Δεκέμβρης, παραμονές εορτών 1946, το κρύο ανυπόφορο. Ο προσφυγικός
συνοικισμός, φτιαγμένος από μικρά άθλια σπιτάκια, λες φυτεμένα μέσα στη
λάσπη που έφτιαξαν βροχή και χώμα, ζυμωμένα με τα ανθρώπινα πόδια.
Ο παγωμένος βοριάς σφύριζε στα δρομάκια, παρασύροντας με δύναμη το χιονόνερο.
Ωρα πέντε πρωί, αυτή την ώρα, κάθε μέρα, είναι που κτυπούν τα ξυπνητήρια εγερτήριο.
Στις
εξώπορτες, φάνηκαν οι πρώτες φωτεινές χαραμάδες, δείγμα πως στο
εσωτερικό των σπιτιών άρχιζε η ζωή! Εξω ψυχή, τίποτα δεν κινούνταν, ούτε
σκυλιά, κουρνιασμένα κι αυτά ποιος ξέρει πού.
Οι άνθρωποι του
συνοικισμού πετάχτηκαν στους δρόμους την ίδια σχεδόν στιγμή, λες και
υπάκουσαν σε κάποιο φανταστικό παράγγελμα: Μαζί με τα πρώτα
τσαλαβουτήματα στο λασπόδρομο, ακούστηκαν και τα πρώτα καλημερίσματα.
- Μωρέ μέρα να σου πετύχει! πέταξε κάποιος.
Το
ανθρώπινο μπουλούκι κατηφόρισε για τη ρεματιά. Κουκουλωμένοι και
δαρμένοι όλοι από το βοριά και το χιονόνερο. Και παρόλο το σκοτάδι,
ήξεραν πού πατούσαν! Εκαναν βλέπεις αυτή τη διαδρομή χρόνια τώρα. Ομως,
το κέφι δεν τους εγκατέλειπε. Πέταγαν διάφορα πράγματα ο ένας στον
άλλον, κι αυτό οφείλονταν κατά πολύ στην παρουσία των θηλυκών συναδέλφων
της δουλιάς.
Εργάτες και εργάτριες προχωρούσαν στον ίδιο δρόμο, για την ίδια δουλιά, στην ίδια μοίρα της ζωής.
Η
φάμπρικα ήταν απ' την άλλη μεριά της ρεματιάς. Το μπουλούκι άρχισε να
κατεβαίνει την επικίνδυνη πλαγιά με προσοχή. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον,
οι νέοι τους μεγαλύτερους και ιδιαίτερα τις γυναίκες.
Κατέβαιναν
το γλιστερό μονοπάτι, βρίζοντας και καταριόνταν τους υπεύθυνους, που δε
θέλησαν, χρόνια τώρα, να κάνουν το γεφύρι που υπόσχονταν.
Τσαλαβούτησαν
μέσα στα παγωμένα βρωμονέρια της ρεματιάς με τα απόβλητα, χημικά και
άλλα, απ' τις υπόλοιπες φάμπρικες. Αρχισε το ανηφόρισμα στην απέναντι
πλαγιά, το ίδιο γλιστερή και επικίνδυνη. Εδώ οι ανήμποροι έμεναν πίσω,
αναθεματίζοντας τη μοίρα τους, δυσκολοανασαίνοντας, αυτό βέβαια όχι λόγω
ηλικίας, αλλά να, χρόνια τώρα, περνούσαν απ' το ίδιο μέρος, κάνοντας
την ίδια ανθυγιεινή δουλιά στη φάμπρικα. Τα πνευμόνια τους, σαπισμένα
απ' την ψιλή σκόνη του βαμβακιού, τους βασάνιζαν σε κάθε αναπνοή τους.
-
Αναπνοή, αυτό το πρώτιστο δώρο της φύσης για τη ζωή και τον άνθρωπο,
που εμείς οι ίδιοι δηλητηριάσαμε! είπε ένας βάζοντας και τον εαυτό του
φταίχτη. Διακόσια μέτρα από τη ρεματιά αμίλητη η φάμπρικα, ο τεράστιος
όγκος της, φάνταζε μέσα στο σκοτάδι. Το μπουλούκι δρασκέλισε τα
τελευταία μέτρα γρήγορα, έστριψε στη γωνία της μάντρας, αμέσως μετά από
είκοσι μέτρα. Ηταν η κεντρική είσοδος. Εκεί περίμεναν και άλλοι εργάτες.
Και συνεχώς έρχονταν από διάφορες μεριές και μονοπάτια. Τα μπουλούκια
ανακατεύτηκαν και έγιναν ένα, συζητώντας και περιμένοντας να ανοίξει η
μαύρη σιδερόπορτα της μάνδρας, που θα τους κατάπινε.
Η μαντρόπορτα
δεν έλεγε να ανοίξει. Αυτός είναι κανονισμός, έλεγαν. Ηταν ορισμένη η
ώρα που θα άνοιγε, και ο επόπτης τηρούσε τον κανονισμό κατά γράμμα. Ας
περίμεναν τριακόσιοι και πλέον άνθρωποι έξω στην παγωνιά και το
χιονόνερο. Και αυτό (δηλαδή που δεν άνοιγε η πόρτα), όχι επειδή άργησαν
να έλθουν οι εργάτες στη δουλιά τους, αλλά επειδή ήρθαν νωρίτερα.
Επιτέλους ακούστηκε η κλειδαριά, το μικρό πορτάκι υποχώρησε προς τα μέσα
τρίζοντας.
Οι πρώτοι εργάτες το δρασκέλισαν. Με βιασύνη περνούσε ο
ένας πίσω απ' τον άλλον, για να προλάβουν να είναι στις θέσεις τους,
καλημερίζοντας επόπτη και θυρωρό.
- Η καλημέρα σας μάρανε: Εμπρός μην καθυστερείτε, γρήγορα στη δουλιά σας! ήταν η απάντηση του αγουροξυπνημένου επόπτη.
- Να ανοίγεις την πόρτα πιο νωρίς και να ξυπνάς ακόμα νωρίτερα, χοντρέ, πήρε την απάντηση από έναν εργάτη.
Ο επόπτης έκανε μόνο ένα Μμμ, σαν βόδι.
Η αντίθεση μεταξύ εργαζομένων και τεμπελχανάδων άρχιζε από το πρωί.
Οι εργάτες έπρεπε να βιαστούν, ήταν έξι παρά τέταρτο και στις έξι ακριβώς έπρεπε να είναι στη θέση τους.
Είχαν να αλλάξουν τα βρεμένα με τα κουρέλια της δουλιάς, με την ελπίδα πως ύστερα από οκτώ ώρες, θα είχαν στεγνώσει!
Τώρα οι εργάτες είχαν σχηματίσει ουρά για το χτύπημα της κάρτας.
Αυτόν
τον επόπτη, οι εργάτες, παρότι τον έβλεπαν κάθε μέρα και χρόνια τώρα,
δεν μπορούσαν να τον συνηθίσουν, μόλις τον αντίκριζαν το πρωί τους
προκαλούσε αηδία.
Ηταν ένα κτήνος, μόλο που είχε την ικανότητα να στέκεται σε δύο πόδια:
Ενας
άνθρωπος διαστάσεων, σε ύψος και πλάτος, με ένα μάτσο κλειδιά περασμένα
σε ένα τεράστιο χαλκά στο ένα χέρι και στο άλλο μια σφυρίκτρα.
Η
γλώσσα του εργαλείο της απανθρωπιάς του, έκοβε σαν ψαλίδι: Κάθε πρωί
στεκόταν στην είσοδο της φάμπρικας, φωνάζοντας στους εργάτες να μη
χαζεύουν.
Θύμιζε όρθια αγριεμένη αρκούδα που μούγκριζε. Γι' αυτό
τον έλεγαν Αρκούδο! Οι εργάτες δεν υποψιάζονταν πόσο αδικούσαν αυτό το
κατά τα άλλα συμπαθές ζώο.
Στο πίσω μέρος της φάμπρικας ήταν μια
πανύψηλη τσιμινιέρα, σαν τεντωμένη ουρά θυμωμένου θεριού, που όταν
βρίσκεται σε χέρια ασυνείδητων, που από τόπος εργασίας, χαράς και
ευημερίας, γίνεται τόπος βασανιστικός, τυραννικός, τόπος μαρτυρίου.
Κι
αυτό το πελώριο άψυχο θηρίο καταβρόχθιζε, κάθε πρωί, αναρίθμητες
ανθρώπινες υπάρξεις μέχρι το βράδυ, έτσι το είχαν γυμνάσει οι
«θηριοδαμαστές» του, να υπακούει τυφλά.
Οσο για τον επόπτη, ήταν ο καταλληλότερος, ας τον πούμε «άνθρωπος», στη δουλιά του.
Ζωώδης εξωτερικά και εσωτερικά.
Ασυνείδητος,
χωρίς αισθήματα, αδίστακτος, χωρίς οίκτο. Μπορούσε να εκστομίσει τη
χειρότερη βρισιά, με τη μεγαλύτερη ευκολία. Είρων, έκφυλος και φαγάς...
Τα είχε με όλους τους εργάτες, μα με τις εργάτριες περισσότερο. Τις
περιφρονούσε, τις έβλεπε σαν αδύνατα και κατώτερα όντα. Τις κυνηγούσε
αδιάκοπα όπως τις κυνηγούσαν και οι μηχανές που δούλευαν. Φώναζε άγρια,
χειρονομούσε πρόστυχα. Τις σφύριζε δαιμονισμένα. Δημιουργούσε συνεχώς
επεισόδια. Αλλά και οι εργάτες δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια,
κατάγγελλαν στη διεύθυνση τον πρόστυχο τρόπο που φερνόταν ο επόπτης στις
εργάτριες. Η διεύθυνση όλο και βαριάκουε: Αν ήταν δυνατόν να κόψει τη
φόρα του μαντρόσκυλου. Είδε και έπαθε να τον εκπαιδεύσει, ώστε να τον
κάνει έτσι όπως τον ήθελαν.
Οι εργάτες όμως δεν το 'βαζαν κάτω. Κι έτσι φτάσαμε μια μέρα στο παρακάτω επεισόδιο.
Σε
ένα πέρασμα, από τα κανονισμένα του επόπτη, πήρε το μάτι του μια
εργάτρια που καθόταν, ενώ η μηχανή της δούλευε. Αρχισε να τη βρίζει
χυδαία: - Το σταυρό σου, την Παναγία σου, μωρή πουτάνα! Η εργάτρια
σηκώθηκε αμέσως κλαίοντας. Ηταν μια νιόπαντρη κοπέλα δεκαοχτάρα και σε
ενδιαφέρουσα.
Ο συνδικαλιστής, ένας ψηλός σαραντάρης, σφυρηλατημένος στη φάμπρικα, παρεμβαίνει δυναμικά και του' πε:
- Γιατί ρε βρίζεις την κοπέλα; Τι σου έκανε; Δεν μπορείς να της μιλήσεις καλύτερα; Δεν τη βλέπεις που είναι έγκυος;
- Και εγώ τι φταίω; Εγώ την γκάστρωσα; Μούγκρισε το κτήνος.
Μη μιλάς σε μένα έτσι, γιατί θα πάρω το σίδερο και θα σου ανοίξω το γουρουνοκέφαλό σου στα δύο.
Μπήκαν εργάτες στη μέση να τους χωρίσουν.
- Αυτό δε θα περάσει έτσι, απείλησε ο επόπτης.
- Τον κακό σου τον καιρό ταγματασφαλίτη, του απάντησε ένας εργάτης.
- Οχι και ταγματασφαλίτης ρε συνάδελφε, τον έκοψε άλλος.
-
Αυτός, να μου το θυμάσαι. Για να βγει χονδρός από την Κατοχή πάει να
πει πως καλότρωγε, εκτός αν νομίζεις πως έπαθε αποβιταμίνωση!
Οι παρευρισκόμενοι εργάτες γέλασαν και τράβηξαν για τις μηχανές τους.
Στην
τραπεζαρία, στο κλεμμένο τέταρτο του κολατσιού, οι εργάτες έβρισκαν την
ευκαιρία να συζητούν θέματα της δουλιάς, να ανταλλάξουν αστεία κλπ.
Η
τραπεζαρία σαν κατασκευή ήταν πολυτελής, με μωσαϊκά, λαδομπογιές, με
άπλετο φως, τραπέζια και πάγκους από καλό χονδρό ξύλο λουστραρισμένο.
Ενας
μισότοιχος χώριζε την τραπεζαρία στα δύο, για άνδρες και γυναίκες. Κι
αυτό γιατί ο εργοστασιάρχης ήταν θεοφοβούμενος! Οι εργάτες και οι
εργάτριες κατέβαιναν φορτωμένοι από χνούδι και σκόνη, με βουλωμένα
αυτιά, μάτια, ρουθούνια. Ξερόβηχαν, τρίβοντας πρόσωπα και φυσώντας τις
μύτες για να ελευθερωθούν. Δεν πλένονταν, γιατί δε θα προλάβαιναν. Γι'
αυτήν, ας την πούμε πλούσια αίθουσα το κολατσιό ήταν φτωχό. Ψωμί, ελιές,
κρεμμύδι, πού και πού καμιά σαρδέλα παστή που τραβάει νερό. Ετσι για να
μη μένει άδειο το στομάχι. Μια μέρα ένας εργάτης μπουκωμένος είπε:
-
Γιατί ρε συνάδελφοι, ο εβραίος έχει στο γραφείο του πάνω απ' το κεφάλι
του, την εικόνα του Χριστού με το αγκαθένιο στεφάνι; (Εβραίος ήταν ο
διευθυντής, νεοφερμένος από την Αγγλία, κατά τα άλλα ευγενικός) και η
συζήτηση άναψε.
- Γιατί κι ο Χριστός εβραίος ήταν! είπε κάποιος με διάθεση να αστειευτεί.
- Ωστε κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, απάντησε άλλος.
- Δηλαδή όπως λένε, το αίμα νερό δε γίνεται, ακούστηκε ένας τρίτος.
- Ναι, μα οι ίδιοι οι εβραίοι τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν! Ακούστηκε άλλος.
- Βλαστημάτε συνάδελφοι, με το να μιλάτε έτσι για το Χριστό. Διαμαρτυρήθηκε ένας εργάτης που όλοι τον ήξεραν για θεοφοβούμενο.
-
Ρε Χιώτη, αυτοί βρίζουν το Χριστό, που τον έφεραν εδώ και τον
ξεφτιλίζουν! Ενώ η θέση του Χριστού είναι στην Εκκλησία, και όχι στο
λημέρι του εβραίου. Εδώ μόνο το διάλογο πρέπει να βάλουν στα γραφεία
τους.
- Συνάδελφοι, να πω κι εγώ τη γνώμη μου; Αντήχησε η σοβαρή φωνή του συνδικαλιστή.
- Βεβαίως, αλίμονο, απάντησαν σχεδόν ομόφωνα οι εργάτες.
-
Αστειευόμενοι όλοι μας, χωρίς να το θέλουμε, ανοίξαμε, κατά τη γνώμη
μου, μια σοβαρή συζήτηση, μα επίσης και ένα σοβαρό θέμα, συνεχίζοντας:
- Θα έπρεπε να ξέρουμε όλοι γιατί έφεραν το Χριστό στη φάμπρικα, κι όχι γιατί τον έβαλαν εδώ ή εκεί.
Αυτό
το νόημα πιστεύω πως είχε το ερώτημα του πρώτου συναδέλφου μας. Η γνώμη
μου, λοιπόν, είναι πως έφεραν την εικόνα του Χριστού, όχι βέβαια επειδή
ο Χριστός και ο διευθυντής είναι πατριώτες (χωρίς πατρίδα για την ώρα),
μα ούτε επειδή Χριστός και διευθυντής ανήκουν στην ίδια φυλή, ούτε πως ο
Χριστός ήταν κλωστοϋφαντουργός, ούτε για να έχει γερούς εμάς. Αν ήθελαν
να είμαστε γεροί, ας μας δώσουν αυτά που ζητάμε, και δε ζητάμε αυτά που
μας ανήκουν, για την ώρα τουλάχιστον. Εμείς ζητάμε τώρα, να μας δώσουν
καλύτερο μεροκάματο να τρώμε καλύτερα εμείς και οι οικογένειές μας, τι
το απλούστερο.
- Αμ δεν είναι απλούστερο, για τους εργοδότες, γιατί αυτωνών οι τσέπες έχουν αχινούς! διέκοψε κάποιος με νόημα.
-
Αυτό είναι σωστό συνάδελφε που είπες, έκανε ο συνδικαλιστής και
συνέχισε: Οπως επίσης και καλύτερες συνθήκες δουλιάς. Τον Χριστό,
λοιπόν, τον έφεραν στη φάμπρικα, ακριβώς για το αντίθετο, για να μη μας
δώσουν καλύτερο μεροκάματο. Τον έφεραν και τον χρησιμοποιούν για
εκμετάλλευση εις βάρος μας, και εξηγούμαι:
Πέστε πως πάμε στον
διευθυντή για κάποιο παράπονό μας, ή ένα οικονομικό αίτημά μας. Κι
αντικρίζουμε την εικόνα του Χριστού με το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι,
με το πονεμένο και ματωμένο πρόσωπο. Αυτό και μόνο, ο Χριστός ο ίδιος
είναι σα να μας λέει:
- Εμένα με κυνήγησαν, με εβασάνισαν, με σταύρωσαν και όμως δεν παραπονέθηκα ποτέ και για τίποτα. Και παραπονιέστε εσείς;
Σκεφθείτε,
λοιπόν συνάδελφοι μέχρι πού έφθασαν οι ασυνείδητοι την εγκληματικότητά
τους. Κι αυτό για να υπηρετήσουν τα άνομα συμφέροντά τους.
Δεν
έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, δε σέβονται τίποτα... Οι εργάτες
χειροκρότησαν με θέρμη, τα τελευταία λόγια του συνδικαλιστή. Ομως, στην
πόρτα της τραπεζαρίας, με τη σφυρίχτρα στο απαίσιό του στόμα, στεκόταν ο
επόπτης και σφύριζε συνεχώς σαν δαιμονισμένος.
Τα χειροκροτήματα σταμάτησαν.
-
Πάλι κυβέρνηση φτιάξατε, ειρωνεύτηκε, εμπρός, αρκετά, γρήγορα στις
δουλιές σας, σήμερα το παρακάνατε, εδώ είναι εργοστάσιο και όχι Βουλή.
Ακούς εκεί, αρχίσαμε τώρα και τους λόγους εδώ μέσα. Δε θα τα πάμε
καλά... γρήγορα επάνω. Ετσι κόπηκε και η συζήτηση.
- Τι γρήγορα ρε χοντρέ, εδώ μας τρως δεκαπέντε λεπτά από το κολατσιό, το κορόιδο κάνεις;
Ηταν
μια φωνή ανάμεσα από τους εργάτες, που έβγαιναν μπουλούκι απ' την
τραπεζαρία, και προχωρούσαν κοπαδιαστά προς την κεντρική σκάλα. Ο
Αρκούδας πίσω τους μούγκριζε συνεχώς. Ναι δεν το ξέραμε, να σας φέρω και
κρεβάτια τώρα:
- Στα άλλα εργοστάσια, το ξέρετε πως οι εργάτες τρώνε στις μηχανές τους; χωρίς να κατεβάζουν τους διακόπτες!
Μπα,
δηλαδή σου χρωστάμε, όπως τα λες έτσι; Πήρε την απάντηση. Ολοι οι
εργάτες έβγαλαν την αγανάκτησή τους, με ένα κοροϊδευτικό χάχανο!
Αυτά
ακούγονταν σχεδόν κάθε μέρα. Συνεχίζονταν και οι αναφορές στη
διεύθυνση. Αυτή όμως πάντα έπαιρνε το μέρος των οργάνων της, και
συγχρόνως απειλούσε με απολύσεις. Σε αυτή την περίπτωση φαινόταν πόσο
χαρακτηριστική ήταν η μαχητικότητα των γυναικών.
Κατέβαζαν αμέσως
τους διακόπτες και έτρεχαν στα γραφεία, να διαδηλώσουν με πείσμα τη
συμπαράστασή τους. Ετσι προχωρούσε η ζωή στη φάμπρικα.
Η ώρα ήταν
περασμένη, δύο μετά το μεσημέρι, όταν η πρωινή βάρδια χύθηκε σαν ποτάμι
έξω και σκόρπισε στα διάφορα μονοπάτια, γύρω από τη φάμπρικα,
επιστρέφοντας στη φτωχική μα ζεστή οικογενειακή φωλιά τους. Προχωρώντας,
ήταν αδύνατον να μη γυρίσουν τα κεφάλια τους και να δουν αυτήν την
τεράστια τσιμινιέρα, που, απειλητικά πάντα, πετούσε κόπο, ιδρώτα και
αίμα, και τα σκορπούσε στους ανέμους υπό μορφή καπνού. Και ήταν σα να
έλεγε:
- Θέλετε δε θέλετε, όλοι αποδώ θα περάσετε; Σας αρέσει δε σας αρέσει!..
Από το βιβλίο του Χρυσόστομου Ορφανού «Στο Διάβα της ζωής» (2000)
Ο Χρυσόστομος Ορφανός γεννήθηκε στα Βουρλά Μικράς Ασίας το 1921. Με τη Μικρασιατική
καταστροφή, το 1922, η οικογένειά του ήρθε με το κύμα της προσφυγιάς
στην Ελλάδα. Καταστάλαξε στην Αθήνα. Και τελικά εγκαταστάθηκε στο
Πολύγωνο, στα «Παραπήγματα» (προσφυγικές παράγκες). Το 1930 με την
οικογένειά του μετακόμισε στη Μαγκουφάνα (Πεύκη). Δώδεκα χρόνων μπήκε
στη βιοπάλη, δούλεψε εμποροϋπάλληλος. Εζησε εκεί μέχρι τη
χιτλεροφασιστική κατοχή. Το Νοέμβρη του 1941 έφυγε για τη Μέση Ανατολή.
Κατατάχτηκε στα τμήματα του ελληνικού στρατού, συγκεκριμένα στην
αεροπορία. Εκπαιδεύτηκε σε Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας. Εκεί οργανώθηκε
στο ΚΚΕ. Στο Κίνημα που εκδηλώθηκε το 1944 πήρε μέρος. Και με πολλούς
άλλους συναδέλφους του και χιλιάδες αγωνιστές πιάστηκε και κλείστηκε στο
«σύρμα». Κρατήθηκε στο Στρατόπεδο «Ντεκαμερέ» της Ερυθραίας μέχρι την
απελευθέρωση. Γύρισε στην Ελλάδα, στον Πειραιά, στις 6 Δεκέμβρη 1945.
Μετά τη Βάρκιζα γνώρισε απίθανες διώξεις. Το 1947 και 1948 ήταν
εξόριστος στην Ικαρία. Μετά το 1950 δούλεψε στην ΕΔΑ. Μετά την πτώση της
χούντας, κάτοικος Ζωγράφου, βοήθησε με όλες τις δυνάμεις του το ΚΚΕ.
Και μένει πάντα πιστός οπαδός του. Καθώς και η συντρόφισσα της ζωής του,
Φανή.