Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ
και τα ΜΜΕ προσπαθούν να πείσουν το λαό και τους εργαζόμενους ότι
επιστρέφουμε στη λεγόμενη «κανονικότητα» με επαναφορά του πλαισίου της
εργατικής νομοθεσίας σε όσα ίσχυαν πριν τα μνημόνια. Αιχμή αυτής της
προπαγάνδας έχει γίνει το ζήτημα της επέκτασης των κλαδικών ΣΣΕ. Συνεχή
δημοσιεύματα και ρεπορτάζ αναφέρουν ότι η υπουργός έχει ήδη υπογράψει
την επέκταση 4 κλαδικών συμβάσεων και είναι με το στυλό στο χέρι για να
υπογράψει την επέκταση κι άλλων. Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ ή ακούγοντας
τους δημοσιογράφους αναρωτιέσαι «Καλά τόσος κόσμος θα πάρει αύξηση μόνο
εγώ δεν θα πάρω ρε γαμώτο;».
Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα ακόμα Συριζαίικο
ψέμα. Ένα ψέμα που προσπαθεί να μας πείσει ότι η βαρβαρότητα που
βιώνουμε καθημερινά οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς για πολλούς
αποτελεί ήδη παρελθόν ενώ σε λίγο θα αποτελεί για όλους. Είναι, όμως
έτσι τα πράγματα; Η απάντηση είναι πως δυστυχώς δεν είναι.
Στις αρχές του καλοκαιριού μετά από αίτημα του ΚΚΕ η
κυβέρνηση έφερε προς συζήτηση στη βουλή, με καθυστέρηση 2,5 ετών, την
πρόταση νόμου που κατέθεσαν 530 συνδικαλιστικοί φορείς (σωματεία,
ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα) με την οποία ζητούσαν να καταργηθούν οι
αντεργατικοί νόμοι που ψηφίστηκαν την περίοδο των μνημονίων και να
επανέλθει η εργατική νομοθεσία στα προ κρίσης δεδομένα. Η απάντηση της
υπουργού ήταν ότι η πρόταση νόμου είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Αντίστοιχης
απόρριψης έτυχε η πρόταση νόμου και από το σύνολο των άλλων κομμάτων
(πλην ΚΚΕ) τα οποία πιστά στο ρόλο του υπηρέτη των συμφερόντων της
αστικής τάξης βγάζουν σπυριά όταν ακούν περί εργασιακών δικαιωμάτων και
ΣΣΕ.
Νομίζω ότι αυτό αρκεί για να καταλάβει ο καθένας για
το παραμύθι των Συριζαίων περί επαναφοράς των ΣΣΕ και των εργασιακών
δικαιωμάτων. Από τη μια πλευρά μιλούν για επαναφορά των εργασιακών
δικαιωμάτων κι από την άλλη απορρίπτουν ως αντισυνταγματική την πρόταση
που καταργεί τους μνημονιακούς νόμους. Ας δούμε τι εννοούν, όμως, όταν
λένε ότι γίνεται επαναφορά των ΣΣΕ και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Λένε ότι επεκτείνουν τις κλαδικές ΣΣΕ και τις
καθιστούν υποχρεωτικές σε όλες τις επιχειρήσεις των κλάδων. Δεν λένε,
όμως, ότι με δική τους διάταξη δίνεται η δυνατότητα σε έναν εργοδοτικό
φορέα, που έχει υπογράψει μια κλαδική ΣΣΕ, να μην δώσει τα στοιχεία των
εταιριών που εκπροσωπεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το υπουργείο να
υπολογίσει αν ο εργοδοτικός αυτός φορέας εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις που
απασχολούν το 50%+1 των εργαζόμενων ενός κλάδου. Άρα, η επέκταση μια
κλαδικής ΣΣΕ είναι καθαρά στο χέρι των εργοδοτών. Για αυτό το λόγο οι
κλαδικές ΣΣΕ που έχουν επεκταθεί μέχρι σήμερα είναι μόνο όσες ήθελαν οι
εργοδότες. Για παράδειγμα η ΣΣΕ που υπέγραψε το σωματείο μετάλλου
Αττικής στη Ναυπηγοεπισκευταστική Ζώνη δεν πρόκειται να επεκταθεί, γιατί
είναι μια ΣΣΕ που υπέγραψαν οι εργοδότες κάτω από την πίεση των
εργαζόμενων και του αγώνα τους. Αφού δεν τους βγήκε η ενεργοποίηση των
ναζί και η επίθεση τους στο σωματείο αναγκάστηκαν από τους εργαζόμενους
να υπογράψουν ΣΣΕ ωστόσο εκμεταλλευόμενοι τα δώρα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ
αρνούνται να συναινέσουν στην επέκταση της.
Λένε ότι θα αυξήσουν τον κατώτερο μισθό. Δεν λένε,
όμως, ότι αυτό θα το κάνουν με βάση το νόμο Βρούτση που ορίζει ότι ο
κατώτερος μισθός ορίζεται με υπουργική απόφαση σε τέτοιο ύψους ώστε να
μην πλήττεται η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αρνούνται, δηλαδή, την επαναφορά του πλαισίου των ελεύθερων συλλογικών
διαπραγματεύσεων μέσα από τις οποίες καθοριζόταν ο κατώτερος μισθός ως
κομμάτι της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ.
Λένε ότι οι εργαζόμενοι στους κλάδους για τους
οποίους γίνεται επέκταση των ΣΣΕ θα δουν αυξήσεις. Δεν λένε ότι και σε
αυτούς τους κλάδους, όπως και στο σύνολο της οικονομίας, το καθεστώς της
δανεικής εργασίας και της εργολαβίας είναι σε τέτοια έκταση που την
όποια αύξηση θα την πάρουν ελάχιστοι από τους εργαζόμενους των κλάδων
αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν την κρίση με βάση το τότε εργασιακό
πλαίσιο το 98% των εργαζόμενων καλυπτόταν από κάποια κλαδική ή κάποια
επιχειρησιακή ΣΣΕ με αποτέλεσμα μόνο ένα 2% των εργαζόμενων αμειβόταν με
τον κατώτερο μισθό. Σήμερα, ακόμα και όλες να επεκταθούν, το ποσοστό
των εργαζόμενων που θα καλύπτεται από τις κλαδικές θα φθάνει περίπου το
10% των εργαζόμενων.
Λένε ότι επανέρχονται οι ΣΣΕ. Δεν λένε ότι δεν
υπάρχει καμία νομική διάταξη που να υποχρεώνει τους εργοδότες να
υπογράψουν ΣΣΕ. Δηλαδή, η εργατική νομοθεσία έχει διαμορφωθεί με τέτοιο
τρόπο ώστε να αφήνει στο χέρι του εργοδότη το αν θα υπογραφεί μια ΣΣΕ.
Αυτά είναι κάποια από τα σημεία της κοροϊδίας της
κυβέρνησης. Στο παιχνίδι βέβαια αυτό η κυβέρνηση δεν παίζει μόνη. Έχει
άξιο συμπαραστάτη τη Νέα Δημοκρατία η οποία στην προσπάθειά της να φανεί
ακόμα πιο καλή υπηρέτης του μεγάλου κεφαλαίου εξαγγέλλει την πλήρη
κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι
όλων των άλλων μορφών ΣΣΕ. Ουσιαστικά, η ΝΔ εξαγγέλλει την πλήρη
ισοπέδωση κάθε έννοιας εργατικού δικαιώματος με διπλό στόχο. 1) Να φανεί
πιο πιστή υπηρέτης του κεφαλαίου από το ΣΥΡΙΖΑ 2) Να συντηρήσει την
κάλπικη αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ περί δεξιάς και αριστεράς εμφανίζοντας
ακόμα και το μνημονιακό εργασιακό καθεστώς που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ ως
«αριστερή» – αντιμνημονιακή πολιτική.
Από όλα τα παραπάνω αυτό που πρέπει να μείνει στο
μυαλό κάθε εργαζόμενου είναι ότι η κυβέρνηση δεν επαναφέρει καμιά
κανονικότητα στις εργασιακές σχέσεις. Παρουσιάζει ως κανονικότητα όσα
ψηφίστηκαν στα χρόνια των μνημονίων και το παίζει «αριστερή»
αντιπαραθέτοντας όσα κάνει με όσα ακόμα πιο εφιαλτικά εξαγγέλλει η ΝΔ.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, που προκύπτει είναι ότι η
επαναφορά των ΣΣΕ και των εργασιακών δικαιωμάτων δεν θα γίνει από καμιά
κυβέρνηση και από κανένα εργοδότη αν δεν υπάρξει αγώνας από τους
εργαζόμενους. Εκεί που οι εργοδότες πιέζονται και υπογράφουν ΣΣΕ με
ουσιαστικές αυξήσεις (Ν/Ζ, εργοταξιακές ΣΣΕ στην παραλιακή, στον Αστέρα,
και στο Λήδρα) αξιοποιούν τα δωράκια της κυβέρνησης και θέτουν εμπόδια
στην επέκτασή τους. Για αυτό το λόγο ο αγώνας για τις ΣΣΕ αφορά κάθε
εργαζόμενο σε κάθε κλάδο της οικονομίας και αυτό τον αγώνα θα πρέπει να
τον δώσουμε όλοι οι εργαζόμενοι μαζί βάζοντας ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΑΝΑΓΚΕΣ.