
Περνώντας στη χημεία, ο Ένγκελς συνεχίζει:
‘Μπορούμε να αποκαλέσουμε τη χημεία ως την επιστήμη των ποιοτικών
αλλαγών που λαμβάνουν χώρα σε σώματα, ως αποτέλεσμα αλλαγών της
ποσοτικής τους σύνθεσης. Αυτό ήταν ήδη γνωστό στον Χέγκελ. Ας πάρουμε
για παράδειγμα το οξυγόνο: αν ένα μόριο περιέχει τρία άτομα οξυγόνου
αντί για δύο, τότε έχουμε όζον, ένα σωματίδιο φανερά διακριτό από το
οξυγόνο σε σχέση με τη μυρωδιά και τις αντιδράσεις. Και τι να πούμε για
τις διαφορετικές αναλογίες στις οποίες το οξυγόνο συνδυάζεται με το
άζωτο ή με το θειάφι, καθεμιά από τις οποίες παράγει ένα σώμα ποιοτικά
διάφορο από όλα τα άλλα σώματα!’.
Τέλος, ασκώντας κριτική στον Ντύρινγκ, ο οποίος επέκρινε τον Χέγκελ, ενώ
κρυφά ‘δανειζόταν’ τη γνωστή θεωρία του σύμφωνα με την οποία η μετάβαση
από τον άψυχο κόσμο στον κόσμο των αισθήσεων, από τον κόσμο της
ανόργανης ύλης στο βασίλειο της οργανικής ζωής, είναι ένα άλμα σε μια
νέα κατάσταση, ο Ένγκελς λέει:
‘Αυτή είναι ακριβώς η εγελιανή κομβική γραμμή σχέσεων μέτρησης, όπου σε
ορισμένα συγκεκριμένα κομβικά σημεία, η καθαρά ποσοτική αύξηση ή μείωση
οδηγεί σε ποιοτικό άλμα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του νερού το
οποίο ζεσταίνεται ή παγώνει, το σημείο βρασμού ή το σημείο τήξης είναι
οι κόμβοι στους οποίους -κάτω από κανονική πίεση- συμβαίνει το άλμα σε
μία νέα συνολικά κατάσταση, και όπου, συνεπώς, η ποσότητα μεταμορφώνεται
σε ποιότητα’.
δ) Εγγενείς αντιφάσεις της φύσης
Σε αντίθεση με τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί ότι εσωτερικές
αντιθέσεις βρίσκονται σε κάθε πράγμα και φαινόμενο της φύσης, γιατί όλα
έχουν θετική και αρνητική πλευρά, παρελθόν και μέλλον, στοιχεία που
χάνονται και στοιχεία που αναπτύσσονται. Και η διαπάλη μεταξύ αυτών των
αντιθέτων, η διαπάλη μεταξύ του παλιού και του νέου, μεταξύ αυτού που
πεθαίνει και αυτού που γεννιέται, μεταξύ αυτού που εξαφανίζεται και
αυτού που εξελίσσεται, συνιστά το εσωτερικό περιεχόμενο του προτσές της
εξέλιξης, το εσωτερικό περιεχόμενο της μεταμόρφωσης των ποσοτικών
αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές.
Σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο, λοιπόν, το προτσές της εξέλιξης από το
χαμηλότερο στο υψηλότερο λαμβάνει χώρα όχι σαν αρμονικό ξεδίπλωμα των
φαινομένων, αλλά ως φανέρωση των εγγενών αντιφάσεων των πραγμάτων και
των φαινομένων, ως διαπάλη των αντιθετικών τάσεων οι οποίες λειτουργούν
στη βάση των αντιφάσεων αυτών.
‘Η καθαυτή έννοια της διαλεκτικής’, λέει ο Λένιν, ‘είναι η μελέτη των
αντιφάσεων εντός της ίδιας της ουσίας των πραγμάτων’. Και παρακάτω: ‘Η
εξέλιξη είναι η πάλη των αντιθέτων’.
Αυτά είναι, συνοπτικά, τα κύρια χαρακτηριστικά της μαρξιστικής διαλεκτικής μεθόδου.
Είναι εύκολο να κατανοήσουμε πόσο πολύ σημαντικό είναι να επεκτείνουμε
τις αρχές της διαλεκτικής μεθόδου στη μελέτη της κοινωνικής ζωής και της
ιστορίας της κοινωνίας, και πόσο πολύ σημαντικό είναι να εφαρμόσουμε
αυτές τις αρχές στην ιστορία της κοινωνίας και στις πρακτικές
δραστηριότητες του κόμματος του προλεταριάτου.
Αν δεν υπάρχουν στον κόσμο απομονωμένα φαινόμενα, αν όλα τα φαινόμενα
είναι αλληλοσυνδεδεμένα και αλληλοεξαρτημένα, τότε είναι φανερό ότι κάθε
κοινωνικό σύστημα και κάθε κοινωνικό κίνημα της ιστορίας πρέπει να
αξιολογείται όχι από την άποψη της ‘αιώνιας δικαιοσύνης’ ή κάποιας άλλης
προκαθορισμένης ιδέας, όπως συμβαίνει συχνά από τους ιστορικούς, αλλά
από την άποψη των συνθηκών που γέννησαν αυτό το σύστημα ή αυτό το κίνημα
και με το οποίο είναι συνδεδεμένες.
Το δουλοκτητικό σύστημα θα ήταν ανόητο, χαζό, και αφύσικο υπό τις
σύγχρονες συνθήκες. Αλλά κάτω από τις συνθήκες του αποσυντεθειμένου
συστήματος της πρωτόγονης κοινοκτημοσύνης, το δουλοκτητικό σύστημα είναι
αρκετά κατανοητό και φυσικό φαινόμενο, αφού αντιπροσωπεύει μια πρόοδο
από το σύστημα του πρωτόγονου κομμουνισμού.
Το αίτημα για μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην εποχή του
Τσάρου και της αστικής κοινωνίας, στη Ρωσία του 1905, ήταν ένα
κατανοητό, πρέπον και επαναστατικό αίτημα. Εκείνη την περίοδο μια αστική
δημοκρατία θα ήταν ένα βήμα προόδου. Αλλά τώρα, κάτω από τις συνθήκες
της ΕΣΣΔ, το αίτημα για μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία θα ήταν
αίτημα ανόητο και αντεπαναστατικό. Γιατί μία αστική δημοκρατία θα ήταν
πισωγύρισμα για τη Σοβιετική δημοκρατία.
Όλα εξαρτώνται από τις συνθήκες, την ιστορική συγκυρία (χρόνο) και τον τόπο (χώρο).
Είναι φανερό πως χωρίς μια τέτοια ιστορική προσέγγιση των κοινωνικών
φαινομένων, η ύπαρξη και η εξέλιξη της επιστήμης της ιστορίας είναι
αδύνατη. Γιατί μόνο μία τέτοια προσέγγιση σώζει την επιστήμη της
ιστορίας από το να μετατραπεί σε ένα συρφετό τυχαίων γεγονότων και σε
μία σύμπηξη παράλογων λαθών.
Επιπλέον, αν ο κόσμος είναι σε κατάσταση αέναης κίνησης και εξέλιξης, αν
η εξαφάνιση του παλιού και η άνοδος του νέου είναι νόμος της εξέλιξης,
τότε είναι φανερό ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αμετάβλητα κοινωνικά
συστήματα, ούτε ‘αιώνιες αρχές’ της ατομικής ιδιοκτησίας και της
εκμετάλλευσης, ούτε ‘αιώνιες ιδέες’ της υποταγής του φτωχού αγρότη στο
γαιοκτήμονα, του εργάτη στον καπιταλιστή.
Ως εκ τούτου, το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να αντικατασταθεί από το
σοσιαλιστικό σύστημα, όπως κάποτε το φεουδαρχικό σύστημα
αντικαταστάθηκε από το καπιταλιστικό σύστημα.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να προσανατολίζουμε τη δράση μας με βάση τα
στρώματα της κοινωνίας που δεν εξελίσσονται πλέον, ακόμα και αν
αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη ακόμη και τώρα, αλλά με βάση εκείνα τα
στρώματα που εξελίσσονται και έχουν το μέλλον μπροστά τους, ακόμα και αν
στην παρούσα φάση δεν αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη.
Στα 1880, την περίοδο της διαπάλης μεταξύ μαρξιστών και ναροντνικών, το
προλεταριάτο στη Ρωσία αποτελούσε μια ασήμαντη μειονότητα του πληθυσμού,
ενώ οι ιδιώτες αγρότες αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Αλλά το προλεταριάτο αναπτυσσόταν ως τάξη, ενώ η αγροτιά ως τάξη
αποσυντίθετο. Και ακριβώς επειδή το προλεταριάτο αναπτυσσόταν ως τάξη,
οι μαρξιστές προσανατόλισαν τη δράση τους στη βάση του προλεταριάτου.
Και δε λάθεψαν. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το προλεταριάτο στη συνέχεια
εξελίχθηκε από ασήμαντη δύναμη σε πρώτης τάξης ιστορική και πολιτική
δύναμη.
Ως εκ τούτου, για να μη λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να βλέπουμε μπροστά και όχι προς τα πίσω.
Επιπλέον, αν το πέρασμα από αργές ποσοτικές αλλαγές σε γρήγορες και
ξαφνικές ποιοτικές αλλαγές είναι νόμος της εξέλιξης, τότε είναι φανερό
ότι οι επαναστάσεις που κάνουν οι καταπιεσμένες τάξεις είναι φυσικά και
αναπόφευκτα φαινόμενα.
Ως εκ τούτου, η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και η
απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τον ζυγό του καπιταλισμού δεν
μπορεί να επιτευχθεί μέσω αργών, σταδιακών αλλαγών, μέσω μεταρρυθμίσεων,
αλλά μόνο μέσω μιας ποιοτικής αλλαγής του καπιταλιστικού συστήματος,
μέσω επανάστασης.
Ως εκ τούτου, για να μη λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να είμαστε επαναστάτες, και όχι ρεφορμιστές (μεταρρυθμιστές).
Επιπλέον, αν η εξέλιξη προχωρά μέσα από την αποκάλυψη των αντιφάσεων,
μέσα από τις συγκρούσεις μεταξύ αντιθετικών δυνάμεων στη βάση αυτών των
αντιφάσεων και με στόχο την υπέρβαση των αντιφάσεων, τότε είναι φανερό
ότι η ταξική πάλη του προλεταριάτου είναι ένα φυσικό και αναπόφευκτο
φαινόμενο.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγκαλύπτουμε τις αντιθέσεις του
καπιταλιστικού συστήματος, αλλά να τις φανερώνουμε και να τις
ξεδιπλώνουμε. Οφείλουμε να οδηγήσουμε μέχρι τέλους την ταξική πάλη και
όχι να την καταπνίξουμε.
Ως εκ τούτου, για να μη λαθεύουμε στη χάραξη της πολιτικής, πρέπει να
ακολουθήσουμε την αδιάλλακτη προλεταριακή ταξική πολιτική, και όχι τη
ρεφορμιστική πολιτική της αρμονικής συνύπαρξης των συμφερόντων του
προλεταριάτου και της αστικής τάξης, όχι την πολιτική του συμβιβασμού,
της ‘ωρίμανσης’ του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Αυτή είναι η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος εφαρμοσμένη στην κοινωνική ζωή, στην ιστορία της κοινωνίας.
Όσο για το μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό, είναι ριζικά αντίθετος του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.